Τ Α Λ Ω Σ
 
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
 
ΤΟΜΟΣ ΚΕ΄ (2017)
 
 
 
ΙΩΑΝΝΗΣ  ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
ΟΨΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
 
 
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
 
 
 
 
 
 
ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ
 
 
***
 
 

 

 

Τ Α Λ Ω Σ

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΕ΄ (2017)

 

 

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

 

ΟΨΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ

ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ (ΣΕΛ. 7)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (ΣΕΛ. 15)

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 21)

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 21)

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 105)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 127)

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 208)

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 216)

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΉ ΚΡΗΤΗ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 224)

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 330)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 373)

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΣΕΛ. 417)

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (423)

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ (429)

 

   

***

 

 

ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

                                     

Α. Προλεγόμενα.

Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να ζήσει ειρηνικά μέσα στην κοινω-νία, που ο ίδιος δημιούργησε, εμπνεύστηκε σε κάποια φάση της ιστορικής πορείας του την έννοια του δικαίου και κατανόησε τη σημασία του. Στη συνέχεια, προχώρησε στη διατύπωση και παγίωση συγκεκριμένων σχετικών αρχών και κανόνων. Μετά τα αρχέγονα στάδια, το δίκαιο διακρίθηκε σε δημόσιο, που ρύθμιζε τις σχέσεις πολιτών και δημοσίου, και ιδιωτικό, που ρύθμιζε τις έννομες σχέσεις των ιδιωτών μεταξύ τους. Με την πάροδο των αιώνων το δίκαιο εξελίχτηκε. Οι νόμοι, που αρχικά ήταν προφορικοί, γρά-φτηκαν, για να είναι κοινοί σε όλους. Μεγάλοι νομοθέτες τους βελτίωσαν και τους εμπλούτισαν, κατά καιρούς. Οι γραπτοί νόμοι της Γόρτυνας απο-τελούν απτό παράδειγμα της εξελικτικής πορείας του δικαίου στην Κρήτη, όπως αυτοί του Λυκούργου, του Δράκοντα και του Σόλωνα της πορείας του στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Οι Ρωμαίοι στήριξαν την κοσμοκρατορία τους πάνω στη δύναμη της νομοθεσίας τους. Το corpus juris civilis θεωρή-θηκε το λαμπρότερο από τα έργα τους. Οι Βυζαντινοί, ως γνήσιοι συνεχιστές της ρωμαϊκής ιστορίας, φρόντισαν να προσαρμόσουν την παραδοσιακή τους νομοθεσία στους κανόνες της χριστιανικής θρησκείας, η οποία έδωσε νέα φυσιογνωμία στην αυτοκρατορία.

Οι Κρητικοί, από τη στιγμή που το νησί τους αποτέλεσε τμήμα του Βυζαντινού κράτους, υιοθέτησαν κατά βάση το διαφοροποιημένο βυζαντινό δίκαιο. Η ομαλή λειτουργία του διακόπηκε, όταν για περίπου ενάμισυ αιώνα κυριάρχησαν οι Σαρακηνοί στο νησί (824-961). Το αραβικό δίκαιο πρέπει να επηρέασε σημαντικά τους Κρητικούς, αφού αναγκάστηκαν να το ακολου-θήσουν στους περισσότερους από τους τομείς της καθημερινής ζωής και δραστηριότητάς τους. Όταν τα στρατεύματα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά επανέφεραν το νησί στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας, άρχισε και η επαναφορά του βυζαντινού δικαίου σ’ αυτό. Πριν, όμως, καλά- καλά προφθάσουν οι κάτοικοι να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, εκδηλώθηκε η ανίερη 4η σταυροφορία, που άλλαξε τα δεδομένα σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια. Μετά την πτώση της βασιλεύουσας (1204) πολλές καθαρά ελληνικές περιοχές έπεσαν στα χέρια των δυτικών εισβολέων. Οι Βενετσιάνοι κατέλαβαν την Κρήτη και την κράτησαν πάνω από 400 χρόνια (1211-1669). Οι νόμοι που ίσχυαν επίσημα μέχρι τότε στο νησί ήταν, όπως αναφέραμε, κατά βάση οι βυζαντινοί. Το αραβικό δίκαιο λογικά είχε τεθεί στο περιθώριο. Αν αναλογιστεί κανείς ότι Βυζάντιο και Βενετία ανήκαν παλιότερα στο ενιαίο ρωμαϊκό κράτος, πριν αυτό διασπαστεί σε ανατολικό και δυτικό, μπορεί να καταλήξει σε ένα πρώτο συμπέρασμα ότι πολλοί από τους νόμους τους (Βυζαντίου και Βενετίας) είχαν κάποιες ομοιότητες, μια και είχαν κοινή αφετηρία.

Στη διάρκεια των τετρακοσίων χρόνων της ενετικής κατοχής, οι λαοί που κατοικούσαν στο νησί (Κρητικοί και Ιταλοί), όπως και οι ρυθμιστικοί κανόνες δικαίου, αναμίχτηκαν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε κατά την τελευ-ταία περίοδο της συνύπαρξής κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί με βεβαιό-τητα αν οι νόμοι που ίσχυαν είχαν καθαρά βυζαντινή ή ιταλική προέλευση, όπως και ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι που μπορούσαν να είναι σίγουροι για τη δική τους εθνική καταγωγή. Αν δηλαδή ήταν Έλληνες ή Ιταλοί. Ακόμα και τα διαφορετικά δόγματα που ακολουθούσαν, ορθόδοξο και δυτικό, είχαν εκφυλιστεί τόσο, που και πάλι κανείς δεν ήξερε αν το δόγμα που ακολου-θούσε ήταν προγονικό ή επίκτητο.

Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι οι Βενετοί ήταν πάνω απ’ όλα έμποροι. Όταν κατακτούσαν κάποια περιοχή με χριστιανούς κατοίκους, όπως στην περίπτωση της Κρήτης, είχαν ως κύριο μέλημα αρχικά να παγιώ-σουν την κατάκτησή τους και, στη συνέχεια, να την εκμεταλλευτούν οικονο-μικά. Για να επιτυγχάνουν ευκολότερα το στόχο τους φρόντιζαν εξαρχής το σταδιακό εκλατινισμό των κατοίκων με ήπια μέσα. Γνώριζαν ότι τα βίαια μέτρα προκαλούσαν επιζήμιες καταστάσεις. Στον τομέα αυτό ενεργούσαν με προγραμματισμό και μεθοδικότητα. Προσπαθούσαν δηλαδή να περάσουν στους κατεκτημένους λαούς το δικό τους δίκαιο και τους δικούς τους τρόπους ζωής και σκέψης, με διάφορους τρόπους. Παράλληλα, η παπική εκκλησία, που τους ακολουθούσε κατά πόδα στις κατακτήσεις τους, φρόντιζε από την πλευρά της πώς θα προσέλκυε τους υπόδουλους ορθόδο-ξους στον καθολικισμό. Το πιο βασικό ίσως όπλο στον αγώνα αυτό της Γαληνότατης Δημοκρατίας και του πάπα ήταν οι συμβολαιογράφοι, οι νοτάριοι, όπως τους αποκαλούσαν. Αν ανάγκαζαν τους στυλοβάτες αυτούς της ομαλής κοινωνικής και οικονομικής λειτουργίας και ισορροπίας να γράφουν όλες τις πράξεις τους στα λατινικά, θα εξανάγκαζαν όλους τους κατοίκους να μάθουν αναγκαστικά τη λατινική γλώσσα. Αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα για τον εκλατινισμό τους. Το δεύτερο βήμα θα γινόταν αν τους ανάγκαζαν να περνούν μέσα από τις πράξεις τους το τυπικό του δυτικού δικαίου ή κάποιους από τους κανόνες του, εξοβελίζοντας σταδιακά το βυζαντινό δίκαιο που επικρατούσε μέχρι τότε, ανάμικτο, όπως αναφέραμε με προηγούμενους παραδοσιακούς τοπικούς δικαιακούς κανόνες. Η επιβολή της λατινικής γλώσσας ευνοούσε και την παπική εκκλησία, γιατί η γνώση της άνοιγε προοπτικές για την αποδοχή του καθολικισμού. Για το λόγο αυτό δόγης και πάπας συμφώνησαν εξαρχής να καταργηθούν στο νησί όλες οι ορθόδοξες επισκοπές. Οι καθολικές, που ιδρύθηκαν αμέσως μετά την κατά-κτηση στη θέση τους, θα αποτελούσαν τις κυψέλες του παπισμού.  Σκέφτη-καν δηλαδή οι άνθρωποι του πάπα ότι η έμμεσα επιβαλλόμενη λατινική γλώσσα στους ντόπιους και η έλλειψη ταγών της ορθοδοξίας θα σήμαινε και τη σταδιακή εξαφάνιση του μισητού ανατολικού δόγματος στο νησί. Παράλληλα, οι άνθρωποι του δόγη ήλπισαν, όπως αναφέραμε, ότι η πολιτική αυτή θα βοηθούσε και στον αφελληνισμό των Κρητικών. Αυτό θα ήταν ευνοϊκό για την απρόσκοπτη διοίκηση του νησιού, αφού ως καθολικοί και εκλατινισμένοι θα περιόριζαν τις εξεγέρσεις κατά της εξουσίας, όπως παρα-δοσιακά συνήθιζαν[1]. Το σχέδιο, θεωρητικά τουλάχιστον, στηριζόταν πάνω σε λογικές βάσεις. Το σφάλμα που έκαναν δόγηδες και πάπες ήταν ότι δεν υπολόγισαν σωστά τις αντιστάσεις του ελληνικού ορθόδοξου στοιχείου. Εξάλλου ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι η πολιτιστική τουλάχιστον μετα-τροπή και αλλοτρίωση επιτυγχάνεται, μόνο όταν ο επιβαλλόμενος πολιτι-σμός σε ένα λαό είναι ανώτερος από τον υπάρχοντα. Όταν οι πολιτιστικές ρίζες είναι βαθιές και στέρεες, οι πολιτιστικές αλλαγές είναι από δύσκολες έως αδύνατες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις θρησκευτικές δοξασίες.

Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο οι εκπρόσωποι των δόγηδων διαπί-στωναν ότι στην Κρήτη οι προσπάθειές τους να αφελληνίσουν τους κατοί-κους και να τους οδηγήσουν στον καθολικισμό αποδεικνύονταν μάταιες. Με άλλα λόγια, οι νοτάριοι μπορεί να έγραφαν στα λατινικά, αλλά οι κάτοικοι δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν τη νεκρή αυτή γλώσσα. Πίστευαν όσα τους μετέφραζαν, με αποτέλεσμα πολλές φορές να δημιουργούνται μεγάλες αναστατώσεις, γιατί, όπως σε όλους τους κλάδους, έτσι και στη νοταριακή κοινότητα εμφανίζονταν, πολύ συχνά, και οι κίβδηλοι. Οι συνεχείς αντι-παραθέσεις σε πόλεις και χωριά δυσκόλευαν τις εισπρακτικές και διοικητικές τακτικές των κατακτητών και καθιστούσαν προβληματική την διατήρηση του «βασιλείου»[2] και επισφαλή τα κέρδη από την εκμετάλλευση των κατοί-κων. Επειδή, όπως αναφέραμε, οι Βενετοί πάνω από όλα έθεταν το χρήμα, κάποια δεδομένη στιγμή άφησαν κατά μέρος τη φιλόδοξη, αλλά αποτυχη-μένη πολιτική τους και αποφάσισαν να αποκαταστήσουν την ηρεμία στο νησί, προκειμένου οι εισπράξεις τους να αυξηθούν. Έτσι, επέτρεψαν στους νοταρίους της υπαίθρου να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα, για να είναι κατανοητές στους συμβαλλόμενους οι πράξεις τους, και στους κατοί-κους των πόλεων να χρησιμοποιούν την ιταλική, αντί της λατινικής, για τον ίδιο λόγο[3]. Μια ζωντανή γλώσσα ήταν, οπωσδήποτε, πιο κατανοητή από μια νεκρή. Γενικά, το μόνο που πέτυχαν οι άνθρωποι της Γαληνότατης Δημο-κρατίας, μέσα στο μακρύ χρονικό διάστημα της κυριαρχίας τους στην Κρήτη, ήταν να αναγκάσουν τους ντόπιους να αποδεχθούν κάποια δυτικά δικαιακά στοιχεία, όπως φαίνεται μέσα στις συμβολαιογραφικές πράξεις. Αυτό συνέβηκε γιατί, όπως αναφέραμε, το τυπικό των πράξεων ήταν προκα-θορισμένο από τη Διοίκηση. Στη βάση τους όμως οι νοτάριοι εξακολου-θούσαν να ακολουθούν το βυζαντινό δίκαιο, όπως αυτό είχε αναμιχθεί με τις τοπικές παραδοσιακές συνήθειες. Εξάλλου, όπως προλέχθηκε, το βενετικό και το βυζαντινό δίκαιο δεν διέφεραν πολύ, αφού και τα δύο είχαν αφετηρία το ρωμαϊκό.

Παράλληλα, μπορεί να καταργήθηκαν οι ορθόδοξες επισκοπές και να υποχρεώνονταν όσοι από τους ντόπιους ήθελαν να γίνουν ορθόδοξοι παπά-δες να ταξιδεύουν σε περιοχές εκτός του νησιού, προκειμένου να πάρουν το χρίσμα, αλλά οι δυτικές επισκοπές δεν απέκτησαν ποτέ πιστούς, «ποίμνιο». Επειδή η άδεια και το ταξίδι απαιτούσαν πολλά έξοδα και χρονοβόρες διαδικασίες, οι ενδιαφερόμενοι δεν δίσταζαν να πουλούν ακόμα και την περιουσία τους για να τα εξασφαλίσουν. Θεωρούσαν υπέρτατο καθήκον τους να γίνουν ορθόδοξοι ιερείς και να κρατήσουν με κάθε τρόπο τους συντοπίτες τους στο δόγμα των προγόνων τους. Έτσι, σταδιακά παρουσιάστηκε το φαινόμενο να φυτρώνουν σε κάθε πόλη και χωριό ορθόδοξοι ιερείς κατά πολύ περισσότεροι από όσους χρειάζονταν. Σε κάποια μάλιστα φάση αναγκάστηκε η ίδια η βενετική διοίκηση να καταργήσει πολλούς, γιατί  ο μεγάλος αριθμός τους, ιδίως στα χωριά, δημιουργούσε πολλά προβλήματα.[4] Συμπερασματικά, παρά τις μεγάλες προσπάθειες και τη συστηματική δου-λειά οι εκπρόσωποι της παπικής εκκλησίας δεν κατόρθωσαν να αποσπάσουν τους ντόπιους από το ορθόδοξο δόγμα. Οι δυτικές επισκοπές των επαρχιών υπολειτουργούσαν, οι καθολικοί επίσκοποι αναγκάζονταν να ζουν μακριά από αυτές για να νιώθουν ασφαλείς και μερικές φορές δεν δίσταζαν να εγκαθίστανται μόνιμα στη Βενετία και να «διοικούν» από εκεί την επισκοπή τους. Ο τίτλος του δυτικού επισκόπου στην Κρήτη έπαψε να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο. Κατάντησε εμπορικός τίτλος και τον αποκτούσαν άτομα ασήμαντα, με αποκλειστική επιδίωξη το κέρδος[5]. Οι καθολικές εκκλησίες ακόμα και στις πόλεις δέχονταν ελάχιστους πιστούς, ενώ οι ορθόδοξες γέμιζαν. Γενικά, οι προσπάθειες της Διοίκησης και της παπικής εκκλησίας  απέτυχαν παταγωδώς.  Στο τέλος  εγκατέλειψαν και οι δύο αυτές αρχές κάθε σχετικά προσπάθεια και στο νησί επικράτησε θρησκευτική, κοινωνική αλλά και εθνολογική σύγχυση. Η μεταπήδηση από τη μια εθνότητα στην άλλη και από το ένα δόγμα στο άλλο κατάντησε να είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης των κατοίκων. Όποιος αποκτούσε χρήματα, γινόταν -αν δεν ήταν- καθολικός και μιλούσε ή προσπαθούσε να μιλήσει βενετικά. Αντίθετα, όποιος φτώχαινε γινόταν -αν δεν ήταν- ορθόδοξος και μιλούσε ελληνικά. Αυτό σήμαινε, με δεδομένο ότι ελάχιστοι αποκτούσαν ή διατηρούσαν τον πλούτο τους στο νησί,  ότι το σύνολο σχεδόν των κατοίκων ήταν ορθόδοξοι και μιλούσαν ελληνικά[6].

Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του θέματος, πρέπει να σημειώσουμε αδρομερώς  για τους μη νομικούς αναγνώστες μας ότι σήμερα το ιδιωτικό δίκαιο χωρίζεται στο αστικό, που καθορίζει τις έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών,  και στο εμπορικό, που καθορίζει τις έννομες σχέσεις μεταξύ των εμπόρων. Στο μεγαλύτερο μέρος του (το ιδιωτικό δίκαιο) είναι ενδοτικό, μπορούν δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι να κάνουν σε διάφορους τομείς συμφω-νίες διαφορετικές και από αυτές που προβλέπει ο νόμος. Το αστικό δίκαιο χωρίζεται σε γενικές αρχές, στο ενοχικό, εμπράγματο, οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο.

Το οικογενειακό δίκαιο, που θα καλύψει με τις περιπτώσεις του ολό-κληρο το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης, περιλαμβάνει όλα τα σχετικά με το γάμο, τις υποχρεώσεις των συζύγων, το διαζύγιο, τη μέριμνα των παιδιών, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονέων και των τέκνων, όπως και την υιοθεσία και τη διατροφή συζύγων ή και συγγενών. Το κληρο-νομικό δίκαιο, που θα αποτελέσει το κύριο αντικείμενο του δεύτερου μέρους, ρυθμίζει την κληρονομική διαδοχή, τις διαθήκες, την επαγωγή της κληρονομιάς στους κληρονόμους, την κληρονομική αναξιότητα, την κληρο-δοσία και τη νόμιμη μοίρα.

 

Β. Περιεχόμενο και δομή της μελέτης.

Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε, με βάση τα υπάρχοντα νοτα-ριακά έγγραφα που αναφέρονται στη δυτική Κρήτη, να διακρίνουμε και να αναλύσουμε τους κανόνες που ρύθμιζαν κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας το κληρονομικό και οικογενειακό δίκαιο των κατοίκων του νησιού, Ελλήνων και Βενετών. Επίσης θα επιχειρήσουμε, όπου είναι εφικτό, να επισημάνουμε ποιες από τις αρχές  δικαίου είχαν δυτική προέλευση, ποιες αποτελούσαν συνέχεια του βυζαντινού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην Κρήτη, και, τέλος, ποιες ανήκαν αποκλειστικά σε άγραφτους πατρο-παράδοτους κανόνες. Αρχικά, οι νοτάριοι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, υπο-χρεώθηκαν να γράφουν τις δικαιοπραξίες τους στα λατινικά, προκειμένου να εισαγάγουν τις δυτικές ορολογίες δικαίου και να κάνουν γνωστή στους πολλούς την επίσημη γλώσσα της παπικής εκκλησίας. Αργότερα οι βενετικές αρχές, εξαιτίας των ανυπέρβλητων δυσκολιών που προκαλούσε στους απλούς κατοίκους, η χρήση της λατινικής, επέτρεψαν τη χρησιμοποίηση της ιταλικής και της ελληνικής στον ευαίσθητο αυτόν τομέα. Έτσι τα πράγματα κάπως βελτιώθηκαν. Πάντως μέσα στα τόσα χρόνια της «γλωσσικής λατινο-κρατίας» πολλές δυτικές  δικαιακές αρχές, όπως ήταν φυσικό, εισχώρησαν και παγιώθηκαν στο κρητικό τοπικό δίκαιο.

Στην ανάπτυξη του θέματός κρίθηκε απαραίτητο να υπάρχει διαχωρισμός υπαίθρου και πόλεων. Προφανώς πολλές όψεις του οικογενειακού και του κληρονομικού δικαίου ήταν κοινές, όχι  όμως όλες. Με βάση τα παραπάνω, η όλη μελέτη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, αφού δίδονται αδρομερώς, σε μορφή εισαγωγικού σημειώματος, οι βασικές αρχές του οικογενειακού δικαίου κατά την περίοδο του Βυζαντίου, απαριθμούνται όλες οι περιπτώσεις, διαφοροποιημένες ή όχι, που εντοπίστηκαν κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, χωριστά, όπως αναφέραμε, στην ύπαιθρο και χωριστά στην πόλη. Κατά συνέπεια, το πρώτο μέρος χωρίζεται σε δύο κεφάλαια, από τα οποία το ένα αναφέρεται στην ύπαιθρο και το άλλο στην πόλη του Ρεθύμνου. Και στο δεύτερο μέρος υπάρχει η ίδια δομή. Προηγείται ως εισα-γωγικό σημείωμα αδρομερής αναφορά στις βασικές αρχές του βυζαντινού δικαίου, που ίσχυε στην Κρήτη μέχρι τις αρχές του 13ου αι., και ακολουθούν οι περιπτώσεις, διαφοροποιημένες ή όχι, που ίσχυσαν μετά την κατάληψη του νησιού από τους ανθρώπους του βενετού δόγη. Και αυτό χωρίζεται σε δύο κεφάλαια, με το πρώτο να εξετάζει τις κληρονομικές συνήθειες των κατοίκων της πόλης και το δεύτερο αυτές των κατοίκων της υπαίθρου.

 

Γ. Βασικές πηγές της μελέτης.

Η όλη μελέτη θα στηριχθεί στα έξι πρωτόκολλα των νοταρίων του δια-μερίσματος Ρεθύμνου, που διασώθηκαν στα αρχεία της Βενετίας και έχουν δημοσιευτεί. Και τα έξι αναφέρονται στον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα. Στα συγκεκριμένα πρωτόκολλα περιλαμβάνονται συνολικά 2.288 πράξεις. Από αυτές οι 287 σχετίζονται με το οικογενειακό δίκαιο (προικο-σύμφωνα, εκτιμήσεις, εξοφλήσεις προίκας, επιστροφή προίκας κ.ά.) και οι 152 με το κληρονομικό δίκαιο (διαθήκες, κωδίκελλοι, κληροδοτήματα κ.ά.). Από τους έξι νοταρίους, που έγραψαν τα παραπάνω πρωτόκολλα, οι δύο είχαν την έδρα τους σε χωριά και οι τέσσερις στην πόλη. Να σημειωθεί ότι, όπως αναφέραμε ήδη, οι νοτάριοι των χωριών έγραφαν τις πράξεις τους στα ελληνικά, ενώ αυτοί των πόλεων στα ιταλικά (παλαιότερα στα λατινικά). Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι της υπαίθρου ενδιαφέρονταν πρώτιστα για τους γάμους και δευτερευόντως για τις διαθήκες, αντίθετα με τους κατοίκους των πόλεων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι από τις 287 πράξεις που σχετί-ζονται με τους γάμους και, κατ’ επέκταση, με το οικογενειακό δίκαιο οι 186 (ποσοστό 64%) συντάχτηκαν από τους δύο επαρχιώτες νοταρίους. Οι ίδιοι από τις 152 πράξεις που σχετίζονται με τις διαθήκες και, κατ’ επέκταση, με το κληρονομικό δίκαιο, συνέταξαν μόλις τις 34 (ποσοστό 22%).

Η εμφανής διαφοροποίηση των κατοίκων των χωριών και των κατοίκων των πόλεων στους τομείς αυτούς ήταν φυσιολογική. Οι χωρικοί ήσαν, κατά κανόνα, φτωχοί και ελάχιστα είχαν να αφήσουν με τη διαθήκη τους. Για το λόγο αυτό τις περισσότερες φορές απέφευγαν τη σύνταξή της, η οποία απαιτούσε χρόνο, ταλαιπωρία και έξοδα. Αυτά που είχαν και χωρίς διαθήκη πήγαιναν στα παιδιά και τη σύζυγό τους. Αυτό υπαγόρευε το γραπτό και το εθιμικό δίκαιο που ακολουθούσαν. Το αντίθετο συνέβαινε με τους γάμους. Έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον να βρουν μια γυναίκα για να μοιραστούν τις δυσκολίες της ζωής τους και κάποια προίκα για να προσπαθήσουν να περιορίσουν έστω και λίγο την παραδοσιακή ανέχειά τους. Ο γάμος ήταν γι’ αυτούς πολλαπλά αναγκαίος. Η δημιουργία οικογένειας, εξάλλου, αποτε-λούσε για τους ίδιους, εκτός των άλλων, μέσο καταξίωσης, και επίδειξης ικανότητας και ανδρισμού.

Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι των πόλεων, και ιδίως αυτοί που διέθεταν αρκετά χρήματα, ασχολούνταν πολύ περισσότερο με τη διαθήκη τους, την οποία έγραφαν και ξανάγραφαν, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες ζωής που αντιμετώπιζαν. Έπειτα άφηναν πολλά και σε άλλους πέρα από τους κληρονόμους τους, αφού είχαν αυτή την «πολυτέλεια». Οι πολλές αμαρτίες τους, που πιστοποιούνται με την ύπαρξη νόθων ή την εκμετάλλευση των αδυνάτων, τους οδηγούσαν συχνά να παραχωρούν μεγάλα κληροδοτήματα σε αναξιοπαθούντες για να δείξουν έστω και την τελευταία στιγμή ευσπλαχνία, όπως και σε μοναστήρια και εκκλησίες για επισκευές των οικημάτων τους ή σε παπάδες για επιπλέον από τα καθιερω-μένα μνημόσυνα. Όλα αποσκοπούσαν στη σωτηρία της ψυχής τους, που όλη τους τη ζωή παραμελούσαν. Παράλληλα, αν και για τους γάμους ενδιαφέ-ρονταν λιγότερο, δεν έπαυαν να επιδιώκουν κάποια καλή προίκα, ιδίως όταν ήταν οικονομικά εξαντλημένοι. Να σημειωθεί βέβαια ότι οι φτωχοί των πόλεων δεν διέφεραν και πολύ σε νοοτροπία από τους κατοίκους των επαρχιών, γιατί η φτώχεια είναι παντού η ίδια και συνήθως διαμορφώνει κοινούς χαρακτήρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πλούτο. Οι πλούσιοι της υπαίθρου και των πόλεων ήταν απλώς πλούσιοι.

Εκτός από τα πρωτόκολλα των νοταρίων θα γίνεται αναφορά, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, και στους δικαιακούς βυζαντινούς κανόνες, που συμπερι-λαμβάνονται στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου[7]. Το βιβλίο αυτό περιέχει τους σημαντικότερους νόμους του Βυζαντίου και αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, σύνοψη του τεράστιου σε έκταση βυζαντινού δικαίου. Το γεγονός ότι το ίδιο βιβλίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση της νομολογίας στο νεοελληνικό κράτος που σχηματίστηκε από τις στάχτες του 1821, αποτελεί αδιαμφι-σβήτητο στοιχείο της σπουδαιότητάς του. Μην ξεχνάμε ότι πολλοί και από τους σημερινούς κανόνες δικαίου είναι στηριγμένοι επάνω του. Πέρα των βασικών αυτών πηγών, θα χρησιμοποιηθεί ως υποστηρικτικό υλικό κάθε έγγραφο ή δημοσίευμα σχετικό με το θέμα μας.

Στην αρχή κάθε κεφαλαίου κρίθηκε σκόπιμο να υπάρχει ο πίνακας περιεχομένων του συγκεκριμένου κεφαλαίου, για να είναι περισσότερο εύκολη η ανάγνωση και η κατανόηση του. Επίσης στην αρχή κάθε μέρους και κάθε κεφαλαίου θα υπάρχει και σχετική εισαγωγή προς διευκόλυνση και πάλι της μελέτης. 

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί ολοκλη-ρωμένη παρουσίαση του κρητικού δικαίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας στο νησί, αλλά παρουσιάζει κάποιες περιπτώσεις του δικαίου αυτού. Εξάλλου ο τίτλος της μελέτης είναι όψεις δικαίου και όχι  δίκαιο.

    

 

 

***

 

  

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ

 


Α. Μνηστεία

Β. Γάμος

Γ. Απαγορευμένοι γάμοι

Δ. Δεύτερο γάμος

Ε. Επιστροφή προίκας

Στ. Δωρεές

Ζ. Διάλυση γάμου


 

Α. Μνηστεία.

Σύμφωνα με τη βυζαντινή νομοθεσία[8], οι οικογένειες των μνηστευμένων και οι  ίδιοι οι μνηστευμένοι όφειλαν να ακολουθούν ορισμένους δικαιακούς κανόνες και αρχές. Η μνηστεία γινόταν, κατά κανόνα, προφορικά και σπάνια γραπτά. Μπορούσε να γίνει αρραβώνας και μεταξύ απόντων, αν το απο-δέχονταν. Οι μελλόνυμφοι, προκειμένου να αντιλαμβάνονται τι έκαναν, έπρεπε να ήταν και οι δύο πάνω από επτά ετών. Ιεροτελεστίες δεν επιτρέ-πονταν, παρά μόνο όταν είχε περάσει το κορίτσι το 13ο και το αγόρι το 14ο έτος της ηλικίας του. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να συμφωνούν και οι δύο. Όταν η κόρη δεν αντέλεγε στον πατέρα της, σήμαινε ότι συμφωνούσε. Ο πατέρας της αρραβωνιασμένης, όταν είχε την κηδεμονία της, μπορούσε να διαλύσει τον αρραβώνα. Όταν όμως, κατά τη διάρκεια του αρραβώνα, η κόρη ελευθερωνόταν από τα δεσμά της κηδεμονίας, δεν μπορούσε.

Η διάρκεια του αρραβώνα δεν μπορούσε να διαρκέσει πάνω από 2 χρόνια. Αν ο γαμπρός απουσίαζε πάνω από 3 χρόνια, η κοπέλα είχε τη δυνα-τότητα να επιλέξει άλλον άντρα.

Αν ο μνηστήρας ήθελε να κάνει κάποιο δώρο στη νύφη (προγαμιαία δωρεά), έπρεπε να το κάνει πριν από τον γάμο, γιατί μετά το γάμο δεν ίσχυαν οι δωρεές. Το ίδιο ίσχυε και για τη νύφη. Προίκα της γυναίκας λογιζόταν μόνο όσα είχε στην ιδιοκτησία της πριν από το γάμο.

Ο αρραβώνας μπορούσε να διαλυθεί, όταν η κοπέλα ήταν έγκυος από άλλον, όταν άλλαζε θρησκεία ή δόγμα και όταν πήγαινε σε μοναστήρι. Όποιος διέλυε τον αρραβώνα, πλήρωνε το λεγόμενο «γαμικό πρόστιμο».  Αυτό ίσχυε και για ανήλικους και για ενήλικους. Αν αρραβωνιασμένοι είχαν φιληθεί  και πέθαινε ο ένας από τους δυο τους πριν τον γάμο, αυτός που ζούσε κρατούσε το μισό της προγαμιαίας δωρεάς.

Οι άντρες από 20-25 ετών μπορούσαν να ζητήσουν απαλλαγή από την πατρική ή όποια άλλη κηδεμονία. Το ίδιο και οι γυναίκες από 18-25.

Ο προξενητής δεν έπρεπε να πληρώνεται. Αν κάποιος απαιτούσε χρήμα-τα, από τη στιγμή που δεν είχε κάνει σχετική συμφωνία, δεν έπαιρνε τίποτα. Αν είχε γίνει συμφωνία, δεν μπορούσε να πάρει πάνω από το 1/20 του συνόλου της προίκας και της προγαμιαίας δωρεάς. Αυτό γινόταν προφανώς, για να μην μετατρέπεται η εξασφάλιση γαμπρού ή νύφης, ο  γάμος γενικό-τερα,  σε εμπορική επιχείρηση.

Με βάση τα συμβόλαια που ακολουθούν, οι παραπάνω αρχές και διατά-ξεις θα πρέπει να ίσχυσαν, με πολύ μικρές αποκλίσεις, και στη βενετοκρα-τούμενη Κρήτη. Πιο συγκεκριμένα, τα όρια ηλικίας για σύναψη γάμου, όπως και για απαλλαγή από την πατρική κηδεμονία σχεδόν συμπίπτουν. Επίσης, για τα προγαμιαία δώρα γίνονται σε κάποιες από τις δικαιοπραξίες σύντομες αναφορές. Αντίθετα, για το ζήτημα του προξενιού και την αμοιβή των προξενητών δεν υπάρχει αναφορά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν ίσχυε η σχετική συνήθεια. 

 

Β. Γάμος.

Απαραίτητη ηλικία για τη σύναψη γάμου ήταν για τον άντρα το 14ο έτος και για την κοπέλα το 12ο. Αυτό ίσχυε και για τους αυτεξούσιους και για τους υπεξούσιους (υπό κηδεμονία). Για να γινόταν γάμος έπρεπε να συμφω-νήσουν όχι μόνο ο γαμπρός και νύφη αλλά  και οι κηδεμόνες. Γάμος χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών ήταν άκυρος. Αν παντρευόταν κοπέλα κάτω των 12 ετών, γινόταν νόμιμη σύζυγος, μόνο όταν τα περνούσε. Μπορούσε ο άντρας να νυμφευόταν, ενώ ήταν απών, με επιστολή ή μέσω αντιπροσώπου. Σ’ αυτήν την περίπτωση όφειλε η γυναίκα να εγκατασταθεί στο σπίτι του γαμπρού. Αν αυτός πέθαινε, πριν επιστρέψει, τον πενθούσε για ένα έτος.

Αν ο πατέρας συλλαμβανόταν αιχμάλωτος ή εξαφανιζόταν από το σπίτι και δεν επέστρεφε μέσα σε τρία χρόνια, ο γιος ή και η κόρη μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Αν οι κηδεμόνες άδικα εμπόδιζαν τους κηδεμονευόμενους να παντρευ-τούν ή δεν τους έδιναν προίκα, αυτοί μπορούσαν να καταφύγουν στα δικαστήρια και να το απαιτήσουν.

Η ορφανή από πατέρα κόρη μπορούσε να παντρεύεται χωρίς τη συγκατά-θεση του κηδεμόνα, γιατί σ’ αυτόν ανήκε η διαχείριση της περιουσίας της και όχι τα σχετικά με το γάμο της. Όφειλε όμως η κόρη να έχει συμπληρώσει το 26ο έτος της ηλικίας της. Αν για το γάμο της διαφωνούσαν μητέρα, συγγενείς ή επίτροποι, τη λύση έδινε ο δικαστής.

Μπορούσε να γίνει γάμος και χωρίς προικοσύμφωνο «αρκεί να φυλαχθεί η διατύπωσις του νόμου».

Η ενήλικος αυτεξούσια μπορούσε να παντρευτεί νόμιμα και χωρίς τη θέληση του πατέρα της. Πιο συγκεκριμένα, όταν μια κοπέλα συμπλήρωνε το 25ο έτος της ηλικίας της και ο πατέρας της αμελούσε να την παντρέψει, μπορούσε να καταφύγει στο δικαστήριο και να απαιτήσει να την παντρέψει και να την προικίσει. Κανείς δεν έπρεπε να παντρεύεται κρυφά. Αν το έκανε, τον τιμωρούσαν, όπως και τον παπά που τον πάντρεψε[9].

 

Γ. Απαγορευμένοι γάμοι.

Οι συγγενείς διακρίνονταν σε τρεις κατηγορίες: α. ανιόντες (= όσοι μας γέννησαν, δηλαδή μάνα, πατέρας, παππούς...), κατιόντες (= όσοι γεννήθηκαν από εμάς, δηλαδή παιδιά, εγγόνια…) και πλάγιοι (= όσοι ανήκαν στην ίδια οικογένεια, δηλαδή αδέρφια, ξαδέρφια, ανίψια, θείοι…).

Ο γάμος ανάμεσα σε ανιόντες και κατιόντες ήταν απαγορευμένος. Αν κάποιος παραβίαζε την απαγόρευση, υφίστατο τιμωρία και δημευόταν η περιουσία του, όπως και η προίκα που είχε πάρει. Αν έκανε παιδιά, αυτά ήταν κάτω και από την κατηγορία των νόθων και δεν κληρονομούσαν τον πατέρα τους. Δεν μπορούσε κανείς να παντρευτεί, αδερφή, ανιψιά ούτε εγγονή από αδέλφια ή ανίψια, ούτε θεία, ούτε ξαδέρφια.

Υπήρχαν απαγορευμένοι γάμοι και με εξ αγχιστείας συγγενείς. Δεν μπο-ρούσε κανείς να πάρει προγονή ή νύφη του. Ούτε την κόρη της συζύγου του, που χώρισε και την έκανε μετά τον χωρισμό. Ούτε την μητριά ή την πεθερά, ούτε τη μνηστή του πατέρα ή του αδερφού μου. Ο θετός γιος δεν μπορούσε να παντρευτεί τη σύζυγο του πατριού του, ούτε ο πατριός τη δική του.

Όποιος παντρευόταν μοιχαλίδα, γινόταν και αυτός μοιχός, εκτός αν την είχε παλλακίδα. Αν της έγραφε περιουσία, αυτή πήγαινε στο δημόσιο.

Όποιος έκανε απαγωγή σε παρθένα, χήρα ή μνηστευμένη, δεν μπορούσε να την παντρευτεί ακόμα και με τη συγκατάθεση των γονιών του. Παράλ-ληλα, τιμωρούνταν ο ίδιος και όσοι τον βοήθησαν στην απαγωγή. Αν δεχόταν η κοπέλα το γάμο και αν ακόμα τεκνοποιούσε, όχι μόνο δεν τον κληρονομούσε, αλλά έχανε και τα δικαιώματα από την πατρική της περιου-σία. Αν δεν δεχόταν το γάμο, έπαιρνε την περιουσία της. Ο νονός δεν μπορούσε να παντρευτεί τη βαφτισιμιά του, ούτε τη μητέρα, ούτε την κόρη της, ούτε ο γιος του[10].

Με βάση τις σχετικές περιπτώσεις που συναντάμε στα πρωτόκολλα των νοταρίων, ίσχυαν, κατά κανόνα, οι παραπάνω βυζαντινές διατάξεις. 

 

Δ. Δεύτερο γάμος.

Η γυναίκα δεν μπορούσε να παντρευτεί ξανά, αν δεν περνούσε τουλά-χιστον ένα έτος από το θάνατο του άντρα της ή το δικαιολογημένο διαζύγιό της. Αν η ίδια ήταν υπαίτια για τη διάλυση του γάμου, όφειλε να περιμένει πέντε χρόνια. Αν είχε κατηγορηθεί ως μοιχαλίδα ή αν είχε ζητήσει χωρίς λόγο διαζύγιο, κλεινόταν σε μοναστήρι. Η γυναίκα που θα γεννούσε μέσα στο έτος του πένθους, μπορούσε αμέσως να παντρευτεί. Η μάνα μπορούσε να αναθρέψει τα παιδιά της, χωρίς να παντρευτεί δεύτερη φορά. Και αυτή ακόμα που παντρεύτηκε, αλλά έμεινε παρθένα όφειλε να πενθεί τον άντρα της. Αυτή που επιτρόπευε τα ανήλικα παιδιά της αν παντρευόταν ξανά, χωρίς να ζητήσει επίτροπο και να του δώσει όλους τους σχετικούς λογαρια-σμούς, υποθήκευε την περιουσία τη δικιά της και του συζύγου της στα παιδιά της, και αν αυτά πέθαιναν ανήλικα, δεν τα κληρονομούσε, ακόμα και αν το είχε ορίσει με τη διαθήκη του ο πατέρας τους.

Όταν γυναίκα αυτεξούσια, κάτω των 25 ετών, ερχόταν σε δεύτερο γάμο, όφειλε να έχει τη συγκατάθεση του πατέρα της ή αν αυτός είχε πεθάνει, των συγγενών της. Αν ήταν ενήλικη, δεν χρειαζόταν. Αν οι συγγενείς της είχαν άλλη πρόταση για γαμπρό, αποφάσιζε ο δικαστής ποια ήταν καλύτερη πρόταση. Αν τις έκρινε ισάξιες, επικρατούσε η επιλογή της γυναίκας.

Γυναίκα που δεν έδινε προίκα δεν μπορούσε να απαιτήσει την περιουσία του συζύγου της, εξαιτίας της προγαμιαίας δωρεάς, ούτε ο άντρας που δεν έδωσε προγαμιαία δωρεά, μπορούσε να απαιτήσει κάτι από την περιουσία της γυναίκας του, εκτός και αν η ίδια τού δώριζε κάτι.

 

Ε. Επιστροφή προίκας.

Ο νόμος φρόντιζε να διατηρεί τις ισορροπίες και να αποδίδει τη δικαιο-σύνη στο λεπτό θέμα της προίκας. Αν η προίκα ήταν ζώα και ψοφούσαν ή φορέματα και καταστρέφονταν, ο άντρας, σε περίπτωση επιστροφής της, έδινε το αντίστοιχο τίμημα. Αν αυτό συνέβαινε πριν το γάμο, τότε η ζημιά βάρυνε αποκλειστικά τη γυναίκα. Αν εκτιμούνταν τα ζώα και περνούσαν στην προίκα, ο άντρας ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει τα ίδια ή το αντίτιμό τους. Αν δεν εκτιμούνταν, δεν επιβαρυνόταν ο άντρας, εκτός αν ο ίδιος τα έβλαπτε. Γενικά, ο άντρας σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, μπορούσε να μην έδινε τα ίδια αλλά το αντίτιμο όσων πήρε. Όταν γινόταν ο γάμος, αυτός που απαιτούσε την υπεσχημένη προίκα δεν ήταν η γυναίκα αλλά ο άντρας. Αν αυτός που υποσχέθηκε την προίκα ήταν πάνω από 25 ετών, άντρας ή γυναίκα, ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει την υπόσχεσή του. Αν δεν την έδινε σε διάστημα δύο ετών, πλήρωνε επιπλέον τόκο 3%. Η μάνα δεν ήταν υποχρεωμένη να προικίσει την κόρη της, ούτε μπορούσε ο άντρας να το απαιτήσει,  αν η ίδια δεν το ήθελε.

Σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, αν η κόρη ήταν υπεξούσια, την έπαιρνε από κοινού με τον πατέρα της. Ο πατέρας, σε περίπτωση δεύτερου γάμου της κόρης του, δεν μπορούσε να της δώσει προίκα μικρότερη από αυτή που της είχε δώσει στον πρώτο. Το προνόμιο της γυναίκας να απαιτεί την προίκα της δεν το είχαν οι συγγενείς της, παρά μόνο τα παιδιά της[11]. Μετά το θάνατο της γυναίκας μπορούσε ο άντρας να απαιτήσει την προίκα που του είχαν υποσχεθεί μέσα σε 10 χρόνια. Αν η γυναίκα είχε περιουσία άλλη πλην της προίκας, χωρίς να έχει αποδεικτικά στοιχεία, η περιουσία αυτή ανήκε δικαιωματικά στον άντρα ή τα παιδιά.

Μόνο για τους παρακάτω 5 λόγους δημευόταν η προίκα: καθοσίωση, δημόσια βία, πατροκτονία, δηλητηρίαση, ανδροκτονία. Αν ο πατέρας αφού προίκιζε την κόρη του, ξόδευε την περιουσία του και πέθαινε άπορος, η γυναίκα του δεν μπορούσε να πάρει από την κόρη της παρά μόνο όσα της έχει δώσει η ίδια. Τα εξωπροίκια, όταν υπήρχαν, δεν ήταν του άντρα, εκτός αν του είχαν παραχωρηθεί ειδικά. Αν τα ξόδευε χωρίς τη συγκατάθεση της γυναίκας του, τα επέστρεφε σαν την προίκα. Η γυναίκα μπορούσε να τα δώριζε όπου ήθελε σαν να ήταν δική της προίκα ή κληροδότημα[12].

 

ΣΤ. Δωρεές.

Οι δωρεές μεταξύ άντρα και γυναίκας δεν ίσχυαν σε νόμιμους ή και απαγορευμένους γάμους. Η γυναίκα μπορούσε να δωρίσει ό, τι ήθελε στην κόρη της, αλλά όχι, εν ζωή, στον άντρα της, ούτε ο πεθερός στο γαμπρό του[13].

 

Ζ. Διάλυση γάμου.

Ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί μόνο στις παρακάτω περιπτώσεις:

α. Όταν ο σύζυγος για τρία χρόνια δεν ικανοποιούσε τη σύζυγο. Στην περίπτωση αυτή μπορούσε η γυναίκα να πάρει την προίκα της και αυτός τις προγαμιαίες δωρεές. 

β. Όταν η γυναίκα, κατά την περίοδο αιχμαλωσίας του συζύγους της, έκανε δεύτερο γάμο. Στην περίπτωση αυτή, έχανε την προίκα της και ο άντρας τις προγαμιαίες δωρεές.

γ. Όταν η γυναίκα σκότωνε τα έμβρυα, γιατί δεν ήθελε παιδιά.

δ. Όταν κάποιος ήθελε να ακολουθήσει ασκητικό βίο ή να μπει σε μοναστήρι.

ε. Όταν δεν έβρισκε ο άντρας τη γυναίκα παρθένο.

Όταν ο σύζυγος έδερνε τη γυναίκα του με μαστίγιο ή ξύλο χωρίς λόγο, ο γάμος δεν διαλυόταν, αλλά ο δράστης υποχρεωνόταν να δώσει 1/3 της προγαμιαίας δωρεάς.

Η γυναίκα, όταν ο άντρας της βρισκόταν στο στρατό, και αν ακόμα μάθαινε ότι πέθανε, δεν μπορούσε να παντρευτεί ξανά, εκτός και αν ορκί-ζονταν μάρτυρες ότι τον είδαν νεκρό. Αλλά και πάλι όφειλε να περιμένει ένα χρόνο[14].

Γενικά, τα σχετικά με το οικογενειακό δίκαιο συμβόλαια, που περιλαμβά-νονται στα πρωτόκολλα των νοταρίων Ρεθύμνου, δεν καλύπτουν όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.  Μπορεί όμως να διαπιστώσει κανείς, στις περιπτώ-σεις που καλύπτουν, ότι υπάρχει πλήρης σχεδόν ταύτιση του βυζαντινού και του κρητικού δικαίου, όπως διαμορφώθηκε μετά τη βενετική κατάκτηση. Αυτό σημαίνει ότι το βενετικό δίκαιο δεν μπόρεσε να εξοβελίσει πλήρως ή να αντικαταστήσει το υπάρχον. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που επικράτησε, οι νοτάριοι το επισημαίνουν έμμεσα αλλά και άμεσα σημειώνοντας: κατά τη βενετική συνήθεια (more veneto). Με άλλα λόγια, το χαρακτηρίζουν βενε-τικό, για να δείξουν ότι ξέφευγε σαν ξενόφερτο από το δικό τους, το παρα-δοσιακό δίκαιο.


             

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

              

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 


ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Η μνηστεία.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Ο γάμος.

Α. Προϋποθέσεις γάμου.

Β. Οι αντιπρόσωποι.

Γ. Χωρίς αντιπροσώπους.

Δ. Οι μάρτυρες.

Ε. Πατρική και μητρική ευλογία.

ΣΤ. Τόπος σύνταξης συμβολαίου.

Ζ. Το συμβόλαιο γάμου.

Η. Έτοιμα συμβόλαια γάμου.

Θ. Χρόνος σύνταξης συμβολαίου.

Ι.  Τόπος τέλεσης του μυστηρίου.

ΙΑ. Χρόνος τέλεσης μυστηρίου.

ΙΒ. Καθορισμός χρόνου τέλεσης μυστηρίου.

ΙΓ. Ετεροχρονισμένοι γάμοι … αρραβώνες διαρκείας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Η προίκα.

Α. Εκτίμηση προίκας.

α. Κινητή προίκα.

β. Ακίνητη προίκα.

Β. Χρόνος και τόπος εκτίμησης.

Γ. Περιεχόμενο προίκας.

α. Ακίνητα.

β. Ρουχισμός.

i. Για πλούσιους.

ii. Για φτωχούς.

γ. Πολύτιμα μέταλλα και λίθοι.

δ. Μετρητά.

ε. Έπιπλα/ οικοσκευή.

στ. Κληροδοτήματα.

ζ. Η προσαύξηση του 25%.

η. Τρόποι εκτίμησης.

Δ. Ειδικές περιπτώσεις προικο-δότησης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Προικώες παράμε-τροι.

Α. Διαιτητικοί δικαστές.

Β. Οικογενειακοί διακανονισμοί.

Γ. Εγγυητές καταβολής προίκας.

Δ. Το τυπικό  συμβολαίου εκτί-μησης και παράδοσης προίκας.

Ε. Ανήλικοι μελλόνυμφοι.

ΣΤ. Παρουσία εκπροσώπου εκ-κλησίας.

Ζ. Εξασφαλίσεις.

Η. Ανακοίνωση συμβολαίου στη νύφη.

Θ. Συμμετοχή νύφης στην πατρι-κή περιουσία ή αποκλήρωση.

Ι. Προίκες με δόσεις και δανεικά.

ΙΑ. Προίκα με τόκο.

ΙΒ. Προικώες ενισχύσεις.

ΙΓ. Προίκα … γαμπρού.

ΙΔ. Συμβόλαια γάμου που ξεχωρί-ζουν (μέγιστες και ελάχιστες προίκες).

ΙΕ. Πανωπροίκια.

ΙΣΤ. Προίκα με προκαταβολή.

ΙΖ. Τα δώρα του γαμπρού.

ΙΗ. Αντιπροίκια.

ΙΘ. Ταυτόχρονη συμφωνία γάμου και εκτίμηση προίκας.

Κ. Προίκες χωρίς εκτίμηση.

ΚΑ. Προίκα για προίκα.

ΚΒ. Ετεροχρονισμένες εξοφλή-σεις προίκας.

ΚΓ. Ετεροχρονισμένες επικυρώ-σεις.

ΚΔ. Ετεροδημότες.

ΚΕ. Εξασφάλιση/ τελική εξόφλη-ση.

ΚΣΤ. Προίκες μόνο στο χαρτί.

ΚΖ. Νόθοι και προίκα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Διαζύγιο/ Επι-στροφή προίκας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η: Ενδοοικογενει-ακές σχέσεις.

Α. Σχέσεις συζύγων.

Β. Σχέσεις γονέων και παιδιών. 

Γ. Σχέσεις αδερφών.

Δ. Σχέσεις πεθεράς και γαμπρού.

Ε. Σχέσεις θείων και ανιψιών.

ΣΤ. Σχέσεις ετεροθαλών αδερ-φών.

Ζ. Σχέσεις νόθων αδερφών.

Η. Σχέσεις με άλλους (συνανθρώ-πους, συγγενείς ή υπηρετικό προσωπικό).

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η: Δωρεές και γηρο-κομήσεις.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η: Κηδεμονία/ Χει-ραφέτηση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η: Φόρος αίματος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. ΠΙΝΑΚΕΣ

Β. ΕΓΓΡΑΦΑ


 

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Η ΜΝΗΣΤΕΙΑ.

 

Η μνηστεία και ο αρραβώνας, που όπως αναφέραμε, υπήρχαν σαν θεσμοί  στο βυζαντινό δίκαιο, ίσχυαν και στην Κρήτη, που αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας, και προφανώς διατηρήθηκαν και κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας. Το γεγονός ότι στα νοταριακά κατάστιχα στα οποία στηρί-ζουμε τη μελέτη μας δεν υπάρχουν συμβόλαια μνηστείας παρά μόνο γάμου δεν έχει βαρύνουσα σημασία. Οι Κρητικοί απέφευγαν να επισημοποιούν με συμβόλαιο τους αρραβώνες τους, προφανώς για λόγους πρακτικούς και οικονομικούς. Ίσως η συμφέρουσα αυτή διαφοροποίηση οφειλόταν στους κατακτητές, που ως «επαγγελματίες έμποροι» αναζητούσαν τις πιο συμφέ-ρουσες λύσεις στα πάντα. Οι διαδικασίες για την ένωση δύο ατόμων με τα δεσμά του γάμου ήταν απλές και αυστηρά καθορισμένες. Αφού οι ενδιαφε-ρόμενοι συμφωνούσαν προφορικά το γάμο και συζητούσαν όλα τα σχετικά, πήγαιναν στον νοτάριο και έκαναν το συμβόλαιο γάμου (προικοσύμφωνο). Ως περίοδο μνηστείας θεωρούσαν, κατά κάποιο τρόπο, το χρονικό διάστημα από τη νοταριακή γραπτή συμφωνία μέχρι την τέλεση του μυστηρίου. Κατά συνέπεια, τα συμβόλαια, στα οποία η τέλεση του γάμου οριζόταν μετά από κάποιο μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα, μπορούν να εκληφθούν και ως συμβόλαια αρραβώνα. Σε ελάχιστα από τα συμβόλαια αυτά γίνεται λόγος και για μνηστεία ή αρραβώνα.

Γενικά, πριν από τη βενετική κατάκτηση, κατά την περίοδο της μνη-στείας, που ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η επίσημη υπόσχεση για μελλοντικό γάμο, οι δύο νέοι γνωρίζονταν και οι οικογένειες τα έβρισκαν σχετικά με την προίκα. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα πρέπει να προσφε-ρόταν και από τα δύο μέρη κάποια, κατά κανόνα, πολύτιμα αντικείμενα (αρραβώνας, προγαμιαία δωρεά). Η παρουσία εκπροσώπου της εκκλησίας στη διαδικασία προσέδιδε και θρησκευτική διάσταση στο θέμα. Αφού έληγε η περίοδος αυτή, συντασσόταν το προικοσύμφωνο. Μετά τη βενετική κατο-χή, η περίοδος της μνηστείας αντί να τελειώνει άρχιζε με τη σύνταξη του προικοσυμφώνου.

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους και τον περιορισμό ή καταποντισμό πολλών δυτικών συνηθειών, η μνηστεία πήρε ξανά και θρησκευτικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Παύλο Βλαστό, η όλη τελετή είχε ως εξής: ο γαμπρός με τους γονείς του, τους φίλους του και ένα παπά πήγαιναν στο σπίτι των γονιών της νύφης εν πομπή. Όταν έφταναν, ο γαμπρός και οι γονείς του πρόσφεραν στη νύφη τα χαρίσματα, δηλαδή ένα δακτυλίδι, τον αρραβώνα, και φλουριά ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Ακόμα συνήθιζαν να προσφέρουν περιδέραιο, σκουλαρίκια, σταυρό κ.ά. Ο παπάς διάβαζε κάποιες ευχές και η νύφη πρόσφερε ποτήρια κρασί σε δίσκο[15].

Μερικοί γονείς, ιδίως από τις τάξεις των βενετών ευγενών, συνήθιζαν να υπογράφουν συμβόλαια γάμου για τα παιδιά τους, πριν ακόμα αυτά ενηλι-κιωθούν. Ο λόγος της πρόωρης αυτής δέσμευσης ίσως πρέπει να αναζητηθεί, από το ένα μέρος, στην επιθυμία των γονέων να παντρέψουν έγκαιρα τα παιδιά τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν νόμιμους διαδόχους, και από την άλλη, σε πιθανές οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ τους. Ίσως, δηλαδή, ο πατέρας του αγοριού να είχε ανάγκη ή να πρόβλεπε ότι θα είχε ανάγκη μελλοντικά τα χρήματα της προίκας της νύφης. Ίσως να επιθυμούσαν ο γιος ή η κόρη τους να πάρουν σύντροφο καθολικό και ομοεθνή τους. Ίσως, τέλος, να νόμιζαν ότι έτσι θα προστάτευαν τα παιδιά τους από τον κίνδυνο να ακολουθήσουν τον «κακό δρόμο». Και αυτό, γιατί πολλοί γόνοι μεγάλων και πλούσιων οικογενειών, όταν μεγάλωναν, δεν ήθελαν τη δημιουργία οικο-γένειας εξαιτίας των σχετικών δεσμεύσεων, αλλά προτιμούσαν τον ελεύθερο και τρυφηλό βίο. Οι σχέσεις τους με ελεύθερες γυναίκες είχαν ως αποτέ-λεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των νόθων παιδιών στις πόλεις. Οι πρόωρες αυτές δεσμεύσεις αποτελούσαν ένα είδος μακρόχρονης μνηστείας. Οι, ελάχιστοι έστω, συντηρητικοί ευγενείς, προκειμένου να επιτύχουν την πρόωρη δέσμευση που αναφέραμε δεν δίσταζαν να αγνοούν και τους πιο βασικούς κανόνες νομιμότητας, όπως ήταν αυτοί των συγγενικών δεσμών. Για το λόγο αυτό ήταν υποχρεωμένοι, πριν προβούν σε συμβολαιογραφική πράξη του μελλοντικού γάμου, να έχουν την έγκριση ανωτάτου δικαστηρίου. Αυτό θα έκρινε κατά πόσο ήταν νόμιμος ένας τέτοιος γάμος.

O Δύο ευγενείς από τις μεγάλες οικογένειες των Κιότζα και των Σαγκου-ινάτσων αποφάσισαν να παντρέψουν τα παιδιά τους. Αρχικά η απόφασή τους ματαιώθηκε από δύο δικαστές, εκπροσώπους του δικαστηρίου των Επτά. Δεν παραιτήθηκαν, αλλά υπέβαλαν νέα δικαιολογητικά και απέδει-ξαν το άτοπο των ισχυρισμών των δικαστών. Με νέα απόφαση το δικα-στήριο έκανε δεκτή τη συμφωνία για το μελλοντικό γάμο των παιδιών τους[16].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Ο ΓΑΜΟΣ.

Αν για τους ευγενείς κατοίκους των πόλεων και τους πλούσιους γαιο-κτήμονες ο γάμος ήταν μια απλή επιχείρηση για είσπραξη και εκμετάλλευση της προίκας, για τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού ήταν ζήτημα ζωής. Συνένωναν, δηλαδή, τις μικρές περιουσίες τους, για να μπορέσουν να στήσουν το νέο σπιτικό και να επιβιώσουν. Οι διαδικασίες μέχρι την τελετή του γάμου, η προίκα και οι σχέσεις ανάμεσα στους νεόνυμφους και τις οικογένειές τους σκιαγραφούσαν το οικογενειακό παραδοσιακό δίκαιο που αναπτύχτηκε, παράλληλα με το γραπτό, όταν αυτό υπήρχε. Η Κρήτη πριν να πέσει στα χέρια των Βενετών αποτελούσε βυζαντινή επαρχία, κατά συνέ-πεια, το γραπτό δίκαιο που ίσχυε στο ελληνικό αυτό κράτος και που ήδη αναφέραμε, θα ίσχυε και στο νησί. Επειδή οι δυτικοί κατακτητές έφεραν μαζί τους και το σχετικό με την οικογένεια δίκαιο της πατρίδας τους, θα πρέπει κανείς να υπολογίσει ότι αρχικά τουλάχιστον Έλληνες και Βενετοί ακολουθούσαν χωριστά ο καθένας το δικό του. Η πολύχρονη συμβίωση, όμως, και ο σχεδόν ολοκληρωτικός εξελληνισμός των Δυτικών αναμφίβολα επέδρασε και στον τομέα αυτό του δικαίου. Η ανάμιξη του δικαίου δημι-ούργησε ένα νέο δίκαιο, με άγραφους, κατά κανόνα, νόμους. Αποτελούσε ένα είδος συνισταμένης του νεόφερτου και του προϋπάρχοντος δικαίου. Όψεις, δηλαδή ποικίλες περιπτώσεις, του νέου αυτού δικαίου, που συμβα-τικά μπορούμε να αποκαλούμε Κρητικό, θα παρουσιάσουμε στην παρούσα και τις επόμενες ενότητες, με βάση  πάντα τα νοταριακά έγγραφα, στα οποία αυτές αποτυπώνονται με τον πιο ζωντανό και γλαφυρό τρόπο.

 

Α. Προϋποθέσεις γάμου.

Ο γάμος ανάμεσα σε στενούς συγγενείς ήταν απαγορευμένος από το βυζαντινό, το βενετικό και προφανώς το κρητικό δίκαιο. Οι λόγοι δεν ήταν μόνο ηθικοί και κοινωνικοί αλλά και προληπτικοί για την υγεία των παιδιών που θα γεννιόντουσαν. Οι βαθμοί της συγγένειας είχαν καθοριστεί επακρι-βώς και οι παρεκκλίσεις ήταν ελάχιστες.

O Ο γιατρός Ντανιέλ Φορλάνος για δικό του και ο διοικητής Φραγκίσκος Λομβάρδος για την κόρη του Αντριάνα αποφάσισαν γάμο, με την προϋπόθεση να εγκριθεί από την Αγία Έδρα, μια και είχαν συγγένεια 4ου βαθμού. Η προσφυγή στην Ρώμη έγινε και τώρα, περιμένοντας την απάντηση, συμφωνούν στο παρόν συμβόλαιο να περαστούν όλες οι προικώες συμφωνίες. Θα συνταχθεί και ένα παρόμοιο, που θα υπογραφεί και από τα δύο μέρη και θα κρατά ένα ο καθένας για εξασφάλισή του[17].

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο γάμος ατόμων που είχαν συγγένεια μέχρι 7ο βαθμό απαγορευόταν[18]. Από τα παραπάνω παρα-δείγματα φαίνεται ότι οι, ευγενείς τουλάχιστον, Βενετοί στην Κρήτη ακο-λουθούσαν ακόμα και κατά τον 17ο αιώνα, στο συγκεκριμένο τομέα, το πατρογονικό τους δίκαιο και όχι το βυζαντινό ή το ντόπιο, όπως είχε διαμορφωθεί από τους Κρητικούς μέσα στις ιδιάζουσες συνθήκες συμβίωσής τους.

 

Β. Οι αντιπρόσωποι.

Για να γίνει ο γάμος έπρεπε να τηρηθούν ορισμένες απαραίτητες διαδικασίες. Οι δύο οικογένειες τον αποφάσιζαν, συνήθως μετά από προ-ξενιό, συζητούσαν το ύψος της προίκας, όπως και τον τρόπο πληρωμής της, και κατέληγαν στον νοτάριο, για να επισημοποιήσουν με συμβόλαιο τα συμφωνηθέντα. Οι περισσότεροι νοτάριοι δεν είχαν ειδικά γραφεία, αλλά δέχονταν τους πελάτες στο σπίτι τους, σε πλατείες, σε εκκλησίες, σε μοναστήρια, σε καταστήματα φίλων... Όσοι προτιμούσαν να συντάσσονται τα συμβόλαια γάμου στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, το έκαναν για να τονίζουν με τον τρόπο αυτό την ιερότητά τους. Σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν το σπίτι της νύφης αλλά και του γαμπρού, προκειμένου να βρίσκονται οι ενδιαφερόμενοι στο οικείο περιβάλλον τους και να αποφεύ-γονται οι μετακινήσεις. Συνήθως τον γαμπρό και τη νύφη αντιπροσώπευαν οι πατεράδες τους. Αν κάποιος απ’ αυτούς είχε πεθάνει, τον αντικαθιστούσε η σύζυγος ή κάποιος στενός συγγενής. Αν ο γαμπρός ήταν μεγάλος σε ηλικία, δεν χρησιμοποιούσε αντιπρόσωπο. Το ίδιο συνέβαινε και με τις ώριμες νύφες ή τις χήρες, που πήγαιναν για δεύτερο γάμο. Σε περιπτώσεις που, κατά τη σύνταξη του συμβολαίου, ήταν παρών ο γαμπρός, μαζί με τον πατέρα του, τον πρώτο λόγο είχε ο πατέρας ως αντιπρόσωπος. Ο γαμπρός παρακολουθούσε απλώς τις συζητήσεις και στο τέλος συμφωνούσε- αν συμφωνούσε- με όσα αποφάσιζαν.

O Ο Αντρέας Κονταράτος για την κόρη του Μαριέτα και ο Τζώρτζης Καλλέργης για το γιο του Φραγκίσκο αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 30.000 υ(πέρπυρα). Παρών ήταν και ο γαμπρός που δήλωσε ικανοποιημένος από όσα συμφωνήθηκαν[19].

Η νύφη, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν εμφανιζόταν κατά τη σύνταξη του συμβολαίου του γάμου της. Μόλις τέλειωνε το συμβόλαιο, ο νοτάριος την επισκεπτόταν στο σπίτι της και εκεί της το διάβαζε. Κατά κανόνα, συμφωνούσε με όσα έγραφε, ίσως και γιατί δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Η επίσκεψη του νοταρίου γινόταν συνήθως την ίδια μέρα ή την επόμενη της σύνταξης του συμβολαίου. Όταν κάτι από αυτά που είχαν συμφωνηθεί στο συμβόλαιο «στράβωνε», μπορούσε η επίσκεψη να καθυ-στερήσει. Αυτό συνέβηκε με την αδερφή των Μιχέλ και Στέφανου Κυριάκη, που της είχαν υποσχεθεί 45.000 υ. προίκα. Ο νοτάριος την επισκέφθηκε δέκα μέρες μετά τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου[20]. Τη νύφη Μαριέτα Κονταράτου επισκέφτηκε ο νοτάριος σχεδόν τέσσερις μήνες μετά το γαμικό σύμφωνο. Φαίνεται ότι κάπου διαφώνησαν μετά συμφωνία, αλλά τελικά τα βρήκαν[21].

Εκτός από τους πατεράδες, που, όπως αναφέραμε, ήταν οι συνήθεις αντιπρόσωποι των νεόνυμφων, μπορούσε το συγκεκριμένο ρόλο να ασκή-σουν και άλλοι συγγενείς, κυρίως αδέρφια, θείοι ή νονοί.

α. Αδέλφια: Όταν ο πατέρας είχε πεθάνει και τα αδέρφια ήταν ενήλικα, κανόνιζαν μόνα τους ή σε συνεργασία με τη μάνα τους τα σχετικά με το γάμο της αδερφής τους. Αυτό ήταν αναμενόμενο, γιατί το ύψος της προίκας που θα συμφωνούσαν είχε άμεση σχέση με τη δική τους μελλοντική οικονο-μική κατάσταση. Αν, δηλαδή έπειθαν τον γαμπρό να δεχθεί  μικρή προίκα, θα έμενε σ’ αυτούς μεγαλύτερο μέρος από την πατρική κληρονομιά. Αν, αντίθετα, υποχρεώνονταν να καταβάλουν μεγάλα ποσά, θα συνέβαινε το αντίθετο. Υπήρχε, με άλλα λόγια, η πάγια αρχή, σε περίπτωση που πέθαινε ο πατέρας και άφηνε πίσω του ανύπαντρες κόρες, να τις προικίζουν και να τις παντρεύουν οι γιοι και, στη συνέχεια, να μοιράζονται την υπόλοιπη πατρική περιουσία. Κατά συνέπεια, τα αδέρφια μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της προικοδότησης και όχι η μητέρα.  Έτσι έκαναν κανονικές διαπραγματεύσεις, παζάρια δηλαδή, με τον γαμπρό. Στο συμβόλαιο γάμου δεν περνούσαν τις διαπραγματεύσεις αλλά τα τελικά τους αποτελέσματα.

O Οι αδερφοί Νικολό και Αλβίζε Ντακιότζα, μαζί με την μητέρα τους Ρεγγίνα, αντιπροσώπευσαν την αδερφή τους Γιακουμίνα στη σύνταξη του συμβολαίου του γάμου της. Της υποσχέθηκαν 30.000 υ. και συμφώνησαν στον τρόπο καταβολής τους[22].  

O Τα αδέρφια  Φραγκίσκος και Χριστόφορος Μαρούδης, ως αντιπρόσωποι της αδερφής τους  Μαριέτας, υποσχέθηκαν στο συμβόλαιο γάμου της ως προίκα  4.000 υ. και κανόνισαν τον τρόπο καταβολής τους[23] .

O Ο Ιερώνυμος Νταμπρέσα αντιπροσώπευσε την αδερφή του στο συμβό-λαιο γάμου της και υποσχέθηκε στον γαμπρό προίκα 35.000 υ.[24]. Το ίδιο έκαναν και οι παπάδες Μιχελίν και Γιώργης Τζαμαδούρα  για την αδερφή τους Μαρούλα[25].

O Οι αδερφοί  Μιχέλ και Στέφανος Κυριάκη αντιπροσώπευσαν την αδερφή τους Έλενα στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της και της υποσχέ-θηκαν ως προίκα 45.000 υ.[26]

Όταν κάποιο από τα αδέρφια της νύφης ήταν ανήλικο, μπορούσε να παραβρίσκεται στη διαδικασία σύνταξης του συμβολαίου γάμου, αλλά δεν είχε ουσιαστικό ρόλο. Μπορούσε επίσης μαζί με τον αντιπρόσωπο της νύφης να παραβρίσκονται η ίδια η νύφη, όπως και συγγενικά της πρόσωπα, κυρίως αδερφές. Σε αυτή την περίπτωση η όλη διαδικασία προσλάμβανε περισσό-τερο πανηγυρικό χαρακτήρα.

O Οι αδερφοί Ιωάννης και Τζώρτζης Σαγκουινάτσοι  αντιπροσώπευσαν την αδερφή τους Φραγκεσκίνα στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της και υποσχέθηκαν στον γαμπρό προίκα 32.000 υ. Παρόντες ήταν ένας τρίτος αδερφός, η νύφη και δύο ακόμα αδερφές της[27].

Τα μικρά αγόρια, σε περίπτωση ορφάνιας, αντιπροσωπεύονταν από τα μεγάλα. Και αυτό γιατί, όταν πέθαινε ο πατέρας, τη θέση του, κατά κάποιο τρόπο, έπαιρνε το μεγαλύτερο από τα αγόρια του.

O Ο παπά Μιχέλ Αρκολέος αντιπροσώπευσε τον μικρό του αδερφό Κωστά-κη στο συμβόλαιο γάμου του. Σ’ αυτό υποσχέθηκε ότι θα φιλοξενούσε το ζευγάρι στο σπίτι του, με την προϋπόθεση ότι θα κρατούσε και θα εκμεταλλευόταν την πατρική περιουσία τους και τα έσοδα από την οικογενειακή εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που διέθεταν. Όταν ο Κωστάκης αποφάσιζε να φύγει  από το σπίτι του με τη γυναίκα του, θα του έδινε τη μισή από όλη την περιουσία τους[28].

β. Θείοι: Σε περίπτωση που η νύφη ήταν ορφανή και από τους δύο γονείς ή τα αδέρφια της -αν είχε- ήταν ανήλικα, το γάμο της φρόντιζε κάποιος στενός, κατά κανόνα, συγγενής της, συνήθως θείος της. Το ίδιο συνέβαινε  και όταν ο πατέρας της, με τη διαθήκη του, είχε αφήσει κάποιο συγγενή ως επίτροπό της. Συχνά οι θείοι ή οι επίτροποι ήταν πιο γενναιόδωροι στις παροχές, γιατί δεν διαχειρίζονταν δικά τους χρήματα. Τα ανήλικα αδέρφια, μπορούσαν να παραβρίσκονται, αλλά και πάλι με δευτερεύοντα ρόλο.

O Η Ιζαμπέτα Βαρούχα ήταν μάλλον ορφανή και από τους δυο γονείς. Την παντρειά της φρόντισε ο θείος της ιερομόναχος Ιωάννης Βαρούχας, επονομαζόμενος και Κουλουράς. Ο ίδιος υποσχέθηκε ως προίκα 10.000 υ. Από αυτά έδωσε στον γαμπρό τα 6.904 υ. σε μετρητά και 3.906 υ. σε εκτίμηση ρούχων[29].

Με άλλα λόγια, του έδωσε και παραπάνω από την υπόσχεση.

O Ο Μαρίνος Γρίμπιας για την κόρη του μακαρίτη του αδερφού του, με την παρουσία και ιερωμένου, υπέγραψε το συμβόλαιο του γάμου της. Υπο-σχέθηκε στον γαμπρό 80.000 υ., από τα οποία  οι 8.000 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[30].

O Ο ιερομόναχος Σωφρόνιος Πάγκαλος, θείος από μητέρα, της Όρσας Καλοσυνά, ήταν αντιπρόσωπος στο συμβόλαιο γάμου της μαζί με τα αδέρφια της παπά Νικολό και διάκο Τζώρτζη[31].  

Στη συγκεκριμένη περίπτωση κύριος αντιπρόσωπος είναι ο θείος και όχι τα αδέλφια της νύφης, που προφανώς από τους τίτλους τους (παπάς και διάκος) δεν ήταν ανήλικα. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι ανέθεσαν τον πρώτο λόγο στον θείο, εξαιτίας της ηλικίας του και ίσως κάποια γενναία συμμετοχή στην προίκα.

Σε κάποιες περιπτώσεις, ο θείος που αναλάμβανε τη φροντίδα του γάμου της ανιψιάς του, προκειμένου να ενισχύσει την προίκα της, παραχωρούσε σ’ αυτήν και μέρος της δικής του περιουσίας. Προφανώς οι περιπτώσεις αυτές υποδήλωναν ότι ο θείος ήταν πολύ πλούσιος ή δεν είχε δικά του παιδιά.

O Ο Νικολό Αχέλης για την ανιψιά του Ανέζα Αβράμη υποσχέθηκε στον Γερόλαμο Δάνδολο προίκα 80.000 υ. Από αυτά οι 10.000 υ. θα δίδονταν μετά το θάνατο του ίδιου και της γυναίκας του[32].

γ. Νονοί: Ο πνευματικός πατέρας, όπως αποκαλούσαν τον νονό, σε περί-πτωση που η βαφτισιμιά του έμενε ορφανή από πατέρα, μπορούσε να ανα-λάβει ο ίδιος τη φροντίδα του γάμου της. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, ακόμα και αν ζούσε η μητέρα της.

O Ορφανή από πατέρα πρέπει να ήταν και η Καλή Καταγκαδοπούλα. Για το λόγο αυτό φρόντισε το γάμο της ο νονός της πατέρας Ιλαρίων. Αυτός υποσχέθηκε στον γαμπρό, που κατοικούσε σε γειτονικό στην πόλη χωριό, 1.000 υ. για προίκα και ένα σπίτι μετά τον θάνατό του. Από τα χρήματα της προίκας τα 200 υ. θα ήταν μετρητά και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων και οικοσκευής. Παρούσες στο συμβόλαιο γάμου ήταν η μητέρα και η αδερφή της νύφης[33]. Η προίκα εκτιμήθηκε από τους ειδικούς και παραδόθηκε στον γαμπρό το σπίτι του Ιλαρίωνα. Η εκτίμησή της έφτασε στα 1.470 υ., αν και ο Ιλαρίων  είχε υποσχεθεί μόλις 800 υ. Τα επιπλέον προστέθηκαν στο τελικό ύψος της προίκας. Έτσι, αυτή από 1.000 υ. που αναγράφεται στο συμβόλαιο γάμου, έφτασε στα 1.670 υ.[34]

Ή ο νονός είχε κάνει λάθος στους υπολογισμούς του ή οι εκτιμητές θέλησαν να ξεφύγουν αρκετά από το πλεονέκτημα του 25% που συνήθως έδιναν ως «μπόνους» στις προίκες.

O Ο ευγενής Ιάκωβος Σαγκουινάτσος αντιπροσώπευσε τη βαφτισιμιά του και ο Κωνσταντίνος Πάτερος τον γιο του στη συμφωνία γάμου. Ο πρώτος πρόσφερε προίκα 2.000 υ. Ήταν κληροδότημα της γυναίκας του προς τη νύφη. Θα της έδινε τα 300 υ. σε μετρητά και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση. Ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του το 1/3 της περιουσίας του[35].

 

 δ. Χήρες: Όταν ο πατέρας είχε πεθάνει, την ευθύνη για το προικο-σύμφωνο μπορούσαν να αναλάβουν οι χήρες, πάντοτε σε συνεργασία με τα αρσενικά παιδιά τους, εφόσον υπήρχαν και ήταν ενήλικα. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο από την πλευρά της νύφης αλλά και του γαμπρού. Συχνά τους συνόδευαν, όπως έχουμε αναφέρει,  και άλλα συγγενικά τους πρόσωπα.

O Ο ευγενής χήρα Νικολόζα Κόρνερ θέλησε να παντρέψει την κόρη της Ντιάνα και πήγε μαζί με τον γιο της στο μοναστήρι, όπου θα συνα-ντιόνταν με τους αντιπροσώπους του γαμπρού και τον νοτάριο για να συντάξουν το σχετικό συμβόλαιο. Από την πλευρά του γαμπρού παρου-σιάστηκαν η μητέρα του ευγενής Όρσα Δανδόλου, χήρα και αυτή, με την αδερφή και τον αδερφό του μακαρίτη άντρα της. Η προίκα που υποσχέ-θηκε η Νικολόζα ήταν 90.000 υ.[36]

ε. Ξαναπαντρεμένες: Όταν γυναίκα ξαναπαντρεμένη είχε ανύπαντρα παιδιά από τον πρώτο της γάμο, αναλάμβανε αυτή αποκλειστικά την ευθύνη των προικοσυμφώνων τους. Στη διαδικασία μπορούσε να ήταν παρών και ο δεύτερος σύζυγος, αλλά ο ρόλος του ήταν καθαρά διακοσμητικός. Σε μερι-κές περιπτώσεις οι γυναίκες αυτές, προκειμένου να αποφεύγουν μετακινή-σεις, καλούσαν τον νοτάριο στο σπίτι τους, για να συντάξει εκεί το σχετικό συμβόλαιο. Ο νοτάριος, που συνήθως δεν είχε μόνιμο στέκι, πήγαινε με προθυμία, αφού με τον τρόπο αυτό περιόριζε και αυτός τις μετακινήσεις του. Και αυτό, γιατί όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ακόμα και η νύφη, θα ήταν στο ίδιο σπίτι.           

O Η χήρα Βεργού Πουλακοπούλα κάλεσε τον νοτάριο Τρωίλο στο σπίτι της. Εκεί ήρθε και η Νικολόζα Σαγκουινατσοπούλα, σύζυγος Καλλέργη.  Η πρώτη για την κόρη της και η δεύτερη για το γιο της  από πρώτο γάμο συμφώνησαν γάμο.  Η προίκα ορίστηκε στις 8.000 υ.  Συμφώνησε και ο σύζυγος[37].

στ. Μητέρες αυτεξουσίων: Οι μητέρες σε μερικές φορές ήταν παρούσες στη διαδικασία σύνταξης του συμβολαίου γάμου του γιου τους, ακόμα και αν αυτός ήταν χειραφετημένος (αυτεξούσιος). Η παρουσία τους ήταν εντελώς τυπική, αφού ο γιος κανόνιζε τα πάντα. Ήταν όμως και ουσιαστική, όταν αποφάσιζαν να παραχωρήσουν κάποιο περιουσιακό στοιχείο από την προίκα τους (στον γαμπρό) και η παροχή αυτή έπρεπε να περαστεί στο σχετικό συμβόλαιο για πλήρη κατοχύρωση.

O Ο γαμπρός Δημήτρης Πράτικος έφερε μαζί και τη μάνα του, μόνο και μόνο για να υπογράψει στο συμβόλαιο γάμου ότι θα του έδινε ως «μητρι-κή ευλογία» τη μισή ακριβώς από την κινητή και ακίνητη περιουσία της[38].

ζ. Κουνιάδοι: Όταν ο πατέρας έλειπε σε ταξίδι, μπορούσε να τον αντι-καταστήσει ως αντιπρόσωπος της νύφης και κάποιος κουνιάδος, συνήθως αν δεν υπήρχαν αδέρφια ή άλλοι πιο στενοί συγγενείς. Η παρουσία κάποιου άντρα σε τέτοιες περιπτώσεις λογιζόταν ως επιβεβλημένη.

O Ο μάστρο Άγγελος Τρωίλος δέχτηκε να παραβρίσκεται «από ευγένεια» στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της κουνιάδας του Αντριάνας, μια και ο πατέρας της έλειπε σε ταξίδι. Η προίκα που υποσχέθηκε ήταν 4.000 υ. από τα οποία τα 500 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Θα τα πλήρωνε με ένα σπίτι, έναν ακάλυπτο χώρο και με εκτίμηση ρούχων και χρυσα-φικών[39].

η. Ετεροθαλείς αδερφοί: Όταν οι γονείς είχαν πεθάνει, μπορούσε ακόμα και ο ετεροθαλής αδερφός του πατέρα της νύφης ή του γαμπρού να παραστεί ως αντιπρόσωπος στα συμβόλαια γάμου.

O Ο ευγενής κρητικός Αλβέρτος Βαρούχας, ετεροθαλής αδερφός του πατέρα της νύφης, ανέλαβε την ευθύνη της σύνταξης του σχετικού προι-κοσυμφώνου. Υποσχέθηκε στον γαμπρό Αντρουλή Καλοτά για προίκα 22.000 υ. Από τα χρήματα αυτά τις 12.000 υ. θα άφηνε στη νύφη, με κληροδότημα, η μητέρα της Ελιά Επισκοποπούλα[40].

θ. Αυτεξούσια νύφη, υπεξούσιος γαμπρός: Σπάνια ήταν η περίπτωση, όπως αναφέραμε, να παραβρίσκεται η ίδια η νύφη στη σύνταξη του συμβο-λαίου γάμου. Ακόμα πιο σπάνια ήταν να παραβρίσκεται αυτή και ο γαμπρός να εκπροσωπείται από τον πατέρα του.

O Η χήρα Γιακουμίνα Κιότζα και ο ευγενής Τζουάννε Βισκόντε βρέθηκαν στο σπίτι της πρώτης και συμφώνησαν να παντρευτεί η Γιακουμίνα τον γιο του Τζουάννε. Προίκα της θα ήταν όλη η δική της περιουσία και όση της άφησε ο μακαρίτης πρώτος άντρας της. Όλα θα τα εκτιμούσαν και το σύνολό τους θα αποτελούσε το τελικό ύψος της. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 10.000 υ. Ο μπαμπάς και η μαμά του γαμπρού υποσχέ-θηκαν ως πατρική και μητρική ευλογία το αδερφικό του μερίδιο στο σύνολο της περιουσίας τους, αλλά μετά το θάνατό τους[41].

Γ. Χωρίς αντιπροσώπους.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις παραβρίσκονταν στη σύνταξη και υπογραφή του συμβολαίου γάμου μόνο ο γαμπρός και η νύφη. Αυτό συνέβαινε, όταν και οι δύο ήταν ξαναπαντρεμένοι, βρίσκονταν σε σχετικά μεγάλη ηλικία ή δεν είχαν κάποιον στενό συγγενή για να τους αντιπροσωπεύσει.

O Ο Τζουάννε Γρίμπιας και η Νικολόζα Ζαραφτοπούλα πήγαν μόνοι τους στον νοτάριο για να συμφωνήσουν και να υπογράψουν το προικο-σύμφωνό τους. Η νύφη υποσχέθηκε ως δώρα του γαμπρού 1.000 υ. και για προίκα όλη την περιουσία που είχε. Είχε και μια κόρη, την Έλενα, από τον πρώτο της γάμο. Σ’ αυτήν θα άφηνε, τον καιρό της παντρειάς της, από τα πανωπροίκια που είχε πάρει μετά το θάνατο του πατέρα της 6.000 υ. Αν όμως οι θείοι της, μετά το γάμο της, αποφάσιζαν να της πάρουν την κηδεμονία της κόρης της, τότε οι 6.000 θα γίνονταν 3.000[42].

O Η Ιλιζέτα Μπαρότση και ο Κωνσταντίνος Αλμπινόνης, από Βενετία συμφώνησαν να παντρευτούν. Από την προίκα της 1.000 βενετικά δυο-κάτα θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Η αδερφή της νύφης υποσχέθηκε να της δώσει επιπλέον 30.000 υ.[43]

O Η χήρα Ελένη Κλωστομαλλοπούλα και ο Γιακούμης Σαλούστρος συμφώ-νησαν γάμο. Η νύφη υποσχέθηκε ως προίκα αυτή που είχε δώσει και στον πρώτο της άντρα. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 2.000 υ.[44]

Δ. Οι μάρτυρες.

Η συμφωνία γινόταν ενώπιον δύο τουλάχιστον μαρτύρων, οι οποίοι υπέ-γραφαν το συμβόλαιο γάμου, αμέσως μόλις το συνέτασσε ο νοτάριος. Σε μερικές περιπτώσεις πλάι στο όνομά τους έγραφαν και δύο σχετικά λόγια. Για παράδειγμα: Εγώ ο Αντώνιος Πικατόρος παραβρέθηκα και παρακλή-θηκα ως μάρτυρας (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 5ο). Σε μερικές περιπτώσεις συμβολαίων γάμου οι μάρτυρες που υπέγραφαν ήταν τρεις. Αυτό συνέβαινε ίσως, όταν στο συμβόλαιο παραχωρούνταν ως προίκες μεγάλες περιουσίες ή υπήρχε κάποια καχυποψία ανάμεσα στους «συμπεθέρους». Γενικά, ο τρίτος μάρτυρας δεν ήταν απαραίτητος, δηλαδή δεν επηρέαζε τη νομιμότητα του συμβολαίου (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 6). Η επιλογή των μαρτύρων  γινόταν προφανώς από τους συμβαλλόμενους. Πρέπει να επέλεγε κάθε πλευρά από ένα. Σε περίπτωση αδυναμίας, ο νοτάριος καλούσε κάποιο τυχαίο άτομο. Όταν το συμβόλαιο γινόταν σε κάποιο κατάστημα φίλου ή συγγενή, συνή-θως υπέγραφε ο καταστηματάρχης.

 

Ε. Πατρική και μητρική ευλογία.

Πολλές φορές ο πατέρας ή η μητέρα του γαμπρού, θεληματικά ή και εκβιαστικά, υπόσχονταν στο γιο τους κάποιες περιουσίες, προκειμένου αυτός να δεχτεί το γάμο. Τα υπεσχημένα, ακίνητα ή κινητά, που ουσιαστικά ήταν η «προίκα» του γαμπρού, δεν εκτιμούνταν, ονομάζονταν «πατρική» ή «μητρι-κή» ευλογία, καταγράφονταν στο συμβόλαιο γάμου και έπρεπε να δοθούν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Δεν συνέβαινε όμως αυτό πάντα.

O Ο Αλέξανδρος Καλλέργης είχε υποσχεθεί στον γιο του Τζαννάκη, με το συμβόλαιο του γάμου του, τη μισή από την περιουσία του. Πατέρας και γιος όρισαν μοιραστές και χώρισαν στη μέση την περιουσία. Ένα χρόνο μετά ο γιος παραπονέθηκε ότι ήταν αδικημένος με τις περιουσίες που του έδωσαν. Ο πατέρας του δέχτηκε, με συμβόλαιο, να γίνει νέα μοιρασιά. Αυτή τη φορά μοιραστής/ διαιτητής ορίστηκε ο πεθερός του Τζαννάκη, o Τζώρτζης Πατελάρος [45].

Προφανώς ο πεθερός θα φρόντισε ώστε οι περιουσίες του γαμπρού του αυτή τη φορά να ήταν πιο ικανοποιητικές.

O Ο παπά Νικόλαος Ασπρέας στο συμβόλαιο γάμου του γιου του υποσχέ-θηκε ως πατρική ευλογία κατά την περίοδο του γάμου τη μισή από την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Εξαίρεσε μόνο το χρυσάφι, το ασήμι και τα γυναικεία ρούχα που διέθετε και που προόριζε για την προίκα της κόρης του[46].

O Η Μαρούσα Μπαρότση υποσχέθηκε στο γιο της, στο συμβόλαιο του γάμου του, για μητρική ευλογία από όλη την προίκα και την περιουσία που διέθετε ίσο αδερφικό μερίδιο αλλά μετά το θάνατό της [47].

O Η μάνα του γαμπρού Δημήτρη Πράτικου, που ήταν παρούσα στη σύντα-ξη του συμβολαίου γάμου του γιου της, υποσχέθηκε ως μητρική ευλογία τη μισή από το σύνολο της περιουσίας της, κινητής και ακίνητης[48].

O Ο Μιχάλης Αρκολέος στο συμβόλαιο γάμου του γιου του υποσχέθηκε για πατρική ευλογία το ? της περιουσίας του[49].

O Ο μάστρο Θωμάς Σπόρος στο  συμβόλαιο γάμου του γιου του, στο οποίο «πέτυχε» προίκα και δώρα 4.000 υ., υποσχέθηκε ως πατρική ευλογία ένα αμπέλι 25 εργατών[50].

O Ο πατέρας του γαμπρού Τζανής Ασαρίτης υποσχέθηκε, με το συμβόλαιο γάμου, στον γιο του το κατάστημα που διατηρούσε στην πόλη, κοντά στη βενετική λέσχη. Αυτό θα γινόταν μόνο μετά το θάνατό του[51].

Δεν ήταν μόνο χρήματα που μπορούσε να προσφέρει ως «ευλογία» ένας γονιός στο γιο του αλλά και κάποια προνομιακά δικαιώματα.

O Η Ισαβέλα Μηλιώτη, με το συμβόλαιο γάμου του γιου της, υποσχέθηκε σ’ αυτόν ως μητρική ευλογία το δικαίωμα να ανακτήσει τα σπίτια που είχε κάποτε στην ιδιοκτησία της και που για την ώρα κρατούσε κάποιος άλλος. Θα τα ανακτούσε με δικά του χρήματα. Του παραχωρούσε ακόμα μισό λιόφυτο[52].

O Η χήρα Γιακουμίνα Κιότζα συμφώνησε να πάρει άντρα της τον Τζουάννε Βισκόντι. Το σύνολο της περιουσίας της θα λογιζόταν ως προίκα της. Ο μπαμπάς και η μαμά του γαμπρού υποσχέθηκαν ως πατρική και μητρική ευλογία το αδερφικό του μερίδιο στο σύνολο της περιουσίας τους αλλά μετά το θάνατό τους[53].

O Ο παπά Νικολό Νταλαμπέλας υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου του γιου του διάκου Αντώνιου το ? της συνολικής του περιουσίας κινητής και ακίνητης[54].

O Ο Τζουάννε Κιότζα, αφού εξασφάλισε, με το συμβόλαιο γάμου, στο γιο του προίκα πάνω από 130.000 υ., υποσχέθηκε ότι θα του έδινε και αυτός τη μισή περιουσία του. Θα την κρατούσε και θα την εκμεταλλευόταν όσο ζούσε, αλλά δεν θα μπορούσε να διαθέσει με τη διαθήκη του πάνω από 10.000 υ.[55]

Αφού οι αντιπρόσωποι συνέτασσαν το συμβόλαιο γάμου, πήγαιναν μαζί με τους μάρτυρες και τον νοτάριο στα σπίτια όσων εμπλέκονταν στις οικονο-μικές δοσοληψίες που αναφέρονταν σ’ αυτό, προκειμένου να αποσπάσουν τη συγκατάθεσή τους και την απαραίτητη υπογραφή τους.

O Η μητέρα του Φραγκίσκου Δάνδολου υποσχέθηκε σ’ αυτόν με το συμβό-λαιο γάμου του κάποιες ιδιοκτησίες. Ο νοτάριος με τους μάρτυρες την επισκέφτηκαν στο σπίτι της, αμέσως μετά τη σύνταξη του συμβολαίου, για να το επιβεβαιώσει[56].

Σε μερικές περιπτώσεις η μητέρα ή ο πατέρας που πρόσφερε τη σχετική «ευλογία» προσπαθούσε να τη δικαιολογήσει, ίσως για να μην έχει τη δυνα-τότητα να την προσβάλει κάποιος άλλος κληρονόμος του.

O Η μητέρα του Γερόλυμου Δάνδολου υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου του γιου της τη μισή περιουσία της αλλά μετά το θάνατό της. Η παρα-χώρηση έγινε: «από μητρική αγάπη και εξαιτίας του σεβασμού και της υπακοής που έδειξε σ’ αυτήν»[57].  

ΣΤ. Τόπος σύνταξης συμβολαίου.

Στην περίπτωση σύνταξης συμβολαίων γάμου οι συμβαλλόμενοι απέφευ-γαν τα συνήθη στέκια του συμβολαιογράφου, που ήταν τα καταστήματα ή οι δημόσιοι χώροι (πλατείες). Προτιμούσαν, όπως είπαμε, το σπίτι της νύφης, του γαμπρού, κάποιου συγγενή ή κάποια εκκλησία ή μοναστήρι. Οι εκκλη-σίες και τα μοναστήρια είχαν τον πρώτο λόγο, εξαιτίας του γεγονότος ότι προσέδιδαν στο συμβόλαιο γάμου όχι μόνο επισημότητα αλλά και «ιερό-τητα».

Ο μάστορας Πέρος Δαλαμπάδος προτίμησε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής για το συμβόλαιο γάμου του[58]. Το ίδιο προτίμησαν και οι  μάστορες Αποστόλης Μαρούδης[59] και Γιώργος Σγουρός[60]. Την εκκλησία της Αγίας Άννας προτίμησε ο Κωνσταντίνος Βενέρης για τη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της κόρης του[61]. Ο Αλβέρτος Βαρούχας, ενεργώντας για λογαριασμό της ανιψιάς του, κάλεσε τον νοτάριο για να συντάξει το συμβόλαιο γάμου της στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου[62]. Ο Τζουάννε Αχέλης, ενεργώντας για λογαριασμό της ανιψιάς του Ανέζας Σκορδιλο-πούλας προτίμησε για τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου γάμου την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Μπαροτσανή αυλή[63], ενώ οι παπάδες Μιχελίν και Κωνσταντίνος Τζαμαδούρα, ενεργώντας για λογαριασμό της αδερφής τους, επέλεξαν για τον ίδιο λόγο το μοναστήρι της Ευτυχισμένης Παρθένου Μαρίας στο χωριό Λαγκά[64].

Γενικά, με βάση τα στοιχεία από τα πρωτόκολλα των τεσσάρων νοταρίων της πόλης, τόπος σύνταξης των συμβολαίων γάμου ήταν κατά σειρά: οι εκκλησίες και τα μοναστήρια (24%), το σπίτι της νύφης ή του αντιπροσώπου της (22,5%), το σπίτι του γαμπρού (10%) και το σπίτι (γραφείο) του νοτα-ρίου (10%) (Παράρτημα, πίνακας 3).

 

Ζ. Το συμβόλαιο γάμου.

Στο συμβόλαιο γάμου ή προικοσύμφωνο, όπως συνήθως το αποκαλούμε, οι νοτάριοι ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο τυπικό. Οι αποκλίσεις που υπάρχουν από τον έναν στον άλλον είναι πολύ μικρές. Το συμβόλαιο ξεκι-νούσε πάντα με επίκληση στον θεό ή τον Χριστό (στο όνομα του αιωνίου θεού, αμήν ή στο όνομα του Χριστού) και ακολουθούσε ο ακριβής χρόνος (το έτος … από τη γέννησή του κυρίου μας Ιησού Χριστού στις ... του μήνα …) και ο ακριβής τόπος σύνταξής του. Στη συνέχεια, παρουσιάζονταν  οι δύο πλευρές. Της νύφης πρώτα (ο τάδε, κάτοικος… ενεργώντας εξ ονόματος της κόρης του …) και μετά του γαμπρού (και ο δείνα, κάτοικος … ενερ-γώντας εξ ονόματος του γιου του …). Σημειωνόταν ότι συμφώνησαν γάμο, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα της Παναγίας και ότι ο πατέρας της νύφης ή ο αντιπρόσωπός της θα την έπειθε να δεχθεί τον αναγραφόμενο στο συμβόλαιο γαμπρό ως άντρα της, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγίας (μητέρας ή ρωμαϊκής) εκκλησίας. Σε ελάχιστες περιπτώσεις οι νοτάριοι σημειώνουν για τους καθολικούς στο συγκεκριμένο «και τις διατάξεις του ιερού συνεδρίου του Τρίδεντου»[65].  Μετά τα πρώτα αυτά στοιχεία, που ήταν τυπικά, ερχόταν το ουσιαστικό μέρος του συμβολαίου, δηλαδή το ύψος της προίκας και ο τρόπος καταβολής της. Αφού γράφονταν λεπτομερώς όλα τα σχετικά, το συμβόλαιο περνούσε στην πλευρά του γαμπρού. Αυτός ή ο αντιπρόσωπός του δήλωνε ότι συμφωνούσε με τα παραπάνω και ότι θα δεχόταν τη νύφη σαν νόμιμη σύζυγό του. Ακολουθούσαν διάφορες διευκρι-νίσεις ή  δεσμεύσεις, σε μερικές περιπτώσεις παροχές στο γαμπρό από τους οικείους του (πατρική ή μητρική ευλογία) και έκλεινε το συμβόλαιο με την παράκληση και υπογραφή των μαρτύρων. Στα περισσότερα συμβόλαια τονιζόταν ότι η προίκα ολόκληρη ή μέρος της θα δινόταν στον γαμπρό 8 μέρες πριν από την τέλεση του μυστηρίου, που θα γινόταν σε τόπο κοινής αποδοχής. Την ίδια μέρα συνήθως, αν επέτρεπαν οι αποστάσεις, ο νοτάριος πήγαινε στο σπίτι της νύφης, στην οποία διάβαζε το συμβόλαιο και ζητούσε να το υπογράψει, προκειμένου να λήξει η όλη διαδικασία. Πήγαινε επίσης, όπως ήδη αναφέραμε, και στα σπίτια όσων αναφέρονταν στο συμβόλαιο, (μητέρα, θείοι, άλλοι συγγενείς της νύφης ή του γαμπρού), προκειμένου να αποσπάσει και από αυτούς την έγγραφη αποδοχή των γραφομένων. Μόνο μετά από τη συλλογή των υπογραφών όλων των εμπλεκομένων, το συμβό-λαιο ολοκληρωνόταν και ήταν νόμιμο[66].

(βλ. Παράρτημα, έγγραφα 1-4).

 

Η. Έτοιμα συμβόλαια γάμου.

Μερικοί, ευγενείς κυρίως, όταν αποφάσιζαν γάμο των παιδιών ή και δικό τους, συνέτασσαν μόνοι τους το σχετικό συμβόλαιο, έβαζαν μάρτυρες να το υπογράψουν και το παρέδιδαν στον νοτάριο, για να το περάσει στο πρωτό-κολλό του, ώστε να αποκτήσει νομιμότητα (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 8). Ο νοτάριος, αφού το καταχωρούσε, πήγαινε στο σπίτι των ενδιαφερόμενων, τους το διάβαζε και ζητούσε την υπογραφή δύο μαρτύρων.

O Η χήρα Ανέζα Τεριανού κάλεσε τον νοτάριο στο σπίτι της και του έδωσε έτοιμη τη συμφωνία γάμου της κόρης της  Μαριέτας με τον Αντώνη, γιο του ευγενή Τζουάννε Κιότζα, για να την περάσει στο κατάστιχό του. Την υπέγραφαν πέντε άτομα από τα οποία τα τρία ήταν συγγενείς. Ο νοτάριος, αφού την πέρασε στο βιβλίο του, πήγε ξανά στο σπίτι της Ανέζας και της τη διάβασε. Ήταν παρόντες εκτός από την Ανέζα, η νύφη, ο πεθερός και ο γαμπρός. Τη δέχτηκαν όλοι και υπέγραψαν δύο μάρτυρες[67].

Θ. Χρόνος σύνταξης συμβολαίου γάμου.

Κατά κανόνα, η σύνταξη του συμβολαίου γάμου γινόταν σε περιόδους που οι μελλόνυμφοι και οι γονείς τους δεν είχαν επείγουσες εργασίες, ή σε περιόδους γιορτών, οπότε υπήρχε κάποιος ελεύθερος χρόνος. Με βάση και πάλι τα στοιχεία από τα πρωτόκολλα των τεσσάρων νοταρίων της πόλης,  η χρονική περίοδος που τα συνέτασσαν παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα: Ο Απρίλιος, που συνήθως κουβαλά μαζί του το Πάσχα, είχε το προβάδισμα με ποσοστό πάνω από 20%. Ακολουθούσαν οι μήνες Δεκέμβριος και Ιανουά-ριος, που, εξαιτίας των μεγάλων γιορτών των Χριστουγέννων και των Θεο-φανείων, πλησίαζαν το 21%. Μικρότερη κίνηση είχε ο Φεβρουάριος με 10%. Με άλλα λόγια, οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, όπως ήταν το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και τα Φώτα, που πρόσφεραν κάποιες ημέρες αργίας στους Κρητικούς, μαζί με τον Φλεβάρη που τα κρύα του στερούσαν τη δυνατότητα για «εξωτερικές» δουλειές, «πρωταγωνιστούσαν» στα συνοι-κέσια και τη σύνταξη των συμβολαίων γάμου. Το φθινόπωρο ήταν το πιο «παραμελημένο», γιατί ήταν γεμάτο από άλλες εργασίες και κυρίως το όργωμα.

Γενικά και όλως συμβατικά, υπογράφονταν κατά το χειμώνα το 35% των προικοσυμφώνων, την άνοιξη το 31%, το καλοκαίρι το 20% και το φθινό-πωρο το 14%  (βλ. Παράρτημα, πίνακας 1).

 

Ι. Τόπος τέλεσης του μυστηρίου του γάμου.

Στο σύνολό τους σχεδόν οι γάμοι γίνονταν από κληρικούς στις εκκλησίες ή τα μοναστήρια, με την παρουσία κόσμου. Στα προικοσύμφωνα δεν αναφερόταν σχεδόν ποτέ η εκκλησία ή το μοναστήρι, στο οποίο θα γινόταν το μυστήριο. Συνήθως σημείωναν ότι «η ευλογία» θα γινόταν σε «από κοινού αποδεκτό μέρος».  Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Μερικοί, κυρίως ευγενείς, αντί να δεσμεύονται με τις υποχρεώσεις του γάμου, επέλεγαν κάποια γυναίκα και συμβίωναν μαζί της. Σε κάποιες περιπτώσεις η συμβί-ωση γινόταν μακρόχρονη και συνοδευόταν με απόκτηση παιδιών. Τα παιδιά αυτά, κατά κανόνα, αναγνωρίζονταν από τον πατέρα τους, αλλά δεν έπαυαν να θεωρούνται νόθα, αφού δεν προϋπήρχε γάμος. Μόνο ο γάμος, έστω και εκ των υστέρων μπορούσε να  τους δώσει νομιμότητα.

O Ο ευγενής Τζουάννε Σαγκουινάτσος συζούσε πολλά χρόνια με την Αντωνία Καλλέργη και έκανε μαζί της παιδιά, που ανέθρεψε σαν νόμιμα.  Τώρα επειδή πάντα της υποσχόταν γάμο και επειδή αυτή του είχε δείξει μεγάλη αγάπη, κάλεσε τον νοτάριο και του ζήτησε να συντάξει το σχετι-κό συμβόλαιο γάμου. Η Αντωνία δέχτηκε και κάλεσε τον ηγούμενο του Αρκαδιού, ο οποίος, μπροστά στον νοτάριο και τους μάρτυρες, ευλόγησε το γάμο μέσα στο σπίτι τους. Το συμβόλαιο υπέγραψε ο ηγούμενος και 3 καλόγεροι[68].

Είναι το μοναδικό συμβόλαιο στο οποίο ταυτόχρονα με το προικο-σύμφωνο γίνεται και ο γάμος. Πήγαν δηλαδή ο νοτάριος και ο ηγούμενος με 3 καλόγερους στο σπίτι του παράνομου ζευγαριού, όπου ο πρώτος συνέταξε το συμβόλαιο γάμου και οι υπόλοιποι τέλεσαν το μυστήριο του γάμου μέσα στο σπίτι. Ο ηγούμενος, που ήταν ορθόδοξος, αφού υπηρετούσε στο μοναστήρι του Αρκαδίου, πρέπει να ήταν πολύ νεωτεριστής. Τα έθιμα που επικρατούσαν λίγο πριν από την τελετή γάμου και αμέσως μετά, λίγο πολύ διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, ιδίως στα χωριά, όπου συχνά αναβιώνουν παραδοσιακούς γάμους.

 

ΙΑ. Χρόνος τέλεσης μυστηρίου.

Το χρόνο τέλεσης του μυστηρίου του γάμου, μπορούμε να υπολογίσουμε από τα συμβόλαια εκτίμησης και παράδοσης της προίκας, γνωρίζοντας ότι αυτή γινόταν οκτώ μέρες πριν το μυστήριο ή την ίδια μέρα με το μυστήριο. Γενικά, ο μήνας που έχει τις περισσότερες παραδόσεις προίκας, κατά συνέ-πεια και τους περισσότερους γάμους, είναι ο Ιανουάριος. (16%). Ακολου-θούν ο Απρίλιος, ο Μάιος και ο Ιούλιος (από 12%). Με άλλα λόγια, πολλοί από τους γάμους που «κλείνονταν» στις γιορτές Χριστουγέννων και Θεοφα-νείων γίνονταν αμέσως και άλλοι μεταφέρονταν, για διάφορους λόγους,  στην άνοιξη και το καλοκαίρι (βλ. Παράρτημα, πίνακας 2).

 

ΙΒ. Καθορισμός χρόνου τέλεσης μυστηρίου.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις στα συμβόλαιο γάμου οριζόταν η ακριβής ημερομηνία τέλεσης του μυστηρίου. Αυτό ίσως συνέβαινε ή γιατί από τη στιγμή σύνταξης του συμβολαίου όλα έπαιρναν το δρόμο τους, ώστε να μην υπάρχει λόγος ανησυχίας σε καμιά πλευρά, ή γιατί από τη στιγμή αυτή και οι δύο πλευρές είχαν πολλά να σκεφτούν και να κανονίσουν, ώστε δεν ήθελαν να έχουν χρονικές δεσμεύσεις. Δεν αποκλείει κανείς και την περίπτωση να εμφανίζονταν ενστάσεις ενδιαφερομένων στα υπεσχημένα του συμβολαίου.

O Δυο παπάδες, που ήθελαν να παντρέψουν την αδερφή τους με ένα διάκο, έκαναν το συμβόλαιο Αύγουστο και όρισαν ο γάμος να γίνει το Σεπτέμ-βριο[69].

O Ο Τζουάννε Νταπιασέντσα για την κόρη του και ο Μανόλης Μαυρέας για δικό του αποφάσισαν γάμο και εκτός των άλλων όρισαν ότι αυτός θα έπρεπε να γίνει μέσα στις γιορτές του Πάσχα ή λίγο πριν (βλ. Παράρ-τημα, έγγραφο 4).

ΙΓ. Ετεροχρονισμένοι γάμοι… αρραβώνες διαρκείας.

Μερικές φορές οι οικογένειες των μελλονύμφων συνέτασσαν κανονικά το συμβόλαιο γάμου των παιδιών τους, αλλά όριζαν, για διάφορους λόγους, ότι ο γάμος θα γινόταν μετά από παρέλευση αρκετά μεγάλου χρονικού διαστή-ματος. Το μεσοδιάστημα αυτό, μπορεί να θεωρηθεί, όπως προαναφέραμε, ως περίοδος αρραβώνων.

O Η χήρα Νικολόζα Κόρνερ και η χήρα Όρσα Δανδόλου συμφώνησαν ο γάμος των παιδιών τους να γίνει τρία χρόνια μετά την υπογραφή του συμβολαίου γάμου. Όρισαν το ύψος της προίκας και δέχτηκαν η κατα-βολή της να αρχίσει μετά τρία χρόνια, οκτώ μέρες πριν από τον γάμο, όπως συνήθιζαν[70].

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Η ΠΡΟΙΚΑ.

 

Α. Εκτίμηση προίκας.

α. Κινητή προίκα. Οκτώ μέρες πριν από την τέλεση του μυστηρίου του γάμου, ο πατέρας της νύφης όφειλε να δώσει για εκτίμηση τα προικιά που είχε υποσχεθεί στον γαμπρό. Την εκτίμηση έκαναν, κατά κανόνα, επαγγελ-ματίες. Τα χρυσαφικά και ασημικά εκτιμούσαν χρυσοχόοι, το ρουχισμό ράφτες και τα έπιπλα μαραγκοί. Τα ακίνητα τα εκτιμούσαν πριν ή και μετά το γάμο ειδικοί εκτιμητές κτημάτων ή σπιτιών, δημόσιοι ή όχι. Στις πλούσιες προίκες, στις οποίες τα φορέματα ιδίως και τα χρυσά κοσμήματα στοίχιζαν σημαντικά ποσά, οι εκτιμητές περιέγραφαν το κάθε αντικείμενο (ρούχο ή κόσμημα) με λεπτομέρεια, προκειμένου να δικαιολογήσουν το υψηλό ή όχι τίμημά του. Τους εκτιμητές επέλεγαν από κοινού η πλευρά της νύφης και του γαμπρού. Προτιμούσαν πρωτομάστορες, για να είναι ικανοί να εκτιμή-σουν σωστά το κάθε είδος και για να μην μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την κρίση τους. Πρωτοράφτες και πρωτοκουβερτάδες για το ρουχισμό, πρωτομαραγκοί για τα έπιπλα και πρωτοχρυσοχόοι για τα κοσμήματα αναλάμβαναν να εκτιμήσουν, κατά συνείδηση, όσα τους παρουσίαζε η πλευρά της νύφης. Από τη στιγμή που οι επαγγελματίες αυτοί εκτιμούσαν κατά συνείδηση, εννοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι αναζητούσαν, εκτός από την επαγγελματική ικανότητα, και εντιμότητα. Έτσι κατέληγαν σε άτομα που ξεχώριζαν μέσα στην κλειστή κοινωνία τους για το ήθος και την ακεραιό-τητά τους. Οι εκτιμητές, κατά κανόνα, και πάλι, όταν παρέδιδαν την εκτίμη-σή τους, δήλωναν ότι εκτίμησαν κατά συνείδηση, όπως και αρχικά είχαν υποσχεθεί. Τελικά, συγκεκριμένοι πρωτομάστορες ειδικεύτηκαν στις προι-κώες εκτιμήσεις και απέκτησαν φήμη, με αποτέλεσμα να τους συναντάμε σχεδόν αποκλειστικά στις σχετικές δικαιοπραξίες[71].

Όταν τα εκτιμώμενα αντικείμενα ήταν πολλά, η πρόσθεση της αξίας τους, προκειμένου να βγει το τελικό ύψος της προίκας, αποτελούσε πρόβλημα στον νοτάριο και τους άλλους ενδιαφερόμενους. Έτσι, κάποιες φορές παρατηρούνται λάθη. Αν ήταν, κατά περίπτωση, ηθελημένα ή όχι, είναι άγνωστο.

O Ο Πέρος Δρόσος και ο γαμπρός του Απόστολος Μαρούδης εξέλεξαν ως εκτιμητές της προίκας, που ο πρώτος θα έδινε στην κόρη του, έναν πρωτοκουβερτά, έναν ράφτη και έναν πρωτοχρυσοχόο, που εκτίμησαν καθένας τα αντικείμενα της ειδικότητάς του. Ο νοτάριος, που πιθανότατα έκανε την τελικά πρόσθεση, σημείωσε σύνολο 8.060 υ.[72].

Το άθροισμα όμως των επιμέρους εκτιμήσεων ήταν στην πραγματικότητα 8.881υ. Το γεγονός ότι ποσό της διαφοράς, δηλαδή τα 821 υ., δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, υποδηλώνει ότι κάποιοι νοτάριοι δεν ήταν τίμιοι ή δεν καλοί στα μαθηματικά. 

 

Σε μερικές περιπτώσεις έκαναν οι ίδιοι οι εκτιμητές τη λίστα με τις εκτι-μήσεις τους και την παρέδιδαν απευθείας στον νοτάριο για να την περάσει στο κατάστιχό του, ως είχε. Κατά τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου εκτίμησης ήταν παρόντες, πέρα από τον πεθερό και τον γαμπρό, και οι εκτι-μητές. Φαίνεται ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις η εκτίμηση δεν γινόταν ενώπιον κοινού, όπως στις περιπτώσεις που την καταγραφή έκανε ο ίδιος ο νοτάριος στο σπίτι της νύφης ή σε άλλο συγκεκριμένο τόπο. Ίσως, δηλαδή, οι γονείς, για διαφόρους λόγους, να μην ήθελαν να γίνει ευρέως γνωστή η προίκα της κόρης τους. Ίσως πάλι η παρουσία του νοταρίου στη διαδικασία της εκτί-μησης και της παραλαβής της προίκας να αύξανε και την αμοιβή του, οπότε την απέφευγαν. 

O Ο πρωτοχρυσοχόος Λεονταρίτης και οι πρωτοράφτες Τρωίλος και Σεκού-ρας έκαναν την εκτίμησή τους και παρέδωσαν τις λίστες τους στον Τζου-άννε Αχέλη. Κάτω από κάθε λίστα υπέγραφαν και από δύο μάρτυρες. Ήταν αυτοί που παραβρίσκονταν κατά την εκτίμηση. Ο Αχέλης, μαζί με τον γαμπρό Μιχάλη Κονταράτο και τους τρεις εκτιμητές πήγαν στον νοτάριο, του παρέδωσαν τις λίστες και του ζήτησαν να συντάξει το συμβόλαιο εκτίμησης και παραλαβής της προίκας από τον γαμπρό[73].

O  Η Γιακουμίνα Τρουλινού παρέδωσε στον άντρα της την προίκα που εκτίμησε ο Λέο Ρανούτσιος, μαζί με τη σχετική κατάσταση. Σ’ αυτήν το ύψος των προικιών έφτανε τις 3.867 υ.[74]

O Ο εκτιμητής Τζώρτζης Κουνούπης  παρέδωσε στον νοτάριο κατάσταση με την εκτίμηση των προικιών, διαβεβαιώνοντάς τον ότι τα  παρέλαβε ο γαμπρός Τζουάννε Σαλούστρος από τον πεθερό του. Η συνολική τους αξία ήταν 1.131 υ.[75]

Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον για τα κυρίως προικιά εξέλεγαν, από κοινού, όπως αναφέραμε, έναν ή δύο εκτιμητές και συμφωνούσαν η κρίση του/τους να είναι αμετάκλητη, σύμφωνα με τη βενετική συνήθεια (more veneto) (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 10 και σχετική ενότητα). Σε λίγες περι-πτώσεις όριζε η κάθε πλευρά τον δικό της εκτιμητή.

O Δύο αδέρφια, οι παπάδες Τζαμαδούρα, αφού συμφώνησαν να δώσουν την αδερφή τους στο διάκο Αντώνιο Νταλαμπέλα, όρισαν δικό τους εκτιμητή, όπως έκανε και η πλευρά του γαμπρού και δήλωσαν ότι, αν οι εκτιμητές δεν συμφωνούσαν, θα έβαζαν και τρίτο[76].

Το παραπάνω συμβόλαιο έγινε στο χωριό Σκουλούφια, αλλά το συμβό-λαιο συνέταξε νοτάριος της πόλης. Ίσως στα χωριά οι κάτοικοι να ήταν πιο καχύποπτοι ή οι παπάδες δεν είχαν εμπιστοσύνη στους επίδοξους συνα-δέλφους τους.

 

 Όταν τα προικιά της νύφης ήταν λιγοστά, καλούσαν μόνο έναν εκτιμητή. Αυτό, όπως ήταν φυσικό, συνέβαινε σε φτωχά άτομα.

O Ο Δημήτρης Φούκης παρέδωσε δέκα κομμάτια όλα και όλα ως προίκα της κόρης του στον γαμπρό του Πέρο Δαλαμπάδο. Από αυτά τα εννιά ήταν ρούχα και το ένα ασημικό (δωδεκάδα πιρούνια). Για το λόγο αυτό συμφώνησαν να καλέσουν μόνο τον πρωτοράφτη Μιχελή Λούμπινο. Τα ασημικά τα εκτίμησαν από κοινού[77].

Η εκτίμηση των ασημικών δεν ήταν δύσκολη, αφού απλώς πολλαπλα-σίαζαν το βάρος τους με την τρέχουσα τιμή της ουγγιάς του ασημιού στην αγορά. Το ίδιο συνέβαινε και με μερικά απαραίτητα εργαλεία δουλειάς, όπως ο αργαλειός, που λίγο-πολύ όλοι γνώριζαν την αξία τους[78].

 

Οι επαγγελματίες εκτιμητές πρέπει να απαιτούσαν κάποια αποζημίωση για τις εκτιμήσεις που έκαναν, πράγμα που ωθούσε πολλούς ενδιαφερό-μενους να τους αποφεύγουν και να συμβιβάζονται με άτομα του περιβάλ-λοντός τους.

O  Ο πατέρας της νύφης Γιάννης Σουργκιάν εξέλεξε ως εκτιμητή της προίκας που έδινε στην κόρη του τον παπά Αντώνιο Νταφεράρα και ο γαμπρός Δράκος Φούσκαρης τον πατέρα του Αντώνιο[79]. (Παραδείγματα εκτίμησης κινητής προίκας βλ. Παράρτημα έγγραφα 5 και 7).

β. Ακίνητη προίκα. Οι εκτιμητές της προικώας ακίνητης περιουσίας είχαν πολύ πιο δύσκολη δουλειά από τους εκτιμητές της κινητής, γιατί «έπαιζαν» με μεγαλύτερα ποσά και όφειλαν να πηγαίνουν σε κάθε περιουσία χωριστά και να εξετάζουν όλα όσα θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην τελική αξία τηe (ελεύθερη ή υπόχρεη να πληρώνει δασμό στο κράτος, στον φεουδάρχη της περιοχής, σε εκκλησίες ή μοναστήρια, νοικιασμένη, υποθηκευμένη, ύπαρξη δέντρων, πηγών, δικαιωμάτων τρίτων κ.ά.). Ενώ τους εκτιμητές των κινητών όριζαν, συνήθως, από κοινού, τους εκτιμητές των ακινήτων επέλε-γαν, κατά κανόνα, χωριστά, δηλαδή η κάθε πλευρά το δικό της. Φαίνεται ότι οι γνώμες για τα σπίτια και τα χωράφια είχαν μεγαλύτερη απόκλιση από αυτές για τα ρούχα και τα χρυσαφικά. Σε περίπτωση που οι δύο εκτιμητές διαφωνούσαν μεταξύ τους, καλούσαν και έναν τρίτο. Αυτός ήταν υποχρεω-μένος να συμφωνήσει με τη μία από τις δύο εκτιμήσεις, η οποία και τελικά θα γινόταν δεκτή. Μερικοί από τους εκτιμητές για διάφορους λόγους ζητού-σαν να απαλλαγούν ή δήλωναν αδυναμία να επισκεφτούν τα υπό εκτίμηση ακίνητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ενδιαφερόμενοι φρόντιζαν να τους αντικαθιστούν.

Ο Τζουάννε Γριμπιάς, με το συμβόλαιο γάμου, είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του Λουκά Μπαρότση 160.000 υ. προίκα, αποκλειστικά με ακίνητα. Εξέλεξαν δύο εκτιμητές και αυτοί πήγαν για να εκτιμήσουν από τις ιδιο-κτησίες του Τζουάννε στο χωριό Γεράνι τόσες όσες κάλυπταν το ποσό αυτό. Επειδή διαφώνησαν, κάλεσαν και τρίτο εκτιμητή. Αυτός συμφώνησε με τη γνώμη του ενός. Στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε ο ένας από τους δύο εκτιμητές, γιατί δεν μπορούσε να πάει για επιτόπια εκτίμηση των δέντρων κ.ά.  Η τελική εκτίμηση των ακινήτων έφτασε τις 128.000 υ. Επειδή ήταν για προίκα, πρόσθεσαν και κάποιο επιπλέον ποσοστό, ώστε να φτάσουν χοντρι-κά τις 160.000 υ. Έτσι, εξοφλήθηκε η προίκα[80].

O Ο Τζουάννε Σαγκουινάτσος είχε υποσχεθεί στο γαμπρό του Αντρέα Καλλέργη ακίνητη περιουσία. Τώρα την εκτίμησαν οι δύο ειδικοί και την ανέβασαν στις 17.790 υ. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται σπίτια, ελιές και έσοδα[81]. (βλ. και Παράρτημα έγγραφο 7).

Β. Χρόνος και τόπος εκτίμησης.

Με βάση τα συμβόλαια εκτίμησης και παράδοσης της προίκας, που περιλαμβάνονται στα πρωτόκολλα των νοταρίων της πόλης του Ρεθύμνου, η διαδικασία γινόταν κατά 32% τον χειμώνα, 35% την άνοιξη, 22% το καλο-καίρι και 13% το φθινόπωρο. Ο μήνας που είχε τις περισσότερες παραδόσεις ήταν ο Ιανουάριος (16%). Ακολουθούσαν ο Απρίλιος, ο Μάιος και ο Ιούλιος (από 12%). Οι γάμοι, δηλαδή, όπως ήδη αναφέραμε, που «κλείνονταν» στις γιορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων γίνονταν αμέσως ή περί-μεναν την άνοιξη και το καλοκαίρι (βλ. και ενότητα: Χρόνος τέλεσης μυστη-ρίου, όπως και Παράρτημα, πίνακας 2).

Με βάση τα παραπάνω συμβόλαια, προκύπτει ότι  οι γονείς της νύφης παρουσίαζαν, κατά κανόνα, (72%) τα προικιά στο σπίτι τους, όπου και γινόταν η εκτίμησή τους και η παράδοσή τους στον γαμπρό. Στις περι-πτώσεις αυτές πρέπει να υπολογίσουμε ότι η όλη διαδικασία γινόταν μπρο-στά σε κόσμο, τους μάρτυρες και τον νοτάριο, που κατέγραφε το αντικείμενο και την εκτίμηση. Μερικοί προτιμούσαν, όπως ήδη αναφέραμε, να συντάσ-σουν οι εκτιμητές μόνοι τους την λίστα με τις εκτιμήσεις τους και να την παραδίδουν στον νοτάριο, προκειμένου να την περάσει στο πρωτόκολλό του (6%). Σε λιγότερες περιπτώσεις η εκτίμηση γινόταν στο σπίτι του γαμπρού (3%), συγγενών/φίλων (6%) ή σε άλλο χώρο (6%). Ο άλλος αυτός χώρος πιθανόν να ήταν κάποιο αλώνι ή κάποια πλατεία του χωριού. Έχουμε και μία περίπτωση που η εκτίμηση έγινε σε μοναστήρι/ εκκλησία[82], αλλά εδώ προηγήθηκε διαφωνία, γιατί η μάνα της νύφης υποσχόταν στον γαμπρός της να καλύψει το υπόλοιπο της προίκας με ποσότητα κρασιού. Ίσως ο εφημέ-ριος να τους κάλεσε στην εκκλησία, προκειμένου να λύσει τη διαφορά τους (βλ. Παράρτημα, πίνακας 4).

Τα ήθη και τα έθιμα της παράδοσης της προίκας προφανώς διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα σε ένα μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα με τον Π. Βλαστό, η όλη τελετή είχε ως εξής: τα προικιά εκτίθεντο στο σπίτι των γονιών της νύφης για μέρες και μπορούσε καθένας να τα δει. Οκτώ μέρες πριν από το γάμο φίλοι και συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης συνοδευό-μενοι με λυράρη και τραγουδώντας ειδικά τραγούδια. Ήταν οι «προυκο-λόγοι». Στο σπίτι είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς και φίλες της νύφης. Αφού δέχονταν τα σχετικά κεράσματα, έβαζαν τα προικιά σε σακιά, τα φόρτωναν στα γαϊδούρια τους και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας και πάλι. Εκεί τους περίμεναν γαμπρός, γονείς και συγγενείς. Επακολου-θούσαν κεράσματα. Την ίδια μέρα έστελνε ο γαμπρός το νυφικό στη νύφη και τα αδέρφια του ή συγγενείς καλούσαν τον κόσμο να παραστεί στην τελετή. Όσοι καλούνταν έστελναν για δώρα διάφορα τρόφιμα που ήταν απαραίτητα στο τραπέζι του γάμου[83].

 

 

Γ. Περιεχόμενο προίκας.

Συνήθως η προίκα περιλάμβανε ρουχισμό, έπιπλα, οικοσκευή, ασημικά, χρυσαφικά, μαργαριτάρια. Παράλληλα, οι περισσότερες περιλάμβαναν και μετρητά, σπίτια, καταστήματα, χωράφια, αμπέλια, κήπους κ.ά. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που οι προίκες περιορίζονταν μόνο στο ρουχισμό και τα χρυσαφικά.

 

α. Ακίνητα: Tα ακίνητα, που παραχωρούσαν ως προικώα στη νύφη, πάντοτε εκτιμούνταν, όπως αναφέραμε, από εκτιμητές από κοινού απο-δεκτούς και η τιμή που αναγραφόταν στο συμβόλαιο ήταν η επίσημη.

Πολλές φορές τα ακίνητα που οι γονείς της νύφης υπόσχονταν στον γαμπρό μπορεί να μην ήταν ιδιοκτησιακά απολύτως ασφαλή. Για το λόγο αυτό ο γαμπρός απαιτούσε, σε περίπτωση που το ακίνητο, με δικαστική πράξη, πήγαινε σε άλλον, να αντικατασταθεί με άλλο ακίνητο, ρουχισμό… ίσης αξίας.

Ο Τζώρτζης Σαλούστρος υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 4.000 υ. Αυτά θα πλήρωνε με 800 υ. μετρητά και ένα κατάστημα στην πόλη. Επειδή όμως το κατάστημα το διεκδικούσαν και οι αδερφοί Κουλουρίδη και βρίσκονταν στα δικαστήρια, δήλωσε ότι σε περίπτωση που χάσει τη δίκη, θα καλύψει την τιμή του με εκτίμηση ρούχων, ένα χρόνο μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης[84].

Από τα ακίνητα τα σπίτια είχαν μικρή αξία, γιατί συνήθως ήταν πρόχει-ρες κατασκευές. Συγκριτικά η αξία των ρούχων, της οικοσκευής και των χρυσαφικών ήταν υψηλότερη. 

O Ο Πέρος Δρόσος είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του 11.000 υ. για προίκα. Μέσα σ’ αυτά ήταν και ένα σπίτι που το εκτίμησαν μόλις 940 υ. Την ίδια στιγμή η εκτίμηση των ρούχων και των χρυσαφικών πέρασε τις 8.000[85].

 

Σε περίπτωση που ο γαμπρός επιθυμούσε να αλλάξει τα ακίνητα που του παραχωρούσαν ως προίκα, πουλώντας τα και αγοράζοντας άλλα ή ανταλ-λάσσοντάς τα με άλλα, τα νέα ακίνητα εντάσσονταν στην προίκα όπως τα προηγούμενα. Σε μερικά προικοσύμφωνα υπήρχε η συγκεκριμένη διευκρί-νιση. Ίσως ήταν αναγκαία, γιατί μπορούσε ο γαμπρός στο μέλλον να ισχυριστεί ότι ήταν δικά του -αφού αυτός τα είχε αγοράσει-  και όχι προικώα της γυναίκας του.

O Η Έλενα Καλλέργη, που ενεργούσε για την ανιψιά της, ζήτησε να προ-στεθεί στο γαμήλιο συμβόλαιο ότι o γαμπρός μπορούσε να ανταλλάξει μερικά κτήματα, αλλά τα νέα θα περιλαμβάνονται στην προίκα[86].

O Ο Νικολό Σαγκουινάτσος για την κόρη του Όρσα και ο Φραγκίσκος Γρίττης για τον γιο του Νικολό συμφώνησαν γάμο. Η προίκα της νύφης θα ήταν 70.000 υ. Από αυτές οι 50.000 υ. θα καλύπτονταν με περιουσίες στην Επισκοπή Αρίου. Αν ο γαμπρός άλλαζε μερικές από αυτές, οι νέες περιουσίες θα εντάσσονταν στην προίκα της νύφης[87].

O Οι αδερφοί Ντακιότζα έδωσαν ως προίκα στην αδερφή τους τις περιου-σίες που διέθεταν στα χωριά Ασώματο, Μεγαπόταμο και Όρος. Τα ακί-νητα αυτά θα εκτιμούσαν δύο κοινοί τους φίλοι, εκλεγμένοι και από τις δύο πλευρές. Σε περίπτωση διαφωνίας μπορούσε να κληθεί και ένας τρίτος από τους ίδιους εκτιμητές, που να έχαιρε κοινής εμπιστοσύνης. Το ποσό που θα τα εκτιμούσαν αυτοί ή οι περισσότεροι απ’ αυτούς, θα λογιζόταν ως η πραγματική τιμή και αξία τους. Σε περίπτωση που ο γαμπρός θα πουλούσε ή θα μεταβίβαζε σε άλλον την παραπάνω περιου-σία, θα υποθηκευόταν η δική του περιουσία και ο ίδιος θα επέλεγε αν θα κατέβαλε στη σύζυγό του την αξία της σε μετρητά ή ακίνητα[88].

Αντικείμενο προίκας αποτελούσε και το οποιοδήποτε έσοδο από οποια-δήποτε πηγή (ενοίκια, φόροι, εισφορές…). Η αξία του εσόδου πολλαπλασια-ζόταν με το 20, προκειμένου να βρεθεί η συνολική αξία της συγκεκριμένης πηγής του. Με άλλα λόγια το ακίνητο που απέδιδε ετήσιο έσοδο άξιζε το εικοσαπλάσιο του ετήσιου εσόδου. Ή το ετήσιο έσοδο ισοδυναμούσε με το 5% της αξίας της πηγής.

O Η χήρα Λουκιέτα Παλμεζάν μέσα στις 26.000 υ. που υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της  περιλάμβανε και ένα έσοδο 100 υ. το χρόνο που παραχώρησε στη νύφη ο θείος της ιερομόναχος Σιλιγάρδος. Το συγκεκριμένο έσοδο με το 5%  αντιστοιχούσε σε κεφάλαιο 2.000 υ.[89]

β. Ρουχισμός: Ο ρουχισμός, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούσε τη βάση της προίκας. Μέσα σ’ αυτόν, εκτός από τα τις προσωπικές, πρό-χειρες ή επίσημες, ενδυμασίες της νύφης, περιλαμβάνονταν και κάθε είδους σκεπάσματα, στρώματα, τραπεζομάντηλα, πετσέτες κ.ά. Χωρίς αυτά δεν μπορούσε να στηθεί νοικοκυριό. Εννοείται ότι τα είδη του ρουχισμού και η αξία τους ποίκιλλε από προίκα σε προίκα, γιατί ήταν ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας που τα παρείχε. Αξίζει νομίζω να δούμε ξεχωριστά μερικές περιπτώσεις προικών με πλούσιο ρουχισμό και μερικές με υπερβολικά φτωχό:

 

i. Για πλούσιους. Οι ευγενείς συνήθιζαν να προσφέρουν στις κόρες τους πανάκριβο ρουχισμό. Οι λαμπρές φορεσιές, που η εκτίμησή τους ήταν  αρκετές χιλιάδες υπέρπυρα, εντυπωσίαζαν περισσότερο. Το αν πραγματικά το άξιζαν, μόνο οι εκτιμητές και οι ίδιοι μπορούσαν να ξέρουν. Η διαδικασία της εκτίμησης συνήθως έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα, όταν γινόταν μπροστά σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Ήταν μοναδική ευκαιρία να επιδείξουν οι γονείς τον πλούτο και τη δύναμή τους. Η επίδειξη αυτή, από το ένα μέρος, αύξανε το σεβασμό των φίλων προς τα πρόσωπά τους και, από το άλλο, αποτελούσε κόλαφο στα μάτια των εχθρών τους. 

O Ο Ιάκωβος Σαγκουινάτσος κάλεσε τους πιο γνωστούς πρωτοραφτάδες της πόλης (Λέο Χορτάτζη και Αντώνη Βλαστό) για να εκτιμήσουν τα προικώα ρούχα της κόρης του. Παρών ήταν και ο γαμπρός που θα τα παραλάμβανε. Την πρώτη ενδυμασία που παρουσίασε εκτίμησαν 4.364 υ.! Μια άλλη εκτιμήθηκε  1.406 υ. και μια φούστα 728 υ. Το σύνολο 8 κομματιών έφτασε τις 9.806 υ.[90]

O Ο ευγενής κρητικός Πιέρο Γρίττης παρουσίασε ως προίκα της κόρης του 23 κομμάτια ρουχισμού, που εκτιμήθηκαν συνολικά 11.193 υ.[91]

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας πρόσφερε στο γαμπρό του ρουχισμό αξίας 10.154 υ. με πέντε και μόλις κομμάτια. Δύο ενδυμασίες εκτιμή-θηκαν από τους πρωτοράφτες Λέο Ρανούτσιο και Αντώνη Βλαστό σε 5.155 υ. και 3.326 υ., αντίστοιχα[92]. 

Τα παραπάνω ποσά ήταν πολύ μεγάλα για τα δεδομένα της εποχής, αν υπολογίσει κανείς ότι οι περισσότερες προίκες ήταν στο σύνολό τους κάτω από τις 2.500 υ.

O Ο πρωτοράφτης Μανόλης Τρωίλος, που κλήθηκε να εκτιμήσει τα ρούχα της κόρης του διοικητή Φραγκίσκου Λομβάρδου εκτίμησε από 2.500 υ. δύο φορεσιές της νύφης. Πλάι στην εκτίμησή του υπήρχε και η περι-γραφή: φορεσιά από άσπρο ατλάζι, με τα μανίκια της, κεντημένη όλη με μετάξι και χρυσάφι[93]

O Ο Ιερώνυμος Νταμπρέσα παρέδωσε τα ρούχα και τα χρυσαφικά που είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του Μιχέλ Κυριάκη. Μετρήθηκαν 31 είδη ρουχι-σμού  και εκτιμήθηκαν σε 11.574 υ. (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 7).

O Η Έλενα Κυριάκη είχε στην προίκα της 20 είδη ρουχισμού που εκτιμή-θηκαν 14.850 υ. (τρεις φορεσιές εκτιμήθηκαν: 3.310, 1636, 1.200, αντί-στοιχα)[94].

O Ο Αντρέας Κονταράτος έδωσε στη «μοναχοκόρη του» 24 είδη ρούχων, που εκτιμήθηκαν σε 16.642 υ. Μια και μόνο φορεσιά εκτιμήθηκε σε 2.538 υ.[95]

O Ο Αχέλης στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του είχε υποσχεθεί, εκτός των άλλων, 18.000 υ. σε ρούχα και 12.000 υ. σε χρυσαφικά. Στην εκτίμη-ση τα ρούχα έφτασαν τις 18.541υ. και ήταν μόλις 14 είδη. Μόνο οι 5 ενδυμασίες, που έδωσε, ξεπέρασαν συνολικά τις 12.000 υ.[96]

ii. Για φτωχούς. Εκτός από τον πλούσιο ρουχισμό υπήρχε και ο φτωχικός που συνόδευε τις οικονομικά ανίσχυρες οικογένειες της πόλης. Στις φτω-χικές προίκες εκτιμούσαν και το πιο απλό κομμάτι, προκειμένου να δώσουν σ’ αυτές συνολικά κάποια βαρύτητα.

O Ο πατέρας Ιλαρίονας Δομίνος υποσχέθηκε προίκα στη βαφτισιμιά του Καλή 1.000 υ. και το σπίτι του αλλά μετά το θάνατό του[97]. Λίγες μέρες μετά έγινε η εκτίμηση. Εκτιμήθηκαν 9 είδη ρουχισμού, ένα ζευγάρι πασούμια και έπιπλα (ντουλάπα, κασέλα και τελάρο) συνολικά 1.470 υ.[98] Τα πασούμια εκτιμήθηκαν 25 υ. και δυο ποδιές 70 υ.

 

Όταν οι προίκες ήταν εντελώς ασήμαντες, απέφευγαν να αναγράφουν το συνολικό τους ύψος τους και, ως εκ τούτου, και τις επί μέρους εκτιμήσεις.

O Η Αντριάννα Γληγοροπούλα υποσχέθηκε στην κόρη της Αννίτσα ως προίκα λίγα ρούχα και 100 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν τα συνη-θισμένα (10%)[99].

 

Υπήρχε και η άλλη περίπτωση. Να αναγράφονται, δηλαδή, στο προικο-σύμφωνο τα ρούχα που θα έδιναν ως προίκα χωρίς όμως τη σχετική εκτίμηση.

O Η Μαρία Κορνιαχτοπούλα υποσχέθηκε στην κόρη της Φράτζα ως προίκα κάποια λίγα ακίνητα που είχε και: 4 πουκάμισα, 3 φουστάνια, 4 μαξιλά-ρια με τις θήκες τους, δύο ποδιές, 1 κεφαλομάντιλο, δύο μπόλιες και δύο ζευγάρια σεντόνια[100].

Η έλλειψη εκτίμησης στερούσε τη δυνατότητα να καθοριστεί το ύψος των δώρων του γαμπρού. Αν ο γαμπρός ήθελε, μπορούσε να απαιτήσει την εκτίμηση. Όταν όμως ένωναν τις τύχες τους δύο άτομα που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, τέτοιου είδους απαιτήσεις φάνταζαν ανεδαφικές.

 

γ. Πολύτιμα μέταλλα και λίθοι. Στις πόλεις οι ευγενείς και οι πλούσιοι αστοί συνήθιζαν να προσφέρουν ως προίκα στις κόρες τους πολύτιμα μέταλ-λα, κυρίως χρυσάφι και ασήμι, όπως και πολύτιμους λίθους, όπως διαμάντια και μαργαριτάρια. Από τα ασημικά ξεχώριζαν μαχαιροπίρουνα, κύπελλα και μαχαίρα. Από τα χρυσά, σκουλαρίκια, δακτυλίδια και βραχιόλια. Τέλος από τα μαργαριτάρια κολιέ/περιδέραια. Οι περιγραφές των χρυσοχόων στα συμ-βόλαια είναι λεπτομερείς. Ζύγιζαν πρώτα τα χρυσά ή τα ασημένια και μετά, με βάση την τεχνική κατασκευής τους αλλά κυρίως με βάση την τρέχουσα στην αγορά τιμή του χρυσού και ασημιού, κατέληγαν στην εκτίμησή τους. 

O Ο πρωτοχρυσοχόος Αντώνης Σιρίγος, όταν εκτιμούσε τα ασημικά που περιλάμβανε η προίκα που παραχώρησε ο διοικητής Λομβάρδος στην κόρη του, έγραφε, μεταξύ των άλλων: δώδεκα ασημένια κουτάλια και δώδεκα πιρούνια, σε γραμμή βενετσιάνικη, τα οποία ζυγίζουν συνολικά 37,5 ουγγιές εκτιμήθηκαν με 18 υ. η ουγγιά σε 675 υ.[101]

O Οι δυο χρυσοχόοι, που ανέλαβαν να εκτιμήσουν την προίκα, την οποία έδωσε ο Νικολό Σιδεράκης στην κόρη του, εκτίμησαν συνολικά 4 χρυσά σκουλαρίκια, 4 χρυσά δακτυλίδια, ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο, 6 ασημένια κουτάλια και 10 πιρούνια  σε 3.039 υ.[102]

O Ο Αχέλης στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του είχε υποσχεθεί, εκτός των άλλων, 18.000 υ. σε ρούχα και 12.000 υ. σε χρυσαφικά[103].

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας πρόσφερε ως προίκα στην κόρη του, πλην των άλλων, χρυσαφικά, μαργαριτάρια και ασημικά αξίας 10.432 υ. Μόνο ένα κολιέ χρυσό με ρουμπίνια και σμαράγδια εκτιμήθηκε 6.600 υ.[104]

O Τα αδέρφια Μαρούδη στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους υποσχέ-θηκαν στον γαμπρό ως προίκα 4.000 υ., από τα οποία τα 600 υ. σε χρυσα-φικά και τα υπόλοιπα σε ρουχισμό[105].

O Ο Ιερώνυμος Νταμπρέσα παρέδωσε τα ρούχα και τα χρυσαφικά που είχε υποσχεθεί στον γαμπρό του Μιχέλ Κυριάκη. Τα 11 είδη χρυσαφικών και ασημικών εκτιμήθηκαν 8.449 υ.[106] Συνολικά τα κυρίως προικιά πέρασαν τις 20.000 υ. (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 7).

O Στο συμβόλαιο εκτίμησης/παραλαβής προίκας της Έλενας Κυριάκη έχου-με 8 είδη χρυσαφικών/ασημικών που εκτιμήθηκαν 6.653 υ. (βραχιόλια = 1.365 υ., 67 μαργαριτάρια = 1.100 υ., 12 ασημένια πιρούνια και κουτάλια = 1.178 υ.)[107].

O Ο Αντρέας Κονταράτος έδωσε στη «μοναχοκόρη του» 8 κομμάτια χρυσαφικά, που εκτιμήθηκαν σε 6.541 υ. Το σύνολό τους έφτασε τις 23.183 υ., αν και η υπόσχεση ήταν 20.000 υ. Τα επιπλέον συμφώνησαν να προσμετρηθούν στο σύνολο της προίκας[108].

O Ο Ντανιέλ Λόγκος έδωσε μεταξύ άλλων στον γαμπρό του μάστρο Μιχελή και λίγα χρυσαφικά που εκτίμησε ο Μιχέλ Λενταρίτης σε 865 υ.[109] Αντίθετα ο ευγενής Μουδάτσος έδωσε στον γαμπρό του Καλλέργη 14 είδη αρκετά αξιόλογα[110] (βλ. Παράρτημα, έγγραφα 11 και 12).

δ. Μετρητά: Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης και κυρίως οι φεου-δάρχες και οι πλούσιοι ευγενείς, μαζί με τα κινητά και ακίνητα της προίκας, υπόσχονταν και κάποια ποσά σε μετρητά. Τα ποσά αυτά ήταν, κατά κανόνα, περιορισμένα, και έρχονταν ως συμπλήρωμα των υπολοίπων προικώων. Γενικά, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της Βενετοκρατίας στην Κρήτη υπήρχε στενότητα χρήματος. Αυτοί που είχαν ρευστό περισσότερο από τους άλλους ήταν προφανώς οι έμποροι, αλλά το χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο στη δουλειά τους και δευτερευόντως στις προίκες των θηλυκών μελών της οικογένειάς τους. Οι ίδιοι ως γαμπροί προτιμούσαν στην προίκα της γυναί-κας τους να υπάρχουν μετρητά, γιατί τους ήταν απαραίτητα στις επιχειρήσεις τους. Δεν τους ενδιέφερε αν τα μετρητά καταβάλλονταν εφάπαξ ή με δόσεις. Ίσως και να προτιμούσαν τις δόσεις…

O Ο Μιχέλ Κυριάκης ήταν γνωστός έμπορος της πόλης του Ρεθύμνου. Στο συμβόλαιο γάμου του συμβιβάστηκε με τον πεθερό του σε προίκα 35.000 υ., από τις οποίες οι 15.000 υ. θα ήταν σε μετρητά, που θα καταβάλ-λονταν σε αρκετές δόσεις[111].

O Ο ίδιος μαζί με τον αδερφό του πάντρεψαν μετά από έξι χρόνια την αδερφή τους Έλενα. Της υποσχέθηκαν ως προίκα 45.000 υ. από τις οποίες οι 12.000 υ. θα ήταν σε μετρητά και οι 3.000 υ. από ανείσπραχτο χρέος. Ουσιαστικά δηλαδή της έδιναν 15.000 υ. σε μετρητά. Τόσα είχε πάρει και ο Μιχέλ με την προίκα της γυναίκας του. Στο σύνολο της προίκας περιλαμβάνονταν και ενοίκια αξίας 10.000 υ. που είχαν αφήσει στην Έλενα ως κληροδότημα οι θείοι της[112].

Στις περισσότερες συμφωνίες γάμου τα μετρητά ήταν, όπως αναφέραμε, κατά πολύ λιγότερα από τα αντικείμενα εκτίμησης. Υπήρχαν βέβαια και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι ευγενείς, που, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας τους, αποτελούσαν εξαίρεση στον κανόνα.

O Ο Μαρίνος Γρίμπιας στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του υποσχέθηκε ως προίκα 80.000 υ. και δήλωσε  ότι το ποσό αυτό θα καλυπτόταν με την εκτίμηση τριών και μόνο γυναικείων ενδυμασιών από μετάξι και με μετρητά[113].  

O Η χήρα Νικολόζα Κόρνερ υποσχέθηκε στην κόρη της προίκα 90.000 υ. από τα οποία οι 40.000 υ. θα ήταν σε μετρητά. Οι δόσεις που ορίστηκαν για τα μετρητά κάλυπταν πέντε χρόνια[114].

Μερικές φορές πεθερός και γαμπρός συμφωνούσαν να δίδονται τα μετρη-τά σε απεριόριστες δόσεις, αλλά να καταβάλλεται σχετικά υψηλός τόκος στα εκάστοτε υπολειπόμενα χρήματα. Αυτό ήταν πιο βολικό και στις δυο πλευ-ρές, γιατί ο πάροχος διευκολυνόταν στην ανεύρεσή τους και ο δέκτης εισέ-πραττε τον τόκο.

O Ο Φραγκίσκος Σαγκουινάτσος υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 50.000 υ. από τα οποία θα ήταν σε μετρητά οι 24.000 υ. Η καταβολή των μετρητών θα γινόταν με δόσεις, αλλά θα καταβαλλόταν τόκος 6% στα εναπομένοντα κάθε φορά χρήματα[115].

Μέσα στα μετρητά λογαριάζονταν και τα ιδιωτικά πιστωτικά συμφω-νητικά, στα οποία φαινόταν κάποιο χρέος.

O Η Μαρούσα Λιτινοπούλα υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της 8.000 υ. σε ρούχα και 7.000 υ. σε μετρητά. Στο γαμπρό έδωσε αντί για μετρητά δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, στα οποία φαινόταν ότι της χρωστούσε ο Μιχέλ Κόρσο 5.000 υ.[116]

Γενικά, τα μετρητά για τους περισσότερους δεν αποτελούσαν τον κορμό της προίκας αλλά το μέσο συμπλήρωσης του υπεσχημένου ύψους της.

O Ο Μάρκος Φαλέντος για την κόρη του Εργίνα και ο Τζουάννε Σαγκου-ινάτσος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 10.000 υ. Αυτά θα δίδονταν με ένα σπίτι και όσα βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Τα υπόλοιπα με χρυσάφι,  ασήμι, ρούχα και μετρητά[117].

ε. Έπιπλα/οικοσκευή: Οι περισσότερες εκτιμήσεις γίνονται από χρυσο-χόους και ράφτες. Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε και μαραγκούς για τα έπιπλα. Στους φτωχούς τα έπιπλα, όπως και τα χρυσαφικά, ήταν λιγοστά.

O Στην προίκα, που παρέδωσε η Μαρούσα Σεβαστοπούλα στο γαμπρό της, περιλαμβάνονταν ένα κρεβάτι, μια κασέλα και μια ρόδα πιεστηρίου. Τα εκτίμησε  ο μαραγκός Φραγκίσκος Πόκαρης[118].

O Στην προίκα, που παραδόθηκε από τον Ντανιέλ Λόγκο στο μάστρο Μιχελή και εκτίμησε ο ράφτης Αντώνης Βλαστός, υπήρχαν 3 κασέλες, 2 πάγκοι και τέσσερα σκαμνιά. Αυτά μαζί με δύο βαρέλια και ένα δοχείο λαδιού εκτιμήθηκαν σε 290 υ.[119]

Οι επιπλώσεις των σπιτιών φαίνονται καλύτερα στις καταγραφές της οικοσκευής. Αυτές γίνονταν, όταν πέθαινε ο νοικοκύρης, προκειμένου να διανεμηθεί η περιουσία του στους κληρονόμους του και κυρίως για να πάρει η χήρα σύζυγος την όποια προίκα της (βλ. Παράρτημα,  έγγραφο 13). Τα πιο συνηθισμένα έπιπλα ήταν οι κασέλες, τα μπαούλα, οι ντουλάπες, οι καρέ-κλες, τα κρεβάτια, τα τριπόδια κρεβατιού, με τις σανίδες και τον ουρανό τους, και τα γραφεία. Στις περισσότερες περιπτώσεις καθοριζόταν και το είδος του ξύλου από το οποίο είχε γίνει το έπιπλο ή η ύλη κατασκευής των άλλων αντικειμένων. Ενίοτε και το μέγεθός τους. Την οικοσκευή συμπλή-ρωναν κηροπήγια, δοχεία λαδιού, πίνακες και εικόνες, μαχαίρια, πιρούνια κουτάλια κ.ά.

O Στην καταγραφή της οικοσκευής του Ιάκωβου Βαρούχα βρέθηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής: κασέλα από κυπαρίσσι, μεγάλη ντουλάπα, 9 καρέκλες από καρυδιά, 9 πίνακες, 3 καρέκλες από κυπαρίσσι και μία από κουκου-ναριά, ένα γραφείο και ένα κρεβάτι από κυπαρίσσι[120].

O Στην καταγραφή της οικοσκευής του Τζώρτζη Καλλέργη μεταξύ άλλων βρέθηκαν: πέντε κασέλες από κουκουναριά, η μία με διακόσμηση, μια εικόνα της Παναγίας, ένα τραπέζι φαγητού, ποτήρια, κηροπήγιο ορειχάλ-κινο, 7 πιάτα συνηθισμένα και 5 από την Κωνσταντινούπολη[121].

 

στ. Κληροδοτήματα: Σε μερικές περιπτώσεις στην προίκα της νύφης λογαριάζονταν και περιουσίες που οι γονείς της υπόσχονταν ότι θα της άφηναν μετά το θάνατό τους. Πολλές φορές οι χρονικά απροσδιόριστες υπο-σχέσεις αυτές ήταν ίσης ή μεγαλύτερης αξίας με τις άμεσες παροχές. Επίσης, υπολογίζονταν και τα κληροδοτήματα που πιθανότατα είχαν αφήσει στη νύφη κάποιοι συγγενείς ή γνωστοί, ακόμα και αν δεν είχαν εισπραχθεί.

O Η Ελιά Επισκοποπούλα υποσχέθηκε στην κόρη της 12.000 υ. με κληρο-δότημα που θα έπαιρνε μετά το θάνατό της. Το σύνολο της προίκας ήταν 22.000[122].

O Ο ευγενής Σαγκουινάτσος έδωσε προίκα στη βαφτισιμιά του, από κληρο-δότημα της συζύγου του, 2.000 υ. Τα 1.700 υ. ήταν σε εκτίμηση ρούχων και ήταν 19 κομμάτια. Δυο πετσέτες φαγητού εκτιμήθηκαν σε 14 υ. και ένα βέλο σε 6 υ.[123]

Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο ευγενής προσπαθούσε με ευτελή αντι-κείμενα, όπως οι πετσέτες, να συμπληρώσει το ποσό του κληροδοτήματος.

 

ζ. Η προσαύξηση του 25%: Σε όλα τα κινητά είδη της προίκας και μερι-κές φορές και στα ακίνητα οι εκτιμητές έδιναν στην τελική τιμή τους αύξηση 25%. Τις περισσότερες φορές δεν το έγραφαν, αλλά απλώς το υπαινίσσο-νταν, σημειώνοντας ότι η εκτίμηση θα γινόταν, κατά τις συνήθειες της «πατρίδας». Επειδή στο βυζαντινό δίκαιο, που ίσχυε στο νησί, πριν από την κατάληψή του από τους Βενετούς, δεν συναντάται τέτοιου είδους διάταξη, υποθέτουμε ότι αποτελούσε αρχή του άγραφου τοπικού δικαίου ή το πιθανό-τερο δάνειο από το βενετικό δίκαιο. Στη δεύτερη περίπτωση, ο όρος «πατρί-δα» υποδήλωνε τη Βενετία. Η συνήθεια/διάταξη αυτή επικράτησε γρήγορα, γιατί άρεσε σε πλούσιους και φτωχούς. Οι πλούσιοι με τη συγκεκριμένη προσαύξηση παρουσίαζαν ακόμα υψηλότερες τις προίκες που πρόσφεραν και αύξαναν τις εντυπώσεις. Οι φτωχοί πάλι μπορούσαν τα λίγα που έδιναν να τα παρουσιάζουν κάπως περισσότερα και έτσι να αποφεύγουν τα πικρό-χολα σχόλια. Οι μόνοι θιγόμενοι ίσως ήταν οι γαμπροί, γιατί φαινόταν ότι έπαιρναν περισσότερα από όσα στην πραγματικότητα έπαιρναν. Αλλά και αυτοί κατά κάποιο τρόπο ικανοποιούσαν την αυταρέσκειά τους, δίνοντας την εντύπωση στους άλλους ότι ο γάμος τους ήταν επιτυχημένος, αφού συνοδευ-όταν με υψηλή ή έστω ανεκτή προίκα.

O Οι αδερφοί Σαγκουινάτσοι στην εκτίμηση των προικιών της αδερφής τους σημείωσαν ότι αυτά αυξάνονταν κατά 25%. Και δεν ήταν λίγα τα προικιά: 24 είδη ρούχων εκτιμήθηκαν σε 10.665 και 9 είδη χρυσών/αση-μικών σε 3.638[124].

 Στα ακίνητα απέφευγαν, κατά κανόνα, να προσάπτουν τη συγκεκριμένη αύξηση, με το σκεπτικό ίσως ότι, αν παρουσιαζόταν η ανάγκη να επιστραφεί η προίκα και τα «υπερεκτιμημένα» ακίνητα είχαν πουληθεί, ο γαμπρός θα όφειλε να επιστρέψει άλλα  ίσης αξίας ή το αντίτιμό τους. Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις.

O Ο Τζουάννε Γριμπιάς είχε υποσχεθεί στον Λουκά Μπαρότση ως προίκα εκτός των άλλων και 160.000 υ. από τα κτήματα που είχε στο χωριό Γεράνι. Οι εκτιμητές πήγαν στο χωριό και ξεχώρισαν κτήματα αξίας 128.000 υ. Σε αυτά έβαλαν την προικώα προσαύξηση, οπότε καλύφθηκε το υπεσχημένο ποσό των 160.000 υ.[125]

Το μόνο είδος της προίκας που, σε καμιά περίπτωση, δεν είχε την προσαύξηση του 25% ήταν τα μετρητά. Οι νοτάριοι ήταν πολύ προσεκτικοί στο σημείο αυτό.

O Οι εκτίμηση που έδωσε σε ρουχισμό και χρυσαφικά ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας στον γαμπρό του έφερε περίσσευμα 432 υ. από αυτά που του είχε υποσχεθεί. Το περίσσευμα αυτό χωρίς την προσαύξηση του 25% (δηλαδή 432-108= 324) συμψηφίστηκε στα μετρητά[126].

η. Τρόποι εκτίμησης: Στα περισσότερα συμβόλαια εκτίμησης και παρα-λαβής της προίκας σημειωνόταν ότι η εκτίμηση που θα έκαναν οι από κοινού ή όχι εκλεγμένοι εκτιμητές, θα ήταν αμετάκλητη, δηλαδή θα γινόταν αναγκαστικά δεκτή και από τις δύο πλευρές «κατά τη βενετική συνήθεια» (more veneto). Αυτό σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ντόπιοι είχαν υιοθετήσει σχετική αρχή του βενετικού δικαίου. Και αυτό, γιατί σχε-τική διάταξη, από όσα γνωρίζω, δεν υπάρχει στη βυζαντινή νομολογία.

Γενικά, η εκτίμηση της προίκας είχε επηρεαστεί από τα δυτικά έθιμα, στα σημεία που αναφέραμε, δηλαδή στη «χαριστική εικονική επαύξηση» 25% και στο αμετάκλητο της απόφασης των εκτιμητών «more veneto».

Οι εκτιμήσεις γινόταν με τρεις τρόπους. Ο ένας ήταν ο παραπάνω. Ο δεύτερος ήταν ο «κατά συνείδηση», που κατά κάποιο τρόπο μπορεί να συνέπιπτε και με τον πρώτο. Σύμφωνα με αυτόν, τα δύο μέρη εξέλεγαν έναν ή δύο από κοινού αποδεκτούς εκτιμητές και τους ζητούσαν να εκτιμήσουν το κινητό ή το ακίνητο με βάση τη συνείδησή τους και το φόβο του θεού. Τέλος, υπήρχε και ο πιο απλός αλλά και πιο ουσιαστικός τρόπος, σύμφωνα με τον οποίο εξέλεγε η κάθε πλευρά από έναν εκτιμητή και σε περίπτωση που δεν συμφωνούσαν στις εκτιμήσεις τους, καλούσαν έναν τρίτο από κοινού δεκτό και δέχονταν ως οριστική τιμή αυτή που πλησίαζε περισσότερο στην εκτίμηση του τρίτου ή έβγαζαν το μέσο όρο όλων των εκτιμήσεων.

O Ο Πέρος Δρόσος όφειλε να παραδώσει την εκτίμηση ρούχων, χρυσαφιού, ασημιού και μαργαριταριών στον Αποστόλη Μαρούδη π. Μανόλη, γαμπρό του, για λογαριασμό της προίκας που υποσχέθηκε στα συμβόλαια του γάμου. Για το λόγο αυτό εξέλεξαν από κοινού τον πρωτοκουβερτά Σταμάτη Κοσκίνη, το ράφτη Λουκά Μουδάτσο και τον πρωτοχρυσοχόο Νικολό Λενταρίτη, για να κάνουν την παραπάνω εκτίμηση κατά συνεί-δηση και αυτό που θα αποφασίσουν να είναι και να ισχύει, κατά τη βενετική συνήθεια, αμετάκλητα, υποσχόμενοι κ.λπ.[127]

Εδώ συμπίπτει το more veneto  και το κατά συνείδηση.

 

Δ. Ειδικές περιπτώσεις προικοδότησης.

Οι πάροχοι της προίκας συχνά στο συμβόλαιο γάμου άφηναν κάποια ποσά ή κάποιες υποσχέσεις μετέωρες ή διφορούμενες. Το έκαναν ίσως ηθελημένα, προκειμένου να μην τηρήσουν επακριβώς τη συμφωνία. 

O Ο διδάκτορας Λίμας στο συμβόλαιο γάμου της ψυχοκόρης της γυναίκας του, υποσχόταν στον γαμπρό 1.000 υ. σε μετρητά, εκτίμηση ρούχων και ένα κρεβάτι. Και άλλα 1.000 υ. με ένα σπίτι, που αναλάμβανε να του χτίσει. Μέχρι να το χτίσει θα του έβρισκε ένα άλλο για να μένει με τη γυναίκα του[128].

Στο παραπάνω συμβόλαιο δεν αναφέρονται ούτε δώρα του γαμπρού, ούτε το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο θα παραδιδόταν το νέο σπίτι. Όλα ήταν διφορούμενα για ευνόητους λόγους.

Άλλες φορές η παράδοση και η εκτίμηση της προίκας γινόταν χωρίς να έχει προηγηθεί συμβόλαιο γάμου. Όριζαν δηλαδή οι γονείς της νύφης έναν εκτιμητή, παρουσίαζαν τα προικιά της και τα παραλάμβανε ο γαμπρός.

O Ο Γιάννης Σουργκιάν πρόσφερε όσα είχε για προίκα της κόρης του Τζουάννας. Τα προικιά εκτιμήθηκαν από ιερέα στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων σε 8.240 υ. Δεν υπήρχαν μετρητά και ακίνητα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν τα νόμιμα, δηλαδή 824 υ.[129]

Δεν φαίνεται να είχε προηγηθεί προικοσύμφωνο. Τόσα είχε ο πεθερός, τόσα έδωσε. Τα παρέλαβε ο γαμπρός και τέλειωσαν. Πρόκειται για το πιο απλό και πρακτικό γαμικό σύμφωνο.

 

Οι πλούσιοι ευγενείς και οι φεουδάρχες συχνά φρόντιζαν να παίρνουν υπό την προστασία τους και να παντρεύουν υπηρέτριες, ψυχοκόρες, παρα-δουλεύτρες ή και ερωμένες. Έβρισκαν κάποιον φτωχό μεροκαματιάρη, του έδιναν μια σχετικώς καλή προίκα και το όποιο πρόβλημά τους με την υπό προστασία γυναίκα λυνόταν ειρηνικά. 

O Ο φεουδάρχης Ντανιέλ Λόγκος θέλησε να παντρέψει τη Λουκρίτσια Ρονκάη με ένα βαρελά της πόλης. Του υποσχέθηκε προίκα 4.000 υ.[130] Τελικά του έδωσε κατά διαστήματα 865 υ. σε εκτίμηση χρυσαφικών[131], 3.001 υ. σε εκτίμηση ρουχισμού, 290 υ. σε έπιπλα και 880 υ. σε μετρη-τά[132].

Με άλλα λόγια, πολύ περισσότερα από όσα του είχε αρχικά υποσχεθεί. Δεν αναφέρεται αν ήταν παραδουλεύτρα, συγγενής ή ερωμένη του. Οι φεου-δάρχες συνήθιζαν να διασκεδάζουν στην προσωπική ζωή τους ασύστολα και ταυτόχρονα να παίζουν το παιγνίδι της κάλυψής τους με πολλούς τρόπους, ποντάροντας σε πολλά ταμπλό. Ένα ήταν και αυτό.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: ΠΡΟΙΚΩΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ.

 

Α. Διαιτητικοί δικαστές.

Πολλές φορές η πατρική ή η μητρική κληρονομιά δημιουργούσε έριδες ανάμεσα σε κληρονόμους και συγγενείς. Όταν επικρατούσε η λογική, όριζαν από κοινού ως διαιτητικό δικαστή κάποιον που έχαιρε του σεβασμού όλων τους και αυτός τις περισσότερες φορές έβρισκε τρόπο να γεφυρώσει το μεταξύ τους χάσμα Σε περίπτωση αποτυχίας του εγχειρήματος, αναγκαστικά κατέφευγαν στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα όχι μόνο να εντείνουν το εχθρικό κλίμα ανάμεσά τους, αλλά και να υποβάλλονται όλοι τους σε μεγά-λα έξοδα. Όταν οριζόταν διαιτητικός δικαστής, συνήθως και τα δύο μέρη υπόσχονταν ότι θα έκαναν αποδεκτή την όποια απόφασή του, σύμφωνα με το βενετικό έθιμο (more veneto).

O Ο Τζουάννε Αχέλης και ο Τζώρτζης Σκορδίλης (θείος και ανιψιός) είχαν κληρονομικές διαφορές σχετικές με κάποιο υπόλοιπο από τη μητρική προίκα. Κατέφυγαν, με κοινή απόφαση, στον Ιωάννη Αντρέα Τρωίλο[133], γνωστό δικηγόρο της πόλης του Ρεθύμνου, και του ζήτησαν να γίνει διαιτητής στη διαφορά τους. Και οι δύο υποσχέθηκαν ότι θα θεωρούσαν την όποια απόφασή του τελεσίδικη. Αυτός μελέτησε τα δικαιολογητικά που του κατέθεσαν, σκέφτηκε τα πάντα και την επομένη κιόλας ημέρα αποφάσισε ότι έπρεπε ο Αχέλης να πάρει από τον Σκορδίλη 207 υ.[134]

Β. Οικογενειακοί διακανονισμοί.

Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς υποχρέωναν τα παιδιά τους να διατη-ρούν εξ αδιαιρέτου κάποιες περιουσίες, για διάφορους λόγους και κυρίως για να μην αναφύονται διενέξεις μεταξύ τους. Όταν, για παράδειγμα, είχαν μεγάλες εκτάσεις με βοσκότοπους, τις διατηρούσαν κοινές για να μπορούν και οι δύο πλευρές να βόσκουν ελεύθερα τα ζώα τους. Το ίδιο συνέβαινε με τις πηγές νερού για άρδευση, και μερικές φορές με τις δεκατίες[135], όταν, φυσικά, δεν αφορούσαν μεγάλο αριθμό ατόμων.

O Ο Τζώρτζης Καλλέργης στο συμβόλαιο γάμου του γιου του Φραγκίσκου, του υποσχέθηκε κάποιες από τις περιουσίες, που είχε σε συγκεκριμένο χωριό, εκτός από τις δεκατίες και τα βοσκοτόπια, που θα τα είχε εξ αδιαιρέτου με τον αδερφό του, όπως συνέβαινε και μέχρι τότε[136].

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι οικογενειακές αυτές περιουσίες που έμε-ναν εξ αδιαιρέτου γίνονταν αιτία ενδοοικογενειακών διενέξεων.

O Ο Τζουάννε και ο Φραγκίσκος Κιότζα, από την μια πλευρά, και η νύφη τους Ανέζα, ως επίτροπος των παιδιών του μακαρίτη αδερφού τους Πιέρου, από την άλλη, και τα αδέρφια Κιότζα, παιδιά του μακαρίτη Τζουάννε, από μια τρίτη, αποφάσισαν με συμβόλαιο διακανονισμού να μοιράσουν τις δεκατίες, που εισέπρατταν εξ αδιαιρέτου, με τον εξής τρόπο. Θα εισέπραττε η κάθε πλευρά το σύνολό τους από μια χρονιά. Τη σειρά την αποφάσισαν με κλήρωση[137]. 

 

Γ. Εγγυητές καταβολής προίκας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι γαμπροί απαιτούσαν συγκεκριμένες εγγυή-σεις για την παραχώρηση, κυρίως των ακινήτων και των μετρητών, της προίκας, επειδή  συχνά τα πεθερικά απέφευγαν να τηρήσουν τα υπεσχημένα ή τα ακίνητα που τους παραχωρούσαν δεν ήταν ξεκαθαρισμένα.  

O Ο Μανόλης Τρουλινός εγγυήθηκε στο γαμπρό του Μάρκο Σκορδίλη, με την τωρινή και μελλοντική περιουσία του, την ιδιοκτησία των ακινήτων της προίκας, σε περίπτωση που κάποιος τον ενοχλούσε[138].

 

Αν η νύφη ήταν ορφανή από πατέρα, μπορούσε να εγγυηθούν την κατά-βολή του συνόλου της προίκας κάποιο ή κάποια συγγενικά πρόσωπα.

O Η Μαρούσα Φραμπενετοπούλα, χήρα για την κόρη της Γιακουμίνας, και ο Γεωργιλάς Σαλούστρος για τον εαυτό του, κατέληξαν σε σύμφωνο γάμου. Ως προίκα και δώρα ορίστηκαν 8.500 υ. Αυτά θα δίδονταν με ένα χωράφι μισού μουζουριού, που είχε από τον πατέρα της έξω από το σπίτι της, με ορμεζίνα αξίας 50 ταλίρων, και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων, χρυσαφιού, ασημιού και μαργαριταριών. Η παράδοση της προίκας θα γινόταν κατά το χρόνο της τελετής του γάμου. Τα δώρα του γαμπρού  θα  ήταν 850 υ. Παρούσες ήταν και οι αδελφές της νύφης, Ιζαμπέτα και Κλάρα, που ανέλαβαν την υποχρέωση να συμπληρώσουν  από  τα μερίδιά τους, αν χρειαζόταν, την παραπάνω προίκα[139].

Εδώ δεν αναφέρεται ότι η προίκα θα δινόταν οκτώ μέρες πριν από την τελετή του γάμου, αλλά την ίδια μέρα. Την τακτική αυτή, που ήταν σύμφωνη με το βυζαντινό δίκαιο, θα δούμε ότι ακολουθούσαν στα χωριά. 

O Ο Τζανής Σεμιτέκολος για την κόρη του Μαρκεζίνα και ο Μάρκος Κονταρίνης για δικό του συμφώνησαν γάμο, με την παρουσία βικάριου. Ως προίκα ορίστηκε το ποσό των 50.000 υ. και ένα σπίτι. Η μάνα της νύφης θα έδινε 8 μέρες πριν από το γάμο 15.000 υ. σε χρυσό, ασήμι, μαργαριτάρια και ρούχα. Τα υπόλοιπα θα δίδονταν με ακίνητα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 6.000 υ. Τα αδέρφια της νύφης, αφού την αποκλή-ρωσαν, εγγυήθηκαν την καταβολή της προίκας με την περιουσία τους[140].

Συχνά, σε πλούσιες, κατά κανόνα, οικογένειες, η εξαγγελία της προίκας ήταν, περισσότερο ευκαιρία επίδειξης πλούτου και δύναμης. Μόλις όμως περνούσαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί, ακολουθούσαν οι προβληματισμοί για τη δυνατότητα τήρησης των υπεσχημένων. Η προίκα παραδιδόταν οκτώ μέρες πριν από το γάμο. Μετά το γάμο, αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις μέσα στα προικοσύμφωνα, οι υποσχέσεις πολλές φορές παρέ-μεναν για καιρό απλές υποσχέσεις.

O Ο Τζουάννε Σαγκουινάτσος συμφώνησε με τον ευγενή Αντρέα Καλλέργη να του δώσει την κόρη του Ιζαμπέτα με προίκα και αδερφομοίρια 37.000 υ. Οι 20.000 υ. θα δίδονταν με 100 χρυσά ισπανικά ρεάλια και με χωράφια. Οι 17.000 υ. με χρυσό, ασήμι, μαργαριτάρια και ρούχα. Οι 3.000 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[141]. Η εκτίμηση και παράδοση της των χρυσαφικών και των ρούχων έγινε μετά περίπου οκτώ μήνες. Εκτιμή-θηκαν συνολικά 9.000 υ.[142]

Οι υπολειπόμενες μέχρι τις 17.000 υ. είναι άγνωστο αν ποτέ δόθηκαν στο γαμπρό. Πάντως μέχρι το 1646 που τελειώνει το πρωτόκολλό του ο νοτάριος δεν είχαν δοθεί.

Οι εγγυήσεις κρίνονταν όλως απαραίτητες και σε περίπτωση που η συμφωνία γάμου γινόταν σε περίοδο που έλειπε ο πατέρας της νύφης, Και αυτό γιατί ο πατέρας  πάγια λογιζόταν ως κύριος υπεύθυνος και πρώτος πληρωτής της προίκας.

O Ο Δημήτρης Φούκης έλειπε σε ταξίδι. Η γυναίκα του Ιζαμπέτα πήρε την πρωτοβουλία να παντρέψει την κόρη τους Κατερίνα. Έτσι, συμφώνησε με τον γαμπρό Λέο Καλογερέα να του δώσει προίκα 3.000 υ. Από αυτά τα 600 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού, σε μετρητά, και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση ρούχων και ενός μικρού σπιτιού. Αν η Ιζαμπέτα δεν φαινόταν συνεπής στην καταβολή της προίκας, θα την πλήρωνε ο μάστρο Αγγε-λούτσος Τρωίλος, στο σπίτι του οποίου συνάχτηκε και το συμβόλαιο γάμου. Την ίδια μέρα πήγε ο νοτάριος με τους μάρτυρες στο σπίτι της νύ-φης, της διάβασε τη συμφωνία, τη δέχτηκε και υπέγραψαν οι μάρτυρες[143].

Κανονικά τα δώρα του γαμπρού έπρεπε να είναι 300, δηλαδή το 10%. Φαίνεται ότι ο γαμπρός πίεσε την πεθερά του και τα διπλασίασε. Ο Αγγελού-τσος μάλλον θα ήταν συγγενής της οικογένειας.

Σε περιπτώσεις που η νύφη ήταν ορφανή από πατέρα, η πλευρά του γαμπρού συνήθως ζητούσε πρόσθετες εγγυήσεις.

O Χήρα υποσχέθηκε ως προίκα στην κόρη της 6.000 υ. Επειδή, πιθανότατα, ο πατέρας του γαμπρού έκρινε ότι η χήρα δεν ήταν σε θέση να δώσει τόσα χρήματα, ζήτησε κάποιον εγγυητή. Την υποχρέωση αυτή ανέλαβε  ο μάστρο Γιώργης Σεκούρας. Αν η χήρα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα υπεσχημένα, αυτός ήταν υποχρεωμένος να εξοφλήσει τον γαμπρό[144].

Σε μερικές περιπτώσεις ο εγγυητής οριζόταν για συγκεκριμένα ποσά και όχι για το σύνολο της προίκας.

O Η χήρα Μαρούσα Λιτινοπούλα για την κόρη της Έλενα και ο παπά Μιχέλ Αρκολέος για τον μικρό του αδερφό συμφώνησαν γάμο με προίκα 15.000 υ. Από αυτές οι 8.000 θα καταβάλλονταν σε ρούχα και οι 7.000 υ. σε μετρητά. Από τα μετρητά τις 5.000 υ. θα εισέπραττε από αυτά που της χρωστούσαν, τα 1.000 υ. θα του δίδονταν οκτώ μέρες πριν το γάμο και τα υπόλοιπα 1.000 μετά 1½ χρόνο. Για τις 2.000 υ. αυτές των μετρητών μπήκε εγγυήτρια η Μαρούσα Νταπιασέντσα[145].

Δ. Το τυπικό του συμβολαίου εκτίμησης και παράδοσης προίκας.

Αφού καθορίζονταν λεπτομερώς ο χρόνος και ο τόπος εκτίμησης και παράδοσης, σημειώνονταν οι εκλεγμένοι και από τις δύο πλευρές εκτιμητές με την ειδικότητά τους (κουβερτάς, ράφτης, χρυσοχόος). Ακολουθούσαν οι λίστες ρούχων, οικοσκευής και χρυσαφικών. Ο πεθερός παρουσίαζε τα αντικείμενα, οι εκτιμητές όριζαν την αξία τους και ο νοτάριος την κατέγραφε πλάι στο καθένα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι δύο πλευρές ζητούσαν από τους εκτιμητές να κρίνουν κατά συνείδηση. Αφού κατέληγαν στο συνο-λικό ποσό της εκτίμησης και οι εκτιμητές με όρκο διαβεβαίωναν ότι έκριναν κατά συνείδηση, οι δύο πλευρές δήλωναν ότι έμεναν ικανοποιημένες και ο γαμπρός παραλάμβανε την προίκα και εξασφάλιζε για το ποσό που εκτιμή-θηκε τον πεθερό ή τον όποιον αντιπρόσωπο της νύφης. Τα παραπάνω διαβε-βαίωναν και επισημοποιούσαν με την υπογραφή τους οι παρακαλετοί μάρτυρες (βλ. Παράρτημα, έγγραφα 5,7,10,11,12).

 

Ε. Ανήλικοι μελλόνυμφοι.

Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, όταν η γυναίκα έκλεινε τα 25 χρόνια της, μπορούσε να πάρει όποιον ήθελε, χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να την αποκληρώσει για το λόγο αυτό[146]. Μέχρι όμως την ηλικία αυτήν όφειλε να υπακούει στις εντολές του πατέρα της. Να σημειωθεί εδώ ότι απαραίτητη ηλικία για τη σύναψη γάμου ήταν για τον άντρα το 14ο έτος της ηλικίας του και για την κοπέλα το 12ο. Τη βυζα-ντινή αυτή διάταξη παραβίαζαν μερικοί γονείς, κυρίως ευγενείς, ακολουθώ-ντας ίσως το βενετικό ή το ντόπιο άγραφο δίκαιο. Έτσι, έπειθαν τα ανήλικα παιδιά τους να δεχθούν πρόωρα συμβόλαιο γάμου, προκειμένου να εξασφα-λίσουν μελλοντικά μια καλή προίκα ή ένα καλό γαμπρό. Με τον τρόπο αυτό πίστευαν ότι τα απέτρεπαν από τις «κακές παρέες» που μπορούσαν να τα οδηγήσουν σε σχέσεις εκτός γάμου, σε τρυφηλή ζωή και νόθα παιδιά, και παράλληλα εξασφάλιζαν και τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Τα ανή-λικα δεν είχαν και πολλά περιθώρια να αρνηθούν, εξαιτίας της απειρίας τους.

O Η Μαρίνα Σαγκουϊνάστου, χήρα του φιλόσοφου Ιερώνυμου Κιότζα, έπεισε τον ανήλικο γιο της Πιέρο να υποσχεθεί με συμβόλαιο γάμου ότι, όταν ενηλικιωνόταν, θα έπαιρνε σύζυγό του την Ανιέζα, κόρη του διδά-κτορα Τζώρτζη Ντακιότζα. Η προίκα της θα έφτανε τις 60.000 υ. Από αυτά οι 45.000 θα ήταν εκτίμηση χρυσαφικών και οι 15.000 σε μετρητά (10 ετήσιες δόσεις των 1.500). Στο ίδιο συμβόλαιο η χήρα έδεσε τον γιο της, προσθέτοντας τον όρο ότι θα την άφηνε να διαχειρίζεται την περιου-σία που του άφησαν ο πατέρας του και ο παππούς του. Εξάλλου αυτήν είχαν ορίσει με τις διαθήκες τους ως επίτροπο. Αν ο Πιέρος αποφάσιζε να την αμφισβητήσει, τότε θα έχανε όλη την περιουσία του. Η ίδια υποσχέ-θηκε ότι ο γιος της θα ενέκρινε τους όρους του συμβολαίου γάμου μόλις έκλεινε τα 16 του χρόνια. Αν δεν τους ενέκρινε, ήταν υποχρεωμένη η Μαρίνα να καταβάλει στη νύφη 2.000 βενετικά δουκάτα από τη δική της περιουσία, χωρίς καμιά αντίρρηση. Τα ίδια χρήματα θα πλήρωνε και ο Τζώρτζης, αν η κόρη του δεν δεχόταν κατά την ενηλικίωσή της  την παραπάνω συμφωνία[147].

ΣΤ. Παρουσία εκπροσώπου εκκλησίας.

Σε λίγες περιπτώσεις παραβρισκόταν στα συμβόλαια γάμου και εκπρό-σωπος της εκκλησίας, προκειμένου να τους προσδώσει ιερότητα και κύρος. Αυτό συνέβαινε κυρίως στους καθολικούς, έστω και εξελληνισμένους.

O Ο πατέρας Πιέρος Σανούδος παραβρέθηκε στο συμβόλαιο γάμου ανη-λίκων, ως εκπρόσωπος του καθολικού επισκόπου της πόλης, και πρό-σθεσε τις ευλογίες της εκκλησίας[148]. 

Το γεγονός ότι οι μελλόνυμφοι ήταν ανήλικοι ή ότι γονείς τους ήταν ευγενείς, προφανώς συνέτεινε στη σχετική πρωτοβουλία.

O Ο ίδιος πατέρας Σανούδος παραβρισκόταν και στο συμβόλαιο γάμου της Μαρίνας Μαρουδοπούλας με τον Ζαχαρία Τζάνε[149].

O Η χήρα Ανιέζα Πολάνη για την κόρη της Μαρκεζίνα και ο Μάρκος Κονταρίνης για δικό του συμφώνησαν γάμο με προίκα 50.000 υ., παρου-σία του βικάριου (δυτικού ιερέα) Παλμεζάν[150].

O Στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της χήρας Νικολόζας Κόρνερ και του Τζανέτου Κιότζα, που έγινε στο μοναστήρι των Ερημιτανών μοναχών, παραβρισκόταν και ο βικάριος και εφημέριος Μαρίνος Τετάλντης[151].

O Στο συμβόλαιο γάμου της Μαριέτας Σαγκουινάστου, που συντάχτηκε στο σπίτι της, παραβρέθηκε και ο αρχιδιάκονος δον Ιερώνυμος Διαμάντε[152]. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συμβαλλόμενοι αν και ήταν καθολικοί και βενετικής καταγωγής, ζήτησαν από τον νοτάριο, αφού διάβασε το συμβόλαιο στα ιταλικά, να το διαβάσει και στα ελληνικά. Ενδεικτικό του εξελληνισμού τους.

Σε κάποιες περιπτώσεις η παρουσία του κληρικού ίσως επηρέαζε θετικά και την αποδοχή, από μέρους τουλάχιστον της νύφης, των όρων του συμβο-λαίου.

O Στο συμβόλαιο γάμου της Όρσας Καλλέργη, που συντάχτηκε στο μονα-στήρι της Παναγίας των Ερημιτανών μοναχών, παραβρέθηκε και ο Ιωάννης Βαφτιστής Ντιμπρέσα, βικάριος και εφημέριος του ναού. Ο ίδιος εφημέριος  συνόδευσε τον νοτάριο, όταν επισκέφτηκε τη νύφη στο σπίτι της, προκειμένου να της διαβάσει το συμβόλαιο και να το υπογράψει. Η νύφη υποσχέθηκε μπροστά του ότι θα τηρούσε τους όρους του συμβο-λαίου[153] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 6).

Το γεγονός ότι σε κανένα από τα πρωτόκολλα των νοταρίων της πόλης δεν συναντάμε παρουσία ορθόδοξου ιερέα στις διαδικασίες σύνταξης του συμβολαίου γάμου, δεν υποδηλώνει ότι η ορθόδοξη εκκλησία απέρριπτε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, αλλά ότι απλώς δεν τις θεωρούσε απαραί-τητες. Ίσως να ήταν και συμπτωματικό στα συγκεκριμένα πρωτόκολλα. Πιθανότατα, δηλαδή, σε κάποια άλλα από τα μη διασωθέντα να υπήρχαν ανάλογες περιπτώσεις, όπως υπήρχαν και στα χωριά (βλ. σχετική ενότητα στο Β΄ κεφάλαιο).

 

Ζ. Εξασφαλίσεις.

Τα συμβόλαια γάμου, όπως και τα άλλα συμβόλαια, φυλάσσονταν σε ειδικούς φακέλους και καταχωρούνταν στο πρωτόκολλο των νοταρίων. Οι συμβαλλόμενοι μπορούσαν να ζητήσουν σχετικά αντίγραφα για εξασφάλισή τους. Αν η προίκα που είχαν υποσχεθεί οι γονείς της νύφης, με το συμβόλαιο γάμου, καταβαλλόταν αμέσως, ζητούσαν από τον γαμπρό εξασφάλιση. Η εξασφάλιση αυτή δινόταν με το συμβόλαιο παράδοσης και παραλαβής της προίκας. Αν δεν καταβαλλόταν ολόκληρη, γινόταν νέο συμβόλαιο εξασφά-λισης, μετά την πλήρη εξόφλησή της. Όσοι από τους παρόχους δεν φρόντι-ζαν όχι μόνο να εξασφαλίζονται με συμβόλαιο, αλλά και να παίρνουν αντί-γραφό του, κινδύνευαν να βρεθούν σε δύσκολη θέση, σε περίπτωση κατά-στροφής του αρχείου του νοταρίου τους ή σε περίπτωση κακοπιστίας κάποιων μελών της οικογένειας του γαμπρού αλλά και της νύφης.

O Ο Κωνσταντίνος Αρκολέος είχε εισπράξει προίκα από την πεθερά του 3.000 υ. με ένα σπίτι και εκτιμήσεις διάφορων αντικειμένων. Το συμβό-λαιο γάμου και εξασφάλισης είχε συντάξει ο νοτάριος παπά Αντώνιος Δαφεράρας. Το αρχείο του συγκεκριμένου νοταρίου κάηκε σε πυρκαγιά και η πεθερά βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί δεν είχε το σχετικό αντί-γραφο συμβολαίου. Λίγα χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος «για ελαφρώσει τη συνείδησή του και για να μην υποφέρει η ψυχή του», με νέο συμβόλαιο ομολογούσε ότι είχε πλήρως εξοφληθεί[154].

Δεν ξέρουμε αν η παραχώρηση του νέου συμβολαίου ήταν πράγματι αποτέλεσμα μόνο τύψεων ή και καταβολής νέων παροχών.

O Η χήρα Ανέζα Κατερίν είχε υποσχεθεί κάποια προίκα στην κόρη της Βικτορία  στο συμβόλαιο γάμου. Ο γαμπρός Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος, με συμβόλαιο εξασφάλισης, βεβαιώνει ότι πήρε τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί και ότι εξασφαλίζει για όλα τη σύζυγό του Βικτορία[155]. Πρέπει να είχαν περάσει πολλά χρόνια, γιατί τρεις μέρες μετά έκανε και τη διαθήκη του, με την οποία άφηνε την περιουσία του στη γυναίκα του[156].

Ήθελε ίσως πριν πεθάνει να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που είχε και ήταν και αυτή μία (βλ. και ενότητα 6, Α: σχέσεις συζύγων).

 

Η. Ανακοίνωση συμβολαίου στην νύφη.

Οι μάρτυρες που υπέγραφαν το συμβόλαιο γάμου, κατά κανόνα, πήγαι-ναν, στη συνέχεια, μαζί με τον νοτάριο στο σπίτι της νύφης και της διάβαζαν το περιεχόμενό του. Αν αυτή συμφωνούσε, τέλειωνε εδώ η διαδικασία και οι μάρτυρες το επιβεβαίωναν. Συνήθως μαζί με τη νύφη άκουγαν τη συμφωνία και η μητέρα ή τα αδέρφια της, αφού η παραχώρηση της προίκας αφορούσε άμεσα ή έμμεσα όλους τους. Το γεγονός ότι οι νοτάριοι των πόλεων ήταν από το νόμο υποχρεωμένοι να γράφουν τις δικαιοπραξίες τους στα ιταλικά, δυσκόλευε την κατανόηση του περιεχομένου τους, αφού στο σύνολό τους σχεδόν οι κάτοικοι της πόλης γνώριζαν μόνο τα ελληνικά. Ο νοτάριος για να διευκολύνει την κατάσταση διάβαζε πρώτα το συμβόλαιο όπως το έγραψε και μετά το μετέφραζε και στα ελληνικά. Πολλές φορές σημείωνε την ενέρ-γειά του αυτή στο ίδιο το συμβόλαιο, άλλες φορές το παρέλειπε ως ευκόλως εννοούμενο.

·      «…Την ίδια μέρα και ώρα πήγα στο σπίτι που κατοικεί ο ενδοξότατος Καλλέργης και βρήκα την παραπάνω Όρσα τη νύφη, στην οποία διάβασα τα παραπάνω, μπροστά στους μάρτυρες. Τα δέχτηκε όλα, τα επαίνεσε και υποσχέθηκε να τα τηρήσει, παρουσία του εφημέριού της…» (βλ. Παράρ-τημα, έγγραφο 6).

·      «…Την ίδια μέρα και ώρα πήγα εγώ ο νοτάριος στο σπίτι που κατοικεί ο παραπάνω Τζουάννε, όπου βρήκα την Ανέζα, τη νύφη, και της διάβασα στα ελληνικά το παραπάνω συμβόλαιο γάμου. Αυτή, αφού το δέχτηκε, το παίνεσε και έμεινε ικανοποιημένη από όλα τα σημεία του, όπως έχουν,  παρακάλεσε για μάρτυρες…»[157].

·      «…Την ίδια μέρα και ώρα στο ίδιο σπίτι διάβασα τα παραπάνω στα ελληνικά στην Ιζαμπέτα, τη νύφη, μπροστά στους μάρτυρες Βόλο και Αρκολέο. Αυτή αφού τα δέχτηκε και τα επαίνεσε, παρακάλεσε για μάρτυρες τους ίδιους»[158].

·      «…Εγώ ο νοτάριος πήγα μαζί με τους μάρτυρες στο σπίτι του ευγενούς κρητικού Αλβέρτου Βαρούχα, όπου του διάβασα στα ελληνικά το συμβόλαιο γάμου, που έγινε...»[159].

Θ. Συμμετοχή νύφης στην πατρική περιουσία ή αποκλήρωση.

Οι γονείς της νύφης, αφού της παραχωρούσαν την μικρή ή μεγάλη προίκα, με το συμβόλαιο γάμου, την αποκλήρωναν, με το ίδιο συμβόλαιο, της στερούσαν δηλαδή το δικαίωμα συμμετοχής στην εναπομένουσα μητρι-κή ή πατρική περιουσία. Το ίδιο συνέβαινε και σε περίπτωση που οι γονείς είχαν πεθάνει και την ευθύνη του γάμου είχαν αναλάβει τα αδέρφια ή η μητέρα της νύφης.

O Η χήρα Μαρούσα Σεβαστοπούλα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της υποσχέθηκε στο γαμπρό 7.000 υ. με διάφορα ακίνητα κ.ά. Η νύφη υπο-χρεώθηκε μετά από αυτά να παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση στην πατρική ή μητρική περιουσία, υπέρ της μάνας και των αδερφών της[160].

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 60.000 υ. Στο ποσό συμμετείχε  και η ευγενής σύζυγός του Νικολόζα με 12.000 υ. από την προίκα της. Μετά από αυτά η κόρη αποκληρώθηκε. Δεν είχε δηλαδή κανένα δικαίωμα στην πατρική και μητρική περιου-σία[161].

Η αποκλήρωση της νύφης από την πατρική και μητρική περιουσία ίσχυε μόνο σε περίπτωση που υπήρχαν νόμιμοι κληρονόμοι από την πλευρά των αδερφών της. Αν εξέλειπαν οι κληρονόμοι, είχε το δικαίωμα, κάτω από ορι-σμένες συνθήκες, να διεκδικήσει  όσα νομικά της ανήκαν. Ήταν, ένα είδος, αποκλήρωση με προϋποθέσεις.

O Η Όρσα πήρε προίκα 20.000 υ. και αποκληρώθηκε. Έτσι η πατρική και μητρική περιουσία έμεινε στα δύο αδέρφια της. Στο συμβόλαιο γάμου προστέθηκε ο όρος ότι, σε περίπτωση που τα αδέρφια της πέθαιναν  χωρίς νόμιμους κληρονόμους, έπαυε να ισχύει η αποκλήρωση[162].

 

Σε ελάχιστες περιπτώσεις στο συμβόλαιο της αποκλήρωσης εκτός από την πατρική και μητρική περιουσία περιλάμβαναν και κάθε μελλοντικό κληροδότημα.

O Τα αδέρφια Κυριάκη στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους Έλενας σημείωσαν ότι αυτή αποκληρωνόταν από την πατρική και μητρική περιουσία αλλά και από τυχόντα κληροδοτήματα[163].

 

Σε ελάχιστες, επίσης, περιπτώσεις οι γονείς, εκτός από την προίκα υπό-σχονταν στην κόρη τους και συμμετοχή στην πατρική ή μητρική περιουσία, μετά το θάνατό τους.

O Ο Γεώργιος Βλαστός, αφού κανόνισε τα σχετικά με την προίκα της κόρης του, όρισε ότι μετά το θάνατό του θα έπαιρνε και αυτή το 1/3 της περιου-σίας που θα άφηνε[164].

Ι. Προίκες με δόσεις και δανεικά.

Όταν η οικογένεια της νύφης αδυνατούσε να καταβάλει αμέσως στον γαμπρό ολόκληρη την προίκα που του υποσχέθηκε, ζητούσε, με το συμβό-λαιο γάμου, κάποιες διευκολύνσεις. Το γεγονός ότι οι γονείς υπόσχονταν περισσότερα από όσα μπορούσαν υποδηλώνει ότι πολλοί από τους γαμπρούς ήταν πολύ απαιτητικοί ή ότι κάποιοι από τους γονείς πολύ αισιόδοξοι. Υποδηλώνει επίσης τη σφοδρή επιθυμία των γονιών της νύφης να την «αποκαταστήσουν», πριν οι ίδιοι φύγουν από τη ζωή, για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους.

O Οι αδερφοί Ντακιότζα υποσχέθηκαν ως προίκα στην αδερφή τους Ρεγ-γίνα 30.000 υ. Η προίκα θα καταβαλλόταν με 4.000 υ. μετρητά, 5.000 υ. εκτίμηση χρυσαφικών και ρούχων και κάποια ακίνητα. Σε περίπτωση που τα προσφερόμενα δεν θα κάλυπταν τις 30.000 υ., ζητούσαν από τον γαμπρό να εξοφλήσουν το υπόλοιπο με ετήσιες δόσεις των 500 υ.[165]

O Ο Τζουάννε Νταπιασέντσα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του  Κατε-ρίνας υποσχέθηκε στον γαμπρό Αλβέρτο ως προίκα και δώρα 30.000 υ. Αυτά θα του δίδονταν με κτήματα, με εκτίμηση χρυσαφικών και 9.000 υ. σε μετρητά, μέσα σε ένα χρόνο. Τα υπόλοιπα θα του τα πλήρωνε με δόσεις των 1.000 υ. τα δύο πρώτα χρόνια και των 500 υ. τα επόμενα μέχρι την πλήρη εξόφλησή τους[166].

Σε μικρότερες προίκες οι δόσεις ήταν μικρότερες.

O Η χήρα Βεργού Πουλακοπούλα ζήτησε να πληρώνει 200 υ. τη χρονιά μέχρι να εξοφλήσει το υπόλοιπο της προίκας που υποσχέθηκε στο συμβό-λαιο γάμου της κόρης της[167].

O Ο μάστρο Περδικάρης στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του υποσχέθηκε στον γαμπρό Γιάννη Κυνηγό από τα Χανιά 6.000 υ. με χωράφια, σπίτι, οικόπεδο και εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών. Αν όσα του έδινε δεν κάλυπταν τις 6.000, τα υπόλοιπα θα τα κατέβαλλε σε ετήσιες δόσεις των 300 υ.[168]

O Ο Ιερώνυμος Λίμας συμφώνησε με τον γαμπρό του στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του Μαρούσας να εξοφλήσει τις 3.000 υ. (από τις 16.000 υ. της προίκας), που δεν μπορούσε να καλύψει άμεσα με τα μετρητά, τα ρούχα και τα χρυσαφικά, σε 6 ετήσιες δόσεις των 500 υ.[169]

O Ο μάστρο Πέρος Δρόσος για την κόρη του και ο μάστρο Αποστόλης Μαρούδης για δικό του συμφώνησαν γάμο με προίκα και δώρα 11.000 υ. Από αυτά οι 10.000 υ. θα πληρώνονταν με ένα σπίτι και με εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών. Τα υπόλοιπα 1.000 υ. θα καταβάλλονταν με δέκα ετήσιες δόσεις των 100 υ. Η πρώτη δόση θα διδόταν ένα χρόνο μετά την τελετή του γάμου[170].

O Η χήρα Μαθιά Νομικού υποσχέθηκε στην κόρη της προίκα 6.000 υ., με  1.000 υ. μετρητά και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων. Αν τα μετρητά και η εκτίμηση δεν κάλυπταν τις 6.000 υ., όφειλε μέσα σε δύο χρόνια να τις συμπληρώσει με αντίστοιχο ασήμι[171].

Μερικές φορές τα χρονικά περιθώρια για την τελική εξόφληση της προίκας ήταν αόριστα και ασαφή. Αυτό ευνοούσε προφανώς τους γονείς της νύφης και ήταν σε βάρος του γαμπρού.

O Ο Γεώργιος Βλαστός υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου ως προίκα στην κόρη του Ελιά 8.000 υ. Θα τα κάλυπτε με ακίνητα, ρουχισμό και 2.000 υ. μετρητά σε δύο δόσεις. Τα 1.000 υ. που θα έμεναν, θα  τα έδινε πριν το θάνατό του[172].

Σε σπάνιες περιπτώσεις μανάδες, προκειμένου να παντρέψουν τις κόρες τους, υπόσχονταν κληροδοτήματα από τη δική τους προίκα. Με άλλα λόγια, θα είχαν αυτές την προίκα τους όσο ζούσαν και μετά το θάνατό τους, θα άφηναν μέρος της στη νύφη. Είναι άγνωστο το κατά πόσο συγκινούσε ή εξασφάλιζε αυτό τους γαμπρούς, αν ληφθεί υπόψη ότι οι διαθήκες, όπως και οι διαθέσεις, άλλαζαν κατά καιρούς.

O Η Ελιά Επισκοποπούλα υποσχέθηκε ότι θα άφηνε κληροδότημα στην κόρη της 12.000 υ., προκειμένου να συμπληρωθεί η προίκα των 22.000 υ. που συμφώνησε ο θείος της νύφης στο συμβόλαιο γάμου[173].

Η εξόφληση της προίκας δεν γινόταν μόνο με δόσεις μετρητών αλλά και με παροχή ειδών αξίας.

O Η Ρεγγίνα Καλλέργη έδωσε στο γαμπρό της Ιάκωβο Κονταρίνη μια φορεσιά από ορμεζίνη[174] και μια κουβέρτα από μετάξι. Τα εκτίμησαν οι ειδικοί Χορτάτσης - Βλαστός σε 700 υ. Με αυτά εξόφλησε την προίκα[175].

Πολλές φορές οι γονείς της νύφης παραχωρούσαν στον γαμπρό, μέσα στα πλαίσια της προίκας, ποσά που τους χρωστούσαν άλλοι και που δεν ήταν ίσως σε θέση να τα απαιτήσουν δυναμικά. Πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονταν ειδικές συμφωνίες.

O Ο Τζουάννε Νταπιασέντσα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του υπόσχε-ται στον γαμπρό, εκτός των άλλων, και 390 υ. σε μετρητά. Τα χρήματα αυτά του χρωστούσε ο αδερφός του Αρμάνο από κληροδότημα της μακα-ρίτισσας μητέρας τους, αλλά δεν του τα έδινε. Ο γαμπρός αναλάμβανε την υποχρέωση να καταφύγει στα δικαστήρια. Αν αυτά δεν τον δικαίωναν και δεν εισέπραττε το συγκεκριμένο ποσό, ο πεθερός του ήταν υποχρεω-μένος να του δώσει τόσα μετρητά μέσα σε δύο χρόνια[176].

ΙΑ. Προίκα με τόκο.

Υπήρχαν περιπτώσεις που ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη και περίμενε, μετά από σχετική συμφωνία, την προίκα να έρθει αργότερα. Η επίσπευση του γάμου μπορεί να οφειλόταν σε πολλούς και ποικίλους λόγους. Για το χρονι-κό διάστημα μέχρι την πλήρη εξόφληση, φρόντιζαν να υπάρχει κάποια αποζημίωση. Στα συμβόλαια ορίζονταν όλα λεπτομερώς, για διασφάλιση και των δύο πλευρών.

O Η χήρα Κυριακή Κολάρδου και τα τρία αγόρια της υποσχέθηκαν, με συμβόλαιο γάμου της κόρης/αδερφής τους, στον γαμπρό Ζαχαρία Τζάνε προίκα 16.000 υ. Σε ένα χρόνο (1599) θα του έδιναν 2.000 υ, σε άλλα δύο 6.000 υ. (1601) και σε τέσσερα (1602) άλλες 8.000 υ. Όλο αυτό το χρονι-κό διάστημα θα του παραχωρούσαν 20 μουζούρια στάρι τη χρονιά ως τόκο, κατά κάποιο τρόπο, στην καθυστερούμενη προίκα[177].

O Ο Γεώργιος Βλαστός υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου ως προίκα στην κόρη του Ελιά 8.000 υ. Κάλυψε τις 7.000 υ. με ακίνητα, ρουχισμό και μετρητά σε δύο δόσεις. Τα 1.000 υ. που έμειναν υποσχέθηκε να τα δώσει πριν το θάνατό του. Αν όμως πέθαινε πριν τα εξοφλήσει, ο γαμπρός είχε το δικαίωμα να πάρει από την περιουσία του τμήμα αξίας 2.000 υ.[178]

Με άλλα λόγια διπλασίαζε το ποσό που χρωστούσε, εξαιτίας της πιθανής καθυστέρησης αποπληρωμής του.

Σε μερικές περιπτώσεις οριζόταν στο συμβόλαιο γάμου και το ύψος του τόκου που θα πλήρωναν οι συγγενείς της νύφης μέχρι να εξοφλήσουν την υπεσχημένη προίκα. Ο συνήθης τόκος ήταν το 6%.

O Ο αδερφός της νύφης Τζουάννε Σαγκουινάτσος αναγκάστηκε να υπο-σχεθεί 12.000 υ. για να συμπληρωθεί η προίκα της αδερφής του, που ήταν 50.000 υ. (τα υπόλοιπα τα έβαζε ο πατέρας του). Θα έδινε 4.000 υ. σε χρυσαφικά, 4.000 υ. σε ρουχισμό και τα υπόλοιπα σε μετρητά με δόσεις. Συμφώνησε να πληρώνει τόκο 6% για το εκάστοτε χρέος του μέχρι την τελική εξόφληση[179].

Όταν κάποιο ακίνητο της προίκας ήταν δεσμευμένο, οι υπεύθυνοι μπο-ρούσαν αντί να πληρώνουν τόκο μέχρι την αποδέσμευσή του, να το αντι-καθιστούν με άλλο.

O Ο μάστρο Νικολό Θαλασσινός υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του προίκα 10.000 υ. Μέσα σ’ αυτά περιλαμβανόταν και ένα σπίτι, που θα εκτιμούσαν. Τα υπόλοιπα θα τα έδινε σε εκτίμηση ρούχων, χρυσαφικών κ.ά. Επειδή όμως το σπίτι ήταν νοικιασμένο για τρία χρόνια, αναλάμβανε να τους δώσει ένα άλλο, δίπλα ακριβώς, μέχρι να ελευθερω-θεί αυτό της προίκας[180].

ΙΒ. Προικώες ενισχύσεις.

Συχνά σε περίπτωση που οι γονείς της νύφης αδυνατούσαν να καλύψουν τις προικώες απαιτήσεις των γαμπρών, αναλάμβαναν στενοί συγγενείς να βοηθήσουν. Το ίδιο συνέβαινε και σε περιπτώσεις που η νύφη έμενε ορφανή. Η ευγενική πρωτοβουλία των συγγενών υποδήλωνε προφανώς, πέρα από τα αισθήματα φιλανθρωπίας, και το ότι αυτοί ήταν ίσως χωρίς κληρονόμους ή αρκετά πλούσιοι.

O Ο Αντώνιος Νταπιασέντσα παραβρέθηκε στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου της  πρώτης του εξαδέλφης Κατερίνας, μαζί με τον θείο του και πατέρα της νύφης. Εκεί δέχτηκε όχι μόνο να της παραχωρήσει το μερίδιό του σε κτήματα που κατείχαν από κοινού, αλλά και να συμπληρώσει τα μετρητά, που υποσχέθηκε ο θείος του στο γαμπρό, με 5.000 υ. δικά του[181].

O Ο ιερομόναχος Σωφρόνιος, θείος από μητέρα της νύφης Όρσας Καλο-συνά, υποσχέθηκε στον γαμπρό 20.000 υ. προίκα. Από αυτά ο ίδιος θα έδινε περισσότερα από τα μισά, με μετρητά και εκτίμηση ρούχων, χρυσα-φικών και ασημικών, ενώ τα δύο αδέρφια της νύφης θα έδιναν με διάφο-ρους τρόπους τα υπόλοιπα[182].

O Η χήρα Λουκιέτα Παλμεζάν μέσα στις 26.000 υ. που υποσχέθηκε ως προίκα στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της  περιλάμβανε και ένα έσοδο 100 υ. το χρόνο που έπαιρνε από το Δημόσιο Ταμείο ένας θείος της, που δεν ήταν παρών. Σε περίπτωση που αυτός δεν δεχόταν την παραχώρηση, αναλάμβανε να καλύψει τα χρήματα αυτά μια εξαδέλφη της με ανάλογο ενοίκιο[183].

Σε μερικές περιπτώσεις την προίκα συμπλήρωναν ή επαύξαναν οι ίδιες οι νύφες, με τις οικονομίες που είχαν συγκεντρώσει ή τα έσοδά τους από διά-φορες πηγές.

O Ο Νικολό Μουδάτσος για τη νόθα κόρη του Ρεγγίνα και ο Τζώρτζης Καλλέργης για τον γιο του Τζουάννε συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορί-στηκε σε 25.000 υ. Από αυτές οι 10.000 υ. είχαν δοθεί ήδη σε μετρητά για ανάκτηση υποθηκευμένων κτημάτων του Τζώρτζη. Οι υπόλοιπες θα καλύπτονταν με εκτίμηση ρούχων (10.000 υ.) και χρυσαφικών (5.000 υ.). Η ίδια η Ρεγγίνα υποσχέθηκε να δώσει στο γαμπρό ακόμα 5.000 υ. Έτσι η προίκα ανέβηκε στις 30.000[184].

 

ΙΓ. Προίκα… γαμπρού.

Πολλές φορές στο συμβόλαιο γάμου αναφέρεται και η περιουσία που θα παραχωρούσε στον γαμπρό η οικογένειά του. Οι λόγοι που οδηγούσαν στη συγκεκριμένη παραχώρηση, που δεν ήταν υποχρεωτική, μπορούσε να ήταν πολλοί. Ίσως το απαιτούσε η πλευρά της νύφης, για κατοχύρωση της προίκας και μεγαλύτερη εξασφάλιση, ίσως το έκανε ο πατέρας ή η μητέρα του γαμπρού για να τον πείσουν να παντρευτεί και, τέλος ίσως το επέβαλαν λόγοι καθαρά βιοποριστικοί. Στην περίπτωση αυτή δεν γινόταν εκτίμηση των υπεσχημένων, αλλά αναφέρονταν γενικά τα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρούνταν άμεσα ή δινόταν υπόσχεση ότι θα παραχωρούνταν.

O Ο Φραγκίσκος Γρίττης παραχώρησε στον γιο του Νικολό, με την ευκαιρία του γάμου του (είχε πάρει προίκα 50.000 υ.), μεγάλες περιου-σίες και σημαντικά έσοδα[185].

O Ο Τζουάννε Καλλέργης, με το συμβόλαιο γάμου του, εκτός από τις 25.000 υ. της προίκας, πήρε και από τον πατέρα του Τζώρτζη πολλές περιουσίες και σημαντικά έσοδα[186].

O Η χήρα Σαγκουινατσοπούλα στο συμβόλαιο γάμου του γιου της από τον πρώτο της άντρα έκανε λόγο και για την περιουσία που ο γαμπρός είχε ή περίμενε. Φυσικά αυτή προερχόταν από τον πατέρα του γαμπρού και ούτως ή άλλως την δικαιούνταν ο γιος[187].

 

Οι χήρες συχνά παραχωρούσαν στους γιους τους, με την ευκαιρία του συμβολαίου γάμου, κάποιες περιουσίες. Μερικές φορές όμως έθεταν και  όρους.

O Ο ευγενής Αντρέας Καλλέργης συμφώνησε να πάρει γυναίκα του  την Ιζαμπέτα Σαγκουινάτσου με προίκα 37.000 υ. Η χήρα μάνα του δέχτηκε να του παραχωρήσει το 1/3 της περιουσίας της, με τον όρο να πληρώσει τα μισά από τα χρέη του πατέρα του[188].

O Η Κατερού, μητέρα του Μάρκου Κονταρίνη, στο συμβόλαιο του γάμου του υποσχέθηκε σ’ αυτόν όλη την περιουσία της, με τον όρο ότι θα την έτρεφε όσο ζούσε. Στο ίδιο συμβόλαιο υποσχέθηκε και ο θείος του  Φραγκίσκος Κιότζα ένα μετόχι, με τον όρο ότι δεν θα το πουλούσε όσο εκείνος ζούσε[189].

O Ο Αντρέας Φορλάνος υποσχέθηκε στον γιο του Ιερώνυμο, με το συμ-βόλαιο γάμου του, τη μισή από την περιουσία του άμεσα και την άλλη μισή μετά το θάνατο της γυναίκας του. Στο ίδιο συμβόλαιο η μητέρα του γαμπρού υποσχέθηκε όλη την προικώα περιουσία της[190].

Γενικά στις πόλεις και ειδικότερα στην τάξη των οικονομικά ισχυρών και ευγενών οι παραχωρήσεις στους γαμπρούς από τους γονείς και τους συγγε-νείς τους τις περισσότερες φορές  είχαν στόχο να πείσουν τους νεαρούς να δεχθούν το γάμο, που δεν ήταν και τόσο προσφιλής στους κύκλους τους.

ΙΔ. Συμβόλαια γάμου που ξεχωρίζουν (μέγιστες/ελάχιστες προίκες).

Συχνά το ύψος της προίκας που υπόσχονταν στη νύφη καθιστούσε τα συμβόλαια γάμου όλως εντυπωσιακά. Υπήρχαν προίκες που ξεπερνούσαν τις 100.000 υ. και άλλες που με τη βία έφταναν μερικές εκατοντάδες υπέρπυρα. Οι πλούσιοι ξεχώριζαν με τις μεγάλες υποσχέσεις και οι φτωχοί με τα «ψί-χουλα». Οι μεγάλοι φεουδάρχες συνήθιζαν να υπόσχονται πολλά στις κόρες τους και τους γαμπρούς τους. Το κατά πόσο τα έδιναν τελικά ήταν άλλη υπόθεση. Με τις υπερβολικές σε ύψος υποσχέσεις τους, που διαδίδονταν ευρέως στον κόσμο, πίστευαν ότι ανέβαινε το κύρος τους.  Πολλές φορές οι υποσχέσεις υλοποιούνταν και τα προικιά, καθώς εκτίθεντο και εκτιμούνταν μπροστά σε κόσμο, προκαλούσαν το γενικό θαυμασμό. Εντυπωσιακές υποσχέσεις έδιναν συχνά και οι γονείς του γαμπρού, για να δείξουν με σειρά τους ότι δεν υπολείπονταν σε πλούτο από τους συμπεθέρους.

O Ο αδερφός της νύφης Ιάκωβος Σαγκουινάτσος υποσχέθηκε στον γαμπρό Τζαννάκη Μπαρότση, με την παρουσία και την έγκριση της ίδια της νύφης, 108.000 υ., από τα οποία τα δώρα του θα ήταν οι 10.000 υ. Αυτά θα δίδονταν με χρυσάφι, ασήμι, μαργαριτάρια, μεταξωτά και μετρητά. Δηλωνόταν ρητά ότι σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, που ο Θεός να μην έδινε, οι περιουσίες του γαμπρού, των κληρονόμων ή διαδόχων του θα δεσμεύονταν μόνο μέχρι το παραπάνω ποσό[191].

O Νικολό Αχέλης για την ανιψιά του Ανέζα Αβράμη υποσχέθηκε στον Γερόλαμο Δάνδολο προίκα 80.000 υ. Από αυτά 20.000 υ. θα δίνονταν σε μετρητά, 18.000 υ. σε ρούχα, 12.000 σε χρυσαφικά. Επιπλέον θα του πα-ραχωρούσε ένα σπίτι. Τέλος, ο γαμπρός θα έπαιρνε ακόμα 10.000 υ. αλλά αφού πέθαινε ο ίδιος (ο Νικολό) και η γυναίκα του[192]. Στα χρυσαφικά, που τελικά εκτιμήθηκαν σε 11.133 υ., ξεχώριζαν ένα περιδέραιο, που κοστολογήθηκε 2.812 υ. και ένα βραχιόλι, που εκτιμήθηκε σε 1.950 υ.[193]

O Η χήρα Ανέζα Τεριανού  στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της Μαριέτας, υποσχέθηκε στον γαμπρό Αντωνάκη Κιότζα όλη την περιουσία της, όπως και του άντρα της. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν κτήματα, σπίτια, οικο-σκευές και η βιβλιοθήκη του μακαρίτη άντρα της που ήταν διδάκτορας. Πέρα από αυτά, που θα τα εκτιμούσαν ειδικοί,  υποσχέθηκε 15.000 υ. σε χρυσαφικά, 15.000 υ. σε ρουχισμό και 10.000 υ. μετρητά. Το ύψος της προίκας θα ήταν το σύνολο όλων των παραπάνω. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 13.000 υ. Από τις παραπάνω ιδιοκτησίες η χήρα θα κρατούσε όσο ζούσε μόνο δύο, προκειμένου να συντηρείται. Δεν είχε όμως το δικαίωμα στη διαθήκη της να διαθέσει περισσότερα από 5.000 υ.[194] Με βάση το ύψος των δώρων του γαμπρού μπορούμε να υπολογί-σουμε ότι το σύνολο θα ξεπερνούσε τις 130.000, αφού τα δώρα ήταν συνήθως το 10% του συνόλου[195].

O Ο Φραγκίσκος Καλλέργης υποσχέθηκε στον γαμπρό του Φραγκίσκο Δάνδολο ως προίκα της κόρης του Όρσας 10.000 κρητικά δουκάτα[196], δηλαδή 85.312 υ.[197]

O Η χήρα Νικολόζα Κόρνερ υποσχέθηκε προίκα στην κόρη της 90.000 υ. Από αυτά οι 40.000 υ. θα ήταν μετρητά, οι 20.000 υ. σε ακίνητα, οι 15.000 υ. σε εκτίμηση χρυσαφικών και οι άλλες 15.000 υ. σε ρουχισμό[198].

O Ο Νικολό Σαγκουινάτσος για την κόρη του Όρσα και ο Φραγκίσκος Γρίττης για γιο του Νικολό συμφώνησαν γάμο. Η προίκα της νύφης θα ήταν 70.000 υ. Οι 50.000 υ. θα καλύπτονταν με περιουσίες στο χωριό Επισκοπή Αρίου και οι 20.000 υ. με εκτίμηση ρούχων, χρυσού. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 7.000 υ. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στον γιο του περιουσίες 12 καρατιών, με τον όρο ότι θα πλήρωνε αυτός το φεουδαρχικό φόρο στο κράτος[199]. Ο νοτάριος πήγε μετά από ένα μήνα και διάβασε στη νύφη τη συμφωνία[200]. Το επόμενο έτος έγινε η παράδοση ρούχων. Τα εκτίμησε ο Λέο Χορτάτζης και τα έβγαλε 11.956 υ.[201]

O Η Αντριάνα Κονταρίνη, παρέδωσε στον γαμπρό της Τζώρτζη Μανολέσσο τα ρούχα της προίκας που του υποσχέθηκε. Την εκτίμησή τους ανέλαβαν οι ειδικοί Χορτάτσης και Βλαστός. Τα έβγαλαν 13.900 υ. Μία ενδυμασία εκτιμήθηκε 5.250 υ. και μια άλλη 2.630 υ. Τα χρυσαφικά εκτίμησαν οι Κουνούπης και Λεονταρίτης. Έβγαλαν ότι άξιζαν 12.000 υ.[202] Τον εξό-φλησε με 7.000 υ. μετρητά[203]. Και ενώ η Αντριάνα ασχολούνταν με τις προίκες των κοριτσιών της, ήρθε ο αδερφός της, ως κληρονόμος του μακαρίτη θείου τους, και της κατέβαλε 11.000 υ., που ήταν το υπόλοιπο των 20.000 υ. της προίκας που της είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο γάμου της[204].

 

Στον αντίποδα τώρα. Πολλές φτωχές οικογένειες μόλις και μετά βίας ήταν σε θέση να καλύψουν τα απαραίτητα για τον γάμο των κοριτσιών τους.

O Μια φτωχή χήρα, η  Σοφία Τριποδοπούλα, υποσχέθηκε προίκα στην κόρη της 1.000 υ. Θα τα έδινε με εκτίμηση ρούχων και οικοσκευής μετά από περίπου έξι μήνες. Αν δεν τα κάλυπτε όλα, ζητούσε περιθώριο έξι χρόνων για πλήρη εξόφληση[205].

 

Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσαν, όπως έχουμε αναφέρει, οι υπηρέτριες, που χρησιμοποιούσαν οι ευγενείς, οι φεουδάρχες και οι πλούσιοι αστοί στην πόλη. Τα αφεντικά τους φρόντιζαν μερικές φορές να τις παντρεύουν, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά ή μερικώς την προικοδότησή τους. Εννοείται ότι η παροχή αυτή ήταν ανάλογη με τα χρόνια που είχαν υπηρετήσει κοντά τους και τις συμπάθειες που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους.

O Ο διδάκτορας Τζουάννε Λίμας πρόσφερε στον μάστρο Μαθιό Σιλιγάρδο, νόθο γιο του δασκάλου Μιχελίν, την ψυχοκόρη της γυναίκας του ως νύφη μαζί με 2.000 υ. ως προίκα[206].

O Η Ελένη Νουφροπούλα υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της Σοφίας μια κασέλα ρούχα που  είχε. Θα τα εκτιμούσαν και η συνολική τους αξία θα ήταν η προίκα της. Υποσχέθηκε και η Όρσα Πάντιμου 100 υ. με τον όρο να μη διεκδικήσει τίποτα ούτε από αυτήν ούτε από τον άντρα της για όσα χρόνια τους είχε υπηρετήσει. Για δώρα του γαμπρού δεν γινόταν λόγος. Στο ίδιο το συμβόλαιο του γάμου περάστηκε και η εκτίμηση των ρούχων. Την έκανε ο μάστρο Διακονόπουλος. Ήταν 15 είδη και τα εκτίμησε 1.700 υ. Αυτά μαζί με τα 100 υ. αποτέλεσαν την προίκα της Σοφίας[207].

ΙΕ. Πανωπροίκια.

Πανωπροίκια ονόμαζαν την επιπλέον της προίκας περιουσία που απο-κτούσαν οι γυναίκες από διάφορες πηγές. Η κυριότερη πηγή ήταν η περιου-σία των γονιών ή των συγγενών τους, πριν ή μετά το θάνατό τους. Όταν, με το συμβόλαιο γάμου, δεν είχαν αποκληρωθεί εντελώς, οι ευκαιρίες για πανωπροίκια ήταν πολλές, ενώ όταν είχαν αποκληρωθεί, ήταν ελάχιστες.  Όταν, κατά την εκτίμηση, η αξία της προίκας έβγαινε μεγαλύτερη από την υπεσχημένη, το περίσσευμα έμενε ως πανωπροίκι της νύφης.

O Η Νικολόζα Ζαραφτοπούλα πήρε, μετά το θάνατο του πατέρα της αρκετά πανωπροίκια. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι, όταν η ίδια έμεινε χήρα και αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, στο συμβόλαιο του γάμου της όρισε ότι 6.000 υ. από τα πανωπροίκια της θα πάνε, με κάποιες προϋπο-θέσεις, στην ανήλικη κόρη της[208].

O  Όταν πέθανε ο Γιώργης Βαρούχας, η χήρα του Ελιά Επισκοποπούλα απαίτησε από τον κληρονόμο και αδερφό του Αλβέρτο Βαρούχα την προίκα και τα πανωπροίκια της. Επειδή διαφώνησαν για τα πανωπροίκια, η Ελιά κατέφυγε στα δικαστήρια. Ο Αλβέρτος, βλέποντας ότι θα έχανε τη δίκη, συμφώνησε να της δώσει ολόκληρο το ποσό που ζητούσε. Το αστείο ήταν ότι εκτός των άλλων του ζητούσε -και τελικά τα πήρε- και επιπλέον 690 υ., γιατί ο ίδιος είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι του μακαρίτη αδερφού του για εννιά μήνες[209].

Με άλλα λόγια η απαιτητική χήρα τον χρέωσε για τη φιλοξενία με περίπου 2,5 υ. τη μέρα. Φαίνεται ότι είχε μεγάλο θυμό, γιατί ο μακαρίτης τα είχε αφήσει όλα στον αδερφό του και σ’ αυτήν τίποτα.

 

Όταν η εκτίμηση της προίκας υπερέβαινε το ύψος που οι γονείς είχαν υποσχεθεί στον γαμπρό, συνήθως άφηναν το επιπλέον ως πανωπροίκια. Με τον τρόπο αυτό αύξαινε το συνολικό ποσό της προίκας.

O Ο Τζουάννε Αχέλης είχε υποσχεθεί με το συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του στον Μιχάλη Κονταράτο 17.000 υ. ως προίκα. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά έγινε η τελική εξόφληση της. Η συνολική εκτίμηση την έβγαλε 833 υ. παραπάνω. Ο γαμπρός εξασφάλισε τον Αχέλη για τις 17.833 υ., μια και το περίσσευμα ενσωματώθηκε στην προίκα[210].

O Ο Ντανιέλ Λόγκος είχε υποσχεθεί στο μάστρο Μιχελή 4.000 υ. για προίκα της κόρης του. Τα προικιά που του παρέδωσε όμως, μαζί με τα μετρητά, έφτασαν τις 5.036 υ. Το επιπλέον ποσό συμφώνησαν να περι-ληφθεί στην προίκα[211].

O Ο Αντρέας Κονταράτος είχε υποσχεθεί στην κόρη του προίκα 20.000 υ. και τελικά αυτά που της παρέδωσε εκτιμήθηκαν σε 23.183 υ. Τα επιπλέον συμφώνησαν να προσμετρηθούν στο σύνολο της προίκας[212].

 

Υπήρχε και η περίπτωση το επιπλέον της υπεσχημένης προίκας αντί να θεωρηθεί πανωπροίκι της νύφης να παραλειφθεί, προς όφελος του γαμπρού. 

O Ο Νικολό Κιότζα παρέδωσε στο γαμπρό του Φραγκίσκο Σαγκουινάτσο τα ρούχα και τα χρυσαφικά που του είχε υποσχεθεί. Οι εκτιμητές τα εκτίμησαν σε 7.123 υ. Συμφώνησαν και οι δύο πλευρές να αφαιρεθούν τα 123 υ. και ο γαμπρός να εξασφαλίσει τον πεθερό μόνο για 7.000 υ.[213]

ΙΣT. Προίκα με προκαταβολή.

     Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς της νύφης, προκειμένου να εξασφα-λίσουν, να «σιγουρέψουν» τον γαμπρό για την κόρη τους, δεν δίσταζαν, πριν από το γάμο, να παραχωρούν σ’ αυτόν κάποια μικρά, κατά κανόνα, χρημα-τικά ποσά ή και γεωργικά προϊόντα. Όταν οι παροχές αυτές συμψηφίζονταν αργότερα με την  προίκα δεν είχαν σχέση με τα λεγόμενα προγαμιαία δώρα, που, όπως έχουμε αναφέρει, μπορούσαν, σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, να γίνουν και από τις δύο πλευρές[214].

O Η Ανιέζα, χήρα του Τζουάννε Νταβερόνα είχε προκαταβολικά παραχω-ρήσει στον μέλλοντα γαμπρό της Τζώρτζη Καλλέργη 230 υ. σε μετρητά, 40 μ. στάρι με 6 υ. το μουζούρι, 5 μ. κριθάρι με 4 υ. και 4,5 μίστατα λάδι με 10 υ. το ένα. Αυτά καταγράφτηκαν και συμψηφίστηκαν στο συμβό-λαιο εκτίμησης της προίκας μαζί με τον ρουχισμό. Το σύνολό τους έφτασε το ποσό της υπόσχεσης, που ήταν 4.000 υ.[215]

ΙΖ. Τα δώρα του γαμπρού.

Συνήθως από το σύνολο της προίκας λογίζονταν ως δώρα του γαμπρού το 10%. Σε πολλές όμως περιπτώσεις το ποσοστό αυτό αυξομειωνόταν. Φαίνε-ται ότι οι «καλοί» γαμπροί απαιτούσαν περισσότερα. Η αρχή αυτή φαίνεται να ήταν καθαρά δυτικό δάνειο. Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, μπορούσε να υπάρξει από μέρους της οικογένειας της νύφης προς τον γαμπρό κάποια δωρεά πριν από το γάμο, κατά την περίοδο δηλαδή της μνηστείας, η οποία, σε περίπτωση διάλυσης του αρραβώνα, επιστρεφόταν και μάλιστα επαυξη-μένη. Τα δώρα του γαμπρού που δίδονταν ταυτόχρονα με τον γάμο ήταν διαφορετικά και εξυπηρετούσαν προφανώς κάποιες σκοπιμότητες. Ήταν ένα κίνητρο για να αποφασίσει κάποιος διστακτικός να αναλάβει την «οδύσσεια» του παντρεμένου. Τα χρήματα ή τα αντικείμενα των δώρων ήταν αποκλει-στικά δική του περιουσία, ακόμα και σε περίπτωση διάλυσης του γάμου. Ταυτόχρονα η παραχώρηση από μέρους της νύφης ενός σημαντικού ποσο-στού της προίκας της απέτρεπε, μέχρι ενός σημείου, σκέψεις διάλυσης του γάμου. Με άλλα λόγια, τα δώρα «έδεναν» κάπως περισσότερο την οικο-γένεια, γιατί δημιουργούσαν και οικονομικής φύσης  αλληλοσυνδέσεις.

O Ο διοικητής Φραγκίσκος Λομβάρδος  στο σύμφωνο γάμου της κόρης του όριζε τα δώρα του γαμπρού σε 8.000 υ., αν και η προίκα ήταν 52.000 υ.[216]

Κανονικά τα δώρα έπρεπε να ήταν 5.200 Ίσως το γεγονός ότι ο γαμπρός Ντανιέλ Φορλάνος ήταν διδάκτορας γιατρός, συνέτεινε σ’ αυτό.

 

O Ο Αντρέας Φορλάνος, πήρε προίκα 30.000 υ., και τα δώρα του ορίστηκαν στις 7.000 υ.[217]

Πέτυχε δηλαδή δώρα υπερδιπλάσια του κανονικού.

O Ο Τζώρτζης Σαλούστρος από τις 4.000 υ. που υποσχέθηκε ως προίκα στην κόρη του, όριζε τα δώρα του γαμπρού να είναι 800 υ.[218]

O Ο Γιώργης Σγουρός υποσχέθηκε στον γαμπρό του Μιχάλη Καλλεργάκη ως προίκα 10.000 υ. Από αυτά τα δώρα του θα ήταν οι 2.000[219].

Με άλλα λόγια ο γαμπρός πέτυχε διπλάσια δώρα από τα συνήθη.

O Το ίδιο συνέβηκε και με τον Μαθιό Καλλέργη από την Κύπρο, που παντρεύτηκε στην πόλη του Ρεθύμνου την Αντωνία Κοντογιανοπούλα. Η προίκα που του υποσχέθηκε η χήρα πεθερά του ήταν 2.500 υ., ενώ τα δώρα του έφταναν τα 500[220].

Συνέβαινε και το αντίθετο, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Οι γονείς δηλαδή της νύφης όριζαν τα δώρα του γαμπρού μικρότερα από τα καθιερωμένα. Προφανώς αυτό γινόταν μετά από κοινή συμφωνία και για διάφορους, κατά περίπτωση, λόγους.

O Ο Ιερώνυμος Λίμας από την προίκα της κόρης του που ήταν 16.000 υ. όρισε στο συμβόλαιο γάμου να είναι δώρα του γαμπρού τα 1.500 υ.[221]

O Ο Τζουάνε Αχέλης υποσχέθηκε προίκα στην ανιψιά του 18.000 υ. Από αυτά τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 1.500 υ.[222]

O Τα αδέρφια Κυριάκη στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους υποσχέ-θηκαν προίκα 45.000 υ. από τις οποίες οι 4.000 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Σημειώθηκε στο συμβόλαιο ότι σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, ο γαμπρός δεν θα επέστρεφε τις 4.000 υ.[223]

Η μη επιστροφή μπορεί να ήταν αυτονόητη, ως εθιμική, αλλά όταν κάτι ήταν γραπτό, οπωσδήποτε προσέδιδε μεγαλύτερη σιγουριά. 

Φαίνεται ότι η αναφορά στο συμβόλαιο γάμου των δώρων του γαμπρού ήταν υποχρεωτική και πιθανότατα το αντίθετο να αποτελούσε στοιχείο ακυρότητας.

O Ο νοτάριος Τρωίλος παρέλειψε σε συμβόλαιο γάμου να γράψει πόσα από τις 16.000 υ. της προίκας ήταν τα δώρα του γαμπρού. Την επόμενη κιόλας, με νέο συμβόλαιο, αφού επισημαινόταν η παράλειψη, σημειω-νόταν ότι τα δώρα θα ήταν 1.000 υ.[224]

Ίσως ηθελημένα η πλευρά της νύφης δεν όρισε από την αρχή τα δώρα. Αναγκάστηκε όμως να το κάνει, πιεζόμενη ίσως από την πλευρά του γαμπρού, το νόμο ή το εθιμικό δίκαιο. Πάντως, και έτσι έδωσε όσα λιγότερα μπορούσε.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις, όταν οι προίκες ήταν ασήμαντες, δε γινόταν λόγος για δώρα του γαμπρού.  Οι νόμοι και τα δίκαια έκλειναν ίσως τα μάτια στην απόλυτη φτώχεια.

O Η μάνα της φτωχιάς υπηρέτριας Σοφίας  έδωσε στο γαμπρό κάποια ρούχα και τα αφεντικά της 100 υ. Για δώρα του γαμπρού δεν ανέφεραν τίποτα[225]. 

ΙH. Αντιπροίκια.

Σε σπάνιες περιπτώσεις γαμπροί δεν δέχονταν τα δώρα τους και έτσι το σύνολο των προικιών πήγαινε στη νύφη. Σε ακόμα πιο σπάνιες περιπτώσεις όχι μόνο δεν τα δέχονταν, αλλά οι ίδιοι παραχωρούσαν μέρος από την περι-ουσία τους στη νύφη, τα λεγόμενα αντιπροίκια. Το περιουσιακό αυτό στοι-χείο η νύφη μπορούσε να το διεκδικήσει οπότε ήθελε σαν να ήταν και αυτό προίκα της.

O Ο Μιχάλης Δοξαράς με το συμβόλαιο γάμου πήρε προίκα 4.000 υ.  από τα αδέρφια Μαρούδη. Ο ίδιος όχι μόνο παραιτήθηκε από το δικαίωμα να λογίζονται τα 400 υ. (δηλαδή το 10%) ως δώρα, όπως γινόταν συνήθως, αλλά υποσχέθηκε στη νύφη από τη δική του περιουσία 3.000 υ. ως αντιπροίκια, σε περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι απρόοπτο σ’ αυτήν. Οι 3.000 υ. θα καταβάλλονταν με εκτίμηση χρυσαφικών τα μισά και με εκτί-μηση ρούχων τα άλλα μισά[226].

 

ΙΘ. Ταυτόχρονη συμφωνία γάμου και εκτίμηση προίκας.

Μερικές φορές μαζί με το συμβόλαιο γάμου γινόταν και το συμβόλαιο εκτίμησης της προίκας. Δύο ξεχωριστές διαδικασίες σε ένα συμβόλαιο. Αυτό μπορεί να συνέβαινε για διάφορους λόγους. Όπως αναφέραμε, το μεσο-διάστημα από τη σύνταξη του συμβολαίου γάμου μέχρι την τελετή του γάμου αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, την περίοδο του αρραβώνα. Η εκτί-μηση και η παράδοση της προίκας γινόταν οκτώ μέρες πριν από την τελετή. Κατά συνέπεια, όταν γινόταν ένα συμβόλαιο για γάμο και εκτίμηση προίκας, ουσιαστικά εξοβελιζόταν η περίοδος του αρραβώνα. Το γεγονός ίσως βόλευε και τις δύο πλευρές για δικούς τους λόγους. Ταυτόχρονα κέρδιζαν χρόνο και τα έξοδα ενός επιπλέον συμβολαίου. Εννοείται ότι τη συντόμευση αυτή προτιμούσαν άτομα με χαμηλές οικονομικές δυνατότητες.

O Η Έλενα Νουφροπούλα συμφώνησε με το γαμπρό να πάρει την κόρη της Σοφία με προίκα ένα μπαούλο ρούχα και 100 υ. Αμέσως υπέγραψαν το συμβόλαιο γάμου, φώναξαν το μάστρο Διακονόπουλο και έκανε την εκτί-μηση. Ήταν 15 είδη και τα εκτίμησε 1.700 υ. Στο ίδιο συμβόλαιο περά-στηκε ότι το ποσό αυτό, μαζί με τα 100 υ., θα ήταν η προίκα της νύφης[227]. 

Κ. Προίκες χωρίς εκτίμηση.

Σε μερικές περιπτώσεις στο προικοσύμφωνο δεν περνούσαν, αρχικά τουλάχιστον, το ύψος της προίκας. Αυτό συνέβαινε, όταν η νύφη ήταν ορφα-νή και μοναχοπαίδι, οπότε προίκα της ήταν όσα διέθετε από την πατρική και μητρική κληρονομιά. Συνέβαινε όμως και όταν τα κινητά και τα ακίνητα της προίκας ήταν λίγα και συγκεκριμένα. Αργότερα τα εκτιμούσαν όχι μόνο για να είναι γνωστό το ύψος της προίκας, αλλά  και το ύψος των δώρων του γαμπρού.

O Μια θεία αντιπροσώπευσε την ανιψιά της στη σύνταξη του συμβολαίου γάμου. Συμφωνήθηκε να θεωρηθούν ως προίκα της όσα κινητά είχε η ίδια, εκτός ορισμένων των οποία δηλώθηκαν γραπτώς, μαζί με τα 400 υ. που είχε πάρει ήδη ο γαμπρός. Το καθιερωμένο 10% θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Υποσχέθηκε ακόμα και κάποιες ελιές[228].

O Ο Αλέξης Λίτινος, ενεργώντας για όνομα της αδελφής του Καλής, που ήταν παρούσα, και ο Γιάννης Αμπελικόπουλος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Ο Αλέξης υποσχέθηκε στον γαμπρό ένα χωράφι, ένα ζευγάρι σεντόνια, μια ενδυμασία από πανί, ένα φουστάνι βαμβακερό, ένα ζευγάρι πουκάμισα, δυο μπόλιες απλές και μια υφασμένη με μετάξι, μια ποδιά γυναικεία και ένα αχυρόστρωμα. Όσο θα τα εκτιμούσαν θα ήταν η προίκα[229].

O Η Έλενα Καλλέργη, χήρα, για την ανιψιά της Μανταλένα και ο Μαθιός Καλλέργης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Στη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου παρευρίσκονταν η νύφη και εφημέριος. Ως προίκα ορίστη-καν όσα είχε και όσα περίμενε από την κληρονομιά του πατέρα και της μητέρας της. Το 10% θα ήταν τα δώρα. Ο γαμπρός μπορούσε να ανταλ-λάξει μερικά κτήματα, αλλά τα νέα θα περιλαμβάνονται στην προίκα[230].

O Η Αννίτσα Γληγοροπούλα για την κόρη της και ο Γιάννης Μπαρμπαρίγος για δικό του. συμφώνησαν γάμο. Την προίκα και τα δώρα θα αποτε-λούσαν 100 υ. σε μετρητά και όσο εκτιμηθούν τα ρούχα που θα της έδινε. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν τα συνήθη[231]. Όταν λέει συνήθη, εννοεί το 10% του συνόλου.

Στην ίδια κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε και τις χήρες που ξανα-παντρεύονταν. Αυτές είχαν ως προίκα, κατά κανόνα, την ίδια που είχαν και στον πρώτο τους γάμο.

O Η χήρα Ελένη Κλωστομαλλοπούλα και ο Γιακούμης Σαλούστρος συμφώ-νησαν γάμο. Η νύφη υποσχέθηκε ως προίκα αυτήν που είχε δώσει και στον πρώτο της άντρα. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στις 2.000[232]. Με βάση τα δώρα του γαμπρού, η προίκα ήταν περίπου 20.000 υ.

O Η Μαρία Κορνιαχτοπούλα για την κόρη της Φράντζα και ο Γιάννης Δαναλός για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία  του υποσχέθηκε ως προίκα μερικά ρούχα, ένα τελάρο, μισό σπίτι, μισό αμπέλι και μισό χωρά-φι. Επίσης όλα τα ακίνητα που κληρονόμησε από τον πατέρα της. Τα παραπάνω θα εκτιμούνταν και η συνολική τιμή τους θα αποτελούσε το ύψος της προίκας. Τα δώρα του γαμπρού θα είναι τα συνήθη[233].

Σε σπάνιες περιπτώσεις οι γονείς συμφωνούσαν με τον γαμπρό να του δώσουν όλη την περιουσία τους και να μένουν μαζί του. Αυτό συνέβαινε, όταν ήταν μεγάλοι σε ηλικία ή ανήμποροι για εργασία. Πιο συχνό ήταν το φαινόμενο σε χήρες. Η συμφωνία δεν διέφερε και πολύ με γηροκόμηση.

O Η Εργίνα Αμπελικοπούλα υποσχέθηκε στον γαμπρό όλα τα κινητά και ακίνητα που διέθετε. Από αυτά το 10% θα ήταν τα δώρα του. Η ίδια θα έμενε μαζί με το ζευγάρι και θα είχε δικαίωμα να διαθέσει  μόνο 100 υ.  με τη διαθήκη της για την ψυχή της[234].

Μερικές φορές στα συμβόλαια γάμου μπορεί να μην αναγραφόταν το συνολικό ύψος της προίκας αλλά περιγραφόταν στο περίπου τα κινητά ή τα ακίνητα που θα την απάρτιζαν.

O Η χήρα Αντωνία Σαγκουινάτσου αντιπροσώπευσε την κόρη της στο συμβόλαιο γάμου της και υποσχέθηκε στον γαμπρό ως προίκα τα σπίτια που έμενε η ίδια και όσα μπορούσε από ρούχα, χρυσάφι και ασήμι. Το συνολικό ποσό που θα τα εκτιμούσαν θα αποτελούσε το ύψος της προί-κας της. Για δώρα του γαμπρού ούτε καν γινόταν λόγος[235].

Είναι πολύ πιθανό να έγινε, στη συνέχεια, εκτίμηση και να ορίστηκε το ύψος της προίκας και των δώρων του γαμπρού.

ΚΑ. Προίκα για προίκα.

Σε μερικές περιπτώσεις ο σύζυγος ή τα αγόρια έπειθαν τη σύζυγο/μητέρα να παραχωρήσει στην κόρη ή τις κόρες της για προίκα ή συμπλήρωση της προίκας το σύνολο ή μέρος της δικής της προίκας. Η συγκεκριμένη πρωτο-βουλία δεν άρεσε σε πολλές γυναίκες, γιατί ήξεραν ότι χωρίς προσωπική περιουσία θα είχαν άσχημα γεράματα. Όταν, λοιπόν, υποχρεώνονταν εκ των πραγμάτων, προσπαθούσαν να εξασφαλιστούν κάπως. Έθεταν δηλαδή όρους και ζητούσαν αντισταθμίσματα.

O Η μητέρα των αδερφών Λομβάρδων δέχτηκε να δώσει την προίκα της, προκειμένου να συμπληρωθεί η προίκα της κόρης της, με τον εξής όρο: αν η ίδια αποφάσιζε να μην μείνει με τα δυο αγόρια της, αυτά ήταν υποχρεωμένα να της παραχωρούν κάθε χρόνο για τη διατροφή της μέχρι που να ζει 24 μ. στάρι, μια μπότα μούστο (από συγκεκριμένο αμπέλι) και 2 μ. λάδι. Παράλληλα, παραιτούνταν υπέρ των γιων της από κάθε διεκδί-κηση δικαιωμάτων σε πατρικές, μητρικές ή αδερφικές περιουσίες[236].

O Η Νικολόζα, σύζυγος του Τζώρτζη Κουστουγιάννη, παραβρέθηκε στη συμφωνία γάμου της κόρης της και δέχτηκε να δώσει 3.000 υ. από την προίκα της, προκειμένου να συμπληρωθεί η προίκα της κόρης της[237].

O Η Μαρία, γυναίκα του Γιώργη Σγουρού, δέχτηκε να προσφέρει από τη δική της προίκα στην προίκα της κόρης της ένα λιόφυτο με αμπέλι. Υποχρέωσε όμως τον άντρα της να περάσει στο συμβόλαιο γάμου ότι θα την αποζημίωνε, παραχωρώντας της ίσης αξίας άλλες περιουσίες, σε περίπτωση επιστροφής της προίκας της. Με αυτό τον τρόπο ο γαμπρός δεν θα ενοχλούνταν στο συγκεκριμένο ακίνητο[238].

Η Μαρία με τον τρόπο αυτό έδενε το δικό της γάμο και παράλληλα βοηθούσε στο γάμο της κόρης της.

Όταν η προίκα της μητέρας της νύφης ήταν μεγάλη, η παραχώρηση ενός μέρους της δεν πρέπει να ήταν και τόσο επώδυνη.

O Η ευγενής Νικολόζα Βαρούχα υποσχέθηκε, στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της, από την προίκα της 12.000 υ. Το σύνολο της προίκας ήταν 60.000 υ.[239]

ΚΒ. Ετεροχρονισμένες εξοφλήσεις προίκας.

Συχνά οι γονείς της νύφης δεν εξοφλούσαν στον γαμπρό την προίκα που του είχαν υποσχεθεί. Αυτό συνέβαινε για διαφόρους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν και το ότι μέσα στα χρονικά πλαίσια της εξόφλησής της πέθαινε ο πατέρας της νύφης και αδυνατούσε η χήρα του να είναι συνεπής. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις δεν έμενε ανεξόφλητη μόνο από οικονομική αδυναμία αλλά πιθανότατα και από υστεροβουλία. Για το λόγο αυτό παρατη-ρούνταν ήταν σύνηθες φαινόμενο να δημιουργείται ένα είδος αντιπαλότητας ανάμεσα στα πεθερικά και τον γαμπρό.

O Ο Μιχάλης Τζίμπλης πέθανε χωρίς να καταβάλει στον γαμπρό του Νικό-λαο Τρουλινό τα 800 υ. που του χρωστούσε από την προίκα της κόρης του. Να σημειωθεί ότι το σύνολο της ήταν 1.000 υ. Ο γαμπρός κατέφυγε στα δικαστήρια, τα οποία τον δικαίωσαν. Ο διαχειριστής της περιουσίας του Τζίμπλη κατέβαλε τελικά τα 800 υ. στον Τρουλινό. Αυτός, αφού εξοφλήθηκε πλήρως, επιβεβαίωσε, με συμβόλαιο, ότι η δικαστική από-φαση εκτελέστηκε επακριβώς[240].

O Ο Γιώργης Σπανόπουλος πέθανε και άφησε ανεξόφλητη την προίκα της κόρης του. Συγκεκριμένα όφειλε στον γαμπρό ακόμα 348 υ. σε εκτίμηση χρυσαφικών και ασημικών. Η χήρα, επειδή δεν είχε να τα δώσει σε είδος, συμφώνησε με τον γαμπρό να του δώσει 200 υ.  σε μετρητά. Ο μακαρίτης είχε υποσχεθεί ακόμα και έσοδο 70 υ. από ένα σπίτι, που εκτιμήθηκε 1.200 υ. και με την προικώα προσαύξηση λογαριάστηκε 1.500 υ. Τα έδωσε η χήρα και εξασφαλίστηκε[241].

Αν αφαιρέσει κανείς από τα 348 υ. που ήταν το υπολειπόμενο της προίκας το 25%, που έδιναν προσαύξηση οι εκτιμητές, το χρέος ήταν 263 υ. και όχι 200 υ. Ίσως τη λυπήθηκε ο γαμπρός και της έκανε έκπτωση.  Εξάλλου και το γεγονός ότι δόθηκαν σε μετρητά ίσως συνέβαλε σ’ αυτό. Στο ακίνητο εφαρμόστηκε το 25%, αν και σε άλλες περιπτώσεις η προσαύξηση αυτή δεν ίσχυε για μετρητά και ακίνητα. Κανονικά το έσοδο των 70 υ. ετησίως αντιστοιχούσε σε ακίνητο αξίας 70Χ20=1.400 υ. Εδώ το έβγαλαν 1.500.

O Δυο αδέρφια παπάδες (Μιχελίν και Γιώργης Τζαμαδούρα), παιδιά παπά, θέλοντας να παντρέψουν την αδερφή τους, υποσχέθηκαν στον παπά Νι-κολό Νταλαμπέλα, αντιπρόσωπο του γιου του διάκου Αντώνιου, 10.000 υ. ως προίκα. Από αυτά τις 2.000 υ. θα τις άφηνε η μάνα της νύφης μετά το θάνατό της[242].

O Η Αντριάνα Κονταρίνη, παρέδωσε στον γαμπρό της Τζώρτζη Μανολέσσο τα ρούχα της προίκας που του υποσχέθηκε. Τα εκτίμησαν  οι ειδικοί Χορτάτσης και Βλαστός[243]. Τον εξόφλησε με 7.000 υ. μετρητά[244]. Και ενώ η Αντριάνα ασχολιόταν με τις προίκες των κοριτσιών της, ήρθε ο αδερφός της, ως κληρονόμος του μακαρίτη θείου τους, και της κατέβαλε 11.000 υ., που ήταν το υπόλοιπο των 20.000 υ. της προίκας που της είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο γάμου της[245].

Με άλλα λόγια, πήρε το υπόλοιπο της δικής της προίκας, όταν φρόντιζε να προικίσει τις κόρες της. Πάντως, όπως φαίνεται, ήρθε στην κατάλληλη στιγμή.

Όταν οι γονείς της νύφης δεν μπορούσαν να καλύψουν την προίκα που υπόσχονταν στον γαμπρό, ζητούσαν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, να την καταβάλλουν σε δόσεις. Όταν ο γαμπρός αμφισβητούσε και τη δυνατότητά τους αυτή, αν δεν έβρισκαν κάποιον εγγυητή, αναγκάζονταν να βάζουν υποθήκη κάποιο δικό τους ακίνητο για εξασφάλισή του.

O Ο μάστρο Αντώνης Σιρίγος για να εξασφαλίσει τον γαμπρό του Κων-σταντίνο Καλλεργάκη, του παραχώρησε, πέρα από την προίκα, και ένα αμπέλι. Αυτό θα το κρατούσε, θα το καλλιεργούσε και θα το εκμεταλλευ-όταν όσο χρόνο παρέμενε ανεξόφλητη η προίκα. Όταν όμως ο πεθερός του τον εξοφλούσε πλήρως, θα του το επέστρεφε[246].

Το εισόδημα του αμπελιού αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, τον τόκο για το ανεξόφλητο τμήμα της προίκας.

Συχνά οι γαμπροί περίμεναν για πολλά χρόνια την ολοκλήρωση της προίκας που τους είχαν υποσχεθεί. Η καθυστέρηση τις περισσότερες φορές οφειλόταν στη φτώχεια που μάστιζε όλα σχεδόν τα νοικοκυριά. 

O Η Γιακουμίνα Τρουλινοπούλα είχε υποσχεθεί με το συμβόλαιο γάμου στον άντρα της ένα χωράφι έκτασης μισού μουζουριού. Τώρα, αρκετά χρόνια μετά, του το παρέδωσε. Το εκτίμησε από κοινού εκλεγμένος εκτι-μητής και το έβγαλε 750 υ., που με την προσαύξηση του 25% γίνονται 937,16 υ. Δέχτηκε ο άντρας της και το παρέλαβε[247].

Συνήθως στα προικώα ακίνητα δεν έβαζαν την προσαύξηση του 10% ή και να την έβαζαν δεν το σημείωναν.

Οι όποιες καθυστερήσεις καταβολής της προίκας στους κύκλους της αριστοκρατίας  ήταν τις περισσότερες φορές ύποπτες.

O Ο δρ. Νικολό Κιότζας παρέδωσε την υπόλοιπη προίκα στον γαμπρό του Φραγκίσκο Σαγκουινάτσο το 1639. Ο εκτιμητής Νικολό Λεονταρίτης, που εκτίμησε σε 3.200 υ. το χρυσάφι και το ασήμι που του παρουσίασαν, έλαβε υπόψη του ότι το συμβόλαιο γάμου είχε γίνει το 1620 και η συμ-φωνία το 1637. Το ίδιο έλαβαν υπόψη τους και οι δυο πρωτοραφτάδες, που εκτίμησαν  5 κομμάτια ρουχισμού σε 3.780 υ.[248]

Μερικές φορές χωρισμένες και ξαναπαντρεμένες γυναίκες έπρεπε να περιμένουν να πεθάνει ο πρώτος τους σύζυγος, για να πάρουν πίσω την προίκα τους από τους κληρονόμους του.

O Η Ιζαμπέτα Σανγκουινάτσου, σύζυγος από πρώτο γάμο του μακαρίτη Δανιήλ Πεκατόρου, απαιτούσε από την  περιουσία  και  την κληρονομιά του συζύγου της την προίκα της, τα δώρα, όπως και  τα  κληροδοτήματα που της άφησε με τη διαθήκη του Η εκτελέστρια της διαθήκης και κηδεμόνας των  παιδιών Τζουάννα Πεκατόρου, αδελφή του μακαρίτη, της παραχώρησε ένα σπίτι δικό της, προκειμένου να πάψει να ζητά πάνω από τις 9.000 υ. της προίκας. Μετά το θάνατο της Ιζαμπέτας το σπίτι θα επέστρεφε στη Τζουάννα και, αν και αυτή είχε πεθάνει, στα παιδιά της Ιζαμπέτας και ανίψια της Τζουάννας. Με όλα τα παραπάνω συμφώνησε και ο δεύτερος άντρας της Ιζαμπέτας, ευγενής Αντώνιος Πολάνης. Για την ικανοποίηση των υπολοίπων διεκδικήσεων άφηναν προθεσμία ενός έτους στη Τζουάννα[249].

 

ΚΓ. Ετεροχρονισμένες επικυρώσεις.

Ο νοτάριος συνήθιζε να πηγαίνει, την ίδια μέρα ή έστω την επόμενη από αυτήν που συνέτασσε το συμβόλαιο γάμου, στο σπίτι της νύφης και να της το διαβάζει. Αν αυτή το ενέκρινε, τότε οι προγαμιαίες διαδικασίες προχω-ρούσαν στην παράδοση της προίκας. Σε μερικές περιπτώσεις ίσως από αδιαφορία του νοταρίου, ίσως για άλλους λόγους, καθυστερούσε η απο-δοχή/έγκριση της νύφης.

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας υποσχέθηκε στον γαμπρό του, επίσης ευγενή, Μάρκο Κατερίν 60.000 υ. προίκα. Ο νοτάριος έκανε 11 μέρες για να πάει στο σπίτι της νύφης και να ζητήσει την έγκρισή της, όπως και την έγκριση της μάνας της[250].

Αν πούμε ότι αδιαφόρησε ο νοτάριος, θα ήταν αφελές, αφού οι πελάτες του ήταν ευγενείς. Μάλλον θα διαφώνησαν στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού, μετά την υπογραφή του συμβολαίου, και χρειάστηκαν οι 11 μέρες για να τα βρουν.

ΚΔ. Ετεροδημότες.

Έχουμε πολλές περιπτώσεις ξένων, από χωριά ή από άλλες πόλεις, που παντρεύονταν στην πόλη του Ρεθύμνου. Ο νοτάριος σημείωνε πάντα τον τόπο καταγωγής τους.

O Ο Γιάννης Κυνηγός ήταν από τα Χανιά, αλλά για κάποιο λόγο βρέθηκε στο Ρέθυμνο, όπου και παντρεύτηκε[251].

O Ο Μαθιός Καλλέργης από την Κύπρο παντρεύτηκε στην πόλη του Ρεθύμνου την Αντωνία Κοντογιανοπούλα. Η προίκα που του υποσχέθηκε η χήρα πεθερά του ήταν 2.500 υ., αλλά τα δώρα του έφταναν τα 500[252].

O Χανιώτης με επιστολή του ενέκρινε το γάμο της κόρης του στο Ρέθυμνο και υποσχέθηκε προίκα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να βγει, εξαιτίας των Τούρκων, από την πόλη των Χανίων. Το ρόλο του ανέλαβε ευγενής Ρεθεμνιώτης[253].

ΚΕ. Εξασφάλιση/τελική εξόφληση.

Επειδή η εξόφληση της προίκας πολλές φορές απαιτούσε πολύ χρόνο, οι γονείς της νύφης, κάθε φορά που κατέβαλαν μέρος της, ζητούσαν συμβόλαιο εξασφάλισης. Όταν την κατέβαλαν όλη, ζητούσαν το τελικό συμβόλαιο εξόφλησης, που ήταν απαραίτητο, για να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλ-λευσης των γαμπρών τους.

O Ο Μαρίνος Ασπρέας δηλώνει με συμβόλαιο ότι εξοφλήθηκε πλήρως από την πεθερά του. Πήρε δηλαδή το σύνολο των 6.000 υ., που του είχε υποσχεθεί και με τον τρόπο που του τα είχε υποσχεθεί [254]. 

O Οι αδερφοί Κιότζα είχαν παντρέψει την αδερφή τους με τον Ιερώνυμο Φορλάνο και του είχαν υποσχεθεί προίκα 30.000 υ. με κτήματα, μετρητά και εκτιμήσεις κινητών. Οκτώ χρόνια μετά ο Ιερώνυμος με συμβόλαιο, βεβαίωνε ότι είχε πάρει τα μετρητά και την εκτίμηση των κινητών και προσκόμισε δύο ιδιωτικές αποδείξεις παραλαβής. Ο νοτάριος τις κατα-χώρησε στο σχετικό συμβόλαιο εξασφάλισης. Για τα κτήματα που του είχαν υποσχεθεί δεν γινόταν λόγος[255].

Η οικογένεια Κιότζα δεν ήταν από τις καλύτερες στις οποιεσδήποτε συναλλαγές της. Το πόσα τελικά έδωσαν στον γαμπρό, μόνο ο ίδιος ξέρει.

 

Όταν ο γαμπρός, από αδιαφορία ή και πρόθεση, είχε αποφύγει να δηλώσει με συμβόλαιο ότι εξοφλήθηκε από τον πεθερό ή την πεθερά του, τούς κρατούσε όμηρους και μπορούσε σε κάθε στιγμή να απαιτήσει ξανά την προίκα ο ίδιος ή οι κληρονόμοι του. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε, σε μερικούς τουλάχιστον, συνειδησιακά προβλήματα, γιατί ήξεραν ότι ίσως κάποτε, αν όχι οι ίδιοι, κάποιοι κληρονόμοι του, να διεκδικούσαν, εντελώς  άδικα, εξοφλημένα ποσά.

O Ο μάστρο Μιχελίνος από το χωριό Καπεδιανά πήγε μαζί με τον πεθερό του στον νοτάριο Τρωίλο και του ζήτησε να συντάξει συμβόλαιο εξασφά-λισης με το οποίο διαβεβαίωνε ότι είχε εξοφληθεί πλήρως  στην προίκα και τα δώρα, που ήταν 2.000 υ. «προκειμένου να ανακουφίσει τη συνεί-δησή του και να μην υποφέρει η ψυχή του»[256].

O Ο μάστρο Άγγελος Τρωίλος «για να αλαφρώσει τη συνείδησή του και να μην υποφέρει η ψυχή του» ομολόγησε, μπροστά στον νοτάριο και τους μάρτυρες ότι είχε εξοφληθεί από τον πεθερό του. Έχει πάρει δηλαδή τις 3.000 υ. που του είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο του γάμου του, με εκτί-μηση ρούχων, χρυσαφικών και του σπιτιού που ο ίδιος κατοικεί τώρα[257].

Δεν ήταν μόνο φτωχοί επαγγελματίες που απέφευγαν την έγκαιρη εξασφάλιση των πεθερικών τους αλλά και πλούσιοι αστοί ή ευγενείς. Να σημειωθεί ότι ήταν πολύ πιθανό η ενέργειά τους αυτή να οφειλόταν στη σταδιακή και μακρόχρονη εξόφληση της υπεσχημένης προίκας.

O Ο ευγενής Δράκος Σαγκουινάτσος εξασφάλισε τον πεθερό του Φραγκί-σκο Γρίττη, δηλώνοντας ότι έχει εξοφληθεί πλήρως για την προίκα των 30.000 υ. που του είχε υποσχεθεί [258].

O Πάνω από τρία χρόνια είχαν περάσει από το συμβόλαιο γάμου και ο γαμπρός Κυριάκος Βλαστός είχε να λαμβάνει ακόμα 12.000 υ. Τώρα με συμβόλαιο παραλαμβάνει τέσσερα φουστάνια και τέσσερα γυναικεία πουκάμισα, τα οποία οι εκτιμητές κοστολόγησαν 950 υ.[259]

Τα υπόλοιπα είναι άγνωστο αν τα πήρε ποτέ.

Σε κάποιες περιπτώσεις η καθυστέρηση εξόφλησης της προίκας οδηγού-σε θιγόμενους και υπεύθυνους στα δικαστήρια, ενώ άλλες φορές κατέφευγαν σε σχετικό διακανονισμό.

O Ο ευγενής Μάρκος Καλλέργης είχε υποσχεθεί στο μάστρο Μανολίτση Σαμονά κάποια προίκα. Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον 17 χρόνια και του χρωστούσε ακόμα 60 υ. σε μετρητά και 180 υ. σε ρούχα. Για το λόγο αυτό ο Μανολίτσης κατέφυγε στο δικαστήριο και δικαιώθηκε. Ωστόσο πέθανε ο Μάρκος και ο Μανολίτσης έκανε αγωγή στη χήρα και κληρονόμο του Κρεουζέτα Φραδέλου. Τελικά έκαναν κάποιο διακανο-νισμό και η υπόθεση έκλεισε[260].

Τα χρήματα που πλήρωσε ο Μανολίτσης για να κάνει δυο αγωγές, προ-φανώς θα ήταν περισσότερα από τα 240 υ. που του χρωστούσαν. Ήταν ίσως για λόγους τιμής.

 

Οι γαμπροί απαιτούσαν την εξόφληση μέχρι τελευταίας δεκάρας, και οι φτωχοί γονείς κυριολεκτικά απογυμνώνονταν, προκειμένου να είναι συνε-πείς σε όσα υποσχέθηκαν. 

O Η Μαρία Σεβαστοπούλα είχε υποσχεθεί στο γαμπρό της προίκα 7.000 υ. Η εκτίμηση των προικιών έφτασε τις 6.919 υ. Τα υπόλοιπα 81 υ.  ανέλαβε να τα πληρώσει με μια μπότα κρασί. Αν το εκτιμούσαν λιγότερο από αυτά, θα τα κάλυπτε με άλλο τρόπο [261].

O Ο Τζουάννε Αχέλης είχε υποσχεθεί στο συμβόλαιο γάμου της ανιψιάς του στον Μιχάλη Κονταράτο 17.000 υ. ως προίκα. Το ποσό αυτό θα δινόταν με εκτίμηση ρούχων, χρυσαφικών, μετρητών και ακινήτων. Το συμβό-λαιο έγινε στις 6 Δεκεμβρίου 1613. Η παράδοση των χρυσαφικών και των ρούχων έγινε στις 15/3/1614. Το ύψος τους έφτασε 8.183 υ. Στο ίδιο συμβόλαιο ο γαμπρός δήλωνε ότι είχε πάρει και 3.000 υ. σε μετρητά[262]. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά έγινε η τελική εξόφληση της προίκας με τη λίστα των ακινήτων και των ποσών που εκτιμήθηκε το καθένα τους. Η συνολική εκτίμηση έβγαλε την προίκα κατά περίπου 833 υ. παραπάνω. Εννοείται ότι στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρονται ξανά οι εκτιμή-σεις των χρυσαφικών, των ρούχων και η καταβολή των μετρητών. Ο γαμπρός εξασφάλισε τον Αχέλη για τις 17.833 υ., μια και το περίσσευμα ενσωματώθηκε στην προίκα. Για δώρα του γαμπρού δεν γίνεται λόγος[263].

ΚΣΤ. Προίκες μόνο στο χαρτί.

Σε περιπτώσεις ανάγκης μπορούσε ο πατέρας της νύφης να ορίσει κάποιον αντιπρόσωπό του, προκειμένου να προχωρήσει το γάμο της κόρης του.  Τα σχετικά με την προίκα μπορούσε να τα υποσχεθεί με επιστολή, η οποία θα είχε τη θέση εγγύησης των συμφωνηθέντων. Εννοείται ότι σε μια τέτοια περίπτωση το ρίσκο από μέρους του γαμπρού ήταν μεγάλο.

O Χανιώτης, αποκλεισμένος στην τουρκοκρατούμενη πόλη του, έστειλε επιστολή, προκειμένου να καθορίσει την προίκα της κόρης του που βρέθηκε στην ελεύθερη ακόμα πόλη του Ρεθύμνου και αποφάσισε να παντρευτεί εκεί. Ο Κιότζας, αντικαθιστώντας με βάση την επιστολή, τον πατέρα της νύφης, υποσχέθηκε ως προίκα 3.000 υ. και το αδερφομοίρι της. Κάποιες προσφορές έκανε και η αδερφή της μητέρας της νύφης. Το σύνολο θα καθοριζόταν αργότερα. Η επιστολή στα χέρια του γαμπρού θα αποτελούσε εγγύηση[264].

ΚΖ. Νόθοι και προίκα.

Σε όλη την περίοδο της ενετοκρατίας και ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια της, επικρατούσε στους πλούσιους και αριστοκρατικούς κύκλους των κατοί-κων της Κρήτης αυξημένος εκφυλισμός ηθών. Πολλοί γόνοι των προνομι-ούχων αυτών τάξεων απέφευγαν τη δέσμευση της παραδοσιακής οικογένειας και προτιμούσαν ελεύθερες σχέσεις. Η διαγωγή τους είχε ως αποτέλεσμα να γεννιούνται αρκετά νόθα παιδιά, των οποίων η ζωή στην κοινωνία δεν ήταν και η καλύτερη. Οι περισσότεροι από τους ανύπαντρους αυτούς γονείς, αν κάποτε δημιουργούσαν νόμιμη οικογένεια, ξεχνούσαν τα νόθα τους, χωρίς να λείπουν και αυτοί που τα φρόντιζαν, παρέχοντάς τους οικονομική βοήθεια και αναγνωρίζοντάς τα ως παιδιά τους. Υπήρχαν και αυτοί που, παντρεμένοι ήδη, παράλληλα με τα νόμιμα, αποκτούσαν και νόθα παιδιά. Επειδή, όπως αναφέραμε, τα νόθα δεν ήταν αποδεκτά στις κλειστές κοινω-νίες, συχνά αποτελούσαν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Ένα είδος εκμετάλ-λευσης ήταν να τους δίνουν, μερικές φορές, νύφες παρακατιανές ή με ελάχιστη προίκα. Η «μόδα» των νόθων φαίνεται ότι είχε επεκταθεί σταδιακά  από τις οικονομικά ισχυρές τάξεις και στις λιγότερο οικονομικά ισχυρές. Οι φτωχοί από τους ανύπαντρους πατεράδες, σε αντίθεση με τους πλούσιους, αναγνώριζαν, κατά κανόνα, τα νόθα τους και τους παραχωρούσαν το επώνυμό τους.

O Ο διδάκτορας Τζουάννε Λίμας πρόσφερε στον μάστρο Μαθιό Σιλιγάρδο, νόθο γιο του δασκάλου Μιχελίν, την ψυχοκόρη της γυναίκας του ως νύφη μαζί με 2.000 υ.[265]

Εδώ ο πατέρας του νόθου ήταν δάσκαλος και αυτός που φρόντισε να τον παντρέψει με την υπηρέτριά του ήταν αριστοκράτης. Η προίκα που του προσφέρθηκε ήταν πολύ μικρή. Φανερή η σύμπτωση συμφερόντων.

O Ο Πιέρος Μανολέσσος είχε μια νόθα κόρη, τη Λουκία. Για να την παντρέψει με ένα διάκο, τον Μανολίτση Σιλιγάρδο, της υποσχέθηκε 18.000 υ. Από αυτά θα έδινε τις 6.000 υ. σε μετρητά, τις 8.000 υ. σε ρουχισμό, τις 2.000 υ. σε χρυσαφικά. Τα υπόλοιπα θα κάλυπταν δύο ακίνητα που είχε η μάνα της νύφης και θα της τα άφηνε μετά το θάνατό της. Στο σύνολο περιλαμβανόταν και ένα κληροδότημα που είχε αφήσει στη Λουκία η μάνα του Πιέρου. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 2.000 υ. Αν ποτέ επιστρεφόταν η προίκα, ο γαμπρός θα επέστρεφε τις 6.000 υ. σε μετρητά, τις 2.000 υ. σε χρυσαφικά και τα υπόλοιπα σε ρουχισμό. Όλα θα εκτιμούνταν με την προσαύξηση του 25% ως προικώα. Η μητέρα της νύφης έμενε σε μοναστήρι. Εκεί πήγε ο νοτάριος και της διάβασε τη συμφωνία. Τη δέχτηκε μπροστά στους μάρτυρες[266].

Η προίκα για ένα γαμπρό διάκο φαίνεται αρκετά ικανοποιητική. Το γεγονός πάλι ότι επίδοξος ορθόδοξος ιερέας νυμφευόταν νόθο κορίτσι, φανερώνει αναμφισβήτητα ότι η ορθόδοξη εκκλησία ήταν ελαστική και ρεαλιστική στο μεγάλο αυτό κοινωνικό φαινόμενο.

Μερικές φορές, όταν πέθαινε ο πατέρας της νόθας κόρης, τη φροντίδα της ανατροφής αλλά και της παντρειάς αναλάμβανε η χήρα του. Η φροντίδα ήταν ίσως μεγαλύτερη, όταν η χήρα δεν είχε αποκτήσει δικά της παιδιά. Εξάλλου κάποιοι από τους πλούσιους πατεράδες νόθων παιδιών άφηναν σ’ αυτά, με τη διαθήκη τους, αξιόλογες περιουσίες. Ήταν σαν να ήθελαν με υλι-κές παροχές να απαλύνουν κάπως ή να «εξαγοράσουν» το αμάρτημά τους.

O Η χήρα Αντριάνα Κονταρίνη, για τη νόθα κόρη του άντρα της Εργίνα, και ο Αντρέας Φορλάν για το γιο του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα της νύφης ορίστηκε στις 20.000 υ. Οι 15.000 υ. ήταν αυτές που της άφησε ο πατέ-ρας της με τη διαθήκη του και οι 5.000 υ. προσφορά της Αντριάνας. Θα καταβάλλονταν οι 7.000 υ. σε μετρητά, οι 3.000 υ. σε χρυσάφι και ασήμι, και οι 10.000 υ. σε ρούχα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 2.000 υ.[267]

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι νόθες κόρες είχαν και δικές τους οικονο-μίες, τις οποίες, όπως ήταν φυσικό διέθεταν για έναν καλό γάμο. Τον καλό γαμπρό επιδίωκαν και οι πατεράδες τους. Οι τελευταίοι συχνά τον αναζη-τούσαν μέσα σ’ αυτούς που βρίσκονταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Όποιος πνιγόταν στα χρέη ούτε που λογάριαζε αν η νύφη ήταν νόθα. 

O Ο ευγενής Νικολό Μουδάτσος για τη νόθα κόρη του Ρεγγίνα και ο Τζώρτζης Καλλέργης για τον γιο του Τζουάννε συμφώνησαν γάμο με προίκα 25.000 υ. Από αυτά οι 10.000 υ. θα ήταν σε μετρητά. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε και αυτός κάποιες περιουσίες στο γιο του[268]. Την προίκα εκτίμησαν δύο χρυσοχόοι και 2 ραφτάδες. Τα ρούχα βγήκαν 15.028 υ. (φορεσιά 1.171) και τα χρυσαφικά γύρω στις 4.000 υ. (χρυσές αλυσίδες 1.326)[269]. Του είχε δώσει αρχικά 6.500 υ. για ανάκτηση κτημά-των, μετά άλλες 2.000 υ. για το ίδιο λόγο. Τώρα του δίνει τα υπόλοιπα 1.500 υ. και εξασφαλίζεται[270].

Φαίνεται ότι ο Καλλέργης είχε ανάγκη άμεσα από μετρητά και ο Μου-δάτσος το εκμεταλλεύτηκε. Η προίκα πάντως της νόθας ήταν από τις ψηλό-τερες στην κατηγορία της.

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: ΔΙΑΖΥΓΙΟ/ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΙΚΑΣ.

 

Η γυναίκα μπορούσε να πάρει πίσω την προίκα της μόνο σε περίπτωση διαζυγίου, που ήταν πολύ σπάνιο τη συγκεκριμένη περίοδο, και σε περίπτω-ση θανάτου του συζύγου της. Στην πρώτη περίπτωση (διαζυγίου) την ευθύνη της επιστροφής αναλάμβανε ο σύζυγος και στη δεύτερη (θάνατος συζύγου) την ευθύνη αναλάμβανε ο επίτροπος ή κάποιος συγγενής του μακαρίτη. Και στις δύο περιπτώσεις σύζυγος και επίτροπος ήταν υποχρεωμένοι, αν είχαν πουληθεί τα ακίνητα που της είχαν δώσει με το συμβόλαιο γάμου, να της βρουν άλλα ίσης αξίας ή να της καταβάλουν την αξία τους σε μετρητά, προ-κειμένου να μην ζημιωθεί. Σχετικά με τα κινητά, τα πράγματα ήταν ευκολό-τερα, γιατί λίγο, πολύ τα διατηρούσε η ίδια φθαρμένα έστω από τον καιρό.

O Τα αδέρφια Λομβάρδοι απαίτησαν να γραφεί στο συμβόλαιο γάμου της αδερφής τους ότι, αν ο γαμπρός πουλούσε τα ακίνητα που του έδιναν ως προίκα, θα υποθηκευόταν η προσωπική του περιουσία μέχρι που να κατά-βάλει στη νύφη την αξία της προικώας περιουσίας με μετρητά ή με ισάξια ακίνητα[271].

Αν τα ακίνητα της προίκας είχαν ακολουθήσει τη συνήθεια της προσαύ-ξησης των προικώων κατά 25%, ο γαμπρός μπορούσε κατά την επιστροφή να την αφαιρέσει.

Όταν το υπόλοιπο της προίκας καταβαλλόταν σε ετήσιες δόσεις, οι γαμπροί ζητούσαν από τους νοταρίους να σημειώνουν στη συμφωνία γάμου ότι σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, θα επέστρεφαν μόνο όσα είχαν εισπράξει και όχι όσα αναγράφονταν στο συμβόλαιο. Και είχαν απόλυτο δίκιο, γιατί, όπως ήδη αναφέραμε, συχνά η πλευρά της νύφης αδυνατούσε να ανταποκριθεί πλήρως στις προικώες υποσχέσεις/υποχρεώσεις της.

O Ο Γιάννης Κυνηγός, όταν δέχτηκε τον όρο του πεθερού του να καλύψει το υπόλοιπο της προίκας με ετήσιες δόσεις των 300 υ., ζήτησε από τον νοτάριο να σημειώσει τα παραπάνω στο συμβόλαιο[272].

O Ο ευγενής Αλβέρτος Βαρούχας έδωσε συνολικά 60.000 υ. προίκα στην κόρη του, με σταθερό ετήσιο εισόδημα από ακίνητα, όπως και με εκτίμη-ση χρυσού, ασημιού, ασημικών, μαργαριταριών και ρούχων. Στο συμβό-λαιο γάμου πρόσθεσε ότι σε περίπτωση που επιστρεφόταν η προίκα, θα επιστρέφονταν τα έσοδα και τα ακίνητα κατά τον ίδιο τρόπο. Αν υπήρχαν βελτιώσεις στα ακίνητα, θα συνυπολογίζονταν[273].

Η προσθήκη ήταν λογική, γιατί μπορούσε την τιμή των ακινήτων να την κάλυπτε με ρουχισμό ή άλλα κινητά.

O Ο Μιχάλης Κονταράτος στο συμβόλαιο γάμου του δήλωνε ότι σε περί-πτωση επιστροφής της προίκας, ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει μόνο όσα αποδεδειγμένα είχε πάρει[274].

Κάτι πρέπει να είχε υποπτευθεί, γιατί βλέπουμε ότι η τελική εξόφληση της προίκας έγινε μετά από τέσσερα χρόνια.

O Η χήρα Αντωνία Σαγκουινάτσου δεν καθόρισε το ύψος της προίκας της κόρης της στο συμβόλαιο γάμου, αλλά αρκέστηκε να υποσχεθεί τα σπίτια που έμενε και εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων της. Στο ίδιο συμβόλαιο, προφανώς μετά από απαίτηση του γαμπρού, μπήκε και ο όρος: σε περίπτωση επιστροφής της προίκας, ο γαμπρός θα επέστρεφε μόνο όσα γραπτώς φαινόταν ότι είχε πάρει[275].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η: ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.

 

Α. Σχέσεις συζύγων.

Όταν οι σχέσεις των συζύγων ήταν καλές, η σύζυγος έδινε το δικαίωμα, σε περίπτωση ανάγκης, στον άντρα της να πουλήσει τα ακίνητα της προίκας της ή μέρος από αυτά. Αν μάλιστα του είχε εμπιστοσύνη ή αν ο νοτάριος που θα συνέτασσε το σχετικό συμβόλαιο ήταν μακριά από τον τόπο κατοικίας της, του υπέγραφε επίσημο πληρεξούσιο και αυτός προχωρούσε στις διαδι-κασίες της πώλησης. Οι γυναίκες είθισται να αποφεύγουν τους νοταρίους και τις κρατικές αρχές, που ήταν απαραίτητοι σε τέτοιες περιπτώσεις. Όσο και να φαίνεται παράδοξο, οι γυναίκες, κατά κανόνα, διατηρούσαν την ακίνητη προικώα περιουσία τους και τη διέθεταν ή την κληροδοτούσαν όπως ήθελαν.  Γενικά, μόνο όταν τα οικονομικά του ζευγαριού έφταναν στο απροχώρητο, υπήρχε περίπτωση να δεχθούν την πώληση της.

O Ο στρατιώτης Κάρλο ντα Φέρμο ήρθε από τον Χάνδακα στο Ρέθυμνο, εφοδιασμένος με πληρεξούσιο της γυναίκας του, προκειμένου να πουλή-σει ένα δικό της κτήμα. Το πούλησε 300 υ. Στην απόδειξη παραλαβής χρημάτων, που ενσωμάτωσε ο νοτάριος στο πωλητήριο συμβόλαιο, σημειωνόταν ότι τα χρήματα αυτά όφειλε να τα παραδώσει στη σύζυγό του[276]. 

Η νομοθεσία, γραπτή ή προφορική, με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε τις αδύναμες γυναίκες από τις όχι και σπάνιες αρπακτικές διαθέσεις των συζύγων τους.

Όταν οι σχέσεις του ζευγαριού ή του γαμπρού με την οικογένεια της νύφης δεν ήταν καλές και, παράλληλα, δεν είχαν τηρηθεί τα νόμιμα στη διαδικασία του γάμου και της προίκας, μπορούσαν να δημιουργηθούν πολλές άσχημες καταστάσεις.

O Η χήρα Ανέζα Κατερίν είχε υποσχεθεί κάποια προίκα στην κόρη της Βικτορία στο συμβόλαιο γάμου. Ο γαμπρός Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος με συμβόλαιο εξασφάλισης βεβαίωνε ότι  πήρε τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί και ότι εξασφάλιζε για όλα τη σύζυγό του Βικτορία[277].

Πρέπει να είχαν περάσει πολλά χρόνια από το γάμο μέχρι την παραπάνω βεβαίωση, γιατί τρεις μέρες μετά έκανε και τη διαθήκη του, με την οποία άφηνε όλη την περιουσία του στη γυναίκα του[278].

Β. Σχέσεις γονέων και παιδιών.

Μερικοί γονείς, προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήματα  και ταυτόχρονα να ανοίξουν προοπτικές στο αβέβαιο μέλλον των παιδιών τους, κυρίως των κοριτσιών, συχνά τα υποχρέωναν να πάνε υπηρέτες σε σπίτια πλουσίων, Ελλήνων ή Βενετών. Τα χρήματα που εισέπρατταν ήταν, κατά κανόνα, ελά-χιστα. Το καλό ήταν ότι, από το ένα μέρος, οι ίδιοι απέφυγαν το έξοδο διατροφής και ένδυσης των παιδιών, μια και αυτές τις υποχρεώσεις αναλάμ-βαναν τα αφεντικά τους, και από το άλλο, ότι τα παιδιά, ζώντας σε πλούσιοι περιβάλλον, είχαν περισσότερες ευκαιρίες για ένα καλύτερο μέλλον.

O Ο χωρικός Νικολό Βάλδης, που μόλις βγήκε από τη φυλακή, επισκέφτηκε τον νοτάριο Αρκολέο μαζί με έναν ευγενή και υπέγραψαν συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών. Ο Νικολό ανέλαβε την υποχρέωση να πείσει το γιο του να έρθει υπηρέτης στο σπίτι του ευγενή, και ο ευγενής υποσχέθηκε να του δίνει 10 υ. το χρόνο για τις υπηρεσίες του[279].

Ίσως ο ευγενής είχε συμβάλει στην αποφυλάκιση του χωρικού και αυτός από ευγνωμοσύνη και όχι μόνο για τα χρήματα δέχτηκε το σχετικό συμβόλαιο. Να σημειωθεί ότι τα 10 υ. ήταν ασήμαντο ποσό. Τόσα χρήματα θα έπαιρνε αμοιβή ο νοτάριος για το συμβόλαιο που συνέταξε.

 

Πολλές φορές οι γονείς προκειμένου να παντρέψουν τις κόρες τους όχι μόνο χρεώνονταν, αλλά και ξεσπιτώνονταν.

O Ο Τζώρτζης Κουστουγιάννης στο συμβόλαιο γάμου της κόρης του υπο-σχέθηκε προίκα 5.000 υ. Αυτά θα τα κάλυπτε με το  σπίτι που κατοικούσε και με εκτίμηση ρούχων και χρυσαφικών. Κρατούσε μόνο ένα δωμάτιο από το σπίτι του, για να μένει με τη γυναίκα του. Ο αδερφός της νύφης όχι μόνο δέχτηκε τα υπεσχημένα, αλλά και μπήκε εγγυητής στην αποπλη-ρωμή του συνόλου της προίκας[280].

Πολλοί πατεράδες όταν παραχωρούσαν στα παιδιά τους μέρος της περι-ουσίας τους, φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τα κρατήσουν στον ίσιο δρόμο, ακόμα και με εκβιασμούς (βλ. και υποενότητα «Γαμπροί με προίκα»).

O Ο μάστρο Μιχάλης Διακονόπουλος παραχώρησε με συμβόλαιο στις δύο κόρες του ένα σπίτι για να κατοικούν, με την προϋπόθεση ότι θα ζούσαν έντιμα. Αν παντρεύονταν και αποκτούσαν νόμιμα παιδιά, το σπίτι θα πήγαινε στα παιδιά τους. Αν πέθαιναν χωρίς νόμιμα παιδιά, το σπίτι θα πήγαινε στα άλλα του παιδιά[281].

Όταν ο πατέρας έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη σε μια από τις κόρες του, δεν δίσταζε να αφήνει σε αυτήν την καλύτερη από τις περιουσίες του. 

O Ο Μανολίτσης Λαμπριανός είχε πολλές κόρες, αλλά όταν πούλησε σπίτια και μαγαζιά, αποφάσισε να τα δώσει όλα σαν προίκα στην αγαπημένη κόρη του  Τζοβάνα. Δυστυχώς γι’ αυτόν η Τζοβάνα προτίμησε να πάει σε μοναστήρι, όπου ζούσε και μια από τις αδερφές της. Ο Μανολίτσης, με συμβόλαιο, της παραχώρησε τελικά τα χρήματα που προόριζε για το γάμο της, υποστηρίζοντας ότι κανείς δεν είχε δικαίωμα να την πιέσει για να αλλάξει αυτό που η ίδια αποφάσισε. Τα χρήματα μπορούσε να τα διαθέσει, όπως αυτή νόμιζε καλύτερα, βέβαιος ότι θα φρόντιζε το καλό της[282].

Λίγες μέρες μετά την σύνταξη του παραπάνω συμβολαίου η πόλη του Ρεθύμνου έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Είναι άγνωστο αν η ευσεβής Τζοβάνα πρόφτασε να πάει στο μοναστήρι ή την βρήκε η καταστροφή στο σπίτι της.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι σχέσεις πατέρα και θυγατέρων ή γιων ήταν οξυμένες. Οι διαφορές ανάμεσα τους τις περισσότερες φορές είχαν σχέση με τα κληρονομικά, με την προίκα και γενικά με οικονομικές δοσο-ληψίες.

O Η Ρεγγίνα Χαρκιοπούλα είχε αφήσει με τη διαθήκη της στην κόρη της Σοφιόλα μια φορεσιά. Ο πατέρας της μαζί με τον νοτάριο την κάλεσαν στη Γραμματεία της Διοίκησης και της την παρέδωσαν, αφού πρώτα έβαλαν ειδικό να την εκτιμήσει. Ο ειδικός την εκτίμησε 500 υ. και ο νοτάριος το πέρασε σε συμβόλαιο[283]. 

Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι οι σχέσεις πατέρα και κόρης δεν ήταν και οι καλύτερες.

Γ. Σχέσεις αδερφών.

Πολλές φορές ανάμεσα στα αδέρφια παρουσιάζονταν, οικονομικές κυρίως, διαφορές και συχνά κατέφευγαν στη δικαιοσύνη ή τη διαιτησία για να τις λύσουν. Κύρια αιτία της αντιπαράθεσής τους ήταν, κατά κανόνα, οι κληρονομιές. Όταν πέθαινε κάποιος από τους γονιούς τους, άρχιζαν οι διχόνοιες, γιατί κάποιος θα ένιωθε αδικημένος. Αν δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους, υπήρχαν δύο δρόμοι: ο ένας ήταν το δικαστήριο, που απαιτούσε έξοδα και πολύ χρόνο, και ο άλλος η διαιτησία. Στη δεύτερη περίπτωση, όριζαν, από κοινού ή όχι, δύο σεβαστά πρόσωπα και τους ζητούσαν να μελετήσουν το θέμα τους και να αποφανθούν σχετικά. Εννοείται ότι καθένας από τους αντίδικους ανέφερε τα επιχειρήματά του στους διαιτητές και απαντούσε στα ερωτήματά τους. Οι διαιτητές αποτελούσαν ένα είδος δικαστικής αρχής.  Ήταν διαιτητικοί δικαστές (βλ. και σχετική υποενότητα).

O Πέθανε ο μάστρο Αντώνης και η γυναίκα του και άφησαν πίσω τους τέσσερις γιους, επίσης μάστορες. Οι τρεις μοιράστηκαν το σύνολο της πατρικής και μητρικής κληρονομιάς, ενώ άφησαν έξω τον τέταρτο, τον Μιχελή, με το αιτιολογικό ότι, επειδή είχε από νωρίς παντρευτεί και είχε δικό του σπιτικό, ο πατέρας τους είχε αφήσει μόνο σ’ αυτούς την περι-ουσία. Ο Μιχελής αντέδρασε και απαίτησε το μερίδιο που του αναλο-γούσε. Τελικά, για να αποφύγουν τα δικαστήρια δέχτηκαν και οι δύο πλευρές να ορίσουν δύο διαιτητικούς δικαστές, για να λύσουν τη διαφορά τους. Αφού συμφώνησαν στα πρόσωπα των διαιτητών, υποσχέθηκαν όλοι τους ότι θα δέχονταν ως τελική και αμετάκλητη κάθε απόφασή τους[284]. Οι διαιτητές άκουσαν τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών, μελέτησαν όλα τα σχετικά συμβόλαια (γάμου πατέρα και γιου, χειραφέτησης των δύο γιων κ.ά.) και αποφάνθηκαν ότι όφειλαν οι τρεις αδερφοί να καταβάλουν στον Μιχελή 375 υ. (από 125 ο καθένας τους) και να του δώσουν όλη την οικοσκευή και τα εργαλεία του καταστήματος του πατέρα τους, γιατί ήταν ο μόνος που είχε μείνει κάτω από την πατρική εξουσία, δεν είχε δηλαδή χειραφετηθεί επίσημα. Η απόφαση των διαιτητών έγινε απ’ όλους δεκτή και τρεις μήνες μετά με νέο συμβόλαιο ο Μιχελής διαβεβαίωνε ότι εκτελέστηκαν όλα κατά γράμμα και εξασφάλιζε τα αδέρφια του[285].

Μερικές φορές οι  διαφορές ανάμεσα στα αδέρφια εξομαλύνονταν, όταν ο πραγματικός φταίχτης, για διάφορους λόγους, αναγνώριζε το σφάλμα του.

O Ο Τζουάννε Βαρούχας είχε αγοράσει ένα σπίτι για 2.000 υ. Ενώ όμως τα χρήματα τού τα είχε δώσει ο αδερφός του, στο συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού αναγραφόταν αυτός ως αγοραστής και ιδιοκτήτης. Για να αποκα-ταστήσει την αλήθεια και να έχει ήσυχη τη συνείδησή του, παραδέχτηκε με νέο συμβόλαιο ότι τα χρήματα ήταν του αδερφού του, αλλά ισχυρί-στηκε ότι ο ίδιος είχε γκρεμίσει το σπίτι και το είχε ξαναχτίσει[286].

O Ο Τζώρτζης Κουστουγιάννης υποσχέθηκε για προίκα στην κόρη του Μαρία 5.000 υ. Ο αδερφός της νύφης Αντώνης όχι μόνο δέχτηκε τα υπεσχημένα στον γαμπρό, αλλά μπήκε και εγγυητής στην αποπληρωμή του συνόλου της προίκας[287].

 

Τα αδέρφια δεν αναλάμβαναν μόνο να παντρεύουν τις αδερφές τους, αλλά και να τις διατρέφουν, όταν έμειναν στο «ράφι». Τις περισσότερες φορές οι υποχρεώσεις αυτές πήγαζαν όχι από κάποιο σχετικό νόμο, αλλά από σχετικούς όρους που περιλάμβαναν οι διαθήκες των γονιών τους.

O Τα δύο από τα τρία αδέρφια Σαγκουινάτσοι υποσχέθηκαν στο συμβόλαιο γάμου της μιας από τις τρεις αδερφές τους ως προίκα 32.000 υ. Παρόντες ήταν ο τρίτος αδερφός, όπως και οι δύο άλλες αδερφές τους. Οι τελευ-ταίες, βλέποντας τη μεγάλη προίκα που τα δύο αδέρφια παραχώρησαν στην αδερφή τους, δήλωσαν ότι τους απάλλασσαν από την υποχρέωση να τις τρέφουν[288].

O Η Δανδόλα και η Ελιά Επισκοποπούλες είχαν περιουσιακές διαφορές και κατέφυγαν στο Γενικό Προβλεπτή του νησιού που έδρευε στο Χάνδακα και είχε και δικαστικές αρμοδιότητες. Και οι δύο έστειλαν αντιπροσώ-πους με εξουσιοδότηση. Τελικά δικαιώθηκε η Ελιά, σύζυγος του Τζώρτζη Βαρούχα. Η Δανδόλα, σύζυγος του παπά Νικολό Καλλέργη, αναγκά-στηκε να της δώσει 500 βενετσιάνικα δουκάτα, δηλαδή 3.100 υ.[289]

O Ο παπά Μιχέλ Αρκολέος αντιπροσώπευσε τον μικρό του αδερφό Κωστά-κη στο συμβόλαιο γάμου του. Σ’ αυτό υποσχέθηκε ότι θα φιλοξενούσε το ζευγάρι στο σπίτι του, με την προϋπόθεση ότι θα κρατούσε και θα εκμε-ταλλευόταν την περιουσία τους και τα έσοδα από την οικογενειακή εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που διέθεταν. Όταν ο αδερφός του αποφάσιζε να φύγει από το σπίτι του με τη γυναίκα του, θα του έδινε τη μισή από όλη την πατρική και μητρική περιουσία τους[290].

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα αδέρφια, που όπως αναφέραμε, είχε ως κύρια αιτία τα οικονομικά, αποκτούσε μεγαλύτερη ένταση, σε περίπτωση  που δεν υπήρχε διαθήκη του πατέρα, της μητέρας ή κάποιου στενού συγ-γενή. Οι διχόνοιες και τα μίση ανάμεσά τους διαρκούσαν πολλές φορές μια ζωή. Η μόρφωση ή η κοινωνική θέση δεν τους επηρέαζαν καθόλου.

O Ο Νικολό Καλλέργης, πλούσιος και σεβάσμιος ιερέας της πόλης, είχε διαφωνίες με τον αδερφό του διδάκτορα Μαθιό σχετικά με τη διαθήκη του μακαρίτη του αδερφού τους Τζώρτζη. Κατέφυγαν στα δικαστήρια και ο παπάς όρισε πληρεξούσιο τον γιο του, προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του[291].

Ένας παπάς, ένας διδάκτορας και οι δύο σε μεγάλη ηλικία κατέληξαν στα δικαστήρια. Ούτε η μόρφωση του ενός, ούτε η ιεροσύνη του άλλου μπό-ρεσαν να αποτρέψουν τη ρήξη. Το χρήμα από τότε διέφθειρε τους πάντες, χωρίς θρησκευτικές, πνευματικές ή κοινωνικές διακρίσεις.

 

Δ. Σχέσεις πεθεράς και γαμπρού.

Οι πεθερές, ιδίως όταν ήταν χήρες και δεν είχαν άλλο παιδί, στήριζαν όλες τις ελπίδες τους για τη μελλοντική επιβίωσή τους στον γαμπρό ή τους γαμπρούς τους. Οι πιο συνετές προσπαθούσαν να εξασφαλιστούν, με το συμβόλαιο γάμου της κόρης τους, ιδίως όταν έβλεπαν ότι ο γαμπρός δεν ήταν ακέραιο άτομο. Έτσι, άλλες κρατούσαν τη δική τους προίκα και παραχωρούσαν στη νύφη κόρη τους μόνο την πατρική περιουσία, άλλες πάλι έδιναν και μέρος της προίκας τους, αλλά με προϋποθέσεις.

O Η χήρα Ελιά Πίρινου στο συμβόλαιο γάμου της κόρης της Μαρίας, εκτός των άλλων, παραχωρούσε και ένα ετήσιο έσοδο 39 μ.  σταριού, αλλά με τους εξής όρους: η ίδια θα κρατούσε το μισό όσο ζούσε για τη διατροφή της και θα πήγαινε και αυτό στην προίκα της κόρης της μετά το θάνατο της. Ήθελε, επίσης, ο γαμπρός της να την προστατεύει και να την εκτιμά. Αν δεν το έκανε, είχε το δικαίωμα να διαθέσει όπως αυτή θέλει το παρα-πάνω έσοδο[292].

 

Ε. Σχέσεις θείων και ανιψιών.

Ο πατέρας ανηλίκων παιδιών, όταν υπολόγιζε ότι θα πέθαινε σύντομα, άφηνε με τη διαθήκη του, την κηδεμονία τους στη σύζυγο ή τα αδέρφια του. Η επιλογή φαίνεται ότι ήταν ανάλογη με τις ιδιαίτερες σχέσεις και τις δυνατότητές τους. Μια σωστή και δυναμική μάνα ήταν πάντα προτιμότερη. Τα αδέρφια όμως διαθέτη -αν είχε- ήταν πιο κατάλληλα στην ανάληψη της μεγάλης αυτής ευθύνης. Αυτά μπορούσαν καλύτερα να προστατεύουν τις περιουσίες του, να υπερασπίζονται τα συμφέροντά του, να φροντίζουν τη σωστή ανατροφή των αγοριών και το γάμο των κοριτσιών. Πολλές φορές βέβαια η ανάμειξη των θείων στα καθαρά οικογενειακά ζητήματα δημιουρ-γούσε έριδες που οδηγούσαν ακόμα και σε δικαστήρια.

O Ο Τζουάννε Αχέλης φρόντισε να παντρέψει την ανιψιά του Ανέζα με τον Μιχάλη Κονταράτο. Τον βοήθησε με κάθε τρόπο και ο αδερφός της νύφης Τζώρτζης[293]. Ο Τζουάννε και ο Τζώρτζης, λίγο αργότερα διαφώ-νησαν πάνω στην μητρική προίκα και για να μην καταφύγουν στα δικαστήρια, εξέλεξαν από κοινού ως διαιτητικό δικαστή τον Ιωάννη Αντρέα Τρωίλο, ο οποίος έλυσε ειρηνικά τη διαφορά τους[294].

Υπήρχαν και απολύτως ισορροπημένες σχέσεις ανάμεσα στους θείους και τους ανιψιούς.

O Τα δύο αδέρφια Κυριάκη και ο ανιψιός τους (από μακαρίτη τρίτο αδερφό τους) θέλησαν να μοιράσουν τις πατρικές τους περιουσίες. Συμφώνησαν να τις χωρίσουν σε τρία μερίδια και να πάρει καθένας τους ένα. Στη συνέχεια, θα τις εκτιμούσαν και θα αποζημίωνε ο ένας τον άλλον ανά-λογα[295].

ΣΤ. Σχέσεις ετεροθαλών αδερφών.

Τα αδέρφια από την ίδια μητέρα και από διαφορετικό πατέρα ή το αντίθετο είχαν, κατά κανόνα, διαφορετικά συμφέροντα ή τα έβλεπαν από άλλη οπτική γωνία.

O Ο μάστρο Νικολό Χανιώτης είχε κάνει μήνυση στον ετεροθαλή αδελφό του Μιχέλ Επισκοπόπουλο, διεκδικώντας κάποια περιουσιακά στοιχεία. Μόλις πέθανε, τα αδέρφια του από την ίδια μητέρα Τζώρτζης και Τζανής Σακόραφοι απέσυραν τη μήνυση και δήλωσαν ότι παραιτούνταν από κάθε διεκδίκηση[296].

Αν παραιτήθηκαν, αφού πρώτα συμφώνησαν να αποζημιωθούν ή όχι  δεν είναι γνωστό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι τα βρήκαν μεταξύ τους.

Ζ. Σχέσεις νόθων αδερφών.

Τα νόθα παιδιά στις πόλεις της βενετοκρατούμενης Κρήτης ήταν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πολλά. Οι ευγενείς, κατά κανόνα, γονείς τους άλλοτε τα βοηθούσαν και άλλοτε τα εγκατέλειπαν στην τύχη τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν πατεράδες με περισσότερα από ένα νόθο. Οι σχέσεις των νόθων αδερφών δεν πρέπει να ήταν και οι καλύτερες.

O Ο Τζώρτζης Λίμας είχε δυο νόθους γιους τον Τζώρτζη και τον Γιαννά. Το Πάσχα του 1640 επιτέθηκαν εναντίον του Τζώρτζη 5 άτομα και τον τραυμάτισαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο αδερφός του Γιαννάς, όπως και ένας παπάς. Έκανε ο Τζώρτζης μήνυση και στους πέντε. Πιθανότατα μετά από εκφοβισμό ή δωροδοκία αναγκάστηκε ή δέχτηκε να ανακαλέσει τη μήνυση. Στο σχετικό συμβόλαιο ανάκλησης δήλωνε ότι «θα παρηγο-ρηθεί, όταν το δικαστήριο τον απαλλάξει απ’ αυτήν τη δίκη και το εκλιπαρεί γι’ αυτό»[297].

Η.  Σχέσεις με άλλους (συγγενείς, συνανθρώπους ή υπηρετικό προσωπικό).

Όταν κάποιος ή κάποια έφτανε σε σημείο απόλυτης ανέχειας και απελπισίας, αναζητούσε σανίδα σωτηρία μέσα στους συγγενείς του ή τους φιλάνθρωπους συνανθρώπους του. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να τον βοηθήσουν, γιατί οι δεσμοί αίματος όσο απόμακροι και να ήταν δεν έπαυαν να υπάρχουν. Το ίδιο και τα ευγενή αισθήματα. Σε μερικές περιπτώσεις η βοήθεια παρεχόταν και χωρίς την ικεσία του αδικοπραγούντα.

O Οι αδερφές Κατερίνα και Ντιάνα Ρομανοπούλες συμφώνησαν με τον ιδιοκτήτη και λειτουργό της εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου, παπά Μανόλη Λούλο, να θάψει έναν, μάλλον συγγενή τους, και να του κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Για αντάλλαγμα παραχώρησαν στον παπά ένα ετήσιο έσοδο 2 μ. σταριού που εισέπρατταν[298].

Με βάση το έσοδο, το ακίνητο από το οποίο προερχόταν άξιζε περίπου 400 υ. Κατά συνέπεια, η προσφορά δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. 

Οι ψυχοκόρες σε πολλές περιπτώσεις θωρούνταν μέλη της οικογένειας και τα αφεντικά τους φρόντιζαν να τις αποκαθιστούν με δικά τους έξοδα.

O Η γυναίκα του διδάκτορα Τζουάνε Λίμα είχε ψυχοκόρη τη Νικολόζα. Ο διδάκτορας βρήκε γαμπρό και, αφού του υποσχέθηκε ως προίκα 2.000 υ., τον έπεισε να την παντρευτεί[299].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η: ΔΩΡΕΕΣ ΚΑΙ ΓΗΡΟΚΟΜΗΣΕΙΣ.

 

Τις περισσότερες φορές η παντρεμένη γυναίκα, όπως έχουμε ήδη ανα-φέρει, κρατούσε την προίκα της για εξασφάλιση των γηρατειών της ή για αντιμετώπιση κάποιων δύσκολων καταστάσεων. Ήξερε καλά ότι αν πέθαινε ο σύζυγός της χωρίς διαθήκη, θα τον κληρονομούσαν τα παιδιά ή, αν δεν υπήρχαν παιδιά, τα αδέρφια του ή άλλοι συγγενείς. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτή, αν δεν είχε την προίκα της, θα έμενε χωρίς οικονομικές δυνατότητες στο έλεος των άλλων. Αλλά και διαθήκη να έκανε, ήταν αμφίβολο το πόσο θα της άφηνε. Με βάση τα παραπάνω, μια συνετή γυναίκα κρατούσε την προίκα της ή και αν την παραχωρούσε ή τη δώριζε, φρόντιζε να θέτει όρους που της εξασφάλιζαν την μελλοντική διαβίωση. Με το ίδιο σκεπτικό και κάθε άντρας κρατούσε ένα μερίδιο από την περιουσία του, προκειμένου με την εκμετάλλευσή του να προσπορίζεται μέχρι τέλους τα απολύτως απαραίτητα. Γνώριζε και αυτός καλά ότι στις δύσκολες εποχές που ζούσε η παντελής έλλειψη περιουσίας ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.

O Η χήρα Φροσύνη Βλαστοπούλα, που καταγόταν από χωριό αλλά έμενε στην πόλη, παραχώρησε ως δωρεά όλη την προίκα της στον Μάρκο Καλομάτη, με τον όρο ότι θα φροντίζει για την τροφή και την ενδυμασία της όσο ζούσε και ότι θα την έθαβε σε συγκεκριμένο μοναστήρι, όταν πέθαινε[300].

 

Όταν κάποιος που ζούσε από τη γεωργία ήταν ανήμπορος να εργασθεί στα χωράφια του, εξαιτίας γήρατος ή αναπηρίας, αναζητούσε κάποιον να τον αντικαταστήσει ή να τον γηροκομήσει. Ήταν ο μόνος τρόπος για να εξοικο-νομήσει κάποια χρόνια ζωής. Αν τώρα ζούσε και άλλο μέλος της οικογέ-νειας, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο. 

O Ο Αντώνης Μουδάτσος παραχώρησε, με συμβόλαιο, στον Τζουάννε Μαυρέα όλη την περιουσία του, προκειμένου να αναλάβει τη διατροφή και την ενδυμασία του ίδιου και της μάνας του για πάντα. Μέσα στις υποχρεώσεις του ήταν να τους θάψει, όταν πεθάνουν, σύμφωνα με τις συνήθειες των χριστιανών, και να τους κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Ήξερε ότι μετά το θάνατό του μπορούσε ο Μαυρέας να αθετήσει την υποχρέωσή και μη μπορώντας να διασφαλιστεί με άλλο τρόπο ζήτησε να προστεθεί στο σχετικό συμβόλαιο η φράση: «Αν δεν τα τηρήσει αυτά, να το έχει βάρος στην ψυχή του ο ίδιος και οι κληρονόμοι του»[301].

 

Μερικές φορές οι γηραιές κυρίες παραχωρούσαν, με συμβόλαιο, εισοδή-ματα ή ακίνητα ως δωρεά σε κάποια πιστή παραδουλεύτρα τους, με τον όρο να τους υπηρετεί όσο θα ζούσαν. Η περίπτωση αυτή ήταν περισσότερο ασφαλής, γιατί διαχειρίζονταν το σύνολο της περιουσίας τους και είχαν το δικαίωμα, όταν διέβλεπαν απιστία, να αποσύρουν την δωρεά.

O Η χήρα Μαρίνα Τεριανού έκανε δωρεά 2.000 υ. στην ψυχοκόρη της Τζουάννα Γρυλώνη. Τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε η Τζουάννα μετά το θάνατό της, εάν την υπηρετούσε μέχρι τότε. Αν έφευγε από την υπηρεσία της νωρίτερα, έχανε τη δωρεά[302] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 14).

Ο τελευταίος όρος αυτός μπορεί να κατοχύρωνε τη δωρήτρια, αλλά ήταν επισφαλής για την αποδέκτρια, αφού η πρώτη μπορούσε σε κάποια φάση να αποσύρει τη δωρεά και με φανταστικό αιτιολογικό ότι δήθεν δεν την υπηρετούσε όπως έπρεπε.

 

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, η γυναίκα δεν μπο-ρούσε όσο ζούσε ο άντρας της να κάνει δωρεά την προίκα της, γιατί κύριος διαχειριστής της προίκας μετά το γάμο ήταν ο σύζυγος[303]. Η διάταξη αυτή πρέπει να ίσχυε στην Κρήτη τη συγκεκριμένη περίοδο, γιατί τις δωρεές προς τρίτους τις έκαναν κυρίως χήρες.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η: ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ.

 

Οι γονείς είχαν την κηδεμονία των παιδιών μέχρι κάποια ηλικία. Συνήθως μέχρι τα 25 χρόνια τους. Αν οι γονείς πέθαιναν ή αδυνατούσαν να αντεπε-ξέλθουν στις σχετικές υποχρεώσεις, την κηδεμονία αναλάμβαναν κάποιοι στενοί συγγενείς. Προτεραιότητα είχαν τα μεγαλύτερα αδέρφια ή οι πρώτοι θείοι από την πλευρά του πατέρα. Όσοι βρίσκονταν υπό κηδεμονία δεν είχαν το δικαίωμα να αγοράσουν ή να πουλήσουν περιουσία, χωρίς να ζητήσουν την έγκριση των κηδεμόνων τους. Από το άλλο μέρος, οι κηδεμόνες ήταν υποχρεωμένοι να τους τρέφουν και να καλύπτουν τα όποια έξοδά τους. Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς εξαιτίας της φτώχειας τους αδυνατούσαν να καλύπτουν τα έξοδα τροφής και ένδυσης των παιδιών τους, επέσπευδαν τη χειραφέτηση των μεγαλυτέρων, για να βελτιώσουν κάπως τα οικονομικά τους.

O Ο Νικολό Πουλάκης είχε ένα γιο, τον Μαρίνο, από πρώτο γάμο και άλλα παιδιά από τον δεύτερο. Επειδή τα οικονομικά του ήταν σε άσχημη κατάσταση, αποφάσισε να χειραφετήσει τον Μαρίνο, που ήδη είχε μπει στην εφηβεία. Έτσι, με συμβόλαιο τον ελευθέρωνε από τα δεσμά της πατρικής εξουσίας και του παραχωρούσε όλη την μητρική του περιουσία να την εκμεταλλεύεται και να την κάνει ό, τι θέλει. Τον υποχρέωνε όμως να τον τρέφει για όλη του τη ζωή[304].

Με άλλα λόγια ο φτωχός πατέρας όχι μόνο απαλλάχτηκε από τη φροντίδα του γιου του, αλλά εξασφάλισε τα της διαβίωσής του για πάντα, παρα-χωρώντας του, λίγο ενωρίτερα ίσως, όσα ούτως ή άλλως τού ανήκαν. Ήταν πονηρή ενέργεια, αποκύημα ίσως της μεγάλης φτώχειας και της συνεπα-κόλουθης απελπισίας.

 Όταν πέθαινε ο πατέρας και δεν όριζε στη διαθήκη του κηδεμόνα για τα παιδιά του, η κηδεμονία πήγαινε στη σύζυγο. Αν αυτή αποφάσιζε να ξανα-παντρευτεί, η κηδεμονία μπορούσε, αν το επιδίωκαν δικαστικά, να περάσει στους συγγενείς του μακαρίτη.

O Η Νικολόζα Ζαραφτοπούλα, όταν αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, όρισε στο συμβόλαιο του γάμου της ότι θα έδινε 6.000 υ. στην κόρη της, αν δεν διεκδικούσαν την κηδεμονία της τα αδέρφια του μακαρίτη. Σε περίπτωση που δεν τη διεκδικούσαν, αλλά την πήγαιναν στα δικαστήρια με το αιτιο-λογικό ότι ο αδερφός τους είχε επιφέρει μεγάλες βελτιώσεις στην προι-κώα περιουσία της και κέρδιζαν τη δίκη, οι 6.000 υ. γίνονταν 3.000 υ.[305]

Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε μεγαλύτερα αδέρφια να αναλαμβάνουν την κηδεμονία των μικρότερων. Όσο τα μικρότερα ήταν υπό κηδεμονία, δεν είχαν δικαίωμα διαχείρισης της πατρικής ή μητρικής περιουσίας, που τους ανήκε. Όταν χειραφετούνταν, την αναλάμβαναν και μπορούσαν να την κάνουν ό, τι ήθελαν. Δεν ήταν σπάνιες οι αντιπαραθέσεις μεταξύ τους κατά την περίοδο του χωρισμού της περιουσίας. Πρόβλημα πάντα αποτελούσαν οι βελτιώσεις που επέφερε ο κηδεμόνας στις περιουσίες του κηδεμονευόμενου, όπως και τα κέρδη που είχε με την εκμετάλλευσή τους. 

O Όταν πέθανε ο πατέρας του Τζουάννε Πατελάρου, αυτός ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Την κηδεμονία και μαζί τη διαχείριση του συνόλου της περιουσίας ανέλαβε ο κατά πολύ μεγαλύτερος αδερφός του και δικηγόρος Τζώρτζης. Μετά από 25 χρόνια ο Τζώρτζης δέχτηκε να τον απαλλάξει από τα δεσμά της κηδεμονίας και να του παραχωρήσει τις περιουσίες που του ανήκαν. Οι συμφωνίες των δύο αδερφών είναι περίεργες. Φαίνεται ότι η πατρική και μητρική τους περιουσία δεν ήταν μεγάλη, αλλά την μεγάλωσε πολύ με σκληρούς αγώνες ο Τζώρτζης. Οι περιουσίες που  παραχώρησε στον μικρότερο αδελφό βρίσκονταν στο χωριό Επισκοπή Καλαμώνα και πρέπει να ήταν σημαντικές. Τον δέσμευσε όμως ότι, αν πέθαινε χωρίς κληρονόμους, θα άφηνε τις περιουσίες αυτές σε ένα ή σε όλα τα δικά του παιδιά. Είχε αισίως 11 ήδη. Μόνο 2.000 υ. θα μπορούσε να διαθέσει για την ψυχή του. Αν αποκτούσε νόθο, μπορούσε να του αφήσει μόνο την κινητή περιουσία του και το 1/3 των αυξήσεων που θα είχε επιφέρει στις συγκεκριμένες περιουσίες. Αν αποκτούσε νόμιμα παιδιά, θα έπρεπε η γυναίκα του να είναι από «σπίτι», ειδάλλως δεν μπορούσε να διαθέσει σ’ αυτά παρά μόνο όσα πραγματικά του ανήκαν από την αρχική κληρονομιά. Επειδή ήξερε ο Τζώρτζης ότι οι διάφοροι καλοθελητές ίσως έπειθαν τον αδερφό του να ζητήσει τη μισή από την τωρινή περιουσία του ως αδερφική, του υπενθύμιζε ότι πήρε πλούσια γυναίκα, ότι έζησε δύσκολα χρόνια, ότι δούλεψε σκληρά ως νοτάριος, γραμματέας και δικηγόρος για 24 χρόνια. Αν κάποτε ο Τζουάννε τον οδη-γούσε στα δικαστήρια, ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει τις περιουσίες που του παραχώρησε και να χωρίσουν την αρχική πατρική και μητρική κληρονομιά, αφού αφαιρέσουν όλες τις βελτιώσεις που είχε κάνει μέχρι τότε[306] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 9).

 

Κατά τη διάρκεια της κηδεμονίας, τα παιδιά δεν είχαν, όπως αναφέραμε, το δικαίωμα να πουλήσουν τίποτα από την πατρική ή μητρική τους περι-ουσία. Για το λόγο αυτό μόλις απελευθερώνονταν από τα δεσμά, έσπευδαν να πουλήσουν όσα μπορούσαν, προκειμένου να εξοφλήσουν αυτά που πιθανόν χρωστούσαν ή για να κάνουν τη ζωή που πιθανόν ονειρεύονταν. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που οι γονείς αδυνατούσαν να προσφέρουν το παραμικρό στους γιους τους.

O Οι αδερφοί Αντρέας και Γεωργιλάς Επισκοπόπουλοι, οκτώ μέρες μετά την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της κηδεμονίας, έσπευσαν να πουλήσουν ένα χωράφι με πατητήρι για 2.550 υ.[307]

O Ο Πιέρος Τρουλινός, με συμβόλαιο, απάλλασσε το γιο του Αντώνιο από την πατρική κηδεμονία, όπως ο ίδιος του είχε ζητήσει. Μαζί με την ελευθερία τού έδινε και την πατρική ευλογία[308].

Φαίνεται ότι ο πατέρας δεν είχε περιουσία ή είχε πολύ μικρή, ώστε να παραχωρήσει μέρος στον γιο του, όπως συνήθιζαν σε παρόμοιες περιπτώ-σεις. Μπορούσε να του δώσει μόνο την  πατρική ευλογία και την ελευθερία του, και αυτά του έδωσε.

 

Όταν κάποιος υπό κηδεμονία διέπραττε αξιόποινη πράξη και τον οδηγού-σαν στη φυλακή, δεν μπορούσε να αποφυλακιστεί χωρίς τη συγκατάθεση και εγγύηση του κηδεμόνα του. Συχνά οι αρχές απαιτούσαν κάποιες πρόσθετες εγγυήσεις και έθεταν κάποιους όρους, για να τους αποφυλακίσουν.

O Ο Βαρθολομαίος Σιρόπουλος, που βρισκόταν στην κηδεμονία του πατέρα του Πανταλόν, φυλακίστηκε. Ο παπά Τζώρτζης Κομιτάς εγγυήθηκε στις αρχές ότι θα τον είχε υπό την εποπτεία του, προκειμένου να ελευθερωθεί. Παράλληλα, ο Πανταλόν εγγυήθηκε με την περιουσία του στον παπά ότι θα τηρούσε ο γιος του όσα συμφωνήθηκαν [309].

 

Όταν ο πατέρας χειραφετούσε τα παιδιά του, συνήθιζε να παραχωρεί παράλληλα σ’ αυτά και μέρος της περιουσίας του, προκειμένου να μπορέ-σουν να ζήσουν. Πολλοί επέσπευδαν τη στιγμή αυτή, ιδίως όταν αυτά προκαλούσαν μέσα στην οικογένεια αναστατώσεις με τις καθημερινές απαιτήσεις τους.

O Ο Φραγκίσκος Ντόριος είχε υποχρεωθεί από τη Διοίκηση να διατρέφει τα παιδιά του Μάρκο και Γιώργη  μαζί με τα άλλα του παιδιά. Τώρα θέλησε να δώσει και στα δύο χειραφέτηση και το νόμιμο κλήρο τους. Έτσι έδωσε με το παρόν στο καθένα 66 ρεάλια. Αυτά δέχτηκαν τα χρήματα και παραιτήθηκαν από κάθε άλλη διεκδίκηση[310].

Περιουσία μπορούσαν να παραχωρήσουν οι πατεράδες στους γιους τους και πριν από τη χειραφέτησή τους. Φαίνεται όμως ότι η παραχώρηση αυτή δεν ήταν απόλυτα νόμιμη, αν δεν ήταν αιτιολογημένη. Το κανονικό μερίδιο από την πατρική περιουσία το έπαιρναν οι γιοι, αφού απαλλάσσονταν οριστικά από την πατρική κηδεμονία, και κυρίως, όταν ήταν έτοιμοι για παντρειά.

O Ο Γιώργης Καλογερέας είχε παραχωρήσει μερικά χωράφια στο γιο του με συμβόλαιο, αλλά χωρίς αιτιολογία. Τώρα στο σχετικό συμβόλαιο σημεί-ωνε  ότι τον απάλλαξε από την πατρική κηδεμονία και ότι θα του έδινε και άλλα κτήματα, όταν παντρευόταν[311].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η: ΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ.

 

Σε περιπτώσεις που κάποιος παντρεμένος έπεφτε θύμα δολοφονίας, η χήρα του είχε το δικαίωμα να διαπραγματευτεί με την οικογένεια του φονιά κάποιο χρηματικό ποσό ως αποζημίωση, προκειμένου ο δράστης να γλυτώ-σει τη φυλακή. Η αποζημίωση αυτή, που ήταν γνωστή και ως «φόρος του αίματος», διατηρήθηκε και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

O Η χήρα Καλή Κυριακοπούλα δέχτηκε να βγει από τη φυλακή ο φονιάς του άντρα της, με τον όρο να της καταβάλει 250 υ. Από αυτά το 1/3 θα ήταν σε μετρητά, 1/3 σε εκτίμηση ρούχων και 1/3 σε ζώα. Αν τελικά δεν της τα έδινε, είχε δικαίωμα να του πάρει την περιουσία του μέχρι αυτό το ποσό[312].

O Ο Σταμάτης Τζουριγιάννης είχε σκοτώσει τον Πέτρο Κούμουλο και το δικαστήριο τον είχε καταδικάσει σε 1.000 υ. και εξορία. Τώρα η χήρα  του θύματος Μανολέσσα συμφωνεί με τη Νικολόζα Κουμουλοπούλα, σύζυγο του παραπάνω Σταμάτη, να τακτοποιηθεί το χρέος των 1.000  υπερπύρων, για να μπορέσει ο Σταμάτης να επιστρέψει από την εξορία[313].


 

***

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Α. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ

 

1. Χρονικός προσδιορισμός υπογραφής συμβολαίων γάμου.


 

Νοτάριοι            Ιαν          Φεβ  Μαρ Απρ  Μάι  Ιουν Ιουλ Αυγ   Σεπ   Οκτ  Νοε   Δεκ

Βαρούχας           4       6       3     10        -       6       7     10       5       6       5       7

Βλαστός              1       3        -       4        -       1       3       2        -       1        -        -

Σύνολο Α            5       9       3     14        -       7     10     12       5       7       4       7

Τρωίλος              4       1       1       3       2       2       2       2                 5       2       4

Πάντιμος             1       3        -       4        -       1       3       2        -       1        -       4

Καλλέργης          3       3       4                          2                                             2

Αρκολέος            1       1       2     5*       1

Σύνολο Β            9       8       7     12       3       5       5       4                 6       4       8

Γενικό Σύνολο 14     17     10     26       3     12     10     16       5     13       9     15

(*Τα 5 προικοσύμφωνα δικαιολογούνται, γιατί οι Τούρκοι το μήνα αυτό του 1645 πλησίαζαν στο Ρέθυμνο και οι γονείς ενδιαφέρονταν να παντρέψουν τα κορίτσια τους).

 

2. Χρονικός προσδιορισμός παράδοσης προίκας.

 

Νοτάριοι         Ιαν   Φεβ  Μαρ Απρ  Μάι  Ιουν  Ιουλ Αυγ  Σεπ   Οκτ  Νοε  Δεκ

Βαρούχας           3       3        -       5        -       4     18       8       5     13       8       2

Βλαστός              3       1       1       1        -       1       1       1       1        -        -       1

Σύνολο Α            6       4       1       6        -       5     19       9       6     13       8       3

Τρωίλος              2       1                          2                 1                          1       1        

Πάντιμος             3       1       1       1        -       1       1       1       1        -       1       1

Καλλέργης          1       1       1       2       2       1       1        -       1                  

Αρκολέος                              1       1                          1

Σύνολο Β            6       3       3       4       4       2       4       1       2       1       2       1

Γενικό Σύνολο 12       7       4     10       4       7     23     10       8     14     10       4

 

3. Προσδιορισμός τόπου σύνταξης συμβολαίων γάμου.

 

Νοτάριοι         Εκκλησίες          Σπίτι νύφης       Σπίτι γαμπρού  Σπίτι νοταρίου  Αλλού

Βαρούχας              5                        39                          5                           -                     20

Βλαστός                 7   (3%)              7                           -                          2                       3

Σύνολο Α             12                        46                          5                          2                     23

Πάντιμος                7   (37%)            7   (37%)             -                          2                       3

Τρωίλος               10                          5                          6                          1                     10

Καλλέργης             1                                                      1                          4                       5

Αρκολέος               3                          4                                                                                3

Σύνολο Β             21                        16                          7                          7                     21

Γενικό Σύν.         33                        62                        12                          9                     44

       

4. Προσδιορισμός τόπου παράδοσης της προίκας.

 

Νοτάριοι         Εκκλησίες          Σπίτι νύφης       Σπίτι γαμπρού  Σπίτι νοταρίου  Αλλού

Βαρούχας                 2                        60                          4                                                3

Βλαστός                                              10                                                                             1

Σύνολο Α                  2                        70                          4                           -                    4

Πάντιμος                                             10                           -                                                1

Τρωίλος                                                7                                                                             1

Καλλέργης                                            6                                                       1                    1

Αρκολέος                                              2                          1                                                 

Σύνολο Β                                            25                          1                          1                    3

Γενικό Σύν.              2                        95                          5                          1                    7

 

5. Προικοσύμφωνα σε πόλη και χωριά.

 

Μήνες                       Πόλη                         Χωριά

Ιανουάριος                   9                               5

Φεβρουάριος               8                               9

Μάρτιος                       3                               3

Απρίλιος                    16                             14

Μάιος                          3                                -

Ιούνιος                         5                               7

Ιούλιος                         5                             10

Αύγουστος                   4                             12

Σεπτέμβριος                 -                               5

Οκτώβριος                   6                               7

Νοέμβριος                   4                               5

Δεκέμβριος                  8                             11

Σύνολο                      71                             88

 


 

Β. ΕΓΓΡΑΦΑ

 

Έγγραφο 1ο/Καλλέργης 165. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του Χριστού, αμήν. Στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, όπου λειτουργεί ο πολύ σεβαστός Επίτροπος, με την παρουσία του πολύ εκλαμπρό-τατου και εξοχότατου monsignore pre. Aλβίζε Παλμεζάν, βικάριου. Εκεί, η εκλαμπρότατη Ανιέζα Πολάνη του μ. Μαρίνου, καβαλιέρου, χήρα του εκλα-μπρότατου Tζαννή Σεμιτέκολου μακαρίτη εκλαμπρότατου Αντώνιου, ενεργώ-ντας για λογαριασμό της κόρης της Μαρκεζίνας, από τη μια, και ο εκλαμπρό-τατος Μάρκος Κονταρίνης του μακαρίτη εκλαμπρότατου Ιερώνυμου, ενεργώ-ντας για δικό του, από το άλλο, κατέληξαν στην παρακάτω συμφωνία γάμου, αφού πρώτα επικαλέστηκαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και της ευτυχι-σμένης και ένδοξης εσαεί παρθένας Μαρίας. Όθεν, η παραπάνω Ανιέζα υπόσχεται να πείσει την Μαρκεζίνα να δεχθεί για νόμιμο σύζυγό της, με τον τρόπο που ορίζει η αγία ρωμαϊκή εκκλησία, τον παραπάνω Μάρκο και για προίκα και δώρα του υπόσχεται 50.000 υ., με τον παρακάτω τρόπο. Επίσης, οι εκλαμπρότατοι Αντώνης, Ιάκωβος και Βιτσέντζος, αδέλφια, της νύφης, υπό-σχονται να της δώσουν, πέρα από αυτές τις 50.000 υ., την κατοικία των σπιτιών που έχουν μέσα στο παλιό κάστρο αυτής της πόλης και που είχε περιέλθει σ’ αυτούς από κληροδότημα του μακαρίτη εκλαμπρότατου Μαρίνου Κιότζα Κακού, με όλα της τα δικαιώματα. Η Ανιέζα, η μάνα της, υπόσχεται να δώσει, οχτώ μέρες  πριν  από την ευλογία του γάμου, 15.000 υ. σε εκτίμηση χρυσού, ασημιού, μαργαριταριών και μεταξωτών. Τα υπόλοιπα μέχρι τις 50.000 θα τα συμπληρώσει με περιουσίες που έχει στο χωριό Επισκοπή Καλαμώνα, αφού πρώτα εκτιμηθεί το λιόφυτο «στου Αντρουλαρέ». Από τις 50.000 υπέρπυρα οι 6.000 θεωρούνται δώρα του γαμπρού και οι 44.000  προίκα  της νύφης. Ευχαριστημένη η νύφη από την προίκα  της, παραιτείται από κάθε άλλη  γονική περιουσιακή διεκδίκηση, όπως και από την κληρονομιά του παππού της μακαρίτη εκλαμπρότατου Μαρίνου Σεμιτέκολου και του μ. Μαρίνου Κιότζα Κακού. Εγγυητές της προίκας αυτής μπαίνουν τα αδέλφια της με τις περιουσίες τους, σε περίπτωση ενόχλησης. Από την άλλη πλευρά, ο παραπάνω γαμπρός δέχεται τη  Μαρκεζίνα για νόμιμη σύζυγό του  με τα δώρα, προίκα και όρους που αναφέρθηκαν. Σ’ αυτόν υπόσχεται η μάνα του εκλαμπρότατη Κατερού όλα όσα του αφήνει με τη διαθήκη της, που έγραψε ο νοτάριος Δημήτρης Καλογερέας (5/6/1636), με την προϋπόθεση ότι θα τη  φροντίζει όσο θα ζει. Επίσης, ο θείος του εκλαμπρότατος Φραγκίσκος Κιό-τζας, που είναι παρών, υπόσχεται από τώρα το μετόχι που έχει στο χωριό Ισπιτας, με τον όρο να μην μπορεί ο γαμπρός να το μεταβιβάσει σε άλλο όσο ζει ο θείος του.

Μάρτυρες (από μέρους του γαμπρού και του θείου του):

Εκλαμπρότατος/εξοχότατος Νικολό Κιότζα, διδάκτορας, μακαρίτη πολύ εκλαμπρότατου Αλβίζε, πολύ εκλαμπρότατος Nικολό Γρίττης του μακαρίτη εξοχότατου Νικολό.

Μάρτυρες (από μέρους της Κατερούς, στο σπίτι της):

Ιούλιος Κονταράτος του μ. Μιχέλ, Τζουάνε Κονταράτος, αδελφός του.

Στις 25 του ίδιου μήνα, πήγα εγώ ο νοτάριος με τους παρακάτω μάρτυρες στο  σπίτι της κατοικίας της Ανιέζας Πολάνη και εκεί διάβασα στην κόρης  της Μαρκεζίνα, νύφη, στα ελληνικά, την παραπάνω συμφωνία. Χάρηκε και συμφώνησε σε όλα τα σημεία.

Μάρτυρες: Γεωργιλάς Βαρούχας Τζουάννε, Ιούλιος Κονταράτος του μ. Μιχάλη.

 

* * *

 

Έγγραφο 2ο/Πάντιμος 22. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του αιώνιου θεού, αμήν. Το έτος από τη θεία γέννησή του 1619, στις 4 Απριλίου, ινδικτιόνα 2η, στο Ρέθυμνο, στη συνοικία του Αγίου Στεφά-νου, στο σπίτι του εξοχότατου Τζουάννε Λίμα διδάκτορα. Εκεί, τα παρακάτω μέρη κατέληξαν σε συμφωνία γάμου, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα της παρθένου Μαρίας, μητέρας του θεού. Συγκεκριμένα, η Νικολόζα Σεμιτεκολο-πούλα, ψυχοκόρη της Βαντίνας, από τη μια, για δικό της, υπόσχεται να πάρει για γαμπρό και σύζυγο νόμιμο, σύμφωνα με την εκκλησία και τους ιερούς κανόνες, τον μάστρο Μαθιό Σιλιγάρδο, νόθο γιο του Μιχελίν, δασκάλου. Σ’ αυτόν ο μάστρο Νικολό Γαβαλάς του Δημήτρη Παγγιονάτου υπόσχεται,  για την ψυχή του, να του δώσει  προίκα και δώρα 2.000 υ. ως εξής:  με μετρητά, εκτίμηση λινών και μάλλινων και με ένα κρεβάτι τα 1.000 υ. Για τα άλλα χίλια αναλαμβάνει την υποχρέωση να του χτίσει ένα σπίτι, για να κατοικήσει με τη νύφη. Επειδή μάλιστα δεν έχει πού να μείνει, μέχρι να του χτίσει το σπίτι, θα του βρει ένα άλλο σπίτι για να μένει. Από το άλλο μέρος, ο Μαθιός ενεργώντας για λογαριασμό του, υπόσχεται να πάρει τη Νικολόζα σαν νόμιμη σύζυγό του, με την παραπάνω προίκα, τα δώρα  και τους όρους.

Μάρτυρες: παπα Μανούσος Συρόπουλος Μπορτάλιου, Αντρέας Πατελάρος Δράκος του εξαίρετου Τζώρτζη από αυτή την πόλη.

 

* * *

 

Έγγραφο 3ο/Αρκολέος 54. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του αιώνιου θεού, αμήν, το έτος από τη γέννησή Του 1644, στις 16 Μαρτίου, 12η ινδικτιόνα, στο Ρέθυμνο, πόλη του βασιλείου της Κρήτης, στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου. Εκεί, ο ευγενής κρητικός Αλβέρτος Βαρούχας, ενεργώντας από μέρους της Αντριάνας, κόρης του μακαρίτη Γιώργη Βαρούχα, ετεροθαλούς αδελφού του, από το ένα, και ο Αντρουλής Καλοτάς π. Τζώρτζη, για δικό του, από το άλλο, προέβησαν στην παρακάτω συμφωνία γάμου, αφού επικαλέστηκαν το όνομα της Αγίας Τριάδας και της ευτυχισμένης Παρθένου Παναγίας της Χρυσοπηγής: ο Αλβέρτος υπόσχεται να πείσει την Αντριάνα να δεχθεί ως άντρα και επίσημο σύζυγό τον παραπάνω Αντρουλή, στον οποίο θα καταβάλει για προίκα 22.000 υ. Από τα χρήματα αυτά υπόσχεται να δώσει από την προίκα της τις 12.000 που θα πληρωθούν ως εξής: 8.000 με εκτίμηση χρυσού, ασημιού, μαργαριταριών και ρούχων, που βρίσκονται στην κατάσταση που συνέταξε ο παραπάνω Αλβέρτος με την κινητή περιουσία του μακαρίτη Γιώργη. Θα γίνει εκτίμηση των περιουσιακών αυτών στοιχείων έως το ποσό των 8.000 και τα υπόλοιπα μέχρι τις 12.000 θα καλυφθούν με ακίνητα της Ελιάς Επισκοποπούλας. Τα τελευταία θα δοθούν μετά το θάνατό της , όπως ορίζεται στη διαθήκη της. Τα υπόλοιπα έως τις 22.000 υπόσχεται ο Αλβέρτος να καλύψει με περιουσίες στον Άγιο Βασίλειο, που θα εκτιμηθούν για λογαρια-σμό της προίκας και το υπόλοιπο, αν υπάρξει, θα δοθεί από την κληρονομιά  που είχε πάρει ο μακαρίτης Γιώργης από το μακαρίτη ευγενή Μαρίνο Κορνέρ. Παράλληλα, η Ισαβέλα Μηλιώτη, μητέρα του γαμπρού, υπόσχεται την ευλογία της και τα σπίτια της, που για την ώρα κατέχει ο Αντρέας Φούσκαρης στη συνοικία Αγίου Στεφάνου. Την ανάκτηση των σπιτιών είναι υποχρεωμένος να κάνει ο Αντρουλής με δικά του χρήματα, τα οποία είναι 1.500 υ. Επίσης και το μισό από το λιόφυτο που έχει «στα Κρουσά», που δόθηκε από το μερίδιο της προίκας της στην αδελφή της Κατερίνα από τα αδέλφια της Παύλο και Τζουάννε Καλοτά. Από τις 22.000  οι 2.200 θα είναι δώρα του γαμπρού και τα υπόλοιπα προίκα της νύφης. Με βάση τα παραπάνω ο γαμπρός  υπόσχεται και αναλαμβάνει την υποχρέωση να πάρει για  γυναίκα και νόμιμη σύζυγό του την Αντριάνα, σύμφωνα με τις εντολές της μητέρας εκκλησίας και τους αγίους κανόνες. Αφού συμφώνησαν στα παραπάνω, κάλεσαν  μάρτυρες.

Μάρτυρες: Στεφανής Πύρινος π. Πιέρο, Γεωργιλάς Βαρούχας π. Αλεξίου.

Στη συνέχεια, πήγα εγώ ο νοτάριος και οι μάρτυρες στο σπίτι του μακαρίτη Γιώργη, όπου διάβασα στα ελληνικά το παρόν γαμικό σύμφωνο στην Ελιά Επισκοποπούλα, η οποία και συμφώνησε. Το διάβασα και στην Αντριάνα, στα ελληνικά επίσης, και συμφώνησε και αυτή.

Μάρτυρες: (οι ίδιοι).

Μετά πήγαμε στο σπίτι της Ισαβέλλας και της διάβασα στα ελληνικά το παραπάνω. Συμφώνησε και αυτή σε όλα. Μάρτυρες: (οι ίδιοι).

 

* * *

 

Έγγραφο 4ο/Τρωίλος 2. Συμβόλαιο γάμου.

Στ’ όνομα του αιώνιου θεού, αμήν. Το έτος από τη γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού 1586, στις 12 Ιανουαρίου, 13η  ινδικτιόνα, στο Ρέθυμνο, πόλη του νησιού της Κρήτης, στο σπίτι της κατοικίας του μεγαλόπρεπου Αντώνιου Πικατόρου. Εκεί, ο μεγαλόπρεπος Τζουάννε Νταπιασέντσα π. μεγαλόπρεπου Λουκά, εξ ονόματος της κόρης του Γκρατσιόζας, από τη μια, και ο Μανόλης Μαυρέας π. Μιχάλη, από την άλλη, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα του ύψιστου θεού και της ένδοξης παρθένας Μαρίας, ήρθαν σ’ αυτή τη σύμβαση και συμφωνία γάμου. Ο μεγαλόπρεπος Τζουάννε, δηλαδή, υπόσχεται να κάνει και να επιτύχει με σεβασμό, ώστε η κόρη του Γκρατσιόζα να δεχθεί  να πάρει για σύζυγό της και νόμιμο γαμπρό, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγίας μητέρας Εκκλησίας, τον παραπάνω Μανόλη, στον οποίο υπόσχεται και υποχρεούται να δώσει ως προίκα και δώρα 3.000 υ. Από αυτά τα 300 θα είναι τα δώρα του γαμπρού και τα υπόλοιπα θα είναι και θα ισχύουν ως προίκα της νύφης. Τα χρήματα αυτά υπόσχεται να δώσει ως εξής:  

·    1.400 υ. με εκτίμηση ρούχων,

·    710 υ. σε μετρητά και σε εκτίμηση χρυσού ή ασημιού,

·    390 υ. με αυτά που του χρωστά ο μεγαλόπρεπος αδελφός του Αρμάνο Νταπιασέντσα, όπως φαίνεται στη διαθήκη της μεγαλόπρεπης μακαρίτισσας μητέρας τους Φρατζεσκίνας. Τα 390 αυτά υ. ο γαμπρός είναι υποχρεωμένος να τα εισπράξει, όπως έχει (νόμιμο) δικαίωμα, από τον παραπάνω Αρμάνο, και σε περίπτωση που δε θα το κατορθώσει με τη  δικαστική οδό, σύμφωνα με την υποχρέωση που ανέλαβε, τότε και (μόνο) σ’ αυτήν την περίπτωση ο μεγαλό-πρεπος Τζουάννε αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει τόσα μετρη-τά, το αργότερο έως τον Ιανουάριο του 1588, σύμφωνα με το αυτοκρατορικό ημερολόγιο.

·    Τα υπόλοιπα χρήματα μέχρι τις 3.000, που είναι 500 υ., ο μεγαλό-πρεπος Τζουάννε υπόσχεται να καταβάλει στο γαμπρό με πέντε συνεχείς ετήσιες δόσεις των 100 υ., αρχίζοντας από το Μάρτη του 1587 μέχρι την εξό-φληση τους.

Την  εκτίμηση του ασημιού, του χρυσού και τα μετρητά που υποσχέθηκε  ο Τζουάννε οφείλει να δώσει οκτώ μέρες πριν από την ευλογία (τελετή του γάμου), η οποία έπρεπε να γίνει μέσα στις γιορτές του Πάσχα ή πριν, σε τόπο της αρεσκείας τους.

Από το άλλο μέρος, ο παραπάνω Μανόλης υπόσχεται και είναι υποχρεω-μένος να δεχθεί να πάρει  τη Γκρατσιόζα ως νόμιμη σύζυγό του με τις παρα-πάνω συμφωνίες, τρόπους και όρους, υποσχόμενος κ.λπ. 

Μάρτυρες: παρακαλετοί.

 

* * *

 

Έγγραφο 5ο/Τρωίλος 7. Εκτίμηση προίκας.

Στις 21 Οκτωβρίου 1587 στο χωριό Ρούπες, στο σπίτι του σεβαστού ιερο-μόναχου Ιωνά Βαρούχα λεγόμενου Κουλουρά, βρεθήκαμε ξανά εγώ ο νοτά-ριος και οι παρακάτω υπογράφοντες παρακαλετοί μάρτυρες. Ο ιερομόναχος Κουλουράς όφειλε να δώσει και να παραδώσει στον Κωνσταντίνο Επισκοπό-πουλο του σεβαστού παπα Γεωργιλά, το ρουχισμό που του είχε υποσχεθεί για εκτίμηση στα συμβόλαια γάμου, για λογαριασμό της προίκας της ανιψιάς του Ιζαμπέτας, και σύμφωνα μ’ αυτά. Με την ισχύ του παρόντος δημόσιου συμβο-λαίου εκλέγουν, από κοινού, για εκτιμητή τον πρωτοράφτη Μανόλη Τρωίλο, στον οποίο δίνουν τη δυνατότητα να κάνει την εκτίμηση των ρούχων και των άλλων αντικειμένων που θα του παρουσιάσουν και όσο εκτιμηθούν, τόσο να είναι και να θεωρούνται, σύμφωνα με το βενετικό έθιμο και αμετάκλητα. Την παρακάτω εκτίμηση ο προαναφερθείς Κωνσταντίνος δέχεται για λογαριασμό της προίκας, με παρουσία των παρακάτω παρακαλετών μαρτύρων.

Μάρτυρες: μεγαλόπρεπος Αντώνιος Πικατόρος, Τζώρτζης Μοτσενίγος π. Τζουάννε.

                        Προίκα                                                      Εκτίμηση

Δύο στρωματοστρώσεις εκτιμούνται υπέρπυρα                      300

Ένα στρώμα                                                                          160

Δύο καλύμματα για πάπλωμα                                                  60

Δέκα μαξιλάρια με τις θήκες τους                                          210

Τέσσερα μαξιλαράκια με θήκες κεντημένες                             10

Ένα ζευγάρι σεντόνια κεντημένα                                           200

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια                                                    100

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια κεντημένα                                   130

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια κεντημένα                                   130

Μια λινή κουβέρτα από δίμιτο                                               180

Μια κουβέρτα άσπρη κεντημένη                                           160

Ένα ζευγάρι κουρτίνες βαμβακερές με τα εξαρτήματά τους   170

Δυο χαλιά/κλινοσκεπάσματα                                                 160

Μια πουκαμίσα κόκκινη με κέντημα                                     330

Μια φορεσιά από κίτρινη ορμεζίνη                                       220

Μια σάρτζα (μπέρτα) κίτρινη με σιρίτια                                110

Ένα κίτρινο μπροκαντέλο                                                       60

Ένα καπέλο από ατλάζι σκούρο κόκκινο με λοφίο

     και κορδόνι χρυσό                                                              80

Δυο βαμβακερά φουστάνια                                                   120

Τρία άλλα βαμβακερά φουστάνια                                          170

Δυο ποδιές, η μία από μετάξι και η άλλη από πανί

     με κεντήματα                                                                    120

Δυο πουκάμισα με κεντήματα                                                180

Οκτώ πουκάμισα                                                                   340

Ένα μαντίλι με κέντημα                                                           80

14 μικρά μαντίλια                                                                   56

Ένα άλλο μαντίλι                                                                     20

Ένα τραπεζομάντιλο 7 πήχεις με 12 πετσέτες                          70

Ένα άλλο τραπεζομάντιλο με 12 χοντρές πετσέτες                   50

Ένα άλλο τραπεζομάντιλο μεταχειρισμένο, ένα άλλο μικρό     30

Συνολικά εκτιμούνται (λανθασμένη πρόσθεση)                   3.906

Την ίδια μέρα ο παραπάνω Κωνσταντίνος Επισκοπόπουλος κάνει πλήρη και αμετάκλητη εξασφάλιση ότι έχει δεχθεί την παραπάνω εκτίμηση, που αθροίζεται σε 3.906 υ. και μαζί με τα 6.904 υ., που πήρε μπροστά σε μένα τον νοτάριο και τους μάρτυρες από το σεβαστό πατέρα Κουλουρά, σε τα τσεκίνια και ασημένια νομίσματα, συμπληρώνουν τις 10.000 υ., που του υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου. Για τις 10.000 αυτές ο Κωνσταντίνος και οι κληρονόμοι του αποδίδουν εξασφαλισμένο, ήσυχο και ασφαλή τον παραπάνω ιερομόναχο, θείο της νύφης. Έτσι παρακάλεσαν για μάρτυρες τους Αντώνιο Πικατόρο  και Τζώρτζη Μοτσενίγο, οι οποίοι υπέγραψαν ιδιοχείρως.

Μάρτυρες: Εγώ ο Αντώνιος Πικατόρος του Ιακώβου παραβρέθηκα και παρακλήθηκα ως μάρτυρας.

Εγώ ο Τζώρτζης Μοτσενίγος π. Τζουάννε παραβρέθηκα και παρακλήθηκα ως μάρτυρας.

 

* * *

 

Έγγραφο  6ο/Πάντιμος 13. Συμβόλαιο γάμου.

Στο όνομα του αιώνιου θεού, αμήν. Το έτος από τη θεία γέννησή του 1618, στις 2 Φεβρουαρίου, κατά την αυτοκρατορική συνήθεια, στο Ρέθυμνο, πόλη της Κρήτης, στο μοναστήρι της Παναγίας των Ερημιτανών μοναχών και μπροστά στους παρακάτω μάρτυρες. Εκεί, ο ενδοξότατος Φραγκίσκος Καλλέρ-γης π. ενδοξότατου Τζώρτζη Αλισσανδρόπουλου, από τη μια, και ο εκλαμπρό-τατος Φραγκίσκος Δάνδολος π. εκλαμπρότατου Τζουάννε, από την άλλη, κατέληξαν στην παρακάτω συμφωνία γάμου, αφού επικαλέστηκαν το όνομα της παρθένου και ενδοξοτάτης Μαρίας. Ο ενδοξότατος Φραγκίσκος Καλλέρ-γης υπόσχεται να πείσει την αγαπητή του κόρη Όρσα να δεχθεί ως σύζυγο και νόμιμο γαμπρό τον εκλαμπρότατο Δάνδολο σύμφωνα με τα παρακάτω και σύμφωνα με τις διατάξεις των ιερών κανόνων. Σ’ αυτόν υπόσχεται ως προίκα  και δώρα 10.000 κρητικά δουκάτα, με 8 υπέρπυρα και 17 σόλδια το δουκάτο, που κάνουν 85.312 υπέρπυρα. Από αυτά τα 1.000 δουκάτα θα είναι τα δώρα του γαμπρού και οι 9.000 η προίκα της νύφης. Ο Καλλέργης υπόσχεται στον Δάνδολο την συμπλήρωση του παραπάνω ποσού από τις ιδιοκτησίες και τα έσοδα που έχει στα χωριά Αστέρι και Παγκαλοχώρι, που εκτιμώνται σε περίπου 40.000 υπέρπυρα και τα υπόλοιπα από τις ιδιοκτησίες του στα χωριά Χαμαλεύρι, αυτές που είναι κοντά στα χωριά Αστέρι και Παγκαλοχώρι. Θα εκλέξουν από κοινού δύο φίλους για να εκτιμήσουν τις παραπάνω περιουσίες. Οι εκτιμητές οφείλουν να λάβουν υπόψη και το φόρο ταγής που πληρώνουν οι περιουσίες αυτές. Αν ο Καλλέργης επιθυμήσει να πάρει πίσω τις περιουσίες αυτές, που είναι συνέχεια στις άλλες που έχει στο Άριο, έχει το δικαίωμα μέσα στα τρία επόμενα χρόνια  να δώσει στον γαμπρό ίση περιουσία και έσοδα  με τα παραπάνω στην περιοχή Σκάφη ή Πέραμα, που έχει από ανταλλαγή στο χωριό  Φλακί. Αν περάσουν τα τρία χρόνια και δεν έχει γίνει η ανταλλαγή οι περιουσίες μένουν με όλα τα δικαιώματά τους στον Δάνδολο. Οι περιουσίες αυτές αποτελούν την προίκα της νύφης και μέχρι το ποσό των 10.000 δουκάτων. Επιπλέον ο Καλλέργης υπόσχεται να καταβάλει στον γαμπρό του 20.000 υ. οκτώ μέρες πριν από την τελετή του γάμου, που θα γίνει σε  μέρος από κοινού δεκτό. Επίσης του υπόσχεται 15.000 υ. με εκτίμηση χρυσού, ασημιού και μαργαριταριών, τα μισά, και με εκτίμηση μεταξιού τα άλλα μισά.  Τα υπόλοιπα μέχρι το ποσό των 85.312 υ. υπόσχεται να δώσει σε δύο ισόποσες δόσεις, ξεκινώντας την πρώτη ένα έτος μετά το γάμο. Η νύφη μετά από αυτά παραιτείται από κάθε δικαίωμα πάνω στην πατρική και μητρική περιουσία. Παράλληλα ο Καλλέργης υποθηκεύει την υπόλοιπη περιουσία του, σε περί-πτωση μη τήρησης αυτών που υποσχέθηκε. Από το άλλο μέρος, ο Δάνδολος  υπόσχεται να πάρει σαν σύζυγο και νόμιμη νύφη την ενδοξότατη Όρσα. Παρών είναι και ο σεβαστός Ιωάννης Βαφτιστής Ντιμπρέσια, βικάριος/εφημέριος. Η μητέρα του γαμπρού εκλαμπρότατη Ιζαμπέτα Σαλούστρου από μητρική αγάπη υπόσχεται στον γιο της Φραγκίσκο τις ιδιοκτησίες που έχει στο Γενή, στις περιοχές Τράκα και Λογαρέα με όλα τα δικαιώματά τους και όσα περιλαμ-βάνουν, δηλαδή γονίκαρους, δεκατίες κ.ά. Με τη δήλωση ότι, επειδή η ιδιοκτη-σία της στο Γενή και όσα περιέχει συνηθίζεται να πηγαίνει από κληρονόμο σε κληρονόμο αρσενικό, αν πεθάνει αυτός (δηλαδή ο Φραγκίσκος), που ο Θεός να τον φυλάει,  η κληρονομιά πηγαίνει στον αδελφό του Πιέρο.

Μάρτυρες: Νικολό Γαβαλάς σεβαστού παπά Δημήτρη, Μιχέλ  Κονταράτος  π. Λέο,, Τζουάννε Αχέλης π. Γιώργη από αυτή την πόλη.

Την ίδια μέρα και ώρα πήγα στο σπίτι που κατοικεί ο ενδοξότατος Καλλέργης και βρήκα την παραπάνω Όρσα τη νύφη, στην οποία διάβασα τα παραπάνω, μπροστά στους μάρτυρες. Τα δέχτηκε όλα, τα επαίνεσε και υπο-σχέθηκε να τα τηρήσει, παρουσία του Εφημέριού της.

Μάρτυρες οι παραπάνω Γαβαλάς, Κονταράτος και Αχέλης.

Την ίδια ώρα και μέρα πήγα με τους παρακάτω μάρτυρες στο σπίτι που κατοικεί η εκλαμπρότατη Ιζαμπέτα Σαλούστρου, μητέρα του παραπάνω Δάνδολου. Σ’ αυτήν διάβασα το παραπάνω συμβόλαιο. Το δέχτηκε σε όλα του τα σημεία και το επαίνεσε.

Μάρτυρες οι παραπάνω: Γαβαλάς, Κονταράτος και Αχέλης.

 

* * *

 

Έγγραφο 7ο/Πάντιμος 73. Εκτίμηση προίκας.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1629, ινδικτιόνα 12η, στο Ρέθυμνο, στο σπίτι που κατοικεί ο έξοχος Ιερώνυμος Νταμπρέσα. Εκεί, ο πρωτοχρυσοχόος Νικολό Λεονταρίτης και ο πρωτοράφτης Αγγελούτσος Τρωίλος, εκτιμητές εκλεγμένοι, με την ισχύ του παρόντος δημοσίου συμβολαίου, από τον παραπάνω Ιερώνυμο και τον γαμπρό του Μιχέλ Κυριάκη, για να εκτιμήσουν το χρυσάφι, το ασήμι, τα μαργαριτάρια και τα ρούχα, που υποσχέθηκε ο Ιερώνυμος στον Μιχέλ στα συμβόλαια γάμου, που έγραψα εγώ ο νοτάριος στις 21 του περασμένου Οκτω-βρίου. Η εκτίμηση έχει ως εξής:

Α. Κατάσταση εκτίμησης ρούχων.

                          Είδος                                                     Εκτίμηση

                                                                                     σε υπέρπυρα

Δυο κρεβατοστρώσεις μάλλινες καινούριες

με τα καλύμματά τους επίσης καινούρια                                500

Έξι καινούρια μαξιλάρια με κεντημένα καλύμματα

και δύο μικρότερα ίδιου είδους                                              350

Δυο καλύμματα μαξιλαριών από γαλάζια ορμεζίνη

με χρυσά φαντά σιρίτια                                                           70

Δυο καλύμματα μαξιλαριών από ατλάζι, με απεικονίσεις

και χρυσά φαντά σιρίτια                                                        140

Ένας κρεβατόγυρος από μπαβέλα και γαλάζιο μετάξι,

με σιρίτια κίτρινα από μετάξι και με κρόσια από μπαβέλα     100

Ένας άλλος κρεβατόγυρος από ύφασμα λευκό κεντημένο        60

Ένα ζευγάρι σεντόνια καινούρια και με χρυσό κέντημα         750

Ένα άλλο όμοιο ζευγάρι                                                        280

Ένα άλλο όμοιο ζευγάρι                                                        350

Ένα άλλο όμοιο ζευγάρι                                                        350

Ένας ουρανός κρεβατιού από ύφασμα κεντημένο

με λινό και χρυσό νήμα τριγύρω                                            370

Ένα κάλυμμα κρεβατιού από ύφασμα με κέντημα και κρόσια 200

Κουβέρτα από δίμιτο μεταξιού, χρυσαφιά, όλη με κέντημα   600

Μια άλλη από ύφασμα ίδιου χρώματος, με κέντημα               350

9 πουκάμισα γυναικεία με κέντημα                                        900

Μια ενδυμασία από ύφασμα με λινά κορδόνια,

και μια άλλη σκέτη, από ύφασμα και οι δύο                          300

Γυναικείο μπουρνούζι από ύφασμα με υφάδι από μετάξι,

όλο κεντημένο με λινό                                                           300

Δύο άλλα όμοια                                                                     300

Ένα σάλι γυναικείο καινούριο με κέντημα                             200

Ένα άλλο με κέντημα                                                            150

24 πετσέτες φαγητού με κέντημα                                             60

15 πετσέτες από ύφασμα με κέντημα                                     280

Ένα μαντήλι κεφαλιού γυναικείο με κέντημα                         120

Μια ενδυμασία από λεπτό μάλλινο κίτρινο ύφασμα,

στολισμένη με μετάξι και κόκκινη ορμεζίνη                          150

Μια ενδυμασία από άσπρο ατλάζι, με διάφορα χρώματα       530

κεντημένη με χρυσό νήμα και με τα μανίκια της

κεντημένα το ίδιο                                                               2.100

Μια ενδυμασία με ατλάζι βαθύ κόκκινο με την πιέτα της

Και μανίκια στολισμένα με σιρίτια χρυσά και ασημένια,

και με χρυσά κουμπιά                                                         1.500

Μια ενδυμασία από ορμεζίνη άσπρη και κόκκινη

με άσπρα κορδόνια από μετάξυ τριγύρω                               264

Μια ενδυμασία από μετάξι και μπαβέλα γαλάζια στολισμένη

τριγύρω με λευκό ατλάζι, με τα μανίκια της                           200

Μια φούστα από ορμεζίνη χρυσαφιά, κεντημένη με μετάξι

Διαφόρων χρωμάτων μέχρι την πιέτα                                    250

Ένα χαλί περσικό κόκκινο και ένα άλλο με διάφορα χρώματα 500

Μια κουβέρτα από ύφασμα γαλάζιο                                      300

Σύνολο                                                                             11.574

 

Β. Κατάσταση εκτίμησης χρυσού, ασημιού και μαργαριταριών.

                          Είδος                                                     Εκτίμηση

                                                                                     σε υπέρπυρα

Ένα περιδέραιο χρυσό σε σχήμα αμυγδάλου

ζυγίζει 22 σάτζα και 8 καράτια                                           1.890

Ένα ζευγάρι βραχιόλια (αλυσιδίτσες) χρυσά, 10 σάτζα

και 12 καράτια                                                                      800

Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια χρυσά σε σχήμα στεφανιού

με τα μαργαριτάρια τους, 3 σάτζα και 3 καράτια                   330

Ένα κολιέ από μαργαριτάρια με χρυσά κουμπιά                    666

Ένα άλλο μαργαριταρένιο κολιέ με τρεις σειρές

και χρυσά κουμπιά                                                                720

Μια σειρά μαργαριτάρια                                                       445

Δύο χρυσά δακτυλίδια, ζυγίζουν 4 σάτζα και 6 καράτια         440

12 κουτάλια ασημένια και πιρούνια με ποικίλη διακόσμηση,

Ζυγίζουν 40 ουγγιές και 2 σάτζα                                           251

Άλλα 12 κουτάλια ασημένια με ποικίλη διακόσμηση,

20 ουγγιές                                                                             580

Ένα δοχείο ασημένιο, 11 ουγγιές και 5 σάτζα                        355

4 κύπελλα ασημένια, 44 ουγγιές και ένα σάτζο                      922

Σύνολο                                                                               8.449

Η παραπάνω εκτίμηση των ρούχων, του χρυσού, του ασημιού και των μαργαριταριών ανέρχεται συνολικά στις 20.000 υ. Την έκαναν οι εκτιμητές μπροστά και στα δύο μέρη και τους  διαβεβαίωσαν με όρκο ότι ενήργησαν κατά συνείδηση. Και τα δύο μέρη δέχτηκαν την εκτίμηση, την παίνεσαν και  δήλωσαν ότι ικανοποιήθηκαν. Ο Κυριάκης, αφού συμφώνησε με την προίκα και τα δώρα και, αφού δήλωσε ότι έχει πάρει τα παραπάνω, με την ισχύ του παρόντος δημοσίου συμβολαίου εξασφάλισης, εξασφαλίζει τον Ιερώνυμο, τους διαδόχους και κληρονόμους του για πάντα. Μετά από αυτά παρακάλεσαν για μάρτυρες.

Μάρτυρες: Τζώρτζης Βόλος π. Νικολό, Αντώνιος Βλαστός, ράφτης, π. Γιανούλη.

 

***

 

Έγγραφο 8ο/Τρωίλος 4. Έτοιμο συμβόλαιο γάμου.

Το 1586, κατά το αυτοκρατορικό ημερολόγιο, στις 28 Ιουλίου, στα σπίτια που κατοικεί ο εκλαμπρότατος Φραγκίσκος Λομβάρδος, διοικητής. Εκεί, αφού παρουσιάστηκαν μπροστά σε μένα τον νοτάριο και τους παρακάτω παρα-καλετούς μάρτυρες, ο παραπάνω διοικητής, η κόρη του Αντριάνα και ο μεγαλόπρεπος και εξοχότατος διδάκτορας Φορλάνος, και αφού τους διάβασα το παρακάτω συμβόλαιο, το οποίο μου δόθηκε από τους ίδιους συνταγμένο και υπογεγραμμένο, όπως ακριβώς βρίσκεται, παρακάλεσαν όλοι τους ως μάρ-τυρες των όσων περιέχονται σ’ αυτό, το σεβαστό παπα Γιάννη Πάντιμο σεβα-στού παπα Σταμάτη και τον ευγενή κρητικό Μιχέλ Επισκοπόπουλο π. Τζώρτζη.

Ο μεγαλόπρεπος και εξοχότατος Ντανιέλ Φορλάνος, διδάκτορας γιατρός, για δικό του, από τη μια, και ο μεγαλόπρεπος και εκλαμπρότατος Φραγκίσκος Λομβάρδος, διοικητής, για την προσφιλή κόρη του Αντριάνα, από την άλλη,  συζήτησαν και αποφάσισαν γάμο, με την προϋπόθεση ότι θα επιτύχουν τη συγκατάθεση του επισκόπου της Αγίας Αποστολικής Έδρας, εξαιτίας της συγγέ-νειας αίματος τετάρτου βαθμού που τυχαίνει να έχουν μεταξύ τους. Τώρα, καθώς περιμένουν από τη Ρώμη τη συγκατάθεση, επιθυμούν τα παρόντα μέλη με τον πρέποντα σεβασμό να περιληφθούν οι προικώες συμφωνίες στο παρόν έγγραφο, και να συνταχθεί ένα όμοιο, που θα υπογραφεί και από τα δύο μέρη, ώστε να κρατά το κάθε μέρος από ένα για εξασφάλισή του. Το έγγραφο αυτό θα φανερώνει την αλήθεια για πάντα, οι όροι του θα παραμένουν σε ισχύ, και οι ενδιαφερόμενοι θα είναι  υποχρεωμένοι να τηρούν αυτά που γράφονται και που εκ των προτέρων έχουν υπογράψει. Δηλώνεται, παράλληλα, ότι ο παρα-πάνω μεγαλόπρεπος και εξοχότατος διδάκτορας είναι υποχρεωμένος και υπόσχεται να πάρει ως νόμιμη σύζυγό του, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγίας μητέρας ρωμαϊκής Εκκλησίας, την παραπάνω Αντριάνα Λομβάρδου, αφού υπάρξει και έρθει η συγκατάθεση, όπως παραπάνω. Από το άλλο μέρος, ο παραπάνω μεγαλόπρεπος διοικητής υπόσχεται και είναι υποχρεωμένος να επιτύχει, ώστε η κόρη του Αντριάνα να συγκατατεθεί και να πάρει ως νόμιμο σύζυγό της το μεγαλόπρεπο διδάκτορα, στον οποίο υπόσχεται να δώσει ως προίκα και δώρα 52.000 υπέρπυρα, από τα οποία οι 8.000 είναι τα δώρα του γαμπρού και οι 44.000 προίκα της νύφης. Τα χρήματα αυτά θα εξοφληθούν με 1.000 τσεκίνια σε μετρητά, και με εκτίμηση επίπλων, χρυσού, ασημιού, μαργαριταριών, κοσμημάτων και μεταξωτών, σύμφωνα με τη συνήθεια της πατρίδας. Όλα αυτά θα δοθούν οκτώ μέρες πριν από την ευλογία, και τα υπόλοιπα μέχρι την πλήρη εξόφληση των 52.000 με  ετήσιες δόσεις των 100 βενετσιάνικων δουκάτων, αρχίζοντας από το Μάρτη. Δηλώνεται επίσης ότι στο παραπάνω ποσό των 52.000 περιλαμβάνεται κάθε είδος περιουσίας, δικαιώματος ή πράξης, που έχει ή θα μπορούσε να έχει στο μέλλον με οποιο-δήποτε τρόπο η παραπάνω μεγαλόπρεπη νύφη τόσο από την προγονική όσο και από την πατρική ή μητρική της περιουσία, όπως και από κάθε άλλη οδό. Για τις παραπάνω περιουσίες, δικαιώματα και πράξεις θεωρείται ότι η Αντριάνα παραιτείται στο σύνολό τους υπέρ του μεγαλόπρεπου πατέρα της, και αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απαιτήσει ποτέ απ’ αυτόν και τους κληρο-νόμους του κάτι για δικό της ή για τους διαδόχους και κληρονόμους της για πάντα. Με αυτήν όμως τη ρητή δήλωση: σε περίπτωση επιστροφής της προίκας -που θεός φυλάξοι- οι περιουσίες του γαμπρού και των κληρονόμων και διαδόχων του θα είναι υποθηκευμένες μόνο στο ποσό που θα φανεί με έγγραφο ότι πήρε από την παραπάνω προίκα. Μετά από τις παραπάνω συμφω-νίες, όρους και τρόπους, που ο γαμπρός μεγαλόπρεπος Ντανιέλ εγκρίνει και δέχεται, και τα δύο μέρη υπόσχονται να πείθονται και να τηρούν αυτά που υποσχέθηκαν, με εγγύηση τις τωρινές και μελλοντικές περιουσίες τους.

Μάρτυρες: Εγώ ο Φραγκίσκος Λομβάρδος, διοικητής, βεβαιώνω τα παρα-πάνω, εγώ ο Ντανιέλ Φορλάνος, που υπογράφω, βεβαιώνω τα παραπάνω, εγώ ο Αντρέας Φορλάνος π. Ιερώνυμου βεβαιώνω τα παραπάνω και δίνω την ευλογία μου.

 

***

 

Έγγραφο 9ο/Τρωίλος 71. Χειραφέτηση.

1596, την τελευταία του Ιουνίου, 9η ινδικτιόνα, στο κατάστημα του Τζώρτζη Πατελάρου π. αξιότιμου Νικολό, στο Ρέθυμνο. Εκεί, ο εξοχότατος Τζώρτζης Πατελάρος π. αξιότιμου Νικολό, έχοντας δείξει πάντα πατρική στοργή στον αδελφό του Τζουάννε, που ήταν τεσσάρων μόλις χρόνων όταν πέθανε ο μακαρίτης πατέρας τους, θέλει τώρα, που είναι ενήλικος πια 29 ετών, να δώσει μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του προς αυτόν. Με την ισχύ λοιπόν του παρόντος δημόσιου και αμετάκλητου συμβολαίου χειραφέτησής του, σαν να ήταν γιος του, του δίνει και του παραδίνει τα δικά του, δηλαδή τα χωράφια, τα αμπέλια, τα σπίτια και τα δέντρα, με τα οποιαδήποτε δικαιώματά τους και με τα οφέλη και τις επιβαρύνσεις τους χωρίς καμιά εξαίρεση και αποκλεισμό, που βρίσκεται να έχει στο χωριό Επισκοπή του Καλαμώνα. Υπόσχεται μάλιστα να τον εξασφαλίσει τόσο από τα παιδιά του και τους κληρονόμους του όσο και από τη σύζυγό του και τους κληρονόμους της, ώστε να μην του δημιουργήσουν ποτέ κάποια ενόχληση. Σχετικά μάλιστα με τις περιουσίες που αγοράστηκαν και νοικιάστηκαν από τον Τζώρτζη, τον εξασφαλίζει όχι μόνο από τη σύζυγό του αλλά και από κάθε άλλο πρόσωπο ξένο.  Ο τόπος αυτός και οι περιουσίες ισχύουν ως αποζημίωση για όσα του αναλογούσαν από τις πατρικές και μητρικές περιουσίες, που έμειναν όλες στον Τζώρτζη, τόσο αυτές που μετα-βιβάστηκαν όσο και αυτές που δεν έχουν μεταβιβαστεί, αλλά έχει μόνο ο Τζώρτζης το δικαίωμα ανάκτησης με δικά του χρήματα, και είναι δείγμα αγάπης και στοργής προς αυτόν όπως παραπάνω. Αυτές τις περιουσίες μπορεί να κρατά, να κατέχει, να αυξάνει και να εξουσιάζει ο Τζουάννε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ως πραγματικός κύριος και αφέντης και, αν αποκτήσει νόμιμα παιδιά, να πάνε οι περιουσίες στα παιδιά του και να είναι στην ελεύθερη διάθεσή τους ή σύμφωνα με τους όρους που θα θελήσει να επιβάλει ο πατέρας τους Τζουάννε. Εάν όμως αυτός πεθάνει χωρίς νόμιμα παιδιά, δεν έχει το δικαίωμα να αφήσει τις παραπάνω περιουσίες ούτε ένα μέρος από αυτές ούτε και τις αυξήσεις που τυχόν θα έχει επιφέρει σ’ αυτές σε κανένα άλλο παρά μόνο στα αρσενικά παιδιά του Τζώρτζη, σε όλα, σε μερικά ή σε ένα, όπως θα του φανεί καλό, και για το λόγο αυτό τα παιδιά οφείλουν να του δείχνουν αγάπη, στοργή και σεβασμό. Δηλώνεται επίσης ότι οι περιουσίες αυτές μένουν στα παιδιά ή στο παιδί που θα θελήσει να τις αφήσει με τον όρο ότι και ο Τζώρτζης θα έχει αφήσει την υπόλοιπη περιουσία του στα παιδιά του αυτά. Στην περίπτωση αυτή, που πεθάνει δηλαδή χωρίς νόμιμα παιδιά, έχει το δικαίωμα να διαθέσει με τη διαθήκη του για την ψυχή του 2.000 υπέρπυρα, όπως του φανεί καλό, όχι όμως σε γυναίκες με άσχημη ζωή. Στην περίπτωση αυτή πάντως τα οποιαδήποτε έπιπλα που θα έχει, μένουν στον Τζώρτζη και τους κληρονόμους του. Αν κατά την περίοδο του θανάτου του ο Τζουάννε έχει αποκτήσει νόθο γιο, μπορεί να του διαθέσει όλα τα κινητά που θα έχει και το 1/3 της αύξησης που θα έχει επιφέρει στην παραπάνω περιουσία. Αυτή την αξία του 1/3 είναι υποχρεωμένος ο Τζώρτζης ή οι κληρονόμοι του να τη δώσουν σε εκείνο που αυτός θα την έχει αφήσει. Και από τις δυο πλευρές γίνεται και η εξής ρητή δήλωση: τα παραπάνω νόμιμα παιδιά που αυτός ο Τζουάννε θα έχει κάνει να είναι με γυναίκα από «σπίτι», διαφορετικά να μην μπορεί να έχει ο Τζουάννε από τις περιουσίες αυτές, παρά μόνο όσα με εκτίμηση θα φανεί ότι του αναλογούν από τις πατρικές και μητρικές περιουσίες, και τα υπόλοιπα να τα επιστρέψει αμέσως στον Τζώρτζη ή στους κληρονόμους του. Ο Τζουάννε βλέποντας την καλή διάθεση του αδελφού του, ο οποίος, μη λαμβάνοντας υπόψη την πολυπληθή οικογένειά του -έχει 11 παιδιά, αγόρια και κορίτσια-, θέλησε να δώσει σ’ αυτόν το μερίδιό του από την περιουσία τόσο αυξημένο, τον ευχαριστεί πολύ και δέχεται όλους τους παρα-πάνω όρους και δηλώσεις. Επιπλέον (ο Τζώρτζης) του παραχωρεί όλα τα κινητά που βρίσκονται τώρα στα σπίτια του παραπάνω χωριού Επισκοπή, εκτός όμως από τα οποιουδήποτε είδους ζώα, που μένουν στον Τζώρτζη, και επίσης του παραχωρεί όλη τη φετινή σοδειά των σπαρτών που υπάρχουν στο χωριό, εκτός από τη ταγή από την οποία του αφήνει μόνο 10 μουζούρια. Και επειδή κάποιος άνθρωπος από «καλό», για να βάλει ζιζάνια μεταξύ των αδελφών, μπόρεσε και είπε ότι ο Τζουάννε είχε σκοπό να απαιτήσει μερίδιο από τις περιουσίες του παραπάνω Τζώρτζη, υποστηρίζοντας ότι ήταν αδελφικές, το κατακρίνει και ζητά συγγνώμη από τον αδελφό του, αν και δε θυμάται να έχει λεχθεί ποτέ κάτι τέτοιο, γιατί γνωρίζει ότι, αν θα το είχε πει, θα είχε κάνει άσχημα, μια και οι πατρικές και μητρικές περιουσίες τους ήταν τόσο λίγες που δεν ήταν αρκετές ακόμα ούτε για τροφή «της κακιάς ώρας» και όχι για να βελτιωθούν και να αυξηθούν. Ο παραπάνω όμως Τζώρτζης εκτός του ότι νυμφεύθηκε και πήρε καλή προίκα, στριμώχτηκε με όλη την οικογένειά του στο σπίτι του μακαρίτη πεθερού του μεγαλόπρεπου και σεβαστού πατέρα Τζώρτζη Πόρκιου, ο οποίος του έκανε τα έξοδα για πολλά χρόνια μέχρι να πεθάνει, και όταν πέθανε, άφησε στα παιδιά του Τζώρτζη όλη την περιουσία του που ήταν μεγάλης αξίας. Επίσης, αφού απέκτησε ακόμα πολλά χρήματα όχι μόνο από το νοταριακό του αξίωμα και αυτό του επισκοπικού γραμματέα, μια και ήταν για πολλά χρόνια γραμματέας, αλλά και από το αξίωμα της Υγείας που μέχρι τώρα κρατά και από διάφορα άλλα αξιώματα, όπως και από τη δικηγορία που για 24 χρόνια άσκησε και ασκεί, ώστε να θεωρείται από τους πρώτους στην πόλη. Με όλους αυτούς τους τρόπους προόδευσε τόσο ώστε αγόρασε και απέκτησε την περιουσία και την ιδιοκτησία που τώρα βρίσκεται να έχει και που είναι  στο μεγαλύτερο μέρος της επίκτητη. Παραιτείται λοιπόν από αυτήν την άδικη απαίτηση, αλλά σε περίπτωση που κάποτε θα εκδήλωνε αυτή τη διάθεση, να θελήσει δηλαδή να δοκιμάσει την τύχη του, δηλώνουν ρητά ότι: είναι υποχρεωμένος (ο Τζουάννε αυτός) πριν από όλα να επιστρέψει στον Τζώρτζη ή στους κληρονόμους του όλες τις περιουσίες που του παρα-χωρήθηκαν, όπως παραπάνω, από τα μέρη που θα θελήσει ο Τζώρτζης, και όσα θα αποδειχθεί ότι αξίζουν περισσότερο από τις πατρικές και μητρικές περιουσίες που του αναλογούσαν, όπως και τα έσοδα από αυτές, θα τα επιστρέψει σε τακτές δόσεις. Και τότε μόνο είναι υποχρεωμένος ο Τζώρτζης να του πληρώσει, με βάση την εκτίμηση, τις αυξήσεις που με εκτίμηση πάλι θα είχε επιφέρει ο Τζουάννε αυτός στις περιουσίες που θα του επέστρεφε, όπως παραπάνω, και μετά να επιχειρήσει ο Τζουάννε να δοκιμάσει τη δικαστική οδό. Και έτσι υποσχέθηκαν να πείθονται και να τηρούν τα παραπάνω, χωρίς ποτέ να τα παραβούν, με τις συνηθισμένες ποινές κ.λπ.                 

Μάρτυρες: παρακαλετοί.

 

***

 

Έγγραφο 10ο/Τρωίλος 86. Εκτίμηση προίκας.

1599, κατά τον αυτοκρατορικό τρόπο, στις 9 Φεβρουαρίου, 11η ινδικτιόνα, στο σπίτι της κατοικίας του Πέρου Δρόσου π. Νικολό. Εκεί, ο παραπάνω Πέρος Δρόσος όφειλε να παραδώσει την παρακάτω εκτίμηση ρούχων, χρυσαφιού, ασημιού και μαργαριταριών στον Αποστόλη Μαρούδη π. Μανόλη, γαμπρό του, για λογαριασμό της προίκας που υποσχέθηκε στα συμβόλαια του γάμου, που συντάχτηκαν από μένα τον νοτάριο και καταχωρήθηκαν στις πράξεις μου. Για το λόγο αυτό τα δύο παραπάνω μέρη, δηλαδή ο Αποστόλης Μαρούδης, από τα ένα, και ο Πέρος Δρόσος, από το άλλο, εξέλεξαν από κοινού τον πρωτοκουβερτά Σταμάτη Κοσκίνη, το ράφτη Λουκά Μουδάτσο και τον πρωτοχρυσοχόο Νικολό Λενταρίτη, για να κάνουν την παραπάνω εκτίμηση κατά συνείδηση και αυτό που θα αποφασίσουν να είναι και να ισχύει, κατά τη βενετική συνήθεια, αμετάκλητα, υποσχόμενοι κ.λπ.

Μάρτυρες: παρακαλετοί.

Αμέσως την ίδια μέρα ο Πέρος Δρόσος παρουσίασε απέναντι στους, όπως παραπάνω, εκλεγμένους εκτιμητές, τα παρακάτω πράγματα, για να τα εκτιμή-σουν, σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβολαίου. Την εκτίμηση αυτή ο Πέ-ρος δίνει και παραδίνει, εξ ονόματος της κόρης του Νικολόζας, στον Αποστόλη Μαρούδη, γαμπρό του, ο οποίος είναι παρών και συμφωνεί να την δεχτεί.

Ένα αχυρόστρωμα εκτιμήθηκε υπέρπυρα                                     32

Ένα στρώμα με μαξιλάρια                                                          225

Δέκα μαξιλάρια με τις θήκες τους κεντημένες                             338

Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια κεντημένα με βενετικό κέντημα       400

Ένα άλλο ζευγάρι κεντημένα                                                      400

Ένα άλλο ζευγάρι με βενετικό κέντημα και κρόσσια                  150

Μια κουβέρτα από δίμιτο γαλάζιο                                              300

Μια άλλη Κωνσταντινούπολης με τυπωμένα σχέδια                   180

Μια άλλη από άσπρο δίμιτο κεντημένη όλη                               330

Ένα ζευγάρι κουρτίνες άσπρες κεντημένες                                 200

Ένα άλλο ζευγάρι γαλάζιες με το μηχανισμό τους                         90

Ένα πάπλωμα άσπρο                                                                    40

Μια πουκαμίσα κεντημένη με κόκκινο μετάξι                            150

Μια άλλη πουκαμίσα                                                                    40

Άλλες έξι πουκαμίσες με κέντημα                                               600

Τρία φουστάνια με κέντημα                                                       260

Μια ποδιά με κέντημα υφασμένη με μετάξι                                140

Μια άλλη με κέντημα                                                                 180

Μια άλλη με κέντημα                                                                   90

Μια άλλη με κέντημα                                                                   70

Μια άλλη με κέντημα                                                                   70

Δύο άλλες σκέτες                                                                       100

Μια πουκαμίσα από λεπτό ύφασμα                                            180

Μια άλλη από λεπτό κόκκινο ύφασμα κεντημένο με κίτρινη

ορμεζίνη και άσπρες βέργκολες                                                 530

Ένα ύφασμα κεντημένο στο κάτω μέρος με ορμεζίνη άσπρη

και βέργκολες πράσινες                                                             160

Μια ζακέτα πράσινη                                                                   150

Μια μπέρτα κίτρινη                                                                    150

Μια φούστα από χοντρό μαλλί                                                     36

Πέντε μαντίλια (φακιόλια) από μετάξι                                        110

Τέσσερα μαντίλια από ύφασμα                                                     50

Δυο μαντίλια με βενετσιάνικο κέντημα μπροστά                        100

Ένα άλλο μαντίλι κεντημένο                                                      110

Ένα άλλο μαντίλι                                                                         30

Ένα χαλί/κλινοσκέπασμα                                                           140

Δύο ζευγάρια πασούμια πάνινα με κέντημα                                  50

Ένας κρεβατόγυρος από κόκκινο χοντρό μάλλινο ύφασμα          25

Τρία τραπεζομάντιλα                                                                 140

Δώδεκα πετσέτες φαγητού                                                            84

Άλλες δώδεκα πετσέτες φαγητού                                                120

Άλλες δώδεκα πετσέτες φαγητού                                                  84

Τρία πέπλα                                                                                   78

Τρία μαντιλάκια κεντημένα                                                          60

Μια φούστα από χοντρό μαλλί                                                     20

Γανωμένα πιάτα και δύο κηροπήγια από ορείχαλκο                   100

Μια σειρά μαργαριτάρια με βάρος 5 σάτζα και 12 καράτια        181

Μια άλλη σειρά μαργαριτάρια                                                      46

5 δακτυλίδια χρυσά με διάφορες πέτρες βάρους 4 σάτζων

και 20 καρατιών                                                                        257

Ένα κύπελλο ασημένιο παλιάς γραμμής, 5 ουγγιές                       84

Ένα άλλο κύπελλο ασημένιο νέας γραμμής                                  95

6 ασημένια πιρούνια με το πόδι επιχρυσωμένο (de bo)

παλιάς γραμμής, 7 ουγγιές και 2 σάτζα                                      120

Άλλα 6 πιρούνια ασημένια, 6 ουγγιές και ένα σάτζο                   105

Ένα ζευγάρι βραχιόλια ασημένια, 5 ουγγιές και 4 σάτζα            112

Ένα κρεβάτι με τις σανίδες του                                                     59

Ένα ντουλάπι                                                                             100

Ένα τελάρο                                                                                  30

Συνολικά όλα τα παραπάνω, χρυσάφι, ασήμι, μαργαριτάρια,

Ρούχα κ.α.                                                                               8.060

                                                                                                       

***

 

Έγγραφο 11ο/Αρκολέος 325. Εκτίμηση προίκας.

Ρέθυμνο 4 Απριλίου 1646, στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί γίνεται εκτίμηση ασημικών, χρυσαφικών, μαργαριταριών κ.ά, τα οποία παραδίδει ο πολύ εκλαμπρότατος Ντανιέλ Λόγκος στο μαστρο Μιχελίν Βεβέλη για λογαριασμό της προίκας, που του υποσχέθηκε. Την εκτίμηση κάνει ο Μιχέλ Λενταρίτης:

Ένα ζευγάρι ασημένιες αλυσσιδίτσες ζυγίζουν 3 σάτζα               125

2 χρυσά σκουλαρίκια με μαργαριτάρια ζυγίζουν 2 στάτζα και

10 καράτια                                                                                 250

2 ραβδίτσες χρυσές σκέτες, ζυγίζουν 8 καράτια και εκτιμούνται υ. 25

2 χρυσά δακτυλίδια με άσπρες πέτρες, γαλλικής κατασκευής,

ζυγίζουν 2 σάτζα και 5 καράτια, εκτιμούνται υ.                          165

Ένα δακτυλίδι γάμου χρυσό 20 καρατιών εκτιμάται υ.                 66

Ένα άλλο δακτυλίδι χρυσό με πέτρα κόκκινη και μαργαριτάρια,

20 καράτια                                                                                   80

Ένα άλλο δακτυλίδι, ζυγίζει 20 σάτζα και εκτιμάται υ.                  60

Ένα μαργαριταρένιο κολιέ εκτιμάται υ.                                        63

3 ασημένιες καρφίτσες εκτιμούνται υ.                                          15

Μια χρυσή χάντρα εκτιμάται υ.                                                    16

Σύνολο υπέρπυρα                                                                       865

 

***

 

Έγγραφο 12ο/Καλλέργης 255. Εκτίμηση χρυσαφικών και ασημικών.

Στο σπίτι του ευγενή Νικολό Μουδάτσου του μ. ευγενή Φραγκίσκου. Εκεί, ο παραπάνω ευγενής παραδίδει στον εκλαμπρότατος Τζουάννε Καλλέργη εκλα-μπρότατου Τζώρτζη, γαμπρό του, την παρακάτω εκτίμηση χρυσού, ασημιού και μαργαριταριών για λογαριασμό της προίκας που του είχε υποσχεθεί. Την εκτίμηση έκαναν οι πρωτοχρυσοχόοι Τζώρτζης Κουνούπης και Μιχελίν Λεονταρίτης ως εξής:

Είδος                                                                                 Υπέρπυρα

3 μεγάλα ασημένια κύπελλα, ζυγίζουν 32 ουγγιές και

εκτιμούνται                                                                              960

3 άλλα μικρά ασημένια κύπελλα, 12 ½ ουγγιές με 34 η ουγγιά 425

Ένα ζευγάρι ασημένιες αλυσιδίτσες (βραχιόλια),

ζυγίζουν 4 σάτζα με 34 υπέρπυρα το σάτζο                              136

6 ασημένια πιρούνια, 8 ουγγιές με 28 η ουγγιά                        224

31 ασημένια κουτάλια με 18 ½ λίρες                                         43,14

Ασημένιος λύχνος                                                                     14,20

Ένα ζευγάρι χρυσές αλυσιδίτσες, 11 σάτζα                                   1,326

Ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, 3 σάτζα και 6 καράτια         456

Ένα άλλο με μαργαριτάρια και βάρος 20 καράτια                     70

Μια χρυσή βέρα, 5 ½ σάτζα                                                     441

Τρία δακτυλίδια χρυσά, 4 σάτζα                                              370

12 χρυσά κουμπιά, βάρος 2 σάτζα                                           198

Κολιέ με τρεις σειρές μαργαριτάρια και 11 χρυσά κουμπιά      400

Ένα άλλο μαργαριταρένιο κολιέ                                                70

 

***

 

Έγγραφο 13ο/Αρκολέος 125. Καταγραφή οικοσκευής.

Ρέθυμνο, 19 Οκτωβρίου 1644 στο σπίτι του μακαρίτη ευγενή κρητικού Νικολό Κιότζα. Εκεί κλήθηκα εγώ και οι παρακάτω μάρτυρες από τους εκτελεστές της διαθήκης (σύμφωνα με δική μου πράξη) ευγενείς κρητικούς Τζώρτζη και Ιάκωβο Κιότζα, για να κάνουν καταμέτρηση/καταγραφή των κινητών που βρίσκονται στα σπίτια. Η καταγραφή έγινε από τον Τζώρτζη, ο οποίος έλειπε στα Χανιά, όταν πέθανε ο πατέρας του και έχει ως εξής:

Στο κατάστημα κάτω από τα σπίτια

βρέθηκαν:


10 βαρέλια γεμάτα κρασί

4 αμφορείς γεμάτοι κρασί

1 βαρέλι κενό

6 μεγάλα και μικρά δοχεία λαδιού κενά

1 δοχείο για τυρί

1 κάσσα γεμάτη από civole

2 άλλες κάσσες παλιές και άδειες

 

Στο ανατολικό δωμάτιο του σπιτιού βρέθηκαν:

5 κάσσες: σ’ αυτές βρέθηκαν ασπρό-ρουχα λινά μικρής αξίας και τα ξύλα ενός κρεβατιού

 

Σε ένα άλλο δωμάτιο βρέθηκαν:

3 κάσσες καρυδένιες

1 τραπεζάκι

2 είκονες

1 κρεβάτι με τα τρίποδα και τις τάβλες

 

Στην κουζίνα βρέθηκε:

1 σκεύος

1 πιατοθήκη με διάφορα πιάτα και τσουκάλια

2 καζάνια (σιδεροτσίκαλα)

2 λυχνάρια τσίγκινα

- μπαγκάζια μικρής αξίας για την κουζίνα

1 μπαούλο από τενεκέ

 

Στο πόρτικο του σπιτιού βρέθηκε:

ένα αρμάρι από κουκουναριά, που λένε ότι ανήκε στην Ιζαμπέτα Κιότζα

6 καρέκλες από καρυδιά

2 τραπέζια φαγητού από κουκουνα-ριά

1 χαλί μεταχειρισμένο

1 πάγκος

6 μεγάλα κάδρα και 11 μικρά

1 τραπεζάκι καρυδιάς

1 πάγκος από κουκουναριά και 2 παλιά σκαμνιά

 

Σε ένα άλλο δωμάτιο προς τα δυτι-κά:

1 κρεβάτι κυπαρισσένιο

1 κάσσα από καρυδιά με φουστάνια και πουκαμίσες της κυρίας

4 κάδρα

1 τραπεζάκι κυπαρισσένιο

1 καθρέφτης μεγάλος

 

Σε ένα άλλο δωμάτιο στο ανώγειο:

1 κάσσα καρυδένια με ασπρόρουχα της Ιζαμπέτας

1 άλλη από κουκουναριά με διάφο-ρα της ίδιας

1 άλλη όμοια της ίδιας

1 κρεβάτι με τα καβαλέτα του

 

Στο στάβλο βρέθηκαν:

2 άλογα και ένα πουλάρι



Μάρτυρες: Μιχέλ Κούμουλος Γιώργη, Γιάννης Σγουρός π. Μανόλη.

 

***

 

Έγγραφο 14ο/Πάντιμος 79. Συμβόλαιο δωρεάς.

Την πρώτη Σεπτεμβρίου 1630, ινδικτιόνα 3η, στο Ρέθυμνο, πόλη του βασι-λείου της Κρήτης, στο σπίτι που κατοικεί η παρακάτω Μαρίνα Τεριανού, χήρα του Αντρέα. Με την ισχύ του παρόντος δημοσίου συμβολαίου δωρεάς, η παρα-πάνω δωρίζει  θεληματικά στην Τζουάννα Γρυλώνη π. Φραγκίσκου, ψυχοκόρη της, 2.000 υπέρπυρα, που θα δοθούν μετά το θάνατό της με τον εξής τρόπο: 1.000 με τόσα μετρητά και άλλα 1.000 με τόση εκτίμηση λινών ρούχων. Η δωρεά αυτή της Μαρίνας προς την παραπάνω Τζουάννα γίνεται, εξαιτίας της μεγάλης αγάπης που της έδειξε μέχρι σήμερα, με τη δήλωση όμως ότι δεν μπορεί  ούτε έχει την ευκολία να φύγει από την υπηρεσία της μέχρι να ζει. Αν φύγει νωρίτερα, δεν μπορεί να πάρει τίποτα από τη δωρεά. Με αυτούς τους όρους η παραπάνω Μαρίνα  με τη θέλησή της δωρίζει  τις παραπάνω 2.000. Η απόφασή της αυτή είναι αμετάκλητη, όπως δηλώνει μπροστά σε μένα και τους μάρτυρες.

Μάρτυρες: εκλαμπρότατος Μάρκος Λίμας π. μεγαλόπρεπου Πιέρου, Μιχέλ Κουνούπης Τζουάννε, από αυτή την πόλη.

 

 

 


 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Συμβόλαιο γάμου.

Α. Το τυπικό.

Β. Προικοσύμφωνα μετά το γάμο.

Γ. Ακύρωση προικοσυμφώνου.

Δ. Τόπος και χρόνος σύνταξης προικοσυμφώνου.

α. Τόπος.

β. Χρόνος.

Ε. Χήρες και προικοχάρτια.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Προίκα.

Α. Το ύψος της προίκας.

α. Μικρές προίκες.

β. Μεσαίες προίκες.

γ. Μεγάλες προίκες.

Β. Χωρίς αριθμούς.

Γ. Προνοητικοί πατεράδες.

Δ. Δημοκρατικότητα - ισότητα.

Ε. Προικώα περισσεύματα/ελλείμ-ματα.

ΣΤ. Το περιεχόμενο της προίκας.

α. Κτηματική περιουσία.

β. Ρουχισμός.

γ. Χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα.

δ. Ζώα.

ε. Μετρητά.

ζ. Σπίτια και οικοσκευή.

η. Άλλα προικώα αντικείμενα.

Ζ. Προίκες με δόσεις.

Η. Πανωπροίκια.

Θ. Αδερφομοίρι.

Ι. Παράδοση και εκτίμηση προίκας.

ΙΑ. Πλασματική προσαύξηση.

ΙΒ. Εξόφληση προίκας/εξασφάλι-ση.

ΙΓ. Επιστροφή προίκας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Γάμος.

Α. Χρόνος τέλεσης του μυστηρίου.

Β. Καθορισμός χρόνου γάμου και παραβιάσεις.

Γ. Χωριανοί, κοντοχωριανοί, συνά-δελφοι.

Δ. Γάμοι με νόθους.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Γαμπροί.

Α. Τα δώρα του γαμπρού.

Β. Γαμπροί με προίκα (πατρική και μητρική ευλογία).

Γ. Μοναχογιοί.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Νύφες

Α. Παρούσες στην υπογραφή του συμβολαίου γάμου.

Β. Σε δεύτερο γάμο.

Γ. Σχέσεις με ακίνητα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η: Αντιπρόσωποι.

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η: Μάρτυρες.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η: Εκτιμητές/διαιτη-τές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η: Συγγενείς.

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: Φεουδάρχες.

ΕΝΟΤΗΤΑ 11η: Ενδοοικογενεια-κές σχέσεις.

Α. Σχέσεις συζύγων.

Β. Σχέσεις πατριού - μητριάς και προγονού.

Γ. Σχέσεις αδελφών.

Δ. Σχέσεις εξαδέλφων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 12η: Συμμετοχή της εκ-κλησίας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 13η: Γηροκομήσεις/ Δωρεές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 14η: Χειραφέτηση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 15η: Οικογενειακές συμβάσεις/Κατοχυρώσεις.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. ΠΙΝΑΚΕΣ

Β. ΕΓΓΡΑΦΑ.


 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Στην ύπαιθρο οι κάτοικοι ζούσαν επί αιώνες κάτω από συνθήκες έσχατης φτώχειας. Τις τελευταίες δεκαετίες πριν την τουρκική κατάκτηση μπορεί να είχαν αποκτήσει περισσότερες προσωπικές ελευθερίες και να είχαν βελτι-ώσει έστω στο ελάχιστο το βιοτικό τους επίπεδο, παρέμεναν όμως ακόμα δέσμιοι των καθημερινών αναγκών τους. Η επιβίωση ήταν ίσως ο μοναδικός τους στόχος. Η εκμετάλλευση σε βάρος τους ήταν μεγάλη. Δεν ήταν μόνο οι φεουδάρχες και οι βενετικές αρχές που τους πίεζαν, αλλά και οι γόνοι κάποιων ισχυρών οικογενειών, που δεν διέφεραν από τους ληστές. Μία από τις «ληστρικές» αυτές οικογένειες ήταν αυτή των Παπαδόπουλων. Ενδει-κτικό της ανασφάλειας, της αλληλεγγύης αλλά και της φτώχειας των χωρικών αποτελεί το παρακάτω συμβόλαιο:

O Οι Παπαδόπουλοι από το Ροδάκινο είχαν κλέψει τη γαϊδούρα του Κωνσταντή Βαρούχα από διπλανό χωριό. Μετά από καιρό ο συγχωριανός του Τζώρτζης Βαρούχας τη βρήκε, την έφερε πίσω και  την έδωσε στον Κωνσταντή. Συμφώνησαν να την έχουν μαζί. Θα την κρατούσε ο Κων-σταντής, αλλά θα την έδινε κατά περιόδους  και στον Τζώρτζη  να τη χρησιμοποιεί. Επίσης θα του έδινε και τα μισά πουλάρια[314].

Μέσα στη θολή ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα καθημερινά προβλή-ματα, το οικογενειακό δίκαιο ξέφευγε συχνά από τους καθιερωμένους κανόνες του και εμφάνιζε πολλών ειδών διαφορετικότητες. Μερικές πτυχές από τις διαφορετικότητες αυτές θα αναζητήσουμε και θα αναπτύξουμε παρα-κάτω, με βάση τα πρωτόκολλα του Βαρούχα και του Βλαστού, που έζησαν και εργάστηκαν στην ύπαιθρο του Ρεθύμνου. Είναι τα μοναδικά πρωτόκολλα επαρχιωτών νοταρίων της Δυτικής Κρήτης, που σώθηκαν μέχρι σήμερα.

Θα ακολουθηθεί και εδώ σε γενικές γραμμές η δομή που ακολουθήθηκε για το οικογενειακό δίκαιο στην πόλη. Αρχικά θα εξεταστούν όλες οι πτυχές των συμβολαίων γάμου που αποτελούν το βασικό πυρήνα της όλης μελέτης. Στη συνέχεια, θα γίνει λόγος για τα σχετικά με την προίκα και τη διαδικασία του γάμου. Θα ακολουθήσουν οι πρωταγωνιστές και συντελεστές των παρα-πάνω, δηλαδή γαμπροί, νύφες, αντιπρόσωποι, μάρτυρες, εκτιμητές, συγγε-νείς και φεουδάρχες. Ο ρόλος του καθενός θα περιγράφεται και θα αναλύ-εται αποκλειστικά με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στις σχετικές δικαιο-πραξίες. Τέλος θα γίνει προσπάθεια προσέγγισης στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, τη συμμετοχή της εκκλησίας στις διαδικασίες των συμβολαίων γάμου, σε περιπτώσεις πραγματικών ή εικονικών δωρεών, με στόχο τη γηρο-κόμηση, όπως και σε χειραφετήσεις και οικογενειακές περιουσιακές συμβάσεις.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΓΑΜΟΥ.

 

Τα προικοσύμφωνα στην ύπαιθρο ακολουθούσαν σχεδόν το ίδιο τυπικό με αυτά των πόλεων. Η διαφορά τους ήταν ότι συντάσσονταν στα ελληνικά και ότι σε ορισμένα ακολουθούσαν κάποια τοπικά έθιμα που είχαν παγιωθεί από την εποχή του Βυζαντίου. Με άλλα λόγια, το βενετικό δίκαιο είχε μεγαλύτερη απήχηση στις πόλεις και μικρότερη στα χωριά. Αρχικά παρα-τίθεται ένα τυχαίο προικοσύμφωνο από τον νοτάριο Βλαστό και γίνονται κάποια γενικά σχόλια.  Ο λεπτομερής σχολιασμός θα γίνει στη συνέχεια.

 

Α. Το τυπικό.

α. Βλαστός, Πράξη 27/ 26/5/1600.

Στο όνομα του αιώνιου θεού ημών, αμήν. 1600 έτη από τη γέννηση του Χριστού, το μήνα Μάιο, 13η ινδικτιώνα, στο χωριό Ρούστικα, διαμερίσματος Ρεθύμνου, στο σπίτι που κατοικεί η Μαρία Βλαστούδαινα, χήρα του Νικολή Βλαστού. Εκεί, η Μαρία ήρθε σε συμφωνία γάμου με τον ευλαβέστατο παπά Ιωάννη Βλαστό π. παπά Κωνσταντή, που ενεργούσε για όνομα του αδερφού του Αντρέα, αφού πρώτα επικαλέστηκαν το όνομα της Αγίας Τριάδας και της υπεραγίας Θεοτόκου. Έτσι, η παραπάνω Μαρία υπόσχεται να δώσει την κόρη της Καλή νόμιμη γυναίκα του Αντρέα Βλαστού π. παπά Κωνσταντή, όπως ορίζει η αγία του θεού εκκλησία. Και υπόσχεται να δώσει για προίκα της παραπάνω Καλής, πρώτα την ευχή της και δεύτερο  2.000 υπέρπυρα. Από αυτά υπόσχεται τα 200 σε μετρητά και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση λινών και τσόχινων, κατά τα συνηθισμένα. Ακόμα υπόσχεται να της δώσει, εκτός από τις 2.000 και τα παρακάτω ακίνητα. Πρώτα ένα χωράφι, χωρίς επιβαρύνσεις, στο Καριδο-φιλάκι, με όλα του τα δικαιώματα. Ένα αμπέλι με τα δέντρα του, όπως βρίσκεται με όλα του τα δικαιώματα, εκτός από μια μουριά που υπάρχει εκεί, την οποία θα κρατά όσο ζει, και όταν πεθάνει, θα είναι της Καλής, της νύφης. Μετά απ’ αυτό οφείλει να πληρώνει κάθε χρόνο στον ευγενή άρχοντα Φραγκί-σκο Μπαρότση ένα πινάκι ρίγλο στάρι και το ½ από τις ελιές. Με αυτό τον όρο: αν κάποτε τύχαινε να διεκδικήσει δικαστικά κανείς το προικώο αυτό, είναι υποχρεωμένη να το αποκαταστήσει με τη δική της προίκα και την περιουσία του μακαρίτη άντρα της. Και αν ίσως κάποτε θελήσει ο παραπάνω γαμπρός να πουλήσει το ακίνητο αυτό, να το αγορά-ζουν τα αδέλφια της Καλής. Και αν ίσως δεν είχαν τα αδέρφια της να το αγοράσουν, να το αγοράζει κάποιος από τους στενότερους συγγενείς του γαμπρού. Από τα παραπάνω να είναι και να θεωρούνται ως δώρα του γαμπρού τα 500 υπέρπυρα και τα υπόλοιπα ως προίκα της νύφης. Και από το άλλο μέρος, ο παραπάνω παπά Ιωάννης υπόσχεται να δώσει, ως αδερφικό και για την ψυχή του, στον αδερφό του Αντρέα τα σπίτια που έχουν από τον μακαρίτη τον πατέρα τους, όπως βρίσκονται, με όλα τους τα δικαιώματα, εκτός από τα έπιπλα που έχουν μέσα. Ακόμα του δίνει το χωράφι που έχουν στο Λάκκο, με όλα του τα δικαιώματα και υπόσχεται ότι θα τον βοηθήσει να το φράξει γύρω, γύρω  Ακόμα υπόσχεται να του δώσει από τον Ρουπακιά το μισό, και αφού τον μοιράσουν, να παίρνει και τρεις ρίζες ελιές που θα διαλέξει κοντά στο μερίδιο που θα πάρει. Ακόμα του υπόσχεται να του δώσει από τα έπιπλα έναν πάγκο και να του πάρει την κασέλα ή να του δώσει 30 υπέρπυρα. Ακόμα, κατά την ώρα του γάμου, θα του δώσει από όσα έχει τα μισά. Και από τα άλλα έπιπλα θα έχει πάλι τα μισά. Αυτά όλα θα πάρει ο γαμπρός την ημέρα του γάμου, δηλαδή το αδερφικό του μερίδιο, σαν τα προικιά της νύφης.  Και ο γάμος να γίνει, όταν θελήσουν τα παραπάνω μέρη. Ακόμα, να μην έχει να κάνει ο παραπάνω γαμπρός σε τίποτα άλλο παρά να είναι του παπά Ιωάννη, γιατί του έδωσε τα σπίτια μόνου του. Είναι παρών και ο παραπάνω γαμπρός. Μετά από αυτά να πληρώνουν ο παπάς και ο γαμπρός αν κάπου χρωστούν κάτι και πάλι αν τους χρωστούν, να παίρνει τα μισά.

 Και διά βεβαίωση της αλήθειας παρακάλεσαν μάρτυρες τους: Μιχελέτο Βλαστό π. παπά Κωνσταντή και Αντρέα Βλαστό Γιανά Καπετανόπουλου.

 

Στα περισσότερα συμβόλαια γάμου της υπαίθρου τα δώρα του γαμπρού ήταν μεγαλύτερα από το συνηθισμένο 10 % του συνόλου της προίκας. Στο παραπάνω συμβόλαιο η προίκα ήταν 2.000 υ. και ένα αμπέλι. Στην καλύτερη περίπτωση θα έφτανε συνολικά τις 3.500 υ. Και όμως τα δώρα του γαμπρού ήταν 500 υ. Στα περισσότερα πάλι συμβόλαια αναγράφεται λεπτομερώς και η περιουσία που παραχωρούσε ο πατέρας ή άλλος συγγενής στον γαμπρό. Εδώ ο αντιπρόσωπος και αδερφός του γαμπρού παραχωρεί σ’ αυτόν το, πατρικό τους μάλλον, σπίτι και κάποια έπιπλα. Η επίπλωση και η οικοσκευή στην ύπαιθρο ήταν από λιτές έως πρωτόγονες.  Ένας πάγκος ή μια κασέλα θεωρούνταν σημαντικά. Το τρίτο που μπορεί κανείς να επισημάνει είναι ότι τα προικιά της νύφης ή η περιουσία -αδερφομοίρι- του γαμπρού δίδονταν την ημέρα του γάμου, ενώ στις πόλεις οκτώ μέρες πριν.

 

Β. Προικοσύμφωνα μετά το γάμο.

Μερικές φορές και οι δύο πλευρές απέφευγαν τη σύνταξη συμβολαίου γάμου, επειδή ίσως δεν υπήρχε νοτάριος σε κοντινό χωριό, δεν ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα, δεν είχαν τίποτα το αξιόλογο να δώσουν ή να πάρουν ή τέλος δεν είχαν κατανοήσει τη σκοπιμότητά του. Εννοείται ότι και στις περιπτώσεις αυτές  η πλευρά της νύφης είχε καταβάλει στον γαμπρό κάποια προίκα  ή τουλάχιστον του την είχε υποσχεθεί.  Επειδή όμως το προικοχάρτι, όπως ονόμαζαν το συμβόλαιο γάμου, ήταν απαραίτητο, όχι τόσο για την εγκυρότητα του γάμου όσο για κατοχύρωση της προικώας περιουσίας της νύφης, έπειτα από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, το ζεύγος επισκε-πτόταν κάποιον νοτάριο και του ζητούσε να το συντάξει. Να σημειωθεί ότι στην ετεροχρονισμένη αυτή σύνταξή του, πέρα από τους οικονομικούς και νομικούς λόγους, πολύ βάρυναν και οι ηθικοί. Κάθε τι το καθιερωμένο ήταν και ηθικά επιβεβλημένο, με βάση τη νοοτροπία της εποχής.

O Ο Μανόλης Κορνιαχτός είχε παντρευτεί παλιότερα τη Σοφία Καλοτο-πούλα, χωρίς να υπογράψουν συμβόλαιο γάμου. Σ’ αυτό φαίνεται ότι είχε συντείνει ο θάνατος του πεθερού του. Μερικά χρόνια μετά ο Μανόλης συμφώνησε με τη χήρα πεθερά του και υπέγραψαν συμβόλαιο, με το οποίο η προίκα της νύφης οριζόταν στα 600 υ. Το ποσό αυτό του είχε υποσχεθεί προφορικά ο μακαρίτης πεθερός του πριν από το γάμο. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 50 υ. Θα του τα έδινε όλα από την περιουσία της[315].

Στην παραπάνω περίπτωση φαίνεται ότι ο γαμπρός δεν είχε πάρει καθό-λου προίκα, όταν παντρεύτηκε, αρκούμενος στην υπόσχεση του πεθερού. Ο θάνατός του περιέπλεξε τα πράγματα και τώρα η πεθερά προσπάθησε να τον εξοφλήσει από τη δική της περιουσία.

 

O Η Καλή  είχε παντρέψει την κόρη της Εργίνα με τον Νικόλα Παγά, αλλά δεν της είχε κάνει προικοσύμφωνο. Τώρα το έκανε και της υποσχέθηκε ως προίκα και αδερφομοίρια το ? της πατρικής και μητρικής περιου-σίας[316].

 

Η κόρη στην οποία δεν είχαν υποσχεθεί προίκα, μπορούσε να διεκδικήσει το νόμιμο αδερφομοίρι της από την πατρική και μητρική περιουσία, όσα χρόνια και αν είχαν περάσει από το γάμο της.

O Η Καλή, αφού χήρεψε, απαίτησε από τον αδερφό της Νικολό Παπα-γιαννόπουλο το αδερφομοίρι της από την πατρική και μητρική περιουσία, γιατί ούτε ο πατέρας της, ούτε η μάνα της ούτε ο αδερφός της είχαν υποσχεθεί σ’ αυτήν προίκα. Ο Νικολό συμφώνησε και της παραχώρησε ως προίκα και αδερφομοίρι  ένα σπίτι [317].

O Ο Κοκόλης Δραλούκης είχε παντρέψει την κόρη του Εργίνα με τον Γιώργη Καλομενόπουλο χωρίς να της έχει κάνει προικοχάρτι. Τώρα της παραχώρησε ως προίκα το 1/3 της περιουσίας του και 300 υ. Στον γαμπρό έδωσε ως δώρο ένα αμπέλι[318].

O Ο Κοκόλης Δρουλούκης πάντρεψε την κόρη του Εργίνα με τον Γιώργη Καλομενόπουλο χωρίς να κάνει προικοχάρτι. Τώρα θέλησε να κάνει και υποσχέθηκε στο γαμπρό του το 1/3 της περιουσίας του και 300 υ., εκτός από το σπίτι και τα ζώα που του είχε δώσει. Ο γαμπρός δήλωσε ότι έχει πάρει όλα τα παραπάνω[319].

O Ο Αντρέας Βαρούχας παντρεύτηκε την Εργίνα κόρη του μακαρίτη πατέρα Μητροφάνη Βαρούχα, χωρίς να κάνουν προικοχάρτι. Επειδή η Εργίνα είχε κάποια πράγματα δικά της ως προίκα, ζήτησαν από τον νοτάριο εκ των υστέρων τη σύνταξή του. Όρισαν την προίκα στα 1.000 υ. από τα οποία τα 100 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Ο γαμπρός που ήταν παρών συμφώνησε να οριστεί από κοινού εκτιμητής  της προίκας ο Τζανάκης Βαρούχας. Αυτός εκτίμησε ένα ασημένιο κύπελλο,  φουστάνια, σεντόνια και πουκάμισο σε 1.022 υ.[320]

O Ο Νικολός Βαρούχας είχε παντρευτεί την Καλή, αλλά δεν είχαν κάνει συμβόλαιο γάμου. Τώρα συμφώνησε με τον αδερφό της γυναίκας του Τζανή να το κάνουν. Ο τελευταίος του υποσχέθηκε ως προίκα και αδερ-φομοίρια 1.430 υ. από τα οποία τα 200 θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Επιπλέον υποσχέθηκε σ’ αυτόν και ένα περιβόλι. Αυτό θα μπορούσε να το πουλήσει μόνο στον ίδιο[321]. Την ίδια μέρα έγινε και η παράδοση. Τα έβγαλαν 1.233 υ. Τα πήρε ο γαμπρός[322]. (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 3).

 

Ένας από τους λόγους που οι μελλόνυμφοι απέφευγαν να κάνουν συμβό-λαιο γάμου ήταν και ο δεύτερος γάμος. Όταν δηλαδή η γυναίκα παντρευόταν για δεύτερη φορά, είχε ήδη την προίκα της, οπότε δεν ήταν άμεσα απαραί-τητο το δεύτερο προικοχάρτι.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας είχε από παλιά παντρευτεί τη Νικολόζα Βαρου-χοπούλα, αλλά δεν είχαν κάνει προικοχάρτι. Τώρα αποφάσισαν να κά-νουν, και η Νικολόζα υποσχέθηκε σ’ αυτόν όλη την προίκα που είχε δώσει και στον μακαρίτη τον πρώτο της άντρα. Αυτή μαζί με τα δώρα του γαμπρού ήταν 500 υ. Του υποσχέθηκε ακόμα και τα αδερφομοίρια της και ό,τι άλλο περίμενε[323].

Έχουμε και περιπτώσεις που γίνονταν γάμοι, χωρίς καν να γίνει συμβό-λαιο ή να καθοριστεί το ποσό της προίκας. Κάποτε η «γενναιοδωρία» του γαμπρού και της νύφης έπαιρνε τέλος.

O Η Καλή, χήρα του Γιώργη Φραγγή, είχε παντρευτεί χωρίς να δοθεί υπόσχεση προίκας από τους γονείς της. Τώρα συμφώνησε με τον αδερφό της Νικολό Παπαγιανόπουλο να πάρει το πατρικό και το μητρικό αδερφομοίρι της ως προίκα. Έτσι, ο Νικολό της έδωσε ένα σπίτι και αυτή παραιτήθηκε από κάθε άλλη διεκδίκηση[324].

Γ. Ακύρωση προικοσυμφώνου.

Το μεσοδιάστημα από την υπογραφή του συμβολαίου μέχρι την τελετή του γάμου ίσως κάποια από τις δύο πλευρές να μετάνιωνε και να ζητούσε βελτιώσεις στα συμφωνηθέντα ή να έβρισκε μια «καλύτερη τύχη», δηλαδή κάποιον άλλο γαμπρό ή νύφη, που να «συνέφερε» περισσότερο. Όσο και αν αυτό ξενίζει, ας μην ξεχνάμε ότι ο γάμος τότε, ιδίως στην ύπαιθρο, εκτός των άλλων, αποτελούσε και ένα είδος συνεταιρισμού προς αντιμετώπιση των βιοποριστικών αναγκών. Παρ’ όλα αυτά, οι ακυρώσεις συμβολαίων γάμων στην ύπαιθρο, ήταν ελάχιστες, μια και αποτελούσαν, εκτός των άλλων, και στίγμα για τους μελλόνυμφους.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας για την κόρη του Ζαμπέτα και ο Τζανής Ντα-τσίπρης αποφάσισαν γάμο. Επειδή προηγουμένως είχαν υπογράψει και άλλο προικοχάρτι, σε άλλον νοτάριο, συμφώνησαν να το ακυρώσουν σαν να μην είχε γίνει ποτέ[325].

Δεν διευκρινίζεται αν ο Γεωργιλάς είχε υπογράψει το παλιό συμβόλαιο με τον Τζανή και με το νέο απλώς άλλαξαν κάποια από τα συμφωνηθέντα, ή το είχε υπογράψει με άλλο γαμπρό, που τελικά το μετάνιωσε. Το πιο πιθανό είναι το δεύτερο, γιατί αν ήταν με τον Τζανή και το πρώτο, το πιο φυσικό ήταν να μην αλλάξουν και νοτάριο. 

 

Δ. Τόπος και χρόνος σύνταξης  προικοσύμφωνου.

α. Τόπος. Ο τόπος που συντασσόταν το συμβόλαιο γάμου ήταν συνήθως, όπως αναφέραμε και για την πόλη, το σπίτι της νύφης, του γαμπρού, κάποιου συγγενή ή κάποιου φίλου, μια εκκλησία, ένα αλώνι…

O Ο καλόγερος Κάλλιστος συμφώνησε να παντρέψει την κόρη του… Ήρθε η μάνα του γαμπρού στο κελί του, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα συζήτησαν. Υποσχέθηκε προίκα[326]

O Στο σπίτι της στο χωριό Ρούστικα η χήρα καλογριά/παπαδιά Βλαστο-πούλα συμφώνησε με τον Κωνσταντή Βλαστό να του δώσει την κόρη της με προίκα 2.000 υ., τα 1.700 υ. σε ρούχα και τα άλλα σε ασήμι και μετρητά. Τα 200 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Συμφώνησαν να δώσει την εκτίμηση την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρία χρόνια με 100 υ. το χρόνο[327]. 

O Στο χωριό Άγιος Γεώργιος στο αλώνι της χήρας παπαδιάς Βλαστοπούλας. Εκεί η παπαδιά για το γιο της διάκο Μανόλη και ο Μάρκος Βλαστός από το χωριό Ρούστικα για την κόρη του Πολιτίνα συμφώνησαν γάμο[328].

 

Γενικά, ο τόπος που γίνονταν τα περισσότερα συμβόλαια γάμου, ήταν, όπως ήταν και φυσικό, το σπίτι του πατέρα της νύφης. Πάντως, οι προτιμή-σεις ίσως διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Από τα 69 προικοσύμφωνα που συναντάμε στο πρωτόκολλο του Βαρούχα τα 39 συντάχτηκαν στο σπίτι της νύφης (ποσοστό 56,5%), τα 20 σε σπίτια συγγενών ή φίλων της νύφης (29%), 5 σε εκκλησίες και 5 στο σπίτι του γαμπρού (από 7%). Αντίθετα, από τα 19 που υπάρχουν στο πρωτόκολλο του Βλαστού τα 7 γράφτηκαν στα σπίτια αντιπροσώπων της νύφης (37%), άλλα τόσα σε εκκλησίες ή μονα-στήρια, 2 στο σπίτι του νοταρίου (10,5%), άλλα δύο σε απροσδιόριστο τόπο, και ένα στο σπίτι συγγενή (β. Παράρτημα του Α΄ κεφαλαίου, πίνακας 3).

β. Χρόνος. Τα συμβόλαια γάμου στην ύπαιθρο, κατά κανόνα, συντάσ-σονταν σε περιόδους που οι αγροτικές δουλειές ήταν περιορισμένες. Τα πρωτεία είχαν οι καλοκαιρινοί μήνες μετά το θερισμό, οι χειμωνιάτικοι με τις γιορτές των Χριστουγέννων και οι ανοιξιάτικοι με τις γιορτές του Πάσχα.

Πιο συγκεκριμένα από τα 69 προικοχάρτια του Βαρούχα έγιναν: 4 τον Ιανουάριο, 6 το Φεβρουάριο, 3 το Μάρτιο, 10 τον Απρίλιο, 6 τον Ιούνιο, 7 τον Ιούλιο, 10 τον Αύγουστο, 5 τον Σεπτέμβριο, 6 τον Οκτώβριο, 5 το Νοέμβριο και 7 το Δεκέμβριο. Με άλλα λόγια  17 το χειμώνα, 13 την άνοιξη, 23 καλοκαίρι και 16 το Φθινόπωρο. Από τα 19 του Βλαστού έγιναν 1 τον Ιανουάριο, 3 το Φεβρουάριο, 4 τον Απρίλιο, 1 τον Ιούνιο, 3 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 1 τον Οκτώβριο και 4 τον Δεκέμβριο. Με άλλα λόγια, 8 το χειμώνα, 4  την άνοιξη, 6 το καλοκαίρι, 1 το φθινόπωρο.

Ο μόνος μήνας που δεν έχει κανένα προικοσύμφωνο ήταν ο Μάης. Οι Κρητικοί παραδοσιακά θεωρούσαν ότι αν έκανε κανείς γάμο το Μάη, δεν θα πήγαινε καλά, αφού ο ένας από τους δύο συζύγους θα πέθαινε ή θα έβγαζαν παιδιά ανόητα… Ιατρικά, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, ίσως είχαν κάποιο δίκιο. Να σημειωθεί ότι η σύνταξη του προικοσυμφώνου ήταν διαφορετική από την τέλεση του μυστηρίου του γάμου. Μπορούσε δηλαδή να έχουν μεγάλη ή μικρή χρονική διαφορά. Η παράδοση πάντως ήταν τόσο ισχυρή, ώστε εξοβέλιζε ακόμα και από την σύνταξη τον εν λόγω μήνα. Και αυτό γιατί στο μυαλό του χωρικού το προικοσύμφωνο σήμαινε γάμο.

Με βάση σχετική μελέτη του Παύλου Βλαστού [329], οι γάμοι στη διάρκεια της τουρκοκρατίας γίνονταν κατά τα τέλη του φθινοπώρου ή αρχές του χειμώνα. Γενικότερα από Σεπτέμβρη έως Απρίλη. Αυτό συνέβαινε γιατί τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν έτοιμο το κρασί, υπήρχαν λιγότερες δουλειές και σχετική αφθονία των απαραίτητων προϊόντων για το γάμο. Εξάλλου και οι αρχαίοι Έλληνες στην περίοδο από 15 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου  είχαν εντάξει το δικό τους μήνα Γαμηλιώνα. Η μέρα που προτιμούσαν οι  χριστιανοί ήταν η Κυριακή, ενώ απέφευγαν την Τρίτη και την Τετάρτη. Εκτός από τα δίσεκτα έτη, απέφευγαν να κάνουν γάμους και κατά τη λίγωση του φεγγαριού, δηλαδή το τελευταίο τέταρτο της σελήνης.

Γενικά: προτιμούσαν τις Κυριακές από Σεπτέμβρη έως Απρίλη, απέφευ-γαν την Τρίτη και την Τετάρτη, τα δίσεκτα χρόνια, τη λίγωση, τον Μάη και τους καλοκαιρινούς μήνες (βλ. και Παράρτημα του Α΄ κεφαλαίου, πίνακας 5).

 

Ε. Χήρες και προικοχάρτια.

Η σκληρή δουλειά στην ύπαιθρο, η φτώχεια και οι αυξημένες ευθύνες σε συνάρτηση με την έλλειψη στοιχειώδους έστω  περίθαλψης, είχαν κατεβάσει πολύ χαμηλά τον μέσο όρο ζωής. Επειδή οι άντρες συνήθιζαν να παίρνουν μικρότερες γυναίκες, κατά κανόνα, πέθαιναν αυτοί πρώτοι. Όταν είχαν κορί-τσια και είχαν προλάβει να τα παντρέψουν, οι ευθύνες που άφηναν στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ήταν περιορισμένες. Όταν όμως δεν προλά-βαιναν, «πλήρωναν τη νύφη» οι δύστυχες χήρες τους. Αυτές όφειλαν να βρουν γαμπρούς, να υποσχεθούν προίκα και να αναλάβουν ως αντιπρόσωποι τις διαδικασίες της υπογραφής του συμβολαίου γάμου των παιδιών τους. Τυχερές ήταν όσες από αυτές είχαν και αγόρια, γιατί τις βοηθούσαν στο δύσκολο έργο τους. Έχουμε και περιπτώσεις να υπογράφουν δυο χήρες. Συχνότατα στη διαδικασία της υπογραφής ήταν παρόντες γαμπροί ή νύφες.

O Η Φροσυνούλα Σιριανοπούλα, χήρα, για την κόρη της Μαρία, και η χήρα Μαρία Καλομενοπούλα για το γιο της Γιώργη συμφώνησαν γάμο. Προί-κα και το αδερφομοίρι ορίστηκαν στα 1.000 υ. Τα 800 υ. θα δίνονταν σε ρούχα και τα 200 υ. σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε τη μισή κινητή και ακίνητη περιουσία στο γιο της. Ο γαμπρός ήταν παρών[330].

O Η χήρα Μαρκεζίνα Αγιοστεφανιτοπούλα για την κόρη της Μαριέτα και ο Μανολάς Βαρούχας για το γιο του Μιχελή αποφάσισαν γάμο. Η Μαρκε-ζίνα ως  κομισάριος και του μακαρίτη άντρα της υποσχέθηκε στην κόρη της  ως προίκα τη μισή περιουσία της για τώρα και την άλλη μισή μετά το θάνατό της. Τα δώρα του γαμπρού συμφώνησαν να είναι 500 υ. Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τα μισά από όσα είχε. Σε αντάλλαγμα, ο Μιχελής αναλάμβανε την υποχρέωση να τον βοηθήσει στην εξόφληση της προίκας της αδερφής του[331].

O Νικολόζα Βαρουχοπούλα, χήρα, για την κόρη της Μαρία και ο Νικολό Βαρούχας για δικό του αποφάσισαν γάμο, με προίκα 600 υ. Τα 500 υ. θα δίδονταν με ρούχα και τα 100 υ. σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού ορί-στηκαν στα 100 υ. Από σήμερα η χήρα παραχώρησε στο γαμπρό το 1/5 από το αμπέλι της. Όταν αυτή πέθαινε, θα έπαιρνε το 1/5 και από τα υπόλοιπα[332].

Όταν ο γαμπρός ήταν ασυνείδητος, μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη χήρα πεθερά του. Αυτό βέβαια σπάνια συνέβαινε, γιατί στις κλειστές κοινωνίες των χωριών όλα ήταν σε όλους γνωστά.

O Η χήρα Ανέζα Βλαστοπούλα είχε δώσει στο γαμπρό της Μανόλη Βλαστό  από τα 200 υ. της προίκας τα 155 υ., χωρίς να πάρει απόδειξη. Τώρα που του έδωσε και τα υπόλοιπα 45 υ., την εξασφάλισε για όλα[333].                      

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: ΠΡΟΙΚΑ.

 

Α. Το ύψος της προίκας.

Οι προίκες στα χωριά ήταν, κατά κανόνα, πολύ μικρότερες από αυτές της πόλης. Ο λόγος είναι προφανής. Οι αγρότες και οι βοσκοί είχαν ελάχιστα έσοδα και πλήρωναν μεγάλους φόρους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβιώ-νουν με μεγάλη δυσκολία και να φροντίζουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Κρίνεται σκόπιμο να δοθούν ενδεικτικά προίκες των κοριτσιών των χωριών, αφού χωριστούν σε μικρές (μέχρι 1.000 υ.), μεσαίες  (1.000-2.000 υ.) και μεγάλες (2.000 υ. και πάνω), προκειμένου να γίνει φανερή η οικονομική κατάσταση των κατοίκων της υπαίθρου και μερικές ιδιαιτερότητές τους. 

α. Μικρές προίκες. Ένα χωραφάκι και λίγα ρούχα ήταν οι συνηθισμένες προίκες που πρόσφεραν στις κόρες τους οι φτωχοί χωρικοί, αγρότες και βοσκοί. Το τυπικό πάντως υποχρέωνε τους μελλόνυμφους όχι μόνο να υπο-γράφουν σχετικό συμβόλαιο γάμου, αλλά και να εκτιμούν μόνοι τους ή με τη βοήθεια τρίτων τα προσφερόμενα αντικείμενα, προκειμένου να αποτελέσουν την περιουσία/προίκα της νύφης.

O Ο Νικόλας Βενέρης παρέδωσε την προίκα  της κόρης του Ανέζας στον γαμπρό του Νικολό Βλάχο.  Την αποτελούσαν ένα αμπέλι 5 εργατών  που εκτιμήθηκε 175 υ. και μερικά ρούχα. Συνολικά 520 υ. Στο συμβόλαιο γάμου είχε υποσχεθεί μόνο 500 υ. Τα 20 που περίσσευαν τα χάρισε  στον γαμπρό[334].

O  Ο Μανόλης Δραγανίγος παρέδωσε στον γαμπρό του Ιωάννη Κορφιώτη τα προικιά της κόρης του Καλής. Ορίστηκαν από κοινού δύο εκτιμητές και τα έβγαλαν 666 υ.[335]

O Ο Θωμάς, ο Νικολός και ο Αντρέας Βαρούχες έδωσαν την προίκα της αδερφής τους Μαριέτας στον γαμπρό τους Γεωργιλά Βαρούχα. Αυτή ήταν 16 πρόβατα με 14 υ. το ένα, μετάξι, ένα βόδι (που εκτιμήθηκε 120 υ.), 2 τσεκίνια και 32 υ. Συνολικά 618 υ.[336]

Μερικές από τις νύφες που διέθεταν μικρή προίκα φρόντιζαν τουλάχιστον να την εξασφαλίσουν από την πιθανή αρπακτική διάθεση του γαμπρού.

O Η Εργίνα Βαρουχοπούλα στο σπίτι του πατέρα της και ο Μανόλης Πλα-τινολίος από διπλανό χωριό συμφώνησαν γάμο. Η Εργίνα υποσχέθηκε ως προίκα στον Μανόλη 500 υ. Αυτά θα κατέβαλε με δυο χρυσά τσεκίνια, ένα γάιδαρο και ρούχα. Αν τελικά ο γαμπρός αθετούσε για οποιαδήποτε λόγο την υπόσχεσή του, ήταν υποχρεωμένος να της έδινε από την περιου-σία του 500 υ. και όλα όσα του είχε δώσει ως δώρα και προίκα. Ο Μανόλης δέχτηκε και της έδωσε δακτυλίδι μπροστά στον παπά Μιχελή Βαρούχα, τον νοτάριο και τους μάρτυρες[337].

Η Εργίνα πρέπει να ήταν μεγάλη σε ηλικία, αφού μόνη της διαπραγμα-τεύεται τα του γάμου της και προσπαθεί να δέσει τον γαμπρό με κάθε τρόπο. Η παρουσία ιερέα, το δακτυλίδι και τα 500 υ. τιμωρίας καθιστούσαν ίσως τον γαμπρό πιο προσεκτικό…

 

Παλιότερα ίσως οι προίκες να ήταν ακόμα μικρότερες. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω περίπτωση.

O Η Μαρία Βαρουχοπούλα, όταν πέθανε ο άντρας της, ζήτησε πίσω την προίκα της. Της την έδωσε ο προγονός της ιερομόναχος Ιερεμίας. Τα  αντικείμενά της εκτιμήθηκαν σε  86 υ. Μέσα σε αυτά ήταν και 4 κότες[338]. 

Είναι  η μικρότερη προίκα που συναντάμε στα σχετικά πρωτόκολλα.

O Η χήρα Ανέζα Βλαστοπούλα είχε δώσει στο γαμπρό της Μανόλη Βλαστό  από τα 200 υ. της προίκας τα 155 υ., χωρίς να πάρει απόδειξη. Τώρα που του έδωσε και τα υπόλοιπα 45 υ., την εξασφάλισε για όλα[339].

O Η Μαρία Καναβοπούλα για την κόρη της Τζορτζίνα και ο Ιωάννης Απο-στόλης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε για προίκα 1.000 υ. Θα τα έδινε με όσα είχε αφήσει στην Τζορτζίνα ο μακαρίτης πατέρας της με τη διαθήκη του και αν δεν κάλυπταν το ποσό, θα το συμπλήρωνε η ίδια[340]. Τα ρούχα που της έδωσε εκτιμήθηκαν σε 636 υ.[341]

O Η Ζαμπέτα Χορτατζοπούλα και ο γιος της για την κόρη/αδελφή Εργίνα και Νικολό Βενέρης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και το αδερφομοίρι μητρικό και πατρικό (αυτό το γράφουν σχεδόν πάντα) ορί-στηκαν σε 1.000 υ. Αυτά θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων. Τα 100 υ. θα ήταν τα  δώρα του γαμπρού[342].

O Ο παπά Γεώργιος Σκορδίλης έδωσε την προίκα της κόρης του Εργίνας στον γαμπρό του δάσκαλο Κωνσταντή. Ορίστηκε εκτιμητής και τα έβγαλε  420 υ. Ήταν όλα ρούχα. Τα παρέλαβε ο γαμπρός[343].

O Η Εργίνα Καλοσυνοπούλα επέστρεψε στη χήρα πια νύφη της την προίκα της. Την εκτίμησή της έκανε ο νοτάριος και η νύφη, που ωστόσο είχε παντρευτεί ξανά, την παρέλαβε μαζί με το νέο άντρα της. Όλα και όλα εκτιμήθηκαν σε 160 υ.[344]

Στις παραπάνω 10 μικρές προίκες ο μέσος όρος μόλις υπερβαίνει τα 500 υπέρπυρα.

Εννοείται ότι θα υπήρχαν και γάμοι χωρίς καμιά προίκα και φυσικά χωρίς προικοσύμφωνο. Και αυτό γιατί σε όλες τις εποχές η μοίρα όλο και κάποιους ξεχνά κάτω από τον ήλιο…

β. Μεσαίες προίκες. Όταν, στην ύπαιθρο, οι προίκες ξεπερνούσαν τα 1.000 υ. δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ευκαταφρόνητες. Σημασία είχε το περιεχόμενο τους και ο τρόπος καταβολής τους. Και αυτό γιατί πολλές φορές παρέμεναν στο σύνολό τους ή σε τμήμα τους  μόνο στα χαρτιά. Η αρχαία ρήση «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος» εφαρμοζόταν πολλές φορές στην πράξη. 

O Η χήρα Βαλαστούδαινα για την κόρη της και ένας παπάς για τον μικρό αδερφό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 2.000 υ. Από αυτά τα 1.800 υ. θα ήταν σε ρούχα και τα 200 υ. σε μετρητά. Επιπλέον της παραχωρούσε χωράφι και αμπέλι. Αν κάποιος διεκδικούσε δικαστικά τα ακίνητα αυτά, θα τα αναπλήρωνε, πληρώνοντας την αξία τους η ίδια από την προίκα της. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 500 υ. Ο παπάς υποσχέθηκε στον αδερφό του κάποια έπιπλα και το αδελφομοίρι του, δηλαδή  το μερίδιό του από την πατρική και μητρική περιουσία[345].                                              

Ο παπάς πρέπει να ξεγέλασε ή να εκβίασε τη χήρα, γιατί τα δώρα του γαμπρού ήταν υπερδιπλάσια του κανονικού.

 

O Η Ανέζα Καφατοπούλα και ο γιος της παρέδωσαν την προίκα της κόρης/αδερφής, που την εκτίμησαν ένας παπάς και ένας μάστορας. Την παρέλαβε  ο γαμπρός Μιχάλης Καλλέργης Τα ρούχα που εκτίμησαν μαζί με τα μετρητά που κατέβαλαν (159 υ. και 6 τσεκίνια) έφτασαν τα  1.926 υ.[346]

O Ο Γεωργιλάς Παπαγιαννόπουλος για την κόρη του Μαρούσα και ο δάσκαλος Γιώργης Κακάβελας συμφώνησαν γάμο. Η  προίκα ορίστηκε στα 2.000 υ.  από τα οποία τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Θα δίδονταν τα 1.500 υ. σε ρούχα και τα 500 υ. σε ασήμι και μετρητά[347].  Την ίδια μέρα όρισαν εκτιμητές τον φεουδάρχη Θεόφιλο Βαρούχα και έναν παπά, οι οποίοι εκτίμησαν  τα ρούχα, το ασήμι και ένα βόδι σε 1.853 υ. Αυτά παρέλαβε ο δάσκαλος. Τα υπόλοιπα θα έπαιρνε σε ένα χρόνο[348].

O Ο Αντρέας Βαρούχας για την κόρη του Καλή και ο Αγγελούτσος Βαρού-χας για δικό του αποφάσισαν γάμο.  Συμφώνησαν να είναι η προίκα και τα αδερφομοίρια 1.400 υ. Τα 200 υ. θα αποτελούσαν τα δώρα του γαμπρού. Θα δίδονταν τα 1.000 υ. σε ρούχα και τα 400 υ. σε ασήμι και μετρητά. Η εκτίμηση και η παράδοση θα γινόταν την ώρα του γάμου μαζί με 100 υ. Τα υπόλοιπα θα καταβάλλονταν σε  4 ετήσιες δόσεις[349].

O Ο παπά Γιώργης Σκορδίλης παρέδωσε την προίκα της κόρης του Εργίνας στον γαμπρό του. Έβαλαν εκτιμητές δυο παπάδες, που την εκτίμησαν σε 1.278 υ.[350]

O Ο Μανόλης Δραγανίγος για την κόρη του Ελένη και η Ανέζα Φραγκο-πούλα, χήρα, για το γιο της Μιχελή Παπαδόπουλο συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν σε 1.500 υ. Από αυτά θα ήταν 200 υ.  τα δώρα του γαμπρού.  Θα δίδονταν τα 500 υ. σε μετρητά και τα 1.000 σε ρούχα. Η χήρα υποσχέθηκε στο γιο της το ? της συνολικής περιουσίας της.  Παρών ήταν και ο γαμπρός που δέχτηκε[351].

O Ο παπά Γιώργης Λαγγουβάρδος θέλησε να παραδώσει στον γαμπρό του δάσκαλο Ιωάννη Λίτινο την προίκα της κόρης του Φαντίνας. Όρισαν εκτιμητές τον τοπικό φεουδάρχη και τον νοτάριο. Η εκτίμηση θα γινόταν κατά τη βενετική συνήθεια (more veneto). Τελικά εκτίμησαν ρούχα, ντοντίνια (χάντρες) και ένα αμπέλι σε 1.900 υ. Ο γαμπρός τα πήρε, ενώ ο  νοτάριος διάβασε το προικοχάρτι στη Φαντίνα., που συμφώνησε[352].

O Ο Τζανής Παλιομίλης για την κόρη του Εργίνα και ο Γιακουμής Μουσό-της συμφώνησαν γάμο. Για την εκτίμηση της προίκας όρισαν έναν παπά και έναν κοσμικό. Η εκτίμηση θα ήταν «more veneto». Μισό αμπέλι, μισό πατητήρι και ρουχισμός εκτιμήθηκαν συνολικά σε 1.300 υ. Τα πήρε ο γαμπρός και εξοφλήθηκε[353].

O Ο Τζανάκης Βαρούχας για την κόρη του Καλίτζα και ο Ιωάννης Δράγα-σης για δικό του. αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορί-στηκαν στα 1.600 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 600 υ. Από το σύνο-λο τα 600 υ. θα δίδονταν σε μετρητά και τα 1.000 υ. σε ρούχα. Από τα ρούχα θα έδινε τα 600 υ. την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρεις ετήσιες δόσεις[354]. 13 μέρες μετά ο πεθερός έδωσε στο γαμπρό 150 υ. σε μετρητά για λογαριασμό της προίκας[355]. Την ημέρα του γάμου τα προικιά (ρούχα και δύο ασημένια κύπελλα) παραδόθηκαν, αφού εκτιμήθηκαν από τον πατέρα Θεόφιλο Βαρούχα σε 1.235 υ.[356] Τα υπόλοιπα  220 υ. του τα έδωσε με μια γελάδα[357]. 

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του κατέληξαν σε γάμο. Η προίκα και αδερφομοίρια συμφω-νήθηκαν στα 1.450 υ. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 300 υ. Το σύνολο θα κατέβαλε με ρούχα, όπως και με αμπέλι, 4 κερασιές, 5 μουριές. Παρούσα ήταν και η νύφη που δέχτηκε[358]. Για την εκτίμηση, που θα ήταν more veneto,  όρισαν τον Γιαννά Δήμο και τον νοτάριο. Αυτοί τα εκτίμησαν 1.800 υ. Τα επιπλέον 350 υ. ο πεθερός τα άφησε σαν πανωπροίκια[359].

O Ο Αλέξης Βλαστός για την κόρη του Εργίνα και ο Κωνσταντής Καβαδάς για δικό του αποφάσισαν γάμο.  Η προίκα και  τα αδερφομοίρια ορίστη-καν σε 2.000 υ. με χωράφια και αμπέλια, και άλλες  2.000 υ. σε ρούχα. Από αυτά τα θα ήταν 500 υ. τα δώρα του γαμπρού[360].

Γενικά, στις παραπάνω 10 μεσαίες προίκες ο μέσος όρος φτάνει στα  1.650 υ.

γ. Μεγάλες προίκες. Στην ύπαιθρο συνήθιζαν να διαμένουν μερικοί, μικροί κυρίως, φεουδάρχες, για να εποπτεύουν από κοντά τις περιουσίες τους. Πλάι τους είχαν πλήθος από νόμιμα και νόθα παιδιά, ακολουθώντας το παράδειγμα των συναδέλφων τους της πόλης. Αυτοί, που μαζί με μερικούς μεγαλοκτηματίες, ξεπεσμένους ευγενείς και κληρικούς αποτελούσαν την «αριστοκρατία» των χωριών, είχαν τη δυνατότητα να παραχωρούν στις κόρες τους αξιόλογες προίκες. Συχνά στο ύψος της προίκας συνέβαλαν και δωρεές από πλούσιους συγγενείς. Οι περισσότεροι βέβαια, παρά τα εντυπω-σιακά «προικώα νούμερα» ακολουθούσαν τη γενική μιζέρια. Τη σκληρή αγροτική ζωή. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας τα παρα-κάτω προικοσύμφωνα, που, εκτός από τους αριθμούς, έχουν και τα είδη των αντικειμένων της προίκας. Τα βόδια, τα γαϊδούρια, οι πάγκοι, τα πιθάρια, τα σκαμνιά και τα κοφίνια δεν ήταν και τα καλύτερα δείγματα πλούτου και ευημερίας στο κάθε νέο σπιτικό.

O Η παπαδιά για το γιο της, διάκο Μανόλη, και ο Μάρκος Βλαστός από τα Ρούστικα για την κόρη του Πολιτίνα αποφάσισαν γάμο. Ο Μάρκος υπο-σχέθηκε ως προίκα 4.000 υ., από τα οποία τα 1.250 θα έδινε σε ασήμι, μαργαριτάρια και  μετρητά, και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα 400 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Τα ρούχα θα δίδονταν την ώρα του γάμου και τα μετρητά μέσα σε τρία χρόνια από το γάμο. Η παπαδιά υποσχέθηκε στο γιο της δυο σπίτια, ένα πάγκο, δυο βόδια και δυο πουλάρια, όπως και  το 1/3 από τα ακίνητα και την οικοσκευή που διέθετε[361]. Η εκτίμηση έγινε  στο σπίτι της νύφης με εκτιμητές δυο παπάδες.  Τα είδη που εκτιμήθηκαν ήταν 20 και η εκτίμηση τα έβγαλε 2.762 υ.[362]

O Ο Μάρκος Βλαστός για τον γιο του Αλέξη και ο παπάς Τζώρτζης Λατινο-λέος για την κόρη του Χριστίνα συμφώνησαν γάμο. Ο Μάρκος  υποσχέ-θηκε προίκα 5.000 υ. Από αυτά τα 1.700 υ. θα έδινε σε ασήμι και μετρη-τά (1.000 υ. και 700 υ. αντίστοιχα) και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα 5.000 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του πολλά ακίνητα, ένα βόδι, ένα πουλάρι μερικά πιθάρια, ένα κοφίνι και ένα σκαμνί. Ο γάμος θα γινόταν τον Ιούλιο[363]. Η εκτίμηση έγινε στο σπίτι του αδερφού της νύφης από έναν παπά και έναν κοσμικό. Τα είδη ήταν 21 και εκτιμήθηκαν 3.330 υ. Το ασήμι, που είχε υποσχεθεί, του το έδωσε με ένα βόδι (εκτιμήθηκε 216 υ.). Παράλληλα, του έδωσε και 80 υ. μετρη-τά[364].

Ο γαμπρός προτίμησε το βόδι από το ασήμι, γιατί το πρώτο βοηθούσε την καθημερινότητα, ενώ το δεύτερο μπορεί να αποτελούσε ένα είδος επένδυ-σης, αλλά δεν ήταν εύκολα αξιοποιήσιμο.

O Ο Τζουάνε  Βαρούχας για την κόρη του Εργίνα και η χήρα Ανέζα Βαρου-χοπούλα για το γιο της Νικολό αποφάσισαν γάμο με προίκα και αδερφο-μοίρι στις 3.500 υ. Αυτά θα δίδονταν με ρούχα, ασήμι και μετρητά. Τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν το 1/3 της προίκας της[365].

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης, νόθος του Τζορτζέτου, για δικό του, και ο Σταμάτης Τζούκος για τη Μαρία, που επειδή δεν την ήξερα, με διαβε-βαίωσε για την ταυτότητά της ο ευγενής Φραγκίσκος Βαρούχας, αποφά-σισαν γάμο. Ο Λορέτζος είχε τη Μαρία στο σπίτι του από αγάπη και αυτή θέλησε να πάρει  τον νόθο. Η προίκα ορίστηκε στις 3.500 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 1.200 υ. Οι 2.300 υ. θα δίδονταν  σε μετρητά, που τα κατέβαλε αμέσως ο Λορέτζος με 13 χρυσά τσεκίνια, χρυσό δακτυλίδι, ασημένια κούπα και πιρούνια. Από αυτά τα 1.000 υ. ήταν το μερίδιο του αδερφού του Ιάκωβου, σύμφωνα με τον Σταμάτη. Τα ρούχα αξίας 1.200 υ.  όφειλε να δώσει ο Σταμάτης μέσα σε έξι μήνες[366].

Επειδή δεν υπήρχαν ταυτότητες, σε περίπτωση που ο νοτάριος δεν γνώ-ριζε κάποιον πελάτη του, ζητούσε πιστοποίηση από κάποιον κοινό γνωστό τους. 

O Ο Αντρέας Βαρούχας εξασφαλίζει την πεθερά του Ζαμπέτα Μαματο-πούλα και τον κουνιάδο του, βεβαιώνοντας ότι πήρε τις 13.000 υ. που του υποσχέθηκαν για προίκα με σπίτι, αμπέλι, ασήμι, χρυσάφι, μαργαριτάρια, εκτίμηση ρούχων και μετρητά[367].

Συχνά οι δωρεές πλούσιων συγγενών προς την νύφη ανέβαζαν το ύψος της προίκας.

O Ο Τζώρτζης Βεργίτσης υποσχέθηκε στον γαμπρό του Αντρέα Γονάλε προίκα 10.000 υ. Οι 5.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι άλλες σε ακίνητα. Την εκτίμηση των ρούχων και των ακινήτων θα έκαναν την ώρα του γάμου και αν έμεναν υπόλοιπα, θα του έδινε περιουσία να εκμεταλ-λεύεται μέχρι να τον εξοφλήσει πλήρως. Μέσα σε δέκα χρόνια μπορούσε ο ίδιος ο Τζώρτζης ή οι κληρονόμοι του να αγοράσουν όλα τα ακίνητα που του έδινε. Στις 10.000 υ. περιλαμβανόταν και μια δωρεά που είχε κάνει στη νύφη ο θείος της[368].

O Ο Μαθιός Παπαγιαννόπουλος για την κόρη του μακαρίτη Μάρκου Παπα-γιαννόπουλου, κουνιάδας του, και ο Μιχελής Βλαστός για το γιο του Τζώρτζη αποφάσισαν γάμο. Ο Μαθιός υποσχέθηκε για προίκα τα μισά από την περιουσία του πατέρα της νύφης, που υπολόγιζε σε 12.000 υ. Αν κάποιος απαιτούσε μέρος από αυτά, ο Μαθιός ήταν υποχρεωμένος να τα αναπληρώσει. Θα δίδονταν ως εξής: την ώρα του γάμου 8.000 υ. (6. 000 υ. σε ρούχα και 2.000 υ. σε ασήμι) και οι υπόλοιπες 4.000 υ. σε δύο ετήσιες δόσεις. Ο Μιχελής υποσχέθηκε στο γιο του τη μισή από την περι-ουσία του. Αν μάλιστα το άλλο του παιδί πέθαινε χωρίς κληρονόμους, θα έπαιρνε και το άλλο μισό[369]. Η παράδοση και εκτίμηση προίκας έγινε σχεδόν μετά ένα χρόνο. Εξέλεξαν εκτιμητές τον νοτάριο και τον ευγενή κρητικό Τζανή Πικατόρο: ρούχα, ασημένια κύπελλα βαριά (515 υ.), μαργαριταρένιο κολιέ, χρυσό δακτυλίδι, πιθάρια, πάγκος, κασέλα, κρε-βάτι, τηγάνι, σούβλες, τρυπάνια, καμπανός, σκαμνιά εκτιμήθηκαν σε 3.750[370].

O Ο Γεωργιλάς Πάγκαλος για το γιο του Πιέρο και ο παπά Αντρέας Βαρούχας για την κόρη του Ελένη, αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και αδερφομοίρια συμφωνήθηκε να είναι  6.000 υ. και τα δώρα του γαμπρού 1.000 υ. Οι 2.500 υ. θα δίδονταν με ασήμι και μετρητά, αμέσως, ενώ οι 2.000 υ. και τα υπόλοιπα σε ετήσιες δόσεις των 100 υ. Οι 3.500 υ. θα δίδονταν σε ρούχα. Ο Γεωργιλάς υποσχέθηκε από τώρα τη μισή περιου-σία του στο γιο του και, όταν πέθαινε ο ίδιος και η γυναίκα του Ανιέζα, θα έπαιρνε και την άλλη μισή. Στη διαθήκη τους  ο ίδιος και η γυναίκα του θα μπορούσαν να διαθέσουν  μόνο από 100 υ.[371]

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας θέλησε να παραδώσει στον γαμπρό του Πιέρο Πάγκαλο την προίκα που υποσχέθηκε στην κόρη του Λένα. Έβαλαν εκτιμητές δύο κληρικούς, και συμφώνησαν η εκτίμηση να γίνει κατά τη βενετική συνήθεια. Τα έβγαλαν 4.130 υ. Μια ασημένια κούπα, 12 πιρού-νια, ένα μαργαριταρένιο κολιέ και ένας χρυσός αρραβώνας είχαν εκτιμη-θεί από τον χρυσοχόο Λενταρίτη σε 630 υ.[372]

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας για την κόρη του Καλή και ο Τζανάκης Βαρούχας για το γιο του Κωνσταντή αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια της νύφης ορίστηκαν στις 6.000 υ. Από αυτά οι 3.500 υ. θα καλύπτονταν με ρούχα και οι 2.500 υ. με ασήμι και μετρητά. Τα 500 υ. από τα μετρητά θα δίδονταν την ημέρα του γάμου και τα άλλα σε ετήσιες δόσεις των 100 υ. Ο μπαμπάς υποσχέθηκε στον γιο του ένα σπίτι και το 1/3 της περιουσίας του. Όταν πέθαινε αυτός και η γυναίκα του, θα ήταν όλα δικά του[373].

Γενικά, οι παραπάνω 10 μεγάλες προίκες δίδουν κατά μέσο όρο περίπου 6.500 υ.

Β. Προίκες χωρίς αριθμούς.

Μερικές φορές, ενώ συντασσόταν συμβόλαιο γάμου, δεν αναφερόταν σ’ αυτό το συνολικό ύψος της προίκας. Οι λόγοι μπορούσε να ήταν πολλοί: η νύφη να ήταν χήρα χωρίς οικογένεια, να ήταν ορφανή από πατέρα και μοναχοκόρη, να ήταν ορφανή και χειραφετημένη, να είχε από τη διαθήκη του μακαρίτη του πατέρα της κάποια περιουσία ως προίκα ή τέλος να μην είχε η οικογένειά της τίποτα το αξιόλογο να της προσφέρει. Το ίδιο συνέ-βαινε συχνά και με τα δώρα του γαμπρού. Όλως συμβατικά, αν αναφέρονταν τα δώρα, η προίκα ήταν κοντά στο δεκαπλάσιο, και αν αναφερόταν η προίκα χωρίς τα δώρα, αυτά ήταν το 1/10.

O Ο Γιώργης Καβαδάτος για την κόρη του Μαρία και ο Μανόλης Βερσάνος  για το γιο του  Νικολό αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στα 450 υ. και θα προερχόταν από την προίκα της μάνας της. Αν δεν έφταναν, θα τα συμπληρώσει αυτός. Ο Γιώργης υποσχέθηκε ακόμα ως προίκα 140 υ. από τη δική του περιουσία και ένα αμπέλι. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέ-θηκε στον γιο του το αδερφομοίρι του[374]. 

Εδώ, επειδή ο πατέρας της νύφης δεν είχε τη δυνατότητα της δώσει  προίκα, έπεισε τη μητέρα της να δώσει ένα ποσό από τη δική της προίκα και αυτός να το συμπληρώσει. Προφανώς  θα είχε προηγηθεί συνεννόηση του ζεύγους. Συγκεκριμένο ύψος δεν αναφέρεται, αφού το αμπέλι δεν εκτιμή-θηκε και για το λόγο αυτό δεν σημειώνονται ούτε και δώρα γαμπρού.

O Η χήρα Μαρκεζίνα Αγιοστεφανιτοπούλα για την κόρη της Μαριέτα και ο Μανολάς Βαρούχας για τον γιο του Μιχελή αποφάσισαν γάμο. Η Μαρκε-ζίνα ως κομισάριος και του άντρα της υποσχέθηκε προίκα στην κόρη της για τώρα τη μισή περιουσία της και ολόκληρη μετά το θάνατό της. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 500 υ. Παράλληλα, ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τα μισά από όσα είχε, εκτός από ένα βόδι που θα το έδινε στον γαμπρό του, αλλά με τον όρο να τον βοηθούσε ο Μιχελής να αποπληρώσει την προίκα που είχε υποσχεθεί στην αδερφή του[375].

Τα 500 υ. που συμφωνήθηκαν ως δώρα του γαμπρού, προφανώς υπο-δηλώνουν προίκα γύρω στις 5.000 υ.

O Ο Μανόλης Κουζινός και οι αδερφές του Μαρία και Καλή για την αδερφή τους Ζαμπέτα, και ο Γιώργης Λίμας για δικό του αποφάσισαν γάμο. Για προίκα και αδερφομοίρια υποσχέθηκαν ένα σώχωρο, από το οποίο το μισό θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Υποσχέθηκαν ακόμα μερι-κά δέντρα, μια μαύρη γελάδα και «αν έχου και άλον τίβοτεας στίμα να στιμάρου, να τζι τι δώσου εις την όραν τις ευλόγισις»[376].

Η τελευταία φράση υποδηλώνει ότι η οικογένεια της νύφης ελάχιστα αντικείμενα (ρούχα, ασημικά, οικοσκευή) είχε να προσφέρει. Όλη η προίκα ήταν ένα σώχωρο και μια αγελάδα.

 

 

 

Γ. Προνοητικοί πατεράδες.

Συχνά οι προνοητικοί πατεράδες, πριν  πεθάνουν, άφηναν με τη διαθήκη τους στις κόρες τους κάποιες περιουσίες, όπως και  οικοσκευή ή ρουχισμό, για το γάμο τους.

O Στην εκκλησία Παναγίας, η Μαρία Καναβοπούλα για την κόρη της Τζορτζίνα και ο Ιωάννης Αποστόλης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε  για προίκα 1.000 υ. Θα τα έδινε με όσα είχε αφήσει στην Τζορτζίνα ο μακαρίτης πατέρας της με τη διαθήκη του και αν δεν κάλυπταν το ποσό, θα το συμπλήρωνε η ίδια[377]. Τα ρούχα που της έδωσε εκτιμήθηκαν σε 636 υ.[378]

O Ο Κωνσταντίνος Λαγκουβάρδος  για την αδερφή του Φρατζεσκίνα και η χήρα Βλαστοπούλα για τον γιο της Νικόλα συμφώνησαν γάμο. Προίκα της θα ήταν αυτή που της άφησε με τη διαθήκη του ο μακαρίτης πατέρας τους. Παρόντες στη διαδικασία ήταν και η νύφη και ο γαμπρός, που συμφώνησαν[379].

O Ο παπάς Μανόλης Βαρούχας, που ήταν γιος παπά, μαζί με τα αδέρφια του Γιώργη και Αντώνη, που ήταν δάσκαλοι, και τον ανιψιό του Ιωάννη, που ήταν και αυτός γιος παπά, ως αντιπρόσωποι της αδερφής τους, από το ένα μέρος, και ο Μιχελής Λαγγουβάρδος από το άλλο συμφώνησαν γάμο. Υποσχέθηκαν ως προίκα και αδερφομοίρι τις 2.000 υ. που της άφησε ο πατέρας της με τη διαθήκη του[380].

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος για την αδερφή του Φρατζικίνα και η χήρα Ταντία Βλαστοπούλα για το γιο της Νικόλα συμφώνησαν γάμο. Ο Κων-σταντής υποσχέθηκε ως προίκα στην αδερφή του όσα της είχε αφήσει, με τη διαθήκη του ο πατέρας της. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν το μερίδιο που του ανήκε. Θα χώριζαν την περιουσία τους σε όλα τα αδέρφια του και την ίδια. Το μερίδιό της θα το κρατούσε όσο ζούσε. Παρόντες ήταν και ο γαμπρός και η νύφη, που δέχτηκαν τα παραπάνω[381].

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστη-καν στα 1.450 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 300 υ. Ο Φραγκιάς θα παραχωρούσε επιπλέον στον γαμπρό ένα αμπέλι 4 εργατών, 4 κερασιές και 5 μουριές. Παρούσα ήταν και η νύφη, που δέχτηκε[382].

O O Γιώργης Βλαστός από το χωριό Αντάνασο, ως εκπρόσωπος του γιου του Τζουάννε, και ο Τζουάννε Χορτάτζης, ως εκπρόσωπος της Μαρίας Παπαγιαννοπούλας, συμφώνησαν γάμο. Ο Γιώργης υποσχέθηκε στο γιο του 1/3 της περιουσίας του, με τον όρο ότι, όταν θα παντρευόταν η αδερφή του, θα της έδινε το 1/3 της προίκας της. Η πλευρά της νύφης υποσχέθηκε στο γαμπρό δώρα 1.000 υ. και προίκα το υπόλοιπο από το αδερφομοίρι της[383].

Τα 1.000 υ., που υποσχέθηκαν ως δώρα στον γαμπρό, υποδηλώνουν προίκα γύρω στις 10.000 υ.

O Η χήρα Καλή Καλομενοπούλου είχε παντρέψει την κόρη της Εργίνα με τον Νικόλα Παγά αλλά δεν του είχε κάνει προικοσύμφωνο. Τώρα, με συμβόλαιο, υποσχέθηκε ως προίκα και αδερφομοίρια στην κόρη της το ? από την κινητή και ακίνητη περιουσία της. Παρών ήταν ο γαμπρός και το δέχτηκε[384].

Μερικοί γονείς φρόντιζαν στη διαθήκη τους να καθορίζουν επακριβώς την προίκα των ανύπαντρων κοριτσιών τους, για να λείπουν διχόνοιες μέσα στην οικογένεια.

O Ο παπά Μανόλης Βαρούχας και ο αδερφός του δάσκαλος Γιώργης και δάσκαλος Ιωάννης και ο ανιψιός τους δάσκαλος Νικολό για την αδερφή τους Φρατζού, και ο Μιχελής Λαγκουβάρδος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν στις 2.000 υ., όπως φαίνεται στη διαθήκη του πατέρα τους. Τα 400 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Θα έδιναν τα 500 υ. σε ασήμι και μετρητά και τα υπόλοιπα σε ρούχα[385]. Την ίδια μέρα έγινε η παράδοση, αφού όρισαν δύο εκτιμητές, που τα έβγαλαν 1.619 υ.[386]

Δ. Δημοκρατικότητα - Ισότητα.

Οι γονείς είχαν βαθιά μέσα τους ριζωμένο το αίσθημα του δικαίου. Προσπαθούσαν, ως εκ τούτου, να μην αδικήσουν κανένα από τα παιδιά τους. Το αίσθημα αυτό ήταν ίσως απόρροια της δημοκρατικότητας που παραδο-σιακά διέκρινε τους Έλληνες. Στα χωριά η τάση της ίσης διανομής ήταν πιο έντονη από ότι στις πόλεις, γιατί οι κάτοικοι των πόλεων είχαν υποστεί βαθιές επιδράσεις από τους κατακτητές και είχαν διαφοροποιήσει, μερικώς έστω, τις πατροπαράδοτες συνήθειές τους.

O Η Καλή Αρκολεοπούλα από το χωριό Αρκούδαινα, έκανε την εξής δημο-κρατικότατη συμφωνία με τον γαμπρό της, που κατοικούσε στο ίδιο χωριό: Θα χώριζαν το σύνολο της περιουσίας της (από σύζυγο και προι-κώα) στα δύο και θα εισέπρατταν από κοινού τα έσοδα. Όταν όμως ενηλικιωνόταν ο γιος της, η περιουσία θα χωριζόταν στα τρία και θα έπαιρνε καθένας τους από ένα μερίδιο. Η μητέρα δεν θα είχε το δικαίωμα να πουλήσει το μερίδιό της. Όταν πέθαινε, αυτό θα χωριζόταν στα ίσα ανάμεσα στο γιο και την κόρη. Όσα ρούχα θα αποκτούσε, κατά το διά-στημα αυτό, για λογαριασμό της η κόρη, εξαιρούνταν από τη μοιρασιά[387].

Ε. Προικώα περισσεύματα και ελλείμματα.

Όταν τα αντικείμενα που έδινε η πλευρά της νύφης για προίκα δεν κάλυ-πταν το ποσό που είχαν συμφωνήσει στο συμβόλαιο γάμου, πρόσφεραν για συμπλήρωμα  ό, τι χρηστικό είχαν πρόχειρο (στα χωριά τα ζώα και τα δοχεία ή πιθάρια για κρασί και λάδι ήταν τα πιο συνήθη). Αυτά  ενσωματωνόταν στο σύνολο της προίκας. Όταν τα προικιά που εκτιμούνταν, έβγαιναν περισ-σότερα από το ύψος της υπεσχημένης προίκας, τότε και πάλι ενσωματώ-νονταν στην προίκα. Δηλαδή άλλαζε το ύψος που είχαν συμφωνήσει.

O Η χήρα Ελένη Μεταξαροπούλα θέλησε να δώσει  στο γαμπρό της Μιχελή Αρμένη τα προικιά που του υποσχέθηκε. Αυτός εξέλεξε δικό του εκτιμη-τή, ενώ η Ελένη αγγάρεψε τον νοτάριο. Συμφώνησαν η εκτίμηση να είναι αμετάκλητη (more veneto). Του έδωσε ένα αμπέλι 2 εργατών που εκτιμή-θηκε με 100 υ. ο εργάτης. Επίσης του έδωσε ρούχα και τρία πιθάρια. Το σύνολο της εκτίμησης έφτασε 1.103[388].

Προφανώς η χήρα είχε υποσχεθεί 1.100 υ. και χρειάστηκε να δώσει και πιθάρια για να καλύψει το ποσό.

 

Συνέβαινε και το αντίθετο, να εκτιμηθούν δηλαδή τα προικιά περισσό-τερο από όσα είχαν συμφωνηθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πλευρά της νύφης ζητούσε το περίσσευμα να προστεθεί στην προίκα. Ήταν σαν το πανωπροίκι, που συναντάμε στα συμβόλαια της πόλης.

O Η χήρα Εργίνα Τζαγγαροπούλα για την κόρη της Ανιέζα και ο Γιώργης Καναβάς από το χωριό Μέρωνα για δικό του συμφώνησαν γάμο. Για προίκα και αδερφομοίρι η χήρα υποσχέθηκε 1.000 υ. Θα του τα έδινε με ένα βόδι, που θα το εκτιμούσαν δυο καλοί άνθρωποι, και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων την ώρα του γάμου. Αν δεν συμπληρωνόταν το  ποσό, θα το κάλυπτε με δόσεις  των 50 υ. κάθε Οκτώβρη. Τα 100 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Το συμβόλαιο υπέγραφαν τρεις μάρτυρες[389]. Ένας παπάς εκτίμησε τα ρούχα που είχε υποσχεθεί στο γαμπρό του για προίκα και τα έβγαλε 1.060 υ. Είχε υποσχεθεί μόνο 1.000 υ., άφησε όμως και τα 60 υ. να συμπεριληφθούν στην προίκα[390] (βλ. και υποενότητα Ζ, Πανω-προίκια).

Όταν ο πατέρας της νύφης για δικούς του λόγους καθυστερούσε να παρα-δώσει στον γαμπρό την προίκα, συνήθιζε να προσφέρει έναντι μερικά χρη-στικά αντικείμενα. Εννοείται ότι και το παραμικρό διδόταν πάντα με συμβό-λαιο και σχετική εκτίμηση, προκειμένου να είναι κατοχυρωμένο.

O Ο Γεωργιλάς Πάγκαλος έδωσε στον γαμπρό του Πέτρο Κορνάρο, έναντι της προίκας που είχε υποσχεθεί στην κόρη του Μαργιέτα, μια κρεβατό-στρωση (στρώμα). Την εκτίμησε ο παπά Θεόφιλος Βαρούχας σε 120 υ.[391]

Φαίνεται ότι το στρώμα ήταν το ακριβό κομμάτι της προίκας και το έδωσε αρχικά. Τα υπόλοιπα προικιά, αν υπήρξαν, προφανώς θα ήταν ελά-χιστα ρούχα.

 

ΣΤ. Το περιεχόμενο της προίκας.

α. Κτηματική περιουσία. Στις προίκες των χωρικών, αντίθετα με το ανα-μενόμενο, δεν πρωταγωνιστούσε η κτηματική περιουσία. Αυτό συνέβαινε γιατί, από το ένα μέρος, οι αγρότες ήθελαν τα χωράφια τους, μια και από αυτά ζούσαν, και από το άλλο, γιατί συνήθιζαν να τα αφήνουν στα αγόρια τους. Στα κορίτσια πρόσφεραν για προίκα ρούχα κυρίως. Μόνο όταν αυτά δεν έφταναν να καλύψουν τα υπεσχημένα, παραχωρούσαν και λίγα χωράφια ή αμπέλια, αλλά με τον όρο ότι οι ίδιοι ή τα αγόρια τους είχαν το δικαίωμα να τα εξαγοράσουν, όταν αποκτούσαν την οικονομική δυνατότητα. Αρκετές φορές παραχωρούσαν και κάποια ακίνητα χωρίς να τα περιλαμβάνουν αρχικά στο ύψος της προίκας.

O Η Μαρία Βλαστούδενα για την κόρη της και ο παπά Ιωάννης Βλαστός για το γιο του αποφάσισαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε για προίκα 2.000 υ. από τα οποία θα ήταν μετρητά τα 200 υ. και τα υπόλοιπα εκτίμηση ρούχων. Επιπλέον υποσχέθηκε ένα αμπέλι με τα δέντρα του[392].

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια  ορίστη-καν στα 1.450 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 300 υ. Την προίκα θα κάλυπτε με ρούχα. Επιπλέον της παραχωρούσε και ένα αμπέλι, 4 κερα-σιές και 5 μουριές[393]. Για την εκτίμηση όρισαν το Γιαννά Δήμο και τον νοτάριο. Αυτοί εκτίμησαν τα ρούχα 1.800 υ. Τα επιπλέον 350 υ. ο πεθε-ρός τα άφησε σαν πανωπροίκια[394].

O Ο Τζώρτζης Βεργίτσης υποσχέθηκε στον γαμπρό του Αντρέα Γονάλε προίκα 10.000 υ. Οι 5.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι άλλες σε ακίνητα. Την εκτίμηση ρούχων και των ακινήτων θα έκαναν την ώρα του γάμου και αν έμεναν υπόλοιπα, θα του έδινε περιουσία να εκμεταλλεύ-εται μέχρι να τον εξοφλήσει πλήρως. Μέσα σε δέκα χρόνια μπορούσε ο ίδιος ο Τζώρτζης ή οι κληρονόμοι του να αγοράσουν όλα τα ακίνητα που του έδινε[395]. 

 

Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε παραχώρηση κτηματικής περιουσίας σε αξία ίση με εκείνη του ρουχισμού και χωρίς περιοριστικούς όρους.

O Ο Αλέξης Βλαστός για την κόρη του Εργίνα και ο Κωνσταντής Καβαδάς για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν σε 4.000. Από αυτά οι 2.000 υ. θα δίδονταν με χωράφια και αμπέλια, και οι άλλες 2.000 υ. σε ρούχα. Από το σύνολο της προίκας τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[396].

 

Κτήματα και σπίτια συνήθως υπόσχονταν και οι γονείς των γαμπρών. Κατά κανόνα, ήταν τα νόμιμα αδερφομοίρια τους, που τους τα παραχω-ρούσαν κατά το γάμο τους, για να έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν τη νέα τους οικογένεια. Μερικές φορές στις υποσχέσεις παραχώρησης έθεταν και όρους  ή τις μετέθεταν μετά το θάνατό τους.

O Η παπαδιά Βλαστοπούλα, στο συμβόλαιο γάμου του γιου της Μανόλη, υποσχέθηκε σ’ αυτόν δυο σπίτια, ένα πάγκο, δυο βόδια και δυο πουλάρια, όπως και  το 1/3 από τα ακίνητα και την οικοσκευή που διέθετε[397].

O Ο Τζανής Ποπιομίλης υποσχέθηκε για προίκα στην κόρη του Εργίνα 1.300 υ., που θα έδινε με ρούχα (1.000 υ.) και ένα αμπέλι 4 εργατών (300 υ.). Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο της το 1/3 από το σύνολο της περιουσίας της[398].

O Ο Αγγελούτσος Βαρούχας υποσχέθηκε στην αδερφή του Ανέζα ως προίκα και  αδερφομοίρια 1.400 υ. Από αυτά τα 1.200 υ. θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων την ώρα του γάμου και όσα υπολείπονταν σε τρία χρόνια. Τα υπόλοιπα 200 υ. θα δίδονταν σε μετρητά τα 100 υ. και με 4 ρίζες ελιές τα άλλα 100 υ. Αν ο γαμπρός δεν ήθελε τις ελιές, θα του έδινε το αντίτιμο σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα  300 υ.[399]

 

β. Ρουχισμός. Ο ρουχισμός (φορέματα νύφης, πετσέτες, τραπεζομάντιλα, μαξιλάρια, κουβέρτες…) όχι μόνο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της αξίας της προίκας, αλλά αποτελούσε και το πιο απαραίτητο τμήμα της. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι φτωχοί πατεράδες της νύφης δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα άλλο, τα ρούχα κάλυπταν το σύνολο της προίκας.

O Μάνα από το χωριό Λιβαδάκι μαζί με το γιο της  συμφώνησαν το γάμο της κόρης/αδερφής τους. Ο γαμπρός ήταν από το χωριό Ζουρίδι. Η προί-κα θα ήταν 1.000 υ., από τα οποία τα 900 υ. σε ρούχα. Τα δώρα του γα-μπρού ορίστηκαν σε 100 υ.[400] Τελικά τα ρούχα εκτιμήθηκαν σε 902 υ.[401]

O Η χήρα Ελένη Βλαστοπούλα παρέδωσε τα προικιά της κόρης της Μανο-λίας και τα παρέλαβε ο γαμπρός Νικολός Σαρακηνόπουλος. Τα εκτίμησε ο Τζουάννε Βλαστός, που, όπως λέει είχε το λεύτερο από τον πρωτο-μάστορα. Ήταν δώδεκα είδη και τα έβγαλε 550 υ. Όλα τα προικιά ήταν ρούχα, εκτός ένα πιθάρι  και ένα κοφίνι μικρό[402].

O Η Μαρία Δριμοπούλου, με τη σύμφωνη γνώμη και του γαμπρού της Κωνσταντή Λίμα, όρισε τον παπά Αντρέα Βαρούχα για να εκτιμήσει τα ρούχα, που έδινε ως προίκα στην κόρη της Σταμάτα. Τα έβγαλε 340 υ. Ο γαμπρός τα παρέλαβε έναντι της προίκας[403].

O Η Ζαμπέτα Χορτατζοπούλα και ο γιος της για την κόρη/ αδελφή Εργίνα, και Νικολό Βενέρης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και το αδερφομοίρι, μητρικό και πατρικό, ορίστηκαν σε 1.000 υ. Τα περισσό-τερα θα κάλυπτε ο ρουχισμός. Τα 100 υ. θα ήταν τα δώρα του γα-μπρού[404].

O Ο παπά Γεώργιος Σκορδίλης έδωσε την προίκα της Εργίνας στον γαμπρό του δάσκαλο Κωνσταντή. Ορίστηκε εκτιμητής και τα έβγαλε 420 υ. Ήταν όλα ρούχα. Τα παρέλαβε ο γαμπρός[405].

γ. Χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα. Οι εύπορες οικογένειες της υπαίθρου διέθεταν, εκτός των άλλων, και πολύτιμα μέταλλα, ιδίως ασήμι. Συγκριτικά, ήταν πολύ λιγότερα από αυτά που διέθεταν οι κάτοικοι της πόλης. Σε μερικές περιπτώσεις τα χρησιμοποιούσαν αντί για μετρητά, προκειμένου να συμπληρώνουν τις προίκες. Γενικά, πολύτιμα μέταλλα και μετρητά ταυτί-ζονταν ή τουλάχιστον κατατάσσονταν στην ίδια κατηγορία. Οι γονείς της νύφης στα συμβόλαια γάμου υπόσχονταν ότι θα έδιναν κάποιο ποσό σε ασήμι ή  μετρητά.

O Ο Τζανής Ποπιομίλης για την κόρη του Εργίνα και η Καλή Λιμιοπούλα για το γιο της Γιακουμή αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφο-μοίρια συμφωνήθηκαν στα 1.300 υ. Τα 1.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και τα 300 υ. με αμπέλι 4 εργατών. Αν δεν καλυπτόταν το ποσό, θα συμπλη-ρωνόταν την ώρα του γάμου με ασήμι. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 400 υ. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε στον γιο της το 1/3  από την περιουσία της[406].

O Ο παπάς Κωνσταντής Σκορδίλης υποσχέθηκε ως προίκα στην κόρη του Πολιτίνα 9.000 υ. Οι 4.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι 5.000 υ. σε μετρητά, ασήμι και χρυσάφι.  Μέσα στις 5.000 υ. θα ήταν και η εκτίμηση ενός λιόφυτου. Η εξόφληση θα γινόταν σε τέσσερα  χρόνια[407].

O Ο Τζουάννε Βαρούχας παράδωσε στον γαμπρό του Νικολό Αγιοστεφα-νίτη την προίκα που είχε υποσχεθεί στην κόρη του. Οι εκτιμητές που όρισαν αποφάσισαν ότι τα ρούχα, τα κοσμήματα και τα 10 χρυσά τσε-κίνια άξιζαν συνολικά 2.120 υ.[408] Επιπλέον του έδωσε και 200 υ. μετρη-τά[409].

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης, νόθος γιος του Τζορτζέτου, για δικό του, και ο Σταμάτης Τζούκος για την προστατευόμενη του  Μαρία, αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 3.500 υ. Οι 2.300 υ. θα δίδονταν σε μετρητά, που τα κατέβαλε αμέσως ο Σταμάτης με 13 χρυσά τσεκίνια, ένα χρυσό δακτυλίδι, μια ασημένια κούπα και πιρούνια. Τα υπόλοιπα, δηλαδή ρούχα αξίας 1.200 υ. όφειλε να δώσει μέσα σε έξι μήνες[410].

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας θέλησε να καταβάλει στο γαμπρό του Πιέρο Πάγκαλο την προίκα που του υποσχέθηκε. Έβαλαν εκτιμητές δύο κληρι-κούς, για να την εκτιμήσουν «more veneto». Την έβγαλαν 4.130 υ. Μέσα στα αντικείμενά της ήταν και μια ασημένια κούπα, 12 πιρούνια, ένα μαργαριτάρι λαιμού  και ένας  χρυσός αρραβώνας[411].

O Τα αδέρφια Θωμάς και Νικολό Βαρούχες υποσχέθηκαν προίκα και αδερφομοίρια στην αδερφή τους 3.500 υ. Τα 1.500 υ. θα ήταν σε ασήμι και μετρητά. Τα άλλα σε ρούχα. Τα ρούχα θα τα έδιναν την ώρα του γάμου και τα άλλα, όταν μπορούσαν. Ο Τζανής υποσχέθηκε  στον γιο του το μερίδιο του και αρκετά ακίνητα. Παρών ήταν και ο γαμπρός[412]. Προ-κειμένου να παραδοθούν τα ρούχα και το ασήμι εξέλεξαν δύο εκτιμητές για να τα εκτιμήσουν αμετάκλητα «more veneto». Αυτοί τα εκτίμησαν σε 3.052 υ. Επειδή η εκτίμηση των ρούχων βγήκε κατά 832 υ. μεγαλύτερη από όση είχαν υποσχεθεί, παραχώρησαν το επιπλέον ως πανωπροίκια[413].

O Ο παπάς Λουκάς Βλαστός παράδωσε την προίκα που υποσχέθηκε στην κόρη του Ανέζα και την παρέλαβε ο γαμπρός του Γιώργης Βλαστός. Την εκτίμηση έκαναν ένας παπάς και ένα κοσμικός. Εκτιμήθηκαν είκοσι είδη σε 3.000 υ. Ακόμα πήρε δυο ασημένια κύπελλα, τέσσερα ασημένια πιρούνια και δυο στολισιές (κολιέ) ντοντίνια (χάντρες), που ο πρωτομά-στορας τα είχε εκτιμήσει σε 462,5 υ.[414]

 

Επειδή, όπως αναφέραμε, δεν υπήρχε ρευστότητα χρήματος, συχνά όσοι γονείς υπόσχονταν μετρητά ως προικώα στους γαμπρούς τους, ζητούσαν και περιθώριο χρόνου για την εξόφλησή τους.

O Η παπαδιά Βλαστοπούλα για τον γιο της που ήταν διάκο και ο Μάρκος Βλαστός για την κόρη του αποφάσισαν γάμο. Ο Μάρκος υποσχέθηκε ως προίκα 4.000 υ., από τα οποία τα 1.250 υ. θα έδινε σε ασήμι, μαργαρι-τάρια και  μετρητά, και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα 400 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Τα ρούχα θα δίδονταν την ώρα του γάμου και τα μετρητά μέσα σε τρία χρόνια από το γάμο[415].

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης, νόθος του Τζορτζέτου, για δικό του και ο Στα-μάτης Τζούκος για τη Μαρία, αποφάσισαν γάμο. Η προίκα συμφωνήθηκε στις 3.500 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 1.200 υ. Οι 2.300 υ. που θα δίδονταν σε μετρητά, καταβλήθηκαν αμέσως με 13 χρυσά τσεκίνια, χρυσό δακτυλίδι, ασημένια κούπα, πιρούνια[416].

δ. Ζώα. Τα ζώα ήταν, για το σύνολο σχεδόν των χωρικών, η κύρια πηγή για τη διατροφή τους, τον προσπορισμό κάποιων εσόδων, αλλά και τα απα-ραίτητα μέσα για τις καθημερινές εργασίες, κυρίως τις μεταφορές προϊόντων και τις μετακινήσεις τους. Άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και βόδια αναλάμ-βαναν μεταφορές, οργώματα και γενικά τις βαριές δουλειές της οικογένειας, ενώ τα μικρότερα, πρόβατα, κατσίκες, γουρούνια και κότες είχαν αναλάβει το ρόλο της διατροφής της. Με βάση τα παραπάνω, αποτελούσαν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία. Στις προίκες πολύ συχνά είχαν τη θέση που τους άρμοζε.

O Ο Μιχάλης Σιδεροραύδης υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 800 υ. Αυτά θα τα έδινε με 14 μεγάλα και 6 μικρά πρόβατα την ώρα του γάμου. Ήταν παρών και ο θείος της νύφης καλόγερος Μακάριος, ο οποίος υποσχέθηκε να της δώσει ένα μικρό αμπέλι, ελιές και ρούχα για συμπλήρωμα της προίκας. Δώρα του γαμπρού θα ήταν τα 100 υ.[417]

O Ο Θωμάς, ο Νικολός και ο Αντρέας Βαρούχες υποσχέθηκαν ως προίκα στην αδερφή τους Μαριέτα 16 πρόβατα, με 14 υ. το ένα, μετάξι, μια ματζέτα (νεαρή γελάδα) μαύρη (που εκτιμήθηκε 120 υ.), 2 τσεκίνια και 32 υ. Συνολικά 618 υ.[418]

O Ο Γιώργης Λίτινος παρέδωσε τα προικιά στο γαμπρό του Μανόλη Λίτινο. Εκτός από τα ρούχα, του έδωσε 1 σπαθί και ένα μικρό ξίφος, για 30 υ. και ένα βόδι για 140 υ.[419]

O Ο Μακάριος Βαρούχας υποσχέθηκε στο προικοσύμφωνο της εγγονής του Εργίνας, εκτός των άλλων, την κοινή χρήση ενός βοδιού και μιας γελάδας[420].

O Ο Γεωργιλάς Παπαγιαννόπουλος υποσχέθηκε στην κόρη του Μαρούσα προίκα 2.000 υ., που θα έδινε με ρούχα, ασήμι και μετρητά. Δώρα του γαμπρού θα ήταν τα 500 υ.[421] Επειδή τα ρούχα και το ασήμι κατά την εκτίμηση, που έγινε την ίδια μέρα, δεν κάλυψαν τις 2.000 υ., ο πεθερός παραχώρησε και ένα βόδι για 229 υ.[422]

O Ο Μανόλης Δραγανίγος υποσχέθηκε στην κόρη του Καλή προίκα και αδερφομοίρια 1.000 υ. Τα 300 υ. σε μετρητά, μια γελάδα, και τα υπό-λοιπα σε ρούχα. Συμφώνησαν τα δώρα του γαμπρού να ήταν 150 υ. και η διορία εξόφλησης τα δύο επόμενα χρόνια[423].

O Ο Τζανάκης Βαρούχας υποσχέθηκε στην κόρη του Καλίτζα προίκα και αδερφομοίρια 1.600 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 600 υ. Από τα 1.600 υ. τα 600 υ. θα δίδονταν σε μετρητά και τα 1.000 υ. σε ρούχα. Την ώρα του γάμου θα του έδινε ρούχα αξίας 600 υ. και τα υπόλοιπα σε τρεις ετήσιες δόσεις[424]. Στην παράδοση, επειδή η εκτίμηση ήταν μικρότερη, παραχώρησε για να τη συμπληρώσει και μια γελάδα για 220 υ.[425]

O Η Μαρία Λιτινοπούλα παρέδωσε στον άντρα της  Νικολό Κακάβελα για προίκα ρούχα, μια σκρόφα (γουρούνα) και μια γελάδα. Όλα μαζί εκτιμή-θηκαν 740 υ. Ο Νικολό την εξασφάλισε για το ποσό αυτό[426].

O Ο Πιέρος Πάγκαλος πήρε, μπροστά μας, από τον παπά Αντρέα Βαρούχα, πεθερό του, ένα βόδι κόκκινο, μια γελάδα και μια γαϊδούρα με το πουλάρι της. Αυτά εκτιμήθηκαν συνολικά σε 670 υ. Ακόμα του είχε πάρει με αποδείξεις 130 υ. και 500 υ. σε μετρητά. Συνολικά, δηλαδή, 1.300 υ., έναντι της προίκας. Για το ποσό αυτό τον εξασφάλισε[427].

O Η χήρα Ανέζα Βαρουχοπούλα για την κόρη της Ανέζα και ο Γαλιάτζος Βαρούχας για το γιο του Νικολό αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 3.000 υ. Οι 2.500 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και τα υπόλοιπα σε ασήμι, μετρητά και πρόβατα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν  500 υ. Υποσχέθηκε και το σπίτι που έμενε αλλά μετά το θάνατό της. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τη μισή από την περιουσία του[428]. Έγινε εκτί-μηση και παράδοση. Τα ρούχα, δακτυλίδια, ντοντίνια, κολιέ και μετάξι  εκτιμήθηκαν 1.528 υ.[429]

O Η παπαδιά Βλαστοπούλα, στο συμβόλαιο γάμου του γιου της Μανόλη, υποσχέθηκε σ’ αυτόν δυο σπίτια, ένα πάγκο, δυο βόδια και δυο πουλάρια, όπως και  το 1/3 από τα ακίνητα και την οικοσκευή που διέθετε[430].

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας  υποσχέθηκε προίκα στην κόρη του 1.200 υ. Θα τα έδινε με ρούχα και μια γελάδα, που εκτίμησαν 200 υ.[431]

O Κωνσταντής Καφάτος υποσχέθηκε στο γιο του Μανόλη το σπίτι του, με τον όρο να τον βοηθήσει να χτίσει καινούργιο, το 1/3 της οικοσκευής… ακόμα μικρά ζώα, ένα βόδι, μια γελάδα και μαζί το γάιδαρο με το που-λάρι[432].

O Ο Μιχάλης Σιδεροραύδης παρέδωσε στον γαμπρό του Μανούσο Καλο-συνά το υπόλοιπο προίκας. Την εκτίμηση έκαναν ο ιερομόναχος Μακά-ριος Βαρούχας και ο νοτάριος. Μεταξύ άλλων του έδωσε και 20 μεγάλα πρόβατα, που εκτιμήθηκαν 300 υ.[433]

O Ο Νικόλας Τρουλινός, που είχε οριστεί από τον μακαρίτη πατέρα του επίτροπος μαζί με τη μητέρα του Αντριάνα και τον δάσκαλο Γεώργιο Βαρούχα, αντιπροσώπευσε από κοινού με τους δύο άλλους την αδερφή του Λένα στο συμβόλαιο γάμου της. Από το άλλο μέρος τον γαμπρό Νικολό Καβαδάτο αντιπροσώπευσε ο αδερφός του Μιχαήλ. Συμφώνη-σαν η προίκα και τα αδερφομοίρια, μητρικά και πατρικά, να είναι  4.000 υ. Θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων οι 2.500 υ., και με ασήμι και μετρητά τα 1.500 υ. Τα  500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[434]. Στην παράδοση της προίκας παρουσιάστηκαν ρούχα, ασημικά και μαργαριτάρια. Εκτιμή-θηκαν σε 3.578 υ. Οι αντιπρόσωποι της νύφης υποσχέθηκαν ακόμα στο γαμπρό 15 πρόβατα μεγάλα και 5 αίγες. Αν δεν συμφωνούσε ο γαμπρός στην τιμή που του τα έδιναν, μπορούσαν να τα πουλούσαν και να του έδιναν το αντίτιμο[435].

ε. Μετρητά. Τα μετρητά δεν ήταν καθόλου συνηθισμένα «συστατικά» προίκας, γιατί και κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας υπήρχε, όπως έχουμε αναφέρει, στενότητα χρήματος. Εξάλλου το γεγονός ότι οι περισσότερες οικογένειες ήταν αυτάρκεις σε τροφές και σχεδόν αυτάρκεις  σε ρουχισμό, τα καθιστούσε όχι και τόσο απαραίτητα. Ακόμα και τις λίγες φορές που η οικογένεια της νύφης υποσχόταν στον γαμπρό, μεταξύ άλλων, και μετρητά, ως συμπλήρωμα της προίκας, αυτά ήταν πολύ περιορισμένα. Έγραφαν, για παράδειγμα, ότι θα του έδιναν ρούχα, χωράφια… και αν δεν καλυπτόταν το ύψος της υπεσχημένης προίκας, θα το συμπλήρωναν με μετρητά.

O Νικολόζα Βαρουχοπούλα, χήρα, για την κόρη της Μαρία και ο Νικολό Βαρούχας για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα θα ήταν 600 υ. Τα 500 υ. θα καλύπτονταν με ρούχα και τα 100 υ. με μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ.[436]

O Ο παπάς Κωνσταντής Λίτινος υποσχέθηκε στην αδερφή του Μαθία ως προίκα και αδερφομοίρια 1.100 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ. Τα 900 υ. θα έδινε σε ρούχα  και τα 200 σε μετρητά[437].

O Ο Δημήτρης Λίτινος υποσχέθηκε στην κόρη του Μαρία ως προίκα και αδερφομοίρια 1.000 υ. Τα 850 υ. θα δίδονταν με εκτίμηση ρούχων, με μετρητά και κάποιες ελιές. Αν δεν συμπληρωνόταν το ποσό, θα δίδονταν και άλλα μετρητά[438].

O Ο Αγγελούτσος Βαρούχας υποσχέθηκε στην αδερφή του Ανέζα ως προί-κα και  αδερφομοίρια 1.400 υ. Από αυτά τα 1.200 υ. θα δίδονταν με εκτί-μηση ρούχων την ώρα του γάμου… Τα υπόλοιπα 200 υ. θα δίδονταν σε μετρητά τα 100 και με 4 ρίζες ελιές τα άλλα 100. Αν ο γαμπρός δεν ήθελε τις ελιές, θα του έδινε το αντίτιμό τους σε μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 300 υ.[439]

O Ο Θωμάς, ο Νικολός και ο Αντρέας Βαρούχες έδωσαν την προίκα της αδερφής τους Μαριέτας στον γαμπρό τους Γεωργιλά Βαρούχα. Αυτή ήταν 16 πρόβατα με 14 το ένα, μετάξι, μια ματζέτα μαύρη (που εκτιμή-θηκε 120 υ.), 2 τσεκίνια και 32 υ. Συνολικά 618 υ.[440]

Όταν μέσα στην προίκα περιλαμβάνονταν και μετρητά, συνήθως ο πατέ-ρας της νύφης ζητούσε χρονικά περιθώρια εξόφλησης.

O Ο Μανόλης Δραγανίγος για την κόρη του Καλή και ο Ιωάννης Κορ-φιώτης για δικό του έκαναν συμβόλαιο γάμου. Ο Μανόλης υποσχέθηκε για  προίκα και αδερφομοίρια 1.000 υ. Από αυτά  τα 300 υ. θα δίνονταν σε μετρητά, επίσης μια γελάδα, που θα εκτιμούσαν, και τα υπόλοιπα σε ρούχα. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 150 υ. και διορία εξόφλη-σης του συνόλου τα δύο επόμενα χρόνια[441].

Πολλές φορές, όταν έκαναν λόγο για μετρητά, εννοούσαν κάποιο χωράφι ή σπίτι, που είχε δικαίωμα να το πουλήσει ο γαμπρός. 

O Ο Νικολός Παπαγιαννόπουλος για την αδερφή του Καλή και ο Νικολός Βαρούχας για δικό του συμφώνησαν γάμο.  Για προίκα και αδερφομοίρια όρισαν τις 2.500 υ. Τα 1.500 υ. θα δίδονταν με  ρούχα και τα 1.000 με ένα χωράφι. Αν δεν έφταναν, ο Νικολό θα τα συμπλήρωνε  με ένα τελάρο και ντοντίνια. Αν και πάλι υπολείπονταν, θα του έδινε  και μετρητά[442]. Η παράδοση έγινε περίπου τρεις μήνες μετά. Ορίστηκαν εκτιμητές ένας κληρικός και ένας κοσμικός. Τα εκτίμησαν «more Veneto» και τα έβγαλαν συνολικά 1.188[443]. 

O Η χήρα Νικολόζα Βλαστοπούλα, με τους δυο γιους της, για την κόρη της, και ο Σταμάτης Βλαστός για τον γιο του αποφάσισαν γάμο. Η προίκα συμφωνήθηκε στα 1.500 υ. Από αυτά τα 500 υ. θα δίδονταν σε μετρητά και τα άλλα σε ρούχα. Υποσχέθηκαν ακόμα και δυο σπίτια, το ένα σκεπασμένο και το άλλο όχι, και ένα κοπρότοπο. Αν η εκτίμησή τους δεν έφτανε τα 500 υ. θα τα συμπλήρωναν με μετρητά. Αν σε τρία χρόνια η προίκα δεν είχε εξοφληθεί, ο γαμπρός μπορούσε να έπαιρνε κάποιο αντίστοιχο σε αξία ακίνητο της χήρας. Ο πατέρας του γαμπρού υποσχέ-θηκε και κάποια ακίνητα στο γιο του. Από την προίκα τα 300 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[444].

Στο συγκεκριμένο συμβόλαιο, τα σπίτια λογίστηκαν σαν μετρητά και το συμπλήρωμά τους πήγε στα τρία χρόνια.

 

O Ο μπαμπάς της νύφης κάλεσε στο σπίτι του τον μπαμπά του γαμπρού και συμφώνησαν γάμο με προίκα 2.000 υ. Από αυτά θα δίδονταν τα 1.500 υ. σε ρούχα και τα υπόλοιπα με ασήμι και μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 250 υ. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του ένα σπίτι, λίγα έπιπλα και λίγα χωράφια[445].

O Ο  παπά Αντρέας Βαρούχας υποσχέθηκε στην κόρη του Ελένη προίκα και αδερφομοίρια 6.000 υ. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 1.000 υ.  Από το σύνολο οι 2.500 υ. θα δίδονταν  με ασήμι και μετρητά. Τώρα οι 2.000 υ. και τα υπόλοιπα σε ετήσιες δόσεις των 100 υ. Οι υπόλοιπες 3.500 υ. θα δίδονταν σε ρούχα[446]. 

στ. Σπίτια και οικοσκευή. Σε ελάχιστα συμβόλαια συναντάμε μέσα στην προίκα της νύφης σπίτια. Φαίνεται ότι η κατοικία, όπως και η επίπλωσή της, ήταν υπόθεση αποκλειστικά των γαμπρών. Αυτοί συνήθιζαν, πριν από το γάμο τους, αν δεν είχαν κάποια (κατοικία) από τους γονείς τους, να τη χτίζουν, με τη βοήθεια φίλων και συγγενών. Κατά κανόνα, την αποτελούσε ένα δωμάτιο με αυλή. Παράθυρα συνήθως δεν υπήρχαν και οι πόρτες ήταν περιορισμένες, γιατί οι Βενετσιάνοι και τα δύο τα έκριναν φορολογήσιμα. Ανάλογη ήταν και η επίπλωσή της: τραπέζια, πάγκοι, σκαμνιά/ καθίσματα, μαγειρικά σκεύη, σταμνιά… Οι μεγάλες κατασκευές ανήκαν στους μεγαλο-κτηματίες/φεουδάρχες της κάθε περιοχής. Ο ρουχισμός αφορούσε αποκλει-στικά την πλευρά της νύφης.

O Η παπαδιά Βλαστοπούλα, στο συμβόλαιο γάμου του γιου της Μανόλη, υποσχέθηκε σ’ αυτόν δυο σπίτια, ένα πάγκο, δυο βόδια και δυο πουλάρια, όπως και  το 1/3 από τα ακίνητα και την οικοσκευή που διέθετε[447].

O Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στον γιο του ένα σπίτι, λίγα έπιπλα και λίγα χωράφια[448].

O Κωνσταντής Καφάτος υποσχέθηκε στον γιο του Μανόλη το σπίτι του, με τον όρο να τον βοηθήσει να χτίσει καινούργιο, το 1/3 της οικοσκευής, από τα δέντρα του το 1/3 από τις συκιές ? και από το  αμπέλι του το ?[449]… (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 1).

O Ο Μαθιός Παπαγιαννόπουλος υποσχέθηκε ως προίκα στην κουνιάδα του 12.000 υ.[450] Μετά ένα χρόνο έγινε η παράδοση και η εκτίμηση της προίκας. Εξέλεξαν εκτιμητές τον νοτάριο και τον ευγενή κρητικό Τζανή Πικατόρο. Εκτός των άλλων η προίκα περιλάμβανε και πιθάρια, έναν πάγκο, μια κασέλα, κρεβάτι, τηγάνι, σούβλες, τρυπάνια, καμπανό (ζυγα-ριά) και σκαμνιά[451].

O Μάρκος Βλαστός για την κόρη του Εργίνα και ο Κωσταντής Βλαστός για το γιο του Γιάννη συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε  στις 3.500 υ. Τα 1.500 υ. θα δίδονταν σε ασήμι και μετρητά και τα άλλα σε ρούχα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 350 υ. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του ένα  σπίτι και κάποια έπιπλα ή σκεύη (ένα αρμάρι, ένα κοφίνι και 1/3 από τα πιθάρια του), όπως και χωράφι και αμπέλι και ένα ζευγάρι βόδια[452].           

Με άλλα λόγια, όταν ο πατέρας του γαμπρού μιλά για έπιπλα ή σκεύη, εννοεί  αρμάρι, κοφίνια και πιθάρια.

Γενικά, το σπίτι και η επίπλωσή του βάρυναν τον γαμπρό και την οικο-γένειά του, ενώ ο ρουχισμός, κατά πρώτο λόγο, και η κτηματική περιουσία, κατά δεύτερο, τη νύφη και την οικογένειά της.

 

ζ. Άλλα προικώα αντικείμενα. Σε μερικές περιπτώσεις τα προικιά είχαν μεγάλη ποικιλία. Έτσι, πέρα από τα ρούχα, παρατηρούμε χωραφάκια, κάθε είδους μεμονωμένα δέντρα, μαλλιά, μετάξι, σιτηρά, όπλα, ασημικά… Οι γονείς έδιναν ό, τι είχαν και δεν είχαν στην κόρη τους, προκειμένου να την αποκαταστήσουν.

O Ο Σιδεροραύδης παρέδωσε στον γαμπρό του Καλοσυνά το υπόλοιπο προίκας. Την εκτίμηση έκαναν ο ιερομόναχος Μακάριος Βαρούχας και ο νοτάριος. Το υπόλοιπο αυτό ήταν 2 εργατών αμπέλι, που εκτιμήθηκε 100 υ., μια ελιά, που εκτιμήθηκε  80 υ., ένα φουστάνι, που εκτιμήθηκε 100 υ, 5 μουζούρια κριθάρι με 6 υ. το μουζούρι, 5 υ. μετρητά, 1 ουγγιά μετάξι, που εκτιμήθηκε 5 υ., 20 πρόβατα μεγάλα, που εκτιμήθηκαν 300 υ. Τα ρούχα εκτιμήθηκαν 150 υ. και 12  λίτρες μαλλί με 12 υ. το λίτρο.  Συνο-λικά έφτασαν τα 721 υ.[453]

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας  για την κόρη του Ζαμπέτα και ο Τζανής Ντα-τσίπρης για τον γιο του Χριστοφή αποφάσισαν γάμο. Είχε κάνει πριν άλλο προικοχάρτι στον νοτάριο Τζουάνε Βαρούχα, που θέλει τώρα να καταργηθεί. Υποσχέθηκε προίκα 1.200 υ., τα 1.000 υ. σε ρούχα, τα 200 υ. με μια αγελάδα, και τα υπόλοιπα σε ασήμι και μετρητά. Τα 200 υ. να ήταν τα δώρα του γαμπρού. Ο Τζανής υποσχέθηκε το 1/5 της περιουσίας του στο γιο του. Παρούσα ήταν και η νύφη, που παραιτήθηκε από κάθε άλλη απαίτηση[454].

O Ο Μανολίτζης Βαρούχας έδωσε στο γαμπρό του Αλμπέρτο Βαρούχα τα προικιά της αδερφής του με 19 λίτρες μετάξι, από 49 υ. η λίτρα. Υπολογί-στηκε συνολικά σε 964 υ. Πήρε το μετάξι ο Αλμπέρτο και τον εξα-σφάλισε [455].

O Ο Γιώργης Λίτινος παρέδωσε τα προικιά στο γαμπρό του Μανόλη Λίτινο. Εκτός από τα ρούχα, του έδωσε 1 σπαθί και ένα μικρό ξίφος για 30 υ., και ένα βόδι για 140 υ.[456]

Ζ. Προίκες με δόσεις.

Συχνά ο πατέρας της νύφης αναγκαζόταν να υποσχεθεί προίκα μεγαλύ-τερη από τις οικονομικές δυνατότητές του. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν καθόριζε ακριβώς τον τρόπο καταβολής της και ζητούσε χρονικά περιθώρια για την πλήρη εξόφλησή της. Ο πατέρας του γαμπρού συνήθιζε, όπως έχουμε αναφέρει, να παραχωρεί, με το συμβόλαιο γάμου, στον γιο του το μερίδιό που του αναλογούσε από την πατρική περιουσία. Το μερίδιό του ήταν ανάλογο με τον αριθμό των αδερφών που είχε.

O Ο Τζανάκης Βαρούχας  αναγκάστηκε να κάνει τέσσερα συμβόλαια για να εξοφλήσει τον γαμπρό του Ιωάννης Δράγαση. Με το προικοσύμφωνο του είχε υποσχεθεί ως προίκα 1.600 υ.[457] Δυο μέρες μετά του έδωσε 150 υ. σε μετρητά[458]. Δυο μήνες μετά του έδωσε τα ρούχα που εκτιμήθηκαν σε 1.235 υ.[459] Επειδή το ύψος της προίκας δεν είχε καλυφθεί, περίπου 4 μήνες μετά τού έδωσε και μια γελάδα για 620 υ. και έτσι εξόφλησε[460].

Η συγκεκριμένη γελάδα πρέπει να υπερεκτιμήθηκε, αφού σε άλλα συμβό-λαια η τιμή της γελάδας ήταν γύρω στα 200 υ. Προφανώς, αν υπήρξε εκτιμη-τής, θα ήταν  λίαν επιεικής, και αναμφισβήτητα ο γαμπρός, ούτως ή άλλως,  θα είχε μεγάλη κατανόηση.

O Ο Μανόλης Τρουλινός για την κόρη του Εργίνα και ο Μιχάλης Γράδος για τον γιο του Νικολό αποφάσισαν γάμο. Ο Μανόλης υποσχέθηκε προίκα 1.500 υ. Από αυτά τα  500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Θα δίδονταν με ένα σπίτι στο χωριό της γυναίκας του, που ήταν παρούσα και δέχτηκε, και τα υπόλοιπα, όταν μπορούσε μέσα σε 4 χρόνια. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε το 1/3 από το σπίτι του και ένα σώχωρο[461].

O Ο Ιωάννης Καλοσυνάς σαν κομισάριος του αδερφού του, μαζί με τη χήρα του Μαρία, υποσχέθηκαν στην ανιψιά/κόρη τους Σταμάτα ως προίκα και αδερφομοίρια 500 υ., με όποιον τρόπο μπορέσουν, και 2 εργατών αμπέλι. Τα 100 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού[462].

Αυτό το «με όποιον τρόπο μπορέσουν» υποδηλώνει προφανώς τη δύσκολη θέση του θείου και της χήρας μητέρας της νύφης και άφηνε πολλά περιθώρια παρέκκλισης από τα υπεσχημένα.

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας υποσχέθηκε ως προίκα και αδερφομοίρια στην κόρη του Καλή 6.000 υ. Από αυτά οι 3.500 υ. θα καλύπτονταν με ρούχα και οι 2.500 υ. με ασήμι και μετρητά. Τα 500 υ. από τα μετρητά θα δίδονταν την ημέρα του γάμου και τα άλλα σε ετήσιες δόσεις των 100[463].

O Ο Τζανάκης Βαρούχας  υποσχέθηκε  στην κόρη του Καλλίτζα προίκα και αδερφομοίρια 1.600 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 600. Από το σύνο-λο της προίκας τα  600 υ. θα ήταν σε μετρητά και τα 1.000 υ. σε ρούχα. Από τα ρούχα θα έδινε τα 600 την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρεις ετήσιες δόσεις[464].

O Η χήρα καλογριά/παπαδιά Βλαστοπούλας συμφώνησε με τον Κωνσταντή Βλαστό να του δώσει την κόρη της με προίκα 2.000 υ. Τα 1.700 υ. θα του παραχωρούσε σε εκτίμηση ρούχων και τα άλλα σε ασήμι και μετρητά. Τα 200 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Συμφώνησαν να του δώσει την εκτίμηση την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρία χρόνια με 100 υ. το χρόνο[465]. Λίγο μετά έγινε η εκτίμηση στο σπίτι ενός παπά, που τον όρισαν εκτιμητή μαζί με έναν κοσμικό. Τα παρέλαβε ο γαμπρός. Ήταν 16 είδη και εκτιμήθηκαν 1.700 υ.[466] Τα έβγαλαν ακριβώς όσο υποσχέθηκε η παπαδιά.

 

Αυτά που ενδιέφεραν άμεσα τους μελλόνυμφους, προκειμένου να στή-σουν το νοικοκυριό τους ήταν το στρώμα και κάποια σκεπάσματα. Στέγη και αν δεν είχαν εξασφαλίσει, κάπου θα έβρισκαν. Μερικές φορές ο γαμπρός απαιτούσε από τους γονείς της νύφης, πριν από την άλλη προίκα, την «κρεβατόστρωση».

O Ο Κωνσταντής Τζαγκαρόπουλος  για την κόρη του Ανέζα και ο Νικολός Καλομενόπουλος για δικό του αποφάσισαν γάμο. Για προίκα και αδερφο-μοίρια συμφώνησαν στα 1.000 υ. Αυτά θα καταβάλλονταν με εκτίμηση ρούχων (850 υ.) και 150 υ. μετρητά. Τα 100 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Ο Κωνσταντής ανέλαβε την υποχρέωση να παρουσιάσει αμέ-σως για εκτίμηση την κρεβατόστρωση, ενώ τα υπόλοιπα μπορούσε να τα δώσει με εκτίμηση ρούχων και δόσεις των 50 υ. κάθε Οκτώβρη[467].

 

Μερικές φορές οι καθυστερήσεις πλήρους εξόφλησης της προίκας ήταν μεγάλες.

O Ο Γεωργιλάς Βλαστός δίνει στον Τζουάνε Βαρούχα το υπόλοιπο της προίκας της αδερφής του Εργίνας. Ήταν λίγα ρούχα, δύο αίγες (για 28 υ.) και μια μαύρη γελάδα (για 150 υ.). Τα εκτίμησε άτομο από κοινού εκλεγμένο σε 269 υ. Τα πήρε ο Τζουάννε έναντι της προίκας που είχε υποσχεθεί  η Εργίνα στην κόρη της Φραντζικίνα, τη γυναίκα του[468].

 

Η. Πανωπροίκια.

Πανωπροίκια ονόμαζαν τα περιουσιακά στοιχεία (χρήματα, ακίνητα, αντικείμενα, έσοδα), που αποκτούσε, κατά καιρούς η νύφη, πέρα από τα υπεσχημένα με το συμβόλαιο γάμου ως προίκα. Τις περισσότερες φορές αυτά προέρχονταν από κάποια κληρονομιά, ιδίως όταν η νύφη δεν είχε αποκληρωθεί εντελώς, με το προικοχάρτι της. Άλλες φορές οφείλονταν σε έκτακτες περιουσιακές ανακατατάξεις, αλλά και σε εκβιασμό από μέρος του γαμπρού, που, εκ των υστέρων, διαπίστωνε ότι ήταν αδικημένος. Όταν κατά την εκτίμηση της προίκας το ποσό που έβγαινε ήταν μεγαλύτερο από αυτό του συμβολαίου, η διαφορά λογιζόταν και αυτή ως πανωπροίκι. Υπήρχαν και περιπτώσεις, που η πλευρά της νύφης, ίσως και αυτοβούλως, αύξανε εκ των υστέρων το ποσό της προίκας.

O Η χήρα Αντωνία θέλησε να παραδώσει στον Μιχελή Καλοτά την προίκα που του είχαν υποσχεθεί. Όρισαν  εκτιμητή τον Μανόλη Βαρούχα, που τα εκτίμησε 550 υ. Τα 50 υ. που περίσσευαν τα άφησε για πανωπροίκια[469].

O Η Εργίνα Βαρουχοπούλα  παρέδωσε στον άντρα της τα προικιά που του υποσχέθηκε με το συμβόλαιο γάμου. Η υπόσχεση ήταν για 1.000 υ. για προίκα και δώρα γαμπρού, ενώ η εκτίμησή τους  τα έβγαλε σε 1.216 υ. Τα 216 υ. τα  αφήνει σαν πανωπροίκια[470].

O Ο Νικολό Βαρούχας έδωσε στο γαμπρό του και τη γυναίκα του σπίτια που είχε αγοράσει 900 υ. «για κρεσιμέντο του προυκίου τους»[471].

O Ο Φραγγιάς Γιαληνάς, ως κομισάριος του μακαρίτη κουνιάδου του Μάρκου Παπαγιανόπουλου, έδωσε στον γαμπρό του Μαθιό Παπαγιανό-πουλο σαν πανωπροίκια της γυναίκας του Εργίνας ένα ντουλάπι, πιθάρια, τσεκούρι, σούβλες κ.ά. Τα εκτίμησαν ο  ευγενής Τζανής Πικατόρος και ο  νοτάριος, και τα έβγαλαν 414 υ.[472]

O Ο Φραγκιάς Λιμάς υποσχέθηκε στην κόρη του Μαριέτα προίκα και αδερφομοίρια 1.450 υ. Δώρα του γαμπρού θα ήταν τα 300 υ. Θα τα πλήρωνε με ρούχα. Επιπλέον θα του έδινε και  ένα αμπέλι, 4 Κερασιές και 5 μουριές[473]. Για την εκτίμηση, που συμφώνησαν να είναι more veneto, όρισαν τον Γιαννά Δήμο και τον νοτάριο. Αυτοί τα εκτίμησαν 1.800 υ. Τα επιπλέον 350 υ. τα άφησε ο πεθερός σαν πανωπροίκια[474].

O Τα αδέρφια Θωμάς και Νικολό Βαρούχες υποσχέθηκαν προίκα και αδερφομοίρια στην αδερφή τους 3.500 υ. Τα 1.500 υ. θα ήταν σε ασήμι και μετρητά. Τα άλλα σε ρούχα. Τα ρούχα θα τα έδιναν την ώρα του γάμου και τα άλλα, όταν μπορούσαν. Ο Τζανής υποσχέθηκε  στον γιο του το μερίδιο του και αρκετά ακίνητα. Παρών ήταν και ο γαμπρός[475]. Προ-κειμένου να παραδοθούν τα ρούχα και το ασήμι εξέλεξαν δύο εκτιμητές για να τα εκτιμήσουν αμετάκλητα «more veneto». Αυτοί τα εκτίμησαν σε 3.052 υ. Επειδή η εκτίμηση των ρούχων βγήκε κατά 832 υ. μεγαλύτερη από όση είχαν υποσχεθεί, παραχώρησαν το επιπλέον ως πανωπροίκια[476].

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του κατέληξαν σε γάμο. Η προίκα και αδερφομοίρια συμφωνή-θηκαν στα 1.450 υ. Τα δώρα του γαμπρού ορίστηκαν στα 300 υ. Το σύνολο θα κατέβαλε με ρούχα, όπως και με αμπέλι, 4 κερασιές, 5 μουριές. Παρούσα ήταν και η νύφη που δέχτηκε[477]. Για την εκτίμηση, που θα ήταν more veneto, όρισαν τον Γιαννά Δήμο και τον νοτάριο. Αυτοί τα εκτίμησαν 1.800 υ. Τα επιπλέον 350 υ. ο πεθερός τα άφησε σαν πανωπροίκια[478].

Θ. Αδερφομοίρια.

Αδερφομοίρι ονόμαζαν το νόμιμο μερίδιο του κάθε παιδιού στην πατρική και τη μητρική περιουσία. Όταν ο πατέρας υπέγραφε το συμβόλαιο γάμου της κόρης του και όριζε την προίκα της, κατά κανόνα, αφαιρούσε από αυτήν κάθε δικαίωμα διεκδίκησης του αδερφομοιρίου. Στα συμβόλαια χρησιμοποι-ούσαν τη φράση «συμφώνησαν ως προίκα και αδερφομοίρια»… Με άλλα λόγια ενσωμάτωναν στην προίκα το νόμιμο αυτό δικαίωμα συμμετοχής της νύφης στη γονική περιουσία.

O Ο Αλέξης Βλαστός για την κόρη του Εργίνα και ο Κωνσταντής Καβαδάς για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν σε 4.000. Από αυτές οι 2.000 υ. θα δίδονταν με χωράφια και αμπέλια, και οι  άλλες 2.000 υ. σε ρούχα. Τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[479].

O Ο Γιώργης Καβαδάτος για τη κόρη του Ανίτζα και ο Ιωάννης Κισότης για το γιο του Φανούριο αποφάσισαν γάμο. Συμφώνησαν προίκα και  αδερφομοίρια της νύφης να είναι 450 υ. Αν δεν έφταναν το ποσό αυτό, θα το  συμπλήρωνε ο πατέρας της. Ο ίδιος της έδωσε επιπλέον 140 υ. και μισό αμπέλι. Το άλλο μισό το θα το κρατούσε για δικό του και όταν πέθαινε, θα το μοιράζονταν οι δυο κόρες του. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν το  αδερφομοίρι του από δική του περιουσία, όπως και  της μάνας του[480].

O Η χήρα Εργίνα Τζαγγαροπούλα για την κόρη της Ανέζα και ο Γιώργης Καναβάς από τον Μέρωνα για δικό του συμφώνησαν γάμο.  Για προίκα και αδερφομοίρι η χήρα υποσχέθηκε 1.000 υ. Θα της τα έδινε με ένα βόδι, που θα το εκτιμούσαν δυο καλοί άνθρωποι, και τα υπόλοιπα με εκτίμηση ρούχων την ώρα του γάμου. Αν δεν συμπληρωνόταν το ποσό, θα το εξοφλούσε με δόσεις των 50 υ. κάθε  Οκτώβριο. Τα 100 υ. θα ήταν  τα δώρα του γαμπρού[481]. 

Σε περίπτωση που η κόρη κάποιας οικογένειας δεν είχε αποκληρωθεί με το προικοσύμφωνο και δεν υπήρχε διαθήκη των γονιών της, είχε το δικαίωμα να απαιτήσει από τα αδέρφια της ή τους νόμιμους κληρονόμους το αδερφο-μοίρι της, από την πατρική ή μητρική κληρονομιά.

O Στα Ρούστικα εκτιμήθηκε η περιουσία της οικογένειας της Μπενιάς Βλα-στοπούλας, προκειμένου αυτή να πάρει το αδερφικό της. Την εκτίμηση έκαναν δύο χωριανοί της. Εκτίμησαν τα ακίνητα της οικογένειας σε 1.450 υ. και από αυτά της αναλογούσαν τα 490 υ. Αυτά παρέλαβε ο γαμπρός και τα συμπεριέλαβε στην προίκα. Από την επίπλωση του σπιτιού ανα-λογούσαν σ’ αυτήν έπιπλα αξίας 10 υ.[482] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 7). Λίγες μέρες μετά έγινε εκτίμηση των ρούχων από τους ίδιους εκτιμητές. Τα 10 είδη εκτιμήθηκαν 500 υ. [483]

O Η Καλή, χήρα του Γιώργη Φραγγή, είχε παντρευτεί χωρίς να δοθεί υπό-σχεση προίκας από τους γονείς της. Τώρα συμφώνησε με τον αδερφό της Νικολό Παπαγιανόπουλο να πάρει το πατρικό και το μητρικό αδερφο-μοίρι της ως προίκα. Έτσι, ο Νικολό της έδωσε ένα σπίτι και αυτή παραι-τήθηκε από κάθε άλλη διεκδίκηση[484].

Αντίθετα με τα αδερφομοίρια της νύφης, που συνήθως περιλαμβάνονταν στην προίκα, τα αδερφομοίρια του γαμπρού συχνά αναφέρονταν στα συμβό-λαια γάμου. Άλλες φορές προκειμένου να κατοχυρωθούν έμμεσα και άλλες προκειμένου να τεθούν από τους «χορηγούς» γονείς κάποιοι επωφελείς σ’ αυτούς όροι.

O Ο παπάς Γιώργης Λαγγουβάρδος για την κόρη του Φαντίνα και η χήρα παπαδιά Φαουρασοπούλα για τον διάκο γιο της Ιωάννη αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν στις 2.000 υ… Η παπα-διά υποσχέθηκε στο γιο της τη μισή περιουσία του πατέρα του, τη μισή της προίκα και ένα χωράφι, με τους εξής όρους: θα έδινε τα μισά για την προίκα της αδερφής του, που θα κρατούσε και το αδερφομοίρι της. Ακό-μα, θα της έσπερνε 2 μ. καρπούς και θα της έδινε σε κάθε καλή χρονιά  2 μ. λάδι,  4 μ. ελιές και 8 μ. μούστο[485].

Σε περίπτωση που τα αδερφομοίρια των γυναικών ήταν σε κτήματα, ίσχυαν οι ίδιοι με τους άντρες κανόνες. Αν δηλαδή αναγκάστηκαν οι ίδιες ή οι άντρες τους να τα πουλήσουν σε τρίτους, αυτές και οι κληρονόμοι τους είχαν το δικαίωμα να τα ανακτήσουν.

O Δυο αδερφές αποφάσισαν να ανακτήσουν τις περιουσίες που είχαν ως αδερφομοίρια και που είχαν πουληθεί σε ξένο. Επειδή αυτός αρνήθηκε, κατέφυγαν στο δικαστήριο και αυτό τις δικαίωσε[486].

 Στις λίγες περιπτώσεις που, για διάφορους λόγους, δεν περνούσαν στο συμβόλαιο την παραίτηση της νύφης από  κάθε γονική περιουσία, αυτή είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει τα αδερφομοίρια της. Το ίδιο συνέβαινε και σε περίπτωση που δεν είχαν υπογράψει συμβόλαιο γάμου.

O Η Καλή, αφού χήρεψε, απαίτησε από τον αδερφό της Νικολό Παπαγιαν-νόπουλο τα αδερφομοίρια της από την πατρική και μητρική περιουσία, γιατί ούτε ο πατέρας της, ούτε η μάνα της ούτε ο αδερφός της είχαν υπο-σχεθεί σ’ αυτήν προίκα. Ο Νικολό συμφώνησε και της παραχώρησε ως προίκα και αδερφομοίρι ένα σπίτι[487].

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας είχε από παλιά παντρευτεί τη Νικολόζα Βαρου-χοπούλα αλλά δεν είχαν κάνει προικοχάρτι. Τώρα αποφάσισαν να κάνουν και η Νικολόζα υποσχέθηκε σ’ αυτόν όλη την προίκα που είχε δώσει και στον μακαρίτη τον πρώτο της άντρα. Αυτή μαζί με τα δώρα του γαμπρού ήταν 500 υ. Του υποσχέθηκε ακόμα και τα αδερφομοίρια της και ό,τι άλλο περίμενε[488].

Ι.  Παράδοση και εκτίμηση προίκας.

Η παράδοση της προίκας στα χωριά γινόταν την ίδια μέρα με τον γάμο. Αυτό πιθανότατα να είχε καθιερωθεί, γιατί συχνά νύφη και γαμπρός ήταν από διαφορετικό χωριό και σε αντίθετη περίπτωση μία από τις δύο πλευρές θα χρειαζόταν να μετακινηθεί δύο φορές. Στις πόλεις η παράδοση  γινόταν οκτώ μέρες πριν από το γάμο, γιατί δεν υπήρχαν μεγάλες αποστάσεις. Αν και, κατά κανόνα, η παράδοση της προίκας γινόταν στο σπίτι της νύφης, έχουμε περιπτώσεις που γινόταν στο σπίτι του γαμπρού ή σε άλλο μέρος.

O Ο Λέο Καφάτος μετέφερε τα προικιά της κόρης του στο σπίτι του γαμπρού, Γιώργη Καφάτου, που ήταν σε διπλανό χωριό και του τα παρέ-δωσε. Την εκτίμησή τους έκαναν ο καπετάνιος Μιχάλης Καφάτος και η Μαρία Λουμπρινοπούλα. Τα είδη ήταν δέκα και εκτιμήθηκαν σε 892 υ.[489]

O Ο παπάς Λουκάς Βλαστός παρέδωσε τα προικιά στην κόρη του Ανέζα και τα παρέλαβε ο γαμπρός του Γιώργης Βλαστός. Την εκτίμηση έκαναν ένας παπάς και ένας κοσμικός. Εκτιμήθηκαν είκοσι είδη σε 3.000 υ. Ακόμα πήρε δυο ασημένια κύπελλα, τέσσερα ασημένια πιρούνια και δυο στολι-σιές ντοντίνια που ο πρωτομάστορας τα είχε εκτιμήσει σε 462,5 υ.[490]

Επειδή συχνά διαφωνούσαν πεθερός και γαμπρός για την εκτίμηση της προίκας και για το αξιόπιστο των εκτιμητών, φρόντιζαν και οι δύο πλευρές να ορίζουν από κοινού εκτιμητή και συμφωνούσαν η απόφασή του να είναι υποχρεωτικά αποδεκτή και από τους δύο. Η συνήθεια αυτή της μοναδικής και απαραβίαστης εκτίμησης συνηθιζόταν από τους Βενετσιάνους και είχε καθιερωθεί και στο κρητικό οικογενειακό δίκαιο. Οι νοτάριοι δεν παρέ-λειπαν να σημειώνουν σε ανάλογες περιπτώσεις τη φράση  «more veneto», δηλαδή σύμφωνα με τη βενετική συνήθεια.

O Ο Μάρκος Κουτρούβαρης παρέδωσε στο γαμπρό του Γιώργη την προίκα που είχε υποσχεθεί στην κόρη του Εργίνα. Την εκτίμηση ανέλαβε ο νοτά-ριος, αφού συμφώνησαν και οι δύο πλευρές αυτή να γίνει more veneto.  Όλα ρούχα εκτιμήθηκαν σε 267 υ.[491]

Σε μερικές περιπτώσεις οι δύο πλευρές συμφωνούσαν να εκτιμούν τα υπεσχημένα, κυρίως ακίνητα, μόνοι τους, προκειμένου να αποφεύγουν πιθανά έξοδα ή έστω «υποχρεώσεις» σε τρίτους. Για τα κινητά κατέφευγαν στον παπά της ενορίας τους ή παρακαλούσαν τον νοτάριο να αναλάβει αυτή την υποχρέωση. Ο ένας είχε τη θεϊκή φώτιση και ο άλλος την εμπειρία. Και οι δύο ήταν, κατά κανόνα, άτομα κοινής εμπιστοσύνης.

O Ο παπά Αντρέας θέλησε να δώσει στο γαμπρό του μέρος της προίκας που του υποσχέθηκε για την κόρη του Καλή. Τα χωράφια τα εκτίμησαν μόνοι τους σε 500 υ.[492] Τα ρούχα και 5 τσεκίνια τα εκτίμησε ένας παπάς, more veneto. Συνολικά βγήκαν 1.815 υ.[493]

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος  και ο γαμπρός του Γεωργιλάς Βαρούχας όρισαν έναν παπά και τον νοτάριο ως εκτιμητές για την προίκα που υποσχέθηκε ο πρώτος στην αδερφή του. Η εκτίμηση έφτασε τα 800 υ.[494]

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας παρέδωσε στο γαμπρό του Πιέρο Πάγκαλο την προίκα που του είχε υποσχεθεί. Έβαλαν εκτιμητές δύο κληρικούς και συμφώνησαν να την εκτιμήσουν more veneto. Την εκτίμησαν σε 4.130 υ. Μια ασημένια κούπα, 12 πιρούνια, μαργαριτάρια λαιμού και ένας χρυ-σός αρραβώνας είχαν εκτιμηθεί από τον ειδικό χρυσοχόο Λενταρίτη σε 630 υ.[495]

ΙΑ. Προσαυξήσεις.

Όσοι εκτιμούσαν την προίκα στα χωριά, όπως συνέβαινε και στις πόλεις, ήταν υποχρεωμένοι να την ενισχύουν «γραπτώς» κατά 25%. Υπήρχε σχε-τικός άγραφος νόμος, πιθανότατα δημιούργημα της  βενετικής περιόδου. Η ερμηνεία του πρέπει να αναζητηθεί, κυρίως, στην προσπάθεια της πολιτείας και της εκκλησίας να περιορίσουν τα διαζύγια. Η επιστροφή της προίκας, όταν ήταν υπερτιμημένη, ίσως έκανε τον σύζυγο να σκέφτεται λιγότερο τη διάλυση της οικογένειάς του. Να ληφθεί υπόψη ότι, όταν τα αντικείμενα της προίκας καταστρέφονταν ή χάνονταν, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, σε περίπτωση διαζυγίου, να δώσει ολόκληρη την αξία τους… Η ερμηνεία ότι ήθελαν να φαίνονται μεγάλες ακόμα και οι πιο μικρές προίκες, μέσα στις κλειστές κοινωνίες, κυρίως των χωριών, ή να προβάλλονται, έστω έμμεσα, τα πλούτη των οικονομικά ισχυρών των πόλεων και της υπαίθρου, είχε επίσης κάποια λογική. Οι εκτιμητές με το δικαίωμα αυτό της εικονικής προσαύξησης, συχνά έφταναν σε σκόπιμες υπερβολές, για διαφόρους λόγους. Ξεπερνούσαν δηλαδή στην εκτίμησή τους, κατά πολύ το 25% της αξίας των προικώων αντικειμένων.

O Ο Μανόλης Βλαστός για την κόρη του και ο Σταυριανός Βλαστός για δικό του αποφάσισαν γάμο. Ο Μανόλης υποσχέθηκε προίκα 3.500 υ. Οι 2.300 υ. θα ήταν σε εκτίμηση ρούχων και τα άλλα σε μετρητά και ασήμι. Τα 300 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Ο γάμος θα γινόταν τον Ιούνιο[496]. Η εκτίμηση έγινε ένα χρόνο μετά από παπά και κοσμικό. Εκτιμήθηκαν 11 είδη σε 1.820 υ. Ένα πάπλωμα εκτιμήθηκε 300 υ., τρεις πουκαμίσες 230 υ., ένα μαντίλι αλεξανδρινό 200 υ. (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 4ο).

Σε ελάχιστες από τις επιστροφές της προίκας σημειώνεται ότι αυτές ήταν υπερτιμημένες, έστω και με το καθιερωμένο 25%. Το μόνο που αναφέρεται σε μερικές ήταν ότι δεν επιστρέφονταν τα δώρα του γαμπρού.

 

ΙΒ. Εξόφληση προίκας/εξασφάλιση.

Πολλές φορές η εξόφληση της προίκας έπαιρνε πολύ χρόνο ή δεν πραγ-ματοποιούνταν ποτέ, εξαιτίας πολλών παραγόντων. Ο βασικότερος ήταν ο θάνατος του ενός ή και των δύο  γονιών της νύφης. Στην περίπτωση αυτή οι γαμπροί απαιτούσαν την εξόφληση από τους κληρονόμους τους. Αν αυτοί αδυνατούσαν, απαιτούσαν ισάξια κτηματική περιουσία.

O Η Ανέζα Αρκολεοπούλα χρωστούσε στον γαμπρός της για την προίκα της κόρης της Μαρίας 291 υ. Τώρα του έδωσε ένα αμπέλι και τον εξόφλησε.  Αυτός της έκανε συμβόλαιο εξασφάλισης[497].

O Ο μακαρίτης Μανόλης είχε υποσχεθεί συγκεκριμένη προίκα στην κόρη του, αλλά δεν την είχε εξοφλήσει. Τώρα, χήρα πια η κόρη, απαίτησε το υπόλοιπο της προίκας από τον αδερφό της Ιερώνυμο. Ήταν 300 υ. και αυτός της τα έδωσε με ένα καμιζότο (πουκαμίσα) για 200 υ., ένα σεντόνι για 50 υ. και 2 μαξιλάρια για 30 υ.[498]

Το γεγονός ότι ο γαμπρός είχε πεθάνει, δεν εμπόδισε τη νύφη να απαιτή-σει από τον αδερφό της την εξόφληση της προίκας της. Πάντως, φαίνεται ότι τα 20 υ. που έμειναν του τα χάρισε.

O Ο Νικολό Παπαγιαννόπουλος χρωστούσε στην αδερφή του, γυναίκα του Μιχελή Καβαδάτου, για την προίκα της ακόμα 100 υ. Για να την εξο-φλήσει της έδωσε ένα χωράφι και το μερίδιό του σε ένα άλλο. Τα εκτί-μησαν μόνοι τους σε 100 υ. και τα ισοστάθμισαν με τα παραπάνω μετρητά[499].

Αν δεν υπήρχε νοταριακή πράξη, κάθε εξόφληση ήταν άκυρη. Μερικές φορές γονείς από άγνοια, αδυναμία ή από υπερβολική εμπιστοσύνη, δεν φρόντιζαν, μετά την εξόφληση, να εξασφαλιστούν γραπτώς. Οι τίμιοι από τους γαμπρούς, όταν έβλεπαν ότι τα πεθερικά τους είχαν κάνει αυτό το ατόπημα, φρόντιζαν να το επανορθώσουν. 

O Ο Κάρλος Βαρούχας δήλωσε ότι η πεθερά του είχε υποσχεθεί προίκα 500 υ. και του τα είχε εξοφλήσει, χωρίς νοταριακή πράξη. Τώρα για να μην το έχει βάρος στη συνείδησή του την εξασφαλίζει με συμβόλαιο[500].

 

Όταν η πλευρά της νύφης δεν είχε τη δυνατότητα πλήρους εξόφλησης της προίκας, μπορούσε να δώσει στο γαμπρό κάποιο ακίνητο για εκμετάλλευση, μέχρι να τη βρει.

O Ο Μπλάζιος Βαρούχας χρωστούσε στον γαμπρό του Γιάννη Βλαστό 650 υ. από την προίκα που του είχε υποσχεθεί. Για το λόγο αυτό του παρα-χώρησε σαν ενέχυρο ένα χωράφι για να το εκμεταλλεύεται. Θα του το επέστρεφε, όταν του εξοφλούσε το χρέος. Αν ποτέ δεν του το εξοφλούσε, μπορούσε να κρατήσει το χωράφι[501].

ΙΓ. Επιστροφή προίκας.

Όταν πέθαινε ο γαμπρός, η νύφη απαιτούσε και έπαιρνε από τα πεθερικά ή τους άλλους συγγενείς\κληρονόμους του άντρα της την προίκα της. Την εκτίμηση μερικές φορές έκανε ο ίδιος ο νοτάριος που συνέτασσε και το σχετικό συμβόλαιο. Αν οι συγγενείς του μακαρίτη αρνούνταν την επιστροφή της προίκας, η δικαιούχος μπορούσε να την απαιτήσει δικαστικά. Σχετικές περιπτώσεις αναφέραμε για την πόλη και τώρα αναφέρουμε και για τα χωριά, στα οποία οι  προίκες ήταν κατά πολύ μικρότερες. Αν οι κληρονόμοι του μακαρίτη καθυστερούσαν με διάφορες προφάσεις να επιστρέψουν την προίκα της χήρας, μπορούσε αυτή στο μεσοδιάστημα να παντρευόταν ξανά. Ο νέος άντρας της θα απαιτούσε φυσικά πιο δυναμικά την επιστροφή, αφού η προίκα της είχε γίνει πια και δική του περιουσία. Κατά κανόνα, οι προίκες που συναντούσαν δυσκολίες στην επιστροφή, ήταν οι πολύ μικρές και η καθυστέρησή τους οφειλόταν όχι τόσο σε πρόθεση εξαπάτησης αλλά σε οικονομική αδυναμία της πλευράς των συγγενών του μακαρίτη.

O Η Εργίνα Καλοσυνοπούλα επέστρεψε στη χήρα πια νύφη της την προίκα της. Την εκτίμησή της έκανε ο νοτάριος και η νύφη, που ωστόσο είχε παντρευτεί ξανά, την παρέλαβε μαζί με το νέο άντρα της. Όλα και όλα εκτιμήθηκαν σε 160 υ.[502]

Ήταν από τις πιο μικρές προίκες και παρ’ όλα αυτά η καθυστέρηση επιστροφής της ήταν μεγάλη.

O Η Εργίνα Τσαγκαροπούλα ανέλαβε να επιστρέψει την προίκα της στη νύφη της Καλή, μετά το θάνατο του άντρα της Ιωάννη. Την εκτίμηση έκανε ένας παπάς και ο νοτάριος. Τα αντικείμενα που της έδωσε  εκτιμή-θηκαν σε 173 υ. Τα πήρε η Καλή έναντι της προίκας, και δήλωσε ότι της χρωστούσε ακόμα 195 υ.[503]

Αν και η προίκα ήταν συνολικά μόλις 368 υ., η πεθερά επέστρεψε, αρχικά τουλάχιστον, λιγότερα από τα μισά.

O Η Εργίνα Κουτρουβαροπούλα πήρε από τον αδερφό του μακαρίτη άντρα της την προίκα της. Την εκτίμησαν ένας παπάς και ο νοτάριος, κατά τη βενετική συνήθεια. Τα επιστρεφόμενα αντικείμενα εκτιμήθηκαν σε 200 υ. Τα πήρε η Εργίνα και δήλωσε ότι της χρωστούσε ακόμα 100 υ. Συμφώ-νησαν να τα κατέβαλε σε τρεις δόσεις[504].

O Η Σταμάτα Καλοσυνοπούλα συμφώνησε με την αδελφή του μακαρίτη άντρα της Ανέζα Λιμοπούλα να της δώσει πίσω όλη την προίκα της. Αυτή της έδωσε αρχικά κάποια ρούχα που εκτίμησαν σε 126 υ. Τα πήρε έναντι της προίκας[505]. Τέσσερις μέρες μετά της έδωσε κάποια ακίνητα, που μαζί με τα 126 υ. των ρούχων  έκαναν 298 υ.[506]

O Η χήρα Γιακουμίνα θέλησε να πάρει πίσω την προίκας της που ήταν 1.400 υ. Ο γιος του μακαρίτη, και δικός της προγονός, Τζανής τής παρα-χώρησε ένα αμπέλι που μόνοι τους συμφώνησαν ότι άξιζε 1.200 υ. Έτσι, εξοφλήθηκε γιατί από τα 1.400 υ. της προίκας τα 200 υ. ήταν δώρα του γαμπρού[507].

O Ο  Γεώργιος Κορνιαχτός ως κομισάριος του αδερφού του Κωνσταντή  και η χήρα του Μαρούσα, κομισάριος και αυτή του μακαρίτη, συμφώνησαν και ο Γιώργης της έδωσε τα παρακάτω πράγματα σε λογαριασμό της προίκας της. Ρούχα, πιθάρια, κρεβάτι, μέλισσες, 2 γουρούνες, 10 αίγες... εκτιμήθηκαν συνολικά 2.049 υ. Η Μαρούσα τα παρέλαβε έναντι της προίκας της[508].

O Η χήρα Καλή Παλιομυλοπούλα θέλησε να πάρει την προίκα της από την περιουσία του μακαρίτη του άντρα της. Η πεθερά της Ειρήνη Λουμπι-νοπούλα ανέλαβε να της την παραδώσει. Ήταν 1.550 υ. Όρισαν εκτιμητή ευγενή κρητικό Ντανιέλ Πικατόρο, για να τα εκτιμήσει more veneto. Της έδωσε ρουχισμό, ντοντίνια, κασέλα, πιθάρια και δυο σπιτάκια που συνο-ρεύουν με την αυλή τους, που εκτίμησαν 300 υ. και μια γελάδα για 150 υ. Όλα εκτιμήθηκαν σε 970 υ. Τα πήρε η Καλή και εξασφάλισε γι’ αυτά την πεθερά της[509].

O Ο μοναχός Ιερεμίας γιος του μακαρίτη Νικολό Καλομενόπουλου έδωσε στη μητρυιά του Μαρία Βαρουχοπούλα την προίκα της. Όλα τα προικιά εκτιμήθηκαν σε 86 υ. Τα πήρε η Μαρία και τον εξασφάλισε γι’ αυτά[510].

Τα παραπάνω συνέβαιναν, όταν πέθαινε πρώτος ο άντρας. Μερικές φορές συνέβαινε και το αντίθετο. Πέθαινε δηλαδή πρώτα η γυναίκα. Σ’ αυτήν την περίπτωση κανονικά οι συγγενείς της απαιτούσαν από τον άντρα της την προίκα της, όταν φυσικά, δεν υπήρχαν παιδιά. Όταν υπήρχαν παιδιά, η προίκα πήγαινε σ’ αυτά. Πάντα όμως υπήρχαν και οι εξαιρέσεις.

O Η Μαρία, που είχε ένα αγόρι, τον Γαβρίλη, χήρεψε και ξαναπαντρεύτηκε τον Μιχελή. Λίγο μετά η ίδια πέθανε και ο γιος της, αντί να απαιτήσει την προίκα της, την παραχώρησε όλη στον πατριό του, γιατί του είχε φερθεί καλά[511].

Όταν ένα ζευγάρι αποφάσιζε να χωρίσει «κοινή συναινέσει», αρκούσε μία νοταριακή πράξη. Όφειλαν όμως και οι δύο  να αιτιολογήσουν σ’ αυτήν αρκούντως τους λόγους που κατέληξαν στη συγκεκριμένη απόφασή τους. Οι πιο βαρύνουσες αιτιολογίες για να κηρυχθεί ο γάμος παράνομος, ήταν το νόμιμο της ηλικίας, η ασυμφωνία χαρακτήρα, όπως η σύναψη σχέσεων με άλλους ή άλλη. Σε περίπτωση διαζυγίου η προίκα επέστεφε στη νύφη.

O Ο Μαρής πήρε σύζυγο την Εργίνα Βλαστοπούλα, χωρίς να έχει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος τη νόμιμη ηλικία. Στη συνέχεια, επειδή είδε ότι δεν ήταν αυτή η γυναίκα γι’ αυτόν, ούτε αυτός για εκείνην, τα έφτιασε με άλλην και έκανε μαζί της παιδιά. Τώρα αποφάσισαν θεληματικά να πάρουν διαζύγιο και να έχουν το ελεύθερο να παντρευτούν ο καθένας όποιαν/όποιον ήθελε. Η αιτιολογία τους ήταν ότι  δεν ήταν στην νόμιμη ηλικία όταν παντρεύτηκαν, δεν ταίριαζαν  και ότι ο Μαρής τα έφτιασε με άλλη γυναίκα[512] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 4ο).

Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, όπως έχουμε αναφέρει, απαραίτητη ηλικία για τη σύναψη γάμου ήταν για τον άντρα το 14ο έτος και για την κοπέλα το 12ο. Αυτό ίσχυε και για τους αυτεξούσιους και για τους υπεξού-σιους. Για να γινόταν γάμος έπρεπε να συμφωνήσουν όχι μόνο ο γαμπρός και νύφη αλλά και οι κηδεμόνες (βλ. Εισαγωγή Α΄ κεφαλαίου, ενότητα Γά-μος). Φαίνεται ότι το παραπάνω ζευγάρι, όταν παντρεύτηκε, δεν ήταν μέσα στα όρια αυτά.

 

Όταν οι κληρονόμοι του μακαρίτη δεν είχαν να επιστρέψουν στη χήρα του τα ίδια ή ανάλογα αντικείμενα με αυτά της προίκας της, συμφωνούσαν μαζί της να της δώσουν ισάξια ακίνητα.

O Πέθανε ο Γεωργιλάς Παπαγιανόπουλος και η χήρα του θέλει να πάρει πίσω την προίκα της που ήταν 1.400 υ. Ο προγονός της Τζανής συμφώ-νησε μαζί της να της παραχωρήσει ένα αμπέλι, που οι ίδιοι εκτίμησαν σε 1.200 υ. Τα δώρα του γαμπρού ήταν 200 υ., οπότε επήλθε πλήρης εξό-φληση[513].

 

Στις περιπτώσεις αυτές, σχεδόν πάντα έδιναν τα ακίνητα, με το δικαίωμα να τα εξαγοράσουν, όταν αποκτούσαν την οικονομική ευχέρεια.

O Η χήρα Λένα Βαρουχοπούλα, πήρε για λογαριασμό της προίκας της τα παρακάτω ακίνητα που ήταν του άντρα της, τα εκτίμησε δημόσιος εκτι-μητής, με την έγκριση των αδελφών του άντρα της, και τα έβγαλε 352 υ.[514] Την ίδια μέρα τα αδέρφια αγόρασαν μερικά από τα ακίνητα αυτά με 217 υ.[515]

Σε μερικές περιπτώσεις δεν ήταν οι διαζευγμένες ή οι χήρες και τόσο  τυπικές στην επιστροφή της προίκας τους. Ιδίως όταν είχαν να κάνουν με μικροαντικείμενα. Έτσι έχουμε και επιστροφές χωρίς  εκτίμηση.

O Την ίδια μέρα η παραπάνω χήρα Καλή Παλιομυλοπούλα, προκειμένου να συμπληρώσει την προίκα της νύφης της, της έδωσε μια σκατζά, μια τρύπια λεκάνη, ένα μικρό σταμνί, σανίδα, εικονισματάκι, τηγάνι, δυο λεκανίτσες, η μια τσακισμένη, 2 κρασολαΐνες, 1 μ. λιναρόσπορο, 2 μ. κρι-θάρι, 2 μ. στάρι, καλαμιές, 2 παλιόσταμνα, μια παλιοκουρούπα, 1 λύχνο, μια παλιοκουτάλα, 3 σκουτέλια (μικρές πιατέλες), 2 πιατέλες, μια τσάπα, σιδερένιους κρίκους για ζέψιμο, 1 σπαθί. Όλα αυτά τα πήρε χωρίς να εκτιμηθούν, αλλά μπροστά σε μάρτυρες[516].

Όταν πέθαινε ο πρώτος άντρας κάποιας γυναίκας και αυτή αποφάσιζε να παντρευτεί ξανά, συνήθως έδινε και στον δεύτερο άντρα της, την ίδια  προίκα.

O Η Μαρία Δριμοπούλου για την κόρη της Σταμάτα και ο Νικολό Λίμας για δικό του αποφάσισαν γάμο. Ως προίκα υποσχέθηκε την ίδια που της είχε δώσει, με το προικοχάρτι της, όταν την είχε παντρέψει με τον μακαρίτη Κωνσταντή Λίμα, δηλαδή 500 υ. και αμπέλι 2 εργατών. Τα 100 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[517]. Μπροστά στους μάρτυρες παράδωσε τα ρούχα, με την παλιά εκτίμηση, που έφταναν στα 576 υ. Τα δέχτηκε ο γαμπρός, μια και ήταν περισσότερα από αυτά που του υποσχέθηκε[518].

Μερικές φορές οι κληρονόμοι του μακαρίτη προσπαθούσαν να επισπεύ-σουν την επιστροφή της προίκας στη χήρα και δεν δίσταζαν, αν αυτή κωλυσιεργούσε, να καταφεύγουν και στις αρμόδιες αρχές.

O Πέθανε ο Γεωργιλάς Βαρούχας και ο αδερφός του Νικολός αξίωσε από τη χήρα του Λένα Λαγγουβαρδοπούλα να ορίσει ένα δικό της εκτιμητή για να της δώσει πίσω την προίκα της από τις περιουσίες του μακαρίτη. Η αξίωση έγινε μέσω της Γραμματείας Ρεθύμνου τον Ιανουάριο. Επειδή η Λένα έλειπε, ορίστηκε ο νοτάριος και ένα ακόμα άτομο για την εκτίμηση. Τα έβγαλαν 535 υ. Αν και δεν ήταν παρούσα η παραλήπτρια, έγινε η πράξη και υπέγραψαν οι  μάρτυρες[519].

Και η επιστροφή της προίκας μερικές φορές γινόταν με δόσεις.

O Η Μαρία Λιτινοπούλα θέλησε να πάρει την προίκα της από την περιουσία του μακαρίτη του άντρα της. Οι ανιψιοί του ανέλαβαν την υποχρέωση να της δώσουν 645 υ. Όρισαν εκτιμητές έναν παπά και τον νοτάριο. Εκτίμη-σαν ρούχα, μια γελάδα (=230 υ.), ντοντίνια, μια σκρόφα (=40 υ.). Συνο-λικά έβγαλαν 610 υ. Τα πήρε έναντι και έμειναν ακόμα 35 υ.[520]

Όταν πέθαινε η χήρα στο σπίτι του άντρα της χωρίς να έχει πάρει την προίκα της, μπορούσαν να την απαιτήσουν τα παιδιά της από τους κληρο-νόμους του μακαρίτη.

O Ο Φραγκίσκος Βαρούχας θέλησε να πάρει την προίκα της μακαρίτισσας πεθεράς του Φρατζέσκας Μπαρμπαριγοπούλας. Την αξίωσε αυτός και η γυναίκα του από την επίτροπο του μακαρίτη πατέρα της θεία Αντωνία Νταβερονοπούλα. Η επίτροπος όρισε εκτιμητή τον παπά Μάρκο Βαρού-χα και ο Φραγκίσκος με τη γυναίκα του τον Νικολό Βαρούχα. Σ’ αυτούς έδωσαν την εξουσία να πάνε και να εκτιμήσουν όλα τα ακίνητα του μακαρίτη Μάρκου, πατέρα της Αντωνίας. Τα σπίτια που είχε στην πόλη θα τα εκτιμούσαν ο χτίστης Τζανής Τρουλινός και Θωμάς Κουτεκής  μαραγκός[521]. Την επόμενη τα είχαν εκτιμήσει και τα είχαν βγάλει 5.474 υ.[522]

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: ΓΑΜΟΣ.

 

Α. Χρόνος τέλεσης μυστηρίου.

Στα χωριά, κατά κανόνα, την ίδια μέρα γινόταν ο γάμος και η παράδοση της προίκας, όπως ίσχυε και κατά τη βυζαντινή  περίοδο. Μπορούμε, κατά συνέπεια, να γνωρίζουμε το χρόνο τέλεσης του γάμου, με βάση τα συμβό-λαια παράδοσης της προίκας.  Σύμφωνα με αυτά, οι ογδόντα γάμοι που ανα-φέρονται στα συμβόλαια των Βαρούχα και Βλαστού κατατάσσονται κατά μήνα ως εξής: Ιανουάριος 6, Φεβρουάριος 4, Μάρτιος 1, Απρίλιος 6, Μάης, Ιούνιος 5, Ιούλιος 19, Αύγουστος 9, Σεπτέμβριος 6, Οκτώβριος 13, Νοέμ-βριος 8, Δεκέμβριος 3. Με άλλα λόγια, οι κάτοικοι της υπαίθρου προτιμού-σαν να παντρεύονται κυρίως το καλοκαίρι (41%), και κατά δεύτερο λόγο το φθινόπωρο (34%). Ακολουθούσε ο χειμώνας (15%) και τελευταία ερχόταν η άνοιξη (10%). Από τους μήνες απέφευγαν μόνο τον Μάιο, για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει (βλ. σχετικούς πίνακες στο Παράρτημα του Α΄ κεφαλαίου).

 

Β.  Καθορισμός χρόνου γάμου και παραβιάσεις.

Σε ελάχιστα προικοσύμφωνα των αγροτών, όπως και των κατοίκων της πόλης,  καθοριζόταν ο ακριβής χρόνος τέλεσης του γάμου. Αυτό γινόταν, γιατί η τέλεσή του προϋπέθετε  ομαλές συνθήκες, που ήταν δύσκολο να τις προεξοφλήσει κανείς. Οι ελάχιστες φορές που καθοριζόταν (ο χρόνος) οφείλονταν ίσως στην αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης ή σε κάποιες προκα-ταβολές που έδινε ο πατέρας της νύφης, για να αντιμετωπίσει ο μέλλων γαμπρός τα οικονομικά του προβλήματα. Ενίοτε ακόμα και ο καθορισμένος χρόνος παραβιαζόταν.

O Ο Μανόλης Βλαστός για την κόρη του και ο Σταυριανός Βλαστός για δικό του αποφάσισαν γάμο. Ο Μανόλης υποσχέθηκε προίκα 3.500 υ. Οι 2.300 υ. θα ήταν σε εκτίμηση ρούχων και τα άλλα σε μετρητά και ασήμι. Τα 300 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Ο γάμος θα γινόταν τον Ιούνιο[523].   Η εκτίμηση έγινε ένα χρόνο μετά και την έκανε ένας παπάς και ένας κοσμικός.  Εκτιμήθηκαν 11 είδη σε 1.820 υ. Του έδωσε 300 υ. μετρητά και πλήρωσε ένα χρέος του 500 υ. Από τα υπόλοιπα θα του έδινε 400 υ. τον προσεχή Δεκέμβριο και τα άλλα το Δεκέμβρη 1607[524] (βλ. Παράρ-τημα, έγγραφο 2). Το Μάρτη έβαλαν εκτιμητές για ένα αμπέλι που θα παραχωρούσε ο Μανόλης στο Σταυριανό, για να καλύψει μέρος των υπολοίπων[525]. Πήγαν αμέσως οι εκτιμητές και το εκτίμησαν 400 υ. Τόσο ήταν το υπόλοιπο των μετρητών[526].

Το γεγονός ότι η εκτίμηση της προίκας έγινε ένα χρόνο μετά υποδηλώνει ότι δεν τηρήθηκε ο καθορισμός  του Ιουνίου. 

 

Ο τόπος, δηλαδή η εκκλησία ή το μοναστήρι, όπου θα γινόταν το μυστή-ριο δεν αναφέρεται σχεδόν σε καμιά επαρχιακή πράξη. Φαίνεται ότι συνή-θιζαν να παντρεύονται στην εκκλησία της ενορίας τους ή του χωριού τους, οπότε το θεωρούσαν δεδομένο. Στα συμβόλαια γάμου της πόλης του Ρεθύμνου πρόσθεταν ότι το μυστήριο θα γινόταν σε από κοινού αποδεκτό τόπο. Με άλλα λόγια, κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να παντρευτεί σε συγκεκριμένο ναό. Να σημειωθεί ότι τότε οι εκκλησίες και τα μοναστήρια ήταν ιδιωτικές «επιχειρήσεις» και ίσως οι ενδιαφερόμενοι μελλόνυμφοι να επέλεγαν αυτόν που πρόσφερε καλύτερες και πιο συμφέρουσες «υπηρεσίες».  Όταν κάποιος από τους μελλόνυμφους είχε συγγενή κληρικό, φυσικό ήταν να τον προτιμούσε.

 

Γ. Χωριανοί, κοντοχωριανοί, συνάδελφοι.

Στην ύπαιθρο οι συνθήκες της ζωής και της εργασίας των κατοίκων αλλά και των νοταρίων ήταν κατά πολύ πιο δύσκολες από τις αντίστοιχες των πόλεων.  Οι νοτάριοι ήταν υποχρεωμένοι να τρέχουν από το ένα χωριό στο άλλο για να συντάσσουν τα συμβόλαιά τους. Μερικές φορές, όταν η νύφη και ο γαμπρός ήταν από διαφορετικά χωριά και παράλληλα οι γονείς τους κατοικούσαν σε άλλες περιοχές, τα ταξίδια τους, προκειμένου να ολοκλη-ρώσουν μια δικαιοπραξία γάμου ήταν  πολλαπλά.

O Γιώργης Βλαστός από ένα χωριό ως εκπρόσωπος του γιου του Τζουάννε, και ο Τζουάννε Χορτάτζης από άλλο χωριό ως εκπρόσωπος της  Μαρίας Παπαγιαννοπούλας, συναντήθηκαν στο μοναστήρι των Ασωμάτων και συμφώνησαν γάμο. Ο Γιώργης υποσχέθηκε στο γιο του 1/3 της περιου-σίας του, με τον όρο ότι, όταν θα παντρευόταν η αδερφή του, θα της έδινε το 1/3 της προίκας της. Ο νοτάριος πήγε αμέσως μετά στο χωριό της νύφης και διάβασε στη νύφη τα παραπάνω. Αυτή δέχτηκε και υποσχέ-θηκε στο γαμπρό δώρα 1.000 υ. και προίκα το αδερφομοίρι της[527].

Ο νοτάριος έφυγε από το χωριό του (Μοναστηράκι) και πήγε πρώτα στο μοναστήρι, στη συνέχεια, πήγε στο χωριό της νύφης και τέλος επέστρεψε στο χωριό του. Αν σκεφτεί κανείς ότι η αμοιβή του ήταν καθορισμένη, υπολογίζει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το μεροκάματό του ήταν «μεροκάματο τρόμου». Υπάρχει περίπτωση να πληρωνόταν «έξοδα κίνησης» ή «εκτός έδρας», αλλά αυτό δεν σημειώνεται πουθενά.

 

Στα χωριά συνήθως εφαρμοζόταν η «ενδογαμία», δηλαδή οι άντρες επέλεγαν σύζυγο χωριανή τους.  Αυτό συνέβαινε γιατί οι γονείς ήθελαν τα παιδιά κοντά τους, αλλά και γιατί ο ένας γνώριζε τον άλλο. Ήξερε ο ένας την οικογένεια του άλλου. Οι παροιμίες «κατά μάνα κατά κύρη» και  «παπούτσι από τον τόπο σου…» εδώ είχαν την αφετηρία τους. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που επέλεγαν γαμπρό ή νύφη από διπλανό χωριό για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο πιο βασικός πρέπει ίσως να αναζητηθεί στις απαιτήσεις για την προίκα. Κύριο μέλημα της πλευράς της νύφης ήταν να δώσει λιγότερη προίκα και του γαμπρού να πάρει περισσότερα. Όταν οι γαμπροί από τα γυροχώρια ζητούσαν λιγότερα ή οι νύφες έδιναν περισσό-τερα από όσα στο χωριό τους, κανείς δεν είχε αντίρρηση στο γάμο. Τις περισσότερες φορές η νύφη ακολουθούσε το γαμπρό στο χωριό του, αν και δεν ήταν σπάνιο και το αντίθετο. Οι σύγαμπροι ή ξενοχωρίτες, όπως τους αποκαλούσαν, σύμφωνα με το λαό, κάθε άλλο παρά ευχαριστημένοι ήταν με τη ζωή τους. Αν ερευνήσει κανείς τα συμβόλαια γάμου των χωριών και της πόλης, θα διαπιστώσει κάποιες διαφοροποιήσεις πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

O Μια μάνα από το χωριό Λιβαδάκι μαζί με το γιο της συμφώνησαν να παντρέψουν την κόρη/αδελφή τους με  γαμπρό από το χωριό Ζουρίδι[528].

O Η Εργίνα Βαρουχοπούλα στο σπίτι του πατέρα της και ο Μανόλης Πλατι-νολίος από διπλανό χωριό συμφώνησαν γάμο. Η Εργίνα υποσχέθηκε ως προίκα στον Μανόλη 500 υ. Αυτά θα κατέβαλε με δυο χρυσά τσεκίνια, ένα γάιδαρο και ρούχα[529].

 

Στις μικρές και κλειστές κοινωνίες των χωριών οι δάσκαλοι (όπου υπήρ-χαν) και οι παπάδες αποτελούσαν, κατά κάποιο τρόπο, την πνευματική ηγε-σία. Για το λόγο αυτό πολλές φορές οι οικογένειές τους φρόντιζαν να συμπε-θεριάζουν.

O Ο παπάς Μανόλης Βαρούχας, που ήταν γιος παπά, μαζί με τα αδέρφια του Γιώργη και Αντώνη, που ήταν δάσκαλοι, και τον ανιψιό του Ιωάννη, που ήταν και αυτός γιος παπά, ως αντιπρόσωποι της αδερφής/ξαδέρφης τους, από το ένα μέρος, και ο Μιχελής Λαγκουβάρδος από το άλλο συμφώνησαν γάμο[530].

Μέσα στην ίδια οικογένεια φαίνονται τρεις δάσκαλοι και τρεις παπάδες. Υπόψη ότι το χωριό που ζούσαν ήταν πολύ μικρό. Οι πολλοί παπάδες στα χωριά της Κρήτης ήταν ένα γεγονός που απασχόλησε συχνά τη βενετική ηγεσία. 

O Στο σπίτι του παπά Κωνσταντή Λίτινου ο παπά Γιώργης Λαγκουβάρδος  για την κόρη του και η παπαδιά Φαουρασοπούλα για το γιο της διάκο Ιωάννη αποφάσισαν γάμο[531].

Από τους ξενοχωρίτες πιο περιζήτητοι ήταν οι κοντοχωριανοί. Και αυτό γιατί με τις συχνές επαφές που είχαν, εξαιτίας της ανταλλαγής ή αγοράς προϊόντων, τους γνώριζαν καλύτερα. Το ανταλλακτικό, τοπικού χαρακτήρα, εμπόριο ήταν σύνηθες φαινόμενο, γιατί η μετάβαση στην πόλη ήταν όχι μόνο κοπιαστική αλλά και πολυέξοδη. Οι χωρικοί προτιμούσαν, κατά συνέ-πεια, να προμηθεύονται τα απαραίτητα σε πλησιέστερους τόπους, αν υπήρχε ασφαλώς η δυνατότητα.

O Ο Νικολό Βλαστός στο σπίτι του στο χωριό Ρούστικα συμφώνησε να δώσει την κόρη του για γυναίκα στο γιο του ο Λέο Βλαστού από το χωριό  Καρωτή[532].

 

Ο εκπρόσωπος του γαμπρού ή ο ίδιος ο γαμπρός πήγαινε στο χωριό της νύφης και συζητούσε με τους γονείς της τα σχετικά με το γάμο.

O Ο καλόγερος Κάλλιστος συμφώνησε να παντρέψει την κόρη του με γαμπρό από διπλανό χωριό. Ήρθε η μάνα του γαμπρού στο κελί του, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, και τα συζήτησαν. Υποσχέθηκε προίκα 1.500 υ., τα 1.200 υ. σε ρούχα και τα υπόλοιπα σε ασήμι και μετρητά. Τα 200 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Η μάνα του τελευταίου υποσχέ-θηκε, με τη σειρά της, το 1/3 της περιουσίας της[533].

Τα δώρα του γαμπρού κανονικά ήταν 150 υ. Το περίεργο ήταν ότι πήγε στο χωριό της νύφης η μάνα του γαμπρού αντί να πάει ο πατέρας της νύφης στο χωριό του γαμπρού. Ίσως το γεγονός ότι ήταν καλόγερος δικαιολογεί κάπως το συμβάν.

O Γαμπρός από το χωριό Ρούστικα πήγε στο χωριό Άγιο Κωνσταντίνο, προφανώς μαζί με τον νοτάριο, όπου και συμφώνησε να πάρει γυναίκα την κόρη μιας χήρας που κατοικούσε εκεί. Η χήρα υποσχέθηκε προίκα 1.500 υ., από τα οποία τα 1.000 σε ρούχα και τα άλλα σε ασήμι και μετρητά. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 300 υ.[534]

Τα δώρα εδώ ήταν το 20% του συνόλου της προίκας, αν και το καθιερω-μένο ήταν 10%. Ή ο γαμπρός ξεγέλασε τη χήρα ή η χήρα θέλησε να δελεά-σει τον γαμπρό.

 

Μερικές φορές οι εκπρόσωποι του γαμπρού και της νύφης συναντιό-ντουσαν και συζητούσαν τα περί γάμου σε ουδέτερη περιοχή.

O Κωνσταντής Καφάτος για το γιο του Μανόλη και η Ανέζα Βλαστοπούλα, από γειτονικό χωριό, για την κόρη της  Πόθα, συναντήθηκαν στο ναό του Αγίου Ηλία και  συμφώνησαν γάμο. Η Ανέζα υποσχέθηκε ως προίκα όλα όσα είχε, αφού εκτιμηθούν. Θα έμενε μαζί τους και στη διαθήκη της θα είχε το δικαίωμα να διαθέσει μόνο 10 υ.[535]

Δ. Γάμοι με νόθους.

Τα νόθα παιδιά δεν έλειπαν και από τα χωριά. Ήταν όμως κατά πολύ λιγότερα από αυτά της πόλης. Αυτό συνέβαινε γιατί  οι πλούσιοι και οι ευγενείς, από τους οποίους, κατά κανόνα, προέρχονταν δεν ήταν τόσο πολλοί στην ύπαιθρο. Περιπτώσεις νόθων από απλούς αγρότες υπήρχαν ακόμα και στα πιο μικρά χωριά, αλλά ήταν περιορισμένες. Όταν τα αναγνώ-ριζε ο πλούσιος πατέρας τους, τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα, γιατί η αναγνώριση συνοδευόταν και με παραχώρηση μικρών ή μεγάλων περιου-σιακών στοιχείων. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή το νόθο προερχόταν από φτωχό ή δεν είχε αναγνωριστεί, το ίδιο και η μάνα του βρίσκονταν στο έλεος των χωριανών τους. Η μοίρα τους ήταν πιο σκληρή από αυτή των παιδιών της πόλης, γιατί οι κλειστές κοινωνίες  ήταν πάντοτε πιο αυστηρές σε ζητήματα «ηθικής» τάξης. Κανείς δεν λογάριαζε ποτέ αν το νόθο παιδί ήταν απότοκος ηθελημένης πράξης ή βιασμού. Επίσης δεν λάμβανε υπόψη του ότι το ίδιο δεν ήταν καθόλου υπαίτιο για τον τρόπο που ήρθε στη ζωή.

 

Στα προικοσύμφωνα βλέπουμε μερικούς νόθους να αποσπούν καλές ή ανεκτές προίκες. Ίσως διέθεταν και οι ίδιοι περιουσία, για τους λόγους που προαναφέραμε. Στη συμφωνία γάμου παρουσιάζονται, κατά κανόνα, οι ίδιοι. Δεν εκπροσωπούνται δηλαδή από οικείους τους.

O Ο Μανόλης Μουσούρος από το χωριό Σαϊτούρες για την κόρη του Μαρουλή και ο νόθος Γιακουμής Κοντεής, για δικό του συμφώνησαν γάμο. Ο Μανόλης υποσχέθηκε 2.000 υ. σε ρουχισμό, ασήμι και μετρη-τά[536] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 5).

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας για την κόρη του και ο Νικολός Νταβερόνας, νόθος, συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 2.000 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 200 υ. Τα 1.400 υ. θα δίδονταν σε ρουχισμό και τα 600 υ. σε μετρητά[537].

Στο συγκεκριμένο προικοσύμφωνο υπέγραφαν τρεις μάρτυρες. Ίσως για μεγαλύτερη εξασφάλιση.

 

Συχνά οι πατεράδες των νόθων, αγοριών ή κοριτσιών, μεριμνούσαν, όπως είπαμε, με παροχές όσο ζούσαν ή με τη διαθήκη τους, για την αποκατάστασή τους.  Σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως όταν δεν είχαν νόμιμα παιδιά, έπαιρναν τα νόθα τους στο σπίτι και τα ανέτρεφαν σαν νόμιμα. Οι άτεκνες μητριές τους συχνά γίνονταν πραγματικές μανάδες και τα φρόντιζαν σαν να ήταν δικά τους. Μερικές από αυτές, μετά το θάνατο του «άπιστου» συζύγου τους, αναλάμβαναν οι ίδιες να παντρέψουν ή και να προικίσουν τα νόθα του, θυσιάζοντας ακόμα και τη δική τους προίκα. Το ίδιο μπορούσε να κάνουν και άλλοι συγγενείς.

O Η χήρα Εργίνα Τραγοδοπούλα για την προγονή της Λένα, νόθα κόρη του άντρα της, και ο Βασίλης Τρουλινός για δικό του αποφάσισαν γάμο.  Η προίκα συμφωνήθηκε στα 1.000 υ. Θα εκτιμούσαν όσα  είχε αφήσει στη νύφη ο πατέρας της, και αν δεν έφταναν, θα τα συμπλήρωνε η Εργίνα από την προίκα της. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ. Η Λένα, που ήταν παρούσα, έμεινε ευχαριστημένη[538]..

O Η Ανέζα Ξενικοπούλα θέλησε να παραδώσει την προίκα στη νόθα κόρη του άντρα της. Θα την παραλάμβανε ο άντρας της Ιωάννης Καλοσυνάς.  Την εκτίμησή της ανέλαβαν η Αντωνία, χήρα ευγενή Τζώρτζη Κατερή και ο Μανόλης Βαρούχας. Την έβγαλαν ότι άξιζε 460 υ. Η Ανέζα ανέλα-βε την υποχρέωση να του δίνει επιπλέον και τις μισές ελιές από αυτές που είχε σε γειτονικό χωριό [539].

O Ο Νικολό Βαρούχας για τη νόθα κόρη του Ζαμπέτα και ο Γιάννης Σοφο-λιός για δικό του συμφώνησαν γάμο. Ορίστηκε η  προίκα 2.500 υ. και τα δώρα του γαμπρού 800 υ. Από το σύνολο τα 500 υ. θα δίδονταν σε μετρητά και τα άλλα σε εκτίμηση ρούχων. Παρούσα ήταν και η νύφη, που δέχτηκε τα παραπάνω[540].

Μια λύση στο πρόβλημα των νόθων κοριτσιών ήταν να τα παντρέψουν με νόθο επίσης άντρα.

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης νόθος του Τζορτζέτου για δικό του και ο Σταμά-της Τζούκος για τη Μαρία για την ταυτότητα της οποίας μού εγγυήθηκε ο ευγενής… συμφώνησαν γάμο. Ο Σταμάτης  είχε τη Μαρία στο σπίτι του από αγάπη και αυτή θέλησε να πάρει  τον νόθο. Η προίκα ορίστηκε στις 3.500 υ. και τα δώρα  του γαμπρού στα 1.200 υ. Οι 2.300 υ. θα δίδονταν σε μετρητά, που κατέβαλε αμέσως. Τα 1.000 υ. από αυτά ήταν το μερίδιο του αδερφού του Ιάκωβου. Ο Σταμάτης ανέλαβε να δώσει ρούχα αξίας 1.200 υ. μέσα σε έξι μήνες, γιατί περίμενε να ξεκαθαρίσει κάποια χρήμα-τα της Μαρίας[541].

Το γεγονός ότι  δεν διευκρινίζεται η σχέση του Τζούκου με την κοπέλα, το ότι ο νοτάριος δεν την ήξερε και προθυμοποιήθηκε ο ευγενής της περιοχής να εγγυηθεί γι’ αυτήν, το ότι προθυμοποιήθηκε ο αδερφός του Τζούκου να την προικίσει και τέλος ότι την πάντρευαν με νόθο, συνηγορούν  στο ότι ήταν και αυτή νόθα του ενδιαφερόμενου, του αδερφού του ή του ευγενή που εγγυήθηκε γι’ αυτήν.

 

Μερικοί από τους νόθους τελικά δεν δημιουργούσαν οικογένεια και υπέ-φεραν μόνοι τους, το μαρτύριο της ζωής. Οι συγγενείς τους τις περισσότερες φορές τους απαρνιόντουσαν. Οι λίγοι άνθρωποι που έδειχναν σ’ αυτούς κάποια καλοσύνη αποσπούσαν την ευγνωμοσύνη τους. Σ’ αυτούς συνήθως άφηναν τα λίγα που είχαν για την ψυχή τους.

O Ο νόθος Τζανής Δάνδολος δώρισε σε παπά το αμπέλι που είχε, με την αιτιολογία ότι γνώρισε πολλές χαρές από αυτόν. Θα το έπαιρνε μετά το θάνατό του, με την υποχρέωση να τον θάψει και να τον μνημονεύει μέχρι που να ζει[542].

Γενικά, οι νόθοι μπορεί να αποτελούσαν δεύτερης κατηγορίας άτομα στις κλειστές κοινωνίες των χωριών τους, αλλά είχαν όλα τα δικαιώματα των άλλων. Μπορούσαν να υπογράφουν και ως μάρτυρες. Το κακό ήταν ότι ήταν υποχρεωμένοι, όπου και αν έπαιρναν μέρος, να σημειώνουν δίπλα στο όνομά τους και τον «τίτλο», όχι φυσικά τιμής αλλά ατιμίας, «νόθος» ή το ακόμα σκληρότερο «μπάσταρδος». 

O Σε συμβόλαιο μεταβίβασης περιουσίας από πατέρα σε γιο  υπέγραφε ως μάρτυρας και ο «κυρ Νικολός Ταβερόνας, μπάσταρδος του ποτέ μισέρ Μάρκου»[543].

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: ΓΑΜΠΡΟΙ.

 

Α. Τα δώρα του γαμπρού.

Τα δώρα του γαμπρού ακολουθούσαν και στην ύπαιθρο τον κανόνα της πόλης. Συνήθως δηλαδή έφταναν το 10% του συνόλου της προίκας. Εξαιρέ-σεις υπήρχαν πολλές, οι περισσότερες προς τα πάνω και οι λιγότερες προς τα κάτω. Φαίνεται ότι οι γαμπροί στην ύπαιθρο απαιτούσαν όσο το δυνατό περισσότερα, γιατί οι συνθήκες επιβίωσης ήταν πιο σκληρές. Το ποσό των δώρων ανήκε αποκλειστικά σ’ αυτούς και δεν ήταν υποχρεωμένοι να το επι-στρέψουν στη σύζυγό τους σε περίπτωση διαζυγίου ή στους συγγενείς και κληρονόμους της σε περίπτωση θανάτου της. Ούτε, φυσικά, οι δικοί τους κληρονόμοι το επέστρεφαν στη χήρα τους. Παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδια-φέρον οι αυξομειώσεις των δώρων κατά περίπτωση.

O Η χήρα καλογριά/παπαδιά Βλαστοπούλα συμφώνησε με τον Κωνσταντή Βλαστό να του δώσει την κόρη της με προίκα 2.000 υ., τα 1.700 υ. σε ρούχα και τα άλλα σε ασήμι και μετρητά. Τα 200 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Συμφώνησαν να δώσει την εκτίμησε την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρία χρόνια με 100 υ. το χρόνο[544]. 

Οι προς τα πάνω υπερβάσεις του ορίου του 10%, όπως αναφέραμε, ήταν πολλές. Σε μερικές περιπτώσεις άγγιζαν το τετραπλάσιο ή και πενταπλάσιο του κανονικού.

O Η Εργίνα Βαρουχοπούλα για δικό της και ο Μανόλης Πλατινολέος επίσης για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η Εργίνα δέχτηκε να τον παντρευ-τεί και του υποσχέθηκε ως  δώρα 500 υ. και ως προίκα άλλα 500 υ.[545]

O Ο Τζανάκης Βαρούχας υποσχέθηκε στην κόρη του Καλίτζα προίκα και αδερφομοίρια 1.600 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 600 υ. Τα 600 σε μετρητά και τα 1.000 σε ρούχα. Από τα ρούχα θα του έδινε τα 600 υ. την ώρα του γάμου και τα υπόλοιπα σε τρεις ετήσιες δόσεις[546].

O Ο Γιώργης Ρουσότης για την κόρη του Καλή και ο Μανόλης Τρουλινός για το γιο του Κωνσταντή συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφο-μοίρια ορίστηκαν 2.000 υ. και τα δώρα του γαμπρού 700 υ.[547]

O Ο Νικολό Βαρούχας για τη νόθα κόρη του Ζαμπέτα και ο Γιάννης Σοφο-λιός για δικό του συμφώνησαν γάμο. Ορίστηκε η  προίκα 2.500 υ. και τα δώρα του γαμπρού 800 υ.[548]

Το γεγονός ότι η νύφη ήταν νόθα, ίσως συνέτεινε στην αύξηση των δώρων του γαμπρού.

 

Άλλες φορές απλώς ξεπερνούσαν το όριο.

O Στο σπίτι του γαμπρού Κωνσταντή Βλαστού στα Ρούστικα πήγε η μάνα της νύφης, Μαρούλα Βλαστοπούλα αλλά και η νύφη. Συμφώνησαν να είναι η προίκα 3.000 υ., από τα οποία τα 1.000 υ. θα ήταν σε μετρητά και τα άλλα σε ρούχα. Τα 400 υ. θα  λογίζονταν δώρα του γαμπρού[549].

O Ο Μιχάλης Σιδεροραύδης  από ένα χωριό για την κόρη του Καλή και ο Μανόλης Καλοσυνάς για δικό του από άλλο χωριό, συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στα 800 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ.[550]

Μερικές φορές τα δώρα του γαμπρού δίδονταν σε ακίνητα ή μετρητά και ήταν εντελώς ξεχωριστά από την προίκα της νύφης. Εννοείται ότι σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν απαραίτητη κάποια εκτίμηση, αφού τα δώρα δεν επιστρέφονταν.

O Η χήρα Κατερίναι Πελεκανοπούλα και γιος της για την κόρη/αδερφή, και ο Νικολό Βαρούχας για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε σε 2.000 υ. και θα την έδιναν αποκλειστικά με ρούχα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν ένα αμπέλι και 100 υ. μετρητά[551].

O Ο Κοκόλης Δραλούκης είχε παντρέψει την κόρη του Εργίνα με το Γιώρ-γη Καλομενόπουλο χωρίς να έχει κάνει προικοχάρτι. Τώρα της παραχώ-ρησε ως προίκα  το 1/3 της περιουσίας του και 300 υ. Στο γαμπρό έδωσε ως δώρο ένα αμπέλι[552].

Σε λίγες και ειδικές περιπτώσεις τα δώρα του γαμπρού ήταν κάτω από το 10% του συνόλου της προίκας.

O Ο Μανόλης Κορνιαχτός είχε παντρευτεί παλιότερα τη Σοφία Καλοτο-πούλα, χωρίς να υπογράψουν συμβόλαιο γάμου. Το υπέγραψε μερικά χρόνια αργότερα με τη χήρα πια πεθερά του και η προίκα ορίστηκε στα 600 υ. Το ποσό αυτό του είχε υποσχεθεί προφορικά ο μακαρίτης πεθερός του, όταν ζούσε. Τα δώρα του ορίστηκαν στα 50 υ.[553]

O Ο Νικολής Βλαστός για την κόρη του και ο Λέο Βλαστός για το γιο του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 2.500 υ. Τα 500 υ. θα δίδο-νταν σε ασήμι και μετρητά και 2.000 υ. σε ρούχα. Τα 200 υ. θα ήταν τα δώρα γαμπρού[554].

O Ο Μανόλης Βλαστός υποσχέθηκε στην κόρη του προίκα 3.500 υ. Οι 2.300 υ. θα ήταν σε εκτίμηση ρούχων και τα άλλα σε μετρητά και ασήμι. Τα 300 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού[555].

Έχουμε και την αντίθετη περίπτωση. Ο γαμπρός αντί να απαιτεί δώρα από τη νύφη, να προσφέρει ο ίδιος σ’ αυτήν, προς ένδειξη αγάπης αλλά και μεγαλοψυχίας. Ήταν τα λεγόμενα αντιπροίκια.

O Ο Μάρκος Κουτρουβάρης υποσχέθηκε στην κόρη του Εργίνα για προίκα και αδερφομοίρια 250 υ. Ο γαμπρός Γιώργης Λίτινος όχι μόνο δεν απαί-τησε δώρα, αλλά πρόσφερε αυτός στη νύφη 50 υ. ως δώρο, για να γίνει έτσι η προίκα της 300 υ.[556]

Σε ορισμένες περιπτώσεις ενώ αναφερόταν το ύψος των δώρων του γαμπρού, δεν αναφερόταν το ύψος της συνολικής προίκας της νύφης. Έτσι δεν γνωρίζουμε, αν αυτή υπολειπόταν ή υπερέβαινε το όριο του 10%.

O Η χήρα Μαρκεζίνα Αγιοστεφανιτοπούλα για την κόρη της Μαριέτα και ο Μανολάς Βαρούχας για τον γιο του Μιχελή αποφάσισαν γάμο. Η Μαρκε-ζίνα ως κομισάριος και του μακαρίτη άντρα της υποσχέθηκε στην κόρη της ως προίκα τη μισή περιουσία της για τώρα και την άλλη μισή μετά το θάνατό της. Τα δώρα του γαμπρού συμφώνησαν να είναι 500 υ.[557]

Με βάση το 10%, η προίκα της Μαριέτας θα πρέπει να ήταν γύρω στις 5.000 υ.

 

Β. Γαμπροί με προίκα (πατρική και μητρική ευλογία).

Συχνά μαζί με τον πατέρα ή τη μητέρα της νύφης, που της υπόσχονταν την προίκα, υπόσχονταν και οι συμπέθεροί τους στο γιο τους κάποιες περιουσίες. Πολλές φορές οι διπλές αυτές υποσχέσεις ήταν απολύτως αναγκαίες, γιατί με τα λίγα ρούχα και τα λίγα χωράφια της προίκας (αν υπήρχαν) δεν μπορούσε να επιβιώσει το νέο ζευγάρι. Έχουμε και περιπτώ-σεις που οι προσφορές από μέρους της οικογένειας του γαμπρού ήταν ανάλογες με εκείνες της προίκας. Όσα δηλαδή περισσότερα έδινε ο μπαμπάς της νύφης, άλλα τόσα έδινε και ο μπαμπάς του γαμπρού, για να μη φανεί κατώτερος. Στις πόλεις τις παραχωρήσεις αυτές από μέρους της οικογένειας του γαμπρού αποκαλούσαν και πατρική ή μητρική ευλογία. Στα χωριά απλώς τις ανέφεραν λεπτομερώς.

O Ο Μάρκος Βλαστός για την κόρη του Εργίνα και ο Κωσταντής Βλαστός για το γιο του Γιάννη, συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε  στις  3.500 υ. Τα 1.500 υ. θα δίδονταν σε ασήμι και μετρητά και τα άλλα σε ρούχα. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 350 υ. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέ-θηκε στο γιο του ένα σπίτι και κάποια έπιπλα ή σκεύη (ένα αρμάρι, ένα κοφίνι και 1/3 από τα πιθάρια του), όπως και χωράφι και αμπέλι και ένα ζευγάρι βόδια[558].

O Ο Νικολής Βλαστός για την κόρη του και ο Λέο Βλαστός για τον γιο του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 2.500 υ. 500 υ. θα δίδονταν σε ασήμι και μετρητά και οι 2.000 υ. σε ρούχα. Τα 200 υ. θα ήταν τα δώρα γαμπρού. Ο Λέο υπόσχεται στο γιο του τα μισά από τα σπίτια και τα έπιπλά του και όταν πεθάνει αυτός και η γυναίκα του, όλα τα υπόλοιπα[559].

O Ο παπά Γιώργης Σορδίλης για την κόρη του και ο Μάρκος Σκορδίλης για τον γιο του αποφάσισαν γάμο, με προίκα 2.000 υ. και δώρα του γαμπρού 200 υ… Ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν σπίτι, χωράφι και αμπέλι. Επίσης, χωράφια με ελιές σε άλλα χωριά και άλλα δέντρα από 4 υ. το ένα, ένα ζευγάρι βόδια, μια γελάδα ένα βόδι, πρόβατα, γαϊδούρι, πιθάρια, πάγκο, σεντούκι και ντουλάπι[560].

O Ο Τζανάκης Βαρούχας για την κόρη του Εργίνα και ο Νικολός Παπα-γιανόπουλος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφο-μοίρια ορίστηκαν στις 2.500 υ. Τα 400 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Παρούσα ήταν και η μάνα του γαμπρού που του υποσχέθηκε τη μισή προίκα της και την ευχή της[561].

Μερικές φορές οι γονείς του γαμπρού, προκειμένου να του κάνουν γαμή-λιες παροχές, τον υποχρέωναν να δεχθεί κάποιους όχι και τόσο συμφέροντες όρους.

O Η χήρα Μαρκεζίνα Αγιοστεφανιτοπούλα για την κόρη της Μαριέτα και ο Μανολάς Βαρούχας για τον γιο του Μιχελή αποφάσισαν γάμο. Η Μαρκε-ζίνα ως  κομισάριος και του μακαρίτη άντρα της  υποσχέθηκε στην κόρη της  ως προίκα τη μισή περιουσία της για τώρα και την άλλη μισή μετά το θάνατό της. Τα δώρα του γαμπρού συμφώνησαν να είναι 500 υ. Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τα μισά από όσα είχε. Σε αντάλλαγμα, ο Μιχελής αναλάμβανε την υποχρέωση να τον βοηθήσει στην εξόφληση της προίκας της αδερφής του[562].

O Ο Νικολής Βενέρης για την αδερφή του Κωνσταντίνα και ο Μανόλης Λεντίτζης για τον γιο του Νικόλα συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφομοίρια ορίστηκαν στα 500 υ. Αυτά θα δίδονταν σε ρούχα. Τα 100 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Ο Μανόλης υποσχέθηκε στον γιο του το 1/3 και την εκμετάλλευση της περιουσίας του, μέχρι να ενηλικιωθούν και να παντρευτούν τα δύο αδέρφια του. Αν αυτά δεν τον υπάκουαν, θα έχαναν το μερίδιό τους. Την ίδια μέρα έγινε και η παράδοση της προίκας, που εκτιμήθηκε σε 451 υ.[563]

O Η χήρα παπαδιά Λαγγουβαρδοπούλα για την κόρη της Καλλίτσα και ο καλόγερος Μακάριος Βαρούχας για τον γιο του Γαλιάτζο αποφάσισαν γάμο. Η προίκα συμφώνησαν να είναι 1.200 υ., και τα δώρα του γαμπρού 200 υ. Ο καλόγερος παραχώρησε τη μισή του περιουσία στον γιο του, με τον όρο να προσφέρει κάθε χρόνο στη μάνα του: 3 μ. στάρι, 3 κριθάρι, 1 όσπρια, 10 μούστο, 15 λίτρες λινάρι και στη βεντέμα 2 μ. ελιές[564]. 

O Ο Κωνσταντής Τζαγγαρόπουλος για την κόρη του Μαρία και ο Αντρέας Βαρούχας για το γιο του Τζανή συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα  αδερφομοίρια ορίστηκαν στα 1.500 υ. Ο Τζαγγαρόπουλος θα έδινε στον γαμπρό την ώρα του γάμου όσα είχε για να εκτιμηθούν.  Τα υπόλοιπα θα τα έδινε σε δόσεις μέσα σε 5 χρόνια. Τα 200 υ. θα ήταν δώρα γαμπρού. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν ένα σπίτι και το 1/6 του συνόλου της περιουσίας του, με την υποχρέωση να πληρώσει το 1/6 για την προίκα της αδερφής του Καλής[565].

O Ο παπάς Γιώργης Λαγγουβάρδος για την κόρη του Φαντίνα και η χήρα παπαδιά Φαουρασοπούλα για τον διάκο γιο της Ιωάννη συμφώνησαν γάμο. Η παπαδιά υποσχέθηκε στον γιο της τη μισή περιουσία του πατέρα του, τη μισή από την προίκα της και ένα χωράφι, με τους εξής όρους: θα έδινε τα μισά για την προίκα της  αδερφής του και θα παραχωρούσε στην ίδια (τη μάννα του) κάθε χρόνο 2 μ. στάρι, 2 λάδι, 4 ελιές και 8 μού-στο[566].

O Ο Γιώργης Ρουσότης για την κόρη του Καλή και ο Μανόλης Τρουλινός για τον γιο του Κωνσταντή συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφο-μοίρια ορίστηκαν 2.000 υ. και τα δώρα του γαμπρού 700 υ. Ο Μανόλης υποσχέθηκε στον γιο του τη μισή περιουσία του και όταν πέθαινε, ολό-κληρη. Ήταν όμως ο γιος υποχρεωμένος να τον φροντίζει, όταν γερνού-σε[567].

O Ο Αλέξης Βλαστός για την  αδερφή του Αντριάνα και ο Κωνσταντής Σα-χλίκης για τον γιο του Μάρκο συμφώνησαν γάμο. Η  προίκα ορίστηκε σε 2.000 υ. Τα 250 υ. θα ήταν δώρα του γαμπρού. Ήταν παρούσα και η νύφη, που συμφώνησε και παραιτήθηκε από κάθε αδερφικό δικαίωμα. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του σπίτια, χωράφια, και το 1/3 από την οικοσκευή και τα ζώα που είχε, αν πλήρωνε την πάρτη του στα χρέη που είχαν. Αν δεν πλήρωνε θα έπαιρνε μόνο το ?.[568] (βλ. Πα-ράρτημα, έγγραφο 6).

Γ. Μοναχογιοί.

Σε περίπτωση που ο γαμπρός ήταν μοναχοπαίδι ή έστω μοναχογιός αλλά με τις αδερφές του παντρεμένες, είχε όλες τις προοπτικές να κληρονομήσει πατέρα και μητέρα. Συνήθως οι γονείς παραχωρούσαν σ’ αυτόν, κατά το γάμο του, τη μισή τους περιουσία και κρατούσαν την άλλη μισή, προκει-μένου να έχουν οι ίδιοι τα προς το ζην αναγκαία. Στα προικοσύμφωνα όμως υπόσχονταν ότι μετά το θάνατό τους το σύνολο της περιουσίας τους θα πήγαινε σ’ αυτόν. Σε μερικά μάλιστα δεσμεύονταν ότι στη διαθήκη τους δεν μπορούσαν να διαθέσουν πάνω από ένα μικρό χρηματικό ποσό. Σε άλλα έβαζαν διάφορους όρους, συνήθως κάθε άλλο παρά επωφελείς για το γιο τους. Πολλές από τις περιπτώσεις που αναφέραμε στην προηγούμενη ενό-τητα (γαμπροί με προίκα) εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή. Υπενθυμίζουμε μερικές.

O Η χήρα Ανέζα Βαρουχοπούλα για την κόρη της Ανέζα και ο Γαλιάτζος Βαρούχας για το γιο του Νικολό αποφάσισαν γάμο, με προίκα 3.000 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 500 υ. Η χήρα υποσχέθηκε να τους αφήσει και το σπίτι που έμενε αλλά μετά το θάνατό της. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στο γιο του τη μισή από την περιουσία του[569].

O Ο Γεωργιλάς Πάγκαλος για το γιο του Πιέρο και ο παπά Αντρέας Βαρού-χας για την κόρη του Ελένη αποφάσισαν γάμο με προίκα και αδερφο-μοίρια 6.000 υ. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 1.000 υ. Ο Γεωργιλάς υποσχέθηκε στον γιο του τη μισή περιουσία του και όταν πέθαινε αυτός και η γυναίκα του Ανέζα, την άλλη μισή. Μόνο από 100 υ. θα μπορούσαν να διαθέσουν στη διαθήκη τους[570].

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας για την κόρη του Καλή και ο Τζανάκης Βα-ρούχας για το γιο του Κωνσταντή συμφώνησαν γάμο με  προίκα και αδερφομοίρια 6.000 υ. Ο μπαμπάς του γαμπρού υποσχέθηκε στον γιο του ένα σπίτι και το 1/3 της περιουσίας του. Όταν πέθαινε αυτός και η γυναί-κα του, θα ήταν όλα δικά του[571].

O Ο Νικολής Βλαστός για την κόρη του και ο Λέο Βλαστός για το γιο του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στις 2.500 υ. Τα 500 υ. θα δίδο-νταν σε ασήμι και μετρητά και 2.000 υ. σε ρούχα. Τα  200 υ. θα ήταν τα δώρα γαμπρού. Ο Λέο υποσχέθηκε στο γιο του τα μισά από τα σπίτια και τα έπιπλά του και όταν πέθαινε αυτός και η γυναίκα του, όλα τα υπόλοιπα[572].

O Ο Γιώργης Ρουσότης για την κόρη του Καλή και ο Μανόλης Τρουλινός για το γιο του Κωνσταντή συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφο-μοίρια ορίστηκαν 2.000 υ. και τα δώρα του γαμπρού 700 υ. Ο Μανόλης υποσχέθηκε στον γιο του τη μισή περιουσία του και όταν πέθαινε, ολό-κληρη. Ήταν όμως ο γιος υποχρεωμένος να τον φροντίζει, όταν γερνούσε[573].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: ΝΥΦΕΣ.

 

Α.  Παρούσες στην υπογραφή του συμβολαίου γάμου.

Κατά κανόνα, τον γάμο συμφωνούσαν οι γονείς ή οι αντιπρόσωποι της οικογένειας ερήμην της νύφης. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που η νύφη παραβρισκόταν και έπαιρνε ενεργά μέρος στο κλείσιμο της συμφωνίας. Αυτό συνέβαινε, όταν δεν υπήρχε άντρας στο σπίτι, όταν η νύφη είχε κάποια ηλικία ή όταν δεν είχε εμπιστοσύνη στον αντιπρόσωπό της.

O Στο σπίτι του γαμπρού Κωνσταντή Βλαστού στα Ρούστικα πήγε η μάνα της νύφης, Μαρούλα Βλαστοπούλα, αλλά και η νύφη. Συμφώνησαν γάμο με προίκα 3.000 υ. Η νύφη έμεινε ικανοποιημένη από όσα συμφωνήθη-καν[574].

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος για την αδερφή του Φρατζικίνα και η χήρα Ταντία Βλαστοπούλα για το γιο της Νικόλα συμφώνησαν γάμο. Ο Κωνσταντής υποσχέθηκε στην αδερφή του προίκα όσα με τη διαθήκη της έχει αφήσει ο πατέρας της. Η μάνα του γαμπρού υποσχέθηκε σ’ αυτόν το μερίδιο που του ανήκε. Θα χώριζαν την περιουσία τους σε ίσα μερίδια και θα έπαιρναν ο γαμπρός, τα αδέρφια του και η ίδια από ένα. Το δικό  της θα το κρατούσε όσο ζούσε. Παρόντες ήταν και ο γαμπρός και η νύφη, που δέχτηκαν[575].

O Ο Φραγκιάς Λιμας για την κόρη του Μαριέτα και ο Γιώργης Καλοσυνάς για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η προίκα και αδερφομοίρια ορίστηκαν στα 1.450 υ. και τα δώρα του γαμπρού  στα 300 υ. Επιπλέον υποσχέθηκε ένα αμπέλι, 4 κερασιές, 5 μουριές. Παρούσα ήταν και η νύφη που δέχτη-κε[576].

O Ο Νικολό Βαρούχας για τη νόθα κόρη του Ζαμπέτα και ο Γιάννης Σοφο-λιός για δικό του συμφώνησαν γάμο. Ορίστηκε η προίκα 2.500 υ. και τα δώρα του γαμπρού 800 υ. Παρούσα ήταν και η νύφη, που δέχτηκε τα παραπάνω[577].

Στις παραπάνω περιπτώσεις η νύφη ήταν παρούσα στη διαδικασία της υπογραφής του συμβολαίου γάμου, αλλά την πρωτοβουλία την είχαν άλλοι. Έχουμε όμως και άλλες περιπτώσεις που η νύφη μόνη  της συμφωνούσε το γάμο της. Στο παρακάτω συμβόλαιο, μάλιστα, η νύφη πήγε μόνη της, αν και ζούσε η μάνα της, συμφώνησε την προίκα, και την ίδια μέρα την παρέδωσε στον γαμπρό, που αν και ήταν παρών, ενεργούσε γι’ αυτόν η μητέρα του.

O Η Μαρία Λιτινοπούλα για δικό της και η χήρα Εργίνα Βροντισοπούλα για τον γιο της Νικολό συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στα 1.000 υ. και τα δώρα στα 200 υ. Παρών στην υπογραφή ήταν και ο γαμπρός. Την ίδια μέρα έγινε και η παράδοση της προίκας. Τα προικιά εκτιμήθηκαν σε 740 υ. Από αυτά η μάνα της έδωσε τα 130 υ. Τα πήρε ο γαμπρός και έτσι σε μια μέρα όλα τέλειωσαν[578]. 

Β.  Σε δεύτερο γάμο.

Ο δεύτερος γάμος των γυναικών δεν ήταν πολύ συνηθισμένος στις κλει-στές κοινωνίες των χωριών. Στις περιπτώσεις που συνέβαινε, βλέπουμε τους υποψήφιους γαμπρούς πιο απαιτητικούς και τις  νύφες με μεγαλύτερες υποσχέσεις.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας είχε παντρευτεί παλιότερα τη Νικολόζα Βαρου-χοπούλα χωρίς να υπογράψουν συμβόλαιο γάμου. Τώρα το υπέγραψαν και η γυναίκα του Νικολόζα του υποσχέθηκε προίκα 500 υ. μαζί με τα δώρα του πρώτου της άντρα. Ακόμα του υποσχέθηκε τα αδερφομοίρια της και ό, τι άλλο περιμένει από τη μάνα της και τον πατέρα της[579].

Όταν εξαιτίας θανάτου του συζύγου ή διαζυγίου η χήρα ή η διαζευγμένη έπαιρνε πίσω την προίκα της, την έφερνε στο σπίτι του πατέρα της. Αν κά-ποτε ξαναπαντρευόταν, την έπαιρνε, όπως και την πρώτη φορά.

O Η Εργίνα, κόρη του Μάρκου Κουτρουβάρη, είχε παντρευτεί σε κοντινό χωριό. Πέθανε ο άντρας της και, αφού πήρε πίσω την προίκα της, την επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα της. Τώρα που αποφάσισε να παντρευτεί ξανά, πήρα την ίδια προίκα από τον πατέρα της[580].

Η χήρα, που επέστρεφε μετά το θάνατο του άντρα της στο πατρικό της σπίτι, άφηνε την πρωτοβουλία και του νέου γάμου της  στους γονείς της.

O Η Μαρία Δριμοπούλα για την κόρη της Σταμάτα, που είχε χηρέψει, και ο Νικολό Λίμας συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε στην κόρη της ως προίκα τα ίδια με αυτά που της είχε υποσχεθεί με το πρώτο της συμβόλαιο γάμου, δηλαδή 500 υ. και ένα αμπέλι 2 εργατών. Τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ.[581]

Γ. Σχέσεις με ακίνητα.

Τις περισσότερες φορές οι γονείς, που είχαν και αγόρια, προίκιζαν τις κόρες τους, χωρίς να παραχωρούν σ’ αυτές κτηματικές περιουσίες. Αν αναγκάζονταν να δώσουν και ακίνητα, γιατί τα ρούχα και τα κοσμήματα δεν κάλυπταν τις προικώες απαιτήσεις του γαμπρού, συνήθως έβαζαν όρους εξαγοράς τους. Μπορούσαν δηλαδή τα αγόρια της οικογένειας, μόλις από-κτούσαν την οικονομική δυνατότητα, να τα πάρουν ξανά.

O Ο Μανόλης Βλαστός και η μάνα του πάντρεψαν την αδερφή και κόρη τους, με προίκα το αδερφομοίρι της. Στο συμβόλαιο γάμου είχαν βάλει και τον όρο: να μπορεί να αγοράσει τα προικώα ακίνητα ο αδερφός της, όταν θα έχει τη δυνατότητα. Τώρα την απέκτησε και τα αγόρασε[582].

Όταν η χήρα δεν έβρισκε τα αντικείμενα της προίκας της, μπορούσε να απαιτήσει ίσης αξίας κτήματα από την περιουσία του μακαρίτη. Τα ακίνητα αυτά είχαν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν απρόσκοπτα συγγενείς του άντρα της, όταν επιθυμούσαν, γιατί ανήκαν στην οικογένεια.

O Η χήρα Λένα Βαρουχοπούλα, πήρε για λογαριασμό της προίκας της  κάποια ακίνητα που ήταν του άντρα της και τα εκτίμησε εκτιμητής της Διοίκησης, με την έγκριση των αδελφών του μακαρίτη. Εκτιμήθηκαν σε 352 υ.[583] Την ίδια μέρα τα αδέρφια του μακαρίτη αγόρασαν μερικά από αυτά με 217 υ.[584]

Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς που αναγκάζονταν να παραχωρούν κάποια ακίνητα, προκειμένου να καλύψουν το ύψος της προίκας όριζαν και το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο οι ίδιοι ή οι κληρονόμοι τους θα μπο-ρούσαν να τα εξαγοράσουν.

O Ο Τζώρτζης Βεργίτσης για την κόρη του Καλλίτσα και ο Αντρέας Γονά-λες για τον ίδιο αποφάσισαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε  στις 10.000 υ. Οι 5.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι άλλες σε ακίνητα. Την εκτίμηση ρούχων θα έκαναν την ώρα του γάμου. Σε περίπτωση που η εκτίμηση δεν κάλυπτε τα υπεσχημένα, ο Τζώρτζης θα παραχωρούσε στον γαμπρό κάποια ακίνητα ίσης αξίας. Αυτά θα μπορούσε να τα κρατά και να τα εκμεταλλεύεται. Είχε όμως ο Τζώρτζης και οι κληρονόμοι του τη δυνατό-τητα μέσα σε 10 χρόνια να τα εξαγοράσουν καταβάλλοντας το ίδιο τίμημα[585].

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η: ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ.

 

Στα χωριά, όπως και στις πόλεις, αντιπρόσωποι της νύφης και του γαμπρού στην υπογραφή του συμβολαίου γάμου τους, ήταν, κατά κανόνα, οι πατεράδες τους. Σε περίπτωση που ο πατέρας  κάποιου είχε πεθάνει, χωρίς στη διαθήκη του να ορίσει επίτροπο, αναλάμβαναν την ευθύνη της αντιπρο-σώπευσης, κατά σειρά, μητέρα, αδέρφια και στενοί συγγενείς. Ήταν όμως υποχρεωμένος ο όποιος αντιπρόσωπος να έχει τη σχετική εξουσιοδότηση. Αν κάποιος ενεργούσε χωρίς εξουσιοδότηση, ακυρωνόταν κάθε δικαιοπρα-ξία που υπέγραφε. Μερικές φορές, αν και ζούσε ο άμεσα ενδιαφερόμενος, έστελνε αντιπρόσωπο στην υπογραφή της δικαιοπραξίας για διάφορους λόγους. Ο πιο σημαντικός ήταν η αδυναμία μετακίνησής του. 

O Ο καλόγερος Μακάριος Βαρούχας είχε κάνει παλιότερα προικοσύμφωνο για την εγγονή του Εργίνα, προκειμένου να παντρευτεί τον Νικολό, αλλά δεν είχε εξουσιοδότηση και ακυρώθηκε. Η Εργίνα, που ήθελε τον Νικολό για άντρα της, υποσχέθηκε σ’ αυτόν ως προίκα όσα είχε και περίμενε. Από αυτά τα 200 υ.  θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[586].

O Ο Νικόλας Τρουλινός από το χωριό Φουρφουρά, που είχε οριστεί από τον μακαρίτη πατέρα του επίτροπος μαζί με τη μητέρα του Αντριάνα και τον δάσκαλο Γεώργιο Βαρούχα, αντιπροσώπευσε από κοινού με τους δύο άλλους την αδερφή του Λένα στο συμβόλαιο γάμου της. Από το άλλο μέρος, τον γαμπρό Νικολό Καβαδάτο αντιπροσώπευσε ο αδερφός του Μιχαήλ[587].

Όταν οι μελλόνυμφοι ήταν μεγάλοι σε ηλικία, συνήθως δεν χρησιμο-ποιούσαν αντιπροσώπους.

O Η Εργίνα Βαρουχοπούλα για δικό της και ο Μανόλης Πλατινολέος από τους Βόρους επίσης για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η Εργίνα δέχτηκε να τον παντρευτεί και του υποσχέθηκε ως  δώρα 500 υ. και ως προίκα άλλα 500 υ.. Ο Μανόλης, μπροστά στον νοτάριο, τον παπά Μιχελή Βαρούχα και τους μάρτυρες, της έδωσε δακτυλίδι «διά να την έχει γυναίκα του ευλογητική». Όλες οι διαδικασίες έγιναν στο σπίτι του πατέρα της, που πρέπει να ήταν πολύ γέρος ή πολύ άρρωστος[588].

Στις περισσότερες περιπτώσεις  ο γαμπρός ενεργούσε για δικό του και η νύφη μέσω αντιπροσώπων.

O Η Μαρία Καναβοπούλα για την κόρη της Τζορτζίνα και ο Ιωάννης Αποστόλης για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η Μαρία υποσχέθηκε για προίκα 1.000 υ. Θα τα έδινε με όσα είχε αφήσει στην Τζορτζίνα ο μακα-ρίτης πατέρας της με τη διαθήκη του και αν δεν κάλυπταν το ποσό, θα το συμπλήρωνε η ίδια[589]. 

Σε άλλες περιπτώσεις γινόταν το αντίθετο, δηλαδή η ίδια νύφη ενεργούσε για δικό της και ο γαμπρός μέσω αντιπροσώπων.

O Η Μαρία Λιτινοπούλα για δικό της και η χήρα Εργίνα Βροντισοπούλα  για το γιο της Νικολό αποφάσισαν γάμο. Η  προίκα ορίστηκε στα 1.000 υ. και τα δώρα του γαμπρού στα 200 υ. Η καταβολή της προίκας και των δώρων θα γινόταν με τον τρόπο που αναφερόταν στο πρώτο της προικο-χάρτι. Η Εργίνα υποσχέθηκε στον γιο της τη μισή περιουσία της και όταν πέθαινε, και την υπόλοιπη, εκτός από ένα σπίτι που θα είχε στην εξουσία της. Ο Νικολός ήταν παρών και δέχτηκε[590].

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η: ΜΑΡΤΥΡΕΣ.

 

Κάτω από κάθε συμβόλαιο, προκειμένου να είναι έγκυρο, υπέγραφαν οι μάρτυρες. Τα άτομα που υπέγραφαν ως μάρτυρες πιθανότατα επιλέγονταν από τους συμβαλλόμενους και ήταν της εμπιστοσύνης τους. Στις περισσό-τερες δικαιοπραξίες καλούσαν δύο. Εξαίρεση αποτελούσαν οι διαθήκες, στις οποίες συνήθως υπέγραφαν επτά. Για αυτές όμως θα μιλήσουμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Εκτός από τις διαθήκες υπήρχαν και μερικές πράξεις, που, που θέλοντας ίσως να τονίσουν τη σημαντικότητά τους ή να προσδώ-σουν στην ασημαντότητά τους κάποια πρόσθετη βαρύτητα, υπέγραφαν, αντί για δύο, τρεις μάρτυρες.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας για την κόρη του και ο Νικολός Νταβερόνας, νόθος, συμφώνησαν γάμο. Η  προίκα ορίστηκε στις 2.000 υ, από τα οποία τα 200 θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Θα δίνονταν τα 1.400 υ. με ρουχι-σμό και τα 600 υ. με μετρητά[591].

Οι τρεις μάρτυρες που υπέγραφαν στη συγκεκριμένη δικαιοπραξία πρόσφεραν μεγαλύτερο κύρος στην πράξη.

O Η χήρα Εργίνα Τζαγγαροπούλα στο προικοχάρτι της κόρης της, με το οποίο της έδινε προίκα 1.000 υ., με ένα βόδι, ρούχα και τα υπόλοιπα με ετήσιες δόσεις των υ. έβαλε να υπογράψουν τρεις μάρτυρες[592].

Στις πόλεις οι νοτάριοι σημείωναν ότι οι μάρτυρες προσέρχονταν μετά από παράκληση, γι’ αυτό και τους αποκαλούσαν «παρακαλετούς». Ο Βλα-στός ακολούθησε το παράδειγμά τους και οι συνήθεις φράσεις του πριν από τα ονόματα των μαρτύρων είναι: «επαρακαλέσασι μαρτίρους»[593] ή «μαρτίρι παρακαλετί»[594]. Αντίθετα, ο Βαρούχας, αν και στον αριθμό τους ακολουθεί τον ίδιο κανόνα, στους χαρακτηρισμούς διαφοροποιείται. Στο τέλος των επτά πρώτων συμβολαίων του πρωτοκόλλου του έγραφε απλώς τη λέξη «Μάρτυρες», ακολούθως τα ονόματα τους και έκλεινε την πράξη με τη φράση: «Εγώ, Μανόλης Βαρούχας, νοτάριος υπό εξουσίας βασιλικής, παρα-κληθείς υπέγραψα»[595]. Με άλλα λόγια, άφηνε να εννοηθεί ότι οι συμβαλ-λόμενοι παρακαλούσαν αυτόν και όχι τους μάρτυρες. Στη συνέχεια, άρχισε να αποκαλεί τους μάρτυρες «παρακαλετούς», αφαιρώντας τη λέξη από το δικό του όνομα και μετέτρεψε το «υπέγραψα» σε «έγραψα»[596]. Έκτοτε, για ένα διάστημα, ενάλλασσε τις δύο αυτές μορφές. Στο τέλος κατέληξε να σημειώνει μόνο τα ονόματα των μαρτύρων και έπαψε να γράφει το δικό του όνομα. «Μάρτυραις κυρ Θωμάς Βαρούχας Καλογερόπουλος και κυρ Νικολός Νταβερώνας, νόθος του ποταί μισέρ Μάρκο»[597]. Πρέπει να σημειω-θεί ότι στα χωριά, κατά κανόνα, οι μάρτυρες ήταν αγράμματοι και υπέγραφε για λογαριασμό τους συνήθως ο νοτάριος ή κάποιος άλλος της απολύτου εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων. Στις πόλεις υπήρχαν πολλοί που γνώ-ριζαν γραφή και έτσι, αυτοί τουλάχιστον, υπέγραφαν μόνοι τους.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η: ΕΚΤΙΜΗΤΕΣ.

 

Σημαντικός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτιζαν μέσα στις κλειστές κοινω-νίες των χωριών οι εκτιμητές και οι διαιτητές. Το ρόλο αυτό αναλάμβαναν άτομα που ενέπνεαν εμπιστοσύνη στους άλλους, εξαιτίας του αυξημένου κύρους τους, της οικονομικής τους κατάστασης ή του ηθικού και ακέραιου χαρακτήρα τους. Οι εκτιμητές χρησιμοποιούνταν όχι μόνο για να εκτιμήσουν τα προικιά της νύφης, αλλά και για να εκτιμούν τα ακίνητα ή και κινητά σε κάθε αγοροπωλησία που γινόταν. Να μιλήσουμε για αμοιβή δεν μπορούμε. Το πιο πιθανό ήταν ότι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς. Εξάλ-λου μέσα στα χωριά, λίγο - πολύ, όλοι είχαν και κάποια συγγένεια μεταξύ τους. Υπήρχαν και επίσημοι εκτιμητές ακινήτων, που αυτοί προφανώς θα απαιτούσαν κάποια αμοιβή. Για το λόγο αυτό, ίσως, ελάχιστα τους χρησιμο-ποιούσαν. Στην περίπτωση της εκτίμησης της προίκας, μερικές φορές εμπι-στεύονταν τον παπά, τον νοτάριο ή κάποιο συγγενή. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που για να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις, εξέλεγε κάθε πλευρά τον εκτιμητή της αρεσκείας της. Τις περισσότερες φορές συμφωνούσαν η εκτίμηση να γι-νόταν κατά τον βενετικό τρόπο (more veneto), δηλαδή να ήταν αμετάκλητη.

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος και ο γαμπρός του Γεωργιλάς Βαρούχα όρισαν έναν παπά και τον νοτάριο ως εκτιμητές για την προίκα που υποσχέθηκε ο πρώτος στην αδερφή του και γυναίκα του δεύτερου. Η εκτίμηση έφτασε  τα  800 υ.[598]

O Ο Γεωργιλάς Παπαγιαννόπουλος για την κόρη του Μαρούσα και ο δάσκαλος Γιώργης Κακάβελας συμφώνησαν γάμο. Η  προίκα ορίστηκε στα 2.000 υ.  από τα οποία τα 500 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού. Θα δίδονταν τα 1.500 υ. σε ρούχα και τα 500 υ. σε ασήμι και μετρητά[599]. Την ίδια μέρα όρισαν εκτιμητές τον φεουδάρχη Θεόφιλο Βαρούχα και ένα παπά, οι οποίοι εκτίμησαν τα ρούχα, το ασήμι και ένα βόδι 1. 853 υ. Αυτά παρέλαβε ο δάσκαλος. Τα υπόλοιπα θα έπαιρνε σε ένα χρόνο[600].

O Ο παπά Γιώργης Σκορδίλης παρέδωσε την προίκα της κόρης του Εργίνας στον γαμπρό του. Έβαλαν εκτιμητές δυο παπάδες, που την εκτίμησαν  1.278 υ.[601]

O Ο παπά Γιώργης Λαγγουβάρδος θέλησε να παραδώσει στον γαμπρό του δάσκαλο Ιωάννη Λίτινο την προίκα της κόρης του Φαντίνας. Όρισαν εκτιμητές τον τοπικό φεουδάρχη και τον νοτάριο. Η εκτίμηση θα γινόταν «more veneto». Τελικά, εκτίμησαν ρούχα… και ένα αμπέλι σε 1.900 υ.[602]

O Ο παπά Αντρέας Βαρούχας θέλησε να παραδώσει στο γαμπρό του Πιέρο Πάγκαλο την προίκα που υποσχέθηκε στην κόρη του Λένα. Έβαλαν εκτιμητές δύο κληρικούς, και συμφώνησαν η εκτίμηση να γίνει «more veneto». Τα έβγαλαν 4.130 υ. Μια ασημένια κούπα, 12 πιρούνια, ένα μαργαριτάρι λαιμού  και ένας χρυσός αρραβώνας είχαν εκτιμηθεί από το χρυσοχόο Λενταρίτη σε 630 υ.[603]

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η: ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ.

 

Οι στενοί συγγενείς  σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν έβλεπαν ότι η προίκα της νύφης δεν ήταν μόνο πενιχρή αλλά και χωρίς ποικιλία, έσπευδαν να την ενισχύσουν, όπως μπορούσαν. Οι βοσκοί, για παράδειγμα, αδυνατούσαν να προσφέρουν στις κόρες τους τίποτα άλλο εκτός από ζώα, αλλά προίκα μόνο με ζώα δεν ακουγόταν καλά στις κλειστές κοινωνίες. Κάποια ρούχα και κάποια χωράφια ήταν απολύτως απαραίτητα για ένα νοικοκυριό. Οι συγγε-νείς, ιδίως όταν ήταν καλόγεροι, είχαν πρόσθετο λόγο να ενισχύουν τις προίκες. Το έργο τους ήταν και ανθρώπινο και θεάρεστο.

O Ο Μιχάλης Σιδεροραύδης για την κόρη του Καλή και ο Μανόλης Καλο-συνάς για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα ορίστηκε στα 800 υ. Θα τα έδινε με 14 μεγάλα και 6 μικρά πρόβατα την ώρα του γάμου. Ήταν παρών και ο θείος της νύφης καλόγερος Μακάριος, που υποσχέθηκε να της δώσει ένα μικρό αμπέλι και κάποιες ελιές και να συμπληρώσει την προίκα με ρούχα[604].

Μερικοί συγγενείς, ιδίως θείοι, άφηναν σε ανιψιές τους δωρεές, για να περιληφθούν στην προίκα τους. 

O Ο Τζώρτζης Βεργίτσης υποσχέθηκε στον γαμπρό του Αντρέα Γονάλε προίκα 10.000 υ. Οι 5.000 υ. θα δίδονταν σε ρούχα και οι άλλες σε ακίνητα. Στις 10.000 υ. περιλαμβανόταν  και δωρεά που είχε κάνει  στη νύφη ο θείος της[605].

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: ΦΕΟΥΔΑΡΧΕΣ.

 

Μερικές φορές οι ευγενείς που κατοικούσαν στις αγροτικές περιοχές ή οι τοπικοί φεουδάρχες καλούνταν, ως πρόσωπα κοινής εκτίμησης και κύρους, από τους υποστατικούς τους να παίξουν το ρόλο του εκτιμητή των προικιών.

O Ο Τζανής Παπαγιαννόπουλος για κόρη Ανέζα και ο Μενεγής Βλάχος από Βόρους για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η προίκα συμφωνήθηκε στα 1.200 υ. Τα 1.000 υ. σε ρούχα και τα άλλα σε ασήμι και μετρητά. Τα 250 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[606]. Την εκτίμηση  ρούχων έκανε αμέσως ο φεουδάρχης Θωμάς Βαρούχας. Τα έβγαλε 380 υ.[607]

O Η Εργίνα Λαγγουβαρδοπούλα και ο συμπέθερός της παπά Γιώργης Κακάβελας όρισαν εκτιμητές της προίκας που συμφώνησαν έναν παπά και τον φεουδάρχη. Η εκτίμηση θα γινόταν «more veneto»[608].

O  Ο παπά Γιώργης Λαγγουβάρδος θέλησε να παραδώσει στον γαμπρό του δάσκαλο Ιωάννη Λίτινο την προίκα της κόρης του Φαντίνας. Όρισαν εκτιμητές τον τοπικό φεουδάρχη και τον νοτάριο. Η εκτίμηση θα γινόταν «more veneto»[609].

O Ο Φραγγιάς Γιαληνάς ως κομισάριος του μακαρίτη Μάρκου Παπαγιανό-πουλου έδωσε στον γαμπρό του σαν πανωπροίκια της γυναίκας του Εργίνας ντουλάπι, πιθάρια, τσεκούρι, σούβλες. Τα εκτίμησε ο ευγενής Τζανής Πικατόρος και ο  νοτάριος, που τα έβγαλαν συνολικά 414 υ.[610]

O Η Ανέζα Ξενικοπούλα θέλησε να παραδώσει την προίκα στη νόθα κόρη του άντρα της. Θα την παραλάμβανε ο άντρας της Ιωάννης Καλοσυνάς.  Την εκτίμησή της ανέλαβαν η Αντωνία, χήρα ευγενή Τζώρτζη Κατερή και ο Μανόλης Βαρούχας[611].

Μερικές φορές οι ίδιοι οι φεουδάρχες εγγυούνταν ή πιστοποιούσαν την ταυτότητα κάποιου κατοίκου της περιοχής τους, που ο νοτάριος δεν ήξερε.

O Ο Λορέτζος Μπαρότσης νόθος του Τζορτζέτου για δικό του και ο Σταμά-της Τζούκος  για τη Μαρία, που επειδή δεν την ήξερα, μου εγγυήθηκε ο  ευγενής Φραγκίσκος Βαρούχας, αποφάσισαν γάμο[612]. 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 11η: ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.

 

Α. Σχέσεις συζύγων.

Στα χωριά οι σύζυγοι ήταν, κατά κανόνα, περισσότερο δεμένοι, καθώς τους ένωναν οι καθημερινές δυσκολίες για επιβίωση και η ανατροφή των παιδιών τους. Ο ένας φρόντιζε τον άλλο σε κάθε περίπτωση για τα εν ζωή ή τα μεταθανάτια. Υπήρχε σχέση σιωπηλής στοργής ανάμεσά τους.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας υποσχέθηκε στον παπά Θωμά Βαρούχα 100 υ. σε δύο δόσεις, προκειμένου να εξομολογήσει τη γυναίκα του Νικολόζα, να τη μεταλάβει και αν πεθάνει να τη θάψει και να της κάνει τα μνημό-συνα[613].

Γυναίκες έφταναν σε σημείο να πουλήσουν την προικώα περιουσία τους, προκειμένου να βοηθήσουν τον σύζυγό τους σε κάποια δύσκολη στιγμή.

O Ο Μανόλης Κλωστογένης από το χωριό Αμπελάκι βρισκόταν στη φυλα-κή για χρέη. Η γυναίκα του Αννέτα, προκειμένου να τον αποφυλακίσει, πούλησε προικώα περιουσία της[614].

Άλλες γυναίκες συμφωνούσαν να δώσουν την προίκα τους για προίκα στις κόρες τους, προκειμένου να τις αποκαταστήσουν. Αυτό συνέβαινε όταν ο πατέρας αδυνατούσε να προσφέρει πολλά και οι γαμπροί ήταν απαιτητικοί.

O Ο Γιώργης Καβαδάτος για τη κόρη του Ανίτζα και ο Ιωάννης Κισότης για το γιο του Φανούριο αποφάσισαν γάμο. Συμφώνησαν ως προίκα και αδερφομοίρι της νύφης τα μισά από τα προικιά της μάνας της, δηλαδή 450 υ. Αν δεν έφταναν το ποσό αυτό, θα το συμπλήρωνε ο πατέρας της[615].

 

Β. Σχέσεις πατριού/μητριάς και προγονού.

Το να πάρει κάποιος χήρα γυναίκα και μάλιστα με παιδί δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο, ειδικά στην ύπαιθρο. Όταν αυτό συνέβαινε, ήταν πιθανό να αναπτύσσονταν σχέσεις στοργής ανάμεσα στον πατριό  και τον προγονό.

O Η Μαρία Αγιοστεφανοπούλα πήρε δεύτερο άντρα τον Μιχελή Λαγγου-βάρδο. Μετά από λίγο αυτή πέθανε. Ο γιος της Γαβρίλης Παπαγιαννό-πουλος, επειδή είχε ευεργετηθεί πολλαπλά από τον πατριό του (τον ανέθρεψε σαν πατέρας), του άφησε όλη σχεδόν την προίκα της μάνας του [616].

Πιο συνηθισμένο ήταν να παντρευόταν ξανά ένας άντρας, όταν είχε την ατυχία να χάσει την σύζυγό του και να μείνει μόνος με παιδιά. Οι ίδιες σχέσεις στοργής ή έστω αλληλοκατανόησης που αναφέραμε πριν, μπορού-σαν να αναπτυχθούν και ανάμεσα στη μητριά και τους προγονούς της. Αυτό σήμαινε ότι τις όποιες διαφορές τους έλυναν φιλικά και συγκαταβατικά.

O Πέθανε ο Γεωργιλάς Παπαγιανόπουλος και η χήρα του θέλησε να πάρει πίσω την προίκα της που ήταν 1.400 υ. Ο προγονός της Τζανής της παραχώρησε ένα αμπέλι, που οι ίδιοι εκτίμησαν 1.200 υ. Επειδή τα δώρα του γαμπρού ήταν 200 υ., συμφώνησαν ότι επήλθε πλήρης εξόφληση[617].

Γ. Σχέσεις αδελφών.

Τα μεγαλύτερα εσωτερικά προβλήματα στις οικογένειες της υπαίθρου παρουσιάζονταν στην περίπτωση θανάτου του πατέρα. Ανεξάρτητα αν είχε ή δεν είχε αφήσει διαθήκη, κάποια από τα μέλη της οικογένειας θα ήταν περισσότερο ή λιγότερο δυσαρεστημένα. Οι διαφορές τους συχνά λύνονταν φιλικά, αλλά δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις που κατέφευγαν σε διαιτητικούς δικαστές ή σε δικαστήρια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μετέθεταν το πρό-βλημα στο μέλλον, αφήνοντας αμοίραστη την διαφιλονικούμενη περιουσία. Κάποια στιγμή όμως θα την μοίραζαν και έτσι θα άρχιζαν και πάλι οι αντιπαραθέσεις.

O Ο Μιχελής Βαρούχας και τα 3 αδέρφια του είχαν αμοίραστη την κινητή και ακίνητη περιουσία τους. Τώρα θέλησαν να τη χωρίσουν για να μην υπάρξουν έριδες στο μέλλον. Έβαλαν δύο κριτάδες και εκτιμητές, για να την εκτιμήσουν, σύμφωνα με τη βενετική συνήθεια, δηλαδή αμετάκλη-τα[618].

Όταν οι γονείς είχαν πεθάνει, αναλάμβαναν την προικοδότηση των κορι-τσιών της οικογένειας τα αγόρια. Όπως έχουμε αναφέρει, μέσα στην προίκα που πρόσφεραν περιλαμβάνονταν και τα αδερφομοίρια που δικαιούνταν και τα κορίτσια.

O Ο παπάς Κωνσταντής Λίτινος για την αδερφή του Μαθία και ο Αλέξης Λαγκουβάρδος για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η προίκα και τα αδερφο-μοίρια ορίστηκαν στα 1.100 υ., ενώ τα δώρα του γαμπρού θα ήταν 100 υ. Θα δίδονταν τα 900 υ. σε ρούχα και τα 200 υ. σε μετρητά[619]. Την ίδια μέρα έγινε η εκτίμηση, που έκαναν δυο παπάδες. Τα έβγαλαν συνολικά 900 υ.[620]

Σε μερικές περιπτώσεις τα αδέρφια μιας οικογένειας μπορούσαν στα συμβόλαια γάμου να μην αντιπροσώπευαν μόνο κάποια αδερφή τους αλλά και κάποιο αδερφό τους. Στη δεύτερη περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αδερφός θα πρέπει να ήταν ο μεγάλος της οικογένειας, ο αρχηγός, μετά το θάνατο του πατέρα τους.

O Ο Θωμάς Βαρούχας για την αδερφή του Νικολόζα, και ο Αντώνης Κακά-βελας για τον αδερφό του Γιώργη συμφώνησαν γάμο, με προίκα και αδερφομοίρια 1.400 υ. Αυτά θα δίδονταν με ελιές και ρουχισμό. Τα 300 υ. θα ήταν τα δώρα του γαμπρού[621].

Όταν πάντρευαν τα κορίτσια χωρίς γίνει προικοχάρτι, μπορούσαν αυτά  οποιαδήποτε στιγμή της ζωής τους να απαιτήσουν από τους γονείς ή τα αδέρφια τους το νόμιμο αδερφομοίρι τους. Ακόμα και αν χήρευαν, διατηρού-σαν το συγκεκριμένο δικαίωμα.

O Ο Νικολός Παπαγιανόπουλος συμφώνησε με την αδερφή του Καλή, χήρα του Γιώργη Φραγγή, να πάρει το πατρικό και μητρικό αδερφομοίρι της ως προίκα επειδή οι γονείς τους δεν της είχαν κάνει προικοχάρτι. Αυτή δέχτηκε να πάρει ένα σπίτι και να παραιτηθεί από κάθε άλλη διεκδίκη-ση[622].

Όταν κάποιο κορίτσι προτιμούσε αντί για γάμο τη μοναχική ζωή, είχε, σύμφωνα με το νόμο, το δικαίωμα να απαιτήσει από την πατρική περιουσία τα απαραίτητα για τη διατροφή του. Πολλές φορές γονείς και αδέρφια διαφωνούσαν, αλλά τελικά αναγκάζονταν να δεχθούν την απαίτηση.

O Η Ζαμπέτα Βαρουχοπούλα ζούσε μόνη αλλά απαιτούσε να έχει τα απα-ραίτητα για τη διατροφή της από την πατρική της περιουσία. Ο πατέρας και τα αδέρφια της διαφωνούσαν. Μετά από πολλές διχόνοιες και μηνύ-σεις, συμφώνησαν να τη δεχθούν σαν να ήταν καλόγρια και να της δίνουν  κάθε Αύγουστο 18 μ. στάρι, κάθε Σεπτέμβρη 32 μ. κρασί, κάθε Οκτώβρη 6 μ. λάδι, κάθε Ιούνιο 40 λίτρες τυρί και μυζήθρα και τον ίδιο μήνα 100 υ. σε μετρητά. Ο ένας μάλιστα αδερφός της, που ήταν ιερομόναχος, της παραχώρησε το σπίτι που του ανήκε για να μένει όσο θα ζούσε[623].

Όταν πέθαινε η μητέρα πρώτη και ο πατέρας έκανε δεύτερο γάμο, τα παιδιά της μακαρίτισσας, αγόρια και κορίτσια, είχαν το δικαίωμα να απαιτή-σουν από την περιουσία του πατέρα τους  την προίκα της μάνας τους. Τα πράγματα μπερδεύονταν, όταν ο πατέρας τους αποκτούσε παιδιά και από τη δεύτερη γυναίκα του. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι προτεραιότητα στην ακίνητη πατρική περιουσία είχαν τα παιδιά από το δεύτερο γάμο. Συχνά παρουσιάζονταν  δύσλυτα προβλήματα.

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος και η αδερφή του Καλή θέλησαν να πάρουν την προίκα της μακαρίτισσας μάνας τους (Ανέζας) από την περι-ουσία του μακαρίτη του πατέρα τους. Η μητρυιά τους Καλή Καιλαρο-πούλα, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας τους της είχε κληροδοτήσει όλη την περιουσία του, με συμβόλαιο. Τελικά συμφώνησαν να τους επιστρέψει μόνο την προίκα της μάνας τους. Όρισαν εκτιμητές τον νοτάριο και ένα παπά και εκτίμησαν, με τη βενετική συνήθεια, ένα χωράφι και κάποια καταλύματα 292 υ. Αν τα παιδιά της μητρυιάς θελήσουν κάποτε να επανακτήσουν τα ακίνητα, μπορούσαν αφού κατέβαλαν το παραπάνω ποσό. (Η μητρυιά είχε δύο αγόρια και φαίνεται ότι αυτά είχαν το πρώτο δικαίωμα στα πατρικά ακίνητα. Επίσης φαίνεται ότι η προίκα της μακαρί-τισσας ήταν σε ρουχισμό και η μητρυιά δεν είχε και την επέστρεψε με ακίνητα). Την ίδια στιγμή η μητέρα της μακαρίτισσας Ανέζας και γιαγιά τους, τούς έδωσε 133 υ. που ήταν το υπόλοιπο από την προίκα της μάνας τους με πανί, πουκάμισο, μπόλια, περιβολάκι, χωραφάκι, 1 ελιά και ένα αμπελάκι (όλα εκτιμήθηκε σε 60 υ.). Τα προηγούμενα και αυτά μαζί έφτασαν τα 660 υ.[624]

Γενικά, η προίκα της μάνας μετά το θάνατό της, όταν δεν υπήρχε δια-θήκη, μοιραζόταν ανάμεσα στα παιδιά, όπως ακριβώς και η περιουσία του πατέρα.

O Ο Μανόλης Κομιτόπουλος θέλησε να πάρει το μερίδιό του στα προικιά της μακαρίτισσας μάνας του, που ήταν 510 υ… Συμφώνησε με τον αδερ-φό του και μοίρασαν την προίκα, όπως είχαν μοιράσει και την περιουσία του πατέρα τους[625].

Όταν τα αδέρφια ήταν πολλά, η υποχρέωση για συμμετοχή τους στην προίκα της αδερφής τους ήταν αναγκαστική και ισόποση.

O Ο Θωμάς, ο Νικολός και ο Αντρέας Βαρούχες προίκισαν από κοινού την αδερφή τους Μαριέτα με 16 πρόβατα (προς 14 υ. το ένα), μετάξι, μια ματζέτα μαύρη (= 120 υ.), 2 τσεκίνια και 32 υ. Συνολικά 618 υ.[626]

Οι σχέσεις ανάμεσα στις αδερφές συχνά ήταν στενές. Η μία φρόντιζε, μέσα στα πλαίσια του εφικτού, να βοηθήσει την άλλη. Αν η βοήθεια ήταν οικονομική, έπρεπε πάντα να είναι λογικά αιτιολογημένη.

O Ένας πατέρας είχε υποσχεθεί συγκεκριμένη ποσότητα στάρι στην κόρη του, με συμβόλαιο. Από τη συγκεκριμένη ποσότητα είχαν μείνει κάποια υπόλοιπα. Η παντρεμένη κόρη τώρα, δέχτηκε να του τα χαρίσει, προκει-μένου να προικίσει την άλλη του κόρη. Στην πράξη αυτή κατέληξε «για τις πολλές ευεργεσίες που είχε κάνει σ’ αυτήν  πατέρας της»[627].

Δ. Σχέσεις εξαδέλφων.

Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι στην ύπαιθρο φρό-ντιζαν με κάθε τρόπο να διατηρούν συμπαγή το θεσμό της οικογένειας και άρρηκτους τους δεσμούς της συγγένειας. Στη μεγάλη ανάγκη πρώτοι θα έσπευδαν οι συγγενείς να βοηθήσουν, γιατί το έβλεπαν ως επιβεβλημένο καθήκον, και μετά οι υπόλοιποι χωριανοί.

O Η Λένα Βαρουχοπούλα είχε στην ιδιοκτησία της, από προσπάππου, παππού και πατέρα, την εκκλησία του Σωτήρα. Τώρα την παραχωρεί στον πρώτο ξάδερφό της παπά Αντρέα Βαρούχα και τους κληρονόμους του. Μπορούσε να τη λειτουργεί σαν δική του. Αν κάποτε κάποιος εγγο-νός της γινόταν παπάς, μπορούσε να έχει την εκκλησία όσο ζούσε και μετά να πήγαινε στους κληρονόμους του παπά Αντρέα. Στην εκκλησία δεν υπήρχαν βιβλία παρά μόνο εικόνες[628].

Μερικές φορές η αγάπη που έδειχναν τα εξαδέλφια ανάμεσά τους ήταν εικονική, γιατί είχε  συμφεροντολογική αφετηρία.

O Η χήρα Εργίνα δώρισε στον εξάδελφό της παπά Γιώργη Λαγγουβάρδο κάποια καταλύματα, με τον όρο να μνημονεύουν αυτός και τα παιδιά του, αν γίνουν παπάδες, τον άντρα και τα παιδιά της[629].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 12η: ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

 

Σε σπάνιες περιπτώσεις κατά τη διαδικασία της σύνταξης του συμβο-λαίου γάμου παραβρισκόταν και ορθόδοξος ιερέας και ο γαμπρός πρόσφερε δακτυλίδι στη νύφη. Σύμφωνα με νόμο του Λέοντα του Σοφού, οι μελλό-νυμφοι μπορούσαν, αν ήθελαν, να κάνουν το γάμο και τον αρραβώνα την ίδια μέρα. Γενικά, θέλω να πιστεύω ότι ελάχιστες φορές γινόταν αρραβώνας, γιατί, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, το μεσοδιάστημα από τη σύνταξη του συμβολαίου γάμου μέχρι την τέλεση του μυστηρίου στην εκκλησία, όπως έχουμε αναφέρει, ουσιαστικά αποτελούσε την περίοδο της μνηστείας.

O Η Εργίνα Βαρουχοπούλα για δικό της και ο Μανόλης Πλατινολέος επίσης για δικό του αποφάσισαν γάμο. Η Εργίνα δέχτηκε να τον παντρευ-τεί και του υποσχέθηκε ως  δώρα 500 υ. και ως προίκα άλλα 500 υ. Θα του τα έδινε με 2 χρυσά τσεκίνια, 1 γάιδαρο και ρούχα. Αν δεν την παντρευόταν, ήταν υποχρεωμένος να της δώσει όχι μόνο τα 1.000 υ. των δώρων και της προίκας αλλά και άλλα 500 υ. από την περιουσία του. Ο Μανόλης, μπροστά στον νοτάριο, τον παπά Μιχελή Βαρούχα και τους μάρτυρες, της έδωσε δακτυλίδι «διά να την έχει γυναίκα του ευλογη-τική». Όλες οι διαδικασίες έγιναν στο σπίτι του πατέρα της, που πρέπει να ήταν πολύ γέρος ή πολύ άρρωστος[630].

Η ορθόδοξη εκκλησία επίσημα δεν ασχολιόταν με τα προξενιά και τα προικοχάρτια, που, όπως είπαμε, αποτελούσαν και έναρξη της περιόδου της μνηστείας. Η συμμετοχή της κρινόταν απολύτως απαραίτητη μόνο στην τελετή του γάμου. Η σπάνια, έστω, παρουσία κληρικών κατά τη διαδικασία της υπογραφής του συμβολαίου γάμου οφειλόταν κυρίως σε λόγους συγγέ-νειας (των κληρικών) με τους μελλόνυμφους, σε τοπικές συνήθειες ορισμέ-νων χωριών ή ήταν όλως συμπτωματική. Η άποψη ότι το προικοχάρτι με τις ευλογίες των κληρικών αποκτούσε μεγαλύτερη βαρύτητα και επισημότητα δεν επιβεβαιώνεται από τις νοταριακές πράξεις. Οι κληρικοί σε ελάχιστες περιπτώσεις απλώς ευλογούσαν τον τυπικό αρραβώνα, έδιναν δηλαδή την ευλογία του δακτυλιδιού, όπως συνήθιζαν να λένε. Ακόμα σε πιο λίγες περι-πτώσεις η όλη αυτή διαδικασία γινόταν σε εκκλησία.

O Ο ευγενής Τζώρτζης Βεργίτσης για την κόρη του Ελιά και ο Φραγκίσκος Βλαστός για δικό του συμφώνησαν γάμο. Η συνάντηση έγινε σε εκκλη-σία. Ο Τζώρτζης για προίκα και αδερφομοίρι υποσχέθηκε στην κόρη του 3.000 υ… Η νύφη, που ήταν παρούσα, δέχτηκε τα παραπάνω και παραι-τήθηκε από κάθε άλλη διεκδίκηση. Παρούσα ήταν και η μάνα της, που έμεινε ευχαριστημένη. Παρών ήταν και ο παπάς Γεώργιος Γαβαλάς, που έδωσε: την ευλογία του δακτυλιδιού[631].

O Ο ίδιος ευγενής για την κόρη του Καλλίτσα, αυτή φορά, υποσχέθηκε στον γαμπρό προίκα 10.000 υ. Τις 5.000 υ. θα έδινε σε εκτίμηση ρούχων και τις άλλες 5.000 σε ακίνητα. Την εκτίμηση θα έκαναν την ημέρα του γάμου και αν δεν συμπληρωνόταν το παραπάνω ποσό, θα παραχωρούσε στον γαμπρό ακίνητα για εκμετάλλευση μέχρι να τον ξεπληρώσει... Ήταν παρών ο γαμπρός που δέχτηκε και ο ιερομόναχος Χορτάτζης, που της έδωσε την ευλογία του δακτυλιδιού, κατά τα συνήθη[632].

ΕΝΟΤΗΤΑ 13η: ΓΗΡΟΚΟΜΗΣΕΙΣ/ΔΩΡΕΕΣ.

 

Οι ηλικιωμένοι γεωργοί αλλά και μερικές αδύναμες γυναίκες επειδή δεν μπορούσαν να καλλιεργούν τα χωράφια τους και γενικά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της αγροτικής δουλειάς, συνήθιζαν να παραχωρούν την περι-ουσία τους ή μέρος από αυτή σε συγγενείς ή φίλους, με τον όρο να τους εξασφαλίζουν για πάντα τα προς το ζην αναγκαία. Επειδή κάθε παραχώρηση οικογενειακής περιουσίας παραβίαζε τις διατάξεις ή τα καθιερωμένα του οικογενειακού δικαίου, όφειλαν να την αιτιολογούν πλήρως. Έτσι σημεί-ωναν στο σχετικό συμβόλαιο τους λόγους που τους οδήγησαν στη συγκε-κριμένη πρωτοβουλία.

O Η Εργίνα Βλαστοπούλα δώρισε ένα κτήμα στον Μανόλη Βλαστό. Αυτός θα το έσπερνε και θα της έδινε όσο ζούσε  τη μισή παραγωγή. Όταν αυτή θα πέθαινε, το κτήμα έμενε στον ίδιο και τους κληρονόμους του. Αν κάποτε κανείς από τους κληρονόμους της τον ενοχλούσε, μπορούσε να αποζημιωθεί από την υπόλοιπη περιουσία της, την οποία και υποθή-κευε[633].

O Η  χήρα Ατζολέτα Βαρούχα δώρισε από τώρα στον Αγγελούτσο Βαρούχα όλη την προίκα της, με τον όρο να της παραχωρήσει ένα σπίτι να μένει και να της δίνει κάθε Αύγουστο 3 μ. στάρι, 2 κριθάρι, 1 μ. όσπρια, κρασί 5 μ. και 10 λίτρες λινάρι. Ακόμα υποσχέθηκε να του δώσει ρούχα και μετάξι, όταν θα πάντρευε την αδερφή του[634].

Οι γριές χήρες προτιμούσαν να τους γηροκομεί κάποιο από τα παιδιά τους και σ’ αυτό άφηναν την όποια περιουσία τους.

O Η χήρα Πόθα Βλαστοπούλα δώρισε όλη την περιουσία της στο γιο της Γιώργη χωρίς να την αναγκάσει κανείς. Μετά από αυτό θα τη φρόντιζε όσο ζούσε. Στις δυο κόρες της άφηνε από 10 υ. και τίποτα άλλο[635].

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι δωρητές όριζαν επακριβώς το ποσό ή το είδος που ήθελαν τη χρονιά, προκειμένου να καλύπτουν τις βιοποριστικές τους ανάγκες. Στις περιπτώσεις αυτές η δωρεά δεν διέφερε πολύ από τη διαρκή ενοικίαση της περιουσίας έναντι καθορισμένου σταθερού τιμήματος.

O Ο Μάρκος Αρκολέος και η γυναίκα του Σοφία δώρισαν όλη την περι-ουσία τους στον Φραγκιά Βλαστό, με τον όρο να τους δίνει όσο ζούσαν 70 υ. τη χρονιά, για τις ανάγκες τους. Όταν πέθαιναν, όλη η περιουσία τους  θα ήταν  δική του[636] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 8ο).

O Ο  Μανόλης Κλάδος δώρισε ένα αμπέλι σε μοναστήρι, με τον όρο να του δίδουν οι καλόγεροι τη χρονιά το 1/3 του κρασιού. Όταν πέθαινε, το αμπέλι θα έμενε στο μοναστήρι[637].

O Ο Μανόλης Βαρούχας παραχώρησε  ένα αμπέλι στον γιο του, με τον όρο να του δίνει κάθε χρόνο το μισό μούστο. Όταν πέθαινε, θα ήταν αποκλει-στικά δικό του[638].

Ο νοτάριος ήταν υποχρεωμένος να υπενθυμίζει στους δωρητές ότι από τη στιγμή που θα υπέγραφαν τη δωρεά, δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να την ακυρώσουν.

O Η χήρα Εργίνα Αρκολεοπούλα δώρισε στον παπά Γιώργη Καλομενό-πουλο κάποια καταλύματα. Ο νοτάριος της υπενθύμισε ότι η δωρεά ανάμεσα σε ζωντανούς δεν σήκωνε ακύρωση και αυτή απάντησε ότι το ήξερε[639].

Μερικές φορές το αντάλλαγμα που ζητούσαν οι δωρητές από τους αποδέ-κτες της δωρεάς δεν ήταν χρήματα ή τρόφιμα, αλλά υπηρεσίες όσο ζούσαν ή και μετά το θάνατό τους. Η «υπηρεσία» που πρωταγωνιστούσε ήταν αυτή των μνημόσυνων. Μπορεί να ήταν ηθικά υποχρεωμένοι οι συγγενείς ή οι κληρονόμοι τους να τα εκτελούν, όμως κανείς δεν τους είχε απόλυτη εμπι-στοσύνη. Ένα συμβόλαιο δωρεάς ήταν η καλύτερη μεταθανάτια εξασφά-λιση.

O Ο καλόγερος Μαλαχίας Βαρούχας δώρισε ένα αμπέλι σε μοναστήρι με τον όρο να τον μνημονεύουν ζωντανό και πεθαμένο[640].

O Ο Γιακουμής Λαγγουβάρδος δώρισε μια μουριά σε ιερέα με τον όρο να τον μνημονεύει για πάντα[641].

O Η χήρα Καλή Σολατζοπούλα δώρισε ένα χωράφι, που είχε αμοίραστο με τον γιο της, στον παπά Γιώργη Λαγγουβάρδο και αυτός για αντάλλαγμα αναλάμβανε να τη θάψει και να της κάνει τα μνημόσυνα. Στην ενέργεια αυτή προχώρησε, γιατί «ήταν γριά και περίμενε από στιγμή σε στιγμή το θάνατο». Παρών ήταν και ο γιος της Μανόλης, ο οποίος δέχτηκε και παίνεσε  τη δωρεά. Υποσχέθηκε επίσης στον παπά και τους κληρονόμους του ότι δεν θα τη διεκδικούσε ποτέ[642].

O Η χήρα Εργίνα δώρισε στον εξάδελφό της παπά Γιώργη Λαγγουβάρδο καταλύματα, με τον όρο να μνημονεύουν αυτός και τα παιδιά του, αν γίνουν παπάδες, τον άντρα και τα παιδιά της[643].

 

Μερικοί δωρητές μετέθεταν τη δωρεά τους μετά θάνατο, την αιτιολο-γούσαν, όπως ήταν υποχρεωμένοι, και έβαζαν τους όρους κάτω από τους οποίους αυτή θα ίσχυε.

O Ο νόθος Τζανής Δάνδολος δώρισε μετά θάνατο σε έναν παπά το αμπέλι του, με την αιτιολογία ότι γνώρισε πολλές χαρές από αυτόν και με τον όρο ότι θα τον έθαβε ο ίδιος και θα τον μνημόνευε όσο ζούσε[644].

O Η χήρα Μαρούσα Παχοπούλα δώρισε στο παπά Γιώργης Σκορδίλη ένα σπίτι και κατάλυμα, γιατί έθαψε το γιο της με την υποχρέωση να τη θάψει και αυτή και να τους κάνει για πάντα τα μνημόσυνα[645].

O Ο Γιακουμής Σπηλιώτης, θέλοντας να ευχαριστήσει τον παπά Γιώργη γιατί έθαψε τη γυναίκα του χωρίς να πάρει χρήματα, του δώρισε ένα αμπέλι, με τον όρο να την μνημονεύει όσο ο ίδιος θα ζούσε[646].

 

Μερικοί φτωχοί χωρικοί, όταν  έβλεπαν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν χρήματα για την τελετή της ταφής του συγγενή που κληρονο-μούσαν, μεταβίβαζαν την κληρονομιά σε κάποιο παπά, προκειμένου να αναλάβει αυτός την υποχρέωση.

O Ο Κωνσταντής Μουριζής, επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να θάψει τον ανιψιό του που πέθανε, παραχώρησε τα αδερφομοίρια του (μερτικό σε μια ελιά, μια χαρουπιά και ένα χωράφι) σε παπά, προκειμένου να τον θάψει και να τον μνημονεύει  όσο ζούσε[647].

Μερικοί χωρικοί, ανήμποροι ίσως, δώριζαν, από ευγνωμοσύνη, την περι-ουσία τους σε συγγενείς που πρόσφεραν σ’ αυτούς κάποια ανακούφιση.

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος χάρισε στην αδερφή του, για όσα του πρόσφερε καθημερινά, το μερτικό του από την προίκα της μάνας τους και το μισό αδερφομοίρι του. Όταν πέθαινε, θα έπαιρνε και το άλλο μισό[648].

 

Υπήρχαν και περιπτώσεις που οι διαθέτες δώριζαν εν ζωή κάποιο ακίνητο σε συγγενικό τους πρόσωπο, χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα.

O Ο Θωμάς Βαρούχας δώρισε στην αδερφή του την παπαδιά ένα χωράφι, πλάι στο σπίτι που της είχε δώσει για προίκα και ζητούσε να μην την ενοχλήσει ποτέ κανείς[649].

Αν και η δωρεά ήταν αμετάκλητη, σε περίπτωση που και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν, μπορούσαν να την ακυρώσουν.

O Ένας παπάς είχε δωρίσει σε φεουδάρχη της περιοχής ένα γάιδαρο. Μετά ένα διάστημα συμφώνησαν και οι δύο να ακυρώσουν τη δωρεά. Έτσι το ζώο επέστρεψε στον πρώτο ιδιοκτήτη του[650].

 

Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο υπήρχε και άλλη περίπτωση ακύρωσης δωρεάς. Ήταν αυτή κατά την οποία οι γονείς δώριζαν κάποια περιουσία στα παιδιά ή τα εγγόνια τους και αυτά, στη συνέχεια, έδειχναν αχαριστία (Αι δωρεαί γινόμεναι παρά των ανιόντων εις κατιόντας αυτεξούσιους ουκ ανατρέπονται, ει μη αχάριστοι περί αυτούς γίνωνται οι λαμβάνοντες)[651]. Η διάταξη αυτή δεν πρέπει να εφαρμοζόταν στο κρητικό δίκαιο, γιατί δεν έχουμε ανάλογο παράδειγμα. Εξάλλου όσο λογική και αν ακούγεται, στην ουσία ήταν παράλογη, αφού κάθε γονιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αχάριστη τη στάση του γιου ή της κόρης του απέναντί του, προκειμένου να ακυρώσει τη δωρεά.

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 14η: ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ.

 

Οι γονείς συνήθιζαν, μόλις οι γιοι τους ενηλικιώνονταν, να τους απαλ-λάσσουν από την κηδεμονία τους και να τους χειραφετούν. Τη χειραφέτηση  του νέου συνόδευε, κατά κανόνα, και η απονομή του μεριδίου του από την πατρική και τη μητρική περιουσία (μόνο σε περίπτωση που είχε πεθάνει η μητέρα του).

O Ο Μανόλης Βαρούχας απάλλαξε το γιο του Νικολό από την κηδεμονία του και του παραχώρησε ένα σπίτι και χωράφια για λογαριασμό της προίκας της μάνας του, την οποία είχε κληρονομήσει[652].

O Ο αφέντης Τζανής Βαρούχας απάλλαξε από την πατρική κηδεμονία το γιο του Φραγκίσκο και του παραχώρησε όλη την περιουσία του, με τον όρο να τρέφει τον ίδιο και τη μάνα του για όλη τους τη ζωή. Αν δεν τους  φρόντιζε, η παραχώρηση θα έπαυε να ισχύει[653].

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τζανής αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και υποχρέωσε τον γιο του να υπηρετεί τον ίδιο και τη γυναίκα του. Η πράξη αυτή δεν διαφέρει με τη γηροκόμηση.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 15η: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ/ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΕΙΣ.

 

Σε σπάνιες περιπτώσεις οι κάτοικοι μικρών οικισμών, που πιθανότατα είχαν κοινές οικογενειακές ρίζες, συμφωνούσαν να μην πουλά κανείς ακίνη-τα σε ξένους, ώστε να παραμένει η στενή κοινωνία τους χωρίς τις βλαπτικές πληθυσμιακές αλλοιώσεις και διαφοροποιήσεις. Προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους δεν δίσταζαν να ορίζουν βαριά πρόστιμα για τους παραβάτες. Οι βενετικές αρχές δεν πρέπει να είχαν αντιρρήσεις, αφού αυτές θα ήταν οι μόνες κερδισμένες σε περίπτωση παραβίασης των συμφωνηθέντων.

O Κάτοικοι/συγγενείς στο μετόχι Ασωμάτων υπέγραψαν συμβόλαιο, σύμ-φωνα με το οποίο  δεν επιτρεπόταν σε κανένα από αυτούς  να πουλούν σε ξένο κάποιο ακίνητό τους. Τα ακίνητα θα πήγαιναν αποκλειστικά στα δικά τους αρσενικά παιδιά και τα εγγόνια. Όποιος παραβίαζε τη συμφω-νία θα πλήρωνε πρόστιμο 100 τσεκίνια. Τα χρήματα αυτά θα δίδονταν στον άρχοντα της Βενετίας[654].

Το συμβόλαιο υπέγραφαν περίπου 40 άτομα με επώνυμα Παπαγιαννό-πουλοι, Βλάχοι, Λαγγουβάρδοι, Ποταμίδες, Βαρούχες… (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 9ο).

 

 

 

 

 

 

    

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Α. ΠΙΝΑΚΕΣ

(βλ. Παράρτημα Α΄ κεφαλαίου).

 

Β.  ΕΓΓΡΑΦΑ

Έγγραφο 1ο/Βλαστός 136. Συμβόλαιο γάμου.

Εις του Χριστού το ώνομα, τζι αχα, μηνί Ιουλίου στην ίστερη, ης το χοριό Ρούστηκα, ης το ναόν του Αγίου Ηλία, ντεστρέτο Ρεθέμνου. Εδεκή, ο κηρ  Κοσταντί Καφάτος ποτέ Μανόλι, απού το ένα μέρος, και η κερά Ανέζα  Βλαστοπούλα ποτέ Λέο, απού το άλο, και η δήο απού το χοριό Μούντρος, φανερόν ήλθασι ης σιμβιβασι σιμφωνήας γάμου, ήτζη κράζοντας πρότον το όνομα της αγίας Τριάδος και τις υπεραγίας Θεοτόκου. Όθεν ο άνοθε κηρ Κοσταντί δήδη τον ηόν του το κηρ Μανόλι να πάρη τζη άνοθε κερά Ανέζας τι θιγατέρα ονόματι κερά Πόθα, ης γηνέκα του εβλογητική, παρθενηκή οσάν τα’ ορίζη ιj αγία του θεού εκλισία. Και οδηά προυκίον της άνοθε νήμφης τάσι της η κερά Ανέζα να τζη δόσι πρότον την ευχή τζη και δεύτερο ότη στεκάμενο και σιρνάμενο, όσο κι αν έχι, στιμάροντάς το να ήνε προυκίον της άνοθε νήφης.  Μετά τούτο να στέκι  η άνοθε κερά Ανέζα στο σπίτι, όστε να ζη, και νά’ χι απού τ’ αμπέλι πάσα χρόνο μούστο μίστατα τέσερα, και αποθανόντα τζη, να ήνε όλον τζι το πράμα ό,τι και νά’ χι, στάμπιλι μόμπιλι τζη άνοθε κερά Πόθας, τζι θιγατέρα τζη, και να ορήζη ιj άνοθε κερά Ανέζα μόνο στο θάνατό τζη υπέρπυρα δέκα. Aπού το οπίο  τάσιμο να ήνε και να γρικούντε του γαμπρού υπέρπυρα διακόσα. Ακόμι, απού το άλο μέρος, ο άνοθε κηρ Κοσταντί τάσι του άνοθε κηρ Μανόλι, του ιjού του πρότο τιν εφχή του και δεύτερο του τάσι απού τα σπίτια από’ χι δήο φράγκα λήμπερα με όλα τονε τα δικαιόματα. Μετά τούτο να ήνε κρατιμένος ο άνοθε κηρ Μανόλι ν’ αηδάρη τον άνοθε κηρ Κοσταντί το γκήρι του, όντεν ήθελε θέλι να κτίσι άλο ένα σπίτι. Ακόμι δίδι του και έναν αρμάρη. Ακόμι τάσι να του δόσι και απ’ ό,τι εμπασαρία έχη από τρία ένα. Ακόμι τάσι να του δόσι απού τα’ αμπέλι του από τέσερα ένα, και απ’ ότη οζά λιανά έχη από τρία ένα, και απ’ ότη ελές και από πάσα άλον δέντρο απού έχη να του δόσι απού τα τρία ένα, όξο απόυ τζη σικές, απού του τάσι από τέσερα ένα, και από καρπό από τέσερα ένα, και ένα βούγι και μιαν αγελάδα καματερά και νάχου και τη γαηδούρα  με το πουλάρη τζη μέσις τονε. Ακόμι να πέρνου και το ξερίζομα ομάδη, βάνοντας από πάσα τρία μερτικά σπέτζα ο άνοθε Μανόλι, να πλερονι και τριτία, από τρία ένα. Μαρτίρι παρακαλετή παπά κηρ Μιχελέτο Βλαστό ποτέ παπά κηρ Κοσταντί, κηρ Γεόργι Βλαστός ποτέ Κοσταντί.

 

***

 

Έγγραφο  2ο/Βλαστός 223. Εκτίμηση προίκας.

αχε, Οκτοβρίου τζι θ,  ης το χοριό Ρούστικα, ντεστρέτο Ρεθέμνου, ης το σπίτι της κατικίας του κηρ Μανόλι Βλαστού, καπετάνιου. Εδεκί στίμα γίνετε το πραμάτον του προυκίου τζη κερά Ανεζίνας Βλαστοπούλας, θιγατέρα του άνοθε Μανόλι Βλαστοπούλα, και παραλαμπάνη ο κηρ Σταβριανός Βλαστός, ο γαμπρός, και στιμάρι τα ο εβλαβέστατος παπά κηρ Κοσταντί Βλαστός ποτέ κηρ Μανόλι και ο κηρ Νηκολής Βλαστός ποτέ κηρ Κοσταντί. Τα οπία πράματα δίδι ο άνοθε κηρ Μανόλι. Και αρχή

 

              Αντικείμενο                                                           Υπέρπυρα           

Στρομάτσο ένα, υπέρπυρα εκατό τριάντα                                   130

Πάπλομα ένα πλάβο, λαβοράδο, υπέρπυρα τρακόσα                  300

Ένα ζεβγάρι σεντόγνια λαβοράδα, ψηλά, υπέρπυρα εκατό

εβδομίντα                                                                                   170

Φουστάγνια δίο, ορλάδα με γαμπέτες βελεσερές υπ. εκατό

σαράντα                                                                                     140

Ποκάμισα γ με τη σερμεταξιά στο στίθο στα τρήα

     και τα δίο λαβοράδα, υπέρπυρα διακόσα τριάντα                  230

Φουστάνη ένα παπακερό δίμιτο με σαλονικιά,

     υπέρπυρα ογδοήντα                                                                 80

Ποκάμισο ένα λαβοράδο φουργάδο, υπέρπυρα τριάντα               30

Μία λουτρομπόλια λαβοράδα, υπέρπυρα εκατό                          100

Μπόλιες μεταξοφαδιαστές πίχες δεκάξε, υπέρπυρα ενενίντα         90

Ταπέδο ένα φουργάδο, υπέρπυρα εκατό ογδοήντα                     180

Μαντίλι ένα αλεξανδρινό, υπέρπυρα διακόσα                             200

                                                                       Σύνολο             1.820


Σικόνη η άνοθε στίμα υπέρπυρα χίλια οκτακόσα ήκοσι, τα οπία παρα-λαμπάνη ο άνοθε κηρ Σταβριανός ο γαμπρός απάνο ογιά το προυκίον του τζι στίμας απού ήθελε να του δόσι. Ακόμι επαράλαβε και απάνο ογιά μετριτά απού τούχε ταμένα, καθός στο κοτράντος τον φένετε, υπέρπυρα τρακόσα ης τόσα τζηκίγνια και κατρίγνια. Ακόμι να δόσι και του κηρ Αντρέα Βλαστού ογιά όνομα του άνοθε κηρ Σταβριανού υπέρπυρα πεντακόσα, και το ρέστος, τα μετριτά, απούνε άλα υπέρπυρα τετρακόσα, να του δίδι το κερόν απού κατεβένη τζη αχστ, όλον το Δικέμβρι. Και το ρέστος τζι στίμας να του δίδι τζη αχζ, όλον το Δικέμβρι. Και δίδοντάς του τα, να του κάμνη σιγουριτά τελία.

Μαρτίρι παρακαλετή

κηρ Μιχελέτο Βλαστό ποτέ Γεόργι,

Κοστνατί Βλαστό ποτέ Μάρκο και Γιάνη Βλαστό ποτέ μάστρο Γεόργι.

 

***

 

Έγγραφο  3ο/ Βαρούχας 773. Προικοσύμφωνο.

 

***

 

Έγγραφο  4ο/Βλαστός 132. Ακύρωση γάμου.

αχα, μηνί Ιουλίου τζι ιε, ης το Πάτελο, ης το αλόνι του κηρ Μαρή Καφάτου ποτέ κηρ Νηκολή. Εδεκί φανερόν, ομπροστάς εμού του νοδάρο και το γκάτο γεγραμένο μαρτίρο, ο άνοθε κηρ Μαρίς, έστοντας και νά’ νε εβλογημένος τι κερά Εργίνα Βλαστοπούλα ποτέ κηρ Ιωάνη Κατόπουλου απού το χοριό Μούντρος, και ιj δίο και να μιν ήτονε νόμου και’ ληκήας, όντε τιν εβλογήθικε, και ο άνοθε κηρ Μαρής επιάστηκε με άλη γηνέκα και έκαμε πεδιά μετά κήνη και τιν άνοθε κερά Εργίνα  δεν εγίρεβε, θορόντας να μιν ίνε εκίνη ογιά κίνο και εκήνος οδηά κήνη, θέλουσι θεληματικά και με δήχος κιανενός ηγκαναμέντο και δίδι ένας του άλου τονε τι χόρισίν τονε, νά’ χη άδηα να βλογάτε εκήνη άλον άντρα και εκίνος άλη γηνέκα, όπιο θέλη πασαγής. Και τούτο, διατί δεν ήτονε νόμου ηλικίας όντε τιν εβλογίθικε και επιάστικε με άλη γηνέκα. Και ουδέ’ χε να κάμι μετά κίνη, σά λέσι.  Και ης τούτο επαρακαλέσασι μαρτίρους

παπά κηρ Κοσταντί Βλαστό ποτέ κηρ Μανόλι, κηρ Μιχάλι Καφάτο ποτέ Γεόργι,

κηρ Μαρκουλή Καφάτο ποτέ παπά Ρόκο.

 

***

 

Έγγραφο  5ο/Βλαστός 134. Συμβόλαιο γάμου.

 αχα, μηνί Ιουλίου τζι κθ, ης το χορίο Σαϊτούρες, ντεστρέτο Ρεθέμνου, ης το σπίτι τις κατηκίας του κηρ Μανόλι Μουσούρο ποτέ κηρ Γαβρήλη. Εδεκί ο άνοθε κηρ Μανόλι, απού το ένα μέρος, και ο κηρ Γιακουμής Κοντεής ιjός, κατά φήσις, του κηρ Αντρέα, φανερόν ήλθασι ησέ σιμβίβασι σιμφονήας γάμου αντάμος τα δήο μέρη,  ήτζη κράζοντας πρότο  το όνομα της Αγίας Τριάδος και της υπεραγίας Θεοτόκου. Όθεν ο άνοθε κηρ Μανόλης τάσι να κάμη και με έργο να τεληόσι, να δόσι τι θιγατέραν του τι κερά Μαρουλί ης γινέκα  του άνοθε κηρ Γιακουμή, εβλογητικί, παρθενικί, οσάν τ’ ορήζη ιj αγία  του θεού εκλισία. Kαι διά προυκιόν της άνοθε νήμφης τάσι να τζη δόση υπέρπυρα χιλιάδες δήο, τα οπία να τζι δόσι στήμα λινά τζόχηνα,  κατά τη τάξη, και ασίμη και μετριτά ό,τι εξαποστήλη και έος να  σατησφάρι τζι άνοθε χηληάδες. Και όντε θέλη ληφτή  όρα της εβλογήσεος, καλή άδια να τηνε αποπλερόσι έος  ένα χρόνο πρότον ερχόμενο. Απού το άλλο μέρος, ο άνοθε κηρ Γιακουμής υπό-σχετε να λάβη την άνοθε κερά Μαρουλί ης γηνέκαν του ευλογητική, παρθενηκί, οσάν ορίζη ιj αγία του θεού εκλισία, με μόδους, πάτους, κοντετζηόνες και ομπλεγκάρι το άνοθε προυκιόν απάνo ης τα καλά του. Μαρτίρι παρακαλετή κηρ Μιχάλι Καβάλο ποτέ παπά κηρ Μάρκο, κηρ Πιέρο Ντασέγνια ποτέ κηρ Τζουάνε.

 

***

 

Έγγραφο  6ο/Βλαστός 293. Συμβόλαιο γάμου.

Εjς του Χριστού τω όνομα, αχιγ, Μαΐω τζι θ, ης το χοριό Ρούστικα, ντεστρέτο Ρεθέμνου, ης το σπίτι τις κατικίας του κηρ Μανόλι Βλαστού ποτέ Κοσταντί. Εδεκί ο κηρ Αλέξιος Βλαστός ποτέ κηρ Αντρέα, απού το ένα μέρος, ηντραβεγνίροντας οδιά όνομα τζη κερά Αντριάνας Βλαστοπούλας, τζη αδερφής του, και ο κηρ Κοσταντί Σαχλήκης ποτέ Μανόλι, απού το άλο, ηντραβεγνί-ροντας οδιά όνομα του ιjού του του κηρ Μάρκο, φανερόν ήλθασι η σε σιβίβασι, σιφονία γάμου, ήτζη κράζοντας πρότον το όνομα της Αγίας Τριάδος και τιν χάριν της υπεραγίας Θεοτόκου. Όθεν ο άνοθε κηρ Αλέξιος τάσι να κάμι και με έργο να τελιόσι να δόσι τιν άνοθε κερ’ Αντριάνα  ης γινέκα του άνοθε κηρ Μάρκο εβλογητικί, παρθενηκί, οσάν το ορίζη ιj αγία του θεού εκλισία. Και οδιά προυκίον της άνοθε νήφις τάσι να τζι δόσι πρότον τιν εφχήν του, και δέφτερο τζη τάσι υπέρπυρα χιλιάδες δίο, τα οκτακόσα ασίμι και τορνέσα και τα επίλιπα ης προυκίον της νήφης στίμα λινά, τζόχινα, κατά τιν τάξη. Τα οπία να του δόσι  ότι θέλουσιν εβρεθί ης όραν τις εβλόγησις, και το ρέστος νά’ χη τέρμενο και αμπιλιτά χρόνους τρις, πρότους ερχόμενους, να τον αποπλερόσι, να του κάμνι τι σιγουριτά, ήτ’αλέος και περάσι το άνοθε τέρμινο, να ημπορί να πιάνη  απού τα καλά του, από μιαν άκρα, να πλερόνετε το ρέστος απού του θέλι ρεστάρι. Και απού το άνοθε  τάσιμο  να ήνε και να γρικούντε του γαμπρού χάριτες  υπέρπυρα διακόσα πεντήντα και τα επίλιπα  ης προυκίον τις νήφις.  Ης το οπίο  τάσιμο  ήνε πρεζέντες και κοτέντη και η άνοθε κερ’ Αντριάνα, η νήφι, και ρεμοβέρετε απού το πράμα και αδερφικό του  άνοθε ποτέ τζι κιρού ης ό,τι τζη εντοκάρι, στάμπελε και μόμπελε, και ης ό,τι τιν ασπετάρι ρεμο-βέρετε απ’ όλα τζι τα δικαιόματα. Και απού το άλο μέρος, ο άνοθε κηρ Κοσταντής του άνοθε του ιjού του κηρ Μάρκο, πρότο τιν εφχίν του και δεύτερο του τάσι τα σπίτια απού’ χι αγοράση απού του ποτέ του αδερφού του Μάρκο, ος βρίσκουντε όλη η κατικία απόχι αποκίνο αγοραστά ο άνοθε. Ακόμι τάσι  του το λεόφιτο κρασμένο στο Κακό Κεφάλι. Ακόμι τάσι του τζι ελές (και) κερατές από’ χι στο Λιόκλιμα στο Γκολοχίστι. Ακόμι τάσι του τζη κερατές απόχι στι Βερικουκιά ό,τι ήνε η πάρτε του άνοθε Κοσταντί. Ακόμι τζι κερατές από’ χι στον Αρόλιθο ό,τι έχι απού του άνοθε ποτέ Μάρκο του πάρμπα του. Ακόμι δίδι του και το αμπέλι απόχι αγοραστό απού τον εβλαβέστατο παπά κηρ Μιχελέτο Βλαστό  ποτέ κηρ Κοσταντί. Ακόμι τάσι του του ποτέ Μάρκο το άλο και απ’ ό,τι πάκτι κρατού από τρία ένα, πλερόνοντας τζι καβαλάρους. Ακόμι τάσι του  απού τι  πασαρία του σπιτιού  και απού τα οζά, λιανά και χοντρά, από τρία ένα. Μετά τούτο ν’ αηδάρι να πλερόσι απού τα χρέη απού  χροστού τι πάρτε ντου, ήγου από τρία ένα, ήτ’ αλέος να πέρνη απού τέσερα, δίχος να πλεροσι τίβοτας χρέος. Ακόμι ης το άνοθε  στεκάμενο απού του τάσι  ήθελε μολεστάρι τινάς τον άνοθε  γαμπρό, να ήνε ομπλεγάδα τ’ άλα του καλά, να πλερόνετε ό,τι θέλη  ξάζη, όντεν του το πέρνη, να πέρνη πάλι τόσο στεκάμενο. Και η εβλόγησι να γένη, όντα θέλουσι τα άνοθε μέρι. Ο οπίος κηρ Κοσταντί ομπλεγάρετε να κάμι τον άνοθε κηρ Μάρκο, τον ιγιόν του, να λάβι τιν άνοθε κερά Αντριάνα οδιά γινέκα του ευλογητί,  παρθενηκί, οσάν τ’ ορίζη ιj αγία του θεού εκλισία, με τζι άνοθε πάτους, μόδους και κοντιτζιόνε, προυκία και χαρίσματα ος άνοθε. Και ης τούτο επαρακάλεσε μαρτίρους κηρ Γεόργι Βλαστό ιjός κηρ Πάβλο, κηρ Κοσταντί Βλαστό, αδερφού του.

 

***

 

Έγγραφο  7ο/Βλαστός 152. Εκτίμηση προίκας.

αχβ, μόρε ημπεριάλ, Φλεουαρίου τζι δ, ης το χορίο Ρούστικα, ντεστρέτο Ρεθέμνου. Εδεκή στίμα γίνετε του πραμάτου τζι κερά Μπενιάς Βλαστοπούλας ποτέ κηρ Πολίτου και παραλαμπάνι τα ο μάστρο Γεόργι Δραμιτινός ποτέ μάστρο Άθιμου  ης προυκίον του. Το οπίο πράμα ήνε αδερφικό τζι άνοθε κερά Μπενιάς και στιμάρι τα ο κηρ Κάλιστος Βλαστός ποτέ κηρ Μιχάλι και ο κηρ Τζουάνες Βλαστός ποτέ κηρ Γεόργι. Πρότον το χοράφι και αμπέλι κρασμένο στι Μπαγάδενα, εκί απου τό’ χου σιμαδεμένο, κάθα πάρτε υπέρπυρα διακόσα πενίντα,  εjς τον Εριφόκουμο υπέρπυρα εβδομίντα πέντε, εις το λεόφιτο του Πιλάτο  υπέρπυρα εκατον ήκοσι πέντε, στο χοράφη του Λητιγνιανού υπέρπυρα διακόσα, τα σπίτια όλα απού έχουσι υπέρπυρα οκτακόσα. Σουμάρου όλα τα άνοθε πράματα υπέρπυρα χίλια τετρακόσα πενήντα. Απού την άνοθε σούμα τον άνοθε πραμάτον τοκάρην τζι άνοθε κερά Μπενιάς αδερφικόν υπέρπυρα τετρακόσα ενενίντα. Τα οπία τορνέσα ατζετάρι ο άνοθε μάστρο Γεόργι, ο γαμπρός, ης προυκίον του, ος άνοθε. Ακόμι οδιά τη μομπιλία απού τζι εντοκάριζε  αδερφικό άλα υπέρπυρα δέκα. Και μαρτίρι παρακαλετή απού τα άνοθε μέρη κηρ Αντρέας Βλαστός ποτέ κηρ Κάλιστου και  Μανολίτζις Βλαστός ποτέ Φίμι.

 

***

 

Έγγραφο  8ο/Βλαστός 204. Γηροκόμηση.

αχδ, Μάρτη τζη ιζ, ης το χοριό Ρούστικα, ντεστρέτο Ρεθέμνου, ης το σπίτι της κατικίας εμού του νοδάρο. Εδεκί, έστοντας και να θέλη τηνάς άνθροπος να χαρίσι άλου ανθρόπου τιβοτας πράμα, θέλη την σίμερον  να το αφήνη με γραφί μίπος και ησέ κερούς ερχόμενους ελησμονήθι το πράμα. Δια τούτο ο κηρ Μάρκος Αρκολέος ποτέ Γεόργι και η κερά Σοφία Καλουδοπούλα, η γινέκα του, εκινηθίκασι με καλήν τος όρεξη και με δίχος κιανενός ηγκανάτζιο και σιργούλιο δίδου και χαρίζου, μέσα τζη ζοντανούς, απού τι σίμερον και ομπρός του κηρ Φραγγιά Βλαστού ποτέ Γεόργι και τον κλερονόμον του  ό,τι πράμα και αν έχουσι  και αν τον εβρίσκετε  τζη άνοθε κερά Σοφήας από προυκίον, απού τζη έκαμε  ο άνοθε κηρ Μάρκος, ο άντραν τζη, καθός στο ηστρουμέντο φένετε, και του άνοθε Μάρκο από δικόν του αδερφικό, στάμπελε και μόμπελε, κηνάμενο και ακήνητο, να το έχι και να το ποσεντέρι ο άνοθε κηρ Φραγγιάς και η κλερονόμι του ος άνοθε. Μετά τούτο να τηχένη ο άνοθε κηρ Φραγγιάς και η κλερονόμι του να δίδου και να κοσεγνιάρου του άνοθε κηρ Μάρκου και τζη άνοθε κερά Σοφίας, τζη γηνέκας του, πάσα χρόνο υπέρπυρα ευδομίντα οδιά τη ζοήν τονε και ο για πάσα άλην τονε σοβέτζηον, έος όλην τονε τη ζοήν. Και αποθανόντας τονε να μη χροστή να δήδι πλέα κιανενός τήβετας, παρά να τζη μνημονέβουσι, κατά την τάξη το χριστηανό. Και απού την σίμερον και ομπρός να έχι και να ποσεντέρι ο άνοθε κηρ Φραγγιάς και η κλερονόμι του το άνοθεν πράμα και δικαιόματά του ης τιν εξουσίαν του,  πουλί, χαρίζη και τα (ε)ξής, μα να ήνε  πάντα τα καλά τονε ομπλεγάδα  ογιά τα άνοθε υπέρπυρα εβδομίντα ος άνοθε. Και διά βεβέοσιν της αλήθιας επίησα τι μπαρούσα γραφί και επαρακαλέσασι μαρτίρους κηρ Μανολήτζη Βλαστό ποτέ Φήμη, κηρ Γεόργι Βλαστό ποτέ Μανόλη.

                         

***

 

Έγγραφο 9ο/Βαρούχας 130. Οικογενειακή σύμβαση.

1 †, αχα΄, Δεικεμβρίου ιγ΄, ινδικτιωνος ιδ΄, ? νίσο Κρίτης, δεστρέτο Ρεθύμνης, ε?ς το μετόχην το? Ασωμάτου, ε?/2ς τιν κατικίαν το? εκλα-μπροτάτου ?φέντι Πέρο Μανοσέλο, ?μπρ?ς τ?ν κατ?γεγραμένων κα? παρακα/3λεμένων μαρτύρων. ?δεκεί, πεθιμόντας εμ?ς ? κατ?γεγραμένες γεν?ς να μί μπορί ποταί ?,τι πρά/4μα κα? αν έχομε στεκάμενο να ?λι?ναριστί κα? να βγί ?που το σπίτι κα? σικα?νικό μας, δια το?το/5?ρθαμεν ε?σε το?του το ινστρουμέντο κα? καθαργια τισποζιτζι?ν τ?ν στεκάμενό μας κα? θέλομεν/6κα? τα λεγόμενά μας στεκάμενα να πι?νου ?ς τα παιδία μας τα ασερνικά ?ως ασερνικ? ?γκό/7νια μας κα? τεσετέντζιά μας παντοτινή κα? α?ωνίως· με ξεκαθαροσίνι, ?ν ένε κα? ε?σε κα??/8νένα κα?ρ? ?θελεν ?χει χρία γι κα??ν?ς ?πο μ?ς γ? κλερονόμου μας να πουλήσι στεκάμενο ?ς ?/(φ. 35ν)9νοθεν, να μί μπορά το πουλίσι αλο? κα??νεν?ς παρα ?πο μας τον ίδιον κα? ?που το κλερονόμο μας, μα με ξεκα/10αροσίνι να μπορο? πάντα ? τεσεντέντζια το? πουλητί να το ξαγοράζου, πλερόνοντας πρέτζιον κα? αγουμέν/11τα ε?ς τόσο ?που πάντα να μπορι νά’νε το πράμα ?σε μ?ς κα? τεσεντέντου μας· κα? ?τζι θέλομεν κα? ? πάτος/12 κα? ? σίβασι ?τούτι να’νε πάντα ε?σε μ?ς, τζι λεγόμενους κοντρα?ντους· ξεκαθαρίζοντας εσπρέσαμέντε κα? ο?/13δένας, ο?δε ?πο ?μ?ς ο?δε ?που τζι κλερονόμου μας κα? τεσεντέντου μας, παντοτιν? να μί μπορι να αλι/14?νάρι αλο? κα??νεν?ς παρα ?πο ?μας το κοντρα?ντο κα? κλιρονόμο μας κα? τεσετέντο μας, παντοτινό/15με τι κοντετζι?ς τζι ξαγορ?ς ?ς ?νοθεν· ξεκαθαρίζοντας κα? ?νίσος κα? ?θελεν λάχι ?καζι?ν γκαλεσι/16μάτου ? τζι κατ?γεγραμένες γεν?ς γι? τα πράματά τονε νά'θελεν τζι πιράξι κα??νίς, να ?ναι ?πλε/17γάδι να ξοδι?ζουν ?λι να τα ξεκαθαρίζουν· ξεκαθαρίζοντας ?κομ? κα? ?ν ήθελεν λάχι ?καζι?ν τζι δι/18κα??σίνη μας να μπαλοτάρι κα??νένα ?που τζι κατ?γεγραμένους γι? κάτεργο, να ?ναι ?πλεγάδι ?λι να πλερό/19νου να βάνου ?ναν ?λο. Κα? ?στις ?θελεν ?ναντιόσι τ?ν παρούσα, να πεύτι σε πένα τζικήνια εκατ? ε?ς τον αρ/20σαν? τζι Βενετίας. Κα? ?τούτι πάντα να ?ναι στεραιά κα? βέβαια ?πο του ν?ν κα? ?ως το? α??νως. Παπαγιανόπουλι:/21 † κυρ Γεωργιλ?ς Παπαγι?-νόπουλος κα? κυρ-Τζαν?ς, ?δερφός του, ποταί κυρ-Νικολό, κυρ Νικολός Παπαγι?νόπουλος ποτα? Γαβρίλι,/22 κυρ Νικολός Παπαγι?νόπουλος ποταί Μιχελί κα? κυρ-Μαθίος κα? κυρ-Χριστόδουλος, ?δελφί του, κυρ Λέο Παπαγι?νόπου/23λος ποτα? Γιο?στινι?, κυρ Μανολις Παπαγι?νόπουλος Διάκος ποταί Νικολό, κυρ Γεωργιλάς Παπαγι?νόπουλος ποτα? Νικολό, κυρ Νικολός Παπα/24γι?νόπουλος κα? Γεώργις, ?δερφός του, υ?ο? το? κυρ-Τζανάκι, κυρ Νικολός Παπαγι?νοπουλος ποταί Μανόλι, κυρ Τζανής Παπαγι?νοπουλος ποτα?/25 Γι?κουμ?, κυρ Νικολός Παπαγι?νοπουλος κα? Γαβρίλις, ?δερφός του, ποτα? Μενεγί, κυρ Γαβρίλις Παπαγι?νόπουλος ποτα?/26 Ντανι?λε, † ? ευλαβέστατος παπας κυρ Μανουσος Βλαστος, λεγομενος Γαλαν?ς, κυρ ?λέξις Βλαστ?ς Πρέν/27τες κα? Κονσταντίς Βλαστ?ς, Σαρμανις, κυρ-Γεωργιλάς κα? κυρ-?ωάννης, ?δελφ? Βλαστ? Ποταμίδιδες, κυρ Μαρκος Βλαστός Ζαραχάνις,/28 † ? ε?λαβέστατος παπας κυρ-Γεωργίς Λαγκουβάρδος – ακομί ?πρεζεντάρισεν κα? μία γραφί του ε?λαβεστάτου παπα/29 κυρ-Κοσταντί, το? κυρού του γράματα, δομένι κα? δι?βασμένι ?πο μένα, το κατ?γεγραμένο νοδάρο, να μπορί να βάλι/30 κα? κηνο? το θέλιμά του, ?σά να ?τον ?δια πρεζέντε, κα? το? ε?λαβεστάτου παπα κυρ-??κώβου, το? υ?ού του – κυρ Γι?κουμις/31 Λαγκουβάρδος Μαρκογι?νις κα? κυρ-Μανόλις κα? κυρ-Ιωάννης, ?δελφοί του, κυρ Αλεξις Λαγκουβάρδος ποταί Θομα Κωρόνι, κυρ/32 Γεώργις Λαγκουβάρδος Φραϊς, κυρ Ιωάννης Λαγκου-βάρδος, λεγόμενος Δράκος, κα? Μιχελίς Λαγκουβάρδος ποταί Γιο?στινιάν,/33 κυρ Μανόλις Λαγκουβάρδος Καγι?νις, κυρ Γι?νις Λαγκουβάρδος ποταί Μάρκο, κυρ Κωσταντίς Λαγκουβάρδος Σολάτζος, κυρ-/34Μιχελίς κα? Γεώργις κα? Νικολός, ?δελφί Λαγκουβάρδι, † κυρ Κωσταντίς Καβαδάτος ποταί ?ωάννη, κυρ Αλέξις Καβαδάτος, λεγό/35μενος Τζουρίς, κυρ Μανολις Καβαδάτος Κόχρις, κυρ Κωσταντίς Βαρούχας του ποτα? κυρ Μιχάλι Βαρδαβίλα. Μαρτυραις/36 Κώστας Βάτζις το? ποταί Θομά κα? Μανόλις Κοπανάς, υ??ς του Κόστα. ?γό, Μανολις Βαρούχας, νοταριος ?πο ?ξουσίας βασιλικης, παρακληθεις/37 ?πεγραψα.

 


 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Βασικό άξονα του κληρονομικού δικαίου, όψεις του οποίου αναζητούμε στην Κρήτη κατά την ύστερη περίοδο της Βενετοκρατίας, αποτελούσαν οι διαθήκες.  Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, «διαθήκη εστί, δικαία βούλησις, ων τις εθέλει μετά θάνατον αυτού γενέσθαι»[655]. Με άλλα λόγια, διαθήκη ήταν η δικαιοπραξία, η οποία περιλάμβανε τις επιθυμίες κάποιου σχετικά με τη διάθεση της περιουσίας του μετά το θάνατό του. Στην ύπαιθρο οι άνθρω-ποι, κάτω από τις σκληρές συνθήκες της φτώχειας που καθημερινά βίωναν, δεν είχαν ιδιαίτερες επιθυμίες, για την κατάληξη της περιουσίας τους, γιατί αυτή ήταν, κατά κανόνα, σχεδόν μηδαμινή. Έτσι, οι περισσότεροι χωρικοί απέφευγαν να γράφουν διαθήκες και άφηναν τους κληρονόμους τους να αποφασίσουν για τη διανομή του ευτελών υπαρχόντων τους. Εξάλλου, η επί-σκεψη στον νοτάριο και η σύνταξη της διαθήκης απαιτούσαν ίσως μετακι-νήσεις και σίγουρα κάποια έξοδα. Αυτά ήταν πολυτέλεια, χαμένος χρόνος και χρήμα. Τα παραπάνω τεκμηριώνονται αν δώσουμε μια ματιά στα πρωτό-κολλα των δύο νοταρίων (Βλαστού και Βαρούχα), που θα αποτελέσουν τη βάση του δεύτερου κεφαλαίου. Ο Βαρούχας στις 853 πράξεις του πρωτο-κόλλου του περιλαμβάνει μόλις 26 διαθήκες, δηλαδή ποσοστό 3%. Παράλ-ληλα, ο άλλος επαρχιώτης νοτάριος Γιάννης Βλαστός στις 303 πράξεις του δικού του πρωτοκόλλου περιλαμβάνει 10 διαθήκες, ποσοστό 3,3% και μια συμπληρωματική. Στις πόλεις, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα των τεσσάρων νοταρίων του Ρεθύμνου (βλ. Εσαγωγή σχετικού κεφαλαίου), το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 9,3%. Κατά συνέπεια, οι κάτοικοι της πόλης που συνέτασσαν διαθήκες ήταν, όλως συμβατικά, το λιγότερο τριπλάσιοι από αυτούς της υπαίθρου. Η διαφορά αυτή έχει και άλλες ερμηνείες. Οι χωρικοί αποφάσιζαν να γράψουν τη διαθήκη τους, μόνο όταν έπεφταν βαριά άρρωστοι. Το «βαριά» βέβαια ήταν λίγο σχετικό, αφού η παντελής έλλειψη ιατρικής προστασίας συνέτεινε στο να θωρούνται όλες σχεδόν οι ασθένειες βαριές. Τους έκτακτους κινδύνους, όπως είναι ατυχήματα, δολοφονίες, στρατεύσεις, δεν λάμβαναν πολύ υπόψη, ίσως εξαιτίας του χαρακτήρα που σχημάτιζαν με τη συνεχή επαφή με τη φύση. Η ζωή στην ύπαιθρο συνήθως δημιουργεί αισιοδοξία για μακροζωία, όπως και η υπερβολική φτώχεια γεννά ευοίωνες ελπίδες για το απώτερο μέλλον. Στις πόλεις ένα από τα ελατήρια για τη σύνταξη της διαθήκης ήταν και ο καθορισμός του μέρους ταφής και τα κληροδοτήματα προς τους φτωχούς, τους κληρικούς και τις εκκλησίες, που θα απάλυναν ή θα απάλλασσαν την ψυχή από τυχόντα ανομήματα. Οι χωρικοί ούτε αμαρτίες λογάριαζαν, ούτε για κληροδοτήματα είχαν περισσεύ-ματα. Όλα θα πήγαιναν στην οικογένειά τους είτε έκαναν είτε δεν έκαναν διαθήκη. Αυτή ήταν η μοίρα τους και η ζωή τους είχε κάνει μοιρολάτρες. Μόνο η αρρώστια μπορούσε να τους έβγαζε από τη «νιρβάνα» τους και να αποφάσιζαν να καλέσουν στο κρεβάτι του πόνου τον νοτάριο. Αυτό τεκμη-ριώνεται και από τα ποσοστά αρρώστων και υγιών διαθετών, όπως αυτά εμφανίζονται στα παραπάνω πρωτόκολλα. Το 81% στον Βαρούχα και το 73 % στον Βλαστό από τους χωρικούς που έκαναν διαθήκη ήταν βαριά άρρωστοι. Από τους υγιείς που έκαναν διαθήκη το 62% ήταν γυναίκες. Να σημειωθεί όμως ότι πέρα από την προνοητικότητα ή το φόβο του θανάτου, που ίσως ήταν πιο αναπτυγμένα σ’ αυτές, μερικές έβλεπαν τη σύνταξη της διαθήκης και ως τρόπο επιβίωσης, αφού μέσα στους όρους της συχνά πρό-βλεπαν και τη γηροκόμησή τους. Άφηναν σε κάποιους την περιουσία τους μετά το θάνατό τους, με αντάλλαγμα τη φροντίδα από μέρους τους όσο αυτές ζούσαν. Μερικές αντί να κάνουν διαθήκη, έκαναν για τον ίδιο σκοπό δωρεές. Βέβαια η διαθήκη ήταν πιο σίγουρη, γιατί οι όροι της ίσχυαν μόνο μετά το θάνατο του διαθέτη, ενώ οι δωρεές ήταν επισφαλείς, μια και γίνο-νταν μια και μόνο φορά, χωρίς δικαίωμα ανάκλησης.

Προτίμησα να διαχωρίσω το κληρονομικό δίκαιο των πόλεων από αυτό της υπαίθρου, όπως έκανα και με το οικογενειακό, γιατί οι συνθήκες ζωής ήταν διαφορετικές, όπως και οι σχέσεις ανάμεσα στους κατοίκους. Στις πόλεις εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι Βενετοί και, όπως ήταν φυσικό προσπάθησαν να επιβάλουν το δικό τους τρόπο ζωής και το δικό τους δίκαιο. Αντίθετα στα χωριά, όπου η εγκατάσταση των Βενετών ήταν περιο-ρισμένη, εξακολούθησε, κατά κανόνα, να ισχύει το παραδοσιακό βυζαντινό δίκαιο. Με άλλα λόγια, οι δυτικές επιδράσεις ήταν κατά πολύ μικρότερες στην ύπαιθρο, γιατί το σύνολο σχεδόν των κατοίκων ήταν Έλληνες, ενώ αντίθετα στις πόλεις υπήρχαν και κάποιοι Δυτικοί.

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ

 


1. Πρώτη διαθήκη.

2. Δεύτερη διαθήκη.

3. Κρυφή διαθήκη.

4. Διαθήκη στρατιωτών.

5. Κληρονομικά δικαιώματα παιδιών

6. Κληρονομικά καλογέρων.

7. Διαθήκες χωρίς ισχύ.

8. Καταγγελία διαθήκης.

9. Κωδίκελλος.

10. Οι κληρονόμοι.

11. Μη υλοποίηση εντολών διαθέτη.

12. Νόθοι, νόμιμοι και υιοθετημένοι.

13. Μητριά και πατριός.

14. Άπορη σύζυγος.

15. Περιουσία συζύγων.

16. Ατελείς διαθήκες.


 

Πριν προχωρήσουμε στην άντληση στοιχείων από τα συμβόλαια των τεσσάρων νοταρίων της πόλης του Ρεθύμνου και των δύο της υπαίθρου,  κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε στο βυζαντινό κληρονομικό δίκαιο, όπως αναφερθήκαμε στο πρώτο κεφάλαιο στο οικογενειακό. Θα στηριχτούμε στις σχετικές διατάξεις της Εξάβιβλου του Αρμενοπούλου. Στόχος μας είναι να καταστεί δυνατή κάποια σύγκριση ανάμεσα στο προϋπάρχον στην Κρήτη βυζαντινό δίκαιο και το δίκαιο που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας[656].

 

1. Πρώτη διαθήκη.

Σύμφωνα με την Εξάβιβλο, όποιος ήθελε να κάνει διαθήκη έπρεπε να είναι υγιής  στο μυαλό και το σώμα, να έχει κλείσει τα 14, αν ήταν άντρας και 12 αν ήταν γυναίκα. Ο διαθέτης όφειλε να σημειώνει στη διαθήκη του τον κληρονόμο του (αν δεν τον σημείωνε, τον ανέφερε προφορικά), να την υπογράφει, μπροστά σε μάρτυρες και, στη συνέχεια, να τη σφραγίζει. Ίσχυε και χωρίς σφραγίδα, αν όλοι οι μάρτυρες ομολογούσαν ότι ήταν γνήσια. Μπορούσε να είναι μάρτυρας και όποιος τη συνέτασσε, αλλά δεν μπορούσε να είναι μάρτυρας  μοιχός, παράφρονας, κατάδικος ή άσωτος. Όταν κάποιος ήταν αιχμάλωτος, δεν μπορούσε να κάνει διαθήκη, όπως δεν μπορούσαν και οι ανήλικοι, οι υπεξούσιοι και οι δούλοι. Ένας τυφλός μπορούσε να ορίσει τον κληρονόμο του, μπροστά σε 5 ή 7 μάρτυρες. Τα αδέρφια που είχαν από κοινού την περιουσία τους μπορούσαν να τη διαθέτουν, όπως ήθελαν, αφού ήταν αδιαίρετη. Οι μάρτυρες που υπέγραφαν μπορούσε να ήταν 5 ή 7. Ο κληρονόμος δεν μπορούσε να υπογράφει και ως μάρτυρας. Μπορούσε όμως ο επίτροπος ή κάποιος που απλώς δεχόταν κάποιο κληροδότημα.

Ο διαθέτης όφειλε να αναγράφει με ευκρίνεια τα ονόματα των κληρο-νόμων του και με σαφήνεια τι άφηνε στον καθένα (αριθμητικώς και ολο-γράφως). Σε περίπτωση που άφηνε κάποιον κληρονόμο και ξεχνούσε να αναφέρει κάποιο περιουσιακό του στοιχείο, το κληρονομούσε και αυτό. Αν όμως άφηνε κάποιο διαχειριστή της περιουσίας του και δεν ανέφερε κάποιο περιουσιακό στοιχείο, αυτό το κληρονομούσαν «εξ αδιαιρέτου οι συγ-γενείς». Σε γενικές γραμμές και με βάση πάντα τα πρωτόκολλα, πάνω στα οποία στηρίζεται η παρούσα μελέτη, όλα σχεδόν τα παραπάνω πρέπει να ίσχυαν σε γενικές γραμμές και κατά την περίοδο της ενετοκρατίας. Εξάλλου πολλά από αυτά έχουν μέχρι και σήμερα ισχύ.

 

2. Δεύτερη διαθήκη.

Μπορούσε να κάνει κάποιος και δεύτερη διαθήκη νόμιμα και με μάρτυρες, ειδάλλως ίσχυε η πρώτη. Αν κάποιος ανάγκαζε τον διαθέτη να τον κάνει κληρονόμο του, τον τιμωρούσαν χρηματικά και ποινικά. Σε περίπτωση που κάποιος εμπόδιζε τον διαθέτη να αλλάξει την πρώτη διαθήκη του, γιατί με βάση αυτή ήταν κληρονόμος του, όχι μόνο τον τιμωρούσαν αλλά και δήμευαν την περιουσία του. Αν πάλι αποδεικνυόταν ότι ο διαθέτης ήθελε να ορίσει και κάποιον άλλον κληρονόμο του, αλλά τον είχαν εμποδίσει, δεν κληρονομούσαν τίποτα όλοι οι αναγραφόμενοι στη διαθήκη ως κληρονόμοι.  Γενικά: «η προγενεστέρα διαθήκη ανατρέπεται από τη μεταγενεστέραν τελείαν ούσαν, καν έστιν  η πρώτη έγγραφος».

 

3. Κρυφή διαθήκη.

Αν ο διαθέτης δεν ήθελε να γνωρίζουν οι μάρτυρες τι έγραφε στη διαθήκη του, μπορούσε να τους τη δίνει τυλιγμένη μέχρι τα γράμματα ή και σφραγισμένη, για να υπογράφουν απλώς ότι ήταν γνήσια. Οι μάρτυρες πάλι έπρεπε να ήταν 5 ή 7.

 

4. Διαθήκη στρατιωτών.

Για τους στρατιώτες ίσχυαν ειδικές διατάξεις. Στα στρατόπεδα μπορού-σαν να γράψουν ακόμα και στην ασπίδα τους με το αίμα τους το όνομα του κληρονόμου τους ή να το χαράξουν στο χώμα, καθώς πέθαιναν. Ειδικά για τους στρατιώτες ίσχυαν και ελλιπείς διαθήκες.

 

5. Κληρονομικά δικαιώματα παιδιών.

Ο διαθέτης όφειλε να αφήνει στα νόμιμα παιδιά του τουλάχιστον το 1/3 της περιουσίας του ή το μισό, ανάλογα με τον αριθμό τους. Η προίκα, τα δώρα κ.ά. θα αφαιρούνταν από το υπόλοιπο. Τα δυσνόητα στη διαθήκη θεωρούνταν άγραφα[657].

Και σήμερα ισχύει η διάταξη για το δικαίωμα των παιδιών. Πιο συγκεκρι-μένα: αν κάποιος έχει σύζυγο  και δύο παιδιά και γράψει την περιουσία του σε κάποιον άλλον, τα παιδιά και η σύζυγος κληρονομούν τη μισή περιουσία. Είναι η νόμιμη μοίρα. Πιο συγκεκριμένα η σύζυγος τα 2/16 και τα παιδιά από 3/16 το καθένα (ΑΚ.1813 και 1820). Μπορούσε το ποσοστό να είναι λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω[658]. Στο βυζαντινό δίκαιο δεν περιλαμβάνεται στους δικαιούχους της κληρονομιάς και η σύζυγος, γιατί αυτή είχε την προίκα της, που την κληρονομούσε σε κάθα περίπτωση. Σήμερα επειδή η προίκα σαν θεσμός δεν ισχύει πια έχει και η σύζυγος τη νόμιμη μοίρα της.

 

6. Κληρονομικά καλογέρων.

Όταν κάποιος επρόκειτο να γίνει μοναχός, όφειλε να τακτοποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία, γιατί αν δεν τα τακτοποιούσε, μόλις γινόταν καλόγερος, η περιουσία του πήγαινε αυτομάτως στο μοναστήρι και έπαυε να είναι ο ίδιος πια ιδιοκτήτης. Αν βέβαια είχε παιδιά, αυτά δικαιούνταν το μερίδιό τους, όπως προαναφέραμε[659].

 

7. Διαθήκες χωρίς ισχύ.

Η διαθήκη έπαυε να έχει ισχύ, όταν ο διαθέτης

- υιοθετούσε παιδί,

- γεννούσε παιδί ή αποκτούσε εγγονό μετά τη σύνταξή της ή τον θάνατο του,

- δεν ανέφερε σ’ αυτήν κάποιον θετό γιο, έστω και ανήλικο,

- συνέτασσε δεύτερη νόμιμη  διαθήκη,

- με τη δεύτερη νόμιμη καθιστούσε κληρονόμο σε κάποια περιουσιακά στοιχεία κάποιο άτομο, χωρίς να ακολουθεί τις διατάξεις της πρώτης,

- καταδικαζόταν σε θάνατο ή εξοριζόταν ή γινόταν από αυτεξούσιος υπεξούσιος,

- είχε ανήλικη κόρη, εγγονό ή εγγονή και δεν τους ανέφερε ως κληρο-νόμους,

- άφηνε την περιουσία του σε μη συγγενή πρόσωπα, οπότε ανατρεπόταν μερικώς, αφού οι συγγενείς δικαιούνταν τα μισά, τα οποία και μοιράζονταν στα ίσα,

- δεν την έκανε μπροστά σε 5 ή 7 μάρτυρες, όπως και όταν δεν την υπέγραφαν όλοι και δεν την σφράγιζαν,

- δεν είχε γράψει το όνομά του ούτε το είχε αναφέρει στους μάρτυρες,

- μαζί με τα παιδιά ανέφερε και μη συγγενή (τότε ίσχυε για τα παιδιά αλλά όχι για τον μη συγγενή),

- δεν μνημόνευε κάποιο παιδί, ακόμα και αν είχε πεθάνει πριν,

- δεν αναφέρονταν οι κυοφορούμενοι [660].

 

8. Καταγγελία (αναίρεση) διαθήκης.

Μπορούσαν να καταγγείλουν τη διαθήκη ως πλαστή μόνο οι γονείς, τα παιδιά και τα αδέρφια.  Όποιος την καταγγείλε και έχανε τη δίκη, έχανε και το κληροδότημά του, γιατί δημευόταν. Περιθώριο καταγγελίας οριζόταν τα 5 χρόνια[661].

 

9. Κωδίκελλος.

Αν ο διαθέτης θυμόταν κάτι εκ των υστέρων, μπορούσε να το γράψει σε χαρτί και να δηλώσει ότι το ξέχασε. Μπορούσε να κάνει κωδίκελλο και χωρίς να έχει κάνει διαθήκη, όταν βρισκόταν σε σπουδή και δεν είχε χρόνο. Σ’ αυτόν ανέφερε τα εντελώς αναγκαία. Η διαφορά ανάμεσα σε διαθήκη και κωδίκελλο βρίσκεται στο ότι στην πρώτη αναφέρονταν και οι κληρονόμοι και οι απόκληροι, τα κληροδοτήματα κ.ά., ενώ στον δεύτερο ούτε κληρο-νόμοι ούτε απόκληροι. Στον κωδίκελλο αρκούσαν 5 μάρτυρες. Αν γεννιόταν νέο άτομο, έπαυε η ισχύς της διαθήκης, αλλά όχι του κωδίκελλου[662].

 

 

10. Οι κληρονόμοι.

Α. Κύρια αρχή του βυζαντινού δικαίου ήταν ότι «οι κατιόντες καν άρρε-νες καν θήλειαι  ώσι, προτιμώνται των ανιόντων και των εκ πλαγίου». Εάν ένα παιδί κληρονομούσε τον πατέρα του, παραχωρούσε στον παππού του τη χρήση της κληρονομιάς.

Β. Εάν δεν υπήρχαν κατιόντες, καλούνταν οι ανιόντες, προτιμώμενοι από όλους τους εκ πλαγίου, εκτός από τους γεννηθέντας από τους αυτούς γονείς αδερφούς.

Γ. Εάν πέθαινε η μητέρα και άφηνε ανήλικη κόρη και μετά από 16 μέρες ή περισσότερες πέθαινε και η κόρη, τα δικαιώματά της πήγαιναν απευθείας στους κληρονόμους της.

Δ. Εάν δεν υπήρχε αδερφός ούτε παιδί αδερφού, καλούνταν οι πλάγιοι συγγενείς. Αν ήταν πολλοί του ίδιου βαθμού συγγένειας, τα μοιράζονταν στα ίσα.

Ε. Ο μεγαλύτερος των 25 ετών, από τη στιγμή που θα αποδεχόταν τη διαθήκη του πατέρα του, δεν μπορούσε ούτε να παραιτηθεί ούτε να αποφύγει τις αγωγές των δανειστών.

Στ. Όποιος κληρονόμος δεν έπαιρνε εκδίκηση για το θάνατο του διαθέτη ή άντρας για το θάνατο της γυναίκας του, έχανε αντίστοιχα κληρονομιά και προίκα.

Ζ. Μέχρι 30 χρόνια μπορούσε κάποιος να απαιτήσει κληρονομιά ή κληροδότημα.

Η. Όταν πέθαινε άντρας ή γυναίκα χωρίς διαθήκη, και δεν είχε κανένα συγγενή ανιόντα ή κατιόντα ή εκ του πλαγίου, τότε και μόνο κληρονομούσε εξ ολοκλήρου ο άντρας τη γυναίκα και το αντίστροφο.

Θ. Είχε κάποιος δικαίωμα να κληρονομήσει τη γυναίκα του, αν έμεινε μαζί της τουλάχιστον δύο μήνες.

 

11. Μη υλοποίηση εντολών διαθέτη.

Όποιος ήθελε να αποδεχθεί ή όχι την κληρονομιά, όφειλε να το κάνει μέσα σε ένα έτος και να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του διαθέτη. Αν περνούσε το έτος και δεν είχε κάνει αυτά που έδωσε εντολή ο διαθέτης, αν και είχε πάρει δικαστική εντολή, κρατούσε μόνο το 1/3 και έχανε τα 2/3 της κληρονομιάς. Ο κληρονόμος είχε τα ίδια δικαιώματα με τον θανόντα διαθέτη.

 

12. Νόθα, νόμιμα και υιοθετημένα παιδιά,

Α. Αν κάποιος είχε νόμιμα παιδιά, δεν μπορούσε να αφήνει στα νόθα ή την παλλακίδα του, πέρα από μια ουγγία. Στην παλλακίδα χωρίς παιδιά, μόνο ½ ουγγίας. Αν δεν είχε νόμιμα παιδιά ή κάποιον ανιόντα κληρονόμο, μπορούσε να διαθέσει στα νόθα μέχρι 12 ουγγίες. Αν κάποιος πέθαινε χωρίς διαθήκη, τα νόθα παιδιά του μπορούσαν να πάρουν μέχρι 2 ουγγίες, που μοιράζονταν με τη μητέρα τους. Αν υπήρχαν νόμιμα και νόθα, τα νόθα δεν κληρονομούν τίποτα, εκτός από το  δικαίωμα να τρέφονται από τα νόμιμα, ανάλογα με την περιουσία του πατέρα τους .

Β. Το νόθο που νομιμοποιήθηκε μόνο από τον πατέρα, γινόταν γνήσιο για τον πατέρα του, όχι όμως και για τους ανιόντες, κατιόντες ή πλάγιους συγγενείς του πατέρα. Αυτούς δεν τους κληρονομούσε, ούτε και αυτοί το κληρονομούσαν χωρίς διαθήκη. Η κληρονομιά ενός νόθου δεν ανήκε στους συγγενείς του πατέρα του, γιατί τυπικά δεν είχε πατέρα. Συγγενική βοήθεια θα μπορούσε να δοθεί μόνο από τα αδέρφια της μάνας του. Αν πέθαινε κάποιος και άφηνε παιδιά, θετά και νόθα, τον κληρονομούσαν εξίσου.

Όποιος υιοθετούσε παιδί, φρόντιζε γι’ αυτό και του άφηνε το ? της περιουσίας του. Όταν ο θετός γιος  γινόταν αυτεξούσιος, δεν κληρονομούσε τον πατέρα του, αν αυτός πέθαινε χωρίς διαθήκη, αλλά και διαθήκη να είχε κάνει, στην οποία δεν τον μνημόνευε, δεν μπορούσε να την προσβάλλει.

 

13. Μητριά και πατριός.

     Ο πατριός ή η μητριά δεν μπορούσαν να αφήσουν ο ένας στον άλλον περισσότερα από όσα στο παιδί. Αν τα παιδιά ήταν πολλά, έπαιρναν και αυτοί όσο και το παιδί που έπαιρνε  τα λιγότερα.

 

14. Άπορη (χωρίς προίκα) σύζυγος.

Αν νυμφευόταν κανείς άπορη γυναίκα και πέθαινε, αυτή κληρονομούσε, αν είχε τρία παιδιά, το ?, (όχι όμως πάνω από 100 χρυσές λίτρες), αν είχε περισσότερα, έπαιρνε όσα και το κάθε παιδί. Τα παιδιά από άπορη γυναίκα, κληρονομούσαν το ίδιο με τα παιδιά από μητριά με προίκα. Ανάμεσά τους δεν υπήρχε διαφορά.

 

15. Περιουσία συζύγων.

Αν κάποιος ενώ ζούσε η γυναίκα του έκανε τα παιδιά τους αυτεξούσια, μπορούσε μετά το θάνατό της να εκμεταλλεύεται, εφ’ όρου ζωής, το μισό από την περιουσία της, αν είχε ένα παιδί… Αν παντρευόταν ξανά, και πάλι είχε τα ίδια δικαιώματα.

Αν κάποια έχανε τον άντρα της και δεν παντρευόταν ξανά, κρατούσε την προγαμιαία δωρεά, όπως και από την περιουσία του συζύγου της ίσο μερίδιο με τα παιδιά τους (σαν να ήταν και αυτή παιδί).

 

16. Ατελείς διαθήκες.

Από ατελή διαθήκη δεν κληρονομούσε κανείς, εκτός από τους ανιόντες, κατιόντες και πλάγιους και των δύο γενών. Αν ανακατευόταν με τα νόμιμα παιδιά και ξένο άτομο, για τα παιδία η διαθήκη ήταν έγκυρη, αλλά για το ξένο άτομο ήταν άκυρη[663].

 


 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 


ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Χωρίς διαθήκη.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Διαθήκη.

Α. Τυπικό.

Β. Συμπληρωματικές.

Γ. Ιδιόχειρες/Ιδιωτικές..

Δ. Πλούτος και φτώχεια.

Ε. Διαθέτες και κύριοι κληρονόμοι.

α. Χωρίς οικογένεια.

β. Παντρεμένοι χωρίς παιδιά.

γ. Παντρεμένοι με παιδιά.

δ. Παντρεμένοι δύο φορές.

ε. Ευγενείς/Φεουδάρχες.

ΣΤ. Επαρχιώτες στην πόλη.

Ζ. Κομισάριοι.

Η. Μάρτυρες.

Θ. Βενετσιάνοι.

Ι. Περίεργες απαιτήσεις διαθετών.

ΙΑ. Ύποπτες διαθήκες.

ΙΒ. Διαθήκες σε ειδικές συνθήκες.

ΙΓ. Υποκατάστατα διαθηκών.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Κληρονομικές συνιστώσες.

Α. Κληροδοτήματα.

α. Γονείς/Σύζυγοι.

β. Εκκλησίες/Κληρικοί.

γ. Συγγενείς/Φίλοι.

δ. Με ανταλλάγματα.

ε. Νόθοι/ερωμένες.

στ. Για ανθρωπιστικούς λόγους.

ζ. Σε νοτάριους.

Β. Ρύθμιση χρεών.

Γ. Αδερφομοίρια.

Δ. Κληρονομικά δικαιώματα.

Ε. Κληρονομικές διαφορές.

ΣΤ. Εξόφληση κληροδοτημάτων.

Ζ. Εξ αδιαιρέτου.

Η. Προτεραιότητες στην αγορά ακινήτων.

Θ. Αρχή της ισότητας.

Ι. Κληρονομικές ατασθαλίες.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Δωρεές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Καταγραφές οικοσκευής.


 

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Χωρίς διαθήκη.

 

Στα χωριά, όπως προαναφέραμε, πολλές φορές οι γονείς αδιαφορούσαν να κάνουν διαθήκη, αφού τα ελάχιστα υπάρχοντα που είχαν πήγαιναν δικαιωματικά στα ανύπαντρα παιδιά τους. Αντίθετα, στις πόλεις, όπου υπήρχαν και άτομα με σημαντική περιουσία, οι διαθήκες ήταν πιο συχνές. Υπήρχαν βέβαια και εδώ άτομα, που για διάφορους λόγους δεν συνέτασσαν διαθήκη, αλλά ήταν πολύ λιγότερα. Όταν ο πατέρας ή η μητέρα πέθαιναν χωρίς διαθήκη ή δεν όριζαν με αυτήν επακριβώς πώς ήθελαν να διατεθεί η περιουσία τους, το βάρος της διανομής έπεφτε στους κληρονόμους. Αυτοί τις περισσότερες φορές όριζαν κάποιους μοιραστάδες και εκτιμητές, που έχαι-ραν κοινής εκτίμησης, και συμφωνούσαν να δεχθούν την όποια μοιρασιά και εκτίμησή τους. Άλλες φορές έκαναν μόνοι τους τη διανομή, με την υπό-σχεση ότι στην εκτίμηση που θα ακολουθούσε, αν κάποιος εμφανιζόταν αδικημένος, θα αποζημιωνόταν από τους άλλους, ώστε όλοι να έχουν ίσα μερίδια, αδερφομοίρια. 

O Οι αδερφοί Μιχέλ και Στέφανος Κυριάκης, όπως και ο ανιψιός τους από αδερφό Νικολό, συμφώνησαν να μοιράσουν την περιουσία που κληρονό-μησαν. Από κοινού τη χώρισαν σε τρία μερίδια. Διάλεξε το 1ο ο Στέ-φανος, το 2ο ο Νικολό και το 3ο ο Μιχέλ. Δέχτηκαν να εκτιμηθούν τα τρία μερίδια και  η όποια διαφορά να αντισταθμιστεί, μέσα σε 18 μήνες[664].

O Τα αδέλφια Τζώρτζης, Τζανάκης, Πιέρος και Ιάκωβος Σαγκουινάτσοι κληρονόμησαν από τον πατέρα τους κάποια σπίτια. Αφού αρχικά τα χώρισαν μόνοι τους σε τέσσερα μερίδια, κάλεσαν εκτιμητή, ο οποίος τα εκτίμησε συνολικά σε 36.138 υ. Στη συνέχεια, ο ίδιος εκτιμητής, αφού εκτίμησε χωριστά το κάθε μερίδιο, αποφάσισε πόσα θα έπρεπε να πάρει ή να δώσει κάθε ένας, προκειμένου να εξισωθούν[665].

Όταν ο/η διαθέτης είχε παιδιά από περισσότερους γάμους, όλα είχαν, σύμφωνα με τον νόμο, το ίδιο μερίδιο.

O Η μακαρίτισσα πέθανε χωρίς διαθήκη και τα παιδιά της (4 γιοι και μια κόρη) από δύο γάμους αποφάσισαν να μοιραστούν την περιουσία της. Όρισαν εκτιμητή τον Αντρέα Καλονά και του ζήτησαν να τη χωρίσει σε πέντε ίσα μερίδια[666].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Διαθήκες.

Α. Το τυπικό.

Οι νοτάριοι των πόλεων, όπως και αυτοί των χωριών, ακολουθούσαν σε γενικές γραμμές ένα παραδοσιακό τυπικό στη σύνταξη των διαθηκών. Αρχι-κά σημείωναν το χρόνο και τον τόπο σύνταξής τους. Στη συνέχεια, αιτιο-λογούσαν την απόφαση του διαθέτη να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια. Τις περισσότερες φορές διατύπωναν την αιτιολογία με δικά τους στερεότυπα λόγια. Σε ελάχιστες την έγραφαν καθ’ υπαγόρευση του διαθέτη. Οι τελευ-ταίες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί ήταν κατάθεση ψυχής ανθρώπων που βρίσκονταν μπροστά στο φάσμα του θανάτου. 

Οι διαθέτες μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη περι-λαμβάνει τους άρρωστους, η δεύτερη τους προνοητικούς  και η τρίτη αυτούς που αναλάμβαναν επικίνδυνες αποστολές (έφευγαν για το στρατό ή για το ναυτικό σε περίπτωση πολέμου). Οι πρώτοι δικαιολογούσαν τη σύνταξη της διαθήκης τους με την αρρώστια τους και την επιθυμία τους να φροντίσουν για την περιουσία και την ψυχή τους, προκειμένου να μην υπάρχουν εκκρε-μότητες και διχόνοιες. Οι δεύτεροι τη δικαιολογούσαν με τον ισχυρισμό ότι μπορεί να ήταν υγιείς, αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια το τέλος της ζωής του και για το λόγο αυτό όφειλε πάντα να είναι έτοιμος. Οι τρίτοι, τέλος, πρόβαλλαν απλώς το ότι ίσως δεν επέστρεφαν από τον πόλεμο ή τα κάτεργα και δεν θα ήθελαν να αφήσουν πίσω τους εκκρεμό-τητες[667]. Όλοι μιλούσαν για τακτοποίηση των σχετικών με την περιουσία τους και την ψυχή τους. Με το δεύτερο εννοούσαν την κηδεία, τα μνημό-συνα, όπως και τα κληροδοτήματα που συνήθιζαν να αφήνουν σε εκκλησίες, μοναστήρια και αναξιοπαθούντες. Μετά την αιτιολόγηση, οι περισσότεροι εξέφραζαν την επιθυμία να είναι άκυρες όλες οι άλλες διαθήκες, κανονικές και συμπληρωματικές, που είχαν κάνει και μόνο η συγκεκριμένη να ήταν ισχυρή και απαραβίαστη. Στη συνέχεια, αφού άφηναν συγγνώμη σε όλους τους συνανθρώπους τους και, παράλληλα, ζητούσαν αντίστοιχη από όλους, καθόριζαν τον τρόπο που επιθυμούσαν να τους θάψουν και όριζαν τον ή τους κομισάριούς τους. Αμέσως μετά άρχιζε η απαρίθμηση αυτών που άφη-ναν κληρονόμους και τι ακριβώς άφηναν στον καθένα. Αν άφηναν ένα μόνο κληρονόμο στο σύνολο της περιουσίας τους, δεν χρειάζονταν ειδικές αναφο-ρές στην περιουσία τους. Ακολουθούσαν τα διάφορα κληροδοτήματα, η ανα-φορά σε όσα τους χρωστούσαν ή οι ίδιοι χρωστούσαν, και η διαθήκη τέλειωνε με τις υπογραφές των μαρτύρων. Παραθέτουμε σχετικά αποσπά-σματα από διάφορες διαθήκες.

 

Ι. «…Είναι γνωστό ότι ο θάνατος του ανθρώπου είναι περισσότερο σίγουρος από κάθε άλλο πράγμα και ότι κανένας δεν μπορεί να ξέρει ποτέ την ώρα του, γιατί είναι αβέβαιη. Ο σοφός, κατά συνέπεια, άνθρωπος, πριν να έρθει σ’ αυτήν την ώρα, οφείλει να τακτοποιεί τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία του, για να μην πεθάνει χωρίς διαθήκη και αφήσει πίσω του καυγάδες και άλλα διάφορα. Για το λόγο αυτό ο ενδοξότατος Δομίνικος Μουδάτσος, σκεφτόμενος ότι βρίσκεται σε ασθένεια και αδυναμία από τις οποίες και άλλες φορές έχει υποφέρει, θέλησε τώρα να τακτοποιήσει τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία του. Έχοντας, λοιπόν, με τη βοήθεια του θεού, σώες τις φρένες και ακέραιη τη σκέψη, έστειλε και κάλεσε εμένα τον νοτάριο που υπογράφω παρακάτω, όπως και τους επίσης υπογράφοντες παρακάτω παρακαλετούς μάρτυρες, και με  παρακάλεσε να γράψω και να συμπληρώσω την έσχατη αυτή επιθυμία του και διαθήκη…»[668] (βλ. Παράρ-τημα, έγγραφο 1).

 

ΙΙ. «…Εκεί η μεγαλόπρεπη Φραγκεσκίνα, χήρα του μακαρίτη εξοχότατου διδάκτορα, υγιής με τη βοήθεια του θεού στο μυαλό και στο σώμα, γνωρί-ζοντας τη βεβαιότητα του θανάτου, που βρίσκεται πάνω από όλους, και μη θέλοντας να  συμβεί σ’ αυτήν αυτό που έχει συμβεί σε πολλούς, να φύγουν δηλαδή από τη ζωή χωρίς να έχουν αφήσει εντολή για το τι θέλουν να γίνει η περιουσία τους μετά το θάνατό τους, κάλεσε εμένα τον νοτάριο που υπο-γράφω παρακάτω και τους παρακαλετούς μάρτυρες, που επίσης υπογράφουν παρακάτω, και με παρακάλεσε να γράψω και να συμπληρώσω αυτήν την τελευταία επιθυμία και διαθήκη της… Θέλει (αυτή η διαθήκη) να είναι η μόνη ισχυρή, ανακαλώντας κάθε προηγούμενη διαθήκη ή κωδίκελλο, που είχε κάνει η ίδια με οποιοδήποτε τρόπο και με το χέρι οποιουδήποτε νοταρίου ή με όποιο θέλεις άλλο τρόπο πριν από αυτήν, που επιθυμεί να είναι η μόνη και να ισχύει, ενώ οι άλλες (επιθυμεί) να θεωρούνται άκυρες και χωρίς ισχύ…» [669] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 2).

 

ΙΙΙ. (Η Ελιά Επισκοποπούλα) «… δηλώνει ότι, όταν έρθει ο θάνατος αφή-νει συγχώρεση σε όλους τους χριστιανούς και ζητά και το ίδιο απ’ αυτούς, έπειτα: θέλει να ταφεί στο μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής με την υποχρέωση να τη βάλουν μαζί με τον σύζυγό της, διαφορετικά να τη θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα στη Ρούγα. Θέλει και αφήνει ως πιστό εκτελεστή της διαθήκης το μεγαλόπρεπο Θεόδωρο Μυλωνόπουλο, αγαπητό συγγενή της, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να κάνει όσα παρακάτω θα διατάξει και θα δηλώσει…»[670] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 3).

 

ΙV. (Η Καλλίτσα Κουλουρίδη) «…θέλει να τη θάψουν στο νεκροταφείο του μοναστηριού Αγίου Στεφάνου του παπά Βαρθολομαίου Σιρόπουλου, ανιψιού της και, όταν τελειώσει η εκκλησία που φτιάχνει ο αδελφός της, να της κάνουν ένα μνήμα και να τη μεταφέρουν εκεί. Ο άνδρας της είναι υπο- χρεωμένος να δώσει στον παπά Βαρθολομαίο 500 υπέρπυρα, για να της κάνει ένα σαββατιανό και ένα σαρανταλείτουργο. Επίσης να κάνει τα έξοδα για ένα παραμέντο στην εκκλησία αυτή. Αφήνει επίσης στον παπά Τζώρτζη Κομιτά, άλλο ανιψιό της, 200 υπέρπυρα για ένα σαββατιανό και ένα σαρα-νταλείτουργο. Επίσης στον παπά Δανιήλ Σουριάννη 50 για ένα σαββατιανό. Ακόμα ο άνδρας της οφείλει να δώσει στον αδελφό της Βενέδικτο τα 500 υπέρπυρα που του χρωστά και να συμπληρώσει γραπτή πιστωτική απόδειξη μέχρι το ποσό αυτό, για την ψυχή της. Επίσης αφήνει στο μάστρο Γιάννη, άλλο αδελφό της, όσα της χρωστά. Θέλει να κρατήσει ο σύζυγός της από την προίκα της 1.000 υπέρπυρα και τα δώρα του σύμφωνα με το γαμικό σύμ-φωνο και τα υπόλοιπα να τα δώσει στον παπά Μανούσο με την υποχρέωση να την μνημονεύει για πάντα. Η πληρωμή των κληροδοτημάτων να γίνει χωρίς πίεση και ο σύζυγός της να έχει το δικαίωμα επανάκτησης των προι-κώων»[671].

 

V. «Στ’ όνομα του θεού, αμήν. Το έτος από την ενσάρκωσή του 1645, στις 25 Ιουνίου, 13ης ινδικτιόνας, στο Ρέθυμνο, πόλη του βασιλείου της Κρή-της, στη δημόσια πλατεία, στο φαρμακείο του Τζουάννε Κουνούπη. Εκεί μπροστά σε μένα και τους μάρτυρες, ο Τζουάννε Πίρινος π. Πιέρου μού είπε ότι επιθυμεί να κάνει αυτή την τελευταία και ισχύουσα διαθήκη, γιατί βλέπει ότι ο εχθρός πλησιάζει στην πόλη των Χανίων και δεν μπορεί να ξέρει τη μέρα που θα έρθει αντιμέτωπος μαζί του. Θέλει λοιπόν να τακτοποιήσει όλα τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία του μήπως τον βρει ο θάνα-τος…»[672].

VΙ. Οι νοτάριοι σε σπάνιες περιπτώσεις, μετά το τέλος της διαθήκης, σημείωναν εκ των υστέρων, φυσικά, δίπλα στο έγγραφο το πότε πέθανε ο διαθέτης και το πιστοποιούσαν δύο μάρτυρες.

O «Στις 5 Μαΐου 1635, αφού ο παραπάνω διαθέτης πέρασε στην άλλη ζωή, δημοσιοποίησα μπροστά στους παρακάτω μάρτυρες τη διαθήκη» [673] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 4).

O Η χήρα Μαρίνα Τεριανού έκανε τη διαθήκη της στις 8 Δεκεμβρίου 1637 και πέθανε στις 5 Αυγούστου 1645. Το σημείωσε κάτω από τη διαθήκη ο νοτάριος[674].

 

 

 

Β.  Συμπληρωματικές διαθήκες.

Ήταν σύνηθες το φαινόμενο και είναι μέχρι και σήμερα οι  διαθέτες να αλλάζουν, κατά καιρούς, μερικώς ή ολικώς τη διαθήκη τους. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην αλλαγή των συνθηκών της ζωής ή της συμπεριφοράς κάποιων συγγενών, σε αφόρητες πιέσεις ενδιαφερομένων ή σε νέες σκέψεις και εκτιμήσεις, που έρχονταν να ανατρέψουν ή να αναθεωρήσουν τις προ-ηγούμενες. Ο άνθρωπος είχε και έχει τη δυνατότητα όσο ζει να προσαρμόζει τη διαθήκη του στα εκάστοτε νέα δεδομένα.

O Ο πλούσιος εισοδηματίας Τζουάννε Λίμας άφηνε με τη διαθήκη του στον υπηρέτη του Μανόλη Κουρνιαχτό πολλά ζώα, ρούχα και 100 υ. Την επόμενη κιόλας μέρα έκανε και συμπληρωματική. Σ’ αυτήν αιτιολογούσε το κληροδότημα στον υπηρέτη του. Ήταν, όπως δήλωσε, αποζημίωση για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει Ταυτόχρονα έδινε εντολή σε περί-πτωση που ο υπηρέτης απαιτούσε αποζημίωση και από τους κληρονό-μους του, να έχανε το κληροδότημα. Ζητούσε επίσης να δοθούν 50 υ. σε ένα διάκο, για τα έξοδά του να πάει να χριστεί ιερέας[675].

O Η χήρα Ρεγγίνα Αχέλη έκανε κωδίκελο (συμπληρωματική διαθήκη). Με αυτόν ζητούσε να ταφεί στο μοναστήρι του ανιψιού της μέχρι να της κάνουν τάφο και να πληρώσουν τον εφημέριο για ένα σαββατιάτικο και ένα σαρανταλείτουργο[676].

O Η χήρα Ιζαμπέτα Κοντογιαννοπούλα στη συμπληρωματική διαθήκη της περιόρισε το κληροδότημα του μοναστηριού Μιχαήλ Αρχαγγέλου, όπου αρχικά ζητούσε να τη θάψουν, από 1.000 υ. σε 500 υ., και ζητούσε να τη θάψουν στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, στο οποίο άφηνε χρήματα μόνο για τα μνημόσυνά της. Άλλαξε τους όρους σχετικά και με τη νόθα κόρη του άντρα της, στην οποία άφηνε 3.000 για να παντρευτεί. Όρισε δηλαδή ότι προκειμένου να πάρει το κληροδότημα, όφειλε να μένει και να υπηρετεί την αδερφή της Κατερού και αν πέθαινε πριν από το γάμο της, το κληροδότημα να έμενε στην αδερφή της[677].

 

Οι πιέσεις των συγγενών άρχιζαν από τη στιγμή που διέρρεε το περιεχό-μενο της διαθήκης. Η διαρροή μπορούσε να προέλθει από τον ίδιο το δια-θέτη, από κάποιον μάρτυρα ή και τον νοτάριο. Μερικές φορές οι πιέσεις οδηγούσαν σε ριζικές αλλαγές και άλλες φορές σε μικρές διαφοροποιήσεις.

O Η Αντριάννα Πατελάρου είχε αφήσει με τη διαθήκη της όλη την προίκα της στον άντρα της. Την ίδια μέρα άλλαξε γνώμη και με κωδίκελο ζήτησε να μπορεί ο άντρας της να διαθέσει τη μισή περιουσία της και την άλλη μισή, μετά το θάνατό του, να την πάρει ο αδερφός της Τζώρτζης[678].

 

Μερικές φορές οι διαθέτες δεν άλλαζαν τις διατάξεις της πρώτης δια-θήκης, αλλά διευκρίνιζαν όσα δεν ήταν σαφώς διατυπωμένα ή πρόσθεταν καινούριες.

O Ο Μιχέλ Επισκοπόπουλος είχε κάνει διαθήκη και τώρα ήθελε να διευκρι-νίσει δύο όρους: ένα έσοδο που είχε από τον πατέρα του το μοναστήρι Αγίου Σωτήρα παρέμενε και τα δώρα του γάμου του τα άφηνε στη γυναίκα του[679].

 

Δεν ήταν λίγες οι φορές που μερικοί έσπευδαν να κάνουν διαθήκη, γιατί νόμιζαν ότι ήταν άρρωστοι. Όταν όμως διαπίστωναν ότι η αρρώστια τους ήταν περαστική, φρόντιζαν να την ακυρώσουν.

O Η Φρατζού Επισκοποπούλα, αφού έκανε μια διαθήκη εκτενέστατη, τακτοποιώντας λεπτομερώς τα περιουσιακά  και τα σχετικά με την ψυχή της, την επόμενη έκανε συμπληρωματική, με την οποία την ακύρωνε και επιφυλασσόταν να γράψει άλλη στο μέλλον[680].

Ίσως και να μην πρόλαβε να τη γράψει, γιατί οι Τούρκοι ήδη βρίσκονταν κοντά στην πόλη του Ρεθύμνου

 

Οι προσθαφαιρέσεις στα κληροδοτήματα ήταν κύρια χαρακτηριστικά των συμπληρωματικών διαθηκών.

O Ο ευγενής Μάρκος Κιότζας είχε κάνει διαθήκη και τώρα ήθελε να αφαι-ρέσει άλλα και άλλα να προσθέσει. Όσα άφηνε στα ανίψια του τα ανακα-λούσε και τα άφηνε στον αδερφό του. Αύξαινε κληροδότημα, ακύρωνε παροχές σε δύο άτομα και άφηνε μεγάλο έσοδο στον κουμπάρο του. Τα υπόλοιπα τα άφηνε στον γιο του και τη μάνα του[681].

 

Σε λίγες περιπτώσεις οι διαθέτες με τη συμπληρωματική ανέτρεπαν ουσιαστικά την αρχική διαθήκη.

O Ο Τζουάννε Σκορδίλης είχε αφήσει εντολές σχετικές με κληροδοτήματα σε μοναστήρια και συγγενείς. Δεν είχαν περάσει παρά τρεις μέρες, όταν έκανε συμπληρωματική, με την οποία άφηνε το ελεύθερο στον αδερφό και κομισάριό του, να διαχειριστεί τα σχετικά με την περιουσία του, όπως ήθελε. Το μόνο που δεν άλλαξε ήταν το κληροδότημα που άφηνε στην υπηρέτριά του και τον ιερομόναχο άλλο αδερφό του[682].

 

Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί οι αλλαγές να μην ήταν ριζικές, ήταν όμως ουσιαστικές.

O Η Μαργιέτα Σαγκουινάτσου, σύζυγος του ευγενή Αντωνάκη, έξι μέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης της, έκανε και συμπληρωματική. Ήθελε από ένα ακόμα Σαββατιανό και Σαρανταλείτουργο από τους ιερείς της Παναγίας των Αγγέλων και της Αγίας Άννας. Άφηνε στη μάννα της το μισό από το σπίτι που κατοικούσε, όσα πράγματα διέθετε στο χωριό Γερακάρι, ένα χωράφι, τα μισά από τα κινητά που είχε στα σπίτια της και ένα έσοδο 12 μ. λάδι το χρόνο. Όλα τα ρούχα και τα χρυσαφικά της ήθελε να τα κρατά η μάνα της μέχρι να ενηλικιωθεί ο γιος της. Αν όμως αναγκάζονταν να φύγουν καθώς έρχονταν οι εχθροί, μπορούσαν η μητέρα και ο άντρας της να τα έπαιρναν μαζί τους. Όλα τα υπόλοιπα που είχε ή περίμενε τα άφηνε στο γιο τους. Αν αυτός χανόταν, ήθελε να πήγαιναν στη μάνα της[683]

 

Γ. Ιδιόχειρες και ιδιωτικές διαθήκες.

Μερικοί, ιδίως από τους οικονομικά ισχυρούς κύκλους ή τους ευγενείς, έγραφαν μόνοι τους τη διαθήκη τους, καλούσαν κάποιους μάρτυρες για να την προσυπογράψουν και την κατέθεταν κλειστή στον νοτάριο, με την εντο-λή να την ανοίξει αμέσως μετά το θάνατό τους, να την ανακοινώσει στους ενδιαφερόμενους και να την περάσει στο πρωτόκολλό του, ώστε να είναι επίσημη. Οι νοτάριοι σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθιζαν μετά το θάνατο του διαθέτη, αφού άνοιγαν τη διαθήκη, να καλούν πρώτα δύο μάρτυρες γνω-στούς του μακαρίτη και αναγνωρισμένου κύρους, προκειμένου να αναγνω-ρίσουν τον γραφικό χαρακτήρα του και να πιστοποιήσουν την εγκυρότητά της. Στη συνέχεια, καλούσαν τους ενδιαφερόμενους και τους διάβαζαν τη διαθήκη, πάλι μπροστά σε μάρτυρες. Η όλη διαδικασία φαίνεται στην ιδιό-χειρη διαθήκη του Νικολό Γαβαλά, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει τέσσερις μάρτυρες. Τους δύο είχε βάλει να υπογράψουν το 1634 και τους άλλους δύο ένα χρόνο μετά[684] (βλ. Παράρτημα, έγγραφα 5). 

O Ο Φραγκίσκος Σαγκουινάτσος είχε παραδώσει στον νοτάριο Καλλέργη στις 20/6/1640 ένα σφραγισμένο φάκελο με τη διαθήκη του, μπροστά σε μάρτυρες, και, αφού τον διαβεβαίωσε ότι ήταν γραμμένη από τον ίδιο, τον παρακάλεσε να εκτελεστεί μετά το θάνατό του. Πέθανε στις 17/12/ 1643 και ο νοτάριος τη γνωστοποίησε στους ενδιαφερόμενους. Η διαθή-κη άρχιζε με αυτά τα λόγια: «…Επειδή σκέφτηκα εγώ ο Φραγκίσκος Σαγκουινάτσος ότι πλησίασε ο χρόνος που πρέπει να με καλέσει ο παντοδύναμος θεός και να  φύγω από αυτόν τον κόσμο, θέλω με αυτήν την τελευταία  και απαραβίαστη  διαθήκη μου, γραμμένη με το χέρι μου, να τακτοποιήσω τα παιδιά μου και να αφήσω στο καθένα το μερίδιό του χωριστά, για να μην έχουν μετά από μένα διαμάχες μεταξύ τους…» και τέλειωνε με την φράση: «Εγώ ο Φραγκίσκος Σαγκουινάτσος θέλω η παραπάνω  έσχατη  διαθήκη μου να εκτελεστεί όπως έχει και αφήνω στον Αντρέα (εννοεί τον νοτάριο Αντρέα Καλλέργη) για τον κόπο του 8 τάλιρα»[685].

 

Σε ελάχιστες περιπτώσεις έχουμε εναλλαγή ιδιόχειρης και μη διαθήκης. Μπορούσε δηλαδή ο διαθέτης να έδινε στον νοτάριο τη μυστική σφραγι-σμένη διαθήκη του και, στη συνέχεια, να μετάνιωνε και να έκανε κάποια συμπληρωματική (κωδίκελο) ανοιχτή. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, μέσα στις συμπληρωματικές διατάξεις της δεύτερης, αναγκαστικά θα υπήρχαν κάποιες από τις «μυστικές» της πρώτης. 

O Ο Νικολό Μουδάτσος είχε παραδώσει στον νοτάριο Καλλέργη ιδιόχειρη σφραγισμένη διαθήκη. Στη συνέχεια, πήγε και έκανε συμπληρωματική. Αυτή τη φορά όχι ιδιόχειρη. Κύρια μέριμνά του ήταν να ορίσει πού να ταφεί, αν πέθαινε στην πόλη, και πού, αν πέθαινε στο χωριό Λαμπινή, όπως και να αυξήσει τα κληροδοτήματα που άφηνε στα νόθα παιδιά του[686].

Όπως ήταν φυσικό, επειδή στη συμπληρωματική αναφερόταν σε όσα είχε ορίσει στην ιδιόχειρη κανονική, έπαυε πια αυτή να είναι εντελώς «μυστική» (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 6).

 

Μια ελάχιστη μερίδα από τους διαθέτες, όταν ήθελαν να γράψουν τη δια-θήκη τους, δεν κατέφευγαν απευθείας σε κάποιο νοτάριο, αλλά προτιμούσαν να την υπαγορεύσουν σε κάποιο άτομο της εμπιστοσύνης τους, που, φυσικά, γνώριζε γράμματα. Αφού με αυτόν τον τρόπο τέλειωναν τη διαθήκη τους, την παρέδιδαν, γραμμένη στα ελληνικά, όπως ήταν, στον νοτάριο, για να την περάσει στο πρωτόκολλό του και να επισημοποιηθεί.. Ο νοτάριος τις περισ-σότερες φορές την περνούσε, γραμμένη όπως ήταν, δηλαδή στα ελληνικά, αν και αυτό απαγορευόταν στις πόλεις. Ο λόγος της μη χρησιμοποίησης εξ αρχής του νοταρίου ίσως πρέπει να αναζητηθεί στην έλλειψη εμπιστοσύνης προς το άτομο του ή και στο γεγονός ότι ήταν υποχρεωτικό να έγραφε στα ιταλικά τις επιθυμίες του διαθέτη, γλώσσα που το σύνολο σχεδόν των δια-θετών αγνοούσε. Έτσι, δεν μπορούσαν οι περισσότεροι να διαπιστώσουν αν πράγματι ο νοτάριος περνούσε στη διαθήκη όσα του υπαγόρευαν.

O Η Γιακουμίνα Μπαρμπαρίγου, κατάκοιτη από αρρώστια βαριά, φώναξε τον Φραγκίσκο Πράτικο και του υπαγόρευσε τη διαθήκη της. Στη συνέ-χεια, κάλεσε τον νοτάριο Καλλέργη και του την παρέδωσε, μπροστά σε δύο μάρτυρες, για να την περάσει στο πρωτόκολλό του. Αυτός την πέρα-σε γραμμένη στα ελληνικά, όπως ήταν[687] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 7).

 

Μερικοί που ήξεραν γράμματα και είχαν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο προτιμούσαν να γράφουν μόνοι τους τη διαθήκη τους, εκτός των άλλων, και για να κάνουν επίδειξη «των λογοτεχνικών» τους ικανοτήτων.

O Ο ευγενής Μιχέλ Επισκοπόπουλος παρέδωσε τη διαθήκη που είχε γράψει μόνος του στον νοτάριο, για να την ανοίξει μετά το θάνατό του. Την έδωσε στις 28/7/1645 και πέθανε στις 24/12 του ίδιου έτους[688] (βλ. Πα-ράρτημα, έγγραφο 8). Μιλά σε πρώτο πρόσωπο και εμφορείται από θλίψη και άλλα συναφή συναισθήματα. Ορισμένες εκφράσεις, όπως τρεμάμενο πέρασμα, χαριτωμένη σύζυγος κ.ά. δείχνουν ρομαντική υφή στο κείμενο. Όλα τα άφηνε στη γυναίκα του, που όριζε και κομισάριο. Δεν ήθελε τις κοινότυπες καταγραφές. Άφηνε κληροδοτήματα σε μοναστήρια, παπάδες και τον κουμπάρο του. Δεν ξεχνούσε ούτε τον νοτάριο.

Πρόκειται για έναν συναισθηματικό και σφόδρα ερωτευμένο ευγενή. Φαινόμενο όχι και τόσο σύνηθες στους κύκλους του.

 

Όταν μετά το θάνατο του διαθέτη, ο νοτάριος άνοιγε την κλειστή ιδιό-χειρη διαθήκη του, καλούσε δυο μάρτυρες να υπογράψουν και σημείωνε μερικά στερεότυπα λόγια, όπως: Επειδή σήμερα πέρασε σε καλύτερη ζωή ο πολύ εκλαμπρότατος Φραγκίσκος Σαγκουινάτσος, ανοίγω και δημοσιοποιώ αυτήν τη διαθήκη του, μπροστά σε πολλούς παρευρισκόμενους[689].

 

Δ.  Πλούτος και φτώχεια.

Σε όλες σχεδόν  τις διαθήκες αναφέρονται αριθμητικά κάποια ποσά είτε αυτά αφορούν διάφορα κληροδοτήματα, προίκες ανύπαντρων κοριτσιών ή και χρέη. Τα ποσά αυτά σε συνάρτηση με την ακίνητη περιουσία, όταν περιγράφεται, βοηθούν στο να εκτιμηθεί το αν ο διαθέτης ήταν φτωχός ή πλούσιος.

 

α. Διαθήκες πλουσίων: Οι αριστοκράτισσες δεν διέφεραν από τις άλλες γυναίκες στη διατύπωση της τελευταίας τους επιθυμίας. Απλώς, άφηναν πολλά, γιατί είχαν πολλά. Παράλληλα, ζητούσαν πολλά για την ταφή και τα μνημόσυνά τους, γιατί και άφηναν πολλά σε οικείους, εκκλησίες, μονα-στήρια και κληρικούς.

O Η Κασσάνδρα Κορνέρ αρρώστησε και έγραψε τη διαθήκη της. Ζητούσε να τη θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου στο Ρέθυμνο, αλλά μετά από έξι μήνες  να την ξεθάψουν και να τη μεταφέρουν στο ομώνυμο μοναστήρι του Χάνδακα. Άφηνε κομισάριούς της έξι δικά της άτομα (αδερφούς, σύζυγο και μητέρα). Άφηνε από 1.000 δουκάτα στα αδέρφια της, 5.000 στο σύζυγό της και 25 τσεκίνια στο γιατρό της. Ζητούσε ακόμα να πουληθούν τα ρούχα της και με τα χρήματα που θα έπαιρναν να  εξοφλήσουν  κληροδοτήματα: σε τρία μοναστήρια, στην ψυχοκόρη της, όταν θα παντρευόταν, στην αδερφή της ψυχοκόρης της, σε υπηρέτριά της, σε χήρα και στην κόρη της, στη γιαγιά του άντρα της κ.ά. Τα υπόλοιπα τα άφηνε στη μητέρα της[690].

 

Στην πόλη ζούσαν πολλοί πλούσιοι ευγενείς/φεουδάρχες, που συνήθιζαν στις διαθήκες τους να αφήνουν μεγάλο αριθμό κληροδοτημάτων. Οι αμαρ-τίες που, κατά κανόνα, συνόδευαν τη ζωή τους, τους ωθούσαν ίσως στην υστερόβουλη σκέψη να αφήνουν τα περισσότερα σε εκκλησίες και μονα-στήρια.

O Ο ευγενής Μάρκος Καλλέργης χωρίς να είναι άρρωστος έκανε διαθήκη. Ζητούσε να τον θάψουν σε συγκεκριμένη εκκλησία και όριζε τα σχετικά με τον τάφο του. Είχε τεράστια περιουσία ακίνητη και πολλά ζώα. Ήθελε να πουλήσουν τα ζώα που είχε και μαζί με τα έσοδα από το λάδι μιας καλής χρονιάς να συγκεντρώσουν χρήματα για να μπορούν με αυτά να υπερασπίζονται τα δίκαιά του. Άφηνε κληροδοτήματα σε δεκάδες εκκλη-σίες, μοναστήρια, κληρικούς, υπηρέτες, νόθα παιδιά… Μόνο για μια εκκλησία στον Ορθέ άφηνε πάνω από 2.260 υ.[691]

 

β. Διαθήκες φτωχών: Οι φτωχοί και ιδίως οι επαρχιώτες που είχαν βρει καταφύγιο στην πόλη, τις περισσότερες φορές δεν έκαναν διαθήκη, ακολου-θώντας την τακτική του χωριού τους. Κατά συνέπεια, τα λίγα υπάρχοντά τους πήγαιναν στα παιδιά ή τη γυναίκα τους δικαιωματικά. Το γεγονός, παρ’ όλα αυτά, δημιουργούσε συχνά προβλήματα στα παιδιά, γιατί στη διανομή, της ελάχιστης έστω περιουσίας τους, πάντα δημιουργούνταν αντιπαραθέσεις και διχόνοιες.

O Ο επαρχιώτης Μάρκος Κουρνιαχτός βρέθηκε άρρωστος στην πόλη και έκανε τη διαθήκη του. Η μόνη του περιουσία ήταν ένα μερίδιο στο σπίτι που έμενε. Το άφηνε στη μάνα του όσο αυτή θα ζούσε. Μετά ήθελε να πάει στο γιο του, αν ζούσε, διαφορετικά στη γυναίκα του[692].

 

γ. Διαθήκες σύντομες και φλύαρες: Μερικοί διαθέτες, κυρίως φτωχοί, απέφευγαν να γράφουν πολλά. Εξάλλου, λίγα είχαν να αφήσουν, ήξεραν πού θα τα άφηναν, οπότε αρκούσαν λίγες γραμμές.

O Η Ανιέζα Αρχοντορωμαιοπούλα απλώς άφηνε εκτελεστή και κληρονόμο της τον Ιούλιο Κονταράτο[693].

O Η χήρα Φαντίνα Ντακοπούλα ήθελε να ταφεί στον Άγιο Ηλία, όπου και οι γονείς της. Το σπίτι και όσα είχε τα άφηνε στον αδερφό της και τον γιο της. Θα τα έκανε δυο μερίδια ο αδερφός της και θα έπαιρνε το ένα ο γιος της, που οφείλει να της κάνει και απαραίτητα μνημόσυνα[694].

 

Μερικοί άλλοι διαθέτες είχαν την τάση να γράφουν τις επιθυμίες τους με πολλά λόγια και πολλές φορές να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια. Υπήρχαν και οι πολύ προνοητικοί, αυτοί δηλαδή που ήθελαν να καλύψουν κάθε μελλοντική περίπτωση. Αν πέθαινε ο ένας κληρονόμος… αν αποκτού-σε μόνο νόθα παιδιά… αν δεν υπάκουε… αν η γυναίκα ήθελε να παντρευτεί ξανά… αν ο ιερέας που είχε αναλάβει να τον μνημονεύει, δεν το έκανε… αν… αν… Συνήθως οι φλύαροι διαθέτες, εκτός από την κανονική, έκαναν και συμπληρωματική διαθήκη, για να πουν περισσότερα ή να καλύψουν περισσότερες περιπτώσεις.

O Η Καλή Κουμουλοπούλα είχε πολλά, της χρωστούσαν πολλά, αλλά και ήταν γεμάτη καχυποψία για όλους και περισσότερο για το γιο της[695] (βλ. Παράρτημα, έγγραφα 9/9 α).

Πρόκειται για τοκογλύφο του χειρίστου είδους. Μέσα στα γραφόμενά της διακρίνει κανείς τις απάτες που είχε κάνει, αλλά και όσες είχε πρόθεση να κάνει, αν δεν την εμπόδιζε η αρρώστια. Μπροστά στο θάνατο έκανε μια προσπάθεια να απαλύνει λίγο τις ανομίες της. Για παράδειγμα, δήλωνε ότι κάποιος φαινόταν στα γραπτά της ότι της χρωστούσε ακόμα μια ποσότητα λάδι, αλλά την είχε εξοφλήσει και από αμέλειά της δεν του επέστρεψε το χρεωστικό. Αδιαφορούσε για το πού θα τη θάψουν, άφηνε όμως αρκετά χρήματα σε τρεις εκκλησίες αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχουν τη δυνατότητα να τα οικειοποιηθούν οι όποιοι λειτουργοί τους. Έμπορος ήταν και ήξερε από απάτες.

 

Ε. Διαθέτες και κύριοι κληρονόμοι.

Οι διαθέτες ανάλογα με την οικονομική, κοινωνική και οικογενειακή κατάσταση διαφοροποιούσαν τον τρόπο διάθεσης της περιουσίας τους.

 

α. Διαθέτες χωρίς οικογένεια. Οι άντρες και οι γυναίκες που δεν είχαν την τύχη ή την ατυχία να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια, όταν πέθαιναν, συνήθως άφηναν την περιουσία τους στα αδέρφια τους ή τα ανίψια τους. Αν ήταν γυναίκες, κατά κανόνα, ήταν πιο απλόχερες στους αδερφούς και λιγό-τερο στις αδερφές.

O Η Γιακουμίνα Μπαρμπαρίγου, κατάκοιτη από αρρώστια βαριά, φώναξε τον Φραγκίσκο Πράτικο και του υπαγόρευσε τη διαθήκη της, στη συνέ-χεια, κάλεσε τον νοτάριο Καλλέργη και του την παρέδωσε η ίδια. Άφηνε 500 υ. στην εκκλησία του Σωτήρα, όπου ήθελε να τη θάψουν. Σε μια υπη-ρέτριά της 100 υ. Στον αδερφό της Γεωργιλά ένα αμπέλι. Τα υπόλοιπα ζητούσε να τα έκαναν 4 ίσα μερίδια και να τα έπαιρναν τα τέσσερα αδέρ-φια της (Γεωργιλάς και 3 αδερφές)[696].

O Η Λουκία Κιότζα ήταν άρρωστη. Όρισε κομισάριο και εκτελεστή της διαθήκης της τον ανιψιό της Φραγκίσκο. Άφηνε κάποια ποσά σε τρεις εκκλησίες, όπως και σε ανιψιές, ψυχοκόρες, υπηρέτριες. Τα υπόλοιπα άφηνε στον εκτελεστή ανιψιό της[697].

 

Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που γεροντοκόρες  αγνοούσαν μερικώς ή ολικώς τους συγγενείς  και προτιμούσαν ξένους, για δικούς τους λόγους. Σε αυτές τις περιπτώσεις όφειλαν να δικαιολογήσουν την προτίμησή τους, γιατί οι συγγενείς, αδέρφια και ανίψια, μπορούσαν να προσβάλουν τη διαθήκη.

O Η Καλή Φράγκου άφηνε κομισάριό της και κληρονόμο της τον παπά Τζώρτζη Επισκοπόπουλο. Από αυτόν ζητούσε να τη θάψει και για τα έξοδα και τον κόπο του παραχωρούσε σ’ αυτόν το δικαίωμα να εισπράξει όσα της χρωστούσαν, ακόμα και δικαστικώς. Στον ίδιο άφηνε και το σπίτι της με ό,τι είχε μέσα, εκτός από ένα μέρος του που άφηνε στην ψυχοκόρη της Νικολέτα για προίκα. Σε μια ανιψιά της, την Εργίνα Φραγκοπούλα, άφηνε ένα κρεβάτι και μερικά σκεπάσματα και σε έναν άλλο παπά 200 υ. Τέλος, σημείωνε ότι έκανε τις επιλογές της χωρίς να την πιέσει κανείς και παρακαλούσε τις δικαστικές και τις διοικητικές αρχές να σεβαστούν τις τελευταίες αυτές τις επιθυμίες της[698].

O Ο μάστρο Νικόλαος Κοσμάς άφηνε κομισάριό του και γενική κληρονόμο την Νικολόζα Κοσμοπούλα, με τον όρο να πληρώσει τον παπά της ενο-ρίας του (Παναγία των Αγγέλων), όπου και θα τον έθαβαν, για δυο μνημόσυνα. Άφηνε 100 υ. σε μια γυναίκα και 1 δουκάτο στον νοτάριο[699]. Δεν αναφέρεται ποια σχέση είχε με την Νικολόζα. Πιθανότατα να ήταν αδερφή του. Φαίνεται ότι  δεν είχε δημιουργήσει δική του οικογένεια.

 

Πολλοί διαθέτες, ευγενείς κυρίως, μπορεί να μην είχαν δική τους οικο-γένεια, είχαν όμως νόθα παιδιά και ενδιαφέρονταν γι’ αυτά. Εξίσου ενδια-φέρονταν και για τα ανίψια τους.

O Ο Μαρίνος Γρίμπιας δεν είχε οικογένεια, είχε όμως ένα νόθο γιο, τον Νικολό. Σε αυτόν άφηνε 20.000 υ., με τον όρο να μένει μαζί με τους δύο ανιψιούς του, που άφηνε και κομισάριούς του. Αυτοί θα έβρισκαν καλές περιουσίες και θα επένδυαν το ποσό αυτό στο όνομά του. Αν έφευγε από το σπίτι  τους, θα του έδιναν το 8% του ποσού για τη διαβίωσή του, μέχρι να γίνει η επένδυση. Αν πέθαινε χωρίς  νόμιμα παιδιά, το ποσό αυτό ή ο τόπος που αγοράστηκε με αυτό, θα πήγαιναν στους δύο ανιψιούς του.  Όλη την υπόλοιπη περιουσία του την άφηνε στους δύο ανιψιούς του[700].

O Ο Τζώρτζης Λομβάρδος άφηνε εκτελεστή της διαθήκης του και γενικό κληρονόμο του τον αδερφό του Τζώρτζη. Το μόνο που του ζητούσε ήταν να τον θάψει σε συγκεκριμένο μοναστήρι και να του κάνει τα καθιερω-μένα μνημόσυνα[701].

 

Οι ανύπαντροι, όπως είπαμε, συνήθιζαν να αφήνουν την περιουσία τους στα ανίψια τους, χωρίς όμως να κρύβουν την αδυναμία τους σε κάποιο από αυτά.

O Ο Τζουάννε Κουνούπης ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Βασι-λείου και εκεί να τον μνημονεύουν. Στο συγκεκριμένο μοναστήρι άφηνε ετήσιο έσοδο 11,5 υ. Ήταν το ετήσιο ενοίκιο που του πλήρωνε μια χήρα. Επίσης άφηνε ύφασμα για ένα φελόνι. Κομισάριο όριζε τον ανιψιό του φαρμακοποιό Τζουάννε. Την υπόλοιπη περιουσία του άφηνε στα τέσσερα ανίψια του. Κληροδοτούσε, ακόμα, στο νόθο γιο του αδερφού του Μιχέλ το σπίτι που έμενε. Αν αυτός πέθαινε χωρίς νόμιμους κληρονόμους, ήθε-λε το σπίτι να πήγαινε στον κομισάριο του. Επίσης άφηνε στη μάνα του νόθου  300 υ.[702]

Μερικοί ανύπαντροι πλούσιοι αστοί, εντυπωσίαζαν με τον τρόπο που διέθεταν την περιουσία τους. Στο συμβόλαιο που ακολουθεί οι πιο κερδι-σμένοι κληρονόμοι φαίνεται να ήταν ένα μοναστήρι, μια υπηρέτρια και ένας καλόγερος, αδελφός του διαθέτη.

O Ο Τζουάννε Σκορδίλης, χωρίς δική του οικογένεια, άφηνε τον αδερφό του κομισάριο και ζητούσε να τον θάψει στο μοναστήρι του Αγίου Ελευ-θερίου και να δώσει στον παπά που λειτουργούσε εκεί 200 υ. για να του κάνει ένα σαρανταλείτουργο και ένα σαββατιανό. Σε έναν άλλο παπά 100 υ. για ένα σαββατιανό. Του ζητούσε ακόμα να εισπράξει όσα του χρω-στούσαν και να επενδύσει 2.000 υ., ώστε να εισπράττει ο αδερφός του καλόγερος Γεράσιμος το εισόδημά τους όσο θα ζούσε. Μετά το θάνατό του ήθελε να πάνε στο μοναστήρι, όπου θα τον έθαβαν, με την υπο-χρέωση να τον μνημονεύουν μαζί με τους γονείς του για πάντα. Αν δεν το έκαναν, θα έδιναν λόγο στο θεό. Στην υπηρέτριά του Καλή άφηνε 500 υ. για την καλή συντροφιά της, όπως και το κρεβάτι του, όπως βρισκόταν και τα ρούχα που υπήρχαν μέσα και έξω από την κασέλα. Επίσης της άφηνε ένα σπίτι για να κάθεται όσο θα ζούσε και έσοδο 10 μ. στάρι, 2 μ. λάδι και 8 μπότες κρασί τη χρονιά. Το παραπάνω σπίτι, μετά το θάνατο της, θα πήγαινε στον ανιψιό του Γεωργιλά. Όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στον αδερφό και κομισάριό του Μανόλη και μετά το θάνατό του στον Μαρίνο Σκορδίλη και τις αδερφές τους. Άφηνε και δύο εικόνες, που είχε, στο μοναστήρι που θα τον έθαβαν[703].

 

Πολλοί καθολικοί παπάδες, που αναγκαστικά ήταν ανύπαντροι, ζούσαν πολύ φτωχική ζωή και διέθεταν μηδαμινή περιουσία. Στις διαθήκες τους, ως εκ τούτου, ήταν αναγκαστικά πολύ φειδωλοί.

O Ο καθολικός παπάς Μπερναντίν Σουρέτης ήθελε να τον θάψουν στην Παναγία του Παλαιοκάστρου, όπου άφηνε χρήματα για να του κάνουν ένα σαββατιανό και ένα σαρανταλείτουργο. Στο μοναστήρι της Αγίας  Άννας άφηνε μισό ρεάλι για τόσες λειτουργίες. Στη βαφτισιμιά του άφηνε ένα ρεάλι. Τα παραπάνω θα πληρώνονταν από το ενοίκιο του σπιτιού του, το οποίο άφηνε στους τέσσερις ανιψιούς του σε ίσα μερίδια, με τον όρο ότι ποτέ δεν θα υποθηκευόταν το σπίτι με χρέη. Στον νοτάριο άφηνε ένα ρεάλι[704].

 

β. Διαθέτες παντρεμένοι χωρίς παιδιά. Τα ζευγάρια που δεν είχαν παιδιά φαίνεται ότι δένονταν πολύ στενά μεταξύ τους. Στις περισσότερες περι-πτώσεις η αγάπη και η στοργή που ένιωθε ο ένας για τον άλλο αποτυπω-νόταν στις διαθήκες τους.

O Η Όρσα Κιότζα ακύρωσε τη διαθήκη που είχε κάνει σε άλλο νοτάριο και με τη νέα της διαθήκη ζητούσε να έχει την προίκα της όσο ζούσε και να την κάνει ό, τι θέλει, όταν όμως πέθαινε, να πήγαινε όλη στον άντρα της. Το μόνο που θα όφειλε να δώσει ήταν 1.500 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, όπου ήθελε να ταφεί, 1.000 υ. στο μοναστήρι της Μαρίας Μαγδαληνής και άλλα 1.000 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου[705].

O Η Καλλίτσα Κουλουρίδη άφηνε εκτελεστές της διαθήκης της τον άντρα της Μιχελή Σκλάβο και τον αδερφό της παπά Μανούσο. Ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι Αγίου Στεφάνου του ανιψιού της παπά Βαρθο-λομαίου Σιρόπουλου, όπου άφηνε  500 υ. για μνημόσυνα και τα έξοδα για ένα φελόνι του παπά. Όταν τέλειωνε η εκκλησία που έχτιζε ο αδερφός της, ήθελε να τη μεταφέρουν εκεί σε μνήμα που θα της έκαναν. Στον ανιψιό της παπά Τζώρτζη Κομιτά άφηνε 200 υ., σε άλλον παπά 50 υ. για ένα σαββατιανό, σε έναν αδερφό της 500 υ., και σε άλλον αδερφό της όσα της χρωστούσε. Στον σύζυγό της άφηνε 1.000 υ. από την προίκα της και τα δώρα. Τα υπόλοιπα ήθελε να πάνε στον αδερφό της τον παπά για να τη μνημονεύει[706].

 

Πολλές γυναίκες ζητούσαν από τους κληρονόμους τους, με τις διαθήκες τους, να κάνουν τάφο, για να τις θάψουν. Μερικές φορές μάλιστα απαιτού-σαν στον ίδιο να ταφεί και ο άντρας τους ή τα παιδιά τους.

O Η Εργίνα Μουσουροπούλα ήθελε να τη θάψουν στην εκκλησία της Παναγίας, όπου ο άντρας της όφειλε να της φτιάσει τάφο, για να ταφεί στον ίδιο, όταν πεθάνει και αυτός. Στο μοναστήρι άφηνε 100 υ. και μια φορεσιά για να κάνουν παραμέντο (φελόνι). Για αντάλλαγμα ζητούσε να της  κάνουν μνημόσυνα. Επίσης άφηνε σε τρία άλλα μοναστήρια χρήματα για λειτουργίες. Στις αδερφές της άφηνε ρούχα και κοσμήματα, στην παραδουλευτρα 50 υ. και τα υπόλοιπα της προίκας της στον άντρα της, με τον όρο ότι δεν θα απαιτούσε τα 900 υ. που του χρωστούσαν ακόμα από την προίκα[707].

O Η χήρα του Μάρκου Σαγκουινάτσου, Νικολόζα, ζητούσε να ταφεί στο μοναστήρι Παναγίας των Αγγέλων, στον ίδιο τάφο με τον άντρα της. Εκεί ήθελε να τους μνημονεύουν και  άφηνε  200 υ. για βελτιώσεις[708]. 

 

Μερικές πλούσιες γυναίκες της πόλης φρόντιζαν, με τη διαθήκη τους, πάνω απ’ όλα τα μοναστήρια, τις εκκλησίες, τις ψυχοκόρες και τις υπηρέ-τριές τους. Πίστευαν ίσως ότι με τις αγαθοεργίες αυτές θα ήταν πιο ευπρόσ-δεκτες στον άλλο κόσμο.

O Η Όρσα Σαγκουινάτσου άφηνε τον άντρα της Μαθιό Μυλωνόπουλο κομισάριο. Ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου, όπου ζητούσε να ταφεί και ο σύζυγος και κομισάριός της, όταν θα πέθαινε και αυτός. Άφηνε χρήματα για μνημόσυνα σε εννέα εκκλησίες/μοναστήρια και 2.000 υ. στην Αγία Κυριακή, για βελτιώσεις και για να την μνημο-νεύουν για πάντα. Επίσης από 100 υ. στο ιδιόκτητο μοναστήρι του άντρα της, Άγιο Νικόλαο, και σ’ αυτό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. Αυτά που της χρωστούσε ο ανιψιός της Μαθιός τα άφηνε στο μοναστήρι της Παναγίας Γουμενικής που χτιζόταν τότε. Άφηνε στην παντρεμένη πια ψυχοκόρη της έσοδο 12 μ. στάρι τη χρονιά όσο θα ζούσε. Σε άλλη ψυχοκόρη της 25 μ. στάρι, 5 μ. λάδι και μια μπότα μούστο για πάντα. Αν πέθαινε χωρίς κληρονόμους, το κληροδότημα επέστρεφε στο σύζυγο. Σε κάθε υπηρέτη ή υπηρέτρια που θα ήταν στην υπηρεσία της την περίοδο του θανάτου της από 100 υ. Τα υπόλοιπα τα άφηνε στον άντρα της και τον νόθο γιο του να τα εκμεταλλεύονται όσο ζούσαν. Αν πέθαιναν χωρίς νόμιμους κληρονόμους, θα πήγαιναν σε έναν ανιψιό και μια ορφανή ανιψιά της. Στην τελευταία άφηνε επιπλέον έπιπλα και όριζε κηδεμόνα της τον άντρα της. Στον νοτάριο άφηνε 6 ρεάλια[709].

O Η χήρα Ιζαμπέτα Κοντογιαννοπούλα είχε προίκα 20.000 υ. και φρόντιζε με τη διαθήκη της να τη διαθέσει, όπως καλύτερα νόμιζε. Άφηνε 500 υ. στους παπάδες του μοναστηριού του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, που ήθελε να τη θάψουν και άλλα 500 υ. για βελτιώσεις. Ακόμα άφηνε από 100 υ. σε άλλο μοναστήρι και σε μια βαφτισιμιά της, όπως και 200 υ. σε μια ψυχοκόρη της. Οι τρεις ωφελημένοι από την προίκα ήταν η αδερφή της Κατερού, στην οποία άφηνε 10.000 υ., η νόθα κόρη του άντρα της Ανεζίνα, στην οποία άφηνε 3.000 υ., με την προϋπόθεση ότι θα έμενε με το θείο της (αν έφευγε, το κληροδότημα θα πήγαινε στην Κατερού), και ο ανιψιός της Αντρέας, στον οποίο άφηνε τα υπόλοιπα, με μοναδικό όρο να της κάνει τα μνημόσυνα[710].

 

Ο έρωτας και η αφοσίωση στον σύζυγο δεν ήταν προνόμιο μόνο των φτωχών. Μερικές ευγενείς κυρίες το αποδείκνυαν με τις διαθήκες τους.

O Η Γιακουμίνα Κιότζα άφηνε κομισάριο τον ευγενή σύζυγό της Ιάκωβο Βισκόντε. Σ’ αυτόν άφηνε όλη της την προίκα και όλα όσα της είχε αφήσει ο πρώτος της άντρας[711].

 

Την ίδια αφοσίωση έδειχναν προς τις συζύγους τους και μερικοί πλούσιοι πολίτες. Κάποιοι, μάλιστα, δεν δίσταζαν και να το γράφουν στις διαθήκες τους. 

O Ο Μάρκος Σελέμης άφηνε κομισάριο και γενική κληρονόμο του τη σύζυ-γό του Χριστίνα Χωραφά «για τις πολλές χαρές και καλοσύνες που του έδειξε σε κάθε περίπτωση». Η ίδια όφειλε να του κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι του Σωτήρα, στον τάφο που δικαιούται κατά το δυνατό νύχτα[712].

Αυτή ήταν, πιθανόν, και η τελευταία διαθήκη πριν πέσει το Ρέθυμνο στους Τούρκους. Δυο βδομάδες μετά οι κατακτητές βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλης.

 

Κατά κανόνα, όταν δεν υπήρχαν παιδιά στην οικογένεια, ο διαθέτης άφηνε κληρονόμο τη σύζυγο ή κάποιο συγγενικό του πρόσωπο.

O Ο ευγενής Δομίνικος Μουδάτσος άφηνε την περιουσία του στη γυναίκα του και την ανιψιά του. Τις ίδιες όριζε και ως κομισάριούς του[713].

O Ο Μιχελίν Κομιτάς ήταν άρρωστος. Με τη διαθήκη του ζητούσε να τον θάψουν στον Άγιο Σωτήρα και να τον μνημονεύουν σαν χριστιανό. Όλα τα αφήνει στη γυναίκα του και να μην την ενοχλήσει κανείς[714].

O Ο Στέφανος Σιρίγος ήθελε να τον θάψουν στην Παναγία των Αγγέλων. Τα άφηνε όλα στη γυναίκα του, με τον όρο να του κάνει τα μνημόσυνα[715].

O Η Τζορτζίνα Σκορδιλοπούλα άφηνε κομισάριό της τον αδερφό της Τζώρτζη και την περιουσία της από μισή-μισή στον κομισάριο και έναν ανιψιό της[716].

 

Όταν οι χήρες δεν είχαν παιδιά, συνήθιζαν να αφήνουν κομισάριο κά-ποιον συγγενή τους και πολλά κληροδοτήματα σε εκκλησίες, παπάδες και συγγενείς.

O Η Ελιά Επισκοποπούλα άφηνε κομισάριό της συγγενικό πρόσωπο και πολλά κληροδοτήματα σε ιερείς και αναξιοπαθούντες. Δεν παρέλειπε να αφήσει πολλά και στη νόθα κόρη του άντρα της. Την υπόλοιπη περιουσία της άφηνε στην αδερφή της[717].

 

Οι ευγενείς χωρίς παιδιά φρόντιζαν, όπως αναφέραμε, κυρίως τα αδέρφια τους, χωρίς να ξεχνούν και τα άτομα που τους είχαν συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους.

O Ο ευγενής Νικολό Κιότζας άφηνε τα δύο αδέρφια του ως κομισάριους και γενικούς κληρονόμους του. Θα μοιράζονταν αγαπημένα την περιουσία του στα ίσια και δεν θα κατέφευγαν σε δικαστήρια. Επίσης άφηνε 70.000 υ. στην αδερφή του Μαριέτα, όταν θα παντρευόταν. Στην άλλη του αδερφή την Ιζαμπέτα άφηνε ένα σπίτι για να μείνει εκεί, με την προϋπό-θεση ότι θα ήταν αγαπημένη με τον άντρα και τα ανίψια της. Στη Μαρία Κοτρωνοπούλα άφηνε ετήσιο έσοδο (στάρι, λινάρι και κρασί) για όσα του πρόσφερε στην περίοδο της αρρώστιας του. Σε έναν τρίτο αδερφό του τον φρα Αθανάσιο άφηνε ετήσιο έσοδο 20 ρεάλια. Έχει χρέη και συμβου-λεύει τους κομισάριους πώς θα τα εξοφλήσουν[718].

Το γεγονός ότι δεν αναφέρει πουθενά τη γυναίκα του, ευχαριστεί μια ξένη, γιατί του συμπαραστάθηκε στην αρρώστια του, αλλά μιλάει για πεθε-ρό, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν άκληρος χήρος.

 

γ. Παντρεμένοι με παιδιά. Μερικοί διαθέτες έδειχναν μεγάλη αδυναμία στις γυναίκες τους, ώστε να τις προτιμούν ακόμα και από τα παιδιά τους. Αυτό οφειλόταν προφανώς στην προσωπικότητα της γυναίκας και τις χαρές που τους είχε χαρίσει.

O Ο Αντωνάκης Σαγκουινάτσος είχε τρεις γιους, τους Τζώρτζη, Ιλαρίωνα και Νικολό και μια κόρη, την Όρσα. Ο Νικολό είχε πεθάνει. Στη διαθήκη του ο Αντωνάκης όριζε ακριβώς ποιες περιουσίες άφηνε και σε ποια από τα παιδιά του. Όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στη γυναίκα του. Σημείωνε ότι οι περιουσίες θα πήγαιναν στα χέρια των παιδιών του, μετά το θάνατο της γυναίκας του. Δήλωνε ότι είχε πάρει από την ίδια 10.000 υ. και ότι μπο-ρούσε να τα εισπράξει από την περιουσία του[719]. 

 

Υπήρχαν και άλλοι που μπορεί να άφηναν όλη την περιουσία τους στις γυναίκες τους, αλλά ζητούσαν από αυτές να αναλάβουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

O Ο μάστρο Γιώργης Σπανόπουλος  άφηνε τη γυναίκα του κομισάριο  και ιδιοκτήτρια της περιουσίας του. Ήθελε να τον θάψει σε μοναστήρι και να του κάνει μνημόσυνα. Ήταν υποχρεωμένη να φροντίζει τα παιδιά τους ακόμα και αν δεν ήθελαν να μείνουν μαζί της. Αν έμεναν μαζί της και την εκτιμούσαν, όφειλε, πριν από το θάνατό της, να τους μοιράσει την περι-ουσία σε ίσα μερίδια. Από τότε και μετά αυτά αναλάμβαναν την υποχρέ-ωση να τον μνημονεύουν[720].

 

Από τις διαθήκες μπορεί κανείς να βγάλει κάποια συμπεράσματα για το αν ήταν ομαλή η οικογενειακή ζωή του διαθέτη. Οι γυναίκες που αγαπούσαν πραγματικά τους άντρες τους, φρόντιζαν να το αποτυπώνουν με τον τρόπο τους στις πικρές τελευταίες τους επιθυμίες. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άντρες που αγαπούσαν τις γυναίκες τους. Οι τελευταίοι πάντως τις περισσό-τερες φορές το μόνο που άφηναν να εννοηθεί, χωρίς να μπορούν να το απαιτήσουν, ήταν η επιθυμία τους να μην παντρευτούν ξανά οι γυναίκες τους. Άλλοι ήταν πιο συγκαταβατικοί. Ίσως και να αναγνώριζαν κατά βάθος ίσα δικαιώματα και στις γυναίκες.

O Ο Στεφανής Πίρινος στη διαθήκη του όριζε ότι, αν η γυναίκα του ήθελε να παντρευτεί ξανά, μπορούσε να πάρει την προίκα της και τα δώρα του. Ήθελε να πουληθεί το μετόχι του και να εξασφαλιστούν τα χρήματα, ώστε να διατρέφονται η γυναίκα (αν δεν έφευγε) και τα παιδιά του (είχε δύο παιδιά). Όταν μεγάλωναν τα παιδιά, ήθελε να μοιράζονταν τα χρήμα-τα μισά, μισά. Αν το αγόρι κατόρθωνε να παντρέψει την αδερφή του, μπορούσε να τα πάρει όλα μόνο του[721].

Να σημειωθεί ότι τα δώρα ανήκαν στον γαμπρό και μόνο με δική του έγκριση μπορούσαν να μεταβιβαστούν στη σύζυγο.

 

O Ο Μαθιός Πετρόπουλος άφηνε κομισάριο και κληρονόμο τη γυναίκα του Μαρούλα, με μόνη υποχρέωση να του κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Αν όμως αυτή ήθελε να φύγει για τον τόπο της, η αδερφή του όφειλε να της εξασφάλιζε ένα άνετο ταξίδι, με συνοδεία. Στην περίπτωση αυτή, όλη η περιουσία του πήγαινε στην αδερφή του[722].

O Ο Τζώρτζης Καλλεργάκης αφήνει κομισάριους τη γυναίκα του Μαρία και τον κουνιάδο του. Στην ίδια άφηνε, εκτός από την προίκα της, και 500 υ. Αν παρέμενε χήρα, μπορούσε να μένει στο σπίτι του και να διευθύνει τα παιδιά του, χωρίς να την ενοχλεί κανείς. Δεν είχε δικαίωμα να διώξει τα παιδιά από το σπίτι, όταν την υπάκουαν. Η περιουσία του ήθελε να χωρι-στεί σε ίσα μερίδια και να δοθεί στα παιδιά του. Το ίδιο ήθελε να έκαναν και με όσα του χρωστούσαν[723].

 

Οι διαθήκες μερικών γυναικών αποτυπώνουν το απόλυτο δέσιμο της οικογένειάς τους και την εκτίμησή τους προς το σύζυγό τους.

O Η Σοφία Σγουροπούλα άφηνε στον άντρα της να επιλέξει το μοναστήρι της ταφής της και του ζητούσε να φροντίσει τα μνημόσυνά της. Του ζητούσε ακόμα να παντρέψει την κόρη της Εργίνα και να της δώσει όσα χρυσαφικά είχε αυτή. Τα υπόλοιπα τα άφηνε στα παιδιά και τον άντρα της να τα μοιραστούν. Αν πέθαινε το ένα, το μερίδιό του ήθελε να πήγαινε στα άλλα. Αν πέθαινε η κόρη της, το μερίδιό της να πήγαινε στα αγόρια[724].

 

Μερικές γυναίκες, που παντρεύονταν χήρους με παιδιά, συχνά έδειχναν ανθρωπιά και γενναιοδωρία. Όχι μόνο αγαπούσαν ως μητριές τα παιδιά του άντρα τους, νόμιμα και νόθα, αλλά φρόντιζαν με τη διαθήκη τους να αποδεί-ξουν έμπρακτα το σχετικό ενδιαφέρον τους. 

O Η Φρατζού Επισκοποπούλα  ήταν δεύτερη γυναίκα του Αντρέα Μηλιώτη. Με τη διαθήκη της άφηνε την περιουσία της στον άντρα της όσο ζούσε και μετά στο παιδί του, που αυτή είχε αναθρέψει. Αν το παιδί αυτό πέθαινε χωρίς νόμιμους κληρονόμους, ήθελε η περιουσία της να πήγαινε στα παιδιά της αδερφής της Ελιάς. Όλα τα κινητά της τα άφηνε στον σύζυγο, με τον όρο να εξοφλήσει ένα χρέος 200 ρεαλίων που είχε στον άντρα της αδερφής της. Άφηνε και στη νόθα κόρη του άντρα της Κατε-ρίνα ένα καμιζότο κόκκινο[725].

 

Συχνά οι διαθέτριες εκφράζουν με τη διαθήκη τους και τα συναισθήματά τους προς τα μέλη της οικογένειάς τους. Οι προτιμήσεις τους στο ένα ή στο άλλο από τα παιδιά τους μπορεί θεωρητικά να ακούγεται αντιδεοντολογικό, στην ουσία όμως ήταν και είναι μέσα στο παιγνίδι της ζωής.

O Η Τζορτζίνα Πανακοπούλα ζητούσε να τη θάψουν στο μοναστήρι του Α. Στεφάνου. Άφηνε την ευλογία της και όλη την περιουσία της στον άντρα της και μια κόρη της, την Ιζαμπέτα, που ήταν υποχρεωμένη να της κάνει μνημόσυνα στο παραπάνω μοναστήρι. Στα άλλα της παιδιά δεν άφηνε τίποτα[726].

Φαίνεται ότι τα παιδιά της με εξαίρεση την Ιζαμπέτα την είχαν παραμε-λήσει.

 

Συχνά οι διαθέτριες προσπαθούσαν να ισορροπήσουν τις συμπάθειές τους ανάμεσα στους συζύγους και τα αδέρφια τους. Για τις παραδουλεύτρες τους ήταν γενναιόδωρες αλλά και αυστηρές.

O Η Χριστινα Χωραφοπούλα ήθελε να την θάψουν στον Άγιο Σωτήρα. Όλη την κινητή περιουσία που είχε στο σπίτι της την άφηνε στον άντρα της. Στον αδερφό της άφηνε μόνο ένα κολιέ. Ήθελε οι δυο τους να πουλήσουν το σπίτι της και να μοιραστούν τα χρήματα. Να μοιραστούν και το ενέχυ-ρο (χρυσάφι και ασήμι) που της κρατούσε η Εργίνα Σούλαινα. Στην παραδουλεύτρα τους Νικολόζα άφηνε μια κασέλα και ένα στρώμα, μόνο αν παρέμενε στην υπηρεσία του άντρα και του αδερφού της και δεν ντρό-πιαζε την τιμή της[727].

 

Συχνά, σε περιπτώσεις απόλυτης ανάγκης, γυναίκες και άντρες κατέθεταν σε ενεχυροδανειστές ό,τι πολύτιμο είχαν, προκειμένου να πάρουν κάποια χρήματα. Εννοείται ότι πάντα η αξία του ενέχυρου ήταν κατά πολύ  μεγαλύ-τερη από το ύψος του χρηματικού αντιτίμου του.

 

Υπήρχαν διαθέτριες, που παράλληλα με τον σύζυγο και τα αδέρφια τους, φρόντιζαν και τα νόθα των οικογενειών τους. Φαίνεται ότι μερικές οικογέ-νειες ξεχώριζαν στον «τομέα» αυτό.

O Η Αντριάνα Πατεραλοπούλα άφηνε κομισάριους τον άντρα της και τον αδερφό της, ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι του Αρκαδίου, όπου άφηνε 1.000 υ. Άφηνε και σε τέσσερις άλλες εκκλησίες  και παπάδες από 100 υ. ή 50 υ. για να την μνημονεύουν. Κοσμήματα άφηνε στην αδερφή της και μια ανιψιά της. Ήθελε να δώσουν σε μια φτωχιά γυναίκα ένα στρώμα, ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι με θήκη. Αφού πλήρωναν με την προίκα της τα κληροδοτήματα, όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στον άντρα της για την αγάπη του. Ήθελε να μοιράσουν στα δυο εξώγαμα/νόθα αδέρφια που είχε 1.000 υ., αν και αυτά της χρωστούσαν 760 υ. Άφηνε και στον νόθο του αδερφού της 25 υ. Ο σύζυγός της όφειλε να ανακτήσει τα ενέχυρα που έχει δώσει και να εισπράξει όσα της χρωστούσαν, για να πληρώσει τις υποχρεώσεις[728]. Την ίδια μέρα άλλαξε γνώμη και με κωδί-κελο ζήτησε να μπορεί ο άντρας της να διαθέσει τη μισή περιουσία της και την άλλη μισή, μετά το θάνατό του, να πάρει ο αδερφός της Τζώρ-τζης[729]. 

 

Μια από τις απαραίτητες επιταγές που άφηναν οι διαθέτριες, οι οποίες είχαν ανύπαντρα κορίτσια ήταν ότι αυτά όφειλαν να υπακούουν, προκει-μένου να συμμετέχουν στην περιουσία τους.

O Η Αντωνία Κοτρονοπούλα, σύζυγος Γιάννη Βιτόρε, ξαναβρέθηκε σε αρρώστια. Με τη διαθήκη της, αφού άφηνε συγγνώμη σε όλους, όριζε, εκτελεστή τον άντρα της και ζητούσε να ταφεί  στην αγία Σοφία. Άφηνε την περιουσία της  στις δύο κόρες της, με την προϋπόθεση ότι θα υπάκουαν στον πατέρα τους. Στο γιο της Φίλιππο, άφηνε 100 υ.[730]

 

Δεν ήταν λίγοι οι διαθέτες που άφηναν χρήματα στους γιους τους, οι οποίοι θα αποφάσιζαν να γίνουν παπάδες. Τα χρήματα αυτά ήταν απαραί-τητα, γιατί οι Βενετσιάνοι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με το να καταργή-σουν τις ορθόδοξες επισκοπές στο νησί, είχαν δυσκολέψει πολύ την ορθό-δοξη «ιεροσύνη». Παράλληλα, μερικοί διαθέτες μπορεί να έδειχναν «προ-οδευτικοί» με το να αφήνουν το ελεύθερο στις χήρες τους, αν ήθελαν, να ξαναπαντρευτούν, στο βάθος όμως επιθυμούσαν, όπως φαίνεται από τη φρασεολογία που χρησιμοποιούν, να παραμείνουν απάντρευτες πλάι στα παιδιά τους.

O Ο Αντρέας Καλονάς ήθελε από τα χρήματα που τύχαινε να έχει, να πάρει ο γιος του Τζουάννε 40 τάλιρα για τα έξοδα που θα χρειαστούν προ-κειμένου να πάρει την αγία ιεροσύνη (να χριστεί ιερέας). Όλα τα υπό-λοιπα, κινητά ή ακίνητα, που είχε ή περίμενε, τα άφηνε στα παιδιά του Γιώργη και Τζουάννε, που όφειλαν να ζουν ειρηνικά με τη μητέρα τους. Αν όμως της φαινόταν καλό να  χωρίσει από αυτά, μπορούσε να πάρει το σπίτι που τώρα  βάζει το  κρασί  και κάθε παιδί να της δίνει 6 μουζούρια στάρι, 2 μίστατα λάδι και 50 υπέρπυρα τη χρονιά για τη διατροφή της. Ακόμα, μπορεί να πάρει την κασέλα της με τις ενδυμασίες της και τα λεφτά που είχε. Και επιπλέον το κρεβάτι της με ένα στρώμα, μαξιλάρια, μαξιλαροθήκες, κουβέρτες για να τα χρησιμοποιεί μέχρι το θάνατό της. Αυτά ίσχυαν, αν η σύζυγός του σκόπευε να περάσει απάντρευτη τη ζωή της και στην περίπτωση αυτή της άφηνε ως επισφράγισμα και την ευλο-γία του[731].

 

Μερικοί διαθέτες, όπως έχουμε αναφέρει, ήταν τόσο προνοητικοί, ώστε προσπαθούσαν να καλύψουν κάθε δυνατή περίπτωση.

O Ο Αντρέας Καλονάς όριζε αν κάποιο από τα δύο παιδιά του πέθαινε  χωρίς παιδιά, το μερίδιό του να πήγαινε στο άλλο. Και αν η Παναγιά ήθελε να μην έχουν και τα δύο παιδιά, τότε το μερίδιό τους μπορούσαν να το διαθέσουν με τη διαθήκη τους όπου ήθελαν.  Αν όμως πέθαιναν χωρίς διαθήκη, ήθελε  το  1/3 να πάει για βελτιώσεις της εκκλησίας, στην οποία θα έχει ταφεί, για την ψυχή του, και τα άλλα 2/3 στον εξοχότατο Αντρέα Καλονά και τα αδέλφια του, παιδιά του αδελφού του εξοχότατου Τζώρ-τζη, διδάκτορα των νόμων[732].

O Ο λογιστής Νικολό Γαβαλάς στην ιδιόχειρη διαθήκη του άφηνε όλη του την περιουσία στον γιο του Γεώργιο. Αν όμως αυτός πέθαινε κάτω από 20 ετών και χωρίς νόμιμα παιδιά, η περιουσία πήγαινε  στην αδερφή του και τα παιδιά της. Αν περνούσε τα 20 χρόνια αλλά δεν είχε παιδιά, μπορούσε να διαθέσει την περιουσία όπως ήθελε, αλλά ήταν υποχρεωμένος να αφήσει κληροδότημα σε όποια εκκλησία ήθελε για να μνημονεύονται για πάντα οι πρόγονοί του. Αν ο ιερέας της συγκεκριμένης εκκλησίας ήταν ασυνεπής, το κληροδότημα να πήγαινε σε άλλον[733].

 

Συνήθως οι φτωχοί, όπως έχουμε  αναφέρει,  άφηναν την περιουσία τους στα παιδιά τους και λίγα υπέρπυρα σε παπάδες, σε μοναστήρια ή εκκλησίες. Οι ευγενείς ή πλούσιοι άφηναν και σε άλλους, συνήθως παραδουλεύτρες,  υπηρέτες. Όταν δεν είχαν παιδιά άφηναν την περιουσία τους σε αδέρφια και ανίψια κυρίως. Η διαβάθμιση, κατά κανόνα, ήταν: παιδιά ανύπαντρα, παιδιά παντρεμένα, γονείς, αδέρφια και ανίψια.

O Ο πλούσιος εισοδηματίας Τζουάννε Λίμας, αφού άφηνε αρκετά χρήματα σε εκκλησίες και άλλα πρόσωπα, όριζε γενικό κληρονόμο και κομισάριό του τον αδερφό του Ιερώνυμο, με την προϋπόθεση ότι θα έδινε όσα χρήματα χρειάζονταν για να του κάνουν τα καθιερωμένα μνημόσυνα[734].

O Η χήρα Μαρίνα Τεριανού, αφού άφηνε μεγάλα ποσά στην εκκλησία που θα την έθαβαν, για μνημόσυνα και σε μια ψυχοκόρη της, όριζε κληρο-νόμο τον έναν της γιο και στον άλλο άφηνε μόνο 1.000 υ.[735]

O Ο πλούσιος μεγαλοκτηματίας Γερόλαμος Λίμας  είχε δύο αγόρια, μια κόρη και μια ανύπαντρη αδερφή. Όριζε στη διαθήκη του να δοθούν ως προίκα στην κόρη του 50.000 υ. από την περιουσία του και 10.000 υ. από την προίκα της μακαρίτισσας της μάνας της. Στην αδερφή του άφηνε περιουσίες στην Ελεύθερνα για να τις εκμεταλλεύεται όσο ζούσε. Αν ήθελε να παντρευτεί, οι γιοι του θα εκτιμούσαν τις περιουσίες αυτές και θα της έδιναν σε χρήματα, ρούχα και κοσμήματα όσο άξιζαν. Την υπόλοιπη περιουσία του την άφηνε στους δύο γιους του[736].

 

Οι χήρες, που είχαν παντρεμένα και ανύπαντρα παιδιά, στη διαθήκη τους φρόντιζαν περισσότερο τα αδικημένα από τα αγόρια και τα ανύπαντρα από τα κορίτσια. Προσπαθούσαν, δηλαδή, να επιφέρουν κάποια εξισορρόπηση στην κατανομή των περιουσιακών στοιχείων.

O Η χήρα Εργίνα Βεργίτση άφηνε με τη διαθήκη της το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της στον κομισάριο και γιο της, Τζουάννε. Στον άλλον της γιο, τον Ιερώνυμο, άφηνε την υποχρέωση να δώσει 2.000 υ. μέσα σε δύο χρόνια για να συμπληρωθεί η προίκα της αδερφής του Έλενας και να της πληρώνει τόκο 6% για το χρονικό αυτό διάστημα. Στην κόρη της Φρατζε-σκίνα άφηνε 4.000 υ. για συμπλήρωμα της προίκας της[737].

O Η χήρα Ανεζίνα Βαρβαρίγου ήταν άρρωστη και έκανε τη διαθήκη της. Όριζε κομισάριό της τον γιο της Βαρθολομαίο. Άφηνε σημαντικά ποσά σε 10 μοναστήρια και κληρικούς για βελτιώσεις, οικογενειακό τάφο και μνημόσυνα. Άφηνε κοσμήματα σε μια ανιψιά της και ρούχα, όπως και 200 υ. στην αδερφή της. Το σύνολο της περιουσίας της το άφηνε στον γιο και κομισάριό της[738].

O Η χήρα Λουκία Βλαστοπούλα άφησε κομισάριους τα πεθερικά της και το σύνολο της περιουσίας της στην κόρη της. Αν αυτή πέθαινε χωρίς κληρο-νόμους, ήθελε να μοιραστεί η περιουσία της ανάμεσα στον πεθερό της και ένα μοναστήρι[739].

 

Ηλικιωμένες διαθέτριες, ιδίως ευγενείς, όχι μόνο είχαν αδυναμία σε κάποιο ή κάποια από τα μέλη της οικογένειάς τους, αλλά και δεν συμπα-θούσαν για διαφόρους λόγους κάποια από τα άλλα μέλη της. Σε ανάλογες περιπτώσεις, όσο και να έκαναν περίεργους συνδυασμούς, δεν έκρυβαν τις ενδόμυχες προτιμήσεις τους.

O Η χήρα Μαθιά Τζαγκαρόλ άφηνε σε μια εγγονή της 1.000 υ., κοσμήματα και όση περιουσία κληρονόμησε από τη μάνα της. Αν το κορίτσι πέθαινε, η περιουσία πήγαινε στον πατέρα της Ιάκωβο, που είχε η ίδια ορίσει ως κομισάριό της. Την υπόλοιπη περιουσία της άφηνε στα τέσσερα παιδιά της, με τον όρο ότι μετά το θάνατό τους θα πήγαινε στα παιδιά τους, μόνο αν ήταν νόμιμα και από ευγενείς γυναίκες. Τα νόθα τους δεν θα έπαιρναν τίποτα, εκτός αν κάποιο γινόταν παπάς και τη μνημόνευε, οπότε θα έπαιρνε 100 τσεκίνια[740].

Τα εκατό τσεκίνια ήταν σημαντικό ποσό (περίπου 2.500 υπέρπυρα), αλλά και τα έξοδα για να γίνει κανείς παπάς ήταν πολλά, όπως έχουμε ήδη ανα-φέρει.

 

O Η Ιζαμπέτα Μηλιώτη ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι της Παναγίας Χρυσοπηγής, όπου ήταν θαμένοι ο πατέρας και ο αδερφός της. Εκεί άφηνε 200 υ. και στην Παναγία των Αγγέλων ένα σαρανταλείτουργο. Σε μια εγγονή της άφηνε ένα ασημικό και πολλά ρούχα, όπως και από ένα στρώμα στους γιους της Αντρουλή και Τζουάννε. Στον Αντρουλή άφηνε και ένα σπιτάκι. Στον εγγονό της Γιώργη ένα λιβέλο (ενοίκιο). Το υπόλοιπο της περιουσίας άφηνε στα παιδιά της Παύλο Τζουάννε και Κατερίνα. Η διανομή θα γινόταν με ίσα μερίδια, αφού εξαιρούσαν όσα χρωστούσε ακόμα στον γαμπρό για την προίκα της κόρης της[741]. 

 

Οι διαθέτριες πολλές φορές αγνοούσαν τον σύζυγό τους, καθώς όλη η φροντίδα τους έπεφτε στα παιδιά.

O Η Ιζαμπέτα Σαγκουινάτσου άφηνε κομισάριους τον αδερφό της και τη μάνα της. Ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι της Παναγίας των Αγγέ-λων, στο οποίο άφηνε και 100 υ. Όλη την περιουσία της άφηνε στην κόρη της Ελιά, την οποία θα κηδεμόνευαν οι κομισάριοί της. Αν πέθαινε χωρίς κληρονόμους, η περιουσία της ήθελε να πήγαινε στις αδερφές της, με την υποχρέωση να την μνημονεύουν.  Άφηνε διάφορα ρούχα στην κουμπάρα της και στις δύο μικρές υπηρέτριες του σπιτιού[742].

 

Όταν οι διαθέτες διέβλεπαν ότι οι κληρονόμοι τους στη διανομή της περιουσίας τους, ίσως κατέληγαν σε διαφωνίες και δικαστήρια, προσπαθού-σαν με διάφορους περιοριστικούς όρους να τους αποτρέψουν. Γνώριζαν προφανώς ότι τα δικαστήρια δημιουργούσαν περισσότερα προβλήματα από όσα έλυναν και ταυτόχρονα ζημίωνα χρηματικά και ηθικά τους αντιδίκους.

O Ο πλούσιος ευγενής Δομίνικος Μουδάτσος, όριζε κομισάριούς του και ταυτόχρονα κληρονόμους του τη γυναίκα του και την ανιψιά του. Σε περίπτωση που διαφωνούσαν πάνω στη διανομή της περιουσίας του, όφειλαν να καταφύγουν σε διαιτητικούς δικαστές και όχι σε δικαστήρια. Όποιος κατέφευγε σε δικαστήριο έχανε το μερίδιό του από την περιου-σία[743] .

O Ο ευγενής Μάρκος Καλλέργης όριζε σε περίπτωση που τα νόμιμα ή τα νόθα αγόρια του δεν αποκτούσαν νόμιμα παιδιά, η κληρονομιά που τους άφηνε να πήγαινε στα δικά του αδέρφια[744].

 

Μερικοί ζητούσαν από τις χήρες τους να υπακούουν τον κομισάριο που όριζαν, προκριμένου να έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν να διευθύνουν το σπιτικό τους και να ανατρέφουν τα παιδιά τους. Σε αντίθετη περίπτωση μπο-ρούσαν, όπως είχαν το δικαίωμα, να πάρουν την προίκα τους και να φύγουν. Κάποιοι μάλιστα «στοργικοί σύζυγοι» άφηναν και κάτι παραπάνω, για να δείξουν την αγάπη τους. Σε λίγες περιπτώσεις καθόριζαν και την ηλικία στην οποία όφειλαν οι γιοι ή ο κομισάριος να παντρέψουν τις κόρες τους.

O Ο πλούσιος έμπορος Γαβριήλ Αχέλης άφηνε τη γυναίκα του αφέντρα του σπιτιού, για να αναθρέψει τα παιδιά τους, αλλά με τον όρο να υπακούει στον κομισάριο, αδερφό του Νικολό. Αν αυτή ήθελε να φύγει, μπορούσε να πάρει την προίκα της και επιπλέον 6.000 υ. Ήθελε ο κομισάριος και οι γιοι του να παντρέψουν την κόρη του μόλις γινόταν 16 χρόνων και να της δώσουν ανάλογη προίκα. Τα υπόλοιπα τα άφηνε, μαζί με όσα του χρω-στούσαν, στους δύο γιους του από μισά, μισά[745].

 

Μερικές από τις μητέρες μπορεί να άφηναν στα παιδιά τους την περιου-σία τους, κάποιες φορές όμως άφηναν σημαντικά κληροδοτήματα και σε άτομα που τις είχαν φροντίσει στα τελευταία τους, όπως για παράδειγμα, γιατρούς.

O Η Εργίνα Γαλανοπούλα άφηνε κομισάριο και γενικό κληρονόμο το γιο της, αλλά δεν παρέλειπε να αφήσει και στον γιατρό Πιέρο Ρουγκιέρη όλη την οικοσκευή του σπιτιού της[746].

 

Ο ανθρωπισμός και η αίσθηση της ισότητας χαρακτήριζε πολλές γηραιές κυρίες της πόλης των γραμμάτων. Μπορεί να ήταν γι’ αυτές ανεπιθύμητη η απόκτηση νόθων παιδιών από μέλη της οικογένειάς τους, αλλά από τη στιγμή που υπήρχαν αναγνώριζαν και σ’ αυτά σχεδόν ίσα δικαιώματα με αυτά των νόμιμων.

O Η χήρα του Μάρκου Σαγκουινάτσου, Νικολόζα, άφηνε κομισάριους τον γαμπρό Μαθιό και τον γιο της Πόλο. Ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι της Παναγίας στον ίδιο τάφο με τον άντρα της, όπου άφηνε και 200 υ. Άφηνε στην κόρη της Φρατζού 20.000 υ. από την προίκα της για την προίκα της. Είχε τρεις γιους τον Τζουάννε, Δράκο και Πόλο, και ο Τζουάννε  είχε δύο νόθα. Άφηνε το σπίτι της στον Πόλο και τον Δράκο με την υποχρέωση να φροντίζουν την τροφή και το ντύσιμο των δύο νόθων και να μην μπορούν να τα διώξουν ποτέ. Σε μια παραδουλεύτρα άφηνε 30 υ. Τα υπόλοιπα στους τρεις γιους να τα μοιράσουν στα ίσια[747].

 

Συχνά οι διαθέτες εξέφραζαν την επιθυμία να ταφούν σε συγκεκριμένους, οικογενειακούς, κατά κανόνα, τάφους. Επίσης, μερικοί ζητούσαν να ταφούν συγκεκριμένη ώρα και όριζαν αυτούς που επιθυμούσαν να παραστούν στη νεκρώσιμη ακολουθία.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Στεφά-νου, όπου ήταν θαμμένοι ο πεθερός του και τα παιδιά του. Όριζε κομισά-ριους του τη γυναίκα του και τον ιερομόναχο αδερφό του. Ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι δυο ώρες νύχτα και μόνο με τους μοναχούς του μοναστηριού. Στο μοναστήρι αυτό άφηνε ετήσιο έσοδο 7 μουζούρια στάρι για να του κάνουν μια λειτουργία κάθε Παρασκευή. Αν αδιαφορού-σαν, ήθελε το κληροδότημα να πήγαινε σε άλλο μοναστήρι.  Σε όλους τους έλληνες παπάδες άφηνε από μια λίρα για μια λειτουργία. Στον ηγούμενο του Αγίου Γεωργίου Βαρούχα άφηνε 100 υ. για ένα σαραντα-λείτουργο. Στο μοναστήρι Παναγίας Χρυσοπηγής άφηνε 100 υ. για ένα σαρανταλείτουργο. Τα υπόλοιπα της περιουσίας του άφηνε στη γυναίκα του, με τον όρο να αναθρέψει τα παιδιά τους και, αν ήταν έγκυος, και αυτό που θα γεννούσε. Αν πέθαινε το ένα, το μερίδιό του θα πήγαινε στα άλλα. Και αν πέθαιναν μάνα και παιδιά, ήθελε η μισή περιουσία του να πήγαινε στον αδερφό του και τα παιδιά του και η άλλη μισή, όπου τη διέθεταν μάνα και παιδιά. Στον νοτάριο άφηνε  50 υ.[748]

 

Επειδή οι κίνδυνοι από την εγκυμοσύνη ήταν πολλοί, οι γυναίκες της αριστοκρατίας τουλάχιστον, ήθελαν να κάνουν τη διαθήκη τους πριν από τον τοκετό. Εννοείται ότι το συγκινησιακό στοιχείο σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν εντονότερο.

O Η Μαρούσα Πατελάρου - Καλλέργη άφηνε κομισάριους τον πατέρα της, τον άντρα της και τον εικοσάχρονο αδερφό της. Δεν όριζε την εκκλησία για την ταφή της, όριζε όμως να δώσουν 50 υ. και να της κάνουν τα μνημόσυνα. Όλα που είχε τα άφηνε στο παιδί ή τα παιδιά που θα γεννού-σε τώρα ή αργότερα και θα ζούσαν μετά το θάνατό της. Μόλις πέθαινε, ήθελε να τα μοιράζονταν στα ίσια. Αν ο σύζυγός της πάντρευε την ή τις κόρες της, η περιουσία της να έμενε στους γιους της. Αν πέθαινε ο ένας, το μερίδιό του να πήγαινε στον άλλο, αν πέθαιναν όλοι, να πήγαινε στις παντρεμένες κόρες της. Αν πέθαινε η μία χωρίς νόμιμα παιδιά, ήθελε το μερίδιό της να πήγαινε στην άλλη, αν πέθαιναν όλες να πήγαινε στον πατέρα της, αν ζούσε, και αν είχε πεθάνει, να πήγαινε στα αδέρφια της[749].

 

Μερικές δυστυχισμένες κοπέλες είχαν την ατυχία να αρρωσταίνουν αμέσως μετά το γάμο τους. Οι διαθήκες τους και ο τρόπος σκέψης για τα κληροδοτήματα και τους κληρονόμους τους ήταν διαφορετικός από αυτόν των άλλων γυναικών. Ίσως γιατί η συναισθηματική φόρτιση, εξαιτίας του γεγονότος, ήταν μεγαλύτερη και η αίσθηση δικαίου, εξαιτίας της ηλικίας,  εντονότερη

O Η Μαρίνα Μαρούδη δεν είχε ούτε ένα χρόνο παντρεμένη και αρρώστησε βαριά. Άφηνε την προίκα της σε όσους της την έδιναν, δηλαδή τους γονείς της και τα αδέρφια της. Επειδή ήξερε ότι ένας από τους αδερφούς της, ο Χριστοφορος, είχε περισσότερα χρήματα από τους άλλους, για λόγους, όπως φαίνεται δικαιοσύνης, τον υποχρέωνε να δώσει 1.500 υ. στον αδερφό της Φραγκίσκο και άλλα τόσα στον άλλον αδερφό της Ζαχαρία. Στη μητέρα της άφηνε τα ρούχα της προίκας της, όσα είχε προφτάσει να της δώσει, με την υποχρέωση να της κάνει μνημόσυνα. Από την ίδια ζητούσε να ράψει και να δώσει στον παπά Αχέλη ένα φελόνι. Από τα δύο αδέρφια της που νόμιζε ότι είχαν τη δυνατότητα ζητούσε να δώσουν  κάποια ποσά ή ρούχα σε υπηρέτριες, φτωχές κοπέλες και τις καλόγριες του μοναστηριού της Μεσαμπελίτισσας. Όριζε το μοναστήρι όπου ήθελε να τη θάψουν και άφηνε χρήματα στον ιερέα για μνημόσυνα και άλλα για βελτιώσεις. Από τον αδερφό της Χριστόφορο ζητούσε να δώσει από 200 υ. στα πατριαρχεία Κωνσταντινούπολης και Αλεξάνδρειας, προκειμένου να τη μνημονεύουν για πάντα[750].

Οι ορθόδοξοι πίστευαν ότι στις Μεγάλες Εκκλησιές (Πατριαρχεία) οι παρακλήσεις των ιερέων προς τον θεό εισακούονταν περισσότερο. Αυτός είναι ο λόγος που συχνά άφηναν κληροδοτήματα σ’ αυτές.

 

Μερικές διαθέτριες μπορεί για διαφόρους λόγους να είχαν τόσο μεγάλη αγάπη σε κάποιον αδερφό τους, ώστε να τον εξισώνουν ακόμα με τους γιους τους. Το γεγονός ότι πολλές φορές τα αδέρφια έκαναν μεγάλες θυσίες, προ-κειμένου να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή προίκα στις αδερφές τους, ίσως να είναι μια παράμετρος  παρόμοιων συμπεριφορών.

O Η χήρα Φαντίνα Ντακοπούλα ήθελε να ταφεί στον Άγιο Ηλία, όπου και οι γονείς της. Το σπίτι και όσα άλλα είχε τα άφηνε στον αδερφό της και τον γιο της. Θα τα έκαναν δυο μερίδια, θα έπαιρνε το ένα ο αδερφός της και το άλλο ο γιος της, που όφειλε να της κάνει και τα μνημόσυνα[751].

 

Οι διαθέτριες ακόμα και όταν είχαν κάνει δεύτερο γάμο, δεν ξεχνούσαν τα παιδιά που είχαν από τον πρώτο, όπως και τους άλλους συγγενείς τους.

O Η χήρα Βικτορία Σοφιανού άφηνε, με τη διαθήκη της, στην ανιψιά της Κατερού 6 μ. στάρι και 16 μ. μούστο τη χρονιά. Επίσης στον ανιψιό της και εκτελεστή  της διαθήκης της Μιχάλη 22 μ. στάρι τη χρονιά. Τα υπόλοιπα άφηνε στα παιδιά της, από πρώτο γάμο, Τζώρτζη και Φρατζε-σκίνα, σε δύο ίσα μερίδια, με την προϋπόθεση ότι θα παρέμεναν στην κηδεμονία της μάνας της και των εκτελεστών. Αν πέθαινε το ένα,  ήθελε το μερίδιό του να πήγαινε στο άλλο, αν πέθαιναν και τα δύο, τα μερίδιά τους να πήγαιναν στα δυο ανίψια της[752]. Λίγο μετά έκανε και συμπληρω-ματική διαθήκη. Σ’ αυτήν άφηνε τον ανιψιό και τον κουμπάρο κομισά-ριους. Επαναλάμβανε τις παροχές στον ανιψιό και την ανιψιά. Στη μάνα της άφηνε 100 υ. Άφηνε κάποια ποσά και σε άλλες εκκλησίες (συνολικά 5). Αν τα παιδιά έφευγαν από την κηδεμονία των εκτελεστών, αυτοί μπο-ρούσαν να κρατήσουν την περιουσία της και να τους την παραδώσουν μόλις ενηλικιώνονταν. Αν αυτά πέθαιναν χωρίς κληρονόμους, ήθελε η περιουσία της να πήγαινε στους εκτελεστές της διαθήκης[753].

 

O Η χήρα Ιζαμπέτα Πατσοπούλα ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου. Σ’ αυτό άφηνε ένα κατάστημα που είχε στην πόλη, για να την μνημονεύουν για πάντα. Άφηνε χρήματα για μνημόσυνα και σε δύο άλλα μοναστήρια, όπως και 100 υ. στην ψυχοκόρη της και τροφό των παιδιών της. Τα υπόλοιπα της προίκας της άφηνε στην κόρη της Μαρούσα, με τον όρο η ίδια και τα παιδιά της να μην ενοχλήσουν ποτέ τον αδερφό της τον καλόγερο για όσα της χρωστούσε[754].

 

Χρέη δεν είχαν μόνο οι φτωχοί αλλά και οι πλούσιοι φεουδάρχες. Οι τελευταίοι συνήθιζαν να τα εξοφλούν με παραχωρήσεις εκμετάλλευσης περιουσιών στα χωριά της επικράτειάς τους. Αυτό έκαναν και με τις δια-θήκες τους, όταν έβλεπαν ότι ο χρόνος της ζωής τους στένευε.

O Η μακαρίτισσα χήρα Φρατζού Σαγκουινάτσου είχε πάρει δάνειο με κάποιους όρους από τον Ιάκωβο Σαγκουινάτσο. Επειδή πέθανε χωρίς να το εξοφλήσει, ανέλαβαν τα παιδιά και κληρονόμοι της Γεωργιλάς και Όρσα να το εξοφλήσουν με προσωρινή παραχώρηση εσόδων (ενοικί-ων)[755].

O Η χήρα του Τζώρτζη Καλλέργη Ιζαμπέτα Κιότζα και οι δυο γιοι της και κληρονόμοι του πατέρα τους ανέλαβαν να εξοφλήσουν ένα χρέος 30 χρυσά τσεκίνια που είχε ο μακαρίτης στον Θοδωρή Μυλονόπουλο. Ο δια-κανονισμός έγινε με την παραχώρηση εκμετάλλευσης δικών τους κτημά-των για δύο χρόνια[756]. Επειδή είχε προηγηθεί μήνυση και είχαν γίνει κάποια έξοδα, με νέο συμβόλαιο, συμφώνησαν να προστεθούν τα έξοδα στο κεφάλαιο και να παραταθεί η παραχώρηση των περιουσιών από δύο σε τέσσερα χρόνια[757].

 

δ. Παντρεμένοι δυο φορές ή χωρισμένοι. Όταν ο διαθέτης είχε παιδιά από πρώτο και δεύτερο γάμο, οι ισορροπίες που όφειλε να κρατήσει ήταν πιο λεπτές. Για το λόγο αυτό πολλοί της συγκεκριμένης κατηγορίας προτι-μούσαν τις ιδιόχειρες μυστικές διαθήκες, προκειμένου να μην υπάρχουν διαμάχες επίδοξων κληρονόμων όσο τουλάχιστον οι ίδιοι ήταν εν ζωή.

O Ο Φραγκίσκος Σαγκουινάτσος στην ιδιόχειρη διαθήκη του άφηνε εκτελε-στή τον γιο του Ιάκωβο. Αυτός, όφειλε να τον θάψει στο μοναστήρι  του Αγίου Φραγκίσκου, στον οικογενειακό τάφο τους και να δώσει στους εκεί αδελφούς 100 υ. για δύο λειτουργίες για την ψυχή του. Κληροδοτούσε στις κόρες του από τη μακαρίτισσα Μανταλένα Καλλέργη, Ζαμπέτα και Όρσα, όλα τα πράγματα που άφησε η πρώτη του γυναίκα και βρίσκονταν στα χωριά Βουϊδομαγεργιό και Πλατανέα και όλες τις περιουσίες στο χωριό Κισσό, που είχαν δοθεί προίκα στη μακαρίτισσα αδελφή του Όρσα, όταν παντρεύτηκε τον μακαρίτη Τζουάννε Μουδάτσο και την ανέκτησε. Επίσης άφηνε στις κόρες του αυτές τα σπίτια που είχε στην πόλη, στο Παλιό Κάστρο από μισά, μισά. Άφηνε στην Κορνερόλα, άλλη κόρη που έκανε με τη Μαρκεζίνα Κιότζα, τις περιουσίες που είχαν δοθεί  προίκα στη μακαρίτισσα αδελφή του Μαρούτσα, όταν παντρεύτηκε και ανέκτησε ο ίδιος. Αν η Μαρκεζίνα, η μητέρα της, απαιτούσε την προίκα της χωρίς  τίποτα άλλο, το ποσοστό των δώρων του, ήθελε να πάει στην Κορνερόλα. Στις περιουσίες που άφηνε στην Ιζαμπέτα και  Όρσα περιλαμβανόταν και το μερίδιό τους από την προίκα της μακαρίτισσας της μητέρας τους[758].

 

Όταν ο διαθέτης με δύο γάμους είχε παιδιά μόνο από τον έναν, τα πράγ-ματα ήταν πιο απλά, μια και δεν είχε να κάνει πολλές επιλογές.

O Η Νικολέτα Κομουσκοπούλα, ψυχοκόρη του Μανούσου Βλαστού και σύζυγος του Γιώργη Ασπρέα, θέλησε να τη θάψουν στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, όπου άφηνε χρήματα για ένα σαρανταλείτουργο. Η προίκα της ήταν 2.500 υ. Στη μάνα της  άφηνε 100 υ., σεντόνια και ένα σεντούκι, σε ανιψιά της κάποιο φόρεμα και μαντίλα… Όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στα αγόρια που είχε από τον πρώτο της γάμο. Αν πέθαινε το ένα, το μερίδιό του να πήγαινε στα άλλα, αν πέθαιναν όλα, η περιουσία να πήγαινε στο μοναστήρι που θα την έθαβαν[759].

 

Μερικές φορές τύχαινε η δεύτερη σύζυγος κάποιου να μην αποκτούσε δικά της παιδιά και να αφοσιωνόταν αποκλειστικά στα παιδί ή τα παιδιά του συζύγου της από τον πρώτο του γάμο. Στις διαθήκες μπορεί κάποιος να διακρίνει τις ενδόμυχες προτιμήσεις και τα συναισθήματα των γυναικών αυτών.

O Η Φρατζού Επισκοποπούλα ήταν δεύτερη γυναίκα του Αντρέα Μηλιώτη. Ήταν φεουδάρχης του χωριού Βουκρού και εισέπραττε 50 μ. στάρι τη χρονιά και τις εισφορές των γονικάρων. Το έσοδο αυτό όριζε να εκμεταλ-λεύεται ο σύζυγός της όσο ζούσε και όταν πέθαινε, να πήγαινε στο παιδί που είχε ο σύζυγός της από πρώτο γάμο και που ουσιαστικά αυτή ανέθρεψε. Αν αυτό πέθαινε χωρίς νόμιμους κληρονόμους, να πήγαινε στα παιδιά της αδερφής της Ελιάς. Όλα τα κινητά της τα άφηνε στον σύζυγο, που όφειλε, όταν μπορούσε, να εξοφλήσει ένα χρέος 200 ρεαλίων που είχε στον άντρα της αδερφής της. Στο μοναστήρι του Σωτήρα του Βουκρού που ήθελε να ταφεί άφηνε 1.000 υ. και στο ομώνυμο του Βρύσινα 300 υ., στο μοναστήρι της Παναγίας στις Πρασές άφηνε 200 υ. και στον Άγιο Μάμα στου Βουκρού 300 υ… Αν ο άντρας της δεν έδινε τα κληροδοτήματα που όριζε, ήθελε να τα δώσει ο γαμπρός της και να του τα επιστρέψει μέσα σε έξι μήνες. Άφηνε στην αδερφή της ένα μετόχι… Άφηνε πολλά υφάσματα, κοσμήματα, χρήματα για λειτουργίες και μνη-μόσυνα σε γνωστούς, παπάδες και μοναστήρια. Άφηνε σε οκτώ γυναίκες διάφορα ενδύματα. Μόλις πέθαινε ήθελε να τη διαβάσουν στο μοναστήρι Χρυσοπηγής και μετά να τη βάλουν σε φέρετρο και να τη μεταφέρουν στο μοναστήρι του Βουκρού, όπου με τη συνοδεία των γονίκαρων και των γυναικών τους και τέσσερις παπάδες να ταφεί. Απάλλασσε τους γονίκαρους από όσα χρέη είχαν και άφηνε στη νόθα κόρη του άντρα της Κατερίνα ένα καμιζότο κόκκινο[760].

 

Ο χωρισμός ενός ζευγαριού δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και όταν συνέβαινε, πρέπει να συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι και να συνοδευόταν από μεγάλο μίσος. Με άλλα λόγια, χωρισμός για ασήμαντη αφορμή δεν υπήρχε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν υπήρχαν παιδιά, οι διαθέτες είχαν δύ-σκολο έργο, γιατί αναμείγνυαν καθιερωμένες παραδοσιακές συνήθειες με συναισθηματικές καταστάσεις.

O Η πλούσια Λουκία Τετάλδη  άφηνε κομισάριο τον αδερφό της, που μαζί με τις αδερφές της μπορούσαν να τη θάψουν σε όποιο μοναστήρι ήθελαν. Στο μοναστήρι αυτό άφηνε χρήματα για ένα σαρανταλείτουργο και ένα σαββατιανό αμέσως και άλλα τόσα μετά ένα χρόνο. Όλη την περιουσία της άφηνε στην κόρη της από τον πρώτο γάμο Μαρουλιά, με τον όρο να υπακούει τα αδέρφια της (θείους της) και να μην πάει ποτέ με τον πατέρα της. Αν πήγαινε μαζί του, η περιουσία πήγαινε στ’ αδέρφια της. Αν η κόρη πέθαινε πριν ενηλικιωθεί, η περιουσία πήγαινε στον πατέρα της και μετά το θάνατό του στα αδέρφια της σε ίσα μερίδια. Όλοι μαζί τότε όφειλαν να δώσουν 1.000 υ. στην αδερφή τους την καλόγρια. Αν ο αδερφός της νυμφευόταν την παλλακίδα του, έχανε το μερίδιό του. Αν οι αδερφές της πέθαιναν πριν παντρευτούν, το μερίδιό τους πήγαινε στον αδερφό τους, με την παραπάνω προϋπόθεση. Τα μετρητά που είχε ήθελε να τα χρησιμοποιήσουν για την διαπαιδαγώγηση της κόρης της. Αν δια-φωνούσαν μεταξύ τους, ήθελε να τα μοιράσουν σε ελληνικά μοναστήρια. Στην υπηρέτριά της άφηνε 200 υ.[761]

 

Οι γυναίκες που παντρεύονταν για δεύτερη φορά δεν ξεχνούσαν, όπως αναφέραμε, τα παιδιά τους από τον πρώτο γάμο. Αν δεν είχαν άλλα παιδιά από το δεύτερο γάμο, τα έβαζαν πρώτα και, στη συνέχεια, κατέτασσαν τους γονείς τους.

O Η Μαρία Δημητροπούλα  ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι Αγίου Στέφανου και άφηνε 50 υ. για να τη μνημονεύουν. Άφηνε 500 υ. στον άντρα της μάστρο Γιώργη για τις χαρές που γνώρισε απ’ αυτόν. Τα υπόλοιπα άφηνε στην κόρη της Μαρίνα, που είχε από πρώτο γάμο. Αν πεθάνει πριν ενηλικιωθεί, ήθελε να πάνε όλα στη μάνα και τον πατέρα της[762].

O Η Γιακουμίνα Κιότζα άφηνε κομισάριο τον ευγενή σύζυγό της Ιάκωβο Βισκόντε. Σ’ αυτόν άφηνε όλη της την προίκα και όλα όσα της είχε αφήσει ο πρώτος της άντρας. Για αντάλλαγμα θα της έκανε όλα τα μνημόσυνα και θα έδινε, όταν μπορούσε, στο μοναστήρι της Παναγίας των Ερημιτάνων μοναχών 500 υ. Επίσης, θα έδινε 100 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου για βελτιώσεις και ένα φελόνι στο μοναστήρι Αγίου Πνεύματος. Στον νοτάριο άφηνε 6 δουκάτα για τον κόπο του[763].

 

Οι ευγενείς συνήθιζαν να απαιτούν από τα παιδιά τους να παντρεύονται μόνο γυναίκες από την τάξη των ευγενών και να έκαναν νόμιμα παιδιά. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχαναν την κληρονομιά που τους άφηναν. Οι περισ-σότεροι από τους συγκεκριμένους διαθέτες είχαν νόμιμα αλλά και νόθα παιδιά, με γυναίκες κατώτερης τάξης. Με άλλα λόγια, δεν ήθελαν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν το δικό τους παράδειγμα.

O Ο ευγενής  Νικολό Μουδάτσος ζητούσε από τα δύο νόμιμα αγόρια του να πάρουν ευγενείς και τίμιες γυναίκες. Αν δεν το έκανε το ένα, η περιουσία του να πήγαινε στο άλλο. Παράλληλα, απαιτούσε, σε περίπτωση που πέθαιναν χωρίς νόμιμα παιδιά, η περιουσία τους να πήγαινε στα δύο δικά του νόθα και όχι στα δικά τους[764]. 

Ανάμεσα, δηλαδή, στα νόθα του πατέρα και αυτά των γιων προτιμότερα, για τον πατέρα τουλάχιστον, ήταν τα δικά του. 

 

Μερικοί διαθέτες, προφανώς προοδευτικοί, δεν διαχώριζαν νόμιμα και νόθα.

O Ο Μάρκος Μουδάτσος άφηνε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο γιο του Πιέρο. Αν, όμως, αυτός πέθαινε  χωρίς νόμιμα ή νόθα παιδιά, η περιουσία πήγαινε στον άλλο γιο του Αντώνιο[765].

Μερικές διαθέτριες αν και ήταν κατά των νόθων, άφηναν κάποια περι-θώρια μελλοντικής διαφοροποίησης. 

-   Η χήρα Μαθιά Τζαγκαρόλ άφηνε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της στα τέσσερα παιδιά της, με τον όρο ότι μετά το θάνατό τους, θα πήγαινε στα παιδιά τους, μόνο αν ήταν νόμιμα και από ευγενείς γυναίκες. Τα νόθα τους δεν θα έπαιρναν τίποτα, εκτός αν κάποιο γινόταν παπάς και τη μνημόνευε, οπότε θα έπαιρνε 100 τσεκίνια[766].

Όταν οι διαθέτριες είχαν κόρες, που είχαν πεθάνει και δεν είχαν αγόρια ή αδέρφια, προτιμούσαν να αφήνουν την περιουσία τους στους γαμπρούς τους, ακόμα και αν δεν είχαν παιδιά.

O Η χήρα Εργίνα Κορονιοπούλα άφηνε την περιουσία της στους δύο γαμπρούς της, τον παπά Κωνσταντίνο Φίλινο και τον Μανούσο Φίλινο. Και οι δύο ήταν χήροι. Όριζε όμως ότι αν ο Μανούσος δεν αποκτούσε νόμιμα παιδιά, όσα του άφηνε πήγαιναν, μετά το θάνατό του, στον παπά[767].

 

ε. Συγγενείς/φεουδάρχες. Μερικές ευγενείς κυρίες στις διαθήκες τους, αφού άφηναν την περιουσία τους στα παιδιά τους, πρόσθεταν ότι αν αυτά πέθαιναν χωρίς κληρονόμους, η περιουσία να πήγαινε σε άλλα αγαπητά πρόσωπα ή εκκλησίες. Στη βαθμίδα των προτιμήσεων ερχόταν πρώτα τα αδέρφια της διαθέτριας, στη συνέχεια, ο άντρας και μετά οι εκκλησίες.

O Η ευγενής Κωνσταντίνα Σαγκουινάτσου, αφού άφηνε αρκετά κληροδοτή-ματα σε εκκλησίες, όριζε η υπόλοιπη περιουσία της να πάει στα τρία παιδιά της. Αν κάποιο πέθαινε, το μερίδιό του να πήγαινε στα άλλα. Αν πέθαιναν όλα, «θεός φυλάξοι», η περιουσία της να χωριζόταν στα τρία και να έπαιρναν το 1/3 τα αδέλφια της (Πιέρος, Τζουάννε, Ιάκωβος), το  1/3 ο σύζυγός της και το άλλο να μοιραζόταν σε εκκλησίες από τους εκτελεστές της διαθήκης της[768].

Με βάση τη διαθήκη της, η Κωνσταντίνα φαίνεται ως θεοσεβής και παράλληλα  καλή σύζυγος, μάνα, αδερφή.

 

Οι πλούσιοι ευγενείς άφηναν σε πολλούς, γιατί συνήθως είχαν πολλά. Όταν είχαν μικρά παιδιά, συνήθιζαν να αναθέτουν την ανατροφή τους στην μητέρα τους, με βασικό όρο, να ζούσε τίμια. 

O Ο Γεωργιλάς Σαγκουινάτσος άφηνε κομισάριούς του τον αδερφό του, ένα δικηγόρο και ένα χειρούργο. Δεν τον απασχολούσαν πολύ τα σχετικά με την ταφή του. Απλώς ζητούσε να τον θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Άφηνε στο ίδιο μοναστήρι και ένα γαϊδούρι, στο μοναστήρι του Άγιου Γιώργη Απανωσήφη 36 λίρες, μια χρυσή κορώνα στην Παναγία της Κυριάννας και 4 μίστατα λάδι στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κισσού… Τα υπόλοιπα τα άφηνε στον γιο του Λουκά και τις δύο κόρες του, Αντωνία και Εργίνα. Ο γιος όφειλε να παντρέψει τις κόρες, οπότε θα ήταν όλα δικά του. Άφηνε στην Καλή Καλαθοπούλα το σπίτι που της είχε δώσει να μένει, όπως και από ένα μουζούρι στάρι και κριθάρι, και 1 μίστατο κρασί τη χρονιά, που θα της έδινε ο γιος του όσο ζούσε. Τη σύζυγό του Εργίνα άφηνε στο σπίτι του κυρά να ανατρέφει τα παιδιά του, χωρίς να μπορεί κανείς να την ενοχλήσει όσο ζούσε έντιμα. Αν αποφάσιζε να φύγει, μπορούσε να πάρει την προίκα της που ήταν 3.500 υ. Της άφηνε και τα δώρα του γαμπρού[769] (βλ. Παράρτημα,  έγγραφο 10).

 

Μερικοί ευγενείς προσπαθούσαν, όπως φαίνεται, με κληροδοτήματα με-γάλα σε εκκλησιές και μοναστήρια να καλύψουν, όπως έχουμε αναφέρει, τις μικρές ή μεγάλες αμαρτίες τους. Μερικοί χρησιμοποιούσαν για τον ίδιο ίσως σκοπό και άλλα «τεχνάσματα», όπως την ώρα της ταφής, τα ενδύματα, την επίδειξη λιτότητας, την προμήθεια κεριού και λαδιού για το φωτισμό εκκλη-σιών, κληροδοτήματα σε νόθα…

O Ο ευγενής Τζώρτζης Λομβάρδος άφηνε κομισάριο και αφέντρα της περι-ουσίας του τη σύζυγό του. Ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου νύχτα με ένα απλό ρούχο που είχε ράψει χωρίς παράτες. Άφηνε 10.000 υ. στους πατέρες να τα επενδύσουν για να έχουν έσοδα, με την υποχρέωση να κάνουν τρεις λειτουργίες τη βδομάδα για τον ίδιο και τους συγγενείς του για πάντα. Αν το παραμελούσαν, ήθελε το κληροδό-τημα να πάει σε άλλο μοναστήρι. Στο μοναστήρι των Ερημιτανών αδερ-φών άφηνε 2.000 υ., όπως και στης Αγίας Μαγδαληνής και της Αγίας Αικατερίνης. Από το τελευταίο ο επίσκοπος της πόλης μπορούσε να παίρνει 6 δουκάτα τη χρονιά για προμήθεια κεριού. Επίσης μπορούσε να παίρνει και ο πρωτόπαπας άλλα 6 δουκάτα και να ανάβει κάθε μέρα κερί στην εικόνα της Παναγίας. Στο μοναστήρι Αγίου Γεωργίου άφηνε 1 μίστατο λάδι τη χρονιά για να τον μνημονεύουν. Αν οι πατέρες των παραπάνω μοναστηριών δεν τηρούσαν τους όρους, τα κληροδοτήματα θα επέστρεφαν στους κληρονόμους. Άφηνε σε μια ψυχοκόρη 1.000 υ. και έσοδο 11 μουζούρια στάρι και 1 μίστατο λάδι όσο ζούσε. Στην Έλενα Γαβαλοπούλα μητέρα της νόθας κόρης του Βιόλας, στο χωριό Πασαλίτες, άφηνε έσοδο 8 μουζούρια στάρι από ένα χωράφι και ένα αμπέλι. Επίσης στην Βιόλα άφηνε έσοδο 25 υ. τη χρονιά και το σπίτι που κατοικούσε. Όταν πέθαιναν μητέρα και κόρη, όλα ήθελε να πάνε στο μοναστήρι της Παναγίας για να του κάνουν μια λειτουργία το μήνα. Όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στη σύζυγο και την κόρη του Εργίνα να τα εκμεταλλεύονται όσο ζούσαν. Η κόρη όφειλε να ακούει τη μάνα και η μάνα να παντρέψει την κόρη με καλό άτομο και να της δώσει τη μισή περιουσία…[770] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 11).

 

Οι διαθέτες που αρρωστούσαν και κινδύνευαν να πεθάνουν, ενώ η γυναίκα τους ήταν έγκυος, δεν παρέλειπαν στις διαθήκες τους να μνημο-νεύουν και το παιδί που σε λίγο θα έβλεπε τη ζωή.

O Ο Μαθιός Καλλέργης ήταν άρρωστος. Με τη διαθήκη του άφηνε κομισά-ριούς του τη γυναίκα, τη μάνα και τον κουμπάρο του. Ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, νύχτα αν ήταν δυνατό. Για μνημόσυνα άφηνε 1.000 υ. Στον αδερφό του Φραγκίσκο, δάσκαλο, άφηνε 1.000 υ. σε τρεις δόσεις. Στον κουμπάρο του και κομισάριο άφηνε ποσό-τητες από στάρι, κρασί και λάδι. Σε άλλο κουμπάρο του άφηνε 300 υ. Αν η γυναίκα του έφευγε ή ξαναπαντρευόταν, μπορούσε να πάρει την προίκα της και τα δώρα και να αναλάβουν το έργο της διαχείρισης οι άλλοι κομισάριοι. Αν έμενε, αναλάμβανε αυτή τη διαχείριση της περιουσίας και την ανατροφή των παιδιών. Όλη την περιουσία του την άφηνε στα αγόρια του και σ’ αυτό που περίμενε η γυναίκα του, αν ήταν αγόρι, με την υπο-χρέωση να παντρέψουν τα κορίτσια. Αν πέθαινε κάποιο, το μερίδιό του θα πήγαινε στα άλλα[771].

 

Μέσα στη γενική καχυποψία και αμφισβήτηση που πλανιόταν στις ψυχές των διαθετών σχετικά με τη μελλοντική στάση της επίδοξης  χήρας τους, υπήρχαν και φωτεινές εξαιρέσεις. Κάποιοι πρέπει να ήταν τόσο ερωτευμένοι με τις γυναίκες τους και να τους είχαν τόση εμπιστοσύνη, ώστε δεν μοίραζαν οι ίδιοι στους κληρονόμους τους την περιουσία τους, αλλά τις εξουσιο-δοτούσαν να τη μοιράσουν όπως ήθελαν.

O Ο ευγενής Δράκος Σαγκουινάτσος  αδιαφορούσε πού θα τον θάψουν, ήθελε όμως να μνημονεύεται. Άφηνε τη γυναίκα του Ιζαμπέτα Γρίττη διαχειρίστρια της περιουσίας του για να αναθρέψει τον γιο του και το παιδί που περίμενε. Αν ήταν αγόρι, θα μοιραζόταν και σ’ αυτό η περιου-σία του, αν ήταν κορίτσι, θα το προίκιζαν. Τα παιδιά όφειλαν να υπακούν στη μαμά τους[772].

Είναι περίεργο ότι δεν αναφέρει την περίπτωση που θα έφευγε η γυναίκα του ή θα παντρευόταν ξανά. Φαίνεται ότι ήταν σίγουρος ότι θα έμενε και θα ανέτρεφε τα παιδιά του. Ο ίδιος δυο μέρες μετά, με συμπληρωματική δια-θήκη, όριζε ότι, όταν ενηλικιωνόταν ο γιος του και το παιδί ή τα παιδιά που περίμενε η γυναίκα του, αυτή μπορούσε να τους μοιράσει την περιουσία του, όπως ήθελε, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανένα για τη μέχρι τότε διαχεί-ρισή της[773].

 

Πολλές φορές η αρρώστια που ανάγκαζε τους διαθέτες να επισπεύσουν τη διαθήκη τους, δεν διαρκούσε παρά μερικούς μήνες.

O Ο ευγενής Μιχέλ Επισκοπόπουλος παρέδωσε τη διαθήκη που είχε γράψει μόνος του στον νοτάριο, για να την ανοίξει μετά το θάνατό του. Την έδω-σε στις 28/7/1645 και πέθανε στις 24/12 του ίδιου έτους[774] (βλ. Παράρτη-μα, έγγραφο 8).

 

Οι χήρες ευγενών συνήθως φρόντιζαν τα παιδιά τους, αλλά και ήταν πολύ αυστηρές και απαιτητικές μαζί τους.

O Η χήρα Φρατζού Παλμεζάν άφηνε κομισάριό της τον παπά Φραγκίσκο και ζητούσε να της κάνει τάφο  στο μοναστήρι των Ερημιτανών αδερφών, να τη θάψει και να τη μνημονεύει. Την περιουσία της την άφηνε στα παι-διά της, αγόρια και κορίτσια. Αν πέθαινε το ένα χωρίς κληρονόμους, το μερίδιό του πήγαινε στο άλλο. Έδινε στα αγόρια το δικαίωμα να ανακτή-σουν τα ακίνητα των κοριτσιών την περίοδο του γάμου τους. Οι κόρες της ήθελε να μείνουν σπίτι υπό την κηδεμονία του αδερφού της Μάρκου, αν έφευγαν από την κηδεμονία του, έχαναν το μερίδιό τους και το έπαιρ-νε ο κομισάριος της. Άφηνε στον κομισάριό της 84 ρεάλια, γιατί κάποτε τα είχε δανείσει στους γονείς της. Άφηνε και σε μια ανιψιά 500 υ.[775]

O Η Μαργιέτα Σαγκουινάτσου σύζυγος του ευγενή Αντωνάκη Κιότζα  ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι Παναγίας των Αγγέλων, μαζί με τον πατέ-ρα της, όπου και άφηνε χρήματα για μνημόσυνα. Χρήματα για μνημό-συνα άφηνε και στα μοναστήρια  Αγίου Ιωάννη και Αγίας Άννας. Στο τελευταίο άφηνε και την κίτρινη φορεσιά της για να κάνουν φελόνι. Ακόμα άφηνε ένα σαββατιανό στην Παναγία του παπά Κανιόλα. Ένα ασημένιο βάζο και μια καντήλα στον Άγιο Νικόλαο και τα ίδια στην Παναγία της Κυριάννας. Κομισάριους του όριζε τη μάνα  και τον άντρα της. Άφηνε στη μάνα της ένα χωράφι και ετήσιο έσοδο 12 μουζούρια στάρι, τα χρυσαφικά στο γιο της, όταν ενηλικιωνόταν, και την περιουσία της στον άντρα και τον γιο της. Αν πέθαινε ο γιος, η περιουσία θα χωρι-ζόταν στα ίσα ανάμεσα σε μάνα και σύζυγο. Σ’ αυτήν την περίπτωση ήθελε να μοιραστούν 3.000 υ. σε φτωχούς. Σε όλες τις ελληνικές εκκλη-σίες της πόλης, ήθελε να δοθεί, αμέσως μετά το θάνατό της, από ένα δουκάτο για τόσες λειτουργίες[776]. Μέσα σε έξι μέρες η διαθέτρια άλλαξε γνώμη και έκανε συμπληρωματική. Έδινε διευκρινίσεις και ευνοούσε πε-ρισσότερο τη μάνα της[777] (βλ. και ενότητα, Συμπληρωματικές διαθήκες).

 

ΣΤ. Επαρχιώτες στην πόλη.

Επειδή στα χωριά δεν υπήρχε ιατρική περίθαλψη, πολλοί χωρικοί κατέ-βαιναν στις πόλεις, όταν αρρώσταιναν βαριά. Υπήρχαν και άλλοι που κατέ-βαιναν υγιείς, για να διευθετήσουν κάποιες υποθέσεις τους ή για καθαρά εμπορικούς λόγους, και ασθενούσαν εκεί. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι, βλέποντας τον θάνατο να πλησιάζει, αναζητούσαν νοτάριο και συνέτασσαν τη διαθήκη τους. Φαίνεται ότι σε ανάλογες περιπτώσεις οι δυστυχείς χωρικοί εγκατέλειπαν τις συνήθειες των χωριών τους και προσαρμόζονταν στο νέο περιβάλλον. Μακριά από επηρεασμούς και οικογενειακές πιέσεις, αποτύ-πωναν στη διαθήκη τους αυτά που πραγματικά επιθυμούσαν. 

O Ο Μανόλης Τζαγκαρόπουλος από το χωριό Βολιώνες, βρέθηκε βαριά άρρωστος στο Ρέθυμνο. Με τη διαθήκη, που έσπευσε να κάνει εκεί, άφη-νε όλα του τα υπάρχοντα στην εκκλησία της πόλης που θα τον έθαβαν και την εκκλησία του χωριού του. Ο μοναδικός όρος που έβαλε ήταν να τον μνημονεύουν και, αν γύριζε ο γιος του από την ξενιτιά, να του επέστρε-φαν ένα αμπέλι[778].

Όταν κάποιος κληρώνονταν να υπηρετήσουν στις γαλέρες ή όταν ξενιτεύ-ονταν για αναζήτηση τύχης, σπάνια επέστρεφε στο νησί. Κάθε μισεμός ισο-δυναμούσε με οριστικό χωρισμό. Το γεγονός ότι δεν ζήτησε να το θάψουν στο χωριό του και ότι άφησε όλη την περιουσία του σε εκκλησίες, υποδη-λώνει ότι ήταν χήρος και το μοναδικό του παιδί είχε ξενιτευτεί.

 

O Ο Μανόλης Βελονάς από το χωριό Βαρσαμόνερο, βρέθηκε άρρωστος στην πόλη. Ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι της Παναγίας του χωριού του. Άφηνε κομισάριο τον Μιχέλ Κουνούπη και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του στον γιο του Αλέξη και τον εγγονό του Γιώργη (γιο του Αλέξη). Την υπόλοιπη περιουσία του την άφηνε στον εγγονό Γιώργη και τον γιο του Γιάννη (δισέγγονο δικό του) να τη μοιραστούν. Θα τη χώριζαν σε δύο μερίδια και θα διάλεγε ο Γιάννης όποιο ήθελε[779].

Εδώ δεν έχουμε ούτε αμοιβές παπάδων, ούτε ενδιαφέρον για μνημόσυνα. Όσα είχε τα άφηνε στον γιο, τον εγγονό και τον δισέγγονό του. Καθαρή οικογενειακή υπόθεση.

 

O Ο Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος από το χωριό Κισσό βρέθηκε άρρωστος στην πόλη και θέλησε να κάνει τη διαθήκη του. Είχε ανήλικα παιδιά, στα οποία άφηνε την περιουσία του. Για κομισάριους όρισε τη γυναίκα του και τη μάνα του. Αν πέθαινε η μάνα του, ήθελε να την αντικαταστήσει η αδερφή του. Αν αποφάσιζε η γυναίκα του να παντρευτεί ξανά, να έπαιρνε μόνο την προίκα της, χωρίς τα δώρα του γαμπρού, και την ανατροφή των παιδιών του να αναλάμβαναν η αδερφή του και η μάνα του. Άφηνε σε φίλους κάποια κληροδοτήματα, όπως και σε εκκλησίες. Τέλος, σημείωνε τα χρέη που είχε, προκειμένου να τα εξοφλήσουν οι κομισάριοι[780].

 

Μερικοί μπορεί να ήταν πάμπτωχοι, αλλά συνήθιζαν να κάνουν διαθήκη, έστω και για τα ψίχουλα που διέθεταν.

O Ο Μάρκος Κουρνιαχτός αρρώστησε και κατέβηκε στην πόλη, για να γιατρευτεί ή αρρώστησε στην πόλη και φοβούμενος το θάνατο έκανε τη διαθήκη του. Η μόνη του περιουσία ήταν ένα μερίδιο στο σπίτι που έμενε. Το άφηνε στη μάνα του όσο αυτή θα ζούσε. Μετά ήθελε να πάει στον γιο του, αν ζούσε, διαφορετικά στη γυναίκα του[781].

Στην κλίμακα των προτιμήσεων του, ως γνήσιος χωρικός, την πρώτη θέση κατείχε ήταν η μάννα, τη δεύτερη ο γιος και την τελευταία η σύζυγος.

O Ο Γεωργιλάς Δραγανίγος από το χωριό Καλή Συκιά αρρώστησε βαριά, ενώ βρισκόταν στην πόλη. Στη διαθήκη του όριζε κομισάριούς του τη γυναίκα του και έναν παπά, αδιαφορούσε αν τον έθαβαν στην πόλη ή στο χωριό του, απλώς ήθελε να δώσουν 50 υ. σε όποιο μοναστήρι της πόλης θα τον έθαβαν και από 10 υ. σε κάθε παπά, που θα παραβρισκόταν στην κηδεία του, αν τον έθαβαν στο χωριό του. Είχε δυο γιους και έξι κόρες. Ζητούσε από τα αγόρια, αφού παντρέψουν τα κορίτσια, να ανακτήσουν τα ακίνητα που θα έδιναν ως προίκα, με κινητά, όταν μπορούσαν[782].

Το γεγονός ότι άφηνε χρήματα στους παπάδες του χωριού του που θα παραβρίσκονταν στην κηδεία του υποδηλώνει ότι υπήρχαν τουλάχιστον περισσότεροι από δύο. Πολλοί από την ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις, προκει-μένου να γλιτώνουν αγγαρείες και φόρους γίνονταν παπάδες, με αποτέλεσμα να γεμίζουν τα χωριά και οι περισσότεροι να μην έχουν εκκλησία για να λειτουργούν.

 

Οι γυναίκες ή τα κορίτσια, που για διαφόρους λόγους δεν μπορούσαν να ζήσουν στο χωριό τους, κατέφευγαν στην πόλη και γίνονταν κυρίως υπηρέ-τριες σε πλούσιες οικογένειες. Μια κατηγορία από τις γυναίκες αυτές ήταν και οι χήρες, που δεν είχαν καθαρό παρελθόν.

O Η Νταϊμοπούλα, χήρα από το χωριό Κοξαρέ, είχε μπει στην υπηρεσία του Θεοδωρου Μυλωνόπουλου ως ψυχοκόρη. Στη διαθήκη της, αφού άφηνε 100 υ. στο μοναστήρι που θα την έθαβαν στην πόλη ή στο χωριό, όριζε γενικό κληρονόμο της τον γιο της Νικολό, που είχε αποκτήσει πριν παντρευτεί τον άντρα της[783].

Φαίνεται ότι το παιδί της ήταν νόθο και το δέχτηκε ο άντρας που παντρεύτηκε ή ότι το έκανε μαζί του πρώτα και μετά τον παντρεύτηκε. Όπως και να είχε το ζήτημα, το κλίμα μετά το θάνατο του άντρα της δεν πρέπει να ήταν ευνοϊκό στο χωριό και έφυγε για την πόλη.

Χωρικοί, που κατοικούσαν στην πόλη και είχαν πολλά παιδιά, σε μερικές περιπτώσεις έδειχναν ιδιαίτερη συμπάθεια σε κάποια και αντιπάθεια σε άλ-λα. Σ’ αυτό προφανώς συνέτεινε και ο τρόπος συμπεριφοράς απέναντί τους.

O Ο Κωνσταντίνος Τριπόδης από το χωριό Αμυγδαλέα διέθετε πολύ μικρή περιουσία. Το καλύτερο μέρος της, όπως φαίνεται, ήταν ένα νεόφυτο αμπέλι. Αυτό το άφηνε στη γυναίκα του και μετά το θάνατό της στον γιο του Αντώνη. Από τους ίδιους ζητούσε να τον θάψουν σε συγκεκριμένο μοναστήρι και να πληρώσουν 100 υ. Στα υπόλοιπα παιδιά του άφηνε ό, τι άλλο είχε να το μοιραστούν, μαζί με την ευχή του. Μόνο στον μικρότερο, τον Γιώργη, δεν άφηνε παρά μόνο την ευλογία του[784].

Φαίνεται ότι ο μικρός τον είχε απογοητεύσει με τη συμπεριφορά του ή ότι είχε ευτυχήσει να πλουτίσει αντίθετα με τα αδέρφια  του.

 

Ζ. Οι κομισάριοι.

Τις περισσότερες φορές οι διαθέτες άφηναν εκτελεστές της διαθήκης τους (κομισάριους) συγγενικά πρόσωπα. Αυτό γινόταν, γιατί στους συγγενείς είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, αλλά και γιατί οι ίδιοι αυτοί συγγενείς μπορούσε να ήταν οι κύριοι κληρονόμοι. Σε μερικές, δηλαδή, περιπτώσεις κομισάριοι και κληρονόμοι συνέπιπταν πλήρως. Η κλίμακα των προτιμή-σεων ξεκινούσε από τα ενήλικα αγόρια και προχωρούσε στη σύζυγο και τα αδέρφια, για να καταλήξει στα πεθερικά και τα ανίψια. Σε πολλές περιπτώ-σεις έβαζαν και όρους, ιδίως στις συζύγους, προκειμένου να αναλάβουν το σοβαρό αυτό καθήκον. Άλλες φορές οι διαθέτες είχαν την προνοητικότητα να ορίζουν και αναπληρωματικούς κομισάριους, σε περίπτωση που πέθαινε κάποιος ή δεν δεχόταν την ευθύνη ή τους όρους τους.

O Η χήρα Εργίνα Βεργίτση όρισε στη διαθήκη της κομισάριο τον γιο της, Τζουάννε, στον οποίο και κληροδοτούσε το μεγαλύτερο μέρος της περι-ουσίας της[785].

O Ο πλούσιος εισοδηματίας Τζουάννε Λίμας άφησε κομισάριο τον αδερφό του Ιερώνυμο. Στον ίδιο άφησε και το σύνολο σχεδόν της περιουσίας του[786].

O Η χήρα Λουκία Βλαστοπούλα άφησε κομισάριους τα πεθερικά της. Το σύνολο της περιουσίας της το άφηνε στην κόρη της. Αν όμως αυτή πέθαι-νε χωρίς κληρονόμους, ήθελε να μοιραστεί η περιουσία της ανάμεσα στον πεθερό της και ένα μοναστήρι[787].

O Η χήρα Μαρίνα Τεριανού όρισε κομισάριο τον ανιψιό της παπά Νικολό Καλλέργη. Στον ίδιο άφηνε χρήματα για να της κάνει τα μνημόσυνα[788].

O  Ο Γερόλαμος Λίμας άφησε κομισάριούς του την αδερφή του Έλενα, τον ετεροθαλή αδερφό του Γερόλαμο και έναν συγγενή του επίσης Γερό-λαμο[789].

O Ο Νικολό Γαβαλάς στην ιδιόχειρη διαθήκη του άφηνε κομισάριό του, μαζί με τον γιο του, και τη γυναίκα του, με την προϋπόθεση ότι δεν θα παντρευόταν ξανά[790].

O Ο Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος όρισε κομισάριους τη γυναίκα του και τη μάνα του. Αν πέθαινε η μάνα του, θα την αντικαθιστούσε η αδερφή του. Αν παντρευόταν ξανά η γυναίκα του, θα έπαιρνε μόνο την προίκα της, χωρίς τα δώρα του γαμπρού, και την ανατροφή των παιδιών θα αναλάμ-βανε η αδερφή και η μάνα του[791].

O Ο πλούσιος ευγενής Δομίνικος Μουδάτσος, όριζε κομισάριούς του και ταυτόχρονα κληρονόμους του τη γυναίκα του και την ανιψιά του[792].

 

Επειδή ο ρόλος του κομισάριου, σε περίπτωση που οι περιουσίες του διαθέτη ήταν πολλές και η οικογενειακή του κατάσταση περίπλοκη, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, πολλοί άφηναν σ’ αυτούς, όταν δεν τους όριζαν και κληρονόμους, κάποιο μικρό ή μεγάλο έσοδο. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η αμοιβή για τη σωστή εκτέλεση των όρων της διαθήκης ή και για τα πρό-σθετα καθήκοντα που τους ανέθεταν.

O Ο ευγενής Νικολό Μουδάτσος με τη συμπληρωματική του διαθήκη άφηνε στον κομισάριό του Ιούλιο Κονταράτο έσοδο 12 μουζούρια το χρόνο για πέντε χρόνια «για να φροντίζει τα συμφέροντα των παιδιών του»[793].

 

Πολλοί διαθέτες δεν όριζαν κομισάριο και προσπαθούσαν στο κείμενο της διαθήκης να κάνουν λεπτομερή κατανομή της περιουσίας τους, προκει-μένου να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις και έριδες ανάμεσα σε όσους άφηναν κληρονόμους τους. Ο μη ορισμός κομισάριου υποδήλωνε ίσως και το ότι ο διαθέτης έκρινε όσους όριζε κληρονόμους του ως άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης του.

O Ο Αντωνάκης Σαγκουινάτσος άφηνε μέρος της περιουσίας του στα παιδιά του, καθορίζοντάς το με κάθε λεπτομέρεια, και τα υπόλοιπα στη γυναίκα του[794]. 

 

Οι χωρικοί, που αναγκάζονταν να κάνουν την διαθήκη τους στην πόλη, στην οποία είχαν την ατυχία να αρρωστήσουν, φρόντιζαν, κατά κανόνα, να ορίζουν κομισάριους συγγενικά τους πρόσωπα και κληρικούς, στους οποίους φαίνεται ότι είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Πρέπει να τονιστεί ότι πολλές φορές ο κομισάριος είχε να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις και, αν ήταν ευσυνείδητος, δεινοπαθούσε.

O Ο χωρικός Γεωργιλάς Δραγανίγος που αρρώστησε βαριά στην πόλη του Ρεθύμνου, όριζε στη διαθήκη που έγραψε εκεί κομισάριούς του τη γυναί-κα του και έναν παπά του χωριού του. Να σημειωθεί ότι είχε οκτώ παιδιά και ότι ζητούσε να από τους δυο γιους του να παντρέψουν της έξι κόρες του. Δύσκολη δουλειά και για τα δύο αγόρια και για τους κομισάριους[795].

O Η χήρα Βικτορία Σοφιανού άφησε εκτελεστές της διαθήκης της τη μάνα της, την αδερφή της, τον κουμπάρο και τον ανιψιό της[796]. Η ίδια έκανε και συμπληρωματική στην οποία άφηνε κομισάριους μόνο τον ανιψιό και τον κουμπάρο [797].

Φαίνεται ότι μάνα και αδερφή διαμαρτυρήθηκαν για τον κουμπάρο και τον ανιψιό και η  χήρα τις έδιωξε και τις δύο.

 

O Η ευγενής Κωνσταντίνα Σαγκουινάτσου, σύζυγος Κόρνερ, άφηνε, με τη διαθήκη της, κομισάριους τον σύζυγό της και τα αδέλφια της, ευγενείς Τζουάννε και Πιέρο[798].

O Ο Αντρέας Καλονάς, άφηνε εκτελεστές τα παιδιά του Γιώργη και Τζου-άννε, όπως και τη μητέρα τους, με την προϋπόθεση ότι τα παιδιά δεν θα είχαν το δικαίωμα να κάνουν κάτι χωρίς τη γνώμη της μάνας[799]. 

 

Συχνά οι κομισάριοι, όπως τονίσαμε και παραπάνω,  βρίσκονταν μπροστά σε άλυτα προβλήματα. Μερικοί αγωνίζονταν να τα υπερπηδήσουν, για να φανούν αντάξιοι της εμπιστοσύνης που έδειξαν στα άτομά τους οι διαθέτες, άλλοι λιποψυχούσαν και υπέβαλαν παραίτηση από το καθήκον που άθελά τους είχαν επωμιστεί.

O Ο μακαρίτης Φραγκίσκος Βλαστός είχε ορίσει κομισάριούς του τον παπά Γιώργη Βλαστό και τον μάστρο Αντώνη Βλαστό. Ο μακαρίτης χρωστού-σε αλλά και του χρωστούσαν. Ο παπάς μπροστά στις δυσκολίες παραιτή-θηκε και άφησε την ευθύνη στον άλλον κομισάριο[800].

O Η Ιζαμπέτα Σανγκουινάτσου, σύζυγος από πρώτο γάμο του μακαρίτη Δανιήλ Πεκατόρου, απαιτούσε από την περιουσία και την κληρονομιά του συζύγου της την προίκα της, τα δώρα, όπως και  τα  κληροδοτήματα που της άφησε με τη διαθήκη του Η εκτελέστρια της διαθήκης και κηδεμόνας των  παιδιών Τζουάννα Πεκατόρου, αδελφή του μακαρίτη, της παραχώρησε ένα σπίτι δικό της, προκειμένου να πάψει να ζητά πάνω από τις 9.000 υ. της προίκας. Μετά το θάνατο της Ιζαμπέτας το σπίτι θα επέ-στρεφε στη Τζουάννα και, αν και αυτή είχε πεθάνει, στα παιδιά της Ιζαμπέτας και ανίψια της Τζουάννας. Με όλα τα παραπάνω συμφώνησε και ο δεύτερος άντρας της Ιζαμπέτας, ευγενής Αντώνιος Πολάνης. Για την ικανοποίηση των υπολοίπων διεκδικήσεων άφηναν προθεσμία ενός έτους στη Τζουάννα[801].

O Ο Αντρέας Καλονάς άφηνε εκτελεστές της διαθήκης του τα δύο αγόρια του και τη γυναίκα του, με την προϋπόθεση ότι τα παιδιά δεν θα μπορού-σαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη γνώμη της μάνας τους[802].

 

Μερικές ανύπαντρες γυναίκες αντί να αφήνουν κομισάριό τους κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο, προτιμούσαν κάποιον ιερέα, ελπίζοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζαν τουλάχιστον αξιοπρεπή κηδεία και τακτικά μνημόσυνα ή κάποιο γιατρό, προκειμένου να έχουν καλύτερη περίθαλψη.

O Η Καλή Φράγκου άφηνε κομισάριο και κληρονόμο της τον παπά Τζώρ-τζη Επισκοπόπουλο, με την υποχρέωση να τη θάψει και να τη μνημο-νεύει[803].

O Η Εργίνα Γαλανοπούλα άφηνε κομισάριο και γενικό κληρονόμο το γιο της, αλλά δεν παρέλειπε να αφήσει και στο γιατρό Πιέρο Ρουγκιέρη όλη την οικοσκευή του σπιτιού της[804].

O Ο Μαθιός Πετρόπουλος άφηνε κομισάριο και κληρονόμο τη γυναίκα του Μαρούλα. Αν αυτή έφευγε από την πόλη, άφηνε στη θέση της την αδερ-φή του[805].

O Ο Τζώρτζης Καλλεργάκης αφήνει κομισάριους τη γυναίκα του και τον κουνιάδο του[806].

 

Πολλές διαθέτριες, ιδίως πλούσιες, άφηναν πολλούς κομισάριους. Πολλά είχαν, πολλούς άφηναν.

O Η αριστοκράτισσα Κασσάνδρα Κόρνερ άφηνε κομισάριους της τον σύζυ-γό της, τη μητέρα της, και τους τέσσερις αδερφούς της. Συνολικά έξι[807].

 

Οι ευγενείς πολλές φορές όριζαν στενούς τους φίλους μαζί με συγγενείς ως κομισάριους. Φαίνεται ότι, μέσα στους κύκλους τους επικρατούσε η υπο-κρισία και έτσι έψαχναν να βρουν στους πολλούς και κάποιον τίμιο και αξιόλογο.

O Ο Γεωργιλάς Σαγκουινάτσος όρισε κομισάριους του τον αδερφό του, ένα δικηγόρο και ένα χειρούργο[808] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 10).

O Ο καθολικός παπάς Φραγκίσκος Κλαύδιος όριζε εκτελεστές της διαθήκης του τους  πατέρες της εκκλησίας Αγίας Αικατερίνης, στην οποία άφηνε ως έσοδο ένα μίστατο λάδι ετησίως[809].

 

Η. Οι μάρτυρες.

Στο σύνολο σχεδόν των διαθηκών οι νοτάριοι καλούσαν για μάρτυρες επτά άτομα. Εξαίρεση αποτελεί ο νοτάριος Αρκολέος, που χρησιμοποιούσε και στις διαθήκες ως μάρτυρες δύο άτομα, όσα δηλαδή και στα άλλα συμβόλαια. Ο Καλλέργης, ενώ σε όλες τις διαθήκες του χρησιμοποιούσε 7 μάρτυρες, σε μία, ενός φτωχού από χωριό που αρρώστησε και πέθανε στην πόλη, χρησιμοποίησε μόνο πέντε. Φαίνεται ότι δεν βρήκε άλλους πρόθυ-μους[810]. Ορισμένοι άλλοι νοτάριοι, όπως ο Τρωίλος, σε πολλές περιπτώσεις, αφού σημείωναν οι ίδιοι τα ονόματα των μαρτύρων, τους καλούσαν να γρά-ψει ο καθένας το όνομά του και πλάι τη φράση «ήμουν παρών, παρακαλετός στα παραπάνω» ή απλώς «μάρτυρας παρακαλετός»[811] «παρευρέθηκα και παρακλήθηκα για μάρτυρας των παραπάνω»[812].

 

Οι διαθέτες, ιδίως οι ευγενείς ή πλούσιοι, συνήθιζαν να καλούν ως μάρτυ-ρες κληρικούς, παπάδες ή ιερομόναχους, ίσως γιατί είχαν σ’ αυτούς περισσό-τερη εμπιστοσύνη ή γιατί ήθελαν να παίρνει κάποια ιερότητα η τελευταία επιθυμία τους.

O Ο ευγενής Δομίνικος Μουδάτσος κάλεσε ως μάρτυρες πέντε παπάδες, έναν ιερομόναχο και μόλις έναν κοσμικό[813]. (βλ. και Παράρτημα, έγγρα-φο 1).

 

Στις ιδιόχειρες διαθήκες οι μάρτυρες μπορούσε να ήταν περισσότεροι. Ο διαθέτης, μόλις έγραφε τη διαθήκη του, καλούσε δύο ή και παραπάνω, προκειμένου να διασφαλίσει τη γνησιότητά της. Όταν ο νοτάριος άνοιγε τη διαθήκη, καλούσε ανάλογα δύο ή επτά για να τη διαβάσει μπροστά τους, όπως και μπροστά στους ενδιαφερόμενους.  Καλούσε ακόμα και δύο άτομα για εξακρίβωση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη, για να είναι νόμιμη η όλη διαδικασία[814].

O Ο ευγενής Μάρκος Καλλέργης όταν έγραψε την πολυσέλιδη διαθήκη του,  αρκέστηκε σε 4 μάρτυρες[815].

Αυτό υποδηλώνει, από το ένα μέρος, ότι οι πλούσιοι διαθέτες ουδόλως ενδιαφέρονταν για τον αριθμό των μαρτύρων, και από το άλλο, ότι οι νοτά-ριοι δεν ήταν υποχρεωμένοι για να είναι έγκυρες οι διαθήκες να αναζητούν απαραίτητα επτά άτομα. Μάλλον το κλασικό με δύο μάρτυρες μπορούσε να ισχύει και στις διαθήκες, όπως έκανε και ο Αρκολέος.

O Ο ευγενής Νικολό Μουδάτσος στη συμπληρωματική του διαθήκη, υπο-γράφει πρώτα αυτός και μετά  μόνο δύο μάρτυρες[816].

 

Σε λίγες περιπτώσεις στην κυρίως διαθήκη, πριν από τους μάρτυρες, υπέ-γραφε και ο διαθέτης.

O Ο Τζουάνε Πίρινος, με τη διαθήκη του, που συνέταξε στη διάρκεια που οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να πολιορκούν τα Χανιά, άφησε πολλά και υψηλά κληροδοτήματα σε εκκλησίες και μοναστήρια. Στο τέλος υπέγραψε πρώ-τα αυτός και μετά δύο μάρτυρες[817].

Είπαμε ότι μερικές φορές οι διαθέτες άφηναν και κάποιο κληροδότημα στους κομισάριούς τους, ιδίως όταν δεν ήταν συγγενείς ή κληρονόμοι τους, για το δύσκολο έργο που τους ανέθεταν. Στους μάρτυρες φυσικά δεν άφη-ναν, γιατί η συμμετοχή τους περιοριζόταν αποκλειστικά στην παρουσία και την υπογραφή τους. Σε μια μόνο περίπτωση ο διαθέτης άφηνε χρήματα και στους μάρτυρες.

O Ο καθολικός ιερέας Φραγκίσκος Κλαύδιος  άφηνε στους μάρτυρες από 10 λίρες και στον νοτάριο ένα μαύρο καθρέπτη[818].

 

Συμβαλλόμενοι και μάρτυρες ήταν, κατά κανόνα, Έλληνες, ή τουλάχι-στον ελληνόφωνοι. Με βάση όμως, όπως έχουμε αναφέρει, το νόμο, ήταν υποχρεωμένοι να γράφουν και να υπογράφουν τα επίσημα έγγραφα στα ιτα-λικά. Μερικές φορές κάποιοι ξέφευγαν και, εσκεμμένα ή όχι, υπέγραφαν ελληνικά.

O Η Όρσα Σαγκουινατσοπούλα τον Ιούνιο του 1646 έκανε τη διαθήκη της, με την οποία άφησε πολλά κληροδοτήματα ιδίως σε εκκλησίες και μονα-στήρια. Στο τέλος, σε μια προσθήκη της διαθήκης, υπέγραψαν ως μάρτυ-ρες δυο παπάδες στα ελληνικά[819].

Ίσως το τόλμημά τους να είχε σχέση με το γεγονός ότι οι Τούρκοι πλη-σίαζαν ήδη στην πόλη του Ρεθύμνου (έφτασαν 29 Σεπτεμβρίου) και η βενε-τική κατοχή έδειχνε ότι έπαιρνε τέλος.

 

Θ. Οι Βενετσιάνοι.

Το σύνολο σχεδόν των διαθηκών που διαθέτουμε προέρχονταν από Έλληνες ή εξελληνισμένους Βενετσιάνους. Υπάρχουν όμως και μερικές που προέρχονταν από καθαρά βενετούς πολίτες, οι οποίοι κατοικούσαν προσωρι-νά στο Ρέθυμνο και εργάζονταν για το δημόσιο ως υπάλληλοι ή αξιωματού-χοι. Όταν έβλεπαν ότι πλησίαζε το τέλος της ζωής τους, έγραφαν και αυτοί τη διαθήκη τους, όπως και οι υπόλοιποι. Εννοείται ότι, αφού προσέφευγαν σε ντόπιους νοτάριους, το περιεχόμενό της, ως προς το τυπικό τουλάχιστον, δεν είχε σημαντικές διαφοροποιήσεις.

O Ο Μιχέλ Αλμόρο ήταν Βενετός και υπηρετούσε ως σύμβουλος στο Ρέθυ-μνο. Αρρώστησε βαριά και κάλεσε τον νοτάριο να κάνει τη διαθήκη του. Ο νοτάριος τη συνέταξε με το σύνηθες τυπικό. Ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, στο οποίο άφηνε 60 δουκάτα, που ήταν σημαντικό ποσό. Άφηνε κομισάριους τον βενετό διοικητή και έναν βενετό κόμη. Ανέφερε λεπτομερώς όσα χρωστούσε και του χρωστούσαν. Άφηνε κληροδοτήματα σε πολλούς, όπως και οι Έλληνες. Από πρώτο γάμο με την Τζορτζίνα είχε ένα κοριτσάκι και από το δεύτερο με την Ελίνα Τζόρτζη άλλα δύο. Στην πρώτη του γυναίκα άφηνε σκεύη της κου-ζίνας και ρούχα, με τον όρο ότι δεν θα ξαναπαντρευόταν. Στο κοριτσάκι του άφηνε μόλις 20 δουκάτα. Κληροδοτήματα με μικρότερα ποσά άφηνε σε εκκλησίες της Βενετίας, σε κληρικούς και σε υπηρέτες. Ασημένια κουτάλια στους γιατρούς που τον κουράριζαν, διακοσμητικά σε φίλους και το δακτυλίδι που φορούσε στον νοτάριο. Την υπόλοιπη περιουσία του άφηνε στη δεύτερη γυναίκα του και τα δύο τους κοριτσάκια[820] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 12).

Φαίνεται ότι ασχολιόταν με το εμπόριο και με δανειοδοτήσεις, όπως και οι περισσότεροι βενετοί αξιωματούχοι. Το δημόσιο αξίωμα τους βοηθούσε στις απασχολήσεις τους αυτές. Αξίζει νομίζω να επισημανθεί ότι ενώ είναι παντρεμένος για δεύτερη φορά, απαιτεί να μην παντρευτεί η πρώτη του γυ-ναίκα, προκειμένου να πάρει τα κουζινικά και τα ρούχα που της κληροδοτεί!

 

Ι. Περίεργες απαιτήσεις διαθετών.

Μέσα στο πλήθος των διαθηκών που συναντάμε στα νοταριακά πρωτό-κολλα υπάρχουν και μερικές που εντυπωσιάζουν με κάποιες από τις διατά-ξεις/επιθυμίες των δημιουργών τους. Ο εντυπωσιασμός έγκειται στο γεγονός ότι οι διαθέτες ζητούσαν πράγματα που σε άλλους ήταν από αδιανόητα μέχρι αδιάφορα. Οι λόγοι που τα ζητούσαν πρέπει να αναζητηθούν με γνώμονα την οικονομική και την οικογενειακή τους κατάσταση. Συνήθως οι περίεργοι αυτοί διαθέτες προέρχονταν από τους κύκλους των οικονομικά εύρωστων και δεν είχαν ομαλές οικογενειακές σχέσεις. Ίσως νόμιζαν ότι με τον τρόπο αυτό θα ξεχώριζαν και στον άλλο κόσμο, όπως με τον πλούτο τους ξεχώ-ριζαν στον εδώ.

O Ο Στεφανής Πίρινος, ήθελε να τον θάψουν στις 5 το πρωί χωρίς κόσμο και πομπές[821]

O Ο Αντρέας Καλονάς ζητούσε από τους κομισάριούς του να τον θάψουν νύχτα και μόνο με έναν παπά «και δεν οφείλουν να δώσουν λογαριασμό στο θεό»[822].

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας ήθελε να τον θάψουν δυο ώρες νύχτα και μόνο με τους μοναχούς του μοναστηριού του Αγίου Στεφάνου[823].

O Η τοκογλύφος και ενεχυροδανειστής Καλή Κουμουλοπούλα ήθελε να τη θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου του σεβαστού παπά Λινιού, όπου και θα την μνημόνευαν, σύμφωνα, όπως λέει, με αυτά που είχαν ορίσει σε σχετικό συμβόλαιο. Παράλληλα είχε συμφωνήσει με την ευγε-νή Ατζολέτα Καλλέργη, η οποία της χρωστούσε 10 μουζούρια στάρι  να της κάνει το ετήσιο μνημόσυνο Λίγο μετά, με τη συμπληρωματική διαθή-κη της, άλλαζε γνώμη και  ζητούσε να πάρουν τα 8 μουζούρια στάρι από την Καλλέργη οι δύο αδερφές της και να της κάνουν εκείνες το ετήσιο μνημόσυνο[824].

Με άλλα λόγια, είχε κάνει ξεχωριστό συμβόλαιο με τον συγκεκριμένο παπά για το πώς θα τη μνημονεύει και την αμοιβή που θα εισέπραττε. Αλλά επειδή και πάλι δεν του είχε εμπιστοσύνη, θέλησε να ρίξει μέρος από αυτά που της χρωστούσαν για τον ίδιο σκοπό.

O Η ίδια η τοκογλύφος ήταν τόσο άτεγκτη ώστε κρατούσε από την αδερφή της Αννίτσα για κάποιο δάνειο που της είχε κάνει ως ενέχυρο ένα σκέτο σεντόνι. Με τη διαθήκη τής το επέστρεφε χωρίς την υποχρέωση να εξο-φλήσει το χρέος της! Η ίδια είχε και έναν γιο, τον Αλέξανδρο, στον οποίο δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη. Την περιουσία της την άφηνε στα παιδιά που θα έκανε ο ίδιος, όταν αυτά ενηλικιώνονταν. Για τη συντήρησή του άφη-νε κάποια ρούχα και όριζε να του δίνουν μόνο όσα αντιστοιχούσαν σε έσοδο 6 μουζουριών σταριού το χρόνο[825]. Με τη συμπληρωματική άλλα-ξε γνώμη και όρισε να του δίνουν ένα μουζούρι στάρι κάθε μήνα και άλλο ένα για την ψυχή της. Με άλλα λόγια 24 μουζούρια το χρόνο[826].

Αν υποτεθεί ότι ένα μουζούρι στάρι άξιζε περίπου 3 υ., το ποσό με το οποίο έπρεπε να συντηρηθεί ο γιος ήταν 72 υ. το χρόνο. Ποσό ασήμαντο.

O Η ίδια για μερικούς φαινομενικά χρεώστες της ομολογούσε ότι είχε εξο-φληθεί, αλλά δεν είχε καταστρέψει τα χρεωστικά έγγραφα[827].

Ίσως το γεγονός ότι βρέθηκε μπροστά στο θάνατο την έκανε να ομολογεί τις απάτες της και να ζητά από τον κομισάριό της να μην εισπράξει τα ουσιαστικά  αλλά όχι τυπικά εξοφλημένα.

O Ο ευγενής Τζώρτζης Λομβάρδος ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου νύχτα με ένα απλό ρούχο που είχε ράψει και χωρίς παράτες. Άφηνε 10.000 υ. στους πατέρες του μοναστηριού να τα επενδύ-σουν, προκειμένου να έχουν κάποια έσοδα, με την υποχρέωση να κάνουν τρεις λειτουργίες τη βδομάδα για τον ίδιο και τους συγγενείς του για πάντα. Αν το παραμελούσαν, το κληροδότημα ήθελε να πήγαινε σε άλλο μοναστήρι[828] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 21).

O Ο Μαθιός Καλλέργης ζητούσε να τον θάψουν στο μοναστήρι της Αγίας Άννας αν ήταν δυνατόν νύχτα[829].

O Ο καθολικός παπάς Φραγκίσκος Κλαύδιος ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου και να βάλουν πάνω του την εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. Στον αδερφό του δεν άφηνε τίποτα, εκτός από την ευλογία του, γιατί είχε πάρει τα καλύτερα έπιπλα από το πατρικό τους. Στους μάρτυρες άφηνε από 10 λίρες και στον νοτάριο ένα μαύρο καθρέ-πτη[830].

O Ο Μάρκος Σελέμης ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι του Σωτήρα κατά το δυνατό νύχτα[831].

Αυτή ήταν και η τελευταία, ίσως, διαθήκη, πριν οι Τούρκοι πατήσουν την πόλη του Ρεθύμνου.

 

 

ΙΑ. Ύποπτες διαθήκες.

Μερικοί ευγενείς φρόντιζαν να παρασέρνουν κάποιους φτωχούς χωρι-κούς μακριά από τα χωριά τους και εκεί, εκβιάζοντάς τους, με διάφορους τρόπους, τους ανάγκαζαν να γράψουν τη διαθήκη τους, αφήνοντας αυτούς γενικούς κληρονόμους.

O Ο ευγενής Μάρκος Κιότζας οδήγησε σε μοναστήρι της πόλης του Ρεθύ-μνου τον Μανόλη Ροδαβά από το χωριό Κάτω Αρμένοι και τον υποχρέ-ωσε να γράψει τη διαθήκη του. Με αυτή τον άφηνε κομισάριο και γενικό κληρονόμο του[832].

 

Μερικές φορές οι διαθέτες έδιναν στις διαθήκες τους μορφή συμφωνίας με κάποιον για εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων. Όταν, για παράδειγμα, αδύναμες γυναίκες δεν μπορούσαν να εισπράξουν αυτά που τους χρωστού-σαν, κατέφευγαν σε ισχυρούς και τους ανέθεταν την είσπραξη, πάντοτε με το αζημίωτο.

O Η Αννίτσα Κουδουνοπούλα, που συνήθως έμενε στο μοναστήρι της Αγίας Κυριακής, είχε ένα σπίτι, τα ρούχα της και της χρωστούσαν 150 υ. Όλα τα άφηνε στον Θεόδωρο Μυλωνόπουλο να τα εκμεταλλεύεται όσο αυτή ζούσε και να τα κρατήσει όταν πεθάνει[833].

O Η Μαρία Βλαστοπούλα, υπηρέτρια του Αντρέα Φορλάνου, ζητούσε από το αφεντικό της να τη θάψει σε όποιο μοναστήρι ήθελε και άφηνε ό, τι είχε στο γιο του, εξαιτίας της υποχρέωσης που ένιωθε για το σπίτι[834].

Άφηνε τα λίγα που είχε σον γιο του αφέντη της και δικαιολογούσε την επιλογή της, προκειμένου να μην εγείρουν αξιώσεις οι πραγματικοί κληρο-νόμοι της.

 

Μερικοί διαθέτες, που δεν είχαν δική τους οικογένεια και ίσως δεν χώ-νευαν τους συγγενείς τους, δεν δίσταζαν να αφήνουν την όποια περιουσία τους σε άτομα που τους έδειξαν αγάπη και ενδιαφέρον.

O Η Καλή Βαρδοπούλα ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Παύ-λου στου Γάλλου, όπου άφηνε 4 μίστατα λάδι και άλλα 4 στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Τα υπόλοιπα της περιουσίας της άφηνε στη Μαρία Καλογεροπούλα από ευγνωμοσύνη[835].

Η Μαρία προφανώς θα ήταν φίλη της, που ίσως την είχε βοηθήσει σε κάποιες δύσκολες στιγμές.

 

ΙΒ. Διαθήκες κάτω από ειδικές συνθήκες.

Μερικοί διαθέτες αναγκάζονταν για διάφορους έκτακτους λόγους να παραχωρούν σε άλλους την περιουσία τους ή να συντάσσουν εσπευσμένα τη διαθήκη τους. Οι λόγοι αυτοί μπορούσε να ήταν κάποιος πόλεμος, η στρά-τευση, τα μακρινά ταξίδια κ.ά. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στα Χανιά τον Ιούνιο του 1645 και κατέλαβαν την πόλη μετά από πολιορκία 50 ημερών. Από τη στιγμή της απόβασης τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι όλου του νησιού, υπολογίζοντας, όχι αδικαιολόγητα, ότι η ζωή τους διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, έσπευδαν να κάνουν τις διαθήκες τους. Η μελέτη των διαθηκών αυτών οδηγεί σε συμπεράσματα σχετικά με το πώς το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί σε έκτακτες περιπτώσεις. Κατά πόσο δηλαδή εξακολουθεί να ακολουθεί τα συνήθη και κατά πόσο επιχειρεί ή διακινδυνεύει αλλαγές στο νομικό ή εθιμικό κατεστημένο. Για το λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαίο οι διαθήκες αυτές να αποτελέσουν ξεχωριστή ενότητα. Μια πρώτη παρατήρηση: ενώ κάτω από ομαλές συνθήκες μόνο οι ηλικιωμένοι έκαναν διαθήκες, κάτω από έκτακτες έκαναν και πολλοί νέοι.

O Ο Γιώργης Απρορίας από το χωριό Γάλλου, που έφευγε για να υπηρε-τήσει σε βενετσιάνικη γαλέρα, παραχωρούσε, με τη διαθήκη του, την περιουσία του για εκμετάλλευση (χωράφι και αμπέλι) στον Αντρέα Καβαλαρίτση, γιατί τον είχε βοηθήσει σαν φαμέγιος. Θα την κρατούσε μέχρι να επιστρέψει. Αν σκοτωνόταν, ήθελε να έμενε σ’ αυτόν[836].

O Ο Φραγκίσκος Πάντιμος κληρώθηκε να πάει στις γαλέρες και, επειδή είχε κάνει από παλιά διαθήκη, τώρα θέλησε να κάνει συμπληρωματική.  Σ’ αυτήν δήλωσε ότι είχε εξοφληθεί η προίκα της γυναίκας του που ήταν 16.000 υ. και μπορούσε αυτή να πάρει τόσα από την περιουσία του. Δήλωσε επίσης ότι του χρωστούσε ο Αλβίζε Κιότζας 500 μίστατα κρασί και 75 λίρες. Τέλος, άφηνε στον κουμπάρο του παπά Ρουκάκη 100 υ. για τόσες λειτουργίες[837].

 

Ο φόβος του θανάτου, εξαιτίας της απόβασης των Τούρκων, έκανε πολ-λούς να αυξάνουν τα κληροδοτήματα στις εκκλησίες, να απαιτούν πολλά μνημόσυνα και να φροντίζουν για ποικίλα ανθρωπιστικά θέματα. Μερικοί δεν δίσταζαν και να το γράφουν  καθαρά.

O Επειδή ο εχθρός πλησίαζε στην πόλη των Χανίων ο Τζουάννε Πίρινος έγραψε τη διαθήκη του. Όριζε κομισάριους τις αδερφές του και τον εξά-δελφό του. Ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι Αγίου Ιωάννου, όπου άφηνε 2.500 υ. που του χρωστούσαν, με τον όρο να μην τον ξεθάψουν ποτέ. Αν δεν το έκαναν, το κληροδότημα πήγαινε στο μοναστήρι Αγίου Γεωργίου. Επίσης όφειλε ο εφημέριος να τον μνημονεύει σε κάθε σαββα-τιάτικη λειτουργία. Άφηνε επιπλέον χρήματα για σαββατιανό και σαρα-νταλείτουργο. Άφηνε από 5 ρεάλια στα μοναστήρια Άγιο Γεώργιο και Άγιο Λάζαρο, στον παπά Μανόλη Μπουνιαλή για σαρανταλείτουργο και αιώνια μνημόνευση, και τον παπά Καλονά για να του κάνει μνημόσυνα και να τον γράψει ως δωρητή. Επίσης άφηνε χρήματα για μνημόσυνα στην Αγία Παρασκευή, τον Άγιο Σωτήρα, τον παπά Κονταλένη στον Άγιο Γιάννη Αμμουδιάς, τον παπά Βλαστο στο Άγιο Πνεύμα και τον παπά Σιλιγάρδο στον Άγιο Αντώνιο. Σε όλους τους παπάδες της πόλης άφηνε από μισό ρεάλι, για να του κάνουν από μια λειτουργία, όσο θα ήταν εφημέριοι. Σε τρεις γυναίκες άφηνε από 100 υ. Οι κομισάριοί του όφειλαν να ξοδέψουν γενικά 200 ρεάλια. Αν μετά τα παραπάνω περίσ-σευαν, ήθελε να τα μοίραζαν σε φτωχές οικογένειες, να μην έδιναν σε καμιά πάνω από ένα ρεάλι και να έψαχναν οι ίδιοι να τις έβρισκαν. Όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στην κόρη του, με τον όρο να δώσει από 25 ρεάλια σε καθένα από τα τέσσερα ορθόδοξα πατριαρχεία[838].

Πρέπει να ήταν χωρισμένος ή χήρος, γιατί δεν έκανε λόγο για σύζυγο. Είχε όμως μια κόρη.  Γενικά άφηνε χρήματα σε εννέα μοναστήρια ή παπάδες και από μισό ρεάλι σε όλους τους παπάδες. Από όλους ζητούσε λειτουργίες, μνημόσυνα και από δύο αναγραφή στον πίνακα των δωρητών.

 

Οι Βενετσιάνοι, που κινδύνευαν περισσότερο από τους ντόπιους, εξαιτίας του πολέμου που είχαν ανοίξει με τους Τούρκους, άφηναν κληροδοτήματα σε μοναστήρια και νοσοκομεία της μητέρας πατρίδας τους, χωρίς να ξεχνούν και τα νόθα τους. Τα μετρητά τους τα μετέτρεπαν σε συναλλαγματικές και τα έστελναν στη Βενετία για ασφάλεια.  

O Ο Τζουάννε Πολάνης έκανε πληρεξούσιούς του δύο φίλους του, που κατοικούσαν στη Βενετία, για να εισπράξουν εκεί τα χρήματα που είχε δώσει με συναλλαγματική εδώ στον γενικό προβλεπτή Κορνάρο. Σε περί-πτωση που αυτός πέθαινε, τα χρήματα θα πήγαιναν στα τρία ανίψια του, με τον όρο να συνεχίσουν να μένουν στο ίδιο σπίτι και να φροντίζουν το νόθο γιο του Νικολέτο, διαθέτοντας 130 υ. το χρόνο για τα έξοδά του. Όταν μεγάλωνε ο Νικολέτος, θα έπαιρνε αυτός ή τα νόμιμα παιδιά του τα μισά και τα άλλα μισά ήθελε να πάνε στο νοσοκομείο του Αγίου Ιωάννη Πόλου[839].

 

Τον Αύγουστο του 1646, καθώς οι Τούρκοι ετοιμάζονταν πια να προελά-σουν από την περιοχή Χανίων στο διαμέρισμα Ρεθύμνου, πολλοί  από τους κατοίκους έντρομοι άρχισαν να φεύγουν, προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους. Πριν αποχωρήσουν, φρόντιζαν να αναθέτουν ή να δωρίζουν την ακίνη-τη περιουσία τους σε φίλους ή συγγενείς, πάντα με τον όρο, ότι θα τους την επέστρεφαν ολόκληρη ή μέρος της, αν επέστρεφαν κάποτε οι ίδιοι. Οι παρα-χωρήσεις αυτές έμοιαζαν με διαθήκες, αφού οι εντολοδόχοι όριζαν τα σχετι-κά με την ιδιοκτησία της περιουσίας τους μετά τον πιθανό θάνατό  τους. Το γεγονός ότι δεν είχε αρχίσει από νωρίτερα η φυγή, οφειλόταν στις ελπίδες που έτρεφαν μέχρι την τελευταία στιγμή. Πιο συγκεκριμένα, πίστευαν ότι την άνοιξη του 1646 θα έπλεε νέος στόλος, με την ενίσχυση και άλλων ευρωπαϊκών κρατών και θα κατόρθωνε να ανακτούσε την πόλη των Χανίων. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Ρέθυμνο θα έμενε μακριά από τον πόλεμο. Όταν όμως πέρασε η άνοιξη και σχεδόν τέλειωνε το καλοκαίρι, χωρίς να εμφανι-στεί η αναμενόμενη ενίσχυση, και καθώς οι Τούρκοι πλησίαζαν στα σύνορα του Ρεθύμνου, άρχισε η μεγάλη φυγή. Να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι που έφευγαν ήταν Βενετοί ή είχαν συγγενείς στη Βενετία.

O Η Μπιάδα Γκακιλοπούλα έφυγε από το Ρέθυμνο και δώρισε όλα που είχε, ακόμα και ένα ενοίκιο που έπαιρνε, στην αδερφή της Ιζαμπέτα. Το μόνο που είχε δικαίωμα να διαθέσει ήταν 100 υ. και αν πέθαινε στην ξενιτιά, όφειλε η αδερφή της να τη μνημονεύει[840].

O Ο Κάρλος Δαφέρμος και η Ρόζα Φερέτη αποφάσισαν να φύγουν για τη Βενετία και ανέθεσαν στον Νικολό Κακάβελα την εκμετάλλευση όλων των περιουσιών τους. Σε περίπτωση που δεν επέστρεφαν οι ίδιοι ή κάποιο από τα παιδιά τους μέσα σε 7-8 χρόνια, όλα έμεναν στον Κακάβελα. Σε αυτήν την περίπτωση έδινε δυο σπίτια στη σχολή της Αγίας Μαγδαλη-νής[841].

O Η Σοφία Λέκα έφυγε και άφησε το σπίτι που κατοικούσε και ακόμα άλλο ένα στη Μαθιά Λιακονοπούλα να τα διαχειρίζεται μέχρι να επιστρέψει[842].

O Ο καπετάνιος της πολιτοφυλακής Σταμάτης Γερακάρης που έφευγε για τη Σούδα, άφηνε όλη την περιουσία του, σε περίπτωση που σκοτωνόταν, στον αδερφό του Νικολό[843].

 

Δεν ήταν μόνο οι πολίτες που είχαν τρομοκρατηθεί με την ορμητική προ-έλαση των Τούρκων αλλά και οι στρατιώτες, που υπηρετούσαν στις διάφο-ρες φρουρές του νησιού. Πολλοί από αυτούς ήταν μισθοφόροι και προέρχο-νταν από διάφορους λαούς. Η βυζαντινή νομοθεσία επέτρεπε στους στρατιώ-τες να κάνουν στα στρατόπεδα τους ιδιόχειρη διαθήκη. Μπορούσαν να τη γράφουν ακόμα και με το αίμα τους πάνω στην ασπίδα τους. Ίσχυαν δηλαδή γι’ αυτούς ειδικές διατάξεις και δεν απαιτούνταν πλήρη στοιχεία, όπως στους άλλους διαθέτες [844].

O Ο στρατιώτης Μαθιός Πάγγης, που υπηρετούσε στη Φορτέτζα, αισθάν-θηκε ότι θα πέθαινε και με διερμηνέα υπαγόρευσε τη διαθήκη του. Άφηνε κομισάριό του ένα συστρατιώτη του και ήθελε να ταφεί στον Άγιο Φρα-γκίσκο, όπου άφηνε 10 χρυσά σκούδα. Του χρωστούσε ο λοχίας του 20 σκούδα και τα άφηνε από μισά στον Άγιο Φραγκίσκο και στον Άγιο Νικόλαο. Άφηνε στον ιερέα Μαρίνο Γριμπιά 20 ρεάλια και στον διερμη-νέα του 11. Τα υπόλοιπα που είχε τα άφηνε στο αβαείο για την ψυχή του. Τέλος άφηνε ένα χιτώνα στον διερμηνέα και ένα ρεάλι στον νοτάριο[845].

Το γεγονός ότι θέλησε διερμηνέα υποδήλωνε ότι δεν ήταν Βενετός ή έστω Ιταλός αλλά από άλλο μέρος. Πιθανότατα ήταν Αλβανός, από αυτούς που υπηρετούσαν στον βενετικό στρατό. Να σημειωθεί ότι πολλοί Αλβανοί υπηρετούσαν και στον τουρκικό στρατό.

 

ΙΓ. Υποκατάστατα διαθηκών.

Μερικές φορές κάποιοι που δεν ήθελαν να κάνουν επίσημη διαθήκη ή δεν προλάβαιναν να καλέσουν τον νοτάριο, εξαιτίας αιφνίδιας αρρώστιας, ήθε-λαν όμως να φροντίσουν τα σχετικά με την ψυχή τους, εμπιστεύονταν τα χρήματά τους σε ακέραια  άτομα και ζητούσαν από αυτά να εκτελέσουν κάποιες επιθυμίες τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις περιορίζονταν σε ιδιωτικά συμφωνητικά.

O Η Σοφία Λέκα, όταν ήταν άρρωστη, έδωσε στον ιεροκήρυκα Αντώνη Καλονά 58 ρεάλια, για να της κάνει τάφο και να τη θάψει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη. Επίσης να πληρώσει για μνημόσυνα τον παπά Τζου-άννε Καλονά και να δώσει 25 ρεάλια στον ανιψιό της διάκο Μανούσο. Τώρα που ανάρρωσε, με συμβόλαιο, του πήρε τα 25 ρεάλια και του άφησε τα άλλα για όσα συμφώνησαν[846].

 

 

 

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Κληρονομικές συνιστώσες.

 

Α. Κληροδοτήματα.

α. Σε  γονείς/συζύγους. Κατά κανόνα, οι γονείς όριζαν κληρονόμους τα παιδιά τους. Υπήρχαν όμως, έστω και ελάχιστες περιπτώσεις, που συνέβαινε το αντίθετο. Δηλαδή  τα παιδιά άφηναν στους γονείς τους κάποια κληροδο-τήματα. Εννοείται ότι για να αποφασίσουν τα παιδιά να κάνουν διαθήκη, θα είχαν σοβαρά προβλήματα υγείας.

O Η Έλενα Φορλάν άφηνε στον πατέρα της την προίκα της, αφού αφαιρού-νταν από αυτήν κάποια κληροδοτήματα. Την υπόλοιπη περιουσία της άφηνε στον σύζυγό της[847].

O Η Κασσάνδρα Κορνέρ άφηνε εκτός των άλλων 50 υ. στη γιαγιά του άντρα της και όλη την περιουσία που της έμενε, μετά την εξόφληση των κληροδοτημάτων, στη μητέρα της. Η ίδια άφηνε και στον άντρα της 5.000 κρητικά δουκάτα «για την καλοσύνη που έδειξε στην ίδια και τους γονείς της»[848].

O Η Μαρίνα Μαρούδη, που δεν είχε ούτε ένα χρόνο παντρεμένη, άφηνε την προίκα της σε όσους της την έδιναν, δηλαδή τους γονείς και τα αδέρφια της. Πιο συγκεκριμένα άφηνε στη μητέρα της τα ρούχα της προίκας της, που είχε προφτάσει να της δώσει, με την υποχρέωση να της κάνει μνημό-συνα. Από την ίδια ζητούσε να ράψει και να δώσει στον παπά Αχέλη ένα φελόνι[849].

 

Μερικοί αιτιολογούσαν την απόφασή τους να αφήσουν κάποια περιου-σιακά στοιχεία στους συζύγους τους. Οι φροντίδες σε περιπτώσεις ασθε-νειών αποτελούσαν την πιο συνηθισμένη αιτιολογία.

O Ο Κωνσταντίνος Τριπόδης άφηνε στη γυναίκα του ένα νιόφυτο αμπέλι που είχε στο χωριό του. Θα το κρατούσε όσο ζούσε και θα κηδεμόνευε τον γιο του Αντώνη. Μετά το θάνατό της το αμπέλι θα πήγαινε στον Αντώνη. Τα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία πρέπει να ήταν ελάχιστα και τα παιδιά του αρκετά[850].

Η προτίμηση στη σύζυγο ήταν εμφανής. Ο ίδιος εξάλλου την αιτιολο-γούσε, γράφοντας ότι την ευγνωμονούσε, γιατί τον είχε φροντίσει πολύ στην αρρώστια του.

 

O Ο Γεωργιλάς Σαγκουινάτσος άφηνε τη σύζυγό του Εργίνα αφέντρα στο σπίτι του να ανατρέφει τα παιδιά του χωρίς να μπορεί κανείς να την ενοχλήσει όσο ζούσε έντιμα. Σε αντίθετη περίπτωση θα έφευγε, αφού έπαιρνε μόνο την προίκα της που ήταν 3.500 υ. και όσα του χρωστούσε, δηλαδή τα δώρα του γαμπρού[851].

O Ο ευγενής Τζώρτζης Λομβάρδος άφηνε κομισάριο και αφέντρα της περιουσίας του τη σύζυγό του. Σ’ αυτήν και την κόρη του Εργίνα άφηνε όλη την περιουσία του να την εκμεταλλεύονται όσο ζούσαν. Η κόρη όφειλε να ακούει τη μάνα και η μάνα να παντρέψει την κόρη με καλό άτομο και να της δώσει τη μισή περιουσία. Η σύζυγος μπορούσε να κληροδοτήσει από τη δική του περιουσία μόνο 6.000 υ.  Όταν πέθαινε η σύζυγος, η περιουσία αυτή θα πήγαινε στη νόθα κόρη του. Είχε βέβαια η σύζυγος και την προίκα της που ήταν 60.000 υ. σε κινητά και ακίνητα. Αυτά μπορούσε να τα κάνει ό, τι ήθελε[852] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 11).

O Η Καλλίτσα Κουλουρίδη άφηνε εκτελεστές τον άντρα της Μιχελή Σκλά-βο και τον αδερφό της παπά Μανούσο. Στο σύζυγό της άφηνε 1.000 υ. από την προίκα της και τα δώρα του. Τα υπόλοιπα τα άφηνε στον αδερφό της τον παπά για να τη μνημονεύει[853]. Όταν πέθανε η Καλλίτσα, ο σύζυ-γος έδωσε στον παπά ρούχα, σπίτια και κοσμήματα τα οποία εκτιμήθηκαν σε 7.715 υ. Τα υπόλοιπα μέχρι τα 10.900 υ. της προίκας, που ήταν 2.475 υ. υποσχέθηκε να τα δώσει αργότερα με διάφορους τρόπους[854].

O Η ευγενής Όρσα Σαγκουινάτσου άφηνε τον άντρα της Μαθιό Μυλωνό-πουλο κομισάριο. Στον ίδιο και το νόθο γιο του άφηνε όλη της την περιουσία[855].

O Η Γιακουμίνα Κιότζα άφηνε κομισάριο τον ευγενή σύζυγό της Ιάκωβο Βισκόντε. Σ’ αυτόν άφηνε όλη της την προίκα και όλα όσα της είχε αφή-σει ο πρώτος της άντρας. Για αντάλλαγμα θα της έκανε όλα τα μνημό-συνα και θα έδινε κάποια χρήματα σε δύο μοναστήρια[856].

O Η Μαργιέτα Σαγκουινάτσου, σύζυγος του ευγενή Αντωνάκη Κιότζα,  άφηνε στη μάνα της ένα χωράφι και ετήσιο έσοδο 12 μουζούρια στάρι, στον γιο της τα χρυσαφικά της, όταν ενηλικιωνόταν, και την υπόλοιπη περιουσία της στον άντρα και τον γιο της. Αν πέθαινε ο γιος, η περιουσία ήθελε να μοιραστεί στα ίσα ανάμεσα σε μάνα και σύζυγο[857].

 

β. Σε κληρικούς και εκκλησίες. Στις πόλεις οι διαθέτες ήταν πολύ πιο ευαίσθητοι για εκκλησίες και κληρικούς, γιατί και αμαρτίες περισσότερες, όπως είπαμε, είχαν αλλά και χρήματα περισσότερα, ώστε να μπορούν να διαθέσουν μερικά για τη… σωτηρία της ψυχής τους. Η εκκλησία, ανατολική και δυτική, είχε αφήσει να πλανιέται η εντύπωση ότι καθένας μπορούσε με τις σχετικές παροχές να φτάσει αναμάρτητος στις πύλες του άδη.

O Ο πλούσιος εισοδηματίας Τζουάννες Λίμας άφησε κομισάριο τον αδερφό του Ιερώνυμο. Ήθελε να ταφεί στην Παναγία της Αμμουδιάς και της άφηνε 300 υ. Επίσης άφηνε από 500 υ. σε δύο άλλες εκκλησίες της πόλης. Ήθελε να πουλήσουν τα ζώα που είχε και με το αντίτιμο να φτιά-σουν ένα τέμπλο στην Παναγία της Πατσού. Τέλος άφηνε και ασβέστη για να καλλωπιστεί το παρεκκλήσιο της ίδιας εκκλησίας. Ζητούσε από τον αδερφό του και κληρονόμο του να του κάνει τα μνημόσυνα, αλλά για να είναι εντελώς σίγουρος άφηνε και 100 υ. σε συγκεκριμένο παπά για τον ίδιο λόγο[858].

O Ο Τζουάννε Λίμας, με συμπληρωματική διαθήκη, ζητούσε να δοθούν 50 υ. σε διάκο, για τα έξοδά του να πάει να χριστεί ιερέας[859].

O Ο λογιστής Νικολό Γαβαλάς στην ιδιόχειρη διαθήκη του άφηνε 200 υ. στην εκκλησία, όπου βρισκόταν ο οικογενειακός του τάφος, και 100 υ. στον εφημέριό της για τα απαραίτητα μνημόσυνα[860].

O Ο Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος άφηνε σε ένα παπά 300 υ. για ένα σαραντα-λείτουργο και 1.000 στο μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος στο χωριό Κισσό, όπου και θα τον έθαβαν, για βελτιώσεις[861].

O Η χήρα Λουκία Βλαστοπούλα άφηνε 300 υ. για βελτιώσεις στην εκκλη-σία της ενορίας της, όπου και θα την έθαβαν. Επιπλέον όριζε ότι, αν η κύρια κληρονόμος και κόρη της πέθαινε χωρίς κληρονόμους, να πήγαινε η μισή περιουσία της στην ίδια εκκλησία[862].

O Η πλούσια χήρα Εργίνα Βεργίτση, αφού άφησε την περιουσία της στα παιδιά της, διέταξε να δοθούν από 150 υ. σε δύο παπάδες και 100 υ. σε έναν άλλο για να μνημόσυνά της[863].

 

Οι ευγενείς γυναίκες, όταν δεν είχν παιδιά, ίσως και να ήταν περισσότερο γενναιόδωρες από τις άλλες γυναίκες σε κληροδοτήματα  εκκλησιών.

O Η Γιακουμίνα Κιότζα άφηνε κομισάριο και κληρονόμο τον ευγενή σύζυ-γό της Ιάκωβο Βισκόντε, με τον όρο ότι θα της έκανε όλα τα μνημόσυνα και θα έδινε, όταν μπορούσε, στο μοναστήρι της Παναγίας των Ερημιτά-νων μοναχών 500 υ. Επίσης, άφηνε 100 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου για βελτιώσεις και ένα φελόνι στο μοναστήρι Αγίου Πνεύ-ματος[864].

 

Οι πλούσιες χήρες ενδιαφέρονταν, κατά κανόνα, πολύ περισσότερο από τις άλλες γυναίκες, σχετικά με το μέρος της ταφής τους και τα μνημόσυνά τους. Για το λόγο αυτό προσπαθούσαν να εξασφαλίζονται ποικιλοτρόπως. Πολλές ζητούσαν να ταφούν  σε οικογενειακό τάφο, δίπλα σε συγγενικά τους πρόσωπα.

O Η χήρα Μαρίνα Τεριανού όριζε κομισάριο τον ανιψιό της παπά Νικολό Καλλέργη και του άφηνε 500 υ., για να της κάνει τα καθιερωμένα μνημό-συνα ο ίδιος και οι διάδοχοί του. Επίσης, άφηνε 1.000 υ., στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα, όπου ήθελε να τη θάψουν και όπου βρισκόταν ο οικο-γενειακός της τάφους. Σε περίπτωση όμως που είχε πεθάνει πρόσφατα ο αδερφός της και δεν μπορούσε και αυτή να ταφεί, ήθελε να την πήγαιναν στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, στο οποίο άφηνε τα παραπάνω 1.000 υ. Τελικά, όταν πέθανε, μετά από 8 χρόνια (5 Αυγούστου 1645) την έθαψαν στην Αγία Άννα[865].

Στο τέλος της διαθήκης ο νοτάριος, εκ των υστέρων, σημείωσε τον τόπο της ταφής της. Φαίνεται ότι, όπως και η διαθέτρια είχε διαβλέψει, είχε πρό-σφατα πεθάνει και ο αδερφός της και είχε ταφεί στον οικογενειακό τους τάφο.

O Η χήρα Ανεζίνα Βαρβαρίγου ζητούσε να κάνει ο γιος και κομισάριός της τάφο οικογενειακό στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα και να τον στολί-σουν με τις σχετικές επιτύμβιες πλάκες. Στον τάφο αυτό θα την έθαβαν και θα τοποθετούσαν τρεις μήνες μετά και τα οστά των τριών παιδιών της, που βρίσκονταν στο οστεοφυλάκιο του μοναστηριού του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. Επίσης θα μετέφεραν και τα οστά του αδερφού της, που βρίσκονταν στο μοναστήρι των Αγίων Πατέρων. Στο μοναστήρι και στον παπά του Αγίου Σωτήρα άφηνε αντίστοιχα 1.000 υ. για βελτιώσεις και 100 υ. για μνημόσυνα. Άφηνε ακόμα σε τέσσερα άλλα μοναστήρια και τέσσερις ιερείς χρήματα για βελτιώσεις και μνημόσυνα[866]. 

 

Το ίδιο συνέβαινε και με τους άντρες, που ενδιαφέρονταν να ταφούν στον τόπο γέννησής τους, πλάι στους γονείς και τους συγγενείς τους. Να σημει-ωθεί ότι πολλοί από τους κατοίκους της πόλης είχαν τα κτήματά τους σε χωριά, όπως και σπίτια. Αυτοί, συνήθως ήταν πιο διαλλακτικοί. Εξέφραζαν δηλαδή την επιθυμία να τους έθαβαν στο μέρος όπου θα πέθαιναν (χωριό ή πόλη), και όριζαν την εκκλησία/μοναστήρι σε κάθε περίπτωση.

O Ο Γερόλαμος Λίμας διευκρίνιζε ότι αν πέθαινε στην πόλη, ήθελε να τον θάψουν στην Παναγία την Οδηγήτρια και αν πέθαινε στην Πατσό, όπου είχε τα κτήματά του, ήθελε να τον θάψουν στην Παναγία την Πατσια-νή[867].

 

Μερικοί αντί να αφήνουν αντικείμενα ή μετρητά «εφάπαξ», όριζαν κά-ποιο ετήσιο έσοδο σε στάρι ή μούστο για ένα μικρό ή μεγάλο χρονικό διά-στημα. Η πρωτοβουλία αυτή ίσως είχε στόχο να μη λησμονούν οι κληρικοί, με την ετήσια είσπραξη του εσόδου, την υποχρέωσή τους για τα ετήσια μνη-μόσυνά τους, που έθεταν ως όρο.

O Η χήρα Μαθιά Τζαγκαρόλ άφηνε 100 μουζούρια στάρι κάθε χρόνο και για τέσσερα χρόνια στο μοναστήρι της Αγίας Βαρβάρας που ήθελε να τη θάψουν, και 7 μουζούρια στάρι  για 10 χρόνια, όπως και 600 λίτρα μού-στο στο μοναστήρι της Παναγίας στο χωριό Γέννα, για βελτιώσεις[868].

 

Σε περίπτωση που ο κληρικός ήταν και στενός συγγενής, π.χ. γιος, αδερ-φός ή γαμπρός, το κληροδότημα ήταν μεγαλύτερο. Και αυτό γιατί ο κληρι-κός πέρα από το δικαίωμα της κληρονομιάς  αναλάμβανε και την υποχρέωση να θάψει και να μνημονεύει τον διαθέτη.

O Η χήρα Εργίνα Κορονιοπούλα άφηνε την περιουσία της στους δύο γα-μπρούς της, τον παπά Κωνσταντίνο Φίλινο και τον Μανούσο Φίλινο. Και οι δύο ήταν χήροι. Όριζε όμως ότι, αν ο Μανούσος δεν αποκτούσε νόμιμα παιδιά, όσα του άφηνε πήγαιναν, μετά το θάνατό του, στον παπά[869].

O Η χήρα Βικτορία Σοφιανού άφηνε  40 και 48 λίρες, αντίστοιχα, σε δύο ιερείς για μνημόσυνα. Στο μοναστήρι Αγίου Γεωργίου 4 ρεάλια για μια λειτουργία, στην εκκλησία Αγίου Σωτήρα 6 λίτρες κερί, ένα καντήλι και μια λίρα για μια άλλη λειτουργία. Ακόμα άφηνε 3 λίρες του παπά του Καστελλίου Αμαρίου για άλλη μια λειτουργία[870]. Η ίδια αμέσως μετά έκανε και συμπληρωματική, με την οποία άφηνε κληροδοτήματα και σε άλλες εκκλησίες. Συνολικά πέντε[871].

O Η πολύ εκλαμπρότατη Έλενα Φορλάν, ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, στο οποίο άφηνε 1.000 υ. για να αγοραστεί  ένα χωράφι για την ψυχή της. Στην εκκλησία του Αγίου Γιάννη στο χωριό Αμπελάκι 200 υ., για να κάνουν  εικόνες στην εκκλησία αυτή και πάλι για την ψυχή της[872].

O Η ευγενής Κωνσταντίνα Σαγκουινάτσου, ήθελε, όταν πέθαινε, να τη θα-ψουν στην Αγία Βαρβάρα, μαζί με τη μάνα της. Αν αυτό δεν άρεσε στο σύζυγό της, μπορούσε να τη θάψει, όπου ήθελε και στο  μοναστήρι όπου θα την έθαβαν άφηνε 300 υ. για βελτιώσεις, για την ψυχή της. Επίσης, άφηνε στο μοναστήρι της Αγίας Μανταλένας 200 υ. για βελτιώσεις και την ψυχή της. Άφηνε και στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού 100 υ. για να γίνουν βελτιώσεις  για την ψυχή της[873].

O Ο Αντρέας Καλονάς ήθελε, αν, όσο αυτός ζούσε, γινόταν παπάς ο γιος του ο Τζουάννε, να φρόντιζε να τον θάψει όπου ήθελε και να τον μνημο-νεύει. Αν, πάλι, πέθαινε πριν γίνει παπάς, ήθελε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου «στου Μπαμπούη», όπου και άφηνε 200 υ., για να γίνουν βελτιώσεις. Άφηνε στον παπά Μενέγο Μαυ-ρέα 100 υ., για να κάνει 40 λειτουργίες του Αγίου Γρηγορίου, στα ελληνι-κά σαρανταλείτουργο, για την ψυχή του. Ήθελε επίσης, αμέσως μόλις τον έθαβαν, να δώσουν οι  εκτελεστές από 10 υ. σε 10 παπάδες, όποιους ήθε-λαν, για να κάνει ο καθένας μια λειτουργία και να παρακαλέσει το θεό για την ψυχή του[874].

 

Πολλές ανύπαντρες γυναίκες προτιμούσαν όχι μόνο να αφήνουν σημαν-τικά ποσά σε κληρικούς για την ταφή και τα μνημόσυνά τους, αλλά και το σύνολο σχεδόν της περιουσίας τους. 

O Η Καλή Φράγκου άφηνε κληρονόμο της τον παπά Τζώρτζη Επισκοπό-πουλο, με την υποχρέωση να τη θάψει και να τη μνημονεύει[875].

O Ο πλούσιος έμπορος Γαβριήλ Αχέλης ήθελε να τον θάψουν στο μονα-στήρι του Αγίου Αντωνίου και μόλις τέλειωνε το μοναστήρι του Αγίου Ονουφρίου, για το οποίο άφηνε 1.000 υ., να τον μεταφέρουν εκεί. Επίσης, ήθελε να ξοδευτούν στην κηδεία του 1.000 υ.[876]

 

Υπήρχαν και διαθέτες που άφηναν ποσά σε εκκλησίες ή κληρικούς για την κηδεία και τα συνήθη μνημόσυνα από όσα τους χρωστούσαν κάποιοι. Σε αυτή την περίπτωση απάλλασσαν τους κληρονόμους τους από την υποχρέ-ωση να τα εισπράξουν αυτοί και τη μετέθεταν στους κληρικούς.

O Η Εργίνα Γαλανοπούλα ζητούσε να ταφεί στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων όπου λειτουργούσε ο παπά Νικολό Βλαστός. Για την ταφή και τα μνημόσυνά της άφηνε 200 υ., που θα έπαιρνε ο παπάς από όσα της χρωστούσε ο φαρμακοποιός Βασίλης Σέρβος[877].

O Η Μαρίνα Μαρούδη άφηνε 100 υ. στις καλόγριες του μοναστηριού της Μεσαμπελίτισσας. Όριζε το μοναστήρι όπου ήθελε να τη θάψουν και άφηνε χρήματα στον ιερέα για μνημόσυνα και βελτιώσεις. Ζητούσε από τον αδερφό της Χριστόφορο να δώσει από 200 υ. στα πατριαρχεία Κων-σταντινούπολης και Αλεξάνδρειας, προκειμένου να τη μνημονεύουν για πάντα, και από τη μητέρα της να ράψει ένα φελόνι και να το δώσει στον παπά Αχέλη[878].

O Η χήρα Ελιά Επισκοποπούλα ζητούσε να ταφεί στο μοναστήρι, όπου είχε ταφεί και ο σύζυγός της, αν αυτό ήταν δυνατό. Στον παπά που θα την έθαβε άφηνε ετήσιο έσοδο 5 μουζούρια στάρι με τον όρο να τη μνημο-νεύει για πάντα μαζί με τον σύζυγό της. Η μνημόνευσή της θα γινόταν σε συγκεκριμένο μοναστήρι κάθε Κυριακή. Αν δεν το έκανε ο παπάς, έχανε το κληροδότημα. Άφηνε επίσης 300 υ. σε ένα ιερομόναχο και 100 υ. σε άλλον. Επίσης άφηνε 500 υ. σε μοναστήρι, 10 ρεάλια στο Πατριαρχείο της Πόλης, χρήματα σε ιερέα για μνημόσυνα, 100 υ. σε μοναστήρι και 500 υ. σε εκκλησία[879].

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Στεφά-νου, όπου είχαν ταφεί ο πεθερός και τα παιδιά του. Κομισάριους του άφηνε τη γυναίκα του και τον ιερομόναχο αδερφό του. Ήθελε να τον θάψουν δυο ώρες νύχτα μόνο με τους μοναχούς του μοναστηριού. Στο ίδιο μοναστήρι άφηνε ετήσιο έσοδο 7 μουζούρια στάρι για να του κάνουν μια λειτουργία κάθε Παρασκευή. Αν αδιαφορούσαν, το κληροδότημα ήθελε να πάει σε άλλο μοναστήρι.  Σε όλους τους έλληνες παπάδες άφηνε από μια λίρα για μια λειτουργία. Στον ηγούμενο του Αγίου Γεωργίου Βαρούχα, όπως και σ’ αυτόν της Παναγίας Χρυσοπηγής άφηνε από 100 υ. για ένα σαρανταλείτουργο[880].

 

Δεν ήταν μόνο οι ορθόδοξοι αλλά και οι καθολικοί, που συνήθιζαν να αφήνουν κληροδοτήματα σε εκκλησίες και μοναστήρια.

O Η Όρσα Κιότζα άφηνε 1.500 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, όπου ήθελε να ταφεί, 1.000 υ. στο μοναστήρι της Μαρίας Μαγδαληνής και άλλα 1.000 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου[881].

O Ο καθολικός παπάς Φραγκίσκος Κλαύδιος ήθελε να τον θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου και να βάλουν πάνω του την εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. Στο ίδιο άφηνε 100 υ. και 1 μίστατο λάδι. Εκτελε-στές άφηνε τους πατέρες της Αγίας Αικατερίνης, στους οποίους άφηνε 1 μίστατο λάδι ετησίως. Άφηνε επίσης από ένα ρεάλι στις εκκλησίες Αγίας Βαρβάρας, Αγίας Μανταλένας, Αγίου Αθανασίου, όπως και στο μονα-στήρι Αγίου Λαζάρου για τόσες λειτουργίες[882].

O Ο καθολικός παπάς Μπερναντίν Σουρέτης ήθελε να τον θάψουν στην Παναγία του Παλαιοκάστρου, όπου άφηνε χρήματα για ένα σαββατιανό και ένα σαρανταλείτουργο. Στο μοναστήρι της Αγίας Άννας άφηνε μισό ρεάλι για τόσες λειτουργίες[883].

 

Οι γυναίκες που δεν είχαν δική τους οικογένεια αλλά είχαν συγγενείς κληρικούς ήταν φυσικό να ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρες.

O Η Καλλίτσα Κουλουρίδη ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι Αγίου Στεφάνου του ανιψιού της παπά Βαρθολομαίου Σιρόπουλου, όπου άφηνε  500 υ. για μνημόσυνα και τα έξοδα για ένα φελόνι του παπά. Όταν τέλει-ωνε η εκκλησία που έχτιζε ο αδερφός της, ήθελε να τη μεταφέρουν εκεί σε μνήμα που θα της έκαναν. Στον ανιψιό της παπά Τζώρτζη Κομιτά άφηνε 200 υ. και σε ένα άλλον παπά 50 υ. για ένα σαββατιανό… Τα υπό-λοιπα ήθελε να δοθούν στον αδερφό της τον παπά για να τη μνημο-νεύει[884].

 

Οι φτωχές γυναίκες χωρίς παιδιά συνήθιζαν, όπως είπαμε, να τα αφήνουν όλα στον άντρα τους, χωρίς όμως να ξεχνούν και την εκκλησία.

O Η Ελένη Ασαριτοπούλα ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι της Παναγίας των Αγγέλων, όπου άφηνε 200 υ. για σαρανταλείτουργο και σαββατιανό. Στο μοναστήρι Παναγίας Χρυσοπηγής άφηνε 100 υ. και 50 υ. σε ένα κορίτσι. Τα υπόλοιπα στον άντρα της[885].

 

Τα κληροδοτήματα μπορούσε να είχαν ποικίλες μορφές. Σε μερικές περι-πτώσεις πέρα από χρήματα για βελτιώσεις σε εκκλησίες και μοναστήρια, άφηναν χρήματα και οικόπεδα για χτίσιμο νέων εκκλησιών. Ακόμα και ζώα άφηναν.

O Η χήρα Ιζαμπέτα Κοντογιαννοπούλα είχε προίκα 20.000 υ. και φρόντιζε με τη διαθήκη της να τη διαθέσει, όπως καλύτερα νόμιζε. Άφηνε 500 υ. στους παπάδες του μοναστηριού του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, όπου ήθελε να τη θάψουν και άλλα 500 υ. για βελτιώσεις. Ακόμα άφηνε από 100 υ. σε άλλο μοναστήρι και ένα οικόπεδο μαζί με 500 υ. σε παπά για να χτίσει μια εκκλησία στην οποία να τη μνημονεύει. Ταυτόχρονα υποχρέωνε τον ανιψιό και κληρονόμο της να της κάνει και αυτός μνημόσυνα[886].

O Ο ευγενής Γεωργιλάς Σαγκουινάτσος ζητούσε να τον θάψουν στο μονα-στήρι του Αγίου Ηλία σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Στο ίδιο μοναστήρι άφηνε και ένα γαϊδούρι. Στο μοναστήρι του Άγιου Γιώργη Απανωσήφη άφηνε 36 λίρες, μια χρυσή κορώνα στην Παναγία της Κυριάννας και 4 μίστατα λάδι στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κισσού[887] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 20).

 

Υπήρχαν και ελάχιστοι διαθέτες, οι οποίοι αδιαφορούσαν εντελώς για το πού θα τους έθαβαν ή αν θα τους έκαναν μνημόσυνα. Ήταν, κατά κανόνα, πολύ φτωχοί ή πολύ πλούσιοι. Οι πρώτοι αδιαφορούσαν, γιατί δεν είχαν χρήματα για τέτοιες «πολυτέλειες», και οι δεύτεροι, γιατί είχαν άλλα πιο ενδιαφέροντα να λύσουν με τη διαθήκη τους. Ίσως κάποιοι να ήταν άθεοι ή να είχαν μια βαθύτερη άποψη για το θεό και τη μεταθανάτια ζωή.

O Ο Μαρίνος Γρίμπιας δεν είχε οικογένεια, είχε όμως ένα νόθο γιο, τον Νικολό. Σε αυτόν άφηνε 20.000 υ., και την υπόλοιπη περιουσία του  στους δύο ανιψιούς του, που όριζε και κομισάριούς του. Για ταφή και μνημόσυνα δεν είχε ούτε λέξη στη διαθήκη του. Άφηνε πάντως συγχώ-ρεση σε όλους τους χριστιανούς, όπως συνήθιζαν[888].

O Ο ευγενής Δομίνικος Μουδάτσος, ενώ άφηνε την περιουσία του στη γυναίκα του και την ανιψιά του και αρκετά κληροδοτήματα σε υπηρέτες και υπηρέτριες, δεν έκανε λόγο για ταφή, μνημόσυνα και προσφορές σε κληρικούς και εκκλησίες[889].

 

Μερικοί, πάντως, ευγενείς το παράκαναν με τα κληροδοτήματα στα μοναστήρια.

O Ο ευγενής Τζώρτζης Λομβάρδος ή θελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου νύχτα με ένα απλό ρούχο που είχε ράψει και χωρίς παράτες. Στους πατέρες του ίδιου μοναστηριού άφηνε 10.000 υ. να τα επενδύσουν για να έχουν έσοδα, με την υποχρέωση να κάνουν τρεις λειτουργίες τη βδομάδα για τον ίδιο και τους συγγενείς του για πάντα. Αν το παραμελούσαν, το κληροδότημα θα πήγαινε σε άλλο μοναστήρι. Άφηνε επίσης στο μοναστήρι των Ερημιτανών αδερφών 2.000 υ., της Αγίας Μαγδαληνής 2.000 υ. και της Αγίας Αικατερίνης 2.000 υ. Από το τελευταίο ο επίσκοπος της πόλης μπορούσε να παίρνει 6 δουκάτα τη χρονιά για προμήθεια κεριού. Επίσης να παίρνει και ο πρωτόπαπας άλλα 6 δουκάτα και να ανάβει κάθε μέρα κερί στην εικόνα της Παναγίας. Στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου άφηνε 1 μίστατο λάδι τη χρονιά για να τον μνημονεύουν. Αν οι πατέρες των παραπάνω μοναστηριών δεν τηρού-σαν τους όρους, τα κληροδοτήματα ήθελε να επιστραφούν στους κληρο-νόμους του[890] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 11).

O Ο Τζουάννε Κουνούπης ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Βασι-λείου και εκεί να τον μνημονεύουν. Στο μοναστήρι άφηνε ετήσιο έσοδο 11,5 υ. Ήταν ο λιβέλος (ενοίκιο, εμφύτευση) που του πλήρωνε μια χήρα. Επίσης άφηνε στο μοναστήρι και ύφασμα για ένα φελόνι[891].

 

Οι περισσότεροι διαθέτες ζητούσαν να ταφούν στην ενορία τους ή σε κοντινά μοναστήρια. Λίγοι απαιτούσαν να τους θάψουν μακριά.

O Η Αντριάνα Πατεραλοπούλα ήθελε να τη θάψουν στο μοναστήρι του  Αρκαδίου, όπου άφηνε 1.000 υ. Άφηνε ακόμα σε τέσσερις άλλες εκκλη-σίες  και παπάδες από 100 υ. ή 50 υ. για να την μνημονεύουν[892].

 

Μερικές πλούσιες αριστοκράτισσες έφταναν σε υπερβολές σχετικά με τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Πάνω απ’ όλα σκέφτονταν το πώς θα μνημο-νεύονταν για πάντα. Πιο πολύ τις πείραζε, θα έλεγε κανείς, μήπως και ξεχα-στούν από το ότι θα πέθαιναν.

O Η Φρατζού Επισκοποπούλα άφηνε στο μοναστήρι του Σωτήρα του Βου-κρού, όπου ήθελε να ταφεί,  1.000 υ. και στο ομώνυμο του Βρύσινα 300 υ. Άφηνε ακόμα στο μοναστήρι της Παναγίας στις Πρασές 200 υ. και στον Άγιο Μάμα στου Βουκρού 300 υ… Άφηνε ακόμα υφάσματα, χρή-ματα και άλλα είδη σε παπάδες και γνωστούς, προκειμένου να της εξασφαλίσουν μνημόσυνα. Μόλις πέθαινε ήθελε να τη διαβάσουν στο μοναστήρι Χρυσοπηγής και μετά να τη βάλουν σε φέρετρο και να τη μεταφέρουν στο μοναστήρι του Βουκρού, όπου με τη συνοδεία των γονίκαρων και των γυναικών τους, να την έθαβαν τέσσερις παπάδες [893].

O Η πλούσια ευγενής Όρσα Σαγκουινάτσου ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου. Στο ίδιο μοναστήρι ήθελε να ταφεί και ο σύζυγος και κομισάριός της, όταν ερχόταν η ώρα του. Άφηνε χρήματα για μνημό-συνα σε εννέα εκκλησίες/μοναστήρια και 2.000 υ. στην Αγία Κυριακή, για βελτιώσεις και για να την μνημονεύουν για πάντα. Επίσης, άφηνε από 100 υ. στο ιδιόκτητο μοναστήρι του άντρα της, Άγιο Νικόλαο, και σ’ αυτό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. Αυτά που της χρωστούσε ο ανιψιός της Μαθιός τα άφηνε στο μοναστήρι της Παναγίας Γουμενικής που χτιζόταν τότε[894].

Γενικά, άφηνε κληροδοτήματα σε 13 ναούς/μοναστήρια!

O Η Μαργιέτα Σαγκουινάτσου, σύζυγος του ευγενή Αντωνάκη Κιότζα,  ήθελε να ταφεί στο μοναστήρι Παναγίας των Αγγέλων, μαζί με τον πατέ-ρα της, όπου άφηνε χρήματα για δύο σαββατιανά και δυο σαρανταλεί-τουργα. Άφηνε επίσης χρήματα στα μοναστήρια Αγίου Ιωάννη και Αγίας Άννας. Στο τελευταίο άφηνε και την κίτρινη φορεσιά της για να κάνουν φελόνι. Άφηνε ακόμα ένα σαββατιανό στην Παναγία του παπά Κανιόλα. Ένα ασημένιο βάζο και μια καντήλα στον Άγιο Νικόλαο και τα ίδια στην Παναγία της Κυριάννας. Τέλος, σε όλες τις ελληνικές εκκλησίες της πόλης, ήθελε να δοθεί, αμέσως μετά το θάνατό της από ένα δουκάτο για τόσες λειτουργίες[895].

 

Και οι αριστοκράτες δεν πήγαιναν πίσω.

O Ο Τζουάννε Σκορδίλης, χωρίς δική του οικογένεια, ζητούσε από τον αδερφό του, που όριζε κομισάριο, να τον θάψει στο μοναστήρι του Αγίου  Ελευθερίου και να δώσει στον παπά που λειτουργούσε εκεί 200 υ. για ένα σαρανταλείτουργο και ένα σαββατιανό. Σε έναν άλλο παπά άφηνε 100 υ. για ένα σαββατιανό. Ζητούσε από τον κομισάριο αδερφό του να εισπρά-ξει όσα του χρωστούσαν και να επενδύσει 2.000 υ., ώστε να εισπράττει ο αδερφός του καλόγερος Γεράσιμος το εισόδημά τους όσο θα ζούσε. Μετά το θάνατό του το έσοδο να πήγαινε στο μοναστήρι που θα τον έθαβαν, με την υποχρέωση να τον μνημονεύουν μαζί με τους γονείς του για πάντα. Αν δεν το έκαναν, θα έδιναν λόγο στο θεό… Στο ίδιο μοναστήρι άφηνε και δύο εικόνες που είχε[896].

 

γ. Σε φίλους, συγγενείς, βαφτισιμιούς, υπηρέτες, γιατρούς, δικηγόρους. Δεν ήταν μόνο οι συγγενείς που αποτελούσαν τον κύκλο του κάθε διαθέτη, αλλά και οι φίλοι και οι γνωστοί του, που μερικές φορές ήταν σ’ αυτόν ίσως και περισσότερο συμπαθείς. Οι άντρες αλλά κυρίως οι γυναίκες δένονταν συχνά με το υπηρετικό προσωπικό τους, που για πολλά χρόνια τους υπηρε-τούσε. Στις διαθήκες τους συχνά δεν τους αγνοούσαν, αλλά προσπαθούσαν να τους εξασφαλίσουν κάποιο καλό γάμο ή έστω κάποια άνεση στην υπό-λοιπη ζωή τους. Εννοείται ότι κάθε κληροδότημα σε άτομα έξω από τον οικογενειακό κύκλο προκαλούσε την αντίδραση των συγγενών και δικαι-ούχων.

O Η χήρα Βικτορία Σοφιανού άφηνε σε ψυχοκόρη 300 υ.[897]

O Ο πλούσιος εισοδηματίας Τζουάννε Λίμας άφηνε στον υπηρέτη του Μανόλη Κουρνιαχτό πολλά ζώα, ρούχα και 100 υ.[898]

O Η χήρα Μαρίνα Τεριανού, άφηνε 2.000 υ. στην ψυχοκόρη της Τζουάννα. Αυτά θα της δίνονταν, με συμβόλαιο δωρεάς, που θα έγραφε ο ίδιος νοτάριος και όριζε από τώρα ότι τα 1.000 υ. θα ήταν σε μετρητά και τα άλλα σε ρουχισμό. Επιπλέον της άφηνε το κρεβάτι της με τα σεντόνια και τις κουβέρτες και απαγόρευε να την ενοχλήσει κανείς[899].

O Η πλούσια χήρα Εργίνα Βεργίτση, αφού άφησε την περιουσία της στα παιδιά της, ζητούσε να δοθούν 100 υ. σε έναν υπηρέτη της και 50 υ. σε μια παραδουλεύτρα της[900].

O Ο πλούσιος εισοδηματίας Τζουάννε Λίμας άφηνε ως κληροδότημα στον υπηρέτη του Μανόλη Κουρνιαχτό πολλά ζώα, ρούχα και 100 υ. Ζώα και περιουσίες άφηνε σε ένα ανιψιό του και στην αδερφή του. Ρούχα άφηνε και στο νόθο του αδερφού του Ιάκωβου[901].

O Η Λουκία Κιότζα ήταν άρρωστη και ζήτησε να γράψει τη διαθήκη της. Με αυτήν όριζε εκτελεστή τον ανιψιό της Φραγκίσκο. Άφηνε κάποια ποσά σε τρεις εκκλησίες, ανιψιές, ψυχοκόρες, υπηρέτριες. Τα υπόλοιπα τα άφηνε στην εκτελεστή ανιψιό της[902].

O Ο Αντρέας Καλονάς άφηνε εντολή στους κομισάριούς του να παντρέ-ψουν τη την ψυχοκόρη του με κάποιο διάκο στα χωριά και να της δώσουν προίκα 1.000 υ. σε μετρητά και 3.000 υ. σε εκτίμηση. Αυτό όφειλαν να το κάνουν μέσα σε δυο χρόνια από το θάνατό του για την ψυχή του[903]. Δυο χρόνια μετά με συμπληρωματική διαθήκη όριζε οι 4.000 υ. να γίνουν 1.000 υ.[904]

 

Οι βαφτισιμιοί ήταν άτομα ιδιαίτερα αγαπητά στους «πνευματικούς τους πατέρες». Για το λόγο αυτό συχνά τους βλέπουμε ως αποδέκτες κληροδο-τημάτων.

O Ο Νικολό Γαβαλάς στην ιδιόχειρη διαθήκη του άφηνε 200 υ. στον βαφτι-σιμιό του Πορτάλιο Σιρόπουλο[905].

 

Συχνά οι διαθέτες άφηναν κάποια ποσά σε όχι στενούς συγγενείς, όπως και σε γνωστούς ή φίλους τους, που έβλεπαν ότι είχαν ανάγκη.

O Ο Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος άφηνε με τη διαθήκη του 500 υ. στον φίλο του Μιχέλ Σοφιανό και 500 υ. στην κόρη του για την ψυχή του. Άφηνε ακόμα 200 υ. στον γιο του Παύλου Ροδάκινου, που υπηρετούσε στα κάτεργα. Αν δεν επέστρεφε, να τα έδιναν στον Παύλο[906].

O Ο Βερνάρδος Μανολέσος άφησε με τη διαθήκη του κληροδότημα στον Γεώργιο Κιότζα ένα περιδέραιο που άξιζε 100 τσεκίνια. Οι γιοι του μακα-ρίτη το παρέδωσαν στον δικαιούχο[907].

O Η ανύπαντρη Τζορτζίνα Σκορδιλοπούλα άφηνε στη χήρα παπαδιά Σκορ-διλοπούλα μια κουβέρτα, ένα φουστάνι και ένα πουκάμισο[908].

O Η χήρα Μαθιά Τζαγκαρόλ άφηνε σε τρεις γνωστές της διάφορα ρούχα και 300 υ. σε άλλη[909].

O Η χήρα Ελιά Γκριβιλοπούλα άφηνε στην εκκλησία του Σταυρωμένου 50 υ. για την ψυχή της και 40 υ. για ένα σαρανταλείτουργο. Τα υπόλοιπα άφηνε στον Μαθιό Σγουράφο και τις δύο αδερφές του να τα μοιραστούν στα ίσια[910]. 

O Η Έλενα Φορλάν άφηνε κληροδοτήματα σε τρεις κουνιάδες της[911].

O Ο Τζώρτζης Καλλεργάκης άφηνε στην κουνιάδα του Σοφιόλα 500 υ. για την ψυχή του[912].

 

Οι γιατροί, που έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για τους ασθενείς τους, γίνο-νταν μερικές φορές αποδέκτες κληροδοτημάτων.

O Η Εργίνα Γαλανοπούλα μπορεί να άφηνε κομισάριο και γενικό κληρο-νόμο το γιο της, αλλά δεν παρέλειπε να αφήσει και στον γιατρό Πιέρο Ρουγκιέρη όλη την οικοσκευή του σπιτιού της[913].

O Η Κασσάνδρα Κορνέρ άφηνε 25 τσεκίνια στον γιατρό της, για τις φροντί-δες που έδειξε γι’ αυτήν[914].

 

Επειδή η παροχή μεγάλων κληροδοτημάτων σε μη συγγενείς θα μπο-ρούσε να καταγγελθεί από τους νόμιμους κληρονόμους ως παράνομη, οι διαθέτες συνήθιζαν να την αιτιολογούν. Ακόμα και σε συνηγόρους άφηναν κληροδοτήματα. 

O Ο ευγενής Δομίνικος Μουδάτσος άφηνε σε δύο ψυχοκόρες του, αδερφές, από 1.000 υ. που θα δίδονταν με ρούχα, ζώα και μετρητά, όταν θα ήταν για να παντρευτούν. Αυτό το έκανε γιατί τις ανέθρεψε από μικρές σαν κόρες του. Ακόμα άφηνε 1.000 υ. σε μια άλλη ψυχοκόρη και 100 υ. στην κόρη της παραδουλεύτρας του, όταν θα ήταν για γάμο. Σε όλους τους υποστατικούς του άφηνε από 50 υ. και σε δύο τσομπανόπουλα διάφορα ρούχα. Επίσης άφηνε 10 μουζούρια στάρι τη χρονιά για έξι χρόνια στον συνήγορό του και 6 τσεκίνια στον νοτάριο[915].

 

Οι χήρες χωρίς παιδιά άφηναν συνήθως κληρονόμους τους τα αδέρφια τους.

O Η Ελιά Επισκοποπούλα, αν και  όριζε κομισάριό της συγγενικό πρόσωπο, άφηνε  την περιουσία της στην αδερφή της[916].

 

Τα κληροδοτήματα εξοφλούνταν ακόμα και όταν οι δικαιούχοι αποφά-σιζαν να γίνουν μοναχοί ή μοναχές.

O Ο Τζανέτος Πολάνης είχε συμφωνήσει να πληρώνει στην αδερφή του Μπεάτα 100 δουκάτα το χρόνο εφ’ όρου ζωής, με βάση σχετικό κληρο-δότημα που της άφησε ο θείος της φεουδάρχης. Όταν αυτή έγινε καλό-γρια στη Βενετία, απαίτησε τη συνέχιση του κληροδοτήματος. Αρχικά αντέδρασαν τα άλλα αδέρφια της, αλλά τελικά δέχτηκαν να το πληρώ-νουν από κοινού[917].

O Ο Τζουάννε Κουνούπης άφηνε κομισάριό του τον ανιψιό του φαρμα-κοποιό Τζουάννε και την περιουσία στα τέσσερα ανίψια του. Στον νόθο γιο του αδερφού του Μιχέλ το σπίτι που έμενε. Αν ο νόθος πέθαινε χωρίς νόμιμους κληρονόμους, ήθελε το σπίτι να πήγαινε στον κομισάριο του. Επίσης, άφηνε στη μάνα του νόθου 300 υ.[918]

O Η πλούσια και άκληρη ευγενής Όρσα Σαγκουινάτσου άφηνε στην παντρεμένη πια ψυχοκόρη της έσοδο 12 μ. στάρι τη χρονιά όσο θα ζούσε. Σε άλλη ψυχοκόρη της 25 μ. στάρι, 5 μ. λάδι και μια μπότα μούστο για πάντα. Αν πέθαινε χωρίς κληρονόμους, το κληροδότημα επέστρεφε στο σύζυγο. Σε κάθε υπηρέτη ή υπηρέτρια, που θα ήταν στην υπηρεσία της την περίοδο του θανάτου της, άφηνε από 100 υ.[919]

 

δ. Σε κληροδοτήματα με ανταλλάγματα. Μερικοί ανήμποροι για εργασία, αντί να δωρίσουν εν ζωή την περιουσία τους σε κάποιον, προκειμένου να τους γηροκομήσει, προτιμούσαν να τον ορίζουν κληρονόμο τους, με διαθή-κη, για τον ίδιο λόγο. Πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτού του είδους οι διαθή-κες κοινοποιούνταν εκ των προτέρων, για να ξέρει αυτός που θα αναλάμβανε τη γηροκόμηση ότι ήταν πράγματι κληρονόμος. Εξάλλου ήταν πιο συμφέ-ρουσες στους παρόχους από τις δωρεές, γιατί υπήρχε πάντα η δυνατότητα δεύτερης διαθήκης, ενώ η δυνατότητα ανάκλησης δωρεάς δεν υπήρχε.

O Γέροντας, με τη διαθήκη του, άφηνε κομισάριό του κάποιο φίλο του από ένα γειτονικό στην πόλη χωριό. Του άφηνε και ένα χωράφι, εκτός από τρεις ελιές που κληροδοτούσε στην εκκλησία, όπου θα τον έθαβαν. Για αντάλλαγμα ο κομισάριος θα αναλάμβανε να τον ντύνει και να τον τρέφει για όλη του τη ζωή. Τα υπόλοιπα που είχε τα άφηνε στα δυο εγγόνια του, μόνο αν ήταν υπάκουα στον πατέρα τους. Αν δεν ήταν, η περιουσία του ήθελε να πάει στον κομισάριο και μετά στα παιδιά του[920].

O Η Φρατζού Επισκοποπούλα  άφηνε στην αδερφή της το μετόχι της, με τον όρο να μην απαιτήσει ο άντρας της τα 200 ρεάλια που του χρω-στούσε[921].

 

Μερικοί ευγενείς αναλάμβαναν την διαχείριση της περιουσίας φίλων ή συγγενών, που πέθαιναν, και ταυτόχρονα την ανατροφή των παιδιών τους. Ανάμεσα στα παιδιά και στους, κατά κάποιο τρόπο, θετούς γονείς, ήταν φυσικό να αναπτύσσονται ισχυρά αισθήματα.

O Ο ευγενής Δομίνικος Μουδάτσος είχε αναλάβει να αναθρέψει τον Ιάκωβο Μπαρότση και να διαχειρίζεται την περιουσία του. Με τη διαθήκη του άφηνε σ’ αυτόν 6.000 υ. που θα έδιναν οι κομισάριοί του σε τέσσερις δόσεις των 1.500 υ. το χρόνο. Αν όμως ο Ιάκωβος ενοχλούσε τους κληρο-νόμους του με δικαστήρια, έχανε το κληροδότημα[922].

 

ε. Σε νόθα και ερωμένες. Η απόκτηση νόθων παιδιών κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην Κρήτη, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ήταν πολύ δια-δεδομένο φαινόμενο. Οι ευγενείς, κυρίως, ήταν σπάνιο να μην έχουν μαζί με τα δικά τους, τα νόμιμα, και κάποια νόθα παιδιά. Οι περισσότεροι από τους άντρες με τις διαθήκες τους προσπαθούσαν να τα βοηθήσουν οικονομικά. Αντίθετα, εκτός από λίγες περιπτώσεις, οι γυναίκες προσπαθούσαν να από-τρέψουν τους κληρονόμους τους από παρόμοιες καταστάσεις. Το αστείο ήταν ότι μερικοί ευγενείς, αφού κληροδοτούσαν γενναία ποσά στα νόθα τους, απειλούσαν τα νόμιμα παιδιά τους ότι, αν και αυτά αποκτούσαν νόθα, θα έχαναν την περιουσία που τους άφηναν. Με άλλα λόγια, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν στο σημείο αυτό τα παιδιά το δικό τους παράδειγμα. Στην ίδια κατηγορία με τα νόθα παιδιά βρίσκονταν και οι ερωμένες των ευγενών, συνήθως μητέρες των νόθων τους. Εξίσου αστείο ήταν το ότι ζητούσαν από τις ερωμένες και μητέρες των νόθων τους, όταν τους άφηναν κάποιο κληρο-δότημα, να είναι τίμιες, γιατί διαφορετικά θα το έχαναν.

O Ο ευγενής Νικολό Μουδάτσος στη συμπληρωματική διαθήκη του άφηνε πλούσια κληροδοτήματα στα δύο νόθα παιδιά του, Αντώνιο και Λορέ-ντζο. Ήταν όμως αυστηρός μαζί τους. Αν πέθαιναν χωρίς νόμιμα παιδιά, τα κληροδοτήματα πήγαιναν στα δύο δικά του νόμιμα παιδιά. Αλλά και αν τα δικά του νόμιμα παιδιά πέθαιναν χωρίς νόμιμα παιδιά, η δική τους περιουσία πήγαινε στα νόθα παιδιά του ή στους νόμιμους κληρονόμους τους. Ο ίδιος άφηνε πολλά εισοδήματα και ρούχα στην μητέρα του νόθου του Λορέντζου, την Εργίνα Ασπροπούλα, για όσο ζούσε. Αν ήθελε να παντρευτεί, μπορούσε να πάρει μόνο 2.000 υ. για προίκα. Και αυτά μόνο αν ζούσε τίμια. Αν παντρευόταν και δεν έκανε παιδιά, το κληροδότημα πήγαινε στον Λορέντζο[923].

O Ο ευγενής Μάρκος Καλλέργης όριζε σε περίπτωση που τα νόμιμα ή τα νόθα αγόρια του δεν αποκτούσαν νόμιμα παιδιά, η κληρονομιά που τους άφηνε να πήγαινε στα δικά του αδέρφια[924].

 

Μερικοί ευαίσθητοι ευγενείς αγαπούσαν περισσότερο από τους άλλους τα νόθα τους και πιθανότατα τα είχαν στο σπίτι τους και τα ανέθρεφαν μαζί με τα νόμιμα παιδιά τους. Οι ίδιοι συμπαθούσαν εξίσου και τα νόθα των παιδιών τους. Δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς, με βάση τα παρα-πάνω, ότι γι’ αυτούς η απόκτηση νόθων εθεωρείτο αποκλειστικό προνόμιο ή «σήμα κατατεθέν» της τάξης τους. Κατά συνέπεια, δεν ήταν κάτι το μεμπτό.

O Ο ευγενής Αντωνάκης Σαγκουινάτσος άφηνε 4.000 υ. σε ρούχα και μετρητά στη νόθα κόρη του, με την προϋπόθεση ότι θα υπάκουε στη γυ-ναίκα του. Επίσης άφηνε και άλλα 1.000 υ. στη νόθα κόρη του μακαρίτη του γιου του[925].

 

Οι γυναίκες, κατά κανόνα, απέτρεπαν τα παιδιά τους από την απόκτηση νόθων, σε μερικές όμως περιπτώσεις, όλως ωφελιμιστικά, άφηναν κάποια περιθώρια.

O Η χήρα Μαθιά Τζαγκαρόλ, αφού άφηνε το μεγαλύτερο μέρος της περιου-σίας της στα τέσσερα παιδιά της, όριζε ότι μετά το θάνατό τους θα πήγαι-νε στα παιδιά τους, μόνο αν ήταν νόμιμα και από ευγενείς γυναίκες. Τα νόθα τους δεν θα έπαιρναν τίποτα. Μόνο σε περίπτωση που κάποιο απ’ αυτά γινόταν παπάς και τη μνημόνευε, θα έπαιρνε 100 τσεκίνια[926].

 

Μερικοί ευγενείς φαίνεται ότι είχαν ξεπεράσει τις προκαταλήψεις όχι μόνο για νόθα και νόμιμα παιδιά, αλλά και για νόμιμες ή παράνομες συζύ-γους.

O Ο Μάρκος Μουδάτσος έκανε τη διαθήκη του, γιατί πήγαινε να πολεμήσει τους Τούρκους στα Χανιά. Αφού όρισε εκτελεστές και κληρονόμους τους δύο γιους του, ζήτησε να δοθούν στη «γυναίκα του σπιτιού» Έλενα Μπολανοπούλα ένα σπίτι, όπως και ετησίως κάποιες ποσότητες από λάδι, στάρι, λινάρι και μούστο. Αν αποφάσιζε να παντρευτεί, ήθελε να πάρει 1.500 υ. Επίσης άφηνε στην Καλή Κορναροπούλα, γυναίκα του σπιτιού και αυτή, 200 υ. Ο ίδιος, αφού ζητούσε από τους εκτελεστές να παντρέ-ψουν τις κόρες του, άφηνε στον αδερφό του κάποια χωράφια, όπως και στον γιο του Αντώνη. Τα υπόλοιπα τα άφηνε στον γιο του Πιέρο. Αν αυτός πέθαινε χωρίς νόμιμα ή νόθα παιδιά, όλα πήγαιναν στον Αντώνη[927].

 

Οι γυναίκες της ίδιας κοινωνικής τάξης ήταν λιγότερο απελευθερωμένες.

O Η χήρα Εργίνα Κορονιοπούλα άφηνε την περιουσία της στους δύο γα-μπρούς της, τον παπά Κωνσταντίνο Φίλινο και τον Μανούσο Φίλινο. Και οι δύο ήταν χήροι. Όριζε όμως ότι αν ο Μανούσος δεν αποκτούσε νόμιμα παιδιά, όσα του άφηνε πήγαιναν, μετά το θάνατό του, στον παπά[928].

O Η άκληρη πλούσια ευγενής Όρσα Σαγκουινάτσου άφηνε στον άντρα της και τον νόθο γιο του όλη την περιουσία της, αφού πληρώνονταν τα διάφορα κληροδοτήματα, για να την εκμεταλλεύονται όσο ζούσαν. Αν πέθαιναν χωρίς νόμιμους κληρονόμους, θα πήγαινε σε δικά της ανίψια[929].

 

Μερικοί διαθέτες, που δεν είχαν παιδιά και η σύζυγός τους είχε πεθάνει, άφηναν γενικούς κληρονόμους τα νόθα τους και κληροδοτήματα στις παρά-νομες μητέρες τους.

O Ο Τζουάννε Βερνάρδος άφηνε το νόθο γιο του Πιέρο (τον έκανε με τη Σοφία Πατσοπούλα) γενικό κληρονόμο του. Πιο συγκεκριμένα περιου-σίες σε χωριό και σπίτια στην πόλη με όλη την οικοσκευή τους. Αν ο Πιέρος πέθαινε χωρίς παιδιά ή διαθήκη, η περιουσία ήθελε να πάει στη μητέρα του και μετά το θάνατό της στο μοναστήρι της Παναγίας. Δεν ήθελε να ενοχλήσει κανείς τη Σοφία για όσα χρήματα ή πράγματα τής έχει δώσει ο ίδιος, με ειδικό συμβόλαιο. Είχε και κάποια χρέη, που όφειλε να πληρώσει ο γιος του[930].

 

Διαθέτες χωρίς δική τους οικογένεια έδειχναν ακόμα μεγαλύτερο ενδια-φέρον για τα νόθα τους. Φρόντιζαν μάλιστα να τα προστατεύσουν και να τα εξασφαλίσουν οικονομικά.

O Ο Μαρίνος Γρίμπιας δεν είχε οικογένεια, είχε όμως ένα νόθο γιο, τον Νικολό. Έδωσε εντολή στους δύο ανιψιούς του που είχε ορίσει κομισά-ριους να επενδύσουν 20.000 υ. στο όνομα του νόθου του σε ακίνητα. Αν το διάστημα της αναζήτησης των ακινήτων έφευγε από το σπίτι τους, να του δίνουν το 8% του συνολικού ποσού ετησίως, για διαβίωσή του. Αν πέθαινε χωρίς  νόμιμα παιδιά, το ποσό αυτό ή ο τόπος που αγοράστηκε με αυτό, θα πήγαιναν στους δύο ανιψιούς του.  Όλη την υπόλοιπη περιουσία του την άφηνε στους δύο ανιψιούς του[931].

 

Μερικοί οικογενειάρχες που είχαν υπό την κηδεμονία τους μικρότερα αδέρφια τους, όταν έβλεπαν ότι αυτά δεν ήταν διατεθειμένα να ακολου-θήσουν ομαλό οικογενειακό βίο, προσπαθούσαν με πολλούς τρόπους να μη χαθεί σε ασωτίες η πατρική περιουσία.

O Ο Τζώρτζης Πατελάρος είχε αναλάβει, εξαιτίας του θανάτου των γονιών τους, την ανατροφή του μικρού του αδερφού Τζουάννε. Όταν ενηλικιώ-θηκε του έδωσε μέρος της πατρικής του περιουσίας ως αδερφομοίρι, αλλά τον ανάγκασε να δεχθεί τα εξής: αν πέθαινε ανύπαντρος ή χωρίς νόμιμα παιδιά, η περιουσία να πήγαινε στα δικά του νόμιμα παιδιά. Σε περίπτωση που είχε νόθο, μπορούσε να του άφηνε το 1/3 των αυξήσεων της ακίνητης περιουσίας του και όλη την κινητή. Επίσης διευκρίνιζε ότι νόμιμα παιδιά λογιάζονταν μόνο αυτά που θα αποκτούσε με γυναίκες από σπίτι[932].

 

Μερικές χήρες γυναίκες είχαν τη γενναιοδωρία να αφήνουν κληροδοτή-ματα ακόμα και στα νόθα παιδιά του άντρα τους.

O Η Ελιά Επισκοποπούλα άφηνε 12.000 υ. στη νόθα κόρη του άντρα της Αντριάνα. Ο κομισάριός της θα της τα έδινε σε μετρητά και είδος (από μισά, μισά) κατά την περίοδο του γάμου της ως προίκα. Την υπόλοιπη περιουσία της άφηνε στην αδερφή της[933].

 

Όλα σχεδόν τα νόθα ήταν από παντρεμένους άντρες και ελεύθερες γυναί-κες, που παρέμεναν ελεύθερες, γιατί κανένας δεν έπαιρνε γυναίκα με παιδί. Σε σπάνιες περιπτώσεις οι γυναίκες που αποκτούσαν νόθα, παντρεύονταν τον πατέρα του παιδιού τους ή κάποιον άλλο που δεχόταν να δώσει το επώ-νυμό του στο νόθο. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι νοτάριοι όφειλαν να διευκρι-νίζουν ότι το παιδί ήταν πριν από το γάμο και όχι από πρώτο γάμο.

O Η Νταϊμοπούλα, χήρα από το χωριό Κοξαρέ, όριζε με τη διαθήκη της γενικό κληρονόμο της τον γιο της Νικολό που είχε κάνει πριν να παντρευτεί τον Γιώργη Δρακονόπουλο[934].

Το γεγονός ότι ο γιος έφερνε το επώνυμο του μακαρίτη υποδηλώνει ότι ο τελευταίος ίσως και να ήταν πραγματικός πατέρας του, χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να είχε δεχτεί να δώσει στο νόθο της το επώνυμό του.

 

Γυναίκες χωρίς παιδιά άφηναν συχνά κληροδοτήματα σε νόθα του άντρα τους, που ίσως ένιωθαν και δικά τους.

O Η χήρα Ιζαμπέτα Κοντογιαννοπούλα είχε προίκα 20.000 υ. Από αυτά άφηνε 10.000 υ. στην αδερφή της και 3.000 υ. στη νόθα κόρη του άντρα της Ανεζίνα, με την προϋπόθεση ότι θα έμενε με το θείο της ή την αδερ-φή της. Αν έφευγε, το κληροδότημα θα πήγαινε στην αδερφή της[935]. Η ίδια λίγο μετά άλλαξε γνώμη και με συμπληρωματική διαθήκη, εκτός των άλλων, διευκρίνιζε ότι για να πάρει η Ανεζίνα το κληροδότημα, όφειλε να υπηρετεί μέχρι το γάμο της την αδερφή της[936].

 

Πολλές γυναίκες φρόντιζαν ακόμα και τα νόθα των γιων τους, δηλαδή τα εγγόνια τους, και άφηναν σ’ αυτά κάποια κληροδοτήματα.

O Η χήρα του Μάρκου Σαγκουινάτσου, Νικολόζα, είχε τρεις γιους, τους Τζουάννε, Δράκο και Πόλο. Ο Τζουάννε  είχε δύο νόθα. Στη διαθήκη της άφηνε το σπίτι της στον Πόλο και τον Δράκο, με την υποχρέωση να φροντίζουν την τροφή και το ντύσιμο των δύο νόθων και να μην μπορούν να τα διώξουν ποτέ[937].

Η  διαθέτρια φαίνεται ότι είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θείους των νόθων παρά στον πατέρα τους.

 

Κάποιοι ευγενείς δεν ξεχνούσαν στη διαθήκη τους ούτε τη γυναίκα με την οποία απέκτησαν το νόθο παιδί τους.

O Ο ευγενής Τζώρτζης Λομβάρδος άφηνε στην Έλενα Γαβαλοπούλα, μητέ-ρα της νόθας κόρης του Βιόλας, στο χωριό Πασαλίτες, έσοδο 8 μ. στάρι από ένα χωράφι και ένα αμπέλι. Επίσης στην Βιόλα έσοδο 25 υ. και το σπίτι που κατοικούσε. Όταν πέθαιναν η μητέρα και η κόρη, ήθελε όλα να πάνε στο μοναστήρι της Παναγίας του χωριού για να του κάνουν μια λειτουργία το μήνα[938] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 11).

 

Μερικοί εξίσωναν παντελώς τα νόμιμα με τα νόθα παιδιά τους, και άλλοι δεν ξεχνούσαν ούτε τα νόθα συγγενικών προσώπων. 

O Ο Μαρκαντώνιος Κιότζας είχε αφήσει με τη διαθήκη του την περιουσία του στο νόμιμο γιο του Νικολό και στον νόθο Τζώρτζη. Επειδή ο νόθος ήταν μικρός, είχε αναθέσει την κηδεμονία του στον Νικολό. Τώρα που ο Τζώρτζης ενηλικιώθηκε, ζήτησε να φύγει από την επιτροπεία του αδερφού του και να πάρει το μερίδιό του από την περιουσία. Ο Νικολό αναγκάστηκε να δεχθεί και όρισαν εκτιμητές[939].

O Ο Τζουάννε Κουνούπης άφηνε στον νόθο γιο του αδερφού του Μιχέλ το σπίτι που έμενε. Αν πέθαινε χωρίς νόμιμους κληρονόμους, το σπίτι θα πήγαινε στον κομισάριο του. Επίσης άφηνε στη μάνα του νόθου 300 υ.[940]

O Η Αντριάνα Πατεραλοπούλα δήλωνε ότι της χρωστούσαν τα δυο νόθα αδέρφια της 760 υ. και ήθελε αυτά να γίνουν 1.000 υ. και να τους τα μοιράσουν. Άφηνε, επίσης, στο νόθο του αδερφού της 25 υ.[941]

O Ο Πιέρος Γρίττης άφησε εκτελεστές της διαθήκης του τη γυναίκα του Κορναρόλα και τον εξάδελφό του Φραγκίσκο Γρίττη… Είχε μια κόρη νόθα την Εργίνα και μια νόμιμη την Μαρούσα. Ζητούσε η γυναίκα του να παντρέψει τη νόθα του με προίκα 4.000 υ. σε κινητά. Οι εκτελεστές θα εκμεταλλεύονταν τα υπόλοιπα της περιουσίας του, προκειμένου να πα-ντρέψουν την Μαρούσα. Όσα έμεναν θα τα είχε όσο ζούσε η γυναίκα του και μετά θα πήγαιναν στον αδερφό του Τζώρτζη ή στα παιδιά του. Άφηνε και από 2.000 υ. σε δύο ανιψιές του. Αν η Εργίνα πέθαινε χωρίς να παντρευτεί, οι 4.000 υ. ακολουθούσαν την υπόλοιπη περιουσία του[942].

 

Μερικές γυναίκες, που μάλλον δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν τις απιστίες των συζύγων τους, προέβαιναν σε μηδαμινές παροχές στα εξώγαμά τους, μόνο και μόνο για να δείξουν το αντίθετο. Να φανούν δηλαδή γενναιό-δωρες και ανεξίκακες.

O Η πλούσια φεουδάρχης Φρατζού Επισκοποπούλα, που ήταν δεύτερη γυναίκα του Αντρέα Μηλιώτη, άφηνε στη νόθα κόρη του άντρα της Κατερίνα ένα καμιζότο κόκκινο[943].

Μπορούσε να της αφήσει πολύ περισσότερα, αλλά προτίμησε να τα αφήσει στο νόμιμο παιδί του. Η ίδια δεν είχε παιδιά.

 

Σε μερικές περιπτώσεις ανύπαντροι χαρακτήριζαν την ερωμένη τους «υπηρέτρια» και της άφηναν μεγάλα κληροδοτήματα «εξ αιτίας της καλής συντροφιάς της».

O Ο Τζουάννε Σκορδίλης, χωρίς δική του οικογένεια, άφηνε με τη διαθήκη του, στην υπηρέτριά του Καλή 500  υ. για την καλή συντροφιά της, όπως και το κρεβάτι του, όπως ήταν, και τα ρούχα που βρίσκονταν μέσα και έξω από την κασέλα. Επίσης της άφηνε ένα σπίτι για να κάθεται όσο ζούσε και έσοδο 10 μ. στάρι, 2 μ. λάδι  και 8 μπότες κρασί τη χρονιά. Το παραπάνω σπίτι, μετά το θάνατό της, θα πήγαινε στον ανιψιό του Γεωργιλά[944]. 

 

στ. Για ανθρωπιστικούς λόγους. Μερικοί διαθέτες άφηναν κάποιο ποσό στους κομισάριούς τους, προκειμένου να το ξοδέψουν όπου αυτοί νόμιζαν ότι υπήρχε ανάγκη.

O Ο πλούσιος έμπορος Γαβριήλ Αχέλης άφηνε στον ψυχογιό του 1.000 υ. και στον κομισάριό του 2.000 υ., για να τα μοιράσει όπου έβλεπε  ότι υπήρχε ανάγκη. Άφηνε και σε δύο αδερφές του, που ήταν καλόγριες 2.000 υ. στη μία και 1.000 υ. στην άλλη[945].

O Ο ευγενής Τζώρτζης Λομβάρδος άφηνε σε μια ψυχοκόρη 1.000 υ. και έσοδο 11 μουζούρια στάρι και 1 μίστατο λάδι όσο ζούσε[946] (βλ. Παράρ-τημα  έγγραφο 11).

O Η Φρατζού άφηνε σε οκτώ γυναίκες διάφορα ενδύματα. Ζητούσε να συνοδεύσουν την κηδεία της οι γονίκαροί της με τις γυναίκες τους και τους χάριζε όλα τα χρέη που είχαν[947].

O Η Μαργιέτα Σαγκουινάτσου σύζυγος του ευγενή Αντωνάκη Κιότζα  ήθελε, αν πέθαινε ο ανήλικος γιος, η περιουσία της να μοιραζόταν στα ίσα ανάμεσα σε μάνα και σύζυγο. Σ’ αυτή την περίπτωση  όφειλαν να μοιράσουν 3.000 υ. σε φτωχούς[948]. 

 

ζ. Σε νοτάριους. Μερικοί διαθέτες συνήθιζαν να αφήνουν σαν κληροδό-τημα  μικροποσά ή αντικείμενα στον νοτάριο που συνέτασσε τη διαθήκη τους. Δεν είναι γνωστό αν το κληροδότημα αυτό αποτελούσε την αμοιβή του νοτάριου ή ήταν απλή ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες του. Ξέρουμε ότι η τυπική αμοιβή σύνταξης συμβολαίου ήταν γύρω στα 10 υ. Το γεγονός ότι τα κληροδοτήματα, κατά κανόνα, ήταν πολύ μεγαλύτερα, ίσως υποδη-λώνει ότι ήταν η κυρία αμοιβή τους. Οι νοτάριοι είναι πολύ πιθανό να προτι-μούσαν αντί για τα 10 υ. να πάρουν πολύ μεγαλύτερη αμοιβή, έστω και ετεροχρονισμένα. Και οι διαθέτες ίσως να προτιμούσαν να υποσχεθούν την καταβολή μεγαλύτερης αμοιβής, αλλά μετά το θάνατό τους, προκειμένου να αποφύγουν τις δυσκολίες που συνεπαγόταν η άμεση καταβολή της. Παρατη-ρείται ότι, μόλις πάτησαν το πόδι τους οι Τούρκοι στο νησί (1645) και πολλοί Κρητικοί άρχισαν να γράφουν τις διαθήκες τους, άλλαξαν νοοτροπία και άφηναν  μεγαλύτερα κληροδότημα και στον νοτάριο. Ίσως να τους έκανε λιγότερο φειδωλούς ο κίνδυνος να χάσουν από στιγμή σε στιγμή όχι μόνο την περιουσία τους αλλά και τη ζωή τους. Ίσως δεν είχαν μετρητά ή και να είχαν, να  τα ήθελαν μήπως μ’ αυτά γλίτωναν από τους ανατολίτες εισβολείς.

O Η πλούσια άκληρη ευγενής Όρσα Σαγκουινάτσου άφηνε, με τη διαθήκη της, στον νοτάριο 6 ρεάλια αμέσως μετά το θάνατό της[949].

O Ο καθολικός παπάς Μπερναντίν Σουρέτης άφηνε στον νοτάριο ένα ρεάλι[950].

O Ο Γεωργιλάς  Βαρούχας  άφηνε στον νοτάριο 50 υ.[951].

O Η Γιακουμίνα Κιότζα άφηνε στον νοτάριο 6 δουκάτα[952].

O Η Μαρούσα Πατελάρου- Καλλέργη άφηνε 5 τσεκίνια  στον νοτάριο[953].

O Η Κασσάνδρα Κορνέρ άφηνε στον νοτάριο 3 τσεκίνια[954].

O Ο καθολικός ιερέας Φραγκίσκος Κλαύδιος άφηνε στους μάρτυρες από 10 λίρες και στον νοτάριο ένα μαύρο καθρέπτη[955].

O Ο Τζώρτζης Λομβάρδος άφηνε εκτελεστή της διαθήκης του και γενικό κληρονόμο του τον αδερφό του Τζώρτζη. Το μόνο που του ζητούσε ήταν να τον θάψει σε συγκεκριμένο μοναστήρι, να του κάνει τα καθιερωμένα μνημόσυνα και να δώσει 3 ρεάλια στον νοτάριο[956].

 

Β. Ρύθμιση χρεών.

Τα χρέη και τα χρεωστούμενα πρωταγωνιστούσαν στη ζωή φτωχών και πλουσίων για διαφορετικούς φυσικά λόγους. Το συνεχές «πάρε, δώσε» άλλους ωφελούσε και άλλους ζημίωνε. Οι πλούσιοι, κυρίως, όταν βρίσκο-νταν κοντά στον θάνατο, έφερναν στο μυαλό τους τις ανομίες που είχαν διαπράξει στη ζωή τους και προσπαθούσαν να τις επανορθώσουν ή έστω να τις απαλύνουν.

O Ο πλούσιος κτηματίας Τζουάννε Λίμας ομολόγησε, μπροστά στους μάρτυρες και τον νοτάριο, που έγραφε τη διαθήκη του, ότι κρατούσε στα χέρια του 2.000 υ. ως κομισάριος του μακαρίτη γαμπρού του Τζώρτζη Τζάνε, χωρίς να υπάρχουν γραπτά στοιχεία ή αποδείξεις που να τον αναγκάζουν να τα αποδώσει στους δικαιούχους[957].

O Ο Τζουάννε Βερνάρδος χρωστούσε σε κάποιον παπά 10 τσεκίνια και σε κάποια κοπέλα 8.000 υ. από ανεξόφλητο κληροδότημα. Ζητούσε από τον γενικό κληρονόμο του να τα εξοφλήσει και τα δύο[958].

O Ο ευγενής Τζουάννε Πολάνης, με τη διαθήκη του, όριζε να μοιραστούν στα δυο παιδιά του Πόλο και Αντώνη τα προικώα κτήματα της αδερφής τους, τα οποία είχε ανακτήσει. Τώρα τα δύο παιδιά όρισαν δύο μοιραστές και τους ζήτησαν να χωρίσουν τις συγκεκριμένες περιουσίες σε τρία μερίδια. Από αυτά ο Πόλος θα έπαιρνε τα δύο, με την υποχρέωση να πληρώσει μόνος του τα χρέη και τα κληροδοτήματα που άφησε ο πατέρας τους[959].

 

Οι κομισάριοι που ορίζονταν από τους διαθέτες δεν εξοφλούσαν μόνο τα χρέη τους αλλά εισέπρατταν και όσα τους χρωστούσαν. Αυτό, τις περισσό-τερες φορές, το ζητούσαν οι ίδιοι οι διαθέτες και σημείωναν λεπτομερώς πρόσωπα και ποσά.

O Ο Δημήτρης Φούκης, κομισάριος του μακαρίτη Γιώργη ντε Πόλο, ανέ-φερε στη διαθήκη του ότι εισέπραξε από τον Νικολό Επισκοπόπουλο τα 230 τσεκίνια που του χρωστούσε[960].

O Ο Γερόλαμος Λίμας ανέφερε ότι χρωστούσε σε ανιψιό του 3.000 υ., του είχε δώσει τα 1.000 υ. και τα υπόλοιπα όφειλε να τα εξοφλήσει σε δύο δόσεις[961].

O Ο Νικολό Γαβαλάς στην ιδιόχειρη διαθήκη του έδινε εντολή στους κομισάριούς του να πουλήσουν όσα πράγματα βρίσκονταν στο σπίτι του και να εξοφλήσουν όλα τα χρέη που είχε. Ο ίδιος μάλιστα είχε κάνει και την καταγραφή των πραγμάτων του σπιτιού του, για ευνόητους λόγους. Παράλληλα, ζητούσε να μην απαιτήσουν την εξόφληση κάποιων γραμμα-τίων, που ήταν ανεξόφλητα, συμπληρώνοντας ότι οι οφειλέτες θα έδιναν λογαριασμό στο θεό[962].

Με άλλα λόγια, ο διαθέτης δεν ήθελε -για την ψυχή του- να τους πιέσουν, γιατί ίσως ήξερε ότι ήταν φτωχοί, αλλά και δεν ήθελε και να τους απαλλάξει εντελώς από το χρέος, σαν καλός «επαγγελματίας» που παρέμενε.

 

O Ο Ιλλαρίονας Σαγκουινάτσος δήλωνε στη διαθήκη του ότι χρωστούσε 46 μίστατα λάδι έναντι ενοικίου και 46 μίστατα μούστο με γραπτή απόδειξη. Ήθελε να εξοφληθούν από τους κομισάριούς του[963].

 

Όταν τα χρέη δεν ήταν επίσημα περασμένα σε έγγραφα, η εξόφλησή τους ήταν αρκετά επισφαλής. Μερικοί διαθέτες ζητούσαν από τους κομισαρίους τους, όταν θα προσπαθούσαν να τα εισπράξουν, να έχουν υπόψη και την ψυχή τους. Με άλλα λόγια όχι βιαιότητες, που ίσως προκαλούσαν κατάρες και ύβρεις.

O Ο Τζώρτζης Καλλεργάκης ζητούσε από τους κομισάριούς του να εισπρά-ξουν όσα του χρωστούσαν «πολλά ή λίγα», όπως αυτοί, με βάση τη συνείδησή τους,  νόμιζαν, έχοντας υπόψη τους την ψυχή του[964].

O Ο ευγενής Μαθιός Γριμπιάς είχε κλείσει στη φυλακή τον Μαθιό Μου-σούρο, εξαιτίας των διαφορών που είχαν. Τώρα ο γιος και κληρονόμος του Τζουάννε Γριμπιάς δήλωνε ότι οι μεταξύ τους διαφορές διευθετή-θηκαν και παρακαλούσε να αποφυλακιστεί ο Μουσούρος[965].

Ή πρέπει να υπήρχε σχετική εντολή στη διαθήκη του πατέρα ή  ο γιος και κληρονόμος ήταν περισσότερο συγκαταβατικός και ανθρωπιστής.

 

O Ο Κωνσταντίνος Τετάλδης είχε κληρονομήσει τον Παρθένιο Γριμπιά, που χρωστούσε 2.100 υ. στον Λουκά Ντορία. Επειδή ο Ντορίας θα πήγαινε στα δικαστήρια, προκειμένου να αποφύγουν τα δικαστικά έξοδα, συμφώ-νησαν και αντί 2.100 υ. του έδωσε 1.550 υ.[966]

 

Γ. Αδερφομοίρια.

Όταν ο πατέρας ή η μητέρα δεν όριζαν με τη διαθήκη τους πώς ακριβώς ήθελαν να διατεθεί η περιουσία τους, αλλά απλώς άφηναν κληρονόμους τα παιδιά τους ή πέθαιναν χωρίς να κάνουν διαθήκη, τα παιδιά ως δικαιούχοι μοιράζονταν την κληρονομιά. Τις περισσότερες φορές όριζαν κάποιους μοιραστάδες και εκτιμητές, που έχαιραν κοινής εκτίμησης, και συμφω-νούσαν να δεχθούν την όποια μοιρασιά και εκτίμηση. Άλλες φορές έκαναν μόνοι τους τη διανομή, με την υπόσχεση ότι στην εκτίμηση που θα ακολου-θούσε, αν κάποιος εμφανιζόταν αδικημένος, θα αποζημιωνόταν από τους άλλους, ώστε όλοι να έχουν ίσα μερίδια, αδερφομοίρια. 

O Οι αδερφοί Μιχέλ και Στέφανος Κυριάκης, όπως και ο ανιψιός τους από αδερφό Νικολό, συμφώνησαν να μοιράσουν την περιουσία που κληρονό-μησαν. Από κοινού τη χώρισαν σε τρία μερίδια. Διάλεξε το 1ο ο Στέφα-νος, το 2ο ο Νικολό και το 3ο ο Μιχέλ. Δέχτηκαν να εκτιμηθούν τα τρία μερίδια και  η όποια διαφορά να αντισταθμιστεί, μέσα σε 18 μήνες[967].

 

Όταν ένα από τα αδέρφια πέθαινε χωρίς κληρονόμους, τον κληρονο-μούσαν τα υπόλοιπα αδέρφια του. Οι αδερφές, όταν ήταν παντρεμένες, ουσιαστικά δεν είχαν δικαίωμα πάνω στην κληρονομιά. Μερικές φορές πάντως το προσπαθούσαν, προβάλλοντας  κάποιες προικώες ατασθαλίες.

O Στο καθιστικό του σπιτιού μου. Τα αδέλφια Μιχελίνος και Γιώργης Λαρδέας του Νικολό λεγόμενου Φανούριου, από το χωριό Νταλαμπα-διανά, είχαν συμφωνήσει, με συμβολαιογραφική πράξη, να αναλάβει ο Μιχελίνος να ξεκαθαρίσει τα κληρονομικά που αφορούσαν την περιουσία του  μακαρίτη αδελφού τους Νικολό Λαρδέα και να πάρει αυτός τα 3/4  και ο Γιώργης το 1/4 της κληρονομιάς. Τώρα άλλαξαν γνώμη και  αποφά-σισαν να μοιράσουν την περιουσία στη μέση, αφού πρώτα αφαιρέσουν τα έξοδα που έκανε ο Μιχελίνος για να την ξεκαθαρίσει. Τα έξοδα αυτά δέχονται ότι ήταν 400 υ. Συμφώνησαν επίσης να υπερασπίσει ο ένας τον άλλο, σε περίπτωση που κάποια από τις  αδελφές τους εγείρει αξιώσεις  πάνω  στην περιουσία αυτή[968].  

 

Οι έριδες για τα αδερφομοίρια ήταν συχνές και περίπλοκες

O Ο Τζουάννε Κονταράτος μήνυσε τον γαμπρό από αδελφή Τζώρτζη Κόρνερ ότι πήρε για λογαριασμό της γυναίκας του μεγαλύτερο μερίδιο από αυτόν και τα αδέλφια του, στις περιουσίες που μοίρασαν μεταξύ τους με νοταριακή πράξη. Υποστήριξε μάλιστα ότι έπρεπε ο ίδιος να πάρει δύο μερίδια, ένα για δικό του και ένα για τον Νικολό που πέθανε και του είχε δωρίσει το μερίδιό του. Ο Τζώρτζης για να συμφιλιωθούν πρότεινε να θεωρηθεί άκυρη η μοιρασιά και να χωρίσουν τις περιουσίες σε πέντε μερίδια. Από αυτά να έπαιρνε δύο ο Τζουάννε και οι υπόλοιποι από  ένα. Η πρόταση έγινε δεχτή, η αγάπη επανήλθε στην οικογένεια και η μήνυση αποσύρθηκε[969].

 

Όταν τα αδέρφια είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους, το μεγάλο αναλάμβανε, μετά το θάνατο του πατέρα τους, αποκλειστικά τη διαχείριση της περιουσίας. Το μικρότερο ή τα μικρότερα, όταν ενηλικιώνονταν, μπο-ρούσαν νομικά να απαιτήσουν ίσο αδερφομοίρι. Σε περίπτωση όμως που ο μεγάλος αδερφός είχε αυξήσει σημαντικά την πατρική ή μητρική περιουσία, με χρήματα ή ακίνητα  από την προίκα της γυναίκας του ή από άλλες πηγές, το πράγμα μπερδευόταν, γιατί είχαν δημιουργηθεί νέα δεδομένα. Κανονικά θα έπρεπε να βρουν ποια ήταν η αρχική οικογενειακή περιουσία και να τη χωρίσουν στα ίσια. Όταν αυτό ήταν αδύνατο, συνήθως συμφωνούσαν σαν αδέρφια για άλλης μορφής διανομή.

O Ο Τζώρτζης Πατελάρος είχε αναλάβει, εξαιτίας του θανάτου των γονιών τους, την ανατροφή του μικρού του αδερφού Τζουάννε. Όταν ο Τζουάννε ενηλικιώθηκε, του παραχώρησε ένα μέρος της πατρικής και μητρικής τους περιουσίας, που κατά τη γνώμη του, ήταν το αδερφομοίρι του. Επειδή όμως υπήρχε κίνδυνος να καταφύγει ο μικρός στα δικαστήρια και να ζητήσει τη μισή από την περιουσία του αδερφού του, τον απείλησε ότι αν συνέβαινε αυτό, θα το δεχόταν, αλλά θα του πλήρωνε όλες τις βελτιώ-σεις που είχε κάνει στις πατρικές περιουσίες. Αν δεν δημιουργούσε οικογένεια ή δεν αποκτούσε νόμιμα παιδιά, η περιουσία του θα πήγαινε στα δικά του παιδιά. Στην περίπτωση αυτή  δεν είχε δικαίωμα να διαθέσει παρά μόνο 2.000 υ, για την ψυχή του. Και όταν μιλούσαν για νόμιμα παιδιά εννοούσαν με γυναίκες από σπίτι. Έκανε και μια παραχώρηση, αν, όταν πέθαινε, είχε κάποιο νόθο παιδί, είχε δικαίωμα να του άφηνε το 1/3 της αύξησης που θα είχε κάνει στις περιουσίες του, όπως και όλα τα κινητά του[970].

 

Τα αδερφομοίρια συχνά οδηγούσαν σε κάπως περίπλοκες διανομές, ιδίως όταν υπήρχαν περιουσίες εξ αδιαιρέτου και ποικίλα κληρονομικά δικαιώ-ματα.

O Πέθανε ο Γεωργιλάς Καλλέργης και τα αδέρφια του Μαθιός και παπά Νικολό έβαλαν δύο μοιραστάδες για να τους μοιράσουν την περιουσία του. Αυτοί, αφού αφαίρεσαν όσες περιουσίες είχαν εξ αδιαιρέτου τα τρία αδέρφια, μοίρασαν τη συγκεκριμένη περιουσία σε δύο μερίδια. Ένα για τον Μαθιό και ένα για τον Νικολό. Τις εξ αδιαιρέτου χώρισαν σε τρία μερίδια. Πήραν οι ίδιοι από ένα και το τρίτο το χώρισαν σε δύο με τους ίδιους και πάλι αποδέκτες. Οι ίδιοι μοιραστές, αφού έκαναν το διαχωρι-σμό αυτό, κλήρωσαν το μερίδιο του καθενός και, στη συνέχεια, εκτίμη-σαν τα μερίδια και όρισαν πόσα έπρεπε να δώσει ο ένας αδερφός στον άλλο[971].

 

Όταν πέθαινε κάποιος αδερφός χωρίς οικογένεια ή διαθήκη, η περιουσία του μοιραζόταν εξίσου στα άλλα αδέρφια.

O Οι αδελφές Ελιά, Φρατζού, Νικολόζα και Ιζαμπέτα Επισκοποπούλες παρακάλεσαν τον Τζουάννε Πίρινο να τους μοιράσει το λιόφυτο του μακαρίτη αδερφού τους Αντώνιου σε δύο ίσα μερίδια. Το ένα θα έπαιρ-ναν οι δύο πρώτες και το άλλο οι δύο άλλες. Αυτός το μοίρασε και, στη συνέχεια, έβαλαν κλήρο και πήραν τα μερίδιά τους[972].

Πιθανότατα ο μακαρίτης να ήταν μοναχογιός και οι αδερφές του ανύπα-ντρες. Δεν είναι πάντως κατανοητό το γεγονός ότι το μοίρασαν σε δύο και όχι σε τέσσερα μερίδια. Η κλήρωση πάντως των μεριδίων ήταν μια τακτική που την ακολουθούσαν συχνά.

 

Δ. Κληρονομικά δικαιώματα.

Σε μερικές οικογένειες, με βάση κάποια άγραφη παράδοση, ορισμένα από τα κτήματά τους μεταβιβάζονταν αποκλειστικά στους άντρες τους.

O Η Ιζαμπέτα Σαλούστρου υποσχέθηκε στο συμβόλαιο γάμου του γιου της Φραγκίσκου Δονδόλου ως μητρική ευλογία τις ιδιοκτησίες που είχε στο χωριό Γενή, με τον όρο ότι, αν αυτός πέθαινε, οι ιδιοκτησίες θα πήγαιναν στο αδερφό του, γιατί συνηθιζόταν οι συγκεκριμένες περιουσίες να περνούν από κληρονόμο σε κληρονόμο άρρενα[973].

Η συνήθεια αυτή πιθανότατα προερχόταν από τα αρχικά φέουδα, που τυπικά παρέμεναν ακέραια και μεταβιβάζονταν από πατέρα σε γιο. Πόσο κράτησε αυτή η τυπικότητα δεν γνωρίζουμε, πάντως την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, όλα σχεδόν τα φέουδα, με τις συνεχείς κληροδοτήσεις, έχουν διασπαστεί σε μικρές ιδιοκτησίες.

 

Ε. Κληρονομικές διαφορές.

Πολλές φορές οι κληρονόμοι έρχονταν σε διαφωνίες μεταξύ τους σχετικά με τη διανομή ή τα δικαιώματα πάνω στα κληροδοτούμενα. Αυτό συνέβαινε, όταν δεν υπήρχε διαθήκη ή όταν υπήρχε, αλλά δεν ήταν καλά διατυπωμένη, ώστε να μην αφήνει περιθώρια και για δεύτερες ερμηνείες. Τις διαφορές τους έλυναν άλλοτε στα δικαστήρια, άλλοτε με διαιτητικούς δικαστές και στην καλύτερη περίπτωση με διακανονισμούς μεταξύ τους. Μερικές φορές οι νέοι κληρονόμοι μπορούσε να μη συμφωνούσαν με τους διακανονισμούς που οι γονείς τους είχαν κάνει, κυρίως με ενοικιαστές, και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να τις ακυρώσουν. Αν ήταν πιο ισχυροί σε πλούτο και κοινω-νική θέση από τους ενοικιαστές, συνήθως το κατόρθωναν, ακόμα και χωρίς δικαστήρια.

O Ο Τζουάννε Κονταρίνης και τα αδέλφια του είχαν παραχωρήσει στο μακαρίτη παπά Σταμάτη Σαράζη την εκκλησία του Αγίου Γιάννη Βαφτι-στή με τα κελιά της, αλλά με τον όρο να ξοδεύει κάθε χρόνο ορισμένο ποσό για βελτιώσεις των κτισμάτων. Αφού πέθανε ο παπάς, ο Κονταρίνης και τα αδέλφια του διαπίστωσαν ότι δεν είχε κάνει καμιά  βελτίωση, όπως όριζε η συμφωνία τους. Για το λόγο αυτό κατέφυγαν στα δικαστήρια και απαιτούσαν από τους κληρονόμους του παπά να καταβάλουν τα ενοίκια των κελιών που ανήκαν στο μοναστήρι και να προβούν στις βελτιώσεις που δεν είχαν γίνει. Για να αποφύγουν έξοδα και δίκες, συμφώνησαν ο Τζουάννε και ο πρωτότοκος γιος του μακαρίτη Σταμάτη παπά Μάρκος να απαλλάξει ο πρώτος τον δεύτερο από το πατρικό χρέος  και ο δεύτερος να παραδώσει την εκκλησία στον πρώτο[974].

O Η Ιζαμπέτα Σανγκουινάτσου, σύζυγος, από πρώτο γάμο, του μακαρίτη Δανιήλ Πεκατόρου, απαιτούσε από την περιουσία και την κληρονομιά του συζύγου της την προίκα της, τα δώρα, όπως και τα κληροδοτήματα που της άφησε με τη διαθήκη του Η εκτελέστρια της διαθήκης και κηδεμόνας των  παιδιών Τζουάννα Πεκατόρου, αδελφή του μακαρίτη, της παραχώρησε αντί της προίκας της ένα σπίτι, με τον όρο ότι μετά το θάνατο της Ιζαμπέτας το σπίτι θα επέστρεφε σ’ αυτήν και, αν και αυτή είχε πεθάνει, στα παιδιά της Ιζαμπέτας και δικά της ανίψια. Με όλα τα παραπάνω συμφώνησε και ο δεύτερος άντρας της Ιζαμπέτας, ευγενής Αντώνιος Πολάνης[975]. 

 

Μερικές φορές και η Διοίκηση είχε λόγο σε περιπτώσεις κληρονομικών διαφορών. Ίσως οι σχετικές αποφάσεις της να ήταν συμβουλευτικές και όχι  υποχρεωτικές.

O Ο Ιάκωβος Φορλάνος είχε κληρονομικές διαφορές με τους αδελφούς Καλλέργη, εξαιτίας κάποιων χρεών. Η Διοίκηση στην οποία κατέφυγαν αποφάσισε να μειωθεί το χρέος από 5.600 υ. σε 3.979 υ. Δέχτηκαν την απόφαση, για να μην συνεχίσουν τις δίκες, και ο Ιάκωβος κατέβαλε  μέρος των χρημάτων αυτών και υποσχέθηκε ότι σε τρεις μήνες θα τα εξοφλούσε[976].

O Ο μακαρίτης Αντρέας Φορλάνος είχε αφήσει στους Τζουάννε και Αντρέα Φορλάνο κάποιες περιουσίες. Τώρα τα παιδιά του ενός, Αναστάσιος και Τζώρτζης, στράφηκαν δικαστικά εναντίον του παιδιού του άλλου, του Ιάκωβου. Οι δικηγόροι τους τα βρήκαν μεταξύ τους, για να μην υπάρχουν δικαστικές διαμάχες και να επέλθει η αγάπη. Έτσι, ο Ιάκωβος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει, δίκαια ή άδικα, 500 υ. στα δύο αδέρφια[977].

O Μεταξύ του Μάρκου Πατελάρου, από τη μια, και των Τζώρτζη και Στάη Πατελάρου και  Στάη Πατελάρου, από την άλλη, που ήταν εξαδέλφια από αδέλφια, υπήρχαν περιουσιακές διαφορές. Συγκεκριμένα, ο Μάρκος απαιτούσε να χωριστούν εξαρχής όλες οι περιουσίες των πατεράδων τους (αδελφομοίρια). Οι άλλοι υποστήριζαν ότι οι μακαρίτες γονείς τους ζούσαν χωριστά και είχαν το μερίδιό του ο καθένας. Επιπλέον ο Τζώρτζης και ο Στάης, αφού νυμφεύτηκαν, πήραν τις πατρικές περιου-σίες, που είχαν στα χέρια τους, και τις βελτίωσαν με τις προίκες των συζύγων τους... Κατά συνέπεια, δεν ήταν δίκαιο να μοιραστούν από την αρχή. Για να αποφύγουν δικαστικά έξοδα και έριδες αποφάσισαν, με τη μεσολάβηση κοινών φίλων και των δικηγόρων τους, να κάνουν μερική ανακατανομή. Θα την έκαναν από κοινού εκλεγμένοι εκτιμητές και υπο-σχέθηκαν να είναι απαραβίαστη[978].

 

Δεν ήταν μόνο τα νόμιμα παιδιά που διεκδικούσαν τα κληρονομικά τους δικαιώματά τους, αλλά και τα νόθα.

O Ο Ατζολέτος Λομβάρδος, νόθος γιος του Λορέντζου, είχε μηνύσει τον Τζώρτζη Μπαρότση σχετικά με την ιδιοκτησία ενός χωραφιού, το οποίο είχε αφήσει σ’ αυτόν, με τη διαθήκη του, ο πατέρας του. Τώρα συμφώ-νησαν να παραιτηθεί ο Μπαρότσης από το χωράφι και ο Ατζολέτος να δηλώσει ότι δεν απαιτούσε τίποτα άλλο από τα πατρικά του δικαιώ-ματα[979]. 

O Ο Βαρθολομαίος Κιότζας και ο κομισάριος της μακαρίτισσας αδερφής του Ρεγγίνας Αλβίζε Κιότζας είχαν οικονομικές διαφορές. Ο Αλβίζε έδινε χρήματα στον Βαρθολομαίο, κρατώντας κάποια ενέχυρα, κοσμήματα ή περιουσίες, με τον όρο να του τα επιστρέψει μόλις εξοφλούσε τα χρέη του. Τώρα τα πλήρωσε και του επέστρεψε την περιουσία του[980].

O Ο Γιάννης Σαρακηνόπουλος είχε καταφύγει στη Διοίκηση, γιατί οι αδερφές του κράτησαν μόνες τους την κινητή περιουσία του πατέρα τους και το αμπέλι που είχε. Τελικά οι αδερφές πείστηκαν να τα μοιράσουν στα ίσια[981].

 

Όταν τα αδέρφια δεν συμφωνούσαν στη διανομή της πατρικής περιου-σίας, μπορούσαν να προχωρήσουν σε μεμονωμένες ενέργειες. Αυτό συνέ-βαινε συνήθως σε οικογένειες φεουδαρχών, που οι περιουσίες λογαριά-ζονταν με βάση την παραγωγή σταριού, τους εργάτες των αμπελιών και τις εισφορές των γονίκαρων.

O Ο ευγενής κρητικός Τζουάννε Δάνδολος ορίστηκε εκπρόσωπος από τον Φραγίκσο Δάνδολο, προκειμένου να ξεχωρίσει το 1/5 της πατρικής περιουσίας του. Το ποσοστό αυτό του ανήκε. Ο Τζουάννε υπολόγισε σε 500 μουζούρια στάρι την ετήσια παραγωγή σταριού, σε 140 εργάτες την έκταση των αμπελιών και σε 140 τους γονίκαρους. Από αυτά ξεχώρισε το 1/5 και τη σχετική κατάσταση έδωσε στον νοτάριο να την περάσει στα βιβλία του[982].

Το αν έκαναν το ίδιο και οι άλλοι κληρονόμοι ή αν αντέδρασαν με διαφο-ρετικό τρόπο, είναι άγνωστο. Πρόκειται για ένα περίεργο συμβόλαιο.

 

O Τα αδέρφια Ιερώνυμος και Γιάννης Χουβάνοι από το χωριό Αξό είχαν κληρονομικές διαφορές. Για το λόγο αυτό όρισαν δύο διαιτητές και υπο-σχέθηκαν ότι θα δεχθούν την όποια  απόφασή τους[983].

O Ο μακαρίτης Τζώρτζης Μουδάτσος είχε αφήσει, μεταξύ άλλων, και κάποιες περιουσίες στους ανιψιούς του Τζώρτζη και Ιάκωβο. Ο γιος του μακαρίτη Μάρκος προσέβαλε τη διαθήκη, γιατί αμφισβητούσε τα σχετικά με την μητρική κληρονομιά και τη διανομή των αδερφομοιρίων. Μετά από δίκες και έξοδα, συμφώνησαν να ακολουθήσουν τις διατάξεις της διαθήκης του μακαρίτη, για να πάψει η μεταξύ τους διχόνοια[984].

 

ΣΤ.  Εξόφληση κληροδοτημάτων.

Οι περισσότεροι κληρονόμοι ή εκτελεστές διαθήκης φαίνεται ότι σέβο-νταν τις τελευταίες επιθυμίες των διαθετών και εξοφλούσαν αβίαστα τα κληροδοτήματα που άφηναν. Υπήρχαν όμως και μερικοί, που απέφυγαν να τα εξοφλήσουν, ίσως εξαιτίας αδυναμίας ή και από σκοπιμότητα. Υπήρχαν και αυτοί που τα διαπραγματεύονταν, προκειμένου να γλιτώσουν κάποια χρήματα. Οι εξοφλήσεις γίνονταν πάντοτε με συμβόλαιο, για νομική κατοχύ-ρωση του κομισάριου.

O Πέθανε η Μαθιά Τζαγκαρόλα και άφησε κληροδοτήματα σε τέσσερις γνωστές της. Στις τρεις το κληροδότημα ήταν κάποια ρούχα, ενώ στην τέταρτη 300 υ. Ο γιος και κομισάριός της Φραγκίσκος, χωρίς καθυστέ-ρηση κάλεσε τις δικαιούχες διαδοχικά και τις εξόφλησε[985].

O Η Μαργιέτα είχε αφήσει κληροδότημα στην αδερφή της Μαρκεζίνα Κιότζα 4.000 υ. Τώρα ο αδερφός και κομισάριός της Νικολό κατέβαλε σ’ αυτήν 1.500 υ. έναντι[986]. Σε 20 μέρες της έδωσε άλλα 1.500 υ.[987]

Φαίνεται ότι είχαν συμφωνήσει κομισάριος και Μαρκεζίνα στη σχετική μείωση.

O Η Καλή Φράγκου άφηνε ένα κρεβάτι και λίγα σκεπάσματα στην ανιψιά της Εργίνα. Ο κομισάριος της παπά Τζώρτζης Επισκοπόπουλος, που είχε επιφορτιστεί την υποχρέωση να τη θάψει και να τη μνημονεύει, αμέσως μετά τον θάνατό της, έσπευσε να παραδώσει στην Εργίνα το κληροδό-τημα[988].

 

Πολλές φορές διαθέτες ανέφεραν στις διαθήκες τους ότι δεν είχαν εξοφλήσει κληροδοτήματα που είχαν αφήσει κάποιοι στενοί συγγενείς τους παλιότερα και ζητούσαν από τους κληρονόμους τους να τα εξοφλήσουν αυτοί.

O Ο Τζουάννε Βερνάρδος  δεν είχε δώσει σε μια κοπέλα το κληροδότημα που της είχε αφήσει η μακαρίτισσα σύζυγός του Μαρούσα και που ήταν 8.000 υ. Με τη διαθήκη του ζητούσε από τον νόθο γιο και γενικό κληρο-νόμο του να το εξοφλήσει αυτός[989].

 

Οι κληρονόμοι ή κομισάριοι ευγενών, όταν δεν μπορούσαν να αποφύγουν την εξόφληση των κληροδοτημάτων, προσπαθούσαν να βρουν τους πιο επωφελείς για τους ίδιους τρόπους. Σε περίπτωση που χρωστούσαν κάποιοι στους μακαρίτες συνήθιζαν να υποχρεώνουν τους δικαιούχους να εισπράτ-τουν από τα χρέη αυτά τα κληροδοτήματά τους. Τους έβαζαν μάλιστα να υπογράφουν σχετικό συμβόλαιο για δική τους κατοχύρωση. Επειδή μέσα στα συμβόλαια δεν αναφερόταν τι θα γινόταν σε περίπτωση που η είσπραξη δεν θα ήταν δυνατή, μπορεί να υπολογίσει κανείς ότι, όταν οι δικαιούχοι δεν είχαν τη δύναμη να τα εισπράξουν, ίσως και να τα έχαναν. 

O Ο ευγενής Τζώρτζης Σαγκουινάτσος όφειλε να δώσει κάποιο χρηματικό ποσό, που είχε αφήσει ως κληροδότημα ο πατέρας του στη γυναίκα του μάστρο Γιώργη Σπανόπουλου. Με συμβόλαιο συμφώνησε με τον Σπανό-πουλο να εισπράξει τα χρήματα του κληροδοτήματος από αυτά που του χρωστούσαν κάτοικοι του χωριού Γάλλου[990].

O Η Σοφιόλα Μπερλίν είχε αφήσει κληροδότημα στον ανιψιό της Αντώνη Καλομάτη κάποια σπίτια που είχε πουλήσει στον Βεβέλη, με τον όρο να δώσει 400 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία. Ο Βεβέλης είχε δώσει στον παπά Κουρνιαχτό και τον ανιψιό του 200 υ., και τώρα μπροστά στους μάρτυρες έδωσε και τα άλλα 200 υ.[991]

O Ο Μάρκος Καλλέργης είχε αφήσει με τη διαθήκη του στον Αντρέα Καλλέργη 30 ρεάλια. Η χήρα και κομισάριος του Μάρκου με συμβόλαιο έδωσε το δικαίωμα στον Αντρέα να εισπράξει το ποσό αυτό από τους Νικολό και Τζώρτζη Λίμα, έναντι του χρέους που είχαν στον μακαρίτη[992].

 

Οι κομισάριοι συνήθιζαν, όπως αναφέραμε, να κάνουν συμβόλαιο, όταν εξοφλούσαν κάποιο κληροδότημα, από το φόβο μήπως ο δικαιούχος το απαι-τήσει ξανά. Μερικές φορές έβαζαν τους δικαιούχους να υπογράψουν πρώτα ιδιωτική απόδειξη παραλαβής του κληροδοτήματος και μετά περνούσαν την απόδειξη στο σχετικό συμβόλαιο. Ίσως ήταν και ευκαιρία να παζαρέψουν το ποσό με το δικαιούχο, πράγμα το οποίο ήταν πιο δύσκολο να κάνουν μπρο-στά στον νοτάριο.

O Ο Μάρκος Καλλέργης με τη διαθήκη του είχε αφήσει πολλά κληροδο-τήματα σε ανθρώπους της αγροτιάς. Η σύζυγος και κομισάριός του Κρεουζέτα έδωσε στον Μιχέλ Νομικό με γραπτή απόδειξη το στάρι, το τυρί και το κρασί του κληροδοτήματος και, στη συνέχεια, έκανε το συμ-βόλαιο εξόφλησης, με συνημμένο το έγγραφο της απόδειξης[993]. Ο ίδιος διαθέτης είχε αφήσει στην Καλή Κρουσαροπούλα 50 υ. και ακολουθή-θηκε η ίδια διαδικασία[994].

O Η σύζυγος του ευγενή Ιάκωβου Πολάνη είχε αφήσει κληροδότημα 4.000 υ. στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου στου Γάλλου. Ο καλόγερος Νικά-νορας δέχτηκε την πρόταση του Πολάνη να εισπράξει μόνο 3.500 υ.[995] Στη συνέχεια, επανήλθαν στον νοτάριο και ο καλόγερος δήλωσε ότι πήρε τις 3.500 υ. Παρουσίασαν μάλιστα και σχετικό ιδιωτικό έγγραφο είσπρα-ξης[996].

 

Πολλές φορές οι δικαιούχοι αναγκάζονταν να καταφύγουν στη δικαιο-σύνη, προκειμένου να εισπράξουν τα κληροδοτήματα που τους  άφηναν.

O Ο Μάρκος Καλλέργης είχε αφήσει στο μοναστήρι Παναγίας Χρυσοπηγής 1.000 υ. Η χήρα του Κρεουζετα Φραδέλου αρνήθηκε να τα δώσει και ο ηγούμενος κατέφυγε στα δικαστήρια. Το δικαστήριο τον δικαίωσε και η χήρα αναγκάστηκε να τα καταβάλει[997].

 

Οι ευγενείς κυρίως, που άφηναν πολλά κληροδοτήματα, φρόντιζαν να εξασφαλίζουν εκ των προτέρων και μέσα στα πλαίσια του εφικτού την ικανοποίησή τους, γνωρίζοντας ότι μετά το θάνατό τους όλα μπορούσαν να συμβούν.

O Η Φρατζού Επισκοποπούλα, δεύτερη γυναίκα του Αντρέα Μηλιώτη, άφηνε στο μοναστήρι του Σωτήρα του Βουκρού, όπου ήθελε να ταφεί 1.000 υ. και στο ομώνυμο του Βρύσινα 300 υ., στης Παναγίας στις Πρα-σές 200 υ. και στον Άγιο Μάμα στου Βουκρού 300 υ… Αν ο άντρας της δεν έδινε αμέσως τα κληροδοτήματα, ήθελε να τα δώσει ο γαμπρός της και να του τα επιστρέψει ο άντρας της μέσα σε έξι μήνες[998].

 

Σε μερικές περιπτώσεις οι αποδέκτες κληροδοτημάτων ακινήτων, συμφω-νούσαν με τους κληρονόμους του διαθέτη για άμεση πώλησή τους. Αυτό γινόταν, γιατί συνήθως τα ακίνητα των κληροδοτημάτων ήταν τμήματα ευρύτερων ιδιοκτησιών.

O Ο Γιάννης Χρυσοβελώνης είχε από τον αδερφό του κληροδότημα ένα αμπέλι και ένα αρκοβούζιο. Επειδή το αμπέλι ήταν συνέχεια του άλλου που άφησε στα παιδιά του, συμφώνησε με τη γιαγιά τους που τα ανέθρε-φε και το πούλησε για 100 υ.[999]

 

Ζ. Εξ αδιαιρέτου.

Οι οικογενειακές περιουσίες που έμεναν στους κληρονόμους εξ αδιαι-ρέτου αποτελούσαν συχνά αιτία ενδοοικογενειακών διενέξεων. Οι τρόποι διακανονισμού που επινοούσαν, προκειμένου να επιλυθεί το όλο θέμα ειρη-νικά, ήταν πολλοί. Ο πιο συνηθισμένος ήταν ο χωρισμός της περιουσίας σε ίσα με τους δικαιούχους μερίδια, η κλήρωση, η εκτίμηση των μεριδίων και η αποζημίωση εκείνων που θα αποδεικνύονταν αδικημένοι.

O Ο Τζουάννε και ο Φραγκίσκος Κιότζα, από την μια πλευρά, η νύφη τους Ανέζα, ως επίτροπος των παιδιών του μακαρίτη αδερφού τους Πιέρου, από την άλλη, και τα αδέρφια Κιότζα, παιδιά του μακαρίτη Τζουάννε, από μια τρίτη, αποφάσισαν με συμβόλαιο διακανονισμού να μοιράσουν τις δεκατίες που εισέπρατταν εξ αδιαιρέτου με τον εξής τρόπο. Θα εισέπραττε η κάθε πλευρά το σύνολό τους από μια χρονιά. Τη σειρά την αποφάσισαν με κλήρωση[1000]. 

O Ο Μανόλης Βαρούχας είχε εξ αδιαιρέτου κάποια κτήματα με τον αδερφό του Γιάννη. Τώρα όρισαν δυο μοιραστάδες να τα χωρίσουν στα δύο[1001].

O Ο ευγενής Τζουάννε Πολάνης με τη διαθήκη του όριζε να μοιραστούν τα δυο παιδιά του Πόλος και Αντώνης τα προικώα κτήματα της αδερφής τους, που είχε ανακτήσει. Τώρα τα δύο παιδιά όρισαν δύο μοιραστάδες και τους ζήτησαν να χωρίσουν τις συγκεκριμένες περιουσίες σε τρία μερί-δια. Από αυτά ο Πόλος θα έπαιρνε τα δύο, με την υποχρέωση να πληρώ-σει μόνος του τα χρέη και τα κληροδοτήματα που άφησε ο πατέρας τους[1002].

O Οι Τζουάννε και Ιάκωβος Σαγκουινάτσοι, αδελφοί του μακαρίτη Φραγκί-σκου θέλησαν να μοιράσουν μεταξύ τους τα μερίδια που τους έτυχαν κατά τη διανομή των πατρικών σπιτιών στη Σαμπιονάρα (Αμμουδιά) της πόλης. Η διανομή αυτή είχε γίνει μεταξύ αυτών και των αδελφών τους  Τζώρτζη και Πιέρου. Εξέλεξαν, λοιπόν, από κοινού, εκτιμητή τον Φραγκίσκο Γρίττη, για να κάνει τη διανομή  σε δύο ίσα μερίδια και, στη συνέχεια, να κάνει την κλήρωση. Στο πρώτο μερίδιο ο Γρίττης έβαλε την είσοδο του ισογείου με το ανώγειο που βρίσκεται πάνω της και τις κουζίνες ισογείου ανωγείου. Τα υπόλοιπα έβαλε στο δεύτερο μερίδιο μαζί με το ενοίκιο που πλήρωνε η Χανιωτοπούλα. Όποιος έπαιρνε το πρώτο μερίδιο όφειλε να δώσει για ισοστάθμιση 906,16 υ. σ’ αυτόν που θα έπαιρνε το δεύτερο. Κληρώθηκε  το πρώτο στον Ιάκωβο και το άλλο στον Τζουάννε[1003].

O Τα παιδιά και κληρονόμοι του Τζώρτζη Μπαρότση εξέλεξαν τον Τζου-άννε Πίρινο να τους μοιράσει την πατρική περιουσία. Θα τη χώριζε σε δύο ίσα μερίδια και ο ίδιος θα έκανε χωριστά την εκτίμηση. Στην κλή-ρωση των μεριδίων έτυχε  στον Λουκά το πρώτο και στον Τζουάννε το δεύτερο[1004].

 

Στις εξ αδαιρέτου περιουσίες φαίνεται ότι οι γιοι και η μάνα είχαν ίσα δικαιώματα.

O Ο ευγενής Νικολό Λ. Μουδατσος από τη μια, και ο ευγενής Νικολό Φ. Μουδάτσος, αδελφός από την ίδια μητέρα, από την άλλη, συμφώνησαν και όρισαν τον Αλβίζε Κασκιράστη, από κοινού, για να μοιράσει μεταξύ τους τις ελιές που υπήρχαν εξ αδιαιρέτου στο χωριό Λαμπινή. Τώρα ο Αλβίζε, μπροστά στους μάρτυρες, παρουσίασε τη διανομή που έκανε. Και οι δύο δικαιούχοι έμειναν ευχαριστημένοι από τη διανομή και το μερίδιό τους, και επιφυλάχτηκαν να μοιράσουν και κάθε άλλο περιουσιακό στοι-χείο που είχαν εξ αδιαιρέτου[1005].  

 

Συνήθως όταν οι δικαιούχοι μοίραζαν τα αδερφομοίρια τους, άφηναν εξ αδιαιρέτου εκκλησίες, μοναστήρια, στέρνες, τρεχούμενα νερά κ.ά., που απο-τελούσαν και αυτά περιουσιακά στοιχεία. Επίσης σε πολλές οικογένειες συνήθιζαν να παίρνουν τα παιδιά, ίσως και μετά από προφορική συμφωνία με τον πατέρα, κάποιες περιουσίες και να τις εκμεταλλεύονταν χωρίς να έχουν σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας. Όταν πέθαινε ο πατέρας ή η μητέρα και τα αδέρφια αποφάσιζαν να μοιράσουν σε ίσα μερίδια την περιουσία, ήταν φυσικό να αντιδρούν όσοι κρατούσαν μεγαλύτερα μερίδια. Η Διοίκηση και  η δικαιοσύνη σε ανάλογες περιπτώσεις έπαιρναν αποφάσεις με βάση την αρχή της ισότητας.

O Τρία αδέρφια, οι Φραγκίσκος, Μιχελίν και Σταμάτης Πάντιμοι, είχαν μοιράσει άτυπα τις πατρικές περιουσίες τους. Επειδή τα μερίδια που κρατούσαν δεν ήταν ίσα, ο Φραγκίσκος κατέφυγε στη Διοίκηση, η οποία ζήτησε να εξισωθούν. Ο ίδιος ανέθεσε σε δύο μοιραστάδες να μοιράσουν σωστά τις περιουσίες τους, μαζί και τις δύο εκκλησίες που βρίσκονται σ’ αυτές. Οι μοιραστές, προκειμένου να κάνουν ίση διανομή, εκτίμησαν όχι μόνο τα οικήματα των εκκλησιών αλλά και τις εικόνες τους. Δύο μάλιστα εικόνες (Αγ. Νικολάου και Παναγίας) τις κοστολόγησαν 281, 8 υ. Τις δύο εκκλησίες έβαλαν στο πρώτο μερίδιο, που προφανώς προοριζόταν για τον Μιχελίν, ο οποίος ήταν παπάς[1006]. Τελικά, επειδή το μερίδιο του παπά εκτιμήθηκε σε 24.093 υ., συμφωνήθηκε και τα άλλα μερίδια να φτάσουν στο ίδιο ύψος[1007].

 

Όταν τα υπό διανομή κτήματα ήταν πολλά, οι επιλεγμένοι μοιραστές ήταν υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε έρευνες και να αντλούν πληροφορίες, εξετάζοντας μάρτυρες ή ανακρίνοντας γνώστες των ορίων των περιουσιών.

O Ο ευγενής δρ. Ευστάθιος Πατελάρος και η χήρα του Τζώρτζη Νταπια-σέντσα ανέθεσαν στους παπά Βαρθολομαίο Φιλάρετο και Τζουάννε Πίρινο να μοιράσουν τις περιουσίες που είχαν εξ αδιαιρέτου. Αυτοί «αφού είδαν και ξαναείδαν τις περιουσίες και σκέφτηκαν καλά, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν πάρει από άτομα και παπάδες που γνώριζαν τις περιοχές αυτές, κατέληξαν…»[1008].

 

Η. Προτεραιότητες και ανακτήσεις ακινήτων.

Όταν κάποιος πουλούσε ακίνητη περιουσία, όφειλε να το ανακοινώσει με κήρυκα, προκειμένου να ενημερωθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Δεν μπορού-σε, δηλαδή, να βρει κάποιον, να συμφωνήσει στην τιμή και να του την πουλήσει, γιατί αν εμφανιζόταν, στη συνέχεια, κάποιος άλλος που είχε προτεραιότητα στην αγορά, η συμφωνία ακυρωνόταν. Στην κλίμακα των προτιμήσεων προηγούνταν οι συγγενείς και ακολουθούσαν όσοι είχαν γειτο-νικά στο υπό πώληση ακίνητα και οι χωριανοί. Σε περίπτωση διαρκούς ενοικίασης (livelo perpetuo) προτίμηση είχαν οι ήδη ενοικιαστές. Ο νόμος αυτός, που ίσχυσε σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας στην Κρήτη, είχε αφετηρία τη  Νεαρά περί προτιμήσεως, που είχε εκδώσει το 922 μ.Χ. ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός. Στόχος της ήταν να προστα-τεύσει τα βυζαντινά χωριά από τους μεγαλοκτηματίες, τους λεγόμενους και δυνατούς, που προσπαθούσαν να εξαγοράσουν τεράστιες περιοχές. Με την ίδια Νεαρά, εκτός των άλλων, κρίνονταν άκυρες οι οικειοποιήσεις κτημάτων με την μέθοδο της υιοθεσίας, δωρεάς, διαθήκης, χρησικτησίας, προστασίας ή συνδρομής[1009]. Στη Βενετοκρατία, αν και ο αρχικός στόχος δεν είχε πια βάση, μια και τα φεουδαρχικά δεδομένα ήταν διαφοροποιημένα, ο νόμος ίσχυσε με μικρές και μόνο αποκλίσεις.

O Ο παπά Κωνσταντίνος Φούκης αγόρασε με 100 υ. ένα οικόπεδο από τον ευγενή Αντρέα Κονταρίνη. Μόλις ανακοινώθηκε η αγορά από τον κήρυκα, ο ευγενής Μάρκος Κονταρίνης προσέβαλε την αγορά, υποστη-ρίζοντας ότι είχε προτεραιότητα λόγω συγγένειας. Ο παπάς δέχτηκε ότι είχε προτεραιότητα, πήρε τα 100 υ. που είχε δώσει και του παραχώρησε το οικόπεδο[1010].

O Ο Πανταλόν Πίρινος είχε αγοράσει από τον Γιαννά Νταβερόν ένα σπίτι στο χωριό Γιαννούδι. Όταν ο κήρυκας το ανακοίνωσε, προσέβαλε την αγορά ο Τζώρτζης Νταπιασέντσας, υποστηρίζοντας ότι είχε προτεραιό-τητα ως γείτονας. Ο Πανταλόν δέχτηκε τον ισχυρισμό του και του παρα-χώρησε το σπίτι, αφού πήρε το τίμημα που είχε καταβάλει[1011].

O Ο Τζώρτζης Σαγκουινάτσος πούλησε στον παπά Αντώνιο Νταφεράρα κάποιο διαρκή λιβέλο (livelo perpetuo). Ο ενοικιαστής απαίτησε να τον αγοράσει αυτός, αφού είχε προτεραιότητα (ως ήδη ενοικιαστής). Το δέχτηκε ο παπάς και του  παραχώρησε το ακίνητο, αφού εισέπραξε το ποσό που είχε καταβάλει[1012].

Και στις τρεις περιπτώσεις βλέπουμε ότι έχει προηγηθεί η αγορά και, στη συνέχεια, ακυρώνεται, γιατί εμφανίζεται κάποιος που έχει προτεραιότητα και ο αγοραστής  αναγνωρίζει ότι έχει δίκιο.

 

Πολλές φορές οι αγοραστές ακινήτων αντιδρούσαν στην απαίτηση όσων πρόβαλαν το «περί προτιμήσεως» δικαίωμα και αρνιόντουσαν να τους τα επιστρέψουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι δικαιούχοι κατέφευγαν στα δικα-στήρια και συχνά ακολουθούσαν πολύχρονες αντιπαραθέσεις.

O Τα αδέρφια Γεωργιλάς και Τζανής Βατιανοί είχαν αγοράσει χωράφια από τη μακαρίτισσα Μαρκεζίνα Βαρουχοπούλα. Οι  τρεις γιοι της, με βάση την αρχή της προτίμησης, κέρδισαν τη δίκη και κατέθεσαν το αντίτιμο που ήταν 337 υ. στο δημόσιο ταμείο. Οι Βατιανοί αναγκαστικά τα δέχτη-καν και επέστρεψαν τα χωράφια[1013].

O Ο Ιούλιος Κονταράτος είχε αγοράσει κάποια κτήματα από την Εργίνα Σουριαδοπούλα.  Επειδή τα κτήματα  αυτά  βρίσκονταν στην περιοχή του φεουδάρχη ευγενή Φραγκίσκου Γρίττη, αυτός είχε το δικαίωμα να προ-τιμηθεί στην πώληση από τους κατόχους τους ως γείτονας και φεου-δάρχης. Έτσι, με το παρόν συμβόλαιο, ο Κονταράτος αναγκάζεται να παραχωρήσει στον Γρίττη τα παραπάνω κτήματα και να δεχθεί από αυτόν τα χρήματα που είχε δώσει για την αγορά τους μαζί και τα έξοδα για  τα συμβόλαια[1014].

O Ο ευγενής Νικολό Μουδάτσος, από τη μια, και τα παιδιά της μακαρί-τισσας αδελφής του Αντριάνας με τον μακαρίτη Ιερώνυμο Λίμα, που τώρα τα επιτροπεύει η θεία τους Έλενα Λίμα, από την άλλη, βρίσκονταν σε δικαστικές έριδες μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, στο  συμβόλαιο γάμου της η Αντριάνα έδινε στον αδελφό της Νικολό τη δυνατότητα να ανακτή-σει τις περιουσίες που της παραχωρούσαν, αν κατέβαλε τα 2/3 της αξίας τους σε μετρητά και το 1/3 σε εκτίμηση. Όταν, όμως, θέλησε ο Νικολό να ανακτήσει την παραπάνω περιουσία, αντιμετώπισε αντιρρήσεις από μέρους της Έλενας, που  επιτρόπευε  τα  ανήλικα ανίψια του. Τελικά, για να επικρατήσει αγάπη μεταξύ των συγγενών, με το παρόν δημόσιο συμβόλαιο, συμφώνησαν τα εξής: Η Έλενα παραιτείται από την ένσταση που είχε υποβάλει και δέχεται να γίνει η ανάκτηση. Επίσης, εκλέγουν τρεις εκτιμητές δηλαδή τον Αντρέα  Καλονά για την πρώτη εκτίμηση, τον εκλαμπρότατο Φραγκίσκο Σαγκουινάτσο του μακαρίτη εκλαμπρότατου Ιερώνυμου για τη δεύτερη και τον Μαθιό Σαγκουινάτσο του μακαρίτη εκλαμπρότατου Νικολό για την τρίτη. Αν οι εκτιμήσεις δε συνέπιπταν, τότε τελική τιμή των περιουσιών θα ήταν ο μέσος όρος τους. Τα χρήματα επέλεξαν να κρατήσει ο Αντρέας Καλονάς μέχρι να ενηλικιωθούν τα παιδιά. Έτσι ο Νικολό από τώρα γινόταν ιδιοκτήτης των περιουσιών, αλλά μέχρι να τις εξοφλήσει, τα έσοδα από αυτές θα πηγαίνουν στα παιδιά. Αυτά χρωστούσαν στο Νικολό, με απόφαση της Διοίκησης, 178 μουζούρια στάρι ή 1.680 υ. Η επίτροπος των παιδιών παρακάλεσε τον Νικολό να εξοφλήσει το χρέος τους, αφαιρώντας  το από την τιμή των περιουσιών που ανακτούσε. Αυτό έγινε δεχτό. Συμφώνησαν ακόμα: οι ίδιοι εκτιμητές να μοιράσουν και τα κτήματα που είχαν εξ αδιαιρέτου ο Νικολό και ο αδελφός του μακαρίτης Πιέτρος, τα οποία ο τελευταίος είχε αφήσει στα ανίψια του με τη διαθήκη του. Οι εκτιμητές θα τα έκαναν δύο ίσα μερίδια και θα έπαιρνε ο καθένας τους ένα. Για να ισχύσει βέβαια αυτό, όφειλαν τα παιδιά να καταβάλουν στο Νικολό τα 1.680 υ.[1015]

 

Πολλές φορές οι ανακτήσεις μεγάλων κτημάτων καθυστερούσαν με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και δημιουργούσαν οικονομικά προβλήματα και στις δύο πλευρές.

O Οι εκλεγμένοι μοιραστές από την Έλενα Λίμα, επίτροπο των ανηλίκων ανιψιών της, και τον Νικολό Μουδάτσο δεν είχαν κάνει ακόμα, για διά-φορους λόγους, τη διανομή των περιουσιών που ανέκτησε ο Νικολό. Η Έλενα, επειδή πλησίαζε η συγκομιδή και θα είχε οικονομική ζημιά  από την καθυστέρηση της διανομής και της πληρωμής των ανακτημένων, ζήτησε από το Νικολό να της δώσει αποζημίωση έναντι των 12.000 υ., που όφειλε να έχει καταβάλει για λογαριασμό των κτημάτων που ανα-κτούσε. Ο Νικολό με το παρόν, μπροστά σε μένα και τους μάρτυρες, κατέβαλε στον ευγενή Μιχέλ Καλλέργη, διοικητή, 4.000 υ., με την υποχρέωση να δίνει κάθε χρόνο και για 4 χρόνια από 28 μουζούρια στάρι στην Έλενα. Η καταβολή θα άρχιζε από τον προσεχή Αύγουστο. Ο Καλ-λέργης μπορούσε μετά τα τέσσερα αυτά χρόνια να επιστρέψει τα χρήματα και να πάρει πίσω το παραπάνω έσοδο. Ο αγοραστής εξασφαλίστηκε με εγγύηση τις περιουσίες του πωλητή. Επίσης, ο Νικολό κατέβαλε μπροστά μας 6.000  υ. στον Ιούλιο Κονταράτο και στον αδελφό του  Τζουάννε, για να παραδίδουν στην Έλενα, κάθε Αύγουστο, αρχίζοντας από τον προσεχή, 39 μουζούρια στάρι, για τα τέσσερα προσεχή χρόνια. Επίσης, μπροστά μας, ο Νικολό κατέβαλε στον Τζώρτζη Πατσό άλλα 2.000 υ., με 82 ασημένια ρεάλια και 5 κουαρτίνια, για να δίνει για τα τέσσερα προσεχή χρόνια, κάθε Αύγουστο στην Έλενα 13 μουζούρια στάρι. Αν μετά το διάστημα αυτό δεν του επέστρεφε τα χρήματα, θα του έπαιρνε τις περιουσίες του και θα επιβαρυνόταν αυτός τα έξοδα της όλης διαδικασίας μεταβίβασης. Για μεγαλύτερη ασφάλεια εγγυήθηκε την τακτική κατα-βολή και το συνολικό κεφάλαιο ο Ιάκωβος Φορλάνος[1016].

O Ο Ιάκωβος και ο Ισίδωρος Κονταρίνη είχαν πουλήσει κάποιες περιουσίες στον Τζώρτζη Αβονάλ. Αυτές κατέληξαν ως προίκα στον Νικολό Κιότζα. Τώρα ο αδερφός των πωλητών Μάρκος που θέλει να τις ανακτήσει έκανε μήνυση στο Νικολό. Με τη παρέμβαση άλλων, ο Νικολό και η γυναίκα του αποφάσισαν να του τις παραχωρήσουν θεληματικά[1017].

O Η Χριστίνα Κουρνιαχτοπούλα είχε πάρει από τον Νικολό Κόκκινο 20 ρεάλια και του είχε δώσει ενέχυρο ένα σπίτι στην πόλη. Τώρα ήρθε ο γιος της με δικό της πληρεξούσιο και πούλησε το σπίτι στον παπά Πέτρο Θεριανό για 660 υ. Τόσο το έβγαλαν τρεις εκτιμητές. Ο παπάς τού κατέ-βαλε τα 113, 24 υ. Τα υπόλοιπα θα τα έδινε στον Κόκκινο[1018].

Τα 113,24 ήταν το υπόλοιπο της αφαίρεσης των 20 ρεαλίων από τα 660 υ. Λογάριασαν το ρεάλι με 27 υ., αν και η συνήθης τιμή του ήταν 24, 12 υ.

 

Οι ανακτήσεις στους κύκλους των ευγενών ήταν περισσότερο περίπλο-κες, γιατί υπήρχαν και οι φεουδαρικοί φόροι και οι άλλες υποχρεώσεις, που θα έπρεπε να ρυθμιστούν.

O Η Αντριάνα Μουδάτσου είχε πάρει προίκα κάποια ακίνητα, όταν παντρεύτηκε τον Ιερώνυμο Λίμα. Τα κτήματα αυτά είχαν κληρονομήσει ο γιος της ευγενής Νικολό Μουδάτσος και τα εγγόνια της ευγενείς κρητικοί Τζώρτζης και Νικολό. Ο Νικολό Μουδάτσος θέλησε να ανακτή-σει τα κτήματα αυτά σαν οικογενειακά. Οι γιοι της δεν δέχτηκαν και η Διοίκηση δικαίωσε τον Νικολό. Τώρα αυτοί έκαναν έφεση αλλά οι δικη-γόροι τους κατόρθωσαν να τα βρουν μεταξύ τους, για να αποφύγουν έξοδα. Έτσι, τα δύο αδέρφια δέχτηκαν να του παραχωρήσουν τα κτήματα και για το λόγο αυτό εξέλεξαν εκτιμητές. Τα εκτίμησαν 18.000 υ. και ο Νικολό τους έδωσε 12.000 υ. μετρητά και 6.000 υ. σε εκτίμηση (ρούχων και χρυσαφικών)[1019].

 

Θ. Η αρχή της ισότητας.

Κατά κανόνα, όταν πέθαινε κάποιος και είχε αγόρια και κορίτσια απάντρευτα, άφηνε, με τη διαθήκη του, την περιουσία του στα αγόρια, με την υποχρέωση να παντρέψουν τα κορίτσια. Αν τα κορίτσια έμεναν απά-ντρευτα, είχαν ίσο αδερφομοίρι με τα αγόρια, εκτός και αν άλλα όριζε στη διαθήκη ο πατέρας ή η μητέρα. Επικρατούσε, με άλλα λόγια, σε όλα τα κληρονομικά η αρχή της ισότητας σε περίπτωση που δεν υπήρχε διαθήκη ή που ο διαθέτης γονιός τα άφηνε απλώς στα παιδιά του. Το μόνο προνόμιο των αγοριών ήταν ότι μπορούσαν να ανακτήσουν τα ακίνητα που έπαιρναν τα κορίτσια. Μπορούσαν ακόμα να συμφωνούσαν με τον γαμπρό ως προίκα ποσά μικρότερα από το αδερφομοίρι της αδερφής τους, οπότε και πάλι είχαν κάποιο κέρδος. Σε περίπτωση που πέθαινε ένας αδερφός χωρίς κληρονόμους, η περιουσία του χωριζόταν και πάλι εξ ίσου ανάμεσα στα υπόλοιπα αδέρφια, άνδρες ή γυναίκες, ή τους κληρονόμους τους.

O Οι αδερφοί Κονταράτοι είχαν εκλέξει τον Φραγκίσκο Γρίττη για να τους μοιράσει σε τρία ίσα μερίδια την περιουσία τους. Αυτός τα μοίρασε και έβγαλε πόσα χρήματα πρέπει να δώσει ο ένας στον άλλο, για να επέλθει πλήρης εξίσωση[1020].

O Η ευγενής Κωνσταντίνα Σαγκουινάτσου, άφηνε την περιουσία της στα τρία παιδιά της. Αν κάποιο πέθαινε, το μερίδιό του  θα πηγαίνει στα άλλα. Αν πέθαιναν όλα, ήθελε η περιουσία της να χωριστεί στα τρία και να πάρουν το 1/3 τα αδέλφια της (Πιέρος, Τζουάννε, Ιάκωβος), το 1/3 ο σύζυγός της και το άλλο να μοιραστεί σε εκκλησίες από τους εκτελεστές της διαθήκης της[1021].

O Ο Στεφανής Πίρινος ζητούσε με τη διαθήκη του να πουληθεί το μετόχι του και να εξασφαλιστούν τα χρήματα, ώστε να διατρέφονται η γυναίκα (αν δεν φύγει) και τα παιδιά του. Όταν μεγάλωναν τα παιδιά, να τα μοιράζονταν μισά, μισά. Αν το αγόρι πάντρευε την αδερφή του, θα τα έπαιρνε όλα μόνο του[1022].

O Ο πλούσιος έμπορος Γαβριήλ Αχέλης, αφού άφηνε μερικά κληροδοτή-ματα, όριζε γενικούς κληρονόμους του τα δυο αγόρια του και ζητούσε, αφού προικίσουν και παντρέψουν την αδερφή τους, να μοιράσουν όση περιουσία έμενε στα ίσα[1023]. 

O Ο Τζώρτζης Καλλεργάκης ήθελε η περιουσία του να χωριστεί σε ίσα μερίδια και να δοθεί στα παιδιά του. Το ίδιο και τα χρήματα που του χρωστούσαν[1024].

O Ο Γιάννης Σαρακηνόπουλος είχε καταφύγει στη Διοίκηση, γιατί οι αδερφές του κράτησαν μόνες τους την κινητή περιουσία του πατέρα τους και το αμπέλι που είχε. Τελικά οι αδερφές πείστηκαν και δέχτηκαν να τα μοιράσουν στα ίσα[1025].

 

Ι. Κληρονομικές ατασθαλίες.

Συχνά οι ευγενείς ή οι μεγαλοκτηματίες παραβίαζαν τους κανόνες κληρο-νομικού δικαίου σε βάρος των φτωχών χωρικών. Καμιά νομοθεσία δεν μπόρεσε, διαχρονικά, να εξαφανίσει το δίκαιο του ισχυρού.

O Οι ευγενείς αδερφοί Μπαρότση ανέθεσαν σε ένα χωρικό να φυτέψει ένα αμπέλι με τον όρο να το εκμεταλλεύεται όσο ζούσε. Σε αντάλλαγμα θα τους έδινε 8,1 μουζούρια στάρι τη χρονιά και όταν πέθαινε, το αμπέλι θα το κληρονομούσαν εξολοκλήρου αυτοί. Προκειμένου μάλιστα να μην εγείρουν οι κληρονόμοι του χωρικού απαιτήσεις, τον ανάγκασαν να δηλώσει ότι την παραχώρηση αυτή την έκανε με δική του πρωτο-βουλία[1026]. 

Νομικά στο αμπέλι ως «γονικό» είχαν δικαιώματα πρωτίστως οι κληρο-νόμοι του χωρικού και δευτερευόντως οι ευγενείς. Με τη δήλωσή του όλα άλλαζαν.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Δωρεές.

 

Το βυζαντινό δίκαιο επέτρεπε τις δωρεές προς τρίτους, με την προϋπό-θεση ότι αυτές δεν θα ήταν αποτέλεσμα πιέσεων και εκβιασμών. Συγκε-κριμένα ανέφερε ότι: «Δωρεά εστί το χωρίς ανάγκης διδόμενον»[1027]. Επειδή ίσως κάποιος να δώριζε υποθετικές μελλοντικές περιουσίες, με ιδιοτελείς ή δόλιους σκοπούς, οι σχετικές διατάξεις όριζαν σαφώς ότι «τα προσποιητά ο νόμος ου δέχεται ούτε τα κατά δόλον, οίον εάν δωρήσωμαί σοι μέρος ουσίας συγγενούς μου ως μέλλων κληρονομείν, ουκ έρρωται η δωρεά»[1028]. Τέλος, για να μη γίνεται κατάχρηση του δικαιώματος και δημιουργούνται απρό-βλεπτες καταστάσεις, ο νόμος όριζε ότι από τη στιγμή που θα γινόταν η δωρεά, κανείς δεν μπορούσε να την αλλάξει: «ο άπαξ δωρησάμενος ου δύναται ανατρέπειν την δωρεάν»[1029]. Οι παραπάνω διατάξεις του βυζαντινού δικαίου ίσχυαν απόλυτα και στο κρητικό δίκαιο.

Στα συμβόλαια συναντάμε συχνά δωρεές ατόμων που, κατά κανόνα, βρίσκονταν κοντά στο θάνατο. Τις περισσότερες φορές οι δωρητές προ-έβαιναν σ’ αυτές, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια αντιπροσφορά ή εκδούλευση. Συνήθως ζητούσαν για αντάλλαγμα  την εφ’ όρου ζωής παροχή κάποιου εισοδήματος, την τέλεση μνημόσυνων κ.ά. Δεν ήταν σπάνιο και το φαινόμενο να επιστρέφονταν κάποια δανεικά με τη μορφή αυτή ή να κρυβό-ταν κάποια πώληση, που δεν ήθελαν για πολλούς λόγους να δημοσιοποιηθεί. Γενικά, στις πόλεις οι δωρεές ήταν πιο περιορισμένες σε σχέση με τα χωριά. Παράλληλα, στα χωριά οι περισσότερες ήταν «ανταποδοτικές» και ελάχιστες καθαρά ανθρωπιστικές.

O Η Τζουάνα Γρυλώνη δώρισε 2.000 υ. στην ψυχοκόρη της. Τα 1.000 υ. σε μετρητά και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση ρούχων. Θα τα έπαιρνε μετά το θάνατό της, μόνο αν θα την υπηρετούσε μέχρι τότε[1030].

 

Υπήρχαν, οπωσδήποτε, και πραγματικές δωρεές, δηλαδή περιπτώσεις που τα κίνητρα του δωρητή ήταν η προσφορά σε αγαπημένο πρόσωπο, χωρίς την προσδοκία ανταπόδοσης.  Ίσως τέτοια περίπτωση να ήταν και η παρακάτω.

O Ο Μανούσος και ο παπά Μανολίτσης είχαν κληρονομήσει από κοινού την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στην οποία λειτουργούσε ο παπάς. Με συμβόλαιο ο Μανούσος δώρισε στον αδερφό του το μερίδιό του στην εκκλησία, με την αιτιολογία ότι είχε πολυμελή οικογένεια και ότι η εκκλησία χρειαζόταν επισκευές, στις οποίες ο ίδιος δεν ήθελε να συμμε-τάσχει[1031].

 

Κάποιες από τις δωρεές στην ουσία δεν διέφεραν από τις διαθήκες. Όταν ένας γέροντας ή φιλάσθενος έβλεπε ότι η ζωή του τέλειωνε, δώριζε μετά θάνατο την περιουσία του στους πιο αγαπητούς από τους συγγενείς του και έτσι δεν χρειαζόταν διαθήκη. Με τον τρόπο αυτό είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει καλύτερα τουλάχιστον την ταφή και τα μνημόσυνά του.

O Ο Μανόλης Κονταράτος «θέλοντας να ευχαριστήσει τα αδέλφια του Μάρκο και Μιχελίνο και να δείξει το σεβασμό που έτρεφε σ’ αυτά, από καλή και μόνο διάθεση και χωρίς καμιά πίεση», δώρισε στον Μιχελίνο τις 4 ρίζες ελιές που είχε σε τόπο του ενδοξότατου Μανολέσου, στην τοπο-θεσία «Ξεροπήγαδο», όπως και τις 4 ρίζες χαρουπιές που είχε στη «Σκα-πεταρέα». Όλη την υπόλοιπη περιουσία του, τωρινή και μελλοντική, κινητή και ακίνητη, τη δώρισε στον άλλο του αδελφό τον Μάρκο. Όσο καιρό ο ίδιος ζούσε, δεν μπορούσαν να πουλήσουν την περιουσία του και όφειλαν να του συμπαραστέκονται σε ό, τι του συνέβαινε. Και όταν πέ-θαινε, όφειλε ο Μάρκος να τον θάψει και να του κάνει τα μνημόσυνα[1032].

 

Σε μερικές περιπτώσεις οι δωρεές προφανώς υπέκρυπταν κάποιες ανεξό-φλητες υπηρεσίες. Η έλλειψη χρήματος οδηγούσε σε ανταλλαγές και με τη μορφή αυτή. Μπορούσε κάποιος να πλήρωνε ένα χτίστη για το σπίτι που του έκτισε με παραχώρηση περιουσιών. Η δωρεά απήλλασσε τον αποδέκτη από μελλοντικές απαιτήσεις των κληρονόμων του δωρητή.

O Ο Τζώρτζης Σαλιβαράς δώρισε στον Ιάκωβο Χαρκιόπουλο, χτίστη, όλα τα ακίνητα που είχε στο χωριό Γάλλου, για να του ανταποδώσει τις μεγά-λες ευεργεσίες που του είχε κάνει. Ο Ιάκωβος θα τα είχε όλα, εκτός από το σπίτι, το οποίο θα χρησιμοποιούσε ο Τζώρτζης[1033].

 

Μερικοί ηλικιωμένοι ή ανήμποροι για εργασία συνήθιζαν να δωρίζουν την περιουσία τους σε κάποιο μοναστήρι, με μοναδικό όρο να τους δεχθεί ως καλόγερους και να τους διατρέφει για πάντα.

O Ο Γεωργιλάς Βλαστός αποφάσισε να γίνει καλόγερος στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα. Για το λόγο αυτό μεταβίβασε  στον εκεί ιερομόναχο όλη την περιουσία του, με τον όρο να τον τρέφει και να τον ντύνει όσο ζούσε[1034].

 

Όπως έχουμε αναφέρει τα μοναστήρια ήταν ιδιωτικά και αποτελούσαν συνήθως κληρονομικά περιουσιακά στοιχεία μεγάλων οικογενειών. Μερικοί ιδιοκτήτες επειδή έβλεπαν ότι με την απλή καθοδήγησή τους κινδύνευαν να διαλυθούν και επειδή ήθελαν τη διατήρησή τους, για καθαρά συναισθημα-τικούς λόγους, συνήθιζαν να τα δωρίζουν με διάφορους τρόπους σε αυτούς που υπολόγιζαν ότι θα εξασφάλιζαν τη συντήρηση και ως εκ τούτου τη διατήρησή τους.

O Ο Φραγκίσκος Γρίττης είχε στο χωριό Πρίνο ένα μοναστήρι από τον πατέρα του. Αυτό το δώρισε στον ιερομόναχο Γιαννά Βαρούχα με τους εξής όρους. Ο Φραγκίσκος θα είχε την κυριότητά του όσο θα ζούσε, αλλά μετά το θάνατό του το μοναστήρι θα πήγαινε αποκλειστικά στον Βαρού-χα. Αν κανένα από τα παιδιά του δωρητή αποφάσιζε κάποτε να γίνει καλόγερος, μπορούσε να πάει στο μοναστήρι αλλά σαν απλός καλόγερος. Το ίδιο ίσχυε και για τους άλλους απογόνους του[1035].

 

Άλλοι ιδιοκτήτες μοναστηριών ήταν πιο απαιτητικοί και προκειμένου να τα κρατήσουν «ζωντανά», τα παραχωρούσαν, με κάποιους όρους, χωρίς να τα δωρίζουν. Αν οι αποδέκτες δεν τηρούσαν τους όρους παραχώρησης, είχαν το δικαίωμα να τα επανακτήσουν.

O Οι αδερφοί Κωνσταντίνος και Μανόλης Βλαστοί είχαν το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στο χωριό Κάστελλο. Με συμβόλαιο το παραχώρησαν στον ιερομόναχο Ιερεμία Πατελάρο με τους εξής όρους: θα το διεύθυνε, θα διαχειριζόταν την κινητή και ακίνητη περιουσία του και θα έκανε τις απαιτούμενες βελτιώσεις. Αν κάποτε το εγκατέλειπε για να κατοικήσει αλλού, είχαν το δικαίωμα να τον αντικαταστήσουν χωρίς να του πληρώ-σουν τις  βελτιώσεις που ίσως είχε κάνει[1036].

 

Οι δωρεές, φτωχών κυρίως ανθρώπων, σε κληρικούς, τις περισσότερες φορές αποσκοπούσαν στο να εξασφαλίσουν την τελετή της ταφής και τα μνημόσυνά τους.

O Ο Νικολό Βλαστός από το χωριό Κάστελλο ήταν άρρωστος και επειδή ήθελε να φροντίζει κάποιος τα μελλοντικά μνημόσυνά του, δώρισε από τώρα στον παπά Νικολό Βλαστό μια μουριά για να τον μνημονεύει για πάντα. Αν τον ενοχλούσαν οι κληρονόμοι του, μπορούσε να διεκδικήσει, προς αναπλήρωσή της, μέρος της υπόλοιπης περιουσίας του[1037].

 

Δωρεές είχαμε όχι μόνο σε ακίνητα αλλά και σε κινητά αξίας, ιδίως εκκλησιαστικής φύσης.

O Ο πατέρας Ιωακείμ Μαυρίκης δώρισε στον Θεόδωρο Μυλωνόπουλο για την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που έχτισε όλα τα ελληνικά βιβλία και εκκλησιαστικά άμφια, που διέθετε[1038].

 

Συχνά οι δωρεές γίνονταν, όπως είπαμε, στη θέση της διαθήκης. Αυτό άρεσε περισσότερο στους αποδέκτες, γιατί ήταν πιο σίγουρο. Μια διαθήκη δηλαδή μπορούσε να ακυρωθεί με άλλη. Μια δωρεά ήταν αδύνατο να ακυ-ρωθεί, γιατί ο νόμος την ήθελε αμετάκλητη[1039]. Ο νοτάριος ήταν υποχρεω-μένος να το επισημαίνει στον δωρητή, πριν ολοκληρώσει το σχετικό συμβό-λαιο.

O Η χήρα Ρεγγίνα Λομβάρδου δώρισε στους δύο ανιψιούς της χωράφια και κινητά, με τον όρο ότι θα τα εκμεταλλευόταν όσο αυτή ζούσε και θα τα έπαιρναν μετά το θάνατο της[1040].

 

Μερικοί γονείς, όταν έβλεπαν ότι τα χρόνια τους είχαν περάσει, ότι τα χρέη τους έπνιγαν και ότι τα παιδιά τους ήταν πια ώριμα να διαχειριστούν την περιουσία τους, τη μοίραζαν σ’ αυτά  με κάποιους όρους. Σε αυτή την περίπτωση η διανομή ήταν ένα είδος δωρεάς ή διαθήκης.

O Ο Τζουάννε Πιπέρης και η γυναίκα του Ανέζα, επειδή γέρασαν, αποφά-σισαν να μοιράσουν τις περιουσίες τους σε ίσα μερίδια και να τις δωρί-σουν στα τρία αγόρια τους. Το καθένα θα τους έδινε 150 υ. το χρόνο. Αν πέθαινε ο ένας γονιός, θα έδιναν τα μισά στον άλλο όσο ζούσε. Όλα μαζί θα αναλάμβαναν τα χρέη τους, θα έδιναν, όταν είχε βεντέμα, 1 μίστατο λάδι στην Παναγία Ελεούσα, θα τους έθαβαν και θα τους μνημόνευαν. Τέλος, οι δωρητές είχαν δικαίωμα να διαθέσουν με τη διαθήκη τους μόλις 500 υ.[1041]. Την επομένη κιόλας έγινε η διανομή από δύο μοιραστές, που εκλέχτηκαν από κοινού. Το κάθε μερίδιο εκτιμήθηκε σε 3.500 υ.[1042]

 

Επειδή συγγενείς ή φίλοι ενός ηλικιωμένου ατόμου μπορούσαν να το εκβίαζαν ή να εκμεταλλεύονταν κάποια πνευματική του αδυναμία, προκει-μένου να το πείσουν να τους κάνει κάποια δωρεά, ο νοτάριος, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν υποχρεωμένος να τονίζει στον δωρητή τους οικονομικούς κινδύνους που μπορούσε να επιφέρει η όποια παραχώρηση. Συχνά μάλιστα απαιτούσε από τους δωρητές να αιτιολογούν επαρκώς τη σχετική πρωτο-βουλία τους. 

O Ο Βασίλης Κουβαρέας με συμβόλαιο δώριζε, μετά το θάνατό του, όλη την περιουσία του στην Κορναρόλα Ντραγανιγοπούλα, με την υποχρέ-ωση να δώσει 50 υ. στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, όπου ήθελε να ταφεί και 30 υ. στον εφημέριό του για τόσες λειτουργίες. Ακόμα όφειλε να δώσει σε κάποια άλλη γυναίκα ένα αμπέλι και 4 αρνιά, σε έναν άντρα ένα αμπέλι και δύο αρνιά και σε ένα άλλο μοναστήρι 50 υ. για βελτιώσεις. «Όταν τον ρώτησε ο νοτάριος αν το σκέφτηκε καλά, γιατί δεν μπορούσε στη συνέχεια να αλλάξει τη δωρεά, απάντησε ότι όλα τα κάνει με τη θέλησή του χωρίς να τον επηρεάσει κανείς»[1043].

 

Μερικοί γονείς παραχωρούσαν ενίοτε μέρος της περιουσίας τους στα παιδιά τους, προκειμένου να εξομαλύνουν κάποιες δυσάρεστες ίσως κατά-στάσεις, όπως ενδοοικογενειακές διενέξεις, αδυναμίες διαβίωσης κ.ά. Οι παραχωρήσεις αυτές είχαν ανάμικτα στοιχεία διαθήκης και δωρεάς. Κατά κανόνα, οι γονείς έθεταν κάποιους όρους, προκειμένου να ισχύει η συγκε-κριμένη παραχώρηση.

O Ο Μιχάλης Διακονόπουλος παραχώρησε με συμβόλαιο στις δύο κόρες του ένα σπίτι, για να μένουν, με την προϋπόθεση ότι θα ήταν έντιμες. Αν παντρεύονταν και έκαναν νόμιμα παιδιά, ήθελε να πάει σ’ αυτά το σπίτι. Αν πέθαιναν χωρίς παιδιά, ήθελε να πήγαινε στα άλλα του παιδιά, αρσε-νικά και θηλυκά[1044].

 

Και ανάμεσα σε αδέρφια παρατηρούμε παραχωρήσεις-δωρεές με τα σχετικά ανταλλάγματα.

O Η Αλεξάνδρα Αρκολεοπούλα είχε αφήσει την περιουσία της στον γιο και την κόρη της. Ο γιος παραχώρησε στην αδερφή του το μερίδιό του, με τον όρο να του δώσει 6 λίτρες μετάξι[1045].

Δεν διευκρινίζεται, αν ο αδερφός παραχώρησε το μερίδιό του αντί «πινα-κίου φακής», επειδή ο ίδιος ήταν γενναιόδωρος ή επειδή η περιουσία της μακαρίτισσας ήταν ασήμαντη.

 

O Η Μαρία Σαρακηνοπούλα από τους Αρμένους δώρισε όλη την περιουσία της στον αδελφό της να την εκμεταλλεύεται σαν ιδιοκτήτης, με τον όρο ότι θα την φιλοξενούσε στο σπίτι του, θα την έτρεφε και θα την έντυνε για όλη της τη ζωή, και, όταν πέθαινε, θα φρόντιζε τα μνημόσυνά της. Μετά το θάνατό της η περιουσία της θα ήταν δική του[1046].

O Οι αδερφές του Γιακουμή Κιότζα, που ήταν βαριά άρρωστος, έκαναν την εξής συμφωνία με τον παπά Μανόλη Λούλο, εφημέριο της εκκλησίας Αγίου Ελευθερίου: θα έκανε ο παπάς έναν τάφο και θα τον έθαβε, και αυτές σε αντάλλαγμα θα του παραχωρούσαν ένα ετήσιο έσοδο 2 μου-ζούρια σταριού, που εισέπρατταν[1047].

Το έσοδο δεν ήταν καθόλου μικρό, αφού ισοδυναμούσε σε κεφάλαιο περίπου 400 υ.

 

Το βυζαντινό δίκαιο, πέρα των όσων αναφέραμε, έθετε και κάποιους φραγμούς στις δωρεές, προκειμένου να μην αποτελέσουν πηγή εκμετάλ-λευσης συζύγων και συγγενών του δωρητή. Κατά πρώτον, απαγορευόταν στη σύζυγο να δωρίσει την προίκα της στον σύζυγο[1048]. Έπειτα απαγο-ρευόταν η προφορική, ενώπιον μαρτύρων, δωρεά να υπερβαίνει το ποσό των 500 νομισμάτων[1049]. Σε περίπτωση βέβαια που ο σύζυγος είχε απόλυτη ανάγκη από χρήματα, έβρισκαν άλλους τρόπους πιο νομιμοφανείς από τη δωρεά. Πουλούσε η γυναίκα την περιουσία της και διέθετε τα χρήματα για να καλύψει την ανάγκη.

O Ο Μανόλης Κλωστογένης βρισκόταν για χρέη στη φυλακή. Η γυναίκα του πούλησε ένα αμπέλι που είχε και με τα χρήματα που πήρε τον απελευθέρωσε[1050].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Καταγραφή κινητής περιουσίας μακαρίτη.

 

Όταν πέθαινε κάποιος, ο εκτελεστής της διαθήκης του όφειλε, εκτός από τα άλλα, να φροντίσει και για την καταγραφή όλων των αντικειμένων που βρίσκονταν στο σπίτι του, όπως και όλης της ακίνητης περιουσίας του. Αυτό ήταν απαραίτητο, προκειμένου να πάρει η χήρα του πίσω την προίκα της, που μπορούσε να ήταν σε κινητά ή ακίνητα. Αν ο διαθέτης σύζυγος άφηνε στη χήρα όλη την περιουσία του και την εκτέλεση της διαθήκης του, τότε περίττευε η καταγραφή των εντός του σπιτιού αντικειμένων. Επειδή υπήρχε ο κίνδυνος, αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, η χήρα να έκρυβε, για να οικειοποιηθεί στη συνέχεια, πολύτιμα αντικείμενα, συνήθως πριν από την καταγραφή ορκιζόταν ότι δεν είχε κρύψει τίποτα.

O Πέθανε ο Αντώνιος Λόγγος και άφησε εκτελεστή της διαθήκης του τον αδερφό του Ιωάννη. Αυτός πήγε αμέσως μαζί με τον νοτάριο στο σπίτι του μακαρίτη, έβαλε τη χήρα Μαριέτα Παλμεζάν να ορκιστεί ότι δεν έκρυψε τίποτα και άρχισε την καταγραφή και την εκτίμηση της οικο-σκευής. Αφού έγινε η καταμέτρηση και η εκτίμηση, τα παρέλαβε όλα η Μαριέτα έναντι της προίκας της[1051]. Επειδή η αξία τους δεν συμπλήρωσε το ποσό της προίκας, ο κομισάριος τής παραχώρησε και το μερίδιο του μακαρίτη στα σπίτια που είχαν πάνω στη Φορτέτσα[1052]. Ορίστηκε εκτιμητής και τα εκτίμησε 3.914 υ. Τα μισά που ανήκαν στον μακαρίτη ήταν 1.957 υ. Η Μαριέτα τα πούλησε αμέσως σε έναν συνταγματάρχη και εξασφάλισε για το ποσό αυτό τον κομισάριο[1053].

 

Όταν υπήρχαν περισσότεροι από ένας κληρονόμοι, καλούσαν τον νοτά-ριο, κατέγραφαν την οικοσκευή και έτσι τη συμπεριλάμβαναν μαζί με τα ακίνητα στην διανομή της κληρονομιάς που θα ακολουθούσε. Μερικές μάλιστα φορές, όταν σκόπευαν αμέσως  να γίνει και η διανομή, εκτιμούσαν μόνοι τους τα αντικείμενα  ή καλούσαν αμέσως κάποιον ή κάποιους άλλους πιο ειδικούς, για να τα εκτιμήσουν.

O Πέθανε ο Γερόλαμος Λίμας και άφησε κομισάριούς του την αδερφή του Ελένη, τον ετεροθαλή αδερφό του Γερόλαμο και έναν συγγενή του επίσης Γερόλαμο. Οι δυο πρώτοι κάλεσαν αμέσως τον νοτάριο και μπροστά του έγινε η καταγραφή των αντικειμένων του σπιτιού του μακαρίτη. Όλα τα αντικείμενα τα παρέλαβε η Ελένη[1054] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 13). Ο μακαρίτης, που είχε κάνει τη διαθήκη του πριν από περίπου ένα μήνα,  όριζε τα σχετικά[1055].

 

Κανονικά η καταγραφή γινόταν, όπως αναφέραμε, παρουσία του νοτά-ριου, ο οποίος και κατέγραφε τα αντικείμενα. Σε μερικές περιπτώσεις οι κληρονόμοι ή οι κομισάριοι, αφού έκαναν την καταγραφή μόνοι τους, παρουσίαζαν στον νοτάριο τη σχετική κατάσταση για να την περάσει στα κατάστιχά του. Αν ο μακαρίτης δεν είχε κάνει διαθήκη ή αν δεν είχε ορίσει κομισάριο, την καταγραφή την έκανε, κατά κανόνα, ο πιο στενός του συγγε-νής. Τα αντικείμενα που βρίσκονταν στα σπίτια, αν εξαιρέσει κανείς τα προϊόντα διατροφής (λάδι, κρασί, σιτάρι κ.ά.), επεξεργασίας (λινάρι, μετάξι, νήματα κ.ά.) και το ρουχισμό, τα υπόλοιπα ήταν τόσο λίγα και τόσο ασή-μαντα, ώστε δεν απασχολούσαν ιδιαίτερα τους κληρονόμους. Το ενδιαφέρον τους επικεντρωνόταν κυρίως στην ακίνητη περιουσία και τα μετρητά.

O Ο Ιάκωβος Βαρούχας πέθανε και την καταγραφή  των αντικειμένων του σπιτιού του έκανε ο Γιώργης Βαρούχας[1056] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 14).

O Πέθανε ο Τζώρτζης Καλλέργης και η γυναίκα του Ιζαμπέτα με τον γιο του Πιέρο, τους οποίους είχε ορίσει κομισάριους, έκαναν την καταγραφή των αντικειμένων του σπιτιού του[1057] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 15).

 

Μελετώντας κανείς τις καταγραφές οικοσκευής, διακοσμητικών και επί-πλων, μπορεί να διαπιστώσει και τις επιλογές ή προτιμήσεις των ιδιοκτητών τους. Όταν η καταγραφή δεν ήταν λεπτομερής, ήταν άκυρη. Δεν μπορούσαν δηλαδή να αναφέρουν ότι βρέθηκαν τόσες κασέλες με ρούχα, έπρεπε να καταγράφουν και τα ρούχα. 

O Πέθανε ο Νικολό Κιότζας και οι δυο γιοι του, αφού έκαναν την κατα-γραφή των αντικειμένων του σπιτιού του, έδωσαν τη σχετική λίστα στον νοτάριο. Πέρα από τα φαγώσιμα και τα σκεύη, στο σπίτι υπήρχαν και 21 κάδρα, όπως και δύο εικόνες[1058]. Επειδή βαρέθηκαν ίσως να γράφουν και τα πιο ασήμαντα, σημείωσαν ότι στο ανατολικό δωμάτιο βρέθηκαν 5 κασέλες με ασπρόρουχα και λινά μικρής αξίας. Την επόμενη κιόλας, προ-φανώς μετά από υπόδειξη των ειδικών, έκαναν νέο συμβόλαιο στο οποίο ανέφεραν λεπτομερώς το τι ακριβώς περιείχαν οι κασέλες αυτές[1059].

O Πέθανε ο Μαρίνος Καλλέργης και ο αδερφός του Αντρέας με τον νοτάριο έκαναν την καταγραφή της οικοσκευής, ρουχισμού, επίπλων και προϊό-ντων. Όλα ήταν χρηστικά, κανένα κάδρο, κανένα βιβλίο. Μόνο κάτι έγγραφα[1060].

O Η ευγενής Μαρούλα Κόρνερ, σύζυγος και κομισάριος του μακαρίτη Μαθιού Καλλέργη, και η μητέρα του μακαρίτη ευγενής Μαρούσα Νταφε-ράρα κάλεσαν νοτάριο και μάρτυρες για καταγραφή των αντικειμένων του σπιτιού τους. Αφού έγινε η καταγραφή, τα κράτησε όλα η χήρα[1061].

Τα πολλά χρεωστικά έγγραφα που υπήρχαν υποδηλώνουν ότι ο μακα-ρίτης ήταν τοκογλύφος. Είχε και ένα τετράδιο, όπου σημείωνε το λάδι που του χρωστούσαν. Πρέπει να ήταν πλούσιος, αφού τα κοσμήματα που βρέ-θηκαν ήταν αξιόλογα (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 16).

O Ο ίδιος (Μαθιός Καλλέργης) είχε και ένα σπίτι στο χωριό Φλακί. Ο νοτάριος και οι παραπάνω δικαιούχοι πήγαν και κατέγραψαν τα πάντα που υπήρχαν και σ’ αυτό. Τραπέζια, κρεβάτια, σκαμνιά, μαλλιά, λάδια, κρασιά… λύχνοι, πινακωτές, τσεκούρια, σκαλίδια, και ένα αρκοβούζιο. Είχε και αρνιά, κατσίκια, βόδι και γελάδα[1062].

O Έγινε καταγραφή στο σπίτι του Τζουάννε Κουνούπη από τον κομισάριό του Τζουάννε Κουνούπη, φαρμακοποιό, και τον νοτάριο. Κασέλες, ρούχα, μαχαίρια, πιρούνια, χρεωστικά, κρασί, αργαλιός, σπαθί και δύο μοσκέτα. Ακόμα κοσμήματα και έγγραφα ιδιοκτησίας για ένα γαϊδούρι, μια γελάδα κ.ά.[1063].

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η καταγραφή των αντικειμένων του σπιτιού έμμεσα φανέρωνε τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα, το πνευματικό επίπεδο και τη «φιλοσοφία» του ιδιοκτήτη.

O Ο Δομήνικος Κιαρέλας πέθανε και η γυναίκα του και ο αδερφός του, κηδεμόνες των δύο ανήλικων κοριτσιών του, κάλεσαν τον νοτάριο για καταγραφή. Το κύριο δωμάτιο ήταν γεμάτο από έγγραφα και βιβλία. Ήταν αποφάσεις για είσπραξη χρεών από κατοίκους πολλών χωριών. Φαίνεται ότι τους έδινε χρήματα και του έδιναν προϊόντα. Πολλοί δεν του τα έδιναν και κατέφευγε στις αρχές. Υπήρχαν και πολλά έγγραφα με συμφωνίες, αποδείξεις και χρεωστικά. Γενικά υπήρχαν περίπου 60 σχε-τικά έγγραφα[1064].

Το γεγονός ύπαρξης τόσων εγγράφων υποδηλώνει ότι ήταν χοντρέμπορος ή τοκογλύφος ολκής. Τίποτα άλλο δεν καταγράφτηκε στο σπίτι. Φαίνεται ότι ή δεν ενδιέφερε τους κομισάριους ή ότι ο τοκογλύφος ζούσε σε άδειο σπίτι.

 

Συχνά η καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μακαρίτη οδηγούσε σε άγνωστες ίσως πτυχές τη καθημερινής του ζωής του.

O Ο σύνδικος της επιτροπής της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης, ευγενής Σάντος Σαγκουινάτσος και ο δυτικός εφημέριος Φραγκίσκος Λουκέτης κάλεσαν τον νοτάριο να κάνει καταγραφή των αντικειμένων του μακα-ρίτη Βερνάρδου Μανολέσου, πρώην φύλακα της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης. Σε μια κασέλα βρέθηκαν 17 ληξιπρόθεσμα χρεωστικά. Βρέ-θηκαν επίσης βιβλίο με λιβέλους και σχετικά έγγραφα, δύο ημερολόγια, ασημένια πιρούνια και κουτάλια κ.ά.[1065].

Από τη φύση των αντικειμένων που καταγράφηκαν γίνεται εμφανές ότι ο φύλακας είχε αποκτήσει μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία, πιθανότατα από εμπόριο, τοκογλυφία, λιβέλους κ.ά.


       

  

***

  

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΕΓΓΡΑΦΑ

 

Έγγραφο 1ο/Τρωίλος 12. Διαθήκη.

Στ’ όνομα του Χριστού, αμήν. Το έτος από τη γέννησή Του 1589, κατά τον αυτοκρατορικό τρόπο, στις 8 Φεβρουαρίου, 2η ινδικτιόνα, στο χωριό Μουρνέα της περιφέρειας Ρεθύμνου, πόλης της νήσου Κρήτης, στα σπίτια που κατοικεί ο ευγενής βενετός ενδοξότατος Δομένικος Μουδάτσος π. ενδοξότατου Φραγκί-σκου, από την παραπάνω πόλη του Ρεθύμνου.

Είναι γνωστό ότι ο θάνατος του ανθρώπου είναι περισσότερο σίγουρος από κάθε άλλο πράγμα και ότι κανένας δεν μπορεί να ξέρει ποτέ την ώρα του, γιατί είναι αβέβαιη. Ο σοφός, κατά συνέπεια, άνθρωπος πριν να έρθει σ’ αυτήν την ώρα οφείλει να τακτοποιεί τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία του, για να μην πεθάνει χωρίς διαθήκη και αφήσει πίσω του καυγάδες και άλλα διάφορα. Για το λόγο αυτό ο ενδοξότατος Δομίνικος Μουδάτσος, σκεφτόμενος ότι  βρίσκεται σε ασθένεια και αδυναμία από τις οποίες και άλλες φορές έχει υποφέρει, θέλησε τώρα να τακτοποιήσει τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία του. Έχοντας, λοιπόν, με τη βοήθεια του θεού, σώες τις φρένες και ακέραιη τη σκέψη, έστειλε και κάλεσε εμένα τον νοτάριο που υπογράφω παρακάτω, όπως και τους επίσης υπογράφοντες παρακάτω παρακαλετούς μάρτυρες, και με  παρακάλεσε να γράψω και να συμπληρώσω την έσχατη αυτή επιθυμία του και διαθήκη.

·      Πρώτα αφήνει συγχώρεση σ’ όλους τους πιστούς Χριστιανούς και μετά θέλει και παραγγέλλει κάθε και οποιαδήποτε διαθήκη ή τακτοποίηση που έχει κάνει κατά το παρελθόν, με οποιοδήποτε τρόπο και με το χέρι οποιου-δήποτε νοταρίου, να είναι άκυρη, ανακλημένη, μηδενισμένη και χωρίς ισχύ, και μόνο αυτή να είναι σταθερή και ισχυρή για πάντα.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει για πιστότατους εκτελεστές (της διαθήκης του) τη μεγαλόπρεπη σύζυγό του Λάουρα και την ανιψιά του Μαρούσα, κόρη του αδελφού του, μακαρίτη μεγαλόπρεπου Πιέρου, οι οποίες οφείλουν να εκτε-λέσουν και να πράξουν όλα όσα θα  ορίσει (παρακάτω).

·      Θέλει και αφήνει στους παραπάνω επιτρόπους του (εκτελεστές) όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, οποιουδήποτε είδους, από μισή στην κάθε μία, με τον όρο όμως να καταβάλουν και οι δύο εξίσου στον ενδο-ξότατο Ιάκωβο Μπαρότση π. ενδοξότατου Λορέντσου 6.000 υπέρπυρα μετρητά σε τέσσερις δόσεις μέσα σε τέσσερα χρόνια, δηλαδή 1.500 υπέρ-πυρα το χρόνο, και αυτό σαν πατρική ευλογία, επειδή δηλαδή τον είχε αναθρέψει για εννέα συνέχεια χρόνια σαν να ήταν δικό του παιδί. Ο ενδοξότατος όμως Ιάκωβος δεν μπορεί ούτε πρέπει να κινήσει ποτέ δίκες στις παραπάνω δύο επιτρόπους και κληρονόμους του και να απαιτήσει ξεκαθάρισμα των λογαριασμών των εσόδων που είχε διαχειριστεί (ο δια-θέτης) εξ ονόματος του μακαρίτη ενδοξότατου πατέρα του Λορέντσου. Εξάλλου διαβεβαιώνει τη μεγαλόπρεπη ενδοξότητά του με όρκο πάνω στην ψυχή του και με το φόβο της θεϊκής κρίσης ότι δεν έχει κρατήσει τίποτα και ότι (αντίθετα) έχει δώσει από τα δικά του ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό για τις ανάγκες και τις δυσκολίες που είχε ο παραπάνω ενδοξότατος Λορέντσος, και ομοίως λέγει και διαβεβαιώνει με τον παραπάνω όρκο ότι έχει ικανοποιήσει το μακαρίτη ενδοξότατο Τζωρτζέτο Μπαρότση για όλη τη διαχείριση των εσόδων που έκανε, σύμφωνα με δική του εντολή, και ότι δεν κρατά τίποτα, επίσης ότι έχει λογαριάσει και (τους) έχει δωρίσει τις προμήθειες που όφειλε να έχει από αυτόν για λογαριασμό της παραπάνω διαχείρισης, γιατί είχε πάντα τους παραπάνω ευγενείς σαν αδέλφια του, και ότι τον έχει υπηρετήσει με χριστιανικό τρόπο και πολλή εμπιστοσύνη, επειδή για πολλά χρόνια συγκατοικούσαν και ήταν μια οικογένεια με τον παραπάνω ενδοξότατο Λορέντσο. Σε περίπτωση όμως που ο Ιάκωβος ή κάποιο από τα παιδιά του θελήσει να οδηγήσει στα δικαστήρια και να ταλαιπωρήσει με τη δικαιοσύνη τις παραπάνω επιτρόπους του, να είναι και να θεωρείται στερημένος από το παραπάνω κληροδότημα, χωρίς να μπορεί να πάρει κάτι από αυτό σαν να μην το έχει αφήσει.

·      Επίσης, θέλει και δηλώνει να είναι και να περιλαμβάνεται στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, που αφήνει στη σύζυγο και στην ανιψιά του, και το μερίδιο της περιουσίας του παραπάνω αδελφού του μακαρίτη ενδοξότατου Πιέρου, το οποίο η μεγαλόπρεπη ενδοξότητά του μαζί με τα άλλα συνολικά κρατά και κατέχει, και σε περίπτωση που η παραπάνω ανιψιά του Μαρούσα θα θελήσει να κινήσει διαδικασία για το πατρικό μερίδιο, τότε δεν μπορεί να έχει τίποτα άλλο από την παραπάνω περιουσία.

·      Επίσης, αφήνει στις ψυχοκόρες του, αδελφές Καλή και Φράντζα, για την ψυχή του, και επειδή τις έχει αναθρέψει στο σπίτι του σαν παιδιά του, 1.000 υπέρπυρα στην καθεμιά, που θα τους δοθούν από τις παραπάνω επιτρόπους του με εκτίμηση ρούχων, με χρήματα και ζώα, σύμφωνα με το έθιμο, όταν πρόκειται να παντρευτούν.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στην ψυχοκόρη του Λαουρέττα, κόρη του παπα Μανόλη Βατιανού, όπως και στις προηγούμενες, 1.000 υπέρπυρα την περί-οδο του γάμου της, με τον ίδιο τρόπο, για την ψυχή του.

·      Επίσης, αφήνει στην κόρη της παραδουλεύτρας του σπιτιού Ζανέτας, που ονομάζεται Καλή, 100 υπέρπυρα με τον ίδιο τρόπο κατά την περίοδο του γάμου της, για την ψυχή του.

·      Επίσης αφήνει σε καθένα από τους υποστατικούς του (φαμέγιους του), που έχουν κάνει τους λογαριασμούς τους, 50 υπέρπυρα, για την ψυχή του.

·      Θέλει και αφήνει στα τσομπανόπουλά του Ρεκαβά και Μανούσο μια αλλα-ξιά ρούχα γκρίζα, εκτός από αυτά που φορούν καθημερινά, και ένα πουκά-μισο με ένα ζευγάρι «μπατζάκια» (κοντοβράκια) από ύφασμα στο καθένα.

·      Επίσης θέλει να δοθεί μετά το θάνατό του στον εξοχότατο δικηγόρο Τζώρτζη Τρωίλο π. Τρωίλου, συνήγορό του, 60 μουζούρια στάρι σε έξι χρόνια, δηλαδή 10 μουζούρια τη χρονιά, για την ψυχή του.

·      Επίσης, αφήνει σε μένα τον νοτάριο 6 τσεκίνια, που θα δοθούν σε έξι χρο-νιές, δηλαδή ένα τσεκίνι τη χρονιά, για την ψυχή του.

·      Θέλει και παραγγέλλει οι παραπάνω επίτροποι και κληρονόμοι του να είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν και να ικανοποιήσουν ευγενέστατα από τις περιουσίες και τα έσοδά τους τα παραπάνω κληροδοτήματα που αφήνει στους παραπάνω αποδέκτες για την ψυχή του, όπως είναι η επιθυμία του. Και σε περίπτωση που προκύψει διαφορά μεταξύ των παραπάνω επιτρό-πων και κληρονόμων του, για οποιαδήποτε λόγο, δεν πρέπει ούτε μπορούν να εμφανιστούν για να δικαστούν σε τακτικά δικαστήρια, αλλά οφείλουν για κάθε διαφορά τους να καταφεύγουν σε διαιτητικούς δικαστές και κοινούς φίλους, για να αποφασίζουν αγαπημένα και να κλείνουν κάθε διαφωνία τους, με ποινή, (για κάθε τι το αντίθετο) τη στέρηση όλων αυτών που αφήνει στην καθεμιά τους παραπάνω.

Αυτή είναι η έσχατη κληρονομική θέληση και εντολή του, η οποία επιθυμεί να τηρηθεί πάντα, κάτω από τις συνηθισμένες ποινές, και έτσι κάλεσε για μάρτυρες τους σεβαστούς παπάδες που υπογράφουν παρακάτω, δηλαδή το σεβαστό παπα Μανόλη Βατιανό π. πατέρα Γεράσιμου, από το χωριό Σπήλι, το σεβαστό ιερομόναχο Μητροφάνη Βατιανό π. καλόγερου Κάλλιστου από το μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα, το σεβαστό παπα Μανόλη Βατιανό του π. πατέρα Νίφου από το χωριό Μιξόρρουμα, το σεβαστό παπα Μανόλη Βατιανό π. Νικόλα από το μοναστήρι του Αγίου Ηλία, το σεβαστό παπα Νικόλα Βατιανό π. Μανόλη από το χωριό Σπήλι, το σεβαστό παπα Κωνσταντίνο Τρουλινό π. Μανόλη από το χωριό Τριόδι, και τον αξιότιμο Μάρκο Τζίμπλη π. Μανόλη από την πόλη του Ρεθύμνου, όλοι τους ως παρακαλετοί μάρτυρες υπέγραψαν ιδιόχειρα.

Μάρτυρες: Εγώ ο παπα Μανόλης Βατιανός π. πατέρα Γεράσιμου ήμουν παρών, παρακαλετός στα παραπάνω,

Εγώ ο Μητροφάνης ιερομόναχος Βατιανός π. Κάλλιστου μάρτυρας παρα-καλετός,

Εγώ ο παπα Μανόλης Βατιανός π. πατέρα Νίφου, μάρτυρας παρακαλετός,

Εγώ ο παπα Μανόλης Βατιανός π. Νικόλα, μάρτυρας παρακαλετός

Εγώ ο παπα Νικόλας Βατιανός π. παπα Μανόλη, μάρτυρας παρακαλετός,

Εγώ ο παπα Κωνσταντίνος Τρουλινός π. Μανόλη, μάρτυρας παρακαλετός,

Εγώ ο Μάρκος Τζίμπλης π. Μανόλη, μάρτυρας παρακαλετός.

 

***

 

Έγγραφο 2ο/Τρωίλος 17. Διαθήκη.

Στις 29 Ιουλίου 1589, κατά το αυτοκρατορικό ημερολόγιο, τη 2η ινδι-κτιόνα, στο Ρέθυμνο, πόλη του νησιού της Κρήτης, στα σπίτια του μακαρίτη εξοχότατου Τζουάννε Σοφιανού, διδάκτορα νομικής. Εκεί η μεγαλόπρεπη Φραγκεσκίνα, χήρα του παραπάνω μακαρίτη εξοχότατου διδάκτορα, υγιής με τη βοήθεια του θεού στο μυαλό και στο σώμα, γνωρίζοντας τη βεβαιότητα του θανάτου, που βρίσκεται πάνω από όλους, και μη θέλοντας να συμβεί σ’ αυτήν αυτό που έχει συμβεί σε πολλούς, να φύγουν δηλαδή από τη ζωή χωρίς να έχουν αφήσει εντολή για το τι θέλουν να γίνει η περιουσία τους μετά το θάνατό τους, κάλεσε εμένα τον νοτάριο που υπογράφω παρακάτω και τους παρακα-λετούς μάρτυρες, που επίσης υπογράφουν παρακάτω, και με παρακάλεσε να γράψω και να συμπληρώσω αυτήν την τελευταία επιθυμία και διαθήκη της, που θέλει να είναι η μόνη ισχυρή, ανακαλώντας κάθε προηγούμενη διαθήκη ή κωδίκελλο, που είχε κάνει η ίδια με οποιοδήποτε τρόπο και με το χέρι οποιουδήποτε νοταρίου ή με όποιο θέλεις άλλο τρόπο πριν από αυτήν, που επιθυμεί να είναι η μόνη και να ισχύει, ενώ οι άλλες (επιθυμεί) να θεωρούνται άκυρες και χωρίς ισχύ.

·      Αφού αφήνει άφεση και συγχώρεση σε όλους τους πιστούς Χριστιανούς, θέλει να ενταφιασθεί το σώμα της στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, σε τάφο που οφείλουν να κάνουν οι εκτελεστές της διαθήκης της, ξοδεύοντας 200 υπέρπυρα. Μπορούν ακόμα εκτός από τα 200 υπέρπυρα, που θα ξοδέψουν για να της κάνουν ένα όμορφο τάφο, να ξοδέψουν και άλλα 100 για να χαράξουν, να στολίσουν και να στήσουν το θυρεό του οίκου των Σοφιανών πάνω από τον τάφο. Ακόμα αφήνει στον εφημέριο του μοναστηριού αυτού ένα σαββατιανό και ένα σαρανταλείτουργο.

·      Θέλει και αφήνει πιστότατους εκτελεστές/επιτρόπους τον εξοχότατο Ντα-νιέλ Φορλάν, διδάκτορα γιατρό, και τον εξοχότατο Τζώρτζη Κανιόλα, διδάκτορα νομικής, οι οποίοι οφείλουν να κάνουν και να εκτελέσουν όλα όσα θα ορίσει.

·      Θέλει και αφήνει στον παπα Γιάννη Βλαστό, εφημέριο του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου στην αυλή του Μπαρότση, 200 υπέρπυρα για την ψυχή της και επιπλέον ένα σαββατιάτικο και ένα σαρανταλείτουργο.

·      Θέλει και αφήνει στο σεβαστό παπα Γιάννη Κανιόλα π. Κωνσταντή, που λειτουργεί στο μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου του Συρόπουλου ένα σαββα-τιάτικο και ένα σαρανταλείτουργο για την ψυχή της.

·      Θέλει και αφήνει στο σεβαστό παπα Γιώργη Επισκοπόπουλο π. σεβαστού παπα Κωνσταντίνου, εφημέριο του μοναστηριού Αγίου Σωτήρα στη ρούγα, για την ψυχή της, ένα σαββατιάτικο και ένα σαρανταλείτουργο.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στο σεβαστό παπα Βενεδίν Επισκοπόπουλο ένα άλλο σαββατιάτικο και ένα σαρανταλείτουργο για την ψυχή της.

·      Τα σαββατιάτικα και τα σαρανταλείτουργα να χρεώνονται 100 υπέρπυρα, δηλαδή να πληρωθεί ο κάθε ένας από τους παραπάνω παπάδες από 100 υπέρπυρα.

·      Επίσης, θέλει, σε περίπτωση που δραπετεύσει κάποιος σκλάβος από τα χέρια των απίστων, οι επίτροποί της να είναι υποχρεωμένοι να εξοδεύσουν 150 υπέρπυρα από την περιουσία της για να τον φυγαδεύσουν.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει για την ψυχή της στην Αννέζα Βαρουχοπούλα από το χωριό Μέρωνα 100 υπέρπυρα.

·      Θέλει και αφήνει στις αδελφές Μαρία και Μανολία  Μιλαλοπούλες 100 υπέρπυρα, δηλαδή 50 στην καθεμιά για την ψυχή της.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στη σύζυγο του Γιάννη Λέκκα, Σοφία Σκουλουδο-πούλα, 100 υπέρπυρα για την ψυχή της.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στις αδελφές Έλενα και Καλή Μαματοπούλες 100 υπέρπυρα, δηλαδή 50 στην καθεμιά για την ψυχή της.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης 250 υπέρπυρα για να την μνημονεύουν.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει την υποχρέωση να ξοδέψουν 1.000 υπέρπυρα για να τη θάψουν και άλλα 1.000 για να της κάνουν τα σωστά και καθιερω-μένα μνημόσυνα.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει σε μένα τον νοτάριο για την ψυχή της 1.000 υπέρπυρα.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στην κόρη της Βικτορία 15.000 υπέρπυρα, δηλαδή να εκτιμηθεί πρώτα το χρυσάφι και το ασήμι, όπως και όλα τα μεταξωτά ρούχα  που έχει, και να προστεθεί στη εκτίμηση το ποσό μέχρι τις 15.000 από το υπόλοιπο της προίκας της.

·      Θέλει και αφήνει το υπόλοιπο της προίκας της, όπως και ό,τι θα μπορούσε να περιμένει ή να αποκτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδή-ποτε τρόπο, στο γιο της Μαρκέτο, τον οποίο οι εκτελεστές της διαθήκης της οφείλουν να στείλουν στο σχολείο και να του μάθουν να πειθαρχεί. Στις ψυχές τους τον εμπιστεύεται, για να τον φροντίζουν και να τον προσέχουν, ώστε να ανατραφεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σε περίπτωση πάλι που ένα από τα παιδιά της, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή η Βικτορία ή ο Μαρκέτος, πεθάνει χωρίς κληρονόμους, τα κληροδοτήματα που του αφήνει να πάνε στο άλλο, και αν και τα δύο πεθάνουν -θεός φυλάξοι- χωρίς κληρονόμους, θέλει όλα τα κληροδοτήματα, που τους άφησε, να πάνε στις τέσσερις Μεγάλες Εκκλησίες των ιερότατων Ελλήνων πατριαρχών για την ψυχή της.

·      Θέλει και αφήνει εντολή να είναι υποχρεωμένοι οι προαναφερθέντες επίτροποι μετά το θάνατό της να πληρώσουν ευγενέστατα και να ικανο-ποιήσουν τα κληροδοτήματα που αφήνει στον καθένα από τους παραπάνω αποδέκτες για την ψυχή της, επειδή αυτή είναι η επιθυμία της. Επίσης θέλει οι προαναφερθέντες επίτροποί της να μπορούν να παρουσιάζονται μπροστά σε κάθε δικαστική ή διοικητική αρχή για να υπερασπίζονται και να διαφυλάσσουν τα κάθε είδους δικαιώματά της, προβαίνοντας σε όλες τις ενέργειες που θα κρίνονται αναγκαίες και επωφελείς, όπως θα έκανε και η διαθέτρια, αν ήταν  ζωντανή.

Επιθυμώντας, τέλος, η τελευταία αυτή θέληση και εντολή της να διατηρηθεί για πάντα απαραβίαστη κάτω από τις συνηθισμένες ποινές, και όποιος τολ-μήσει να την προσβάλει με οποιοδήποτε τρόπο και σκέψη, να έχει την κατάρα της κ.λπ., παρακάλεσε για μάρτυρες.

Μάρτυρες παρακαλετοί:

Τζώρτζης Κλαροτζάνε σεβαστού πατέρα Κωνσταντίνου,

Τζουάννε Καλέργης Τζώρτζη,

Τζώρτζης Βαρούχας Ιερώνυμου,

Τζουάννε Επισκοπόπουλος Τζώρτζη,

Τζουάννε Πατελάρος π. Νικολό,

Μανόλης Δαλέτζας π. Γιάννη,

μάστρο Φραγκίσκος Μηλιώτης π. μάστρο Γιαννά.

Εγώ ο Τζώρτζης Κλαροτζάνε σεβαστού πατέρα Κωνσταντίν παρακλήθηκα για μάρτυρας των παραπάνω.

Εγώ ο Τζουάννε Καλλέργης του Τζώρτζη παρακλήθηκα μάρτυρας.

Εγώ ο Τζώρτζης Βαρούχας Ιερώνυμου παραβρέθηκα και παρακλήθηκα για μάρτυρας των παραπάνω.

Εγώ ο Τζουάννε Επισκοπόπουλος του Τζώρτζη παραβρέθηκα στα παραπά-νω και παρακλήθηκα ως μάρτυρας.

Εγώ ο Τζουάννε Πατελάρος π. Νικόλα παραβρέθηκα στα παραπάνω και παρακλήθηκα ως μάρτυρας.

Εγώ ο Μανόλης Δαλέτζας π. Γιάννη, μάρτυρας παρακαλετός των παρα-πάνω.

 

***

 

Έγγραφο 3ο/Αρκολέος 47. Διαθήκη.

Στο όνομα του αιώνιου θεού, αμήν. Το έτος από τη θεία ενσωμάτωσή του 1644, στις 9 Μαρτίου, της 12ης ινδικτιόνας, στο Ρέθυμνο, πόλη του βασιλείου της Κρήτης, στο σπίτι του Τζώρτζη Βαρούχα, όπου βρίσκεται η παρακάτω, Ελιά Επισκοποπούλα, πεθερά του, η οποία έστειλε να με φωνάξουν μαζί με τους παρακάτω παρακληθέντες μάρτυρες. Τη βρήκαμε κατάκοιτη στο κρεβάτι και αμφιβάλλοντας για την παραπέρα ζωή της, με παρακάλεσε μπροστά στους μάρτυρες να γράψω την τελευταία και απαραβίαστη διαθήκη της, παραδί-δοντας την ψυχή της στον παντοδύναμο θεό, επικαλούμενη τη θεϊκή χάρη και έχοντας «σώας τας φρένας» δηλώνει ότι όταν έρθει ο θάνατος αφήνει συγχώ-ρεση σε όλους τους χριστιανούς και ζητά και το ίδιο απ’ αυτούς, έπειτα:

Θέλει να ταφεί στο μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής με την υπο-χρέωση να τη βάλουν μαζί με τον σύζυγό της, διαφορετικά να τη θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα στη Ρούγα.

·      Θέλει και αφήνει ως πιστό εκτελεστή της διαθήκης το μεγαλόπρεπο Θεό-δωρο Μυλωνόπουλο, αγαπητό συγγενή της, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να κάνει όσα παρακάτω θα διατάξει και θα δηλώσει.

·      Ακόμα θέλει και αφήνει τα 5 μουζούρια στάρι που παίρνει ενοίκιο από το χωριό Πηγή, στον παπά που θα τη θάψει με την υποχρέωση να τη μνημο-νεύει για πάντα μαζί με το σύζυγό της. Και αν δεν το κάνει αυτό τόσο για την ίδια όσο και για το σύζυγό της, να χάσει το κληροδότημα. Η μνημό-νευσή της στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα να γίνεται κάθε Κυριακή πρωί, όπως παραπάνω.

·      Ακόμα θέλει και αφήνει στο σεβαστό ιερομόναχο Βαρούχα για την ψυχή της 300 υπέρπυρα και στο σεβαστό Κάλλιστο άλλα 300, όμοια για την ψυχή της.

·      Επίσης αφήνει στην πατριαρχική εκκλησία της Κωνσταντινούπολης 10 ρεάλια για την ψυχή της.

·      Στον ιερομόναχο Φίλιμο για την ψυχή της 100 υπέρπυρα.

·      Στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Μυλούδη 500 υπέρπυρα με την υποχρέωση να μνημονεύεται εκεί για πάντα.

·      Στην Τζορτζίνα Πινακοπούλα  αφήνει 100 υπέρπυρα για την ψυχή της, στη γυναίκα του βαστάζου Μαθιού 100 και στον αγαπητό ψυχογιό της 500.

·       Επίσης αφήνει στον παραπάνω ιερομόναχο Βαρούχα χρήματα για ένα Σαρανταλείτουργο και στον ιερομόναχο Κάλλιστο για ένα Σαββατιάτικο+.

·      Επίσης, για την αγάπη του θεού και για την ψυχή της αφήνει 10.000 υπέρ-πυρα στη νόθα κόρη του μακαρίτη του άντρα της Αντριάνα. Οι εκτελεστές της διαθήκης οφείλουν να καταβάλουν τις 5.000 σε μετρητά και σε εκτίμη-ση χρυσού, ασημιού και μαργαριταριών. Τα υπόλοιπα να τα πάρει από τις περιουσίες του μακαρίτη Αλβέρτη Βαρούχα, γιατί τα είχε υποσχεθεί. Ο γιος του, αν φοβάται το Θεό, δε θα το παραλείψει. Επιπλέον αφήνει ακόμα 2.000 υπέρπυρα στην ίδια, για να συμπληρωθεί το ποσό των 12.000, που θα δοθεί  στην περίοδο του γάμου της.

·      Επίσης στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννης στη γωνία της Φοντάνας 100 υπέρπυρα  και στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπηγής 500 για τόσες βελτιώσεις.

·      Επίσης αφήνει από την παραπάνω κόρη της άλλες 3.000 υπέρπυρα στη Τζουάννα, κόρη του εκτελεστή της διαθήκης Μυλωνόπουλου, για την αγάπη που έδειξε για το σπίτι της. Όλα τα υπόλοιπα αφήνει στην αδελφή της παπαδιά του σεβαστού παπά Νικολό Καλλέργη, για να τα διαθέσει ,όπως αυτή νομίζει.

·      Μη έχοντας τίποτα άλλο να προσθέσει, κάλεσε του παρακάτω ως μάρτυρες

Μάρτυρες: σεβαστός Φιλόθεος Ξένος, ιερομόναχος.

                       σεβαστός Αθανάσιος Φίλιμος, ιερομόναχος.

 

***

 

Έγγραφο 4ο/Καλλέργης 23. Διαθήκη.

Στ’ όνομα του Χριστού αμήν. Το έτος από τη θεία γέννησή του 1635 στις 2 Μαΐου, 3η ινδικτιόνα, στο Ρέθυμνο, πόλη  του  βασιλείου της Κρήτης, στα σπί-τια που κατοικεί προς το παρόν ο παρακάτω διαθέτης. Εκεί κάλεσε εμένα μαζί με τους παρακάτω  παρακαλετούς μάρτυρες ο πολύ εκλαμπρότατος Αντωνά-κης Σαγκουϊνάτσος του μ. πολύ εκλαμπρότατου Νικολό και με παρακάλεσε να γράψω την παρούσα έσχατη και αμετάβλητη διαθήκη του, επειδή είναι άρρω-στος και φοβάται μήπως τον βρει αιφνιδιαστικά ο θάνατος. Έχοντας, με τη χάρη του Θεού, σώες τις φρένες, θέλει πρώτα να είναι άκυρες και χωρίς αξία όσες διαθήκες έχει συντάξει μέχρι τώρα, και μόνο η  παρούσα να ισχύει και να είναι απαραβίαστη. Αφήνει για πιστούς εκτελεστές της τον πολύ εκλαμπρότατο Ιάκωβο Σαγκουινάτσο του πολύ εκλαμπρότατου Φραγκίσκου, που με εντολή του διαθέτη είναι παρών, και τη γυναίκα του πολύ εκλαμπρότατη Φραγκε-σκίνα. Αυτοί οφείλουν να εκτελέσουν όσα παρακάτω ορίσει:

·      Θέλει, όταν πεθάνει, να ενταφιαστεί στο Άγιο Πνεύμα έξω από το χωριό Κισσό στον τάφο που έχει εκεί.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στη Μαρία, τη νόθα κόρη του, 4.000 υπέρπυρα, αλλά αυτή οφείλει  να υπακούει στη γυναίκα του. Τα μισά από τα χρήματα αυτά να δοθούν σε μετρητά  και  τα άλλα  μισά  με εκτίμηση  ρούχων λινών και μάλλινων για την ψυχή του.

·      Επίσης, αφήνει στην Καλή, νόθα κόρη, του γιου του Νικολό 1.000 υπέρπυ-ρα. Τα 500 μετρητά και τα άλλα σε εκτίμηση ρούχων, όπως παραπάνω, για την ψυχή της.

·      Επίσης, αφήνει στο παραπάνω μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος 1.000 υπέρπυρα για βελτιώσεις από τον εφημέριο, για την ψυχή του.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στην κόρη του Όρσα, μαζί με το Τζώρτζη, γιο του, όλες τις περιουσίες που έχει στο χωριό Αμπελάκι μισές, μισές, αλλά την ιδιοκτησία θα  έχουν μετά το θάνατο της μητέρας τους, με τη δήλωση ότι: αν ο άλλος γιος του ο Ιλαρίωνας θα θελήσει, μπορεί να ενώσει όλες τις περιουσίες που του έχει δώσει στο χωριό Γενή και αυτές ακόμα που επανέκτησε σ' αυτό το χωριό μαζί με τις παραπάνω στο Αμπελάκι και να τις χωρίσουν σε τρία μερίδια από τα οποία θα πάρει το ένα αυτός, το άλλο ο Τζώρτζης και το άλλο η Όρσα. Αυτό, όμως, να γίνει μετά το θάνατο της μητέρας τους.

·      Επίσης, δηλώνει ότι, όταν ανακτηθούν το αμπέλι του στο Άριο με το μερί-διό του στο μετόχι και τα άλλα δικαιώματά του από την  υποχρέωση της προίκας της Έλενας Κόρνερ, γυναίκας του μακαρίτη του γιου του Νικολό, να πάνε στην κόρη του Όρσα.

·      Επίσης, δηλώνει ότι  έχει πάρει από το λογαριασμό της γυναίκας του 10.000 υπέρπυρα και ότι μπορεί η σύζυγός του αυτή να τα πάρει πίσω από τις περιουσίες του.

·      Την υπόλοιπη περιουσία του κάθε είδους αφήνει στη παραπάνω σύζυγό του, και, μη θέλοντας να ορίσει κάτι άλλο, παρακάλεσε τους παρακάτω για μάρτυρες του.

Μάρτυρες:

Φραγκίσκος Λουκέτης μάρτυρας παρακαλετός των παραπάνω μαζί με όλους τους παρακάτω μάρτυρες:

Μάρκος Καλλέργης του μ. Μαθιού,

Νικολό Χωραφάς του μ. Γιάννη,

Ιερώνυμος Φράγκος Σταμάτη,

Σταμάτης Φράγκος, πατέρας του προηγούμενου,

μάστρο Γιάννης Σκορδίλης του μ. μάστρο Νικολό,

μάστρο Γιώργης Τζαγκαρόπουλος του μ. Μανόλη.

 

Στις 5 Μαΐου 1635, αφού ο παραπάνω διαθέτης πέρασε στην άλλη ζωή, δημοσιοποίησα μπροστά στους παρακάτω μάρτυρες τη διαθήκη:

Μάρτυρες: Σεβαστός παπά Γεωργιλάς Κορνιαχτός του μ. σεβαστού παπα Νικολό, και Μάρκος Βεργής του μ. Γιώργη.

 

***

 

Έγγραφο 5ο/Πάντιμος  153. Ιδιόχειρη διαθήκη.

Στις 3 Ιουλίου 1638 ημέρα Τρίτη.

Σημείωση: Σήμερα πέρασε στην άλλη ζωή ο παρακάτω Νικολό Γαβαλάς, Λογιστής, και άνοιξα τη διαθήκη του, εγώ ο νοτάριος, για να την περάσω στις πράξεις μου και για να την κοινοποιήσω στους ενδιαφερόμενους, μπροστά στους παρακάτω εξοχότατους Νικολό Επισκοπόπουλο και Στάη Πατελάρο, διδάκτορες γιατρούς, οι οποίοι με όρκο βεβαιώνουν ότι η παρούσα διαθήκη είναι γραμμένη από το χέρι του ίδιου του Νικολό και αναγνώρισαν τον γραφικό του χαρακτήρα. Οι ίδιοι χρησιμοποιούνται και ως μάρτυρες.

 

Έπαινος του ενδόξου Θεού και της αειπάρθενου Μαρίας

Στις 2 Ιανουαρίου 1634, ινδικτιόνα 3η, στο Ρέθυμνο, πόλη του νησιού της Κρήτης, στο σπίτι που κατοικώ, εγώ ο Νικολό Γαβαλάς π. Δημήτριου. Επειδή φοβήθηκα  μήπως έρθει απρόσμενα ο θάνατος, επειδή πολλές φορές συμβαίνει αυτό, μια και δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα στον καθένα, και με βρει χωρίς να έχω τακτοποιήσει τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία μου, θέλω και έχω σκοπό αυτή η διαθήκη μου να είναι ισχυρή και έγκυρη. Κάθε άλλη διαθήκη γραμμένη με το δικό μου χέρι ή από το χέρι κάποιου άλλου προσώ-που, τόσο δημόσια  όσο και ιδιωτική, θέλω να είναι άκυρη και χωρίς καμιά αξία. Μόνο αυτή να είναι ισχυρή και απαραβίαστη με μόνο την αναγνώριση του γραφικού μου χαρακτήρα και χωρίς άλλη διαδικασία.

·      Αφήνω συγχώρεση σε όλους τους χριστιανούς και ζητώ το ίδιο απ’ αυτούς.

·      Θέλω και αφήνω ως πιστότατους κομισάριούς μου την Έλενα Γαληνού, σύζυγό μου, και τον Τζώρτζη Γαβαλά, γιο μου. Αυτοί είναι υποχρεωμένοι να εκτελέσουν όσα θα δηλώσω παρακάτω.

·      Θέλω, όταν πεθάνω, να ταφεί το σώμα μου στην εκκλησία της Παναγίας των Αγγέλων, στον τάφο που έχω κάνει σ’ αυτήν την εκκλησία, όπου και έχει ταφεί και ο πατέρας μου. Στην εκκλησία αυτή αφήνω 200 υπέρπυρα και στον εφημέριο που θα είναι τότε 100 υπέρπυρα, για να κάνει ένα Σαρανταλείτουργο και ένα Σαββατιάτικό, για την ψυχή μου.

·      Θέλω και αφήνω την Έλενα, σύζυγο και κομισάριό μου, κυρία και αφέντρα να μένει πάντα στο σπίτι μου και να ανατρέφει τον παραπάνω Τζώρτζη, τον γιο μου, και να συγκατοικεί μαζί του. Σε περίπτωση όμως που θα θελήσει να παντρευτεί, που δεν πιστεύω, τότε να πάρει μόνο την προίκα της.

·      Αφήνω για την ψυχή μου στη Σχολή του Αγίου Στεφάνου 200 υπέρπυρα, για συντήρηση (επισιτισμό, διατροφή) και στο νοσοκομείο της ακόμα 200, για τόσες βελτιώσεις στον ξενώνα, για το καλό των φτωχών.

·      Αφήνω στον Πορτάλιο Σιρόπουλο, βαφτισιμιό μου και γιο του μακαρίτη σεβαστού παπά Μανούσου, 200 υπέρπυρα, με την υποχρέωση, αν γίνει παπάς, να με μνημονεύει.

·      Θέλω όλα τα κινητά του σπιτιού μου, που μέχρι τώρα τυχαίνει να έχω, και τα οποία έχω καταγράψει με τα ίδια μου τα χέρια, να πουληθούν και με τα χρήματα που θα αποδώσουν να πληρωθούν όλα τα χρέη μου, όσα εγώ δεν θα έχω προφθάσει να εξοφλήσω, και να μην ενοχλήσει κανείς το φτωχικό μου σπίτι.

·      Τα υπόλοιπα της περιουσίας μου, κινητά και ακίνητα,  θέλω και αφήνω στο γιο και κομισάριό μου Γιώργη, για να τα χαίρεται ως ιδιοκτήτης ο ίδιος όπως και οι κληρονόμοι του, αρσενικοί ή θηλυκοί. Αν όμως πεθάνει, που ο θεός να μη δώσει, χωρίς να έχει παιδιά νόμιμα και χωρίς να έχει κλείσει τα 20 χρόνια, για να μπορεί να διαθέσει την περιουσία, τότε όλη η περιουσία πηγαίνει στην Τζουάννα, την αδελφή μου ή στα παιδιά της. Αν όμως έχει κλείσει τα 20 χρόνια του, αλλά δεν έχει παιδιά, μπορεί ο Γιώργης, ο γιος μου αυτός και κληρονόμος, να διαθέσει την περιουσία μου και να τη δια-θέσει, όπως θέλει, αλλά πρωταρχικά να αφήσει για την ψυχή του και για εμάς τους προγόνους του στην εκκλησία που θα κρίνει κληροδότημα για να μας μνημονεύει κάθε Κυριακή ο εφημέριος και αν δεν το κάνει, το κληρο-δότημα να πάει σε άλλο ιερέα που θα είναι συνεπής.

·      Επιπλέον, δηλώνω ότι έχω πολλές αποφάσεις και αποδείξεις (ιδιωτικά συμφωνητικά) από τις οποίες οι περισσότερες έχουν πληρωθεί. Μόνο λίγες που είναι γραμμένες με το δικό μου χέρι ίσως είναι απλήρωτες. Θέλω οι κληρονόμοι μου να μην τις εκτελέσουν, αλλά απλώς να τις περάσουν στο βιβλίο μου, που είναι μαζί με του πατέρα μου και να εξασφαλίσουν τους υπόχρεους. Αυτοί ας δώσουν λογαριασμό στον Θεό και Σωτήρα μας.

·      Επιπλέον δηλώνω ότι η σύζυγός και κομισάριός μου  μπορεί να ζει στο σπίτι μου και να τρέφεται από την περιουσία μου για όλη της τη ζωή. Αν όμως παντρευτεί, να πάρει μόνο την προίκα της και ο γιος μου να παραλάβει όλη την περιουσία, κινητή και ακίνητη, που έχω ή περιμένω.

Μη έχοντας να πω τίποτα άλλο, εναποθέτω την ψυχή μου στον δημιουργό μας και στην παρθένα Μαρία, μητέρα του, και τελειώνω και γι’ αυτό δηλώνω ότι μόλις ο γιος μου Γιώργης γίνει είκοσι χρόνων να μπορεί να διαθέσει όπως θέλει την περιουσία μου, αλλά σε περίπτωση που πεθάνει -που ο Θεός να τον φυλάει- και δεν μπορέσει να κάνει διαθήκη, θέλω στην περίπτωση αυτή η περιουσία μου να πάει στην αδελφή μου και τα παιδιά της. Αυτή είναι η διαθήκη μου και εναποθέτω την ψυχή μου στον Κύριο, για να δώσει τέλος, παρακαλώντας την Ευτυχισμένη Παρθένο να με υπερασπίσει σ’ αυτή την  τρεμάμενη κρίση που έχουμε όλοι να δούμε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ.

Εγώ ο Νικολό Γαβαλάς θέλω και υπογράφω τα παραπάνω, τα οποία έγρα-ψα με τα ίδια μου τα χέρια.

Στις 2 Ιανουαρίου 1634, στο Ρέθυμνο, στο σπίτι που κατοικεί ο παρα-πάνω Νικολό Γαβαλάς. Εγώ ο Νικολό Κορνέρ π. ευγενή Φραγκίσκου υπογράφω ως μάρτυρας σε αυτά που αναφέρονται στην παρούσα γραφή, παρακληθείς από τον Νικολό Γαβαλά, που λέει ότι είναι η διαθήκη του.

Στις 2 Ιανουαρίου 1634, στο Ρέθυμνο. Εγώ ο Τζουάννε Καρδαμής π. Μα-νόλη υπογράφω σαν μάρτυρας το περιεχόμενο της παρούσας γραφής, παρα-κληθείς από τον εκλαμπρότατο Νικολό Γαβαλά, που λέει ότι είναι η διαθήκη του.

Εγώ ο Τζουάννε Καρδαμής υπογράφω τα παραπάνω

Στις 8 Ιουλίου 1635 στο Ρέθυμνο, στο σπίτι του πολύ εκλαμπρότατου Νικολό Γαβαλά. Εγώ ο Μάρκος Σιλιγάρδος υπογράφω σαν μάρτυρας στο περιεχόμενο της παρούσας γραφής, παρακληθείς από τον Νικολό, που λέει ότι είναι η τελευταία του επιθυμία και διαθήκη. Έτσι υπογράφω τα παραπάνω.

Στις 4 Οκτωβρίου 1635, εγώ ο Φραγκίσκος Γρίττης υπογράφω την παρού-σα διαθήκη, παρακληθείς από τον μεγαλόπρεπο Νικολό Γαβαλά και επιβε-βαιώνω τα παραπάνω.

Η διαθήκη εμένα του Νικολό Γαβαλά π. Δημήτρη

Στις 23 Νοεμβρίου 1636

Σημείωση: Η παρούσα παραδόθηκε σε μένα τον νοτάριο Γεώργιο Πάντιμο και στους παρακάτω μάρτυρες από τον Νικολό Γαβαλά, λογιστή, και μου είπε ότι είναι η διαθήκη του και η έσχατη επιθυμία του. Μου την παρέδωσε κλειστή και σφραγισμένη και μου ζήτησε να την ανοίξω μόνο μετά το θάνατό του.

Μάρτυρες

Εγώ ο Νικολό Κατερίνης του Τζουάννε παρακλήθηκα μάρτυρας από τον παραπάνω λογιστή

Εγώ ο Δράκος Σαγκουινάτσος εξοχότατου Μάρκου μαρτυρώ τα παραπάνω

Εγώ ο Τζώρτζης Μπαρμπαρίγος μαρτυρώ τα παραπάνω

Εγώ ο Λέανδρος  Τεριανός του μάστρο Φραγκίσκου μαρτυρώ τα παραπάνω

Εγώ ο Αντρουλής Φίλινος του Γιώργη μαρτυρώ τα παραπάνω

μάστρο Μαθιός Ανδρόνικος π. Πιέρου

μάστρο Μαθιός Ροδαβάς μάστρο Γιάννη, τσαγκάρης από αυτή την πόλη.

 

***

 

 

 

Έγγραφο 6ο/Καλλέργης 381. Ιδιόχειρη διαθήκη.

Στο καθιστικό του σπιτιού μου. Ο ευγενής Νικολό Μουδάτσος του μ. ευγενή Φραγκίσκου, έχοντας γράψει μόνος του και σφραγίσει τη διαθήκη του, με είχε παρακαλέσει να την περάσω στις πράξεις μου. Τώρα, θέλοντας να κάνει συμπληρωματική διαθήκη, υγιής στο σώμα και στο μυαλό, θέλει και δηλώνει ότι:

·      Αν τον βρει ο θάνατος έξω, στο χωριό Λαμπινή, να ταφεί στην εκκλησία  της Παναγίας στο χωριό αυτό, στο δικό του τάφο, και στην περίπτωση  αυτή να πάνε στην εκκλησία της Παναγιάς 500 από τα 1.000 υπέρπυρα  που  άφησε με τη διαθήκη του στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.

·      Αν ο θάνατος τον βρει στη πόλη και ταφεί στο μοναστήρι αυτό (δηλαδή του Αγίου Φραγκίσκου), να διατεθούν τα άλλα 500 σ’ αυτό το μοναστήρι για να γίνουν βελτιώσεις και στη μια και στην άλλη εκκλησία και μνημόσυνα για την ψυχή του.

·      Επίσης, θέλει  και αφήνει στον Ιούλιο Κονταράτο του μ. Μιχέλ 12 μουζού-ρια στάρι κάθε χρόνο και για πέντε χρόνια, με την υποχρέωση να φροντίζει τα συμφέροντα των σπιτιών των παιδιών του (διαθέτη). Όταν περάσουν τα πέντε χρόνια, το εισόδημα επιστρέφει στα παιδιά του. 

·      Επίσης, αφήνει στην Εργίνα Ασπροπούλα, εκτός  από  το κληροδότημα της διαθήκης, όλα τα ρούχα και ό,τι άλλο θα κάνει δικό της όσο ζει στο σπίτι του. Επίσης, της αυξάνει το στάρι του λιβέλλου που της αφήνει σε 10 μου-ζουρια στάρι και 15 μίστατα κρασί. Αυτά βέβαια θα τα έχει όσο ζει μόνο, και  μπορεί να διαθέσει μέχρι 2.000 ως προίκα της, όπως αυτή θέλει. Και αυτά όλα, μόνο αν ζει τίμια, ειδάλλως τα χάνει όλα. Και αν  δεν κάνει παιδιά με τον άντρα της, η προίκα της αυτή  να πάει στο Λορέντζο, το γιο που είχε κάνει πριν με τον παραπάνω ευγενή.

·      Επίσης, θέλει να αυξηθούν όσα αφήνει στα δύο νόθα παιδιά του Αντώνιο και Λορέντζο με τη διαθήκη του ως εξής: στον Αντώνιο αφήνει τα 6 μουζούρια κόλμα στάρι, που του πληρώνει ο σεβαστός παπάς Νικολό Βατιανός από το χωριό Μιξόρρουμα για τα σόχωρά του «στα Φαρσιανά», «στο Λιβάδι» και «τσι Κατσάρες». Επίσης, τα 6 μουζούρια κόλμα στάρι που πληρώνει ο Κωνσταντίνος Τρουλινός  από το χωριό Καρήνες για το σόχωρο και το αμπέλι «στο Σταυρό» και το χωράφι «στην Κεφάλα» «στη Μαυραγκάθα» και τα «Βαθολάκια» «στο Χορταριανό, Λιμιανό και Καψου-λιό» «στο Κιελιό και Λιμνιό (τη) Σωχώρα» και στον «Πύργο». Επίσης το ένα μουζούρι και 2 κουάρτα στάρι που πληρώνει κάθε χρόνο ο Μανόλης και Γιώργης Βιδάλης από το ίδιο χωριό για το σόχωρο και το αμπέλι «στου Μερμίγκη το Αλώνι» και «στου Καψούλη». Επίσης ένα και μισό μουζούρι στάρι κόλμο που πληρώνει ο Μαθιός Δαρίβας από το χωριό Φτερέα για το σόχωρό του «στου Τζελεμή από κάτω». Ακόμα ένα και μισό μουζούρι στάρι που πληρώνει λιβέλλο ο παπά Μιχελίν Αρκολέος από το χωριό Ντεμπλο-χώρι για τα σόχωρα «τση Μουρνές το Χωράφι» και «στα Λιμιά». Ακόμα, τα 2 μουζούρια που πληρώνουν οι κληρονόμοι του μακαρίτη Τζώρτζο από το χωριό Λάκκο για το αμπέλι και το σόχωρο μπροστά στο σπίτι τους. Επίσης, το ενάμισι μουζούρι στάρι που πληρώνει σε λιβέλλο ο Φραγκιάς Βαρούχας και ο ανιψιός του Μανόλης από το χωριό Καστανέα για το χωράφι «στου Πουλά το γυράμπελο», το σόχωρο «στη Σαρακήνα» και το χωράφι «στην Κοπράνα στην Κεφάλα». Επίσης, στάρι ενάμισι μουζούρι που πληρώνει ο καλόγερος Γιάννης Βλαστός από το ίδιο χωριό για το σόχωρο «στα Γαβριλιανά». Επιπλέον, στάρι ενάμισι μουζούρι που πληρώ-νουν ο Μανόλης και ο Γιώργης Τρουλινοί, αδέλφια, από το ίδιο χωριό με λιβέλλο για τα τα χωράφια τους «στα Πηγάδια». Επίσης μισό μουζούρι που πληρώνει σε λιβέλλο η Αννέζα Καπιτσαλοπούλα από το ίδιο χωριό για το σόχωρο «στον Κλερονόμο». Ακόμα, στάρι μισό μουζούρι που πληρώνουν με λιβέλλο οι αδελφοί Φραγκιάς και Μανόλης Βαρούχας από το ίδιο χωριό για  τα σόχωρα «στα Καταλείμματα».

·      Επίσης, μισό μουζούρι που πλήρωνε ο μακαρίτης  Γιάννης Καπιτσαλάς και τώρα πληρώνει ο κουνιάδος του Αθανάσιος για το σόχωρο «στον Κλερο-νόμο» σ’ αυτό το χωριό. Επίσης του αφήνει το μισό αμπέλι με όλα τα δικαιώματά του «στη Ξερολίμνη, στη Γρα Λιγιά» και 10.000 υπέρπυρα μετρητά.

·      Στον άλλο νόθο γιο του, το Λορέντζο, αφήνει: 10 μουζούρια κόλμα στάρι, που πλήρωνε ο μακαρίτης Φραγκιάς Φουριαλός λεγόμενος Σακούλης από το χωριό Λαμπινή σε λιβέλλο για τα σόχωρα «στην Κουρκουτή από κάτω» και «στα Κάτω Καλύβια» και τα χωράφια «στα Πλακάκια» και σήμερα τα πληρώνουν τα παιδιά του. Από τα 10 αυτά μουζούρια πρέπει να δίνονται τα 4 στους κληρονόμους του μακαρίτη Φραγκίσκου Σαγκουινάτσου. Τα 4 μουζούρια στάρι και ένα τέταρτο, που πληρώνουν λιβέλλο οι κληρονόμοι  του μακαρίτη Μανόλη Βεργή και ο Νικολό Διακονόπουλος από το χωριό Λαμπινή για τα αμπέλια και τα δέντρα «στο Βατέα». Τα 5 μουζούρια που πληρώνουν οι κληρονόμοι του μακαρίτη Γιώργη Λίτινου για το λιόφυτο «στσι Αγρολάκκους», τα χωράφια «στο Βρυσίδι» και «στο Κάμπο του Σκορδίλη» και το αμπέλι στον ίδιο τόπο. Το 1 μουζούρι που πληρώνουν σε λιβέλλο οι κληρονόμοι του μακαρίτη Μανόλη Μελισσιώτη για το μύλο. Το 1 μουζούρι  που πληρώνει ο Μανόλης Κουμεντάκης από τα Κουμεδιανά για τους δυο μύλους και το σωχωράκι με τα δέντρα του. Τα 3 ½ μουζούρια  που πληρώνουν οι κληρονόμοι του μακαρίτη Μαθιού Καφάτου από το χωριό Φτερέα για το αμπέλι τους και για το σόχωρο «στο Πήγαδο». Τα 2 ½  μουζούρια που πληρώνει ο σεβαστός παπάς Μανολίτσης Βλαστός Λαμπίδης από το χωριό Καρήνες σε λιβέλλο για το σόχωρο «στο Αλώνι». Επίσης του δίνει τα χωράφια «τση Αγριοσταφυλές» «στο Λενικό» και «στου Κεράμου το Χάρακα». Επίσης του δίνει το άλλο μισό αμπέλι με όλα τα δικαιώματά του «στη Γρα Λιγιά, στην Ξερολίμνη». Επίσης, σε μετρητά 10.000 υπέρ-πυρα, που κάνουν μαζί με τα παραπάνω 20.000.

·      Τα μετρητά των γιων του πρέπει να επενδυθούν σε ακίνητα και να έχει ο καθένας το μερίδιό του. Αν δεν βρεθούν ακίνητα να επενδυθούν, να δοθούν αυτά σε σίγουρα χέρια και να έχει ο καθένας τα μισά. Για να παραμείνουν αυτά στα χέρια των δυο αυτών γιων του, υποθηκεύονται όλες οι περιουσίες των κληρονόμων του. Αν πεθάνει κάποιος από τους δυο αυτούς χωρίς παιδιά, μπορεί να κληροδοτήσει το μερίδιό του σε όποιο από τα νόμιμα παιδιά του διαθέτη επιθυμεί ή στους κληρονόμους τους  ή στον αδελφό του και τους κληρονόμους του. Αν πεθάνει χωρίς διαθήκη, το μερίδιό του πάει στα νόμιμα παιδιά του διαθέτη και τους κληρονόμους τους. Αν πεθάνουν και οι δύο χωρίς παιδιά και διαθήκη, πάλι τα μερίδιά τους πάνε στα  νόμι-μα παιδιά του διαθέτη. Και αν πεθάνει το ένα από τα νόμιμα παιδιά του  χωρίς νόμιμα παιδιά, όσα του αφήνει με τη διαθήκη του πάνε στον άλλο  του αδελφό ή στους κληρονόμους του που θα είναι ζωντανοί. Αν, πάλι, πεθάνουν και οι δύο χωρίς νόμιμα παιδιά, οι περιουσίες τους πάνε στα δυο  δικά του νόθα παιδιά Αντώνιο και Λορέντζο ή στους διαδόχους τους, αν αυτά δεν είναι ζωντανά. Και όλα αυτά με τον όρο ότι τα νόμιμα παιδιά του οφείλουν να νυμφευθούν μόνο ευγενή και τίμια γυναίκα. Αν κάποιο κάνει το αντίθετο, το μερίδιό του πηγαίνει στον άλλο του αδελφό και τους κληρο-νόμους του.

Μάρτυρες: Εγώ ο Νικολό Μουδάτσος υπογράφω τα παραπάνω.

Εγώ ο Νικολό Γρίττης του Φραγκίσκου μαρτυρώ τα παραπάνω.

Εγώ ο παπά Μάρκος Σαράζης του μ. παπά Σταμάτη μαρτυρώ τα παρα-πάνω.

 

***

 

Έγγραφο 7ο/Καλλέργης 419. Ιδιόχειρη διαθήκη.

Στο σπίτι της Γιακουμίνας Μπαρμπαρίγου. Εκεί κλήθηκα εγώ ο νοτάριος και, μπροστά στους παρακάτω μάρτυρες, η Γιακουμίνα μου παρέδωσε ένα φύλλο χαρτί (cetola) με τη διαθήκη της, που  η ίδια  είχε συντάξει με το χέρι του Φραγκίσκου Πράτικου. Αφού  της τη διάβασα, μπροστά στους μάρτυρες, με παρακάλεσε, έχουσα σώες τις φρένες, να την καταχωρήσω στις πράξεις μου ως διαθήκη της.

 

Μάρτυρες: Εγώ ο Αντώνιος Επισκοπόπουλος του μ. Φραγκίσκου, μάρτυρας παρακαλετός από τη διαθέτρια για τα παραπάνω.

Εγώ ο Μανόλης Φούκης του παπά Κωνσταντίνου, μάρτυρας παρακαλετός από τη διαθέτρια για τα παραπάνω.

Η (ιδιοσύνταχτη) διαθήκη.

16/4/1646, στο Ρέθυμνο εις το σπίτι και κατοικία τση κεράς Γιακουμίνας Bαρβαριγοπούλας, εδεκεί έστοντας νάναι εις το στρώμα αρωστημένη και φοβώντας το θάνατο να μην την έβρη ανορδίνιαστη και απομείνει ντισορντι-νάτα και ανορδίνιαστη εις την ψυχή τση και εις το πράμα τση, έκραξε εμένα το Φραγκίσκο Πράτικο και επαρακάλεσέ με να γράψω ότι μου θέλει είπει έχοντας λογισμό να βάλει το παρότση τεσταμέντο εις σε χέρια νοδάρου για νάναι φέρμο και βαλίντο.

- πρώτας το λοιπό μούπε πως αφήνει τη συχώρεση όλονατων χριστιανώ.

- δεύτερο ρακομαντάρει τη ψυχή τση εις τα χέρια  του παντοκράτορα θεού και τση παρθένος Θεοτόκος τση μάνας του, ακόμα λέγει θέλει κιαν αποθάνει να τηνε  θάψου εις το ναό του Σωτήρα Χριστού εις τη ρούγα απού οφικιάρει αφέντης παπάς Νικολός Καλέργης εις το οποίο μοναστήρι αφήνει υπέρπυρα 500 να γένει τόσο αγκουαμέντο εις το μοναστήρι, μετά τούτο να γράψει ο αφέ-ντης παπάς τη μάνα τση και του κυρού τση και των αδελφώ τση να τη μνημο-νέργκει πάσα Παρασκή και πάσα Σάββατο ή για έξι Σάββατα το χρόνο να τσι λέγει έξι λουτρουγές ο για τη ψυχή τση, τα οποία τορνέσια να μπορού να δίδου ταδέλφια τση απού τα ρούχα του προικιού τση να τα πουλού να τα δίδου πάραυτας εις το άνωθε μοναστήρι, ακόμα θέλει και αφήνει και  χαρίζει του αδελφού τση του Γιωργιλά το αμπέλι τση κρασμένο «εις το Σπαρτέα» με τσι ελές του και με πάσα άλλον του δικαίωμα ο για το θεό και για τη ψυχή τση, ακόμα θέλει και αφήνει τση φαμέγια τση τση Φράτζας ο για το θεό και για τη ψυχή τση υπέρπυρα 100 να τση ντα δώσου ταδέλφια τση απού τα ρούχα του προικιού τση, το ρεζίντουο και ρέστος του προικιού τση αφήνει τω τεσσάρω τση αδελφιώ να το μοιράσου εκούις πορκιόνις ίγου να γένει τέσσερα μερτικά να παίρνει ο αδελφό τση ο Γεωργιλάς το ένα, το άλλο η γιαδελφή τση η (γ)Εργίνα και το άλλο η γιάλλη  τση  αδελφή η Μαργκέτα γυναίκα του αφέντη Φραγκιά Κουλουρίδη και την άλλη πόρκιο τση θυγατέρας του αφέντη Μαρή Μπαρμπαρίγο του αδελφού τση ονομασμένη Μαρίνα ο για το θεό και τη ψυχή τση, με ομπλιγκο να τη νε μνημονεύγου κατά το συνήθη τω χριστιανώ εις μέση τσι σπέζες, ακόμα ότι άλλο νέχει και μπορεί να τση ασπετάρει γκενεραλμέντε αφήνει του άνωθε αφέντη Γεωργιλά του αδελφού τση ο για το θεό και για τη ψυχή τση, κι έτσι είναι κοντέντα και παρακάλεσέ με να τση το διαβάσω κι ύστερα ναπογράψω και για μάρτυρας.

Εγώ ο Φραγκίσκος Πράτικος γραφέας και μάρτυρας εις τα άνωθε παρα-καλεμένος απού την άνωθε τεστατρίκε, έστοντας να τση το διάβασα από λόγο ως λόγο όλο απογράφω για μάρτυρας.

 

***

 

Έγγραφο 8ο/Αρκολέος 267. Ιδιόγραφη διαθήκη.

Ρέθυμνο 24 Δεκεμβρίου 1645. Σήμερα πέθανε ο διαθέτης και πέρασα τη διαθήκη του στο πρωτόκολλό μου, για να γίνει η εκτέλεσή της.

 

Ρέθυμνο στις 28 Ιουλίου 1645, στο σπίτι του ευγενή κρητικού Μιχέλ Επι-σκοπόπουλου π. ευγενή κρητικού δρ. γιατρού Νικολό. Εκεί κλήθηκα με τους μάρτυρες από το Μιχέλ Επισκοπόπουλο και μου παρέδωσε τη διαθήκη του λέγοντας ότι την έγραψε ιδιοχείρως και ότι ήθελε να ανοιχτεί και να καταχω-ρηθεί στις πράξεις μου μετά το θάνατό του.

Μάρτυρες: ευγενής κρητικός Ιάκωβος Σαγκουϊνάτσος Αντωνακόπουλος, Φρα-γκίσκος Σγουράφος Νικολό.

Η ιδιόγραφη διαθήκη του Μιχέλ Επισκοπόπουλου είναι η παρακάτω.

Στ’ όνομα του παντοδύναμου θεού, αμήν. Το έτος από τη θεία ενσάρκωσή Του 1645, στις 28 Ιουλίου, 13ης ινδικτιόνας, στο Ρέθυμνο, στο σπίτι της κατοικίας εμού του Μιχέλ Επισκοπόπουλου π. ευγενή κρητικού Νικολό, διδά-κτορα γιατρού. Εκεί, επειδή ήμουν άρρωστος βαριά, δεν έβλεπα καλυτέρευση και φοβόμουν μήπως πεθάνω χωρίς να τακτοποιήσω τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία μου, έχοντας με τη χάρη του θεού και της ευτυχισμένης Παρθένου σώες τις φρένες και την κρίση, έκανα την παρούσα έσχατη, απαρα-βίαστη και ισχυρή διαθήκη, η οποία πρέπει να εκτελεστεί μόλις πεθάνω.

·      Θέλω, λοιπόν, και αφήνω αρχικά συγγνώμη σε όλους τους πιστούς Χριστια-νούς και παρακαλώ το ίδιο από αυτούς. Εναποθέτω την ψυχή μου στο δημιουργό και στην Παναγία παρακαλώντας να μου συγχωρέσουν τα αμαρ-τήματά μου σ ’αυτό το τρεμάμενο πέρασμα που πρόκειται να κάνω.

·      Θέλω και αφήνω πιστή εκτελέστρια της διαθήκης μου και ιδιοκτήτρια κάθε είδους κινητής και ακίνητης περιουσίας την ευγενή Γιακουμίνα Κιότζα, πολύ αγαπημένη και χαριτωμένη σύζυγό μου, και ποτέ κανείς να μην την ενοχλήσει για να γίνει καταγραφή της περιουσίας μου. Μαζί της αφήνω εκτελεστή και τον Αντώνη Δοσαρά π. Τζώρτζη, αγαπητό κουμπάρο, που όμως δεν έχει το δικαίωμα να κάνει κάτι χωρίς τη θέληση της γυναίκας μου.

·      Όταν πεθάνω θέλω να με θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα της Ρούγας, στην ενορία μου, όπου έχει ταφεί και ο πατέρας μου, και αν είναι δυνατόν νύχτα με ένα παπά χωρίς άλλη πομπή. Η σύζυγός μου και εκτελέστρια είναι υποχρεωμένη να φροντίζει τα μνημόσυνά μου στην εκκλησία αυτή, όπως και του πατέρα μου, σύμφωνα με τις συνήθειες των Χριστιανών. Το ίδιο είναι υποχρεωμένοι να κάνουν και κληρονόμοι της περιουσίας μου μετά το θάνατο της συζύγου μου. Αν δεν το κάνουν, είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν 2.000 υπέρπυρα στο μοναστήρι αυτό του Αγίου Σωτήρα του Πετρόπουλου. Στην περίπτωση αυτή ο ηγούμενος ή οι άλλοι, που θα ωφεληθούν από την περιουσία μου μέσω της συζύγου μου, αναλαμβάνουν την υποχρέωση αυτή. Αν δεν το κάνουν, τα 2.000 υπέρπυρα να χρησιμοποιηθούν για βελτιώσεις στο μοναστήρι και την εσαεί μνημό-νευσή μου.

·      Θέλω η σύζυγός μου να δώσει στο παραπάνω μοναστήρι 1.000 υπέρπυρα, για να επενδυθούν σε ακίνητα ώστε να εισπράττει ένα σταθερό εισόδημα. Σε αντάλλαγμα οι λειτουργοί του μοναστηριού αυτού είναι υποχρεωμένοι να  κάνουν μια λειτουργία τη βδομάδα για την ψυχή μου. Τα χρήματα αυτά η γυναίκα μου μπορεί να τα επενδύσει μέσα σε τέσσερα χρόνια.

·      Θέλω και αφήνω υποχρέωση στη σύζυγό μου μέσα σε έξι χρόνια να δώσει 6.000 υπέρπυρα στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα του Πετρόπουλου για την ψυχή μου και του πατέρα μου, με την υποχρέωση του ηγούμενου και όσων θα είναι σ’ αυτό να με μνημονεύουν για πάντα κατά τις συνήθειες των Χριστιανών. Επειδή, σύμφωνα με ιδιωτική απόδειξη, το μοναστήρι μου χρωστά 43 μίστατα λάδι, όπως φαίνεται και στα βιβλία μου, τα χαρίζω όλα σ’αυτό για την ψυχή μου. Του αφήνω ακόμα και το δικό μου βόδι που κρατούν εκεί. Τις 6.000 υπέρπυρα μπορεί να δίνει  η σύζυγός μου με δόσεις των 1.000 τη χρονιά, με τη ρητή δήλωση ότι, αν κάποια χρονιά οι ηγού-μενοι ή αντιπρόσωποι του μοναστηριού εγείρουν αξιώσεις σε βάρος της περιουσίας μου, να αφαιρεθεί αμέσως το παραπάνω κληροδότημα.

·      Θέλω όλα τα υπόλοιπα της περιουσίας μου να μείνουν στην απόλυτη δικαιοδοσία της γυναίκας μου.

·      Αφήνω στον κουμπάρο μου Αντώνιο 2.000 υπέρπυρα για τις πολλές καλο-σύνες και χάρες που μου έχει προσφέρει. Τα χρήματα αυτά οφείλει να του δώσει η γυναίκα μου τα μισά σε έπιπλα σπιτιού, όπως αυτή νομίζει, και τα άλλα μισά σε μετρητά, με την άνεσή της.

·      Τον ίδιο αφήνω ως αντιπρόσωπο του μοναστηριού Άγιου Σωτήρα, στη θέση μου, αφού μού έδωσε το δικαίωμα αυτό ο πατέρας μου με τη διαθήκη του, όπως και ο ιδρυτής του μοναστηριού αυτού μακαρίτης Νικολό Πετρό-πουλος, με την υποχρέωση να παραχωρήσει και αυτός με τη σειρά του το δικαίωμα αυτό σε ένα καλό πρόσωπο γνωστό και ευσυνείδητο.

·      Αφήνω στον παπά Κουστούλη να μου κάνει ένα σαρανταλείτουργο και ένα Σαββατιανό για την ψυχή μου.

·      Αφήνω στο σεβαστό Γιανά Βαρούχα, ηγούμενο του μοναστηριού Αγίου Γεωργίου του Μυλούδη, να κάνει για την ψυχή μου ένα άλλο σαραντα-λείτουργο και ένα σαββατιανό.

·      Αφήνω στον παπα Μπουνιαλή ένα άλλο σαρανταλείτουργο και ένα σαββα-τιανό για την ψυχή μου.

·      Αφήνω στον νοτάριο Μαρίνο Αρκολέο, στον οποίο παραδίδω την παρούσα διαθήκη, 5 βενετικά δουκάτα για τον κόπο του και για να κάνει αντίγραφο της παρούσας.

Εγώ ο Μιχέλ Επισκοπόπουλος, διαθέτης βεβαιώνω την παρούσα διαθήκη και θέλω να εκτελεστεί επακριβώς σε όλα που περιέχει.

 

***

 

Έγγραφο 9ο/Καλλέργης 416. Διαθήκη.

Στ’ όνομα του Χριστού, αμήν. Την τελευταία του Μάρτη του 1646 της 14ης ινδικτιόνας, στο σπίτι της Καλής Κουμουλοπούλας του μ. Μανόλη. Εκεί, κάλε-σαν εμένα και τους μάρτυρες, και η Καλή, άρρωστη στο κρεβάτι, μου υπαγο-ρεύει την παρακάτω διαθήκη της.

·      Πρώτα αφήνει συγχώρεση σ’ όλους τους πιστούς χριστιανούς.

·      Αφήνει εκτελεστή τον ευγενή Tζουάννε Κιότζα του μ. ευγενή Αλβίζε, που είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τα παρακάτω.

·      Όταν πεθάνει, θέλει να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου του σεβα-στού παπά Λινιού, όπου και θα μνημονεύεται, σύμφωνα, όπως λέει, με αυτά που αναφέρονται σε συμβόλαιο του νοταρίου Μαρίνου Πουλάκη.

·      Θέλει οι 5.500 υπέρπυρα που της χρωστά με ιδιωτικό συμφωνητικό ο Τζώρτζης Αχέλης του μ. Νικολό και η μάνα του να εισπραχθούν από τον εκτελεστή  της το Μάιο και ή να τα κρατήσει ο ίδιος ή να τα εξασφαλίσει σε σίγουρα χέρια.

·      Επίσης, πρέπει να πάρει από τη Νικολόζα, χήρα του μακαρίτη μάστρο Γιώργη Βλαστού, 1.000 υπέρπυρα (όπως έχει συμφωνήσει με το γιο της μάστρο Κωνσταντίνο Βλαστό) και να τα διαθέσει όπως και τα προηγού-μενα.

·      Επίσης πρέπει να πάρει από το Λεονή Κιρλεόπουλο 500 υπέρπυρα για ένα  κολιέ μαργαριταρένιο με χρυσά κουμπιά, 2 βέρες χρυσές και μερικά αση-μένια  κουτάλια, που  βρίσκονται ενέχυρα μέσα στην κασέλα της, που  έχει στα χέρια της η εκλαμπρότατη Μαριέτα, χήρα του μακαρίτη εκλαμπρότατου  Βερναρδίνου Μανολέσσου.

·      Επίσης, λέει ότι στην  ίδια κασέλα βρίσκεται και άλλη μια χρυσή βέρα του μάστρο Φραγκιά Αρμού, την οποία κρατά ενέχυρο για 100 υπέρπυρα.

·      Επίσης, δηλώνει ότι πρέπει να πάρει από τον ευγενή Tζουάννε Κιότζα του μ. Νικολό 500 υπέρπυρα, για ένα ζευγάρι χρυσά βραχιόλια, που του κρατά ενέχυρο και 10 σκούδα με βάση ιδιωτικό συμφωνητικό.

·      Επίσης, να πάρει από την Αντριάνα Πεκατοροπούλα 100 υπέρπυρα για ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια.

·      Επίσης να πάρει από τον Ιερώνυμο Καλλέργη του μ. Τζώρτζη 500 υπέρ-πυρα με βάση  ιδιωτικό συμφωνητικό, που έγινε στο όνομα της αδελφής του Αντζολέτας Καλλέργη, αλλά με την υποχρέωση να τα πληρώσει ο Ιερώνυ-μος.

·      Επίσης, από το σεβαστό παπά Μιχελίν Λίνιο 500 υπέρπυρα με βάση συμ-φωνίας.

·      Επίσης, από τον Πατερόλιο από το χωριό Χρωμοναστήρι 250 υπέρπυρα με βάση συμφωνία. Θα φαίνεται ότι χρωστά ακόμα και λάδι, αλλά αυτό το πήρε και από αμέλειά της δεν του επέστρεψε το χρεωστικό.

·      Επίσης από το Νικολό Γκοτζάκη από το ίδιο χωριό άλλα 250 με βάση συμφωνητικό.

·      Επίσης, από τη Στρογκυλάδαινα από το ίδιο χωριό 100 υπέρπυρα με βάση το συμφωνητικό.

·      Επίσης, πρέπει να της δώσει ο Μανόλης Μαρκολακόπουλος, κουνιάδος της, 160 υπέρπυρα, τα οποία αφήνει στη σύζυγό του και  αδελφή της.

·      Επίσης, από τον Αντρέα Δαμαλά από το ίδιο χωριό 100 υπέρπυρα.

·      Επίσης από τον Τσιεβρό Μίτσο από το ίδιο χωριό 2 λίτρες μετάξι και 100 υπέρπυρα με βάση ιδιωτικό συμφωνητικό.

·      Επίσης από το Γιάννη Κοτζοντάκη από το Σταυρωμένο του Αρίου 50.

·      Ισχυρίζεται ακόμα ότι της χρωστούν οι κληρονόμοι του ευγενή Βερναρδίν Μανολέσσου 500 υπέρπυρα με ιδιωτικό συμφωνητικό που έγραψε ο ίδιος Βερνάρδος.

·      Επίσης, δηλώνει ότι αφήνει όσα βρίσκονται στα χέρια της παραπάνω Μαρ-γέτας, του Ιάκωβου Κουγίτη, της Ιζαμπέτας Κουτζουντροπούλας και της αδελφής της Εργίνας.

·      Επίσης, λέει ότι βρίσκεται στην παραπάνω κασέλα της ένα κύπελλο ασημέ-νιο, που ανήκει στον παπά Νικολό Χορτάτση από το χωριό Χρωμοναστήρι ως ενέχυρο για 100 υπέρπυρα.

·      Επίσης, ότι κρατά η παραπάνω Μαριέτα δυο φορεσιές της, από τις οποίες αυτή με το κόκκινο λεπτό πανί την αφήνει στην ανιψιά της Νικολόζα, κόρη της αδελφής της Αννίτσας, για την ψυχή της.

·      Επίσης λέει ότι έχει ένα χρεωστικό του Αρκολέου από το χωριό Μιτσή Γωνιά για ένα υπόλοιπο 10 υπερπύρων και ότι την άλλη φορεσιά της με το fiorito την αφήνει στην άλλη αδελφή της την Ειρήνη για την ψυχή της.

·      Επίσης, λέει ότι έχει γι’ αυτήν η ευγενής Όρσα Αβονάλ δύο κομμάτια ύφα-σμα (bocagiaro), το ένα χρώματος κοκκινωπού και το άλλο άσπρου, και  ότι αφήνει το κοκκινωπό στην αδελφή της Αννίτσα και το άσπρο στην παραπάνω Ειρήνη για την ψυχή της.

·      Επίσης, αφήνει στη φτωχούλα που κάθεται στο σπίτι του Γιώργη Πεκατό-ρου  Μουσούρου την κοκκινωπή φορεσιά της από ύφασμα (bocagiaro) που φορεί για την ψυχή της.

·      Επίσης, αφήνει στην παραπάνω Αννίτσα την άλλη την παλιά της πάνινη φορεσιά για την ψυχή της.

·      Επίσης, λέει ότι βρίσκονται μέσα στην παραπάνω κασέλα της 100 μπράτσα  ύφασμα και λίγο για πετσέτες φαγητού.

·      Επίσης, ότι βρίσκεται στην ίδια κασέλα 40 μπράτσα λεπτό ύφασμα και 4 λίτρες μπαμπάκι και ότι αφήνει το μπαμπάκι και 10 μπράτσα ύφασμα στη Μαριέτα και το υπόλοιπο στον εκτελεστή-κομισάριό της .

·      Επίσης, αφήνει στη nob. Aντζολέτα Καλλέργη το λεπτό νήμα που έχει στο σπίτι της, για να κάνει τόσες μπόλιες και να δώσει απ’ αυτές δύο στις δυο φτωχούλες και να κρατήσει τις άλλες.

·      Επίσης, λέει ότι κρατά ενέχυρο της παραπάνω αδελφής της Αννίτσας ένα σκέτο σεντόνι και της το αφήνει για την ψυχή της.

·      Θέλει και αφήνει σε μένα τον νοτάριο για τον κόπο μου 100 υπέρπυρα και ένα μαντίλι μισοκεντημένο .

·      Επίσης, αφήνει στην κόρη του Φραγκίσκου Σγουράφου 100 υπέρπυρα, για να κάνει μια φορεσιά από ορμεζίνη.

·      Επίσης, δηλώνει ότι ο εκτελεστής της οφείλει να εισπράξει όλα όσα της χρωστούν και από αυτά να δώσει στην εκκλησία της Παναγίας του σεβαστού παπά Γιώργη Βλαστού Τζουράκη 1.000 υπέρπυρα, για να επενδυ-θούν σε ενοίκιο λιβέλλου 5 μουζουριών σταριού  τη χρονιά. Το έσοδο αυτό θα το παίρνει ο παραπάνω παπάς με την υποχρέωση να κάνει μια λειτουρ-γία κάθε βδομάδα  για την ψυχή της. Αν δεν κάνει την επένδυση αυτή να διαθέσει τα 500 για επιδιορθώσεις της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα, κάτω από τη Φορτέτζα, και τα άλλα 500 για ανακαίνιση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, κάτω από τη Φορτέτζα. Στην περίπτωση αυτή οφείλουν οι εφημέριοι των δύο αυτών εκκλησιών να κάνουν μια λειτουργία τη βδομάδα για την ψυχή της.

·      Αφήνει στην άλλη της αδελφή τη Μαρία 100 υπέρπυρα για το ετήσιο μνημό-συνο.

·      Αφήνει στην Τζορτζίνα Τζουριγιαννοπούλα 50 υπέρπυρα  για την ψυχή της.

·      Τα υπόλοιπα χρήματα από αυτά που της χρωστούν οφείλει ο εκτελεστής κομισάριός της να τα εξασφαλίσει σε σίγουρα χέρια ή να τα φυλάξει ο ίδιος και να πληρώνει στο γιο της Αλέξανδρο όσα αναλογούν σε 6 μουζούρια στάρι τη χρονιά και όχι περισσότερα. Τα υπόλοιπα έσοδα να μπαίνουν στο αρχικό κεφάλαιο και αν παντρευτεί ο Αλέξανδρος και κάνει παιδιά, να πάνε όλα σ’ αυτά, μόνο όταν ενηλικιωθούν.  Και αν πεθάνει ο κομισάριός της, να οριστεί άλλος στη θέση του για να τηρήσει τα παραπάνω.

·      Τέλος, δηλώνει ότι, σε περίπτωση που δεν κάνει τα παραπάνω ο Αλέξαν-δρος, θέλει από τα χρήματα να πάνε στην εκκλησία της Παναγίας Παλαιό-καστρου 500 υπέρπυρα για βελτιώσεις, στο σεβαστό παπά Κουλουρίδη 500, για να φτιάσει την εκκλησία για την ψυχή της και τα υπόλοιπα ως δώρο στον εκτελεστή της διαθήκης της και κομισάριό της.

·      Επίσης θέλει το ύφασμα για τις πετσέτες φαγητού, που ανέφερε παραπάνω, και δύο μαντίλια, που βρίσκονται στην κασέλα της, να δοθούν στον Αλέ-ξανδρο. Τα 100 μπράτσα ύφασμα να μείνουν στον εκτελεστή, από τα οποία οφείλει να κάνει  κάθε χρόνο δυο πουκάμισα στον Αλέξανδρο.

·      Αφήνει στην Αννίτσα δύο πουκαμίσες και δύο επίσης στη γυναίκα που μένει στο σπίτι του Πεσκατόρου.

·      Αφήνει στον παραπάνω Τζουάννε του μ. Νικολό τα έπιπλα του σπιτιού της, εκτός  από αυτά του Αλέξανδρου, στον οποίο (Αλέξανδρο) ο κομισάριός της οφείλει να δίνει 50 υπέρπυρα το χρόνο για να νοικιάζει σπίτι.

·      Αφήνει ακόμα στην Γκρατσιόζα Μαύραινα ένα φουστάνι και ένα πουκά-μισο για την ψυχή της.

·      Επίσης, αφήνει στον ανιψιό της 50 υπέρπυρα για την ψυχή της.

·      Δηλώνει, τέλος, ότι κρατά η Αντζολέτα Καλλέργη 9 μουζούρια στάρι, για  να της κάνει μνημόσυνο στο χρόνο, στην εκκλησία μου θα την θάψουν.

           

Μάρτυρες: Εγώ ο Φραγκίσκος Σγουράφος του μ. Νικολό μαρτυρώ τα παραπάνω,

Εγώ ο Τζώρτζης Βλαστός του Τζαννάκη μαρτυρώ τα παραπάνω.

 

***

                                           

Έγγραφο 9ο/Καλλέργης 417. Συμπληρωματική διαθήκη.

Στο σπίτι της Καλής Κουμουλοπούλας του μ. Μανόλη. Εκεί, θέλοντας να κάνει η κυρία αυτή συμπληρωματική διαθήκη, κάλεσε εμένα και τους μάρτυρες και με παρακάλεσε να γράψω τα έξής:

·      Θέλει, όταν πεθάνει, να ταφεί στο μοναστήρι του Αγίου Γιώργη του Μυλού-δη και να δώσει στους αδελφούς του μοναστηριού ο κομισάριός της 500 υπέρπυρα, για να την μνημονεύουν συνέχεια.

·      Επίσης, λέει ότι οφείλει να παίρνει από την Κατερού Κιότζα 100 υπέρπυρα, όπως φαίνεται σε ιδιωτικό χρεωστικό.

·      Επίσης, δηλώνει ότι της χρωστά ο Φορτσαδάκης από το Χρωμοναστήρι 50 υπέρπυρα και ένα μίστατο λάδι με βάση ιδιωτικού συμφωνητικού.

·      Δηλώνει ότι εξοφλήθηκε από το Μίτσο  Τζουριγιάννη από το ίδιο χωριό και θέλει να του επιστραφεί το χρεωστικό έγγραφο.

·      Θέλει να δίνει ο κομισάριός της στο γιο της Αλέξανδρο κάθε μήνα ένα μου-ζούρι στάρι για τη διατροφή του και άλλο ένα για την ψυχή της.

·      Δηλώνει ότι εξοφλήθηκε και από τον Αντρέα Τζουριγιάννη από το Χρωμο-ναστήρι και να του  επιστραφεί  το χρεωστικό, όπου και να βρίσκεται.

·      Τέλος, λέει ότι από τα 9 μουζούρια στάρι που άφησε με τη διαθήκη της στην Αντζολέτα Καλλέργη, για να της κάνει το μνημόσυνο πάνω στο χρόνο, μπορούν να πάρουν τα 8  μουζούρια οι αδελφές της Αννίτσα και Μαρία και να της κάνουν αυτές  το μνημόσυνο στην επέτειο του θανάτου της.

Δε θέλει άλλο να ορίσει και παρακάλεσε μάρτυρες.

Μάρτυρες:

Εγώ ο Φραγκίσκος Πράτικος μαρτυρώ τα παραπάνω,       

Εγώ ο Τζουάννε Κονταράτος  μαρτυρώ τα παραπάνω.

 

***

 

Έγγραφο 10ο/Αρκολέος 140. Διαθήκη.

Στ’ όνομα του αιώνιου θεού αμήν. Το έτος από τη θεία ενσάρκωσή του 1644, στις 25 Νοεμβρίου, στο μετόχι «στα Κουρτικιανά» κοντά στο Ρέθυμνο, πόλη του βασιλείου της Κρήτης. Εκεί κλήθηκα εγώ ο νοτάριος από τον ευγενή κρητικό Γεωργιλά Σαγκουϊνάτσο π. ευγενή κρητικού Νικολό, ο οποίος μου είπε ότι επειδή ήταν άρρωστος και φοβόταν να μην τον βρει ο θάνατος, ήθελε να γράψω την έσχατη επιθυμία του. Έτσι έχοντας σώες τις φρένες και τη σκέ-ψη ακέραιη παρακάλεσε τους παρακάτω μάρτυρες.

·      Θέλει όταν ο θεός αποφασίσει να τον καλέσει κοντά του, να αφήσει συγ-γνώμη σε όλους τους πιστούς και ζητά το ίδιο και από αυτούς, επικαλού-μενος το όνομα της Παναγίας.

·      Θέλει και αφήνει πιστούς εκτελεστές της διαθήκης του τον αδελφό του ευγενή κρητικό Τζανάκη Σαγκουϊνάτσο, το δικηγόρο Νικολό Κακάβελα και το χειρούργο Μιχέλ Κακάβελα, που οφείλουν να εκτελέσουν τα παρακάτω. Δηλώνει ότι μια διαθήκη άλλη που έχει κάνει στον νοτάριο Δημήτρη Καλο-γερέα είναι άκυρη.

·      Θέλει όταν πεθάνει να τον θάψουν στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία, που βρίσκεται στην περιοχή των Κουρτικιανών*, σύμφωνα με τα πατροπαρά-δοτα.

·      Τα Κουρτικιανά μένουν στην πλήρη δικαιοδοσία των αδελφών του σύμφω-να με τα καθιερωμένα.

·      Τα ελεύθερα κτήματα, όπως το λιόφυτο «στο Μοσκάτο» με τις 60 ελιές και αυτό «στην Καλοσυκιά», όπως και τα σπίτια που τώρα μένει ο διαθέτης, όλα αυτά θέλει και τα αφήνει στα παιδιά του δηλαδή στο Λουκά, τον Αντωνία και την Εργίνα, για να τα έχουν χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς από τα αδέλφια του. Επίσης αφήνει στα παιδιά του το μερίδιό του στα σπίτια της πόλης και τους λιβέλλους που εισπράττει με τη δήλωση/επιθυμία, όταν βρει ευκολία ο γιος του ο Λουκάς να δώσει 2.500 υπέρπυρα για προίκα σε κάθε μία από τις αδελφές του, για να τις παντρέψει και αφήνει σ’ αυτόν κάθε ελεύθερο ακίνητο που διαθέτει.

·      Θέλει και αφήνει όλο το μετόχι «στο Βρο», που είναι κοντά στα Κουρτι-κιανά και το ανάκτησε με δικά του χρήματα από το Μαθιό Σαγκουϊνάτσο π. Γεωργιλά, ετεροθαλή αδελφό του, στο γιο του Λουκά, ο οποίος οφείλει να φροντίσει, όταν μεγαλώσουν οι αδελφές του να τις παντρέψει και να τις τιμήσει με προίκα, όπως παραπάνω.

·      Αφήνει επίσης στο γιο του ένα κομμάτι αμπέλι «στο Νιψέα» με χαρουπιές και άλλα δέντρα, που αγόρασε με δικά του λεφτά.

·      Ακόμα του αφήνει τα 2 ½ μουζούρια στάρι που του πληρώνει ο Γιάννης Χορτάτζης π. Νικολό για τα «Κουρτικιανά» με όλες τις επιβαρύνσεις του γονίκαρου κάθε χρόνο.

·      Του αφήνει ακόμα το ελαιοτριβείο και όλα τα σκεύη του σπιτιού του, όπως και το κρασί, λάδι και οτιδήποτε άλλο έχει στο σπίτι του. Πιο συγκεκριμένα είναι 13 βαρέλια κρασί από τα οποία οφείλει ο Λουκάς να δώσει το ένα στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία, για να το πουλήσουν και με τα έσοδα να κάνουν ισόποσες βελτιώσεις.

·      Θέλει και αφήνει το σπίτι που μένει η Καλή Καλαθοπούλα στην ίδια για όσο θα ζει και μετά το θάνατό της να πάει στο γιο του.

·      Επίσης, ο γιος του οφείλει να δίνει στην Καλή κάθε χρονιά από 1 μουζούρι στάρι και κριθάρι, και 1 μίστατο λάδι όσο ζει.

·      Επίσης, αφήνει στο γιο του όλα τα ζώα, τόσο τα βόδια, όσο και τα γαϊδού-ρια, τα πρόβατα και τα γίδια και ό,τι άλλο έχει.

·      Θέλει και αφήνει την Εργίνα Κυριακοπούλα (σύζυγό του) να μένει στο σπίτι της, να διευθύνει και να φροντίζει τα παιδιά της χωρίς να μπορεί να την διώξει κανείς. Οφείλει όμως να ζει έντιμα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα φύγει και θα πάρει μόνο την προίκα της που είναι 3.500 υπέρπυρα και τίποτα άλλο.

·      Θέλει και αφήνει στο Γιάννη Χορτάτζη ένα γαϊδούρι και ένα πουλάρι, αυτά που τώρα κρατά ο Γιάννης και ακόμα μια γελάδα, που επίσης την κρατά και ένα αρκοβούζιο (πυροβόλο όπλο).

·      Επίσης, δηλώνει ότι οφείλει να πάρει από το Μαθιό Τριπόδη π. Κωνστα-ντίνου 4 μίστατα λάδι. Ο γιος του Λουκάς αναλαμβάνει την υποχρέωση να πάρει το λάδι αυτό, να το πουλήσει και όσα πάρει να τα δώσει στον εφη-μέριο του μοναστηριού του Αγίου Ηλία, για να κάνει τόσεςς λειτουργίες για την ψυχή του.

·      Θέλει και αφήνει όσα έχει να παίρνει από τη σύζυγό του Εργίνα στη δική της δικαιοδοσία, να τα κάνει δηλαδή ό,τι θέλει. Επίσης, λέει ότι από τους αδελφούς Χαρκιόπουλους δεν έχει να παίρνει παρά μόνο 1 μίστατο λάδι και 20 υπέρπυρα σε μετρητά. Αν παρ’ όλα αυτά βρεθεί κανένα άλλο ιδιωτικό συμφωνητικό να θεωρηθεί ότι έχει εξοφληθεί.

·      Από το μετάξι που του οφείλει ο Βερναρδίν Φίλιμος δεν απομένει παρά μόνο 1 λίτρα.

·      Επίσης, δηλώνει ότι είχε δοσοληψίες με τον Αντρέα Φίλιμο και επαφίεται στη συνείδησή του να δώσει στο γιο του Λουκά όσα του χρωστά και να πάρει από το σπίτι του δυο άδεια βαρέλια που είναι δικά του και ένα που είναι του Τριπόδη. Δηλώνει επίσης ότι όταν παντρεύτηκε η αδελφή του Φραγκεσκίνα Σαγκουϊνάτσου έδωσε αυτός 16.000 υπέρπυρα και άλλα τόσα ο διδάκτορας αδελφός του. Για τις 32.000 αυτές αποκληρώθηκε η αδελφή του. Μπορεί λοιπόν ο γιος του να απαιτήσει από τις αδελφικές περιουσίες το αντίστοιχο των 16.000 υπερπύρων χωρίς όμως δικατήρια και διχόνοιες.

·      Ο γιος του οφειλει να μην κάνει τίποτα χωρίς τη συμβουλή και τη θέληση των εκτελεστών έως την ενηλικίωσή του.

·      Θέλει το γαϊδούρι το «φάζο», που έχει, να δοθεί στο μοναστήρι του Αγίου Ηλία για την ψυχή του.

·      Ο γιος του οφείλει να πουλήσει τόσο κρασί και τόσο λάδι όσο για να πάρει 36 λίρες, τις οποίες να στείλει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Απανω-σήφη.

·      Θέλει επίσης να δώσει 10 λίρες για να κάνει μια χρυσή κορώνα, στα ελληνικά στεφάνι, και να την προσφέρει στην Παναγία της Κυριάννας.

·      Τέλος, αφήνει 4 μίστατα λάδι στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κισσού.

Μάρτυρες: παπά Γιάννης Κουρτίκης από το Μαρουλά, κοντά στα Κουρτικιανά, δάσκαλος Γιάννης Κουρτίκης π. παπα Νικολό από το Μαρουλά.

 

***

 

Έγγραφο 11ο/Αρκολέος 141. Διαθήκη.

Ρέθυμνο 25 Νοεμβρίου 1644, στο σπίτι του ευγενή κρητικού Τζώρτζη Λομβάρδου π. ευγενή κρητικού Πιέρου. Εκεί κληθήκαμε εγώ και οι παρακάτω μάρτυρες από τον Τζώρτζη και μας είπε ότι θέλει τώρα που έχει με τη χάρη του θεού σώες τις φρένες και την κρίση ακέραιη να κάνει την έσχατη και απαρα-βίαστη διαθήκη του, για να τακτοποιήσει τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία του.

·      Αφήνει εκτελέστρια της διαθήκης και αφέντρα όλης της περιουσίας του την αγαπημένη σύζυγό του Μαργιέτα Σαγκουϊνάτσου, η οποία οφείλει να εκτε-λέσει τα ακόλουθα.

·      Θέλει να τον θάψει στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, στην ενορία του, νύχτα με το ένδυμα που έραψε και με ένα απλό σταυρό χωρίς άλλες παράτες, σύμφωνα με τα χριστιανικά έθιμα. Επίσης να δώσει 10.000 υπέρ-πυρα στους πατέρες του μοναστηριού αυτού, για να τα επενδύσουν και να τα εκμεταλλεύονται για την ψυχή του. Οι πατέρες είναι υποχρεωμένοι να κάνουν 3 λειτουργίες τη βδομάδα γι’ αυτόν και τους συγγενείς του για πάντα. Αν για κάποιους λόγους παραμελήσουν τις λειτουργίες, το κληροδό-τημα των 10.000 πηγαίνει σε άλλα μοναστήρια απ’ αυτά που παρακάτω αναφέρονται.

·      Αφήνει στο μοναστήρι της Παναγίας των Ερημιτανών αδελφών 2.000 για επένδυση και εκμετάλλευση με την υποχρέωση να κάνουν δύο λειτουργίες το μήνα για την ψυχή του και των συγγενών του.

·      Αφήνει στο μοναστήρι της Αγίας Μαγδαληνής του τάγματος των Δομηνι-κανών 2.000 υπέρπυρα για την ψυχή του και δύο λειτουργίες το μήνα για πάντα.

·      Αφήνει στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης 2.000 υπέρπυρα και την υποχρέωση στον επίσκοπο της πόλης να παίρνει από αυτά 6 δουκάτα βενε-τσιάνικα τη χρονιά και να φροντίζει για την αγορά κεριού και άλλων χρειωδών  για την ψυχή του.

·      Θέλει και αφήνει στον έλληνα σεβαστό πρωτόπαπα την υποχρέωση να παίρνει από το προηγούμενο κληροδότημα 6 βενετικά δουκάτα για αγορά-ζει κερί για κάθε μέρα του Μάρτη που θα ανάβει στην εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο παραπάνω μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης.

·      Επίσης θέλει και αφήνει στο μοναστήρι του Αγίου Γιώργη του Μ(π)αλά-νου ένα μίστατο λάδι τη χρονιά για να τον μνημονεύει.

·      Δηλώνει ότι αν πατέρες των παραπάνω μοναστηριών δεν τηρούν τις υπο-χρεώσεις τους, τα κληροδοτήματα επιστρέφονται στους κληρονόμους του.

·      Στην ψυχοκόρη του σπιτιού Μανταλένα αφήνει 1.000 υπέρπυρα, για να αγοράσει ένα σπίτι όταν θα παντρευτεί και εισόδημα 11 μουζούρια στάρι και ένα μίστατο λάδι τη χρονιά όσο ζει. Οφείλει όμως να παραμείνει στο σπίτι και ακούει τη γυναίκα του.

·      Θέλει και αφήνει στην Έλενα Γαβαλοπούλα, μητέρα της νόθας κόρης του, το χωράφι «στα Ξεριζώματα», στο χωριό Κάτω Πασαλίτες, για να παίρνει τα 8 μουζουρια στάρι που πληρώνει, επίσης το αμπέλι που αγόρασε στο ίδιο χωριό από τους αδελφούς Κατσιβέλη.

·      Επίσης αφήνει έσοδο 25 υπερπύρων  στην νόθα κόρη του Βιόλα και το σπίτι που κατοικεί. Το έσοδο θα ισχύει όσο ζουν μητέρα και κόρη. Όταν πεθάνουν  Έλενα και Βιόλα, το έσοδο να πάει στο μοναστήρι του χωριού και αυτό της Παναγίας του Σεμέρ(τσ)η με την υποχρέωση να κάνουν οι πατέρες μία λειτουργία το μήνα για την ψυχή του και των συγγενών του.

·      Αν δυσκολεύεται η σύζυγός του να δώσει τα κληροδοτήματα στα μοναστή-ρια (Φραγκισκανών, Παναγίας, Αικατερίνης) μπορεί να τα δώσει τα μισά μέσα σε τέσσερα χρόνια από το θάνατό του και τα άλλα μισά μέσα σε άλλα τέσσερα  χρόνια. Ειδικά όμως στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου θα δίνει 10 δουκάτα τη χρονιά όλο αυτό το διάστημα για μια λειτουργία τη βδομάδα για την ψυχή του.

·      Την υπόλοιπη περιουσία του, κινητή και ακίνητη, την αφήνει στη γυναίκα του και στην κόρη του Εργίνα, να την εκμεταλλεύονται όσο ζουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Η Εργίνα οφείλει να υπακούει και να τιμά τη μητέρα της Μαριέτα και η Μαριέτα να παντρέψει την Εργίνα με ένα έντιμο και καλής ποιότητας άτομο και να της δώσει τη μισή περιουσία, εκτός από το σπίτι που μένει η Μαριέτα.  Η Μαριέτα μπορεί να κληροδοτήσει μόνο 6.000 υπέρπυρα και η περιουσία της, όταν πεθάνει να πάει στη νόθα κόρη του. Αν πεθάνει πριν ενηλικιωθεί ή χωρίς κληρονόμους να μπορεί να διαθέσει μόνο 10.000 από το μετόχι του Μαλάνου. Μετά το θάνατο και της Έλενας το μετόχι του Μαλάνου να χωριστεί σε τέσσερα μερίδια. Ένα να πάρουν τα αρσενικά παιδιά του Τζώρτζη Γρίττη, αδελφού της μάνας του, το άλλο τα αρσενικά παιδιά του Νικολό Γρίττη, το τρίτο τα αρσενικά παιδιά του Πιέρου Γρίττη και το τελευταίο οι κληρονόμοι του ευγενή κρητικού Φραγκίσκου Γρίττη π. Νικολό. Να δίνουν για πάντα λάδι στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μ(π)αλάνου.

·      Αν πεθάνει η νόθα κόρη του χωρίς απογόνους και μετά το θάνατο της Μαριέτας, όλες οι περιουσίες που έχει ο διαθέτης στις Κάτω Πασαλίτες πάνε στον ευγενή κρητικό Φραγκίσκο, γιο του Νικολάκη Λομβάρδου, ανι-ψιού του.

·      Το σπίτι του μετά το θάνατο της νόθας κόρης του και της γυναίκας του να πουληθεί και να δοθούν τα χρήματα για βελτιώσεις στους υπεύθυνους του λατινικού μοναστηριού Αγίου Ιωάννη, για να τον μνημονεύουν.

·      Τέλος, δηλώνει ότι η προίκα της Μαριέτας ήταν 60.000 υπέρπυρα σε ακίνητα και εκτίμηση ρούχων κ.ά., σύμφωνα με το γαμικό συμβόλαιο, τα οποία μπορεί να διαθέσει όπως θέλει.

Μάρτυρες : Βαρθολομαίος Φιλάρετος π. Τζώρτζη, Τζώρτζης Κρυονερίτης π. παπα Θωμά.

 

***

 

Έγγραφο 12ο/Πάντιμος 87. Διαθήκη.

Στο όνομα του αιώνιου Θεού, αμήν. Το έτος από τη θεία γέννησή του 1631, στις 20 Δεκεμβρίου, ινδικτιόνα 14, στο Ρέθυμνο, στο σπίτι που κατοικεί ο εκλαμπρότατος Άλμορο Μιχέλ, σύμβουλος. Εκεί, επειδή ο παραπάνω εκλα-μπρότατος Μιχέλ βρέθηκε σε βαριά αρρώστια και φοβήθηκε μήπως τον βρει αιφνιδιαστικά ο θάνατος, χωρίς να έχει διευθετήσει κατά τη θέλησή του τα σχετικά με την ψυχή και την περιουσία του, κάλεσε εμένα τον νοτάριο και μπροστά στους παρακάτω μάρτυρες με παρακάλεσε να γράψω αυτή την έσχατη επιθυμία και αμετάκλητη διαθήκη του, σύμφωνα με αυτά που θα δώσει εντολή, δηλώνοντας ότι με τη βοήθεια του Θεού έχει σώα τα μυαλά και τη σκέψη ακέραιη. Επιθυμεί κάθε άλλη διαθήκη που έκανε μέχρι τώρα να είναι άκυρη και μόνο αυτή να ισχύει για πάντα.

·      Πρώτα θέλει και αφήνει συγχώρηση σε όλους τους χριστιανούς με μια γενική συγγνώμη.

·      Θέλει, όταν πεθάνει, να ταφεί το σώμα του στον Άγιο Φραγκίσκο αυτής της πόλης με τις πρέπουσες τελετές. Στο μοναστήρι αυτό αφήνει για την ψυχή του 60 βενετσιάνικα δουκάτα, για βελτιώσεις και επεκτάσεις.

·      Θέλει και αφήνει ως πιστότατους κομισάριούς του τον εκλαμπρότατο Μάρκο Ιουστινιανό, ρέτορα αυτής της πόλης και τον εκλαμπρότατο κόμη Ιούλιο Μπαρμπαράνο από τη Βικέντζα, που τώρα διαμένει (εκτοπισμένος) σ’ αυτή την πόλη. Αυτοί οφείλουν να εκτελέσουν όσα ορίσει παρακάτω.

·      Δηλώνει ότι τυχαίνει να έχει για λογαριασμό του στο κατάστημα του Σαλού-στριου Σαλβέτι, πράκτορα του εκλαμπρότατου Γριμάνι από τη Βενετία, 1.075 μίστατα λάδι. Το λάδι αυτό πρέπει να πληρωθεί στο σύνολό του κατά τον προσεχή Μάρτη. Έναντι του λαδιού αυτού δηλώνει ότι έχει πάρει 500 ρεάλια.

·      Δηλώνει ότι ο δικηγόρος Φραγκίσκος Μοτσενίγο κρατά ένα ζευγάρι χρυσές αλυσιδίτσες, που παρέλαβε από τον Σύμβουλο για 400 λίρες, που έπρεπε να έχει με βάση τις αλυσιδίτσες αυτές από τον εκλαμπρότατο Φραγκίσκο Μπαρότση και τις έστειλε  στον ίδιο τον Μοτσενίγκο και μέχρι την ώρα δεν του καταβλήθηκαν αυτά τα χρήματα που έπρεπε να έχει πάρει.

·      Δηλώνει επίσης ότι πρέπει να παίρνει από τον Οκτάβιο Κόρι, διοικητή του πεζικού της Φορτέτσας, από τον λοχαγό Αντώνιο Λόγγο και τον Οκτάβιο Μποναρέλι, όπως και από άλλους. Όλα και για όλους αναφέρονται στα χρεωστικά του βιβλία.

·      Ο Μάρκος Φεράρας του έδωσε 3.832 μικρές λίρες και 2 γαζέτες για λογα-ριασμό των 11.000 υπερπύρων που αυτός ο Μιχέλ έπρεπε να πάρει από μέρους του. Τα υπόλοιπα μέχρι να συμπληρωθούν οι 11.000 αυτές υπέρ-πυρα συμφώνησαν να μείνουν στα χέρια του Μάρκου, για να διευθετήσει φορολογικές εκκρεμότητες, σε συνεννόηση με τους κομισάριούς του. 

·      Επίσης δηλώνει ότι έχει να παίρνει από τον εκλαμπρότατο σύμβουλο Μανολεσσο, συνάδελφό του, 27.000 υπέρπυρα, όπως φαίνεται σε σχετική απόδειξη, και ακόμα 30 χρυσά τσεκίνια, που του έδωσε, όταν αναχωρούσε για τον Χάνδακα.

·      Επίσης δηλώνει ότι κατέβαλε στον εκλαμπρότατο Αντρέα Μπαζαντόνα, σύμβουλο στον Χάνδακα, 400 χρυσά τσεκίνια, για να τα αλλάξει και να του στείλει τα αντίστοιχα ρεάλια, όπως φαίνεται σε απόδειξη στο χρεωστικό του βιβλίο.

·      Επίσης έχει πάρει από τον Νικολό Μπρεγαδίνο 50 χρυσά τσεκίνια για λογα-ριασμό των 125, που έπρεπε να πάρει από αυτόν, για τα 100 χρυσά που του κρατά.

·      Επίσης έχει πάρει από τον Φραγκίσκο Στέλλα 495 υπέρπυρα με γραπτή απόδειξη, για τα οποία ο σύμβουλος κρατά τόσα ενέχυρα για λογαριασμό του Μιχέλ Βλαστού, ο οποίος οφείλει να καταβάλει τα 495 αυτά υπέρπυρα.

·      Επίσης, πρέπει να πάρει από τον Μιχέλ Τεργιανό 20 ρεάλια, με τα οποία πλήρωσε τη φορολογική καταδίκη του από τα δικαστήρια.

·      Αφήνει για την ψυχή του στην Τζορτζίνα Αναλογιατοπούλα, γυναίκα του, όλα τα πράγματα που βρίσκονται στην κουζίνα του, δύο ζευγάρια σεντόνια, έξι τραπεζομάντιλα και δώδεκα πετσέτες, ένα στρώμα και μια φαντή κου-βέρτα. Αν όμως παντρευτεί, στερείται του κληροδοτήματος αυτού.

·      Επίσης αφήνει για την ψυχή του στην κόρη του Αντζολέτα, που είχε κάνει από πρώτο γάμο με την παραπάνω Τζορτζίνα 20 βενετσιάνικα δουκάτα, που θα δοθούν στη μάνα της για την τροφή του παιδιού.

·      Από όλα τα πιάτα της κουζίνας να δοθούν τα μισά στον Νικολό Λεονταρίτη, για μερικές εξυπηρετήσεις που του έκανε ως χρυσοχόος.

·      Αφήνει στον υπηρέτη του Φραγκίσκο Ντι Άντζολι για την ψυχή του 10 βενετσιάνικα δουκάτα  και ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες.

·      Επίσης, θέλει αν δεν εξοφληθεί η υποχρέωση των 150 βεντσιάνικων δουκάτων από τον ανιψιό του Αντρέα Τζώρτζη στη Βενετία, να πληρωθεί από αυτόν. Στον ίδιο αφήνει για την ψυχή του τρεις αλλαξιές, δύο ζευγάρια μεταξωτές κάλτσες και 25 βενετσιάνικα δουκάτα.

·      Επίσης, αφήνει, για την ψυχή του, στον μάγειρά του Αντώνιο 5 βενετσιά-νικα δουκάτα.

·      Επίσης αφήνει στο παπά γέρο Δάνδολο της Παναγίας, 5 μικρές λίρες, για να κάνει  πέντε λειτουργίες για την ψυχή του.

·      Επίσης αφήνει στον σεβαστό δον Αλβίζε Παλμεζάν 10 βενετσιάνικα δου-κάτα για τη βοήθειά που θα προσφέρει στην ταφή του.

·      Επίσης αφήνει στους εξοχότατους κυρίους Φροριανό Κιότζα και Στάη Πατελάρο, διδάκτορες γιατρούς, από αγάπη και καλοσύνη, 6 ασημένια κουτάλια και πιρούνια στον καθένα.

·      Επίσης αφήνει στον Μάρκο Φεράρα από αγάπη τα διακοσμητικά, που έχει στο κίτρινο δωμάτιο και στον Αντώνιο Λόγγο αυτά που έχει στο καθιστικό, για τον ίδιο λόγο.

·      Επίσης αφήνει σε μένα τον νοτάριο για να κρατήσω στη μνήμη μου το σεβασμό του τα δακτυλίδια που φορά στο χέρι.

·      Επίσης αφήνει στον Άγιο Ρόση της Βενετίας 10 βενετσιάνικα δουκάτα για την ψυχή του.

·      Επίσης θέλει να αγοραστούν για την Παναγία του Πιάντο της Βενετίας όλα όσα έχει σημειώσει στο βιβλίο του.

·      Επίσης, θέλει όλα τα κλειδιά όλων των σπιτιών του, βιβλία, διάφορα χαρτιά, σχέδια εγγράφων ή οτιδήποτε άλλο να παραδοθούν στα χέρια του εκλαμπρότατου κομισάριού του.

·      Επίσης θέλει να δοθούν στον Μιχέλ Νταλγκάλο στη Βενετία 50 βενετσιά-νικα δουκάτα, αν δεν έχουν ήδη δοθεί.

·      Τα υπόλοιπα όλης της περιουσίας του, κινητής και ακίνητης, τα αφήνει, για την ψυχή του, στην εκλαμπρότατη φιλτάτη σύζυγό του Ελίνα Τζώρτζη και στις κόρες του Τσιπριάνα και Τζορτζίνα, που μπορούν να διαθέσουν όπως θέλουν, χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανένα. Έτσι παρακάλεσε μάρτυ-ρες.

Μάρτυρες: πολύ σεβαστός δον Αλβίζε Παλμεζάν, ιερέας,

οι εξοχότατοι γιατροί Κιότζας και Πατελάρος,

εκλαμπρότατος Μάρκος Φεράρας,

εκλαμπρότατος Τρύφων Πασκουάλε, γραμματέας,

Μάρκο Ντι Μάρκι, φαρμακοποιός,

Νικολό Ροδίτης.

 

***

 

Έγγραφο 13ο/Πάντιμος 138. Καταγραφή οικοσκευής.

Στις 15 Φεβρουαρίου 1638 κλήθηκα εγώ ο νοτάριος από τον ενδοξότατο Γερόλαμο Λίμα π. ενδοξότατου Ιάκωβου και από την ενδοξότατη Έλενα Λίμα π. ενδοξότατου Νικολό, που είχαν ορισθεί και οι δύο κομισάριοι από τον μακαρίτη ενδοξότατο Γερόλαμο Λίμα, ετεροθαλή αδελφό και αδελφό αντί-στοιχα. Πήγαμε μαζί στο σπίτι του μακαρίτη Γερόλαμου, που βρίσκεται σ’ αυτή την πόλη, στη συνοικία της Σπιανάτα για να γίνει μπροστά στους ίδιους και τους μάρτυρες η καταγραφή των πραγμάτων που υπήρχαν στο σπίτι και να εξασφαλιστούν γι’ αυτά οι ίδιοι για πάντα, όπως και ο τρίτος κομισάριος Γερόλαμος Λίμας π. Ιακώβου λεγόμενου Μαύρου, που έλειπε στο χωριό Πατσό, όπου έπρεπε να τακτοποιήσει κληρονομικά ζητήματα.

Η καταγραφή

·      Έξι πιθάρια άδεια, με μερική διακόσμηση, με τρεις νταμιζάνες, από τις οποίες η μια γεμάτη κρασί. Τα δύο βαρέλια που ήταν γεμάτα πριν από το θάνατο του παραπάνω Γερόλαμου, πουλήθηκαν, όπως διαβεβαιώνει η Έλενα, σε ένα ταβερνιάρη, για να κάνει ουίσκι (νερό της ζωής).

·      Δυο τραπέζια από καρυδιά με συρτάρια.

·      Τρία τραπεζάκια με τα πόδια τους.

·      Μια παλιά κασέλα από έλατο.

·      13 καθίσματα από καρυδιά, από τα οποία τα τέσσερα βρίσκονται στο σπίτι του κομισάριου Γερόλαμου.

·      15 σκαμνιά από καρυδιά, με σκαλίσματα και τα υποστηρίγματά τους, εκτός από ένα σκέτο χωρίς υποστήριγμα.

·      Μια εικόνα του Ευλογημένου Χριστού με την Παναγία και τον Άγιο Γιάννη τον Βαφτιστή, με την κορνίζα της επιχρυσωμένη.

·      Μια άλλη εικόνα του Αγίου Γερόλαμου, με επιχρυσωμένη την κορνίζα της.

·      Ένα χάλκινο βαρέλι.

·      Μια κασέλα από καρυδιά με σκάλισμα.

·      Ένα τραπέζι από έλατο για φαγητό χαμηλό.

·      5 δοχεία, μικρά και μεγάλα. Το ένα είχε ένα μίστατο λάδι.

·      Μια παλιά κασέλα από καρυδιά.

·      Τρία βαρέλια.

·      Ένα δοχείο παλιό με λίγο αλάτι μέσα.

·      Ένα σκεύος για να κάνουν το ψωμί.

·      Δυο κασέλες καινούριες από κυπαρίσσι.

·      Μια σιδερένια κάσα κρεβατιού με επίχρυσα πόμολα.

·      Μια κυλινδρική βούρτσα (για καθάρισμα της κάνης του όπλου).

·      Ένα μουζούρι από ξύλο.

·      Ένα μελανοδοχείο από καρυδιά σε κασετίνα.

·      Μια σούβλα.

·      Δυο στύλοι, ένας μικρός και ένας μεγάλος.

·      Οχτώ μουζούρια αλεύρι από στάρι σε ένα σάκο, που πρόκειται να χρησιμο-ποιηθεί στα μνημόσυνα του μακαρίτη.

Άνοιξα μια από τις παραπάνω κασέλες από κυπαρίσσι και  μέσα βρήκα τα εξής:

·      Ένα βαρελάκι ασημένιο, όλο σκαλισμένο, σαν ένα πραγματικό πιάτο.

·      Ένα κύπελο από ασήμι μεγάλο σκέτο, δουλεμένο από παλιά.

·      3 λίτρες και 3 ουγγιές κουκούλια άσπρου μεταξιού. Λένε ότι ο μακαρίτης πριν πεθάνει το είχε πουλήσει στην ηγουμένη της Μεσαμπελίτισσας.

·      5 ½ λίτρες νήμα από μπαμπάκι.

·      Μια λίτρα νήμα μπαμπακιού γαλάζιο και ένα στύλο.

·      Ένα άλλο στύλο μεγάλο.

·      Δυο γυναικείες πουκαμίσες σκέτες.

·      Ένα καινούριο τραπεζομάντιλο σκέτο τρία μπράτσα.

·      Δυο άλλες γυναικείες πουκαμίσες  με κέντημα.

·      Τρία ζευγάρια σεντόνια με κέντημα.

·      31 πετσέτες φαγητού σκέτες.

·      24 πετσέτες φαγητού με κέντημα.

·      Δυο τραπεζομάντιλα δυο μπράτσα το καθένα με κέντημα στον περίγυρο.

·      Άλλα τρία τραπεζομάντιλα  όμοια χωρίς κέντημα.

·      Τέσσερα πουκάμισα με 4 ζευγάρια  μπογέζες από ύφασμα. 

·      Ένα φακιόλι με κέντημα γύρω, γύρω για στέγνωμα χεριών.

·      Ένα παρόμοιο φακιόλι.

·      Τέσσερα πετσέτες των δύο μπράτσων  για στέγνωμα χεριών.

·      Τέσσερα ζευγάρια κάλτσες για παιδάκια.

·      Δύο ρολά ύφασμα βαμβακερό 50 μπράτσα.

·      13 μπράτσα ύφασμα για μαντίλια.

·      40 ½  μπράτσα ύφασμα καθαρό.

·      Σε ένα κουβά βρέθηκαν 42 λίρες των 10 υπερπύρων η μία.

Όλα τα παραπάνω πράγματα και χρήματα τοποθετήθηκαν ξανά στην κασέ-λα και το κλειδί της δόθηκε στην Έλενα.

Σε μια κασέλα από έλατο καινούρια ζωγραφισμένη βρέθηκαν τα παρακά-τω:

·      Μια ενδυμασία από ορμεζίνη κόκκινη και άσπρη με τρία μεταξωτά σιρίτια (κορδελάκια) γύρω, γύρω.

·      Μια άλλη ενδυμασία από ορμεζίνη κίτρινη χρυσαφί με τρία μεταξένια σιρίτια, παλιά.

·      Μια κουβέρτα από δίμιτο μεταξιού καινούρια  όλη με κέντημα.

·      Δώδεκα ασημένια κουτάλια και δώδεκα πιρούνια με τρεις forzine.

·      15 μαχαίρια με λαβή από ελεφαντόδοντο.

·      Μια ποδιά από λεπτό μετάξι κεντημένη, με κορδελίτσες σε ματσάκια (μπου-κέτα).

·      Δυο γυναικεία σάλια με κέντημα.

·      Ένα άλλο σάλι με κέντημα.

·      Ένα άλλο όμοιο.

·      Μια γυναικεία ποδιά από λεπτό μετάξι κεντημένη, με σιρίτια στο πάνω μέρος.

·      Μια άλλη από λεπτό μετάξι παλιά, κεντημένη με σιρίτια σε ματσάκια.

·      Τρία πέπλα από μετάξι.

·      Ένα κουτί  ζωγραφιστό από την Κωνσταντινούπολη.

·      Ένα κουτί με περιλαίμια διάφορα μαντιλάκια και παιδικά περιλαίμια.

·      Ένα κουτί ζωγραφιστό σε πράσινο χρώμα με γυναικεία μαντίλια κεντημένα, με ένα κομμάτι ύφασμα καθαρό.

·      Δυο μαξιλαροθήκες με κέντημα.

·      Μια ενδυμασία από ορμεζίνη κόκκινη και άσπρη με τα μανίκια της και τρία σιρίτια (κορδελάκια) από μετάξι γύρω, γύρω.

·      Μια άλλη ενδυμασία από ορμεζίνι σε χρώμα λεμονιού με τρία σιρίτια από μετάξι γύρω, γύρω.

Όλα τα παραπάνω πράγματα τοποθετήθηκαν ξανά στην κασέλα και το κλειδί της δόθηκε στην Έλενα.

Σε μια κασέλα από καρυδιά σκέτη βρέθηκαν τα εξής:

·      5 λίτρες κίτρινο μετάξι.

·      12 μπράτσα γαλάζιο ύφασμα.

·      11 μπράτσα μαύρο ύφασμα από μετάξι.

·      Ένας μανδύας από το ίδιο δουλεμένος σε στυλ γαλλικό.

·      Ένα περιλαίμιο από δέρμα φοδραρισμένος με ορμεζίνη πράσινη και στολι-σμένος με ρομανέτες από μαύρο μετάξι.

·      Δυο μανδύες παιδικοί από μαύρη ορμεζίνη, παλιοί.

·      Δυο αλλαξιές παιδικές από ύφασμα ορμεζίνης.

·      Ένα ρολό από άσπρο ύφασμα 26 μπράτσα.

·      Έξι μαξιλάρια καινούρια, τα δύο από τα οποία είναι από ορμεζίνη κίτρινη.

·      Δυο κολάρα από δέρμα φοδραρισμένα με πράσινη ορμεζίνη παιδικά.

·      20 ½ μπράτσα άσπρο ύφασμα συνηθισμένο σε ένα ρολό.

·      12 μπράτσα ύφασμα για φοδράρισμα κουβερτών.

·      24 μπράτσα ύφασμα για δύο στρωματοστρώσεις.

·      Ένα κρεβάτι σιδερένιο παλιό, επίχρυσο, με τα πόμολά του επίχρυσα επίσης.

·      Άλλα τρία μαχαίρια με τις λαβές τους από ελεφαντόδοντο.

·      Μια σειρά με μαργαριτάρια, που λένε ότι έχουν προσφερθεί ως τάμα στον Άγιο Γιώργη τον Καμαριώτη.

Όλα τα παραπάνω πράγματα τοποθετήθηκαν ξανά στην κασέλα και το κλειδί της δόθηκε στην Έλενα.

·      Τέσσερις κρεβατοστρώσεις «μέσης ηλικίας».

·      Δύο κουβέρτες μέσης ηλικίας σε στυλ Συρίας.

·      Δυο ζευγάρια σεντόνια με λίγο κέντημα.

·      Ένα ζευγάρι αλυσιδίτσες χρυσές σμαλτωμένες με μαργαριτάρια.

·      Ένα άλλο ζευγάρι αλυσιδίτσες χρυσές μοντέρνες με τρεις officieti η μία.

·      26 ασημένιες καρφίτσες.

·      Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια ασημένια επίχρυσα.

·      Ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια με τα κρεμαστά τους σε ροζέτες διακο-σμημένες με μαργαριτάρια.

·      Ένα άλλο ζευγάρι παρόμοιο.

·      Ένα άλλο ζευγάρι σκουλαρίκια χρυσά σμαλτωμένα με τα μαργαριτάρια τους.

·      Ένα κολιέ με μαργαριτάρια περασμένα από έντεκα  σε τέσσερις σειρές και με δώδεκα χρυσά κουμπιά.

·      Ένα παρόμοιο κολιέ με 84 χάντρες.

·      Ένα άλλο μαργαριταρένιο κολιέ με δώδεκα χάντρες σε τέσσερις σειρές με τα κουμπάκια τους από μαργαριτάρια.

·      Ένα άλλο κολιέ παρόμοιο με τα κουμπάκια του από μαργαριτάρια.

·      Ένα άλλο κολιέ μαργαριταρένιο όμοιο διακοσμημένο.

·      Ένα άλλο κολιέ με έντεκα σε τέσσερις σειρές με δώδεκα κουμπιά από μαύρο κόκαλο.

·      Ένα άλλο κολιέ με τέσσερις σειρές από δώδεκα.

·      Ένα άλλο από 19 σε τέσσερις σειρές με τα κουμπιά τους από μαργαριτάρι

·      Ένα δακτυλίδι  επίχρυσο.

·      Ένα άλλο δακτυλίδι χρυσό με μια πέτρα κόκκινη.

·      Ένα άλλο χρυσό με πέτρα γαλάζια.

·      Ένα άλλο χρυσό διακοσμημένο με διαμάντι.

·      Ένα άλλο χρυσό χωρίς πέτρα.

·      Ένα περιδέραιο χρυσό με αρχαία διακόσμηση.

·      Ένα περιδέραιο χρυσό με 7 ροζέτες και το κρεμαστό του.

·      Ένα άλλο όμοιο.

·      Μια εικόνα της Ευλογημένης Παναγίας.

·      Τέσσερα σπαθιά και ένα μαχαίρι.

·      9 πιάτα από κασσίτερο.

·      6 από ορείχαλκο.

·      17 άλλα.

·      19 στρογγυλά.

·      Ένα βαρέλι από κασσίτερο.

·      Μια αλατιέρα και ένα μπουκάλι από κασσίτερο.

Όλα τα παραπάνω τοποθετήθηκαν σε ένα κουτί και παραδόθηκαν στην Ελένη.

·      Ένα χαλί μισοφθαρμένο.

·      Ένα μικρό κιβώτιο γεμάτο ιδιωτικά συμφωνητικά. Λένε ότι είχαν σχέση με το σπίτι του μακαρίτη. Δόθηκαν και αυτά στην Έλενα.

·      Ένα ζευγάρι τρίποδες από ξύλο με 5 φύλλα (σανίδια) από κρεβάτι.

·      Μια μικρή κάβα με 12 σανίδες.

·      Μια κασέλα από κυπαρίσσι καινούρια γεμάτη λινό ύφασμα που ζυγίζει 165 λίτρες. Τοποθετήθηκε ξανά στην ίδια κασέλα που παραδόθηκε στην Έλενα. Αυτή είπε ότι ένα μέρος είναι δικό της.

·      Μια κασέλα από καρυδιά παλιά με σκαλίσματα.

·      Μια άλλη όμοια.

·      Μια ζακέτα από μαλλί καινούρια.

·      Μια κούνια από κυπαρίσσι.

·      Ένα καζανάκι από χαλκό και δύο κουβάδες.

·      Ένα τσουκάλι από χαλκό.

·      4 σπαθιά, δυο μεγάλα και δυο μικρά.

·      Δυο τηγάνια.

·      4 κατσαρόλες ή κύπελα από σίδερο.

·      2 μεταλλικά πιάτα.

·      Ένας λύχνος από τσίγκο με τέσσερις υποδοχές.

Σε μια άλλη κασέλα από κυπαρίσσι καινούρια βρέθηκαν τα εξής:

·      Δυο ζευγάρια σεντόνια με λίγο κέντημα.

·      Δυο γυναικείες πουκαμίσες καινούριες με κέντημα. Η Έλενα λέει ότι είναι δικές της.

·      Ένα ζευγάρι σεντόνια καινούρια  χωρίς κέντημα.

·      Ύφασμα 10 μπράτσα για ενδύματα.

·      Τρεις ποδιές γυναικείες από ύφασμα με λίγο κέντημα.

Όλα τα παραπάνω πράγματα τοποθετήθηκαν ξανά στην κασέλα και παρα-δόθηκαν στην παραπάνω Έλενα.

Όλα τα παραπάνω πράγματα βρέθηκαν στο σπίτι που κατοικούσε ο μακα-ρίτης Γερόλαμος, που βρίσκεται σ’ αυτή την πόλη, στη συνοικία της Σπιανάτας  και ανήκε στον μακαρίτη Φραγκίσκο Καλλέργη.

Μάρτυρες: Μανούσος Βλαστός π. σεβαστού παπά Αντρέα,

Δάσκαλος Γιαννάς Τρουλινός σεβαστού παπά Γεωργιλα από αυτή την πόλη.

 

***

 

Έγγραφο 14ο/Αρκολέος 14. Καταγραφή οικοσκευής.

Ρέθυμνο, 31 Δεκεμβρίου 1643, στο σπίτι του Γιώργη Βαρούχα. Μπροστά σε μένα και τους μάρτυρες ο παραπάνω Βαρούχας δηλώνει ότι βρήκε τα παρα-κάτω έπιπλα στο σπίτι του μακαρίτη Ιάκωβου Βαρούχα π. Αλβέρτη:

·      Μια μεγάλη ντουλάπα με πράγματα που ανήκουν στον Ιάκωβο από την Ελιά Επισκοποπούλα, χήρα του Αλβέρτη Βαρούχα, και συγκεκριμένα: 12 μαξιλάρια παλιά, μικρά και μεγάλα, μια κασέλα από κυπαρίσσι στο κύριο δωμάτιο, στην οποία υπήρχε 12 λίτρες στριμμένο νήμα.

·      Αλλού βρέθηκαν 4 μαξιλάρια χωρίς καλύμματα, 2 ζεύγη σεντόνια παλιά, ένας κρεβατόγυρος, ένα παλιό φουστάνι, μια φορεσιά από πράσινη ορμε-ζίνη, 5 μαξιλαροθήκες, 17 πετσέτες, μια κουβέρτα από δίμιτο κίτρινη, ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια καινούρια με κέντημα, 25 μαντίλια, άλλες 12 πετσέ-τες, 2 τραπεζομάντιλα, 2 στρώματα μεγάλα και 1 μικρό, 2 μαξιλάρια και μια παλιά υφαντή γαλάζια κουβέρτα.

·      Σε ένα μικρό κουτί βρέθηκαν: ένα κολιέ χρυσό με 2  αλυσιδίτσες.

·      Σε ένα άλλο κουτάκι ένα ζευγάρι περιδέραιο με μαργαριτάρια. Επίσης ένα συνηθισμένο μαργαριταρένιο κολιέ.

·      Σε ένα άλλο κουτί ένα μαργαριταρένιο κολιέ με 11 χρυσά κουμπιά και ένα επίχρυσο, 2 χρυσά δακτυλίδια με κόκκινες πέτρες, ένα ζευγάρι χρυσά σκου-λαρίκια και ένα ασημένια.

·      Σε μια  κασέλα από κυπαρίσσι βρέθηκαν 9  γαλάζιοι πίνακες.

·      Σε μια άλλη βιβλία μικρά και μεγάλα, που ανήκαν στον Ιάκωβο.

·      Επίσης, βρέθηκε ένα βαρέλι μεταλλικό, 9 καρέκλες από καρυδιά και ένα σκαμνί.

·      Στο πάνω πάτωμα, στο κύριο δωμάτιο, βρέθηκαν 3 καρέκλες από κυπα-ρίσσι και μια από κουκουναριά, ένα γραφείο από κουκουναριά και ένα παλιό μεγάλο κρεβάτι από κυπαρίσσι, που επίσης ανήκαν στον Ιάκωβο.

·      Στην κουζίνα βρέθηκε ένα μικρό ντουλάπι και ένα μικρό τραπέζι, 2 σιδερο-τσούκαλα ένα μικρό και ένα μεγάλο.

·      Σε ένα άλλο δωμάτιο στο ισόγειο βρέθηκαν 2 δοχεία λαδιού μεγάλα και 2 μικρά, ένας αμφορέας και ένα δοχείο με 25 περίπου μίστατα κρασί, 2 επεξεργασμένες υδροροές και δύο σκέτες.

·      Στο τμήμα που χρησίμευε για μαγαζί βρέθηκαν 3 δοχεία άδεια και 4 αμφορίσκοι.

·      Επίσης, σε ένα άλλο δωμάτιο κοντά στο μαγαζί βρέθηκαν 2 άδεια δοχεία, μια φορεσιά μεταχειρισμένη από κόκκινο ύφασμα. Όλα τα παραπάνω βρέθηκαν στα σπίτια που για την ώρα κατοικεί η κ. Ελιά, χήρα, και έμειναν εκεί, εκτός από τα βιβλία που ανήκαν στον παραπάνω Ιάκωβο Βαρούχα.

Μάρτυρες: Γεωργιλάς Βαρούχας Αλεξίου, Μάρκος Ξένος.

 

***

 

Έγγραφο 15ο/Αρκολέος 18. Καταγραφή οικοσκευής

Ρέθυμνο, 4 Ιανουαρίου 1644, στο σπίτι του Τζώρτζη Καλλέργη π. Πιέρου, κοντά στην Πόρτα Γκόρα (Μεγάλη Πόρτα). Εκεί η Ιζαμπέτα Κιότζα, χήρα του μακαρίτη Τζώρτζη και ο γιος της Πιέρος, εκτελεστές και οι δύο της διαθήκης, έκαναν καταγραφή της οικοσκευής του σπιτιού και βρήκαν τα παρακάτω:

·      Σ’ ένα δωμάτιο στο ανώγειο: ένα κρεβάτι με στρώμα και κουβέρτα, δύο κασέλες από κουκουναριά, ένα μπαούλο παλιό, ένας πάγκος από κουκου-ναριά παλιός και ένα άλλο μπαουλάκι, όπως και μια εικόνα της Παναγίας.

·      Σε ένα άλλο δωμάτιο, επίσης στο ανώγειο: ένα αρμάρι από κουκουναριά παλιό, μια κασέλα απόκουκουναριά και μέσα σ’ αυτήν ένα κάλυμμα κασέλας παλιό. Μια άλλη κασέλα από κουκουναριά κενή, μια άλλη καρυ-δένια και μια τρίτη με διακόσμηση. Σε μια άλλη διακοσμημένη βρέθηκαν εφτά μαξιλάρια χωρίς θήκες, δύο ζευγάρια σεντόνια κεντημένα, άλλο ένα ζευγάρι σκέτο, δύο φουστάνια καινούρια, ένα μαξιλάρι, ένα στρώμα, μια μπόλια κεφαλής κεντημένη, ένα κάλυμμα, ένα μαξιλάρι, τέσσερις πουκα-μίσες γυναικείες κεντημένες, δύο σάλια δουλειάς και μια λεκάνη. Μια μικρή κασέλα ήταν γεμάτη από ποδιές. Επίσης μια μικρή λεκάνη και τρία σκαμνιά, μια φορεσιά από πράσινη ορμεζίνη καινούρια με 23 χρυσά κορδόνια και μια άλλη φορεσιά από ορμεζίνη κίτρινη με τρία κορδόνια ασημένια.

·      Σε ένα άλλο δωμάτιο επίσης στο ανώγειο: ένα στρώμα μεταχειρισμένο με τριπόδια και τον ουρανό του, με ένα κάλυμμα και με μια άλλη κουβέρτα κίτρινη μεταχειρισμένη. Ένα τραπέζι φαγητού ελάτινο, ποτήρια, δέκα σκεύη για μεταφορά λαδιού, ένα βαρέλι κρασιού, κηροπήγια ορειχάλκινα. Σε μια πιατοθήκη εφτά πιάτα και πέντε μεγάλα κωνσταντινουπολίτικα. Σε μια άλλη κασέλα δύο καλύμματα κ.ά.

·      Στο μαγαζί του σπιτιού υπήρχαν άδεια δύο άδεια βαρέλια, ένα στο σπίτι του γαμπρού τους και ένα στο θείο τους τον Ιάκωβο Σαγκουϊνάτσο. Τα υπόλοι-πα βρίσκονται στο σπίτι και στη δικαιοδοσία των επιτρόπων - εκτελεστών της διαθήκης.

Μάρτυρες: μαστρο Μιχάλης Γιατσινόπουλος, ράφτης

                 Μιχάλης Κοντοβάρδελος Μανόλη, χαμάλης.

 

***

 

Έγγραφο 16ο/Αρκολέος 253. Καταγραφή οικοσκευής.

Ρέθυμνο, 16 Οκτωβρίου 1645,στο σπίτι του μακαρίτη ευγενή Μαθιού Καλλέργη π. ευγενή Τζώρτζη. Εκεί κλήθηκα εγώ και οι παρακάτω μάρτυρες από την ευγενή Μαρούλα Κορνέρ, χήρα και κομισσάριο του μακαρίτη Μαθιού και από την ευγενή κρητικιά Μαρούσα Νταφεράρα, μητέρα της και πεθερά του άλλου κομισσάριου Αντρέα Κλαροτζάνε, για να κάνουμε την καταγραφή όλης της κινητής περιουσίας του Μαθιού, που βρίσκεται στο σπίτι.

·      Στο κύριο δωμάτιο σε μια κασέλα από κουκουναριά βρέθηκαν λίγα λινά ρούχα και άλλα ασπρόρουχα.

·      Μια άλλη μεγάλη στο ίδιο δωμάτιο ήταν γεμάτη στάρι.

·      Σε μια άλλη μικρή βρέθηκαν ρούχα, άδεια κουτιά και μια μεγάλη εικόνα.

·      Στο ισόγειο 4 βαρέλια κρασί νέο, 3 κοφίνια με ταγή, κριθάρι και στάρι. Ένα αρκοβούζιο και ένας παλιός πάγκος από κυπαρίσσι.

·      Στο ανώγειο βρέθηκαν: μια κασέλα από κουκουναριά, ζωγραφισμένη και γεμάτη με ρούχα του Μαθιού, 4 σκαμνιά, 3 καρέκλες, ένα μεγάλο τραπέζι φαγητού, ένα παλιό στρώμα, ένα άλλο μεγάλο τραπέζι φαγητού, ένα χαλί, δύο άλλα στρώματα με ένα κάλυμμα, μια γαλάζια κουβέρτα, 4 μικρά δοχεία και 15 μουζούρια στάρι.

·      Μια κάσα από κυπαρίσσι  μέσα στην οποία βρέθηκαν:

- Μια φορεσιά γαλάζια με χρυσά λουλούδια και διάφορα άλλα χρώματα μαζί με τα μανίκια της. Μια από σκληρό ύφασμα σκέτη, άσπρη με διάφορα χρώματα και με μανίκια. Μια άλλη από πράσινο λείο ύφασμα με χρυσά κορδό-νια και μανίκια.

- Μια φούστα από σκληρό ύφασμα (καναβάτσο) σκέτη, χρωματιστή και χρυσά γαλόνια.

- Μια άλλη φορεσιά από ορμεζίνη με μεταξένια κορδόνια.

- Δυο άλλες με ορμεζίνη, η μια γαλάζια και η άλλη κίτρινη.

- Ένα ύφασμα γαλάζιο, 24 πήχεις, δύο κρεβατόγυροι μεταξένιοι, ο ένας από ορμεζίνη πράσινη και ο άλλος από «καμοκάν» κόκκινο.

- 3 κουβέρτες με κόκκινους, κίτρινους και γαλάζιους χρωματισμούς από δίμιτο.

- 8 ζεύγη σεντόνια καινούρια με κέντημα.

- 10 πουκάμισα γυναικεία καινούρια με κέντημα.

- 5 φουστάνια, τα τρία σκέτα.

- 3 ποδιές με κέντημα και 4 μπόλιες με κέντημα.

- Μια μπόλια κεφαλιού με κέντημα, 4 τραπεζομάντιλα κεντημένα και 24 πετσέτες.

·      Στην κουζίνα βρέθηκαν τα σκεύη μαγειρέματος.

·      Σε ένα κουτί κόκκινο με ζωγραφιές βρέθηκαν:

- Ένα περιδέραιο χρυσό με καδένα.

- Μια σειρά μαργαριτάρια με 14 χρυσά κουμπιά σε τέσσερις σειρές.

- Μια άλλη σειρά μαργαριτάρια με 11 κουμπιά.

- Μια άλλη με 67 χάντρες.

- Ένα κόσμημα με τρία μαργαριτάρια, το ένα χοντρό και τα άλλα μικρά, με μια βεργίτσα χρυσή επάνω.

- Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με 32 κρεμαστά μαργαριτάρια.

- Δύο δακτυλίδια χρυσά με άσπρες πέτρες.

- Ένα άλλο δακτυλίδι με γαλάζια πέτρα.

- Ένα άλλο μικρό με κόκκινη.

- Ένα άλλο με ζαφείρι.

- Ένα ζευγάρι αλυσιδίτσες χρυσές.

- Ένα κομμάτι χρυσάφι, λένε ότι είναι ενέχυρο.

- Ένα κύπελλο ασημένιο σκαλιστό.

- 12 κουτάλια ασημένια και 12 πιρούνια.

- Ένα κύπελλο ασημένιο, λένε ότι είναι και αυτό ενέχυρο.

·      Βρέθηκαν επίσης έγγραφα του Μαθιού:

- Ένα χρεωστικό του Δαβίδ Μεζούλη, Εβραίου, για 1.200 λίρες με όλα τα ενέχυρα που είχαν οριστεί.

- Ένα άλλο χρεωστικό του ευγενή Πιέρου Κορνέρ για 2.300 υπέρπυρα και ένα άλλο του ίδιου για 1.959.

- Ένα χρεωστικό του ευγενή Φραγκίσκου Μπαρότση για 24.000 υπέρπυρα.

- Ένα χρεωστικό του Φραγκίσκου Μηλιώτη για 773 υπέρπυρα, του Λουκά Βεβέλη για 770, του Δημήτρη Σαγκουϊνάτσου για 2 ½ λίτρες μετάξι, του Αντρέα Κλαροτζάνε για 500 υπέρπυρα, του Μηλιώτη και του Αντρέα Σαγκουι-νάτσου για 2.983 υπέρπυρα. Τέλος, ένα του ευγενή Ιάκωβου Σαγκουινάστου π. Φραγκίσκου για 12.500 υπέρπυρα.

- Ένα τετράδιο με τα πιστωτικά σε λάδι κ.ά.

- Δύο ζευγάρια παντούφλες κ.ά.

       Όλα τα παραπάνω αφέθηκαν στη χήρα και κομισσάριο του Μαθιού Μαρούλα.

Μάρτυρες:  Αντώνιος Κλαροτζάνε Ιακώβου,

                       Μιχελίν Πάγκαλος π. Κωνσταντίνου λεγόμενου Τρυγώνη.

 

***

 

Έγγραφο 17ο/Καλλέργης 292, 293, 303. Διαθήκη.

Ο Πιέρος Κακάβελας, είναι άρρωστος και κάνει τη διαθήκη του. Ορίζει εκτελεστές τον Νεόφυτο Καλονά, ηγούμενο του μοναστηριού Αγίου Σωτήρα του Πετρόπουλου, την ευγενή Μαργαρίτα Σαγκουινάτσου, σύζυγό του, και τον αδερφό του Φραγκίσκο.

·      Θέλει, όταν πεθάνει, να ταφεί το πτώμα του στην εκκλησία του Σωτήρα Χριστού του Κλαροτζάνε στο Λιβάδι, όπου  είναι  θαμμένοι και οι γονείς του. Στην εκκλησία αυτή αφήνει σταθερό έσοδο 11 μ. στάρι τη χρονιά από το χωριό Καστέλλι και 4 μ. λάδι από το χωριό Καλονύχτη, για να μνημο-νεύεται συνέχεια από τον εφημέριο, αν δεν τηρεί τα παραπάνω, να μεταβι-βάσουν το παραπάνω κληροδότημα σε όποια εκκλησία θέλουν.

·      Θέλει και αφήνει το μετόχι του που βρίσκεται στο Άριο με όλα τα δικαιώ-ματά του στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Αρσάνη, επειδή άκουσε από το μακαρίτη πατέρα του ότι, όταν χρωστούσε για το μετόχι αυτό 3.000 υ τον διευκόλυνε το μοναστήρι. Αν κάποιος από τους κληρονόμους του θέλει να ανακτήσει το μετόχι, μπορεί, αφού πληρώσει στο μοναστήρι το αντίτιμο.

·      Αφήνει στην εκκλησία της Παναγίας, κοντά στους Πασαλίτες, στη Βατιανή, όπου για την ώρα μονάζουν μοναχές, έσοδο 20 μ. στάρι τη χρονιά, για να κάνει βελτιώσεις ο ηγούμενος Καφάτος. Το στάρι αυτό θα πληρώνει ο Ιάκωβος Σαγκουινάτσος Μπίστης του μ. Τζουάννε για τα χρήματα που του χρωστά. Αν το καταβάλλει κάθε χρόνο, τότε του χαρίζει τα υπόλοιπα από όσα του χρωστά. Αν όχι, οι εκτελεστές του οφείλουν να του πάρουν όλα τα χρήματα που του χρωστά, να δώσουν από αυτά 3.000 υπέρπυρα στο μονα-στήρι και να κρατήσουν τα υπόλοιπα. Για αντάλλαγμα, οι μοναχές οφείλουν να παρακαλούν το  θεό  για την ψυχή του.

·      Θέλει και αφήνει στο μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού του Πετρόπουλου όλα όσα του χρωστά ο Μιχέλ Βλαστός Τζαννάκης, για να τον μνημονεύει ο εφημέριος του μοναστηριού.

·      Αφήνει στην εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων στο χωριό Καλονύχτη το μισό σόχωρο, που  αγόρασε από την Αννέζα Σαργιαδοπούλα χωρίς τα δέντρα. Από αυτό να δίνεται ? μίστατο λάδι κάθε χρόνο στην εκκλησία του Κλαρο-τζάνε και τα υπόλοιπα στην εκκλησία αυτή των Αγίων Ασωμάτων, για να μνημονεύεται από τον εφημέριο της εκκλησίας για πάντα.

·      Αφήνει στην εκκλησία του Αγίου Γιάννη, κοντά στα σπίτια του, στην πόλη, 500 υπέρπυρα, για να χτιστεί με πέτρες η πρόσοψη  του τμήματος που είναι σκεπασμένο με δοκάρια, για την ψυχή του. Αν δεν το κάνουν αυτό, τα χρή-ματα να πάνε στο σεβαστό παπά Αντρέα Βλαστό, εφημέριο της Παναγίας της Οδηγήτριας.

·      Δηλώνει ότι έχει πληρώσει στη σύζυγό του 7.000 υπέρπυρα από την προίκα της και της χρωστά ακόμα 4.000, για τα οποία της αφήνει 100 σκούδα σε μετρητά, 6 στρώματα, όλο το χρυσάφι και το ασήμι που τυχαίνει να έχει και τα υπόλοιπα από τα έπιπλά του εκτός από τέσσερα στρώματα, που οφείλει να δώσει η σύζυγός του ως ελεημοσύνη στην υπηρέτρια.

·      Στη σύζυγό του τα σπίτια που έχει στο χωριό Καλανταρέα με τα έπιπλα τους. Θα τα κρατά όσο ζει και, στη συνέχεια, θα πάνε στους συγγενείς του.

·      Στον αδελφό του, 50 ρεάλια ασημένια, τα οποία θα του δοθούν σε ένα μήνα μαζί με τέσσερα στρώματα.

·      Στη βαφτισιμιά του 500 υπέρπυρα για την ψυχή του, τα οποία θα δοθούν την περίοδο του γάμου της.

·      Το υπόλοιπο του σταριού που εισπράττει από τον Κάστελλο να το παίρνει η γυναίκα του να κάνει ψωμί στους φυλακισμένους, για την ψυχή του.

·      Έχει δώσει στον Πανταλέοντα Κακάβελα 30 ρεάλια με γραπτή απόδειξη, τα οποία αφήνει στον ίδιο και τα αδέλφια του για την ψυχή του.

·      Το υπόλοιπο της περιουσίας του μαζί με όσα του χρωστούν, τα οποία οφεί-λουν τα αφήνει στη σύζυγό του, με την υποχρέωση να κρατά σημειώσεις για κάθε τι, να τα μετατρέψει όλα σε χρήμα και να τα διαθέτει σε καλές πράξεις  και για να χτίσει ένα τοίχο γύρω από την αυλή της εκκλησίας Παναγίας Οδηγήτριας.

·      Επίσης δηλώνει ότι σε περίπτωση που διώξουν τη σύζυγό του από τα σπίτια που μένουν τώρα, να της πληρώσουν 11.000 υπέρπυρα, τα οποία της χρωστούν από το μερίδιό της στο μετόχι που είχε δώσει στον εκλαμπρότατο διοικητή Γριμπιά για εξόφληση των οφειλών τους.

·      Αφήνει στους εκτελεστές της διαθήκης του την υποχρέωση να εξοδεύσουν 1.000 υπέρπυρα για να του κάνουν ένα μνήμα στην εκκλησία του παρα-πάνω Κλαροτζάνε, έναντι του οποίου λέει ότι έχει δώσει στο Βολάκη 32 λίρες, οι  οποίες θα  συμψηφιστούν στα άλλα έξοδα για την κατασκευή του.

Μάρτυρες: Εγώ ο παπά Αντρέας Βλαστός, μάρτυρας παρακαλετός στα παραπάνω.

Εγώ ο παπά Γιώργης Παγάς, μάρτυρας παρακαλετός στα παραπάνω.

Εγώ ο παπά Μιχελίν Αποστόλης, μάρτυρας παρακαλετός στα παραπάνω.

Εγώ ο δάσκαλος Φραγκίσκος Καλλέργης, μαρτυρώ τα παραπάνω.

Εγώ ο δάσκαλος Μανόλης Λαθούρας, μαρτυρώ τα παραπάνω.

Εγώ ο Τζανής Βλαστός, μαρτυρώ τα παραπάνω.

Εγώ ο Τζώρτζης Λομβάρδος του μ. Ντονάτο, μαρτυρώ τα παραπάνω.

 

1η Συμπληρωματική διαθήκη (Κ. 293/28-1-1643).

Ο Πιέρος Κακάβελας κάνει συμπληρωματική διαθήκη.

·      Θέλει και αφήνει στο μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα Χριστού του Πετρό-πουλου το χωράφι του «εις το Κλιμάκι» και τέσσερα δοκάρια που τυχαίνει να έχει στο μαγαζί του, για να μνημονεύεται η ψυχή του.

·      Επίσης, αφήνει στην πρώτη κόρη του Κωνσταντίνου Γιαλούρη 600 υπέρ-πυρα για την ψυχή του.

·      Θέλει και αφήνει στην πρώτη κόρη του παπά Τσικαλόπουλου, κουμπάρου του από το χωριό Κάστελλο 600 υπέρπυρα για την ψυχή του.

·      Τα δύο αυτά κληροδοτήματα θα δοθούν από τους εκτελεστές της διαθήκης του σε λάδι την περίοδο της παντρειάς τους.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στον Αλβίζε Κιότζα ανιψιό του 50 μίστατα λάδι από τη βεντέμα του επόμενου έτους.

·      Επίσης, αφήνει στην ανιψιά του Κατερού 30 μίστατα λάδι από αυτά που του χρωστούν στο χωριό Καλανταρέα.

·      Δηλώνει, επίσης, ότι, αν ακόμα θέλει αυτή η Κατερού να πάει στο μονα-στήρι της Βατιανής, μπορεί να πάρει και μερίδιο από τις 3.000 υπέρπυρα που άφησε στο μοναστήρι αυτό για την ψυχή του.

·      Επίσης, δηλώνει ότι εμπιστεύεται τα μνημόσυνα για την ψυχή του στον πολύ σεβαστό πατέρα Καλονά, εκτελεστή της διαθήκης του και ηγούμενο του παραπάνω  μοναστηριού  του Πετρόπουλου, στον  οποίο αφήνει εντολή να διαθέσει 900 περίπου ρεάλια από αυτά που τυχαίνει να έχει σε μετρητά, σε μέρη που η  σεβασμιότητά του νομίζει ότι υπάρχει ανάγκη, και  να  μην μπορεί η γυναίκα του να τον εμποδίσει ούτε ο αδελφός του Φραγκίσκος Κακάβελας ούτε κανένας άλλος.

·      Επίσης, θέλει και αφήνει στους χωρικούς του Καλονύχτη τα μισά από αυτά που του χρωστούν μέχρι τώρα.

·      Δηλώνει ακόμα ότι ο Γεωργιλάς Σαγκουινάτσος κρατά μερικά χωράφια που αυτός ο διαθέτης είχε αποκτήσει από το Μαρίνο Κόρνερ, επειδή του χρωστούσε 3.000 υπέρπυρα. Αν ο Σαγκουινάτσος θέλει τα χωράφια αυτά για τόσα χρήματα, μπορεί να τα αγοράσει.

·      Δηλώνει επίσης ότι από τα τέσσερα στρώματα που αφήνει με τη διαθήκη του στον αδελφό του Φραγκίσκο, τα δύο να δοθούν στην κόρη του μακαρίτη Τζουάννε Σαγκουινάτσου Μπίστη, που κρατά το σπίτι του.

Δε θέλει τίποτα άλλο να τακτοποιήσει και γι’ αυτό παρακαλεί.

Μάρτυρες: Εγώ ο παπάς Αντρέας Βλαστός μαρτυρώ παρακαλετός τα παρα-πάνω.

Εγώ ο παπάς Γιώργης Παγάς μαρτυρώ παρακαλετός τα παραπάνω.

Εγώ ο παπάς Μιχελίν Αποστόλης μαρτυρώ παρακαλετός τα παραπάνω.

Εγώ ο Τζουάννε Πίρινος  μαρτυρώ παρακαλετός τα παραπάνω.       

Εγώ ο Αντώνιος Δοξαράς μαρτυρώ παρακαλετός τα παραπάνω.  

Εγώ ο Τζανής  Βλαστός  μαρτυρώ παρακαλετός τα παραπάνω.           

Μάρτυρας είναι και ο Τζώρτζης Δάνδολος του μ. Λορέντζο, που δεν ξέρει να γράφει.

Τη διαθήκη επικυρώνει στις 30 Ιανουαρίου 1642 ο ρέκτορας Μολίνος και ο διαχειριστής του δημοσίου Πασκουαλίνος.

 

2η Συμπληρωματική διαθήκη (Κ. 303/10-3-1643).

Έχοντας σώας τα  φρένας θέλει και δηλώνει ότι:

·      Το κληροδότημα που αφήνει στο μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού του Πετρόπουλου, στο οποίο λειτουργεί ο ιεροκήρυκας πατέρας Καλονάς, επίτροπός του, θα ακολουθεί τον Καλονά σε  όποιο  μοναστήρι  θελήσει  να πάει για να κατοικήσει και να λειτουργεί.

·      Επίσης αφήνει την υποχρέωση στους εκτελεστές της διαθήκης του να  δώ-σουν στους αδελφούς Κακάβελα 40 ρεάλια δηλαδή τα 30 που τους αφήνει  με τη διαθήκη του και 10 ακόμα, τα οποία αυτοί θα δώσουν στην αδελφή τους την περίοδο της παντρειάς της.

·      Επίσης, θέλει όσες γραπτές αποδείξεις δικές του έχει η γυναίκα του μακαρίτη Νικολό Δάνδολου, όπως και κάθε άλλο χρεωστικό, που έχει πληρώσει ή όχι, να ισχύουν.

Μάρτυρες: Εγώ ο παπά Αντρέας Βλαστός  μαρτυρώ τα παραπάνω.

Εγώ ο Αντρέας Κιότζα του μ. Τζώρτζη μαρτυρώ τα παραπάνω.

Εγώ ο Τζανής Βλαστός  μαρτυρώ τα παραπάνω.

Εγώ ο Μανολίτσης Βαρούχας  του μ. σεβαστού παπά Γιάννη.

Εγώ ο Νικολό Καλονάς του μ. Κωνσταντίνου.

Εγώ ο Φραγκίσκος Δάνδολος του μ. Νικολό.

Ο παραπάνω Μανολίτσης Βαρούχας υπογράφει και στο όνομα του Φραγκί-σκου Λούλου του μ. Πανταλόν, που δεν ξέρει να γράφει.

Σημείωση: το παρόν κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 11 τρέχοντος.

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ

 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Χωρίς διαθήκη.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Οι διαθήκες.

Α. Τυπικό.

α. Από άρρωστους διαθέτες.

β. Από υγιείς διαθέτες.

Β. Συμπληρωματικές ή νέες.

Γ. Το περιεχόμενο.

Δ. Κύριοι κληρονόμοι.

α. Ο σύζυγος προς σύζυγο.

β. Η σύζυγος.

i. Με σύζυγο.

ii. Χήρα.

γ. Σύζυγοι προς παιδιά.

Ε. Διαθέτες και αποδέκτες κατά κατηγορίες.

α. Ευγενείς.

β. Καλόγεροι/συγχωροχάρτια.

γ. Κοσμικοί/συγχωροχάρτια.

δ. Αδέλφια.

ε. Εγγόνια.

στ. Ανίψια.

ζ. Ιερείς, εκκλησίες και μοναστή-ρια.

η. Νύφες και γαμπροί.

θ. Προγονός προς μητρυιά.

ι. Φίλοι και γνωστοί.

ια. Βαφτισιμιοί.

ιβ. Νοτάριοι.

ΣΤ. Κομισάριοι.

Ζ. Μάρτυρες.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Κληρονομικές συ-νιστώσες.

Α. Αδελφομοίρια.

Β. Κληρονομικά δικαιώματα.

Γ. Διαιτητές.

Δ. Πρόσθετες εξασφαλίσεις.

Ε. Εξ αδιαιρέτου.

ΣΤ. Συγγενικές συμπράξεις.

Ζ. Άρνηση κληρονομιάς.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Δωρεές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Καταγραφή οικο-σκευής.


 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

     Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι χωρικοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για τους γάμους, που αποτελούσαν την αφετηρία μιας νέας ζωής και λιγότερο για τις διαθήκες, που αποτελούσαν, κατά κάποιο τρόπο, προάγγελμα εξόδου από τη ζωή. Η ζωή στη φύση εξάλλου, παρ’ όλες τις δυσκολίες της, δίνει πάντα κάποια αίσθηση μακροζωίας και κάποια αισιοδοξία. Τέλος, οι χωρικοί δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τη μεταθανάτια τύχη της περιουσίας τους, γιατί και η ίδια ήταν ελάχιστη και, παραδοσιακά περισσότερο παρά νομικά, τα πάντα ήταν καθορισμένα. Τα υπάρχοντά τους, δηλαδή, θα μοιράζονταν στα ίσα ανάμεσα στα παιδιά τους και η σύζυγός τους θα έπαιρνε πίσω την προίκα της. Το ίδιο ακριβώς θα έγραφαν και στη διαθήκη τους. Γιατί, λοιπόν, να πλήρωναν νοτάριο; Τώρα, αν ήθελαν να ξεφύγουν από τα συνηθι-σμένα και να πρωτοτυπήσουν, έγραφαν και πλήρωναν. Αντίθετα στις πόλεις, όπως και πάλι έχουμε αναφέρει, οι άνθρωποι φρόντιζαν περισσότερο τις διαθήκες τους και λιγότερο τους γάμους, για πολλούς και διάφορους λόγους. Για τεκμηρίωση των παραπάνω, αναφέρουμε ότι στις 1.156 πράξεις, που περιλαμβάνουν τα πρωτόκολλα των επαρχιωτών νοταρίων Βαρούχα και Βλαστού, μόλις οι 37 είναι διαθήκες ή κωδίκελλοι. Δηλαδή το ποσοστό τους μόλις υπερβαίνει το 3 %. Αντίθετα στις 1.158  πράξεις, που περιλαμβάνονται στα πρωτόκολλα των τεσσάρων νοταρίων της πόλης, οι διαθήκες ανέρχονται στις 112. Ποσοστό σχεδόν 10% (βλ. Παράρτημα, πίνακας 1). Με άλλα λόγια, οι διαθήκες στις πόλεις ήταν υπερτριπλάσιες εκείνων της επαρχίας.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η: Χωρίς διαθήκη.

 

Όταν πέθαινε ο πατέρας  χωρίς να αφήσει διαθήκη, η περιουσία του έμενε σε όλα τα παιδιά του. Δεν υπήρχε διάκριση ανδρών και ανύπαντρων γυναι-κών. Σε περίπτωση βέβαια που εν ζωή είχε επίσημα παραχωρήσει κάποια περιουσία σε μέλος της οικογένειας, η συγκεκριμένη περιουσία δεν συμπερι-λαμβανόταν στα υπό διανομή.

O Πέθανε ο Μανόλης Μαγκούσης χωρίς διαθήκη. Τα τρία παιδιά του, Γιάν-νης, Νικολόζα και Αντριάνα, συμφώνησαν να εκλέξουν δύο εκτιμητές/ μοιραστές και να χωρίσουν το σύνολο της περιουσίας σε τρία ίσα μερί-δια. Θα έπαιρνε καθένας τους από ένα. Εξαίρεσαν μόνο ένα κτήμα που ο πατέρας τους είχε παραχωρήσει, από όταν ζούσε, στον Γιάννη. Ο Γιάννης και η Νικολόζα εξέλεξαν έναν παπά, ενώ η Αντριάνα έναν άλλο πάλι πα-πά. Υποσχέθηκαν ότι θα δέχονταν τη μοιρασιά των εκλεγμένων τους[1066].

 

Η έλλειψη διαθήκης μπορούσε να ταλαιπωρεί ακόμα και τα εγγόνια. Αν δηλαδή πέθαινε κάποιος χωρίς διαθήκη και τα παιδιά του δεν μοίραζαν με συμβόλαιο την περιουσία του αλλά προφορικά, το πρόβλημα περνούσε στα δικά τους παιδιά, που προφανώς κάποια στιγμή θα διαφωνούσαν και θα ζητούσαν οριστική διευθέτηση.

O Ο Μανόλης Βλαστός και ο Κωνσταντής Βλαστός, που ήταν εξαδέλφια είχαν διαφορές σχετικές με τις περιουσίες των πατεράδων τους. Τελικά συμφώνησαν και εξέλεξαν δύο διαιτητές, έναν ο καθένας τους, για να τους μοιράσουν την περιουσία. Υποσχέθηκαν ότι θα δέχονταν την από-φαση των διαιτητών, σύμφωνα με το βενετικό έθιμο, δηλαδή ως απαρα-βίαστη και αμετάκλητη. Μέχρι που να έβγαινε η απόφαση θα κρατούσε ο καθένας τις περιουσίες που ήδη κατείχε[1067].

 

Το κακό ήταν ότι πολλές φορές κάποιοι, πριν κάνουν τη διαθήκη τους, συνήθιζαν να διαλαλούν ποια περιουσία θα άφηναν και σε ποιους μετά το θάνατό τους. Όταν πέθαιναν χωρίς να προφθάσουν να κάνουν διαθήκη, οι κληρονόμοι νόμιζαν ότι ήταν ζήτημα ηθικό και όχι νομικό να υλοποιηθούν οι επιθυμίες τους.

O Ο μακαρίτης Μανόλης Βαρούχας είχε υποσχεθεί στην αδερφή του την Νικολόζα ότι θα της άφηνε ένα βόδι. Ο κληρονόμος και αδερφός του Τζανάκης δέχτηκε να δώσει το βόδι στην αδερφή του, με τον όρο ότι ποτέ στο μέλλον ούτε αυτή ούτε οι κληρονόμοι της θα απαιτούσαν κάτι άλλο από την περιουσία του μακαρίτη, εκτός από ένα χωράφι, για το οποίο μπορούσαν να καταφύγουν στη δικαιοσύνη[1068].

Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, μπορούσε κάποιος διαθέτης να ανα-φέρει προφορικά, αλλά απαραίτητα μπροστά σε μάρτυρες τον κληρονόμο του[1069]. Προφανώς ο μακαρίτης Μανόλης θα είχε δώσει την υπόσχεση για το βόδι μπροστά σε μάρτυρες, ειδάλλως δεν θα ήταν τόσο συγκαταβατικός ο αδερφός του.

 

Όταν δεν υπήρχε διαθήκη, έπρεπε να εφαρμοστεί το κληρονομικό δίκαιο που ήταν ανάμιξη του βυζαντινού, του βενετσιάνικου και του εθιμικού. Βασική αρχή του ήταν, όπως ήδη αναφέραμε, η ίση διανομή της περιουσίας του μακαρίτη ανάμεσα στα παιδιά του. Αν δεν υπήρχαν παιδιά, η διανομή γινόταν ανάμεσα στους συγγενείς του, ανάλογα με τον βαθμό της συγγένεια που είχαν μαζί του. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι δικαιούχοι συχνά κατέφευγαν, αν όχι στα δικαστήρια, τουλάχιστον στη διαιτησία  κάποιων ατόμων κύρους της περιοχής τους.

O Πέθανε ο Μανόλης Παπαγιανόπουλος και ο γαμπρός του, δάσκαλος Αντώνης Βαρούχας, διεκδικώντας κάποιες περιουσίες, κατέφυγε στη διαιτησία δυο ευγενών της περιοχής. Όταν βγήκε η απόφασή τους θετική, εξέλεξε δύο εκτιμητές, οι οποίοι εκτίμησαν τα πράγματα που βρίσκονταν στο σπίτι του πεθερού του και που οι διαιτητές έκριναν ότι του ανήκαν, και τα παρέλαβε στο όνομα της γυναίκας του[1070]. Το ίδιο έγινε  και με τον άλλον του γαμπρό, τον Κωνσταντή Παπαγιανόπουλο. Πήρε δηλαδή, αφού εκτιμήθηκαν, τα πράγματα που του αναλογούσαν σαν πανωπροίκια της γυναίκας του[1071].

 

Όταν δεν υπήρχε διαθήκη, κληρονομούσαν εξίσου την περιουσία τα παι-διά του μακαρίτη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν είναι αγόρια ή κορίτσια. Μόνο σε περίπτωση που τα κορίτσια ήταν παντρεμένα και είχαν αποκλη-ρωθεί γραπτά με το προικοσύμφωνο, η περιουσία έμενε αποκλειστικά στα αγόρια.

O Ο Κωνσταντίνος Λαγγουβάρδος, μόλις πέθανε ο πατέρας του, κάλεσε τον γαμπρό του και συμφώνησαν να του παραχωρήσει για λογαριασμό της γυναίκας του Φρατζεσκίνας το αδερφομοίρι της από την περιουσία του μακαρίτη. Όρισαν δύο εκτιμητές και εκτίμησαν ρούχα και στολίδια σε 538 υ. Εκτίμησαν και το σπίτι σε 467 υ., όπως και ένα μοσχάρι. Τα μισά από το σύνολο θα έπαιρνε ο γαμπρός[1072].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η: Διαθήκη.

 

Α. Το τυπικό.

α. Από άρρωστους διαθέτες. Πάντα, μετά από τον τόπο σύνταξης της διαθήκης, ο νοτάριος σημείωνε το λόγο της πρωτοβουλίας αυτής του δια-θέτη. «Ευρισκόμενος ο… εις ασθένεια πολύ βαριά και φοβούμενος μήπως πεθάνει, όπως και σε άλλους συνέβηκε…». Στη συνέχεια, τόνιζε ότι ο διαθέτης ήταν καλά στα μυαλά του και ότι αυτός τον παρακάλεσε να έρθει στο σπίτι του μαζί με τους μάρτυρες. «Έχοντας, με τη χάρη του θεού τον νουν του καλόν και τις φρένες σώες και ακέραιες[1073], με φώναξε μαζί με τους παρακάτω μάρτυρες και με παρακάλεσε να γράψω την ύστερη και τελευταία του διαθήκη».

Οι διαθέτες συνήθιζαν πριν αρχίζουν να απαριθμούν τις επιθυμίες τους  για το μοίρασμα της περιουσίας τους, να αφήνουν συγχώρεση από όλους τους ανθρώπους, να ζητούν το ίδιο και από αυτούς και να ορίζουν τον εκτε-λεστή της διαθήκης τους. «Πρώτον, αφήνει συγχώρεση σε όλο τον κόσμο, έπειτα θέλει και αφήνει για πιστότατο κομισάριο τον…». Ακολουθούσαν οι επιθυμίες οι σχετικές με την περιουσία και η διαθήκη έκλεινε με την υπόδειξη για το μέρος που επιθυμούσε να τον θάψουν και τα σχετικά με μνημόσυνά του. «Θέλει να τον θάψουν εις τον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου και να του κάνουν τα μνημόσυνα, σύμφωνα με τις χριστιανικές συνή-θειες»[1074].

 

β. Από υγιείς διαθέτες. Υπήρχαν και διαθήκες που συντάσσονταν από άτομα που δεν ήταν άρρωστα. Σ’ αυτές το τυπικό στην αρχή άλλαζε. Τονι-ζόταν ότι ο θάνατος ήταν κοινή υπόθεση και ότι καλό θα ήταν να τον είχαν όλοι στο μυαλό τους και να τακτοποιούν έγκαιρα τις εκκρεμότητές τους. Με άλλα λόγια, χαρακτήριζαν την ενέργειά τους πράξη σύνεσης και προνοητικό-τητας.

O Η κερά Καλή Καλομενοπούλα «ελόγιασεν πως έστοντας και κάθα άνθρωπος έχει να αποθάνει, έβαλεν και αυτή τον θάνατον εις τον νουν τζη και διά τούτο έκαμεν και έκραξαν εμένα τον κάτω γεγραμμένον νοδάρον και τους κάτω γεγραμμένους και παρακαλεμένους μαρτύρους και εμένα επαρακάλεσε, ίνα γράψω και να τελειώσω την παρούσαν και ύστερην διαθήκην»[1075].

O Η χήρα Κατερούτζα Βαρουχοπούλα από το χωριό Μοναστηράκι «εδεκί, αίστοντας και να βρίσκεται ης ασθαίνιαν δυνατί και φοβόντας μίπος και ο θάνατος πλακόσι αυτήν, έχοντας τον νουν τις καλόν και τας φρένας τις σωστάς, εκάλεσεν εμέν, των κατώγεγραμένων νοτάριον, και τους παρα-καλεμένους μάρτυρες και εμέν επαρακάλεσεν ίνα επιγράψο και να τελιό-σο την παρούσαν τσι και είστερον διαθήκιν, καθώς αυτινι ορδινιάζει»[1076].

O Στο σπίτι του Ιερόνυμου Βαρούχα μπροστά στους μάρτυρες ο Μακάριος Βαρούχας που κατοικούσε στο Μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού «ελό-γιασεν καταπός κάθα άνθρωπος όπου εγενήθι εις τον κόσμον ετούτο είναι τζέρτος πος έχι αλιθηνά και βέβαια ν’ αποθάνι και ουδ’ άλο πράμα ήνε φερμότερο οξ’ απου το θάνατο. Διά τούτο πάσα γνοστικός άνθρωπος  δε κατέχοντας ποτές έχει να του έλθει αυτός ο θάνατος, πρέπι και τιχένι να ορδινιαστί πρότον διά την ψυχήν του και δεύτερον διά το πράμαν του, διά να μην αφίσι οπίσο του τραβάγιαις. Διά τούτο ευρισκόμενος εγώ ο κατώ γεγραμένος νοτάριος, τιν σίμερον εδώ, θέλι ο άνοθεν καλόγερος Μακά-ριος ο Βαρούχας ν’ αφίσι ορδινία πρότον διά το πράμαν του και δεύτερον διά την ψυχήν του»[1077]. 

Ακολουθούσαν οι εντολές του διαθέτη, αφού πρώτα άφηνε συγχώρεση σε όλους.

 

Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, για να κάνει κάποιος διαθήκη έπρεπε να είναι υγιής στο σώμα και το μυαλό, όπως και να είναι πάνω από 14 χρόνων, αν ήταν άντρας και 12 ετών, αν ήταν κορίτσι[1078].

 

Β. Συμπληρωματικές ή νέες διαθήκες.

Πολλές φορές οι διαθέτες άλλαζαν γνώμη και έκαναν εντελώς καινούρια διαθήκη (δεύτερη διαθήκη, τρίτη…), συνήθως σε άλλους νοτάριους, ή τρο-ποποιούσαν την υπάρχουσα. Στη δεύτερη περίπτωση η διαθήκη ονομαζόταν κωδίκελος ή συμπληρωματική. Οι νέες διαθήκες ή οι κωδίκελλοι ήταν από-τέλεσμα προφανώς επηρεασμών από τον συγγενικό κύκλο ή επανεξέτασης των καταστάσεων. Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο: «εάν ποιήση τις δια-θήκην και παραλίπη τινά άπερ ήθελεν εν αυτή γράψαι, και ύστερον ενθυμη-θή ταύτα, τότε γράφει χαρτίον άλλο, διαλαμβάνον περί ων επελάθετο εν τη διαθήκη ειπείν, και λέγεται τούτο κωδίκελλος»[1079].

O Η Εργίνα Βλαστοπούλα, με συμπληρωματική διαθήκη, όρισε γενικό κλη-ρονόμο της περιουσίας της τον γιο της Λουκά, με την προϋπόθεση ότι θα τηρούσε κάποιους όρους[1080].

 

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι διαθέτες ανακαλούσαν, πάλι με συμβολαιο-γραφική πράξη τη διαθήκη τους, χωρίς αιτιολογία και χωρίς άμεσα τουλά-χιστον να συντάξουν καινούργια. Φαίνεται ότι έγραψαν τη διαθήκη τους σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής τους, όταν ίσως έβλεπαν ότι πλησίαζε ο θάνατος, και όταν ο κίνδυνος πέρασε, έκριναν ότι δεν είχε λόγο ύπαρξης.

O Η Ντόνα Ντασενοπούλα είχε κάνει διαθήκη σε κάποιον νοτάριο. Στη συνέχεια, πήγε στον νοτάριο Βλαστό, την ανακάλεσε και αρκέστηκε να δηλώσει ότι παραιτείται από κάθε δικαίωμα πάνω στο αδερφομοίρι του αδερφού της[1081].

O Ο Τζανής Βαρούχας που βρισκόταν στη μονή Ασωμάτων, αν και είχε κάνει διαθήκη και κωδίκελο, θέλησε, όπως είχε δικαίωμα, να τα αντι-καταστήσει με νέα διαθήκη [1082].

 

Μερικές φορές διαθέτες δεν περιορίζονταν σε μια συμπληρωματική δια-θήκη αλλά έκαναν και περισσότερες.

Ο Πιέρος Κακάβελας, έχει πολλά αλλά δεν έχει παιδιά, οπότε δυσκολεύ-εται στη διανομή[1083] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 17).

 

Γ. Το περιεχόμενο.

Μέσα στις εντολές των διαθετών μπορεί κανείς να διακρίνει όχι μόνο την αγωνία τους για την ελάχιστη ζωή που τους απέμενε αλλά και για την οικο-γένειά τους. Ιδιαίτερα προβληματισμένοι ήταν όσοι είχαν ανύπαντρες κόρες ή δεν είχαν ακόμα εξοφλήσει την προίκα στις παντρεμένες. Προσπαθούσαν πολλές φορές να συνδυάσουν τα πιο ασυμβίβαστα, αν και έβλεπαν ότι αδυνατούσαν, γιατί απλώς δεν είχαν εφικτή λύση.

O Ο Μπλάζιος Μουσούρος, με τη διαθήκη του, έδινε στους κληρονόμους του διορία πέντε ετών να εξοφλήσουν την προίκα στις παντρεμένες κόρες του. Μόλις περνούσαν τα πέντε χρόνια, ζητούσε η περιουσία του να χωριστεί σε δύο μερίδια. Από αυτά το ένα να έπαιρνε ο γιος του και το άλλο η γυναίκα του από κοινού με την ανύπαντρη κόρη του Εργίνα. Όταν παντρευόταν η Εργίνα, ήθελε να της έδινε ο γιος του για προίκα 1.000 υ. σε μετρητά και εκτίμηση αντικειμένων, και να κρατούσε το μερίδιό της, κινητά και ακίνητα.. Στην περίπτωση αυτή, ήθελε η γυναίκα του να περιοριζόταν στη δική της προίκα[1084] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 2ο).

 

Οι διαθέτες πέρα από τα περιουσιακά στοιχεία και τα άτομα που όριζαν κληρονόμους, ανέφεραν λεπτομερώς και τα χρέη που οι ίδιοι είχαν σε άλλους ή που οι άλλοι είχαν σ’ αυτούς. Τις περισσότερες φορές ζητούσαν να εξοφληθούν αυτά που χρωστούσαν και να εισπραχθούν τα οφειλόμενα σ’ αυτούς, προκειμένου να διατεθούν για διάφορους σκοπούς. Σε λίγες περι-πτώσεις τα χάριζαν στους χρεώστες.

O Ο Τζόρτζης Καλονάς, που φαίνεται ότι ασχολιόταν περισσότερο με το λάδι και το μετάξι, σημείωνε «ό,τι χρέη χρωστεί και του χρωστούσι». Αυτά ήταν μερικά μίστατα λάδι και μερικές ουγγιές μετάξι. Γράφει τέλος ότι του χρωστούσε ο αδερφός του 90 υ. από ένα αμπέλι που του πούλησε και ζητούσε από τον κομισάριό του να εισπράξει τα χρήματα[1085].

O Η Ντινιά Σακοραφοπούλα στη διαθήκη της ανέφερε ότι της χρωστούσαν πέντε άτομα στάρι και κριθάρι και έδινε εντολή να το εισπράξει η Αρχό-ντισσα Μουσούρου και για αντάλλαγμα να της κάνει τα μνημόσυνα που θα χρειάζονταν[1086].

 

Πάντως τα χρέη στα χωριά ήταν πολύ λιγότερα από αυτά στις πόλεις. Τα πιο συνηθισμένα ήταν ανεξόφλητες προίκες. Αυτό συνέβαινε, γιατί στην επαρχία είχαν συνηθίσει περισσότερο τη λιτότητα και μπορούσαν να επιβιώ-σουν με τα ελάχιστα, τα οποία πολλές φορές τα παρείχε αφειδώς η ίδια η φύση. Στις πόλεις οι κάτοικοι ή καλύτερα ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων δανειζόταν συχνά, προκειμένου να επιβιώσει. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι τοκογλύφοι και οι ενεχυροδανειστές, που κατά κόρο βρί-σκονταν στις πόλεις, στα χωριά σπάνιζαν.

 

Δ. Κύριοι κληρονόμοι.

α. Ο σύζυγος προς σύζυγο. Οι κάτοικοι της υπαίθρου, που όλη τους τη ζωή αγωνίζονταν σκληρά για την επιβίωση, έδειχναν, κατά κανόνα, στοργή στις γυναίκες τους, που τους συμπαραστέκονταν στο έργο τους. Αυτό υπο-δηλώνει το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές τις άφηναν διαχειρίστριες της περιουσίας τους, αντίθετα με ό, τι συνέβαινε στις πόλεις. 

O Ο Μπλάζιο Μουσούρος άφησε τη γυναίκα του «κυρά και νοικοκυρά» του σπιτιού του και της εμπιστεύτηκε ουσιαστικά την παντρειά της ανύπα-ντρης κόρης τους[1087].

 

Ιδιαίτερη σημασία έχει η αγάπη των συζύγων, σε περίπτωση που δεν είχαν παιδιά ή είχαν και τα έχασαν πρόωρα.

O Ο Τζώρτζης Καλονάς άφηνε τη γυναίκα του Έλενα «κυρά και νοικο-κυρά», να κάθεται στο σπίτι του και να έχει τη διαχείριση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Αυτά με την προϋπόθεση ότι δεν θα πουλούσε τίποτα... Όταν πέθαινε, όλη η περιουσία του, κινητή και ακίνη-τη, θα πήγαινε στα δυο παιδιά της αδερφής του. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να ενοχλήσει τη γυναίκα του, ούτε μετά το θάνατό της τα παιδιά της αδερφής του[1088].

O Ο Νικολό Λίτινος όρισε τη γυναίκα του Ζαμπέτα κομισάριο και διαχειρί-στρια της περιουσίας του. Θα ανέτρεφε τα 3 αγόρια τους και θα δούλευαν όλοι μαζί για να παντρέψουν την κόρη/αδερφή τους. Αν κάποιο παιδί δεν υπάκουε τη μάνα, δεν θα κληρονομούσε τίποτα. Όταν πέθαινε η Ζαμπέτα, η περιουσία πήγαινε στα τρία αγόρια του[1089].

O Ο Νικολής Καλοσυνάς άφηνε τη γυναίκα του Μαρία Δημοπούλα κυρά και κομισάριο για να διευθύνει περιουσία και παιδιά. Παράλληλα, άφηνε κομισάριο και τον αδερφό του, για να σπέρνουν μαζί τα αμοίραστα χωρά-φια που είχαν. Αν αυτό δεν άρεσε στον αδερφό του, μπορούσε να πάρει τα μισά αποκλειστικά δικά του. Όλα που είχε τα άφηνε στα παιδιά του, εκτός από ένα πρόβατο που άφηνε σε έναν παπά[1090].

 

Όταν κάποιος διαθέτης είχε και φτώχεια και παιδιά, υπήρχε περίπτωση να αγνοήσει τη σύζυγο ή να περιορίσει τα δικαιώματά της στην προίκα της, που ούτως ή άλλως ήταν δική της.

O Ο Μαθιός Λίτινος, με τη διαθήκη του, άφηνε στη γυναίκα του ένα χωρά-φι για την προίκα της, ενώ τα σκεύη του σπιτιού τα άφηνε στον γιο του.  Παράλληλα, την υποχρέωνε να δώσει στον παπά που θα τον έθαβε από κοινού με τον γιο του 10 υ.[1091]

 

Υπήρχαν και σύζυγοι, που, αν και είχαν παιδιά, άφηναν τα πάντα στη γυναίκα τους και απαιτούσαν από τα παιδιά να υπακούουν σ’ αυτήν. Σε αυτές τις περιπτώσεις μερικοί φρόντιζαν να κρατηθεί μυστική η σύνταξη της διαθήκης, προφανώς για να μη γίνονται δέκτες παραπόνων.

O Ο Μανόλης Μουσούρος από το χωριό Μούντρος πήγε στο χωριό Σαϊτού-ρες, και χωρίς να είναι άρρωστος, κάλεσε στο σπίτι ενός φίλου του τον νοτάριο για να του γράψει τη διαθήκη. Άφηνε τη γυναίκα του «κυρά και νοικοκυρά» σε όλη την περιουσία του, κινητή και ακίνητη. Αν κάποιο από τα ανύπαντρα παιδιά του δεν υπάκουε σ’ αυτήν, μπορούσε να πάρει μόνο 5 υ. και τίποτα άλλο. Άφηνε στα παντρεμένα παιδιά του από 10 υ. και τόνιζε ότι κανένα τους δεν είχε δικαίωμα να ενοχλήσει τη γυναίκα του[1092].

O Ο Γιώργης Καρλόπουλος άφησε τη γυναίκα του Μαρού κυρά και κομισά-ριο σε όλη την περιουσία του. Όφειλε να αναθρέψει το αγόρι τους και αυτό που περίμενε να γεννήσει. Όταν τα δύο παιδιά ενηλικιώνονταν, ήθελε να έπαιρναν την περιουσία του. Αν πέθαινε το ένα άτεκνο, η περι-ουσία να πήγαινε στο άλλο. Αν και τα δύο, τότε πήγαινε στη γυναίκα του. Αν δεν υπάκουαν τη γυναίκα του, να μην έπαιρναν τίποτα[1093].

Οι απειλές των διαθετών προς τα παιδιά τους ότι, αν δεν υπάκουαν τη μάνα τους, δεν θα έπαιρναν τίποτα από την περιουσία τους, προφανώς ήταν χωρίς περιεχόμενο. Και αυτό, γιατί, σύμφωνα με την βυζαντινή νομοθεσία, που φαίνεται ότι ίσχυε σε μεγάλο βαθμό και στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, ο διαθέτης όφειλε να αφήνει στα νόμιμα παιδιά του τη μισή ή τουλάχιστον το 1/3 της περιουσίας του[1094].

 

Το πρόβλημα της αποκατάστασης των κοριτσιών και της εξόφλησης των οφειλών που είχαν δημιουργήσει, έκαιγε πάντα τους γονείς, που έβλεπαν τη ζωή να τους εγκαταλείπει. Για το λόγο αυτό, στις διαθήκες τους, τις περισσό-τερες φορές απαιτούσαν από τα αγόρια, τη γυναίκα, τους κομισάριους ή τους συγγενείς να φροντίσουν να εξοφλήσουν τα χρέη τους και να παντρέψουν τα κορίτσια τους.

O Ο Νικολό Βαρούχας άφησε κομισάριο τον αδερφό του παπά Ιωακείμ, για να διευθύνει την περιουσία του, σαν να ήταν ο ίδιος. Όλα που είχε τα άφηνε στα τρία αγόρια του, με τον όρο ότι θα πάντρευαν τις αδερφές τους. Αν δεν τις πάντρευαν, θα είχαν και αυτές ίσο μερίδιο, αδερφομοίρι από την περιουσία. Τη γυναίκα του άφηνε «κυρά και νοικοκυρά» να φρο-ντίζει το σπίτι του χωρίς να την ενοχλεί κανείς[1095].

Ενώ ο διαθέτης ορίζει ως κομισάριο τον αδερφό του, προκειμένου να διευθετήσει τις οικογενειακές του υποθέσεις, αφήνει τη γυναίκα του κυρίαρ-χο αποκλειστικά στο σπίτι του.  

O Ο Μάρκος Παπαγιανόπουλος άφησε ως κομισάριους τη γυναίκα του Γρα-τσιόζα και τον αδερφό της. Από αυτούς ζήτησε να φροντίσουν να παντρέ-ψουν την κόρη του Μαρίνα και να εξοφλήσουν τον γαμπρό του σε ό, τι του είχε υποσχεθεί[1096].

 

Όταν τα παιδιά ήταν παντρεμένα, οι σύζυγοι συνήθιζαν να αφήνουν τα περισσότερα στη γυναίκα τους και να ζητούν από τα παιδιά να μην την ενοχλήσουν ποτέ. Εννοείται ότι η σύζυγος δεν είχε δικαίωμα να πουλήσει ή να κληροδοτήσει κάποιο από τα περιουσιακά στοιχεία που της άφηνε, αλλά απλώς να τα διαχειρίζεται.

O Ο Φήμης Βλαστός άφησε μόνο σε μια κόρη του κάποια χωράφια, με το αιτιολογικό ότι δεν της είχε κάνει προικοσύμφωνο και ότι τα χωράφια αυτά τα παραχωρούσε ως προίκα και αδερφομοίρι. Αν πέθαινε χωρίς παιδιά, η περιουσία αυτή ήθελε να πήγαινε στα αδέρφια της. Όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στη γυναίκα του και όταν πέθαινε, θα πήγαιναν στις τέσσερις κόρες τους[1097].

 

Μερικοί χωρικοί, ιδίως μεγάλης ηλικίας, μοίραζαν την περιουσία τους πριν πεθάνουν, προκειμένου να αποφύγουν διαθήκες και πιθανές έριδες για το ποιος ωφελήθηκε ή ζημιώθηκε.

O Ο Τζουάννε Βαρούχας μοίρασε την περιουσία του «για να μην έχει βάρος στην ψυχή του και να μη βαραίνουν και τα παιδόγγονά του επάνω του»[1098].

 

Όταν οι διαθέτες είχαν συζύγους από άλλα χωριά ή έβλεπαν ότι αυτές δεν θα παρέμεναν μετά το θάνατό τους στο σπίτι, σημείωναν, όπως ήδη αναφέραμε, στις διαθήκες τους ότι είχαν το ελεύθερο να φύγουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις την ανατροφή των παιδιών, αν υπήρχαν ανήλικα, την αναλάμβανε ο κομισάριος ή άλλος συγγενής. Η σύζυγος που έφευγε έπαιρνε μόνο την προίκα της. Αυτό ίσως έκανε πολλές, που είχαν μικρή προίκα, να παραμένουν και ουσιαστικά να υπηρετούν τους συγγενείς ή κομισάριους του μακαρίτη.

O Ο Νικολό Βαρούχας άφηνε τη γυναίκα του Ανέζα «κυρά και νοικοκυρά» του σπιτιού του, είχε όμως ορίσει τον αδερφό του ως κομισάριο. Στη διαθήκη σημείωνε ότι αν ήθελε να φύγει, θα έπαιρνε μόνο την προίκα της[1099].

O Ο Μανόλης Βλαστός μπορεί να άφηνε κομισάριους τα δυο του αδέρφια και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στον γιο του και την κόρη του, όριζε όμως τη γυναίκα του διαχειρίστρια της υπόλοιπης περιουσίας και της επέτρεπε να κάθεται στο σπίτι του όσο ζούσε. Αν όμως ήθελε, μπορούσε να πάρει την προίκα της και να φύγει. Αν έμενε, γινόταν και αυτή κομισάριος σαν τα αδέρφια του[1100].

O Ο Αντρέας Βαρούχας από το χωριό Μοναστηράκι, αφού όρισε κομισά-ριους του τα δύο αδέρφια του, άφησε στη γυναίκα του Καλλίτσα όλη την περιουσία του, κινητή και ακίνητη, να την έχει και να την εκμεταλλεύεται όσο ζούσε, χωρίς να μπορεί να την ενοχλήσει κανείς. Για αντάλλαγμα αυτή ήταν υποχρεωμένη να του κάνει τα μνημόσυνα. Της άφηνε και τα δώρα του, που λέει ότι ήταν 3.000 υ., για την ψυχή του. Αν αυτή ήθελε να φύγει, μπορούσε αλλά θα έπαιρνε μόνο την προίκα της. Αν έμενε, θα είχε την περιουσία του όσο ζούσε και μετά θα πήγαινε στα αδέρφια του. Ήθελε όταν οι ελιές του είχαν παραγωγή, να δίνουν τα αδέρφια του τέσσερα λαΐνια λάδι για να καίει το καντήλι της Υπεραγίας Θεοτόκου[1101].

Το γεγονός ότι τα δώρα του γαμπρού ήταν 3.000 υ. σημαίνει ότι η προίκα ήταν περίπου 30.000 υ., κατά συνέπεια, ο μακαρίτης πρέπει να ήταν αρκετά πλούσιος ή να διέθετε κάποιο τίτλο ευγενείας. Εξάλλου, το επώνυμο Βαρούχας παραπέμπει στα λεγόμενα 12 αρχοντόπουλα.

 

Μερικοί διαθέτες απαιτούσαν από τα παιδιά τους να μην πουλούν ούτε να δωρίζουν την περιουσία που τους άφηναν, αλλά αυτή να πηγαίνει από κληρονόμο σε κληρονόμο και να μένει πάντα μέσα στην οικογένεια.

O Αυτή την απαγόρευση σημείωσε στη διαθήκη του ο Νικολό Βαρού-χας[1102].

 

Μερικοί χωρικοί είχαν την ατυχία να πέφτουν σε βαριά αρρώστια, ενώ ήταν ακόμα πολύ μικροί στην ηλικία. Στην περίπτωση αυτή, αν είχαν μικρή σύζυγο και ανήλικα παιδιά, φρόντιζαν πάνω απ’ όλα να ευχαριστήσουν τη σύζυγό τους, με τη διαθήκη τους, για να μείνει κοντά στα παιδιά. Η περί-πτωση να μη τους μείνει πιστή η σύζυγος φαίνεται ότι τους έκαιγε πολύ.

O Ο Κωνσταντής Καλομενόπουλος άφησε τη σύζυγό του «κυρά και νοικο-κυρά», όπως και κομισάριο του. Θα διαχειριζόταν την περιουσία του και θα ανέτρεφε τα παιδιά τους, χωρίς να την ενοχλεί κανείς. Αν όμως ξανα-παντρευόταν ή πρόσβαλε την τιμή του, ήθελε να έφευγε από το σπίτι, αφού έπαιρνε μόνο την προίκα της και τίποτα άλλο[1103].

 

Πολλοί διαθέτες, πέρα από τα παιδιά και τη σύζυγό τους, σκέφτονταν στη διαθήκη τους, όπως έχουμε αναφέρει, και τα χρέη τους. Πίστευαν ίσως ότι θα λογοδοτούσαν και γι’ αυτά στη μεταθανάτια μετάβασή τους.

O Ο Κωνσταντής Καλομενόπουλος δήλωνε στη διαθήκη του ότι χρωστούσε 40 μίστατα μούστο σε κάποιον, 8 χρυσά τσεκίνια στον αδερφό του και 30 υ. στον πατέρα του… Ήθελε όλα να εξοφληθούν από τη γυναίκα και κομισάριό του[1104].

O Ο Νικολό Λίτινος έγραψε, ενώ ήταν άρρωστος, τη διαθήκη του. Άφηνε τη γυναίκα του Μαρούσα «κυρά, νοικοκυρά και κομισάριο». Άφηνε και τον αδερφό του τον παπά Κωνσταντή κομισάριο, για να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των παιδιών του. Αν κάποιο απ’ αυτά δεν υπάκουε στη μάνα του, να έπαιρνε μόνο 5 υπ. Αν πέθαινε το ένα χωρίς παιδιά, η περιουσία του να πήγαινε στα άλλα[1105].

 

β. Η σύζυγος.

i. Με σύζυγο. Τις περισσότερες φορές μέσα σε μια οικογένεια πέθαινε πρώτος ο άντρας και η γυναίκα έκανε τη διαθήκη της ως χήρα. Τις λίγες φορές που αρρώσταινε η γυναίκα και αποφάσιζε να κάνει διαθήκη, ενώ ζούσε ο άντρας της, ελάχιστα αναφερόταν σ’ αυτόν. Και όταν αναφερόταν, δεν ήταν για να του αφήσει κάτι από την προίκα της, αλλά για να τον δεσμεύσει. Φαίνεται ότι, επειδή η ζωή της γυναίκας ήταν πραγματικό μαρτύριο, καθώς ζούσε κάτω από την πίεση όχι μόνο της φτώχειας και της ξένης κατοχής, αλλά και του συζύγου, όταν της δινόταν η μοναδική ευκαιρία να εκφράσει τη γνώμη της, άφηνε να ξεχειλίσει η πίκρα της για όσα καθη-μερινά υπέφερε.

O Η Λουκία Βλαστοπούλα από το χωριό Ρούστικα ήταν μια φτωχή γυναίκα. Όλο το βιος της ήταν ένα σπίτι με την οικοσκευή του, ένα χωράφι με δέντρα, ένας χοίρος, λίγα ρούχα, λίγο σιτάρι, λίγο λινάρι και 100 υ. Με τη διαθήκη της άφησε από μία ελιά σε δύο μοναστήρια, λίγο στάρι σε έναν ιερομόναχο και έναν παπά, το χοίρο της σε έναν άλλο παπά, για να τον μοιραστεί με το γιο του, επίσης παπά. Τα 100 υ. που της αναλογούσαν για την προίκα της από την περιουσία του άντρα της τα άφηνε στη Μεγάλη Εκκλησία (Οικουμενικό Πατριαρχείο), το χωράφι στις δύο κόρες της και λίγα ρούχα σε δύο γνωστούς[1106].

O Πέθανε η Καλλίτσα και άφησε την προίκα της που ήταν 1.000 υ. στην κόρη της Μαρία. Ο σύζυγός της Μανόλης Βαρούχας με συμβόλαιο έδωσε στην κόρη του ίσης αξίας ακίνητα[1107].

 

Υπήρχαν και γυναίκες που άφηναν με τη διαθήκη τους στους άντρες τους τον πρώτο λόγο για τη διανομή ή και διαχείριση της περιουσίας τους, αλλά  και μέρος της περιουσίας τους, πάντα υπό όρους.

O Η Ανέζα Γιαλινοπούλα ήταν άρρωστη. Με τη διαθήκη της άφηνε κομισά-ριό της τον άντρα της Τζώρτζη Βεργίτση. Σ’ αυτόν άφηνε όλη την περι-ουσία της να την εκμεταλλεύεται όσο ζούσε. Αφού εξοφλούσε στη μια κόρη της ένα χρέος που είχε, μπορούσε να μοιράσει την περιουσία της στα παιδιά της με όποιο τρόπο ήθελε, σαν κομισάριος[1108].

O Η Μανολέσα Βλαστοπούλα είχε όλα και όλα ένα σπίτι και τρία χωράφια. Το σπίτι με το ένα χωράφι το άφηνε στην αδερφή της, με τον όρο ότι θα της έκανε τα μνημόσυνα… Το άλλο χωράφι το άφηνε στον άντρα της, αλλά μετά από το θάνατό του ήθελε να πάει στο μοναστήρι του Αρχι-στράτηγου, μαζί με όλο το περιεχόμενο του σπιτιού της. Το τρίτο το άφηνε απευθείας στο μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος. Παράλληλα, όριζε να δοθούν από 5 υ. στους ιερομόναχους και τους παπάδες που θα την έθαβαν[1109].

 

ii. Χήρα. Επειδή οι χήρες γυναίκες, όταν μεγάλωναν, αδυνατούσαν να δουλεύουν την όποια περιουσία διέθεταν, συνήθως την παραχωρούσαν στα αγόρια τους ή και σε άλλους και ζητούσαν κάποιο ετήσιο έσοδο, προκει-μένου να επιβιώνουν. Άλλες γυναίκες έκαναν την παραχώρηση αυτή με  μορφή δωρεάς και άλλες με μορφή διαθήκης. Στην περίπτωση της διαθήκης, εννοείται ότι γνωστοποιούσαν τους όρους της στους ενδιαφερόμενους, προκειμένου να έχουν τις αντιπροσφορές που ζητούσαν.

O Η Καλή Βλαστοπούλα από τις Σαϊτούρες έκανε τη διαθήκη της, χωρίς να είναι άρρωστη. Είχε δυο γιους. Άφησε το 1/3 της περιουσίας της στον καθένα και ζητούσε για αντάλλαγμα κάθε χρόνο κάποια ποσότητα κρι-θάρι, λάδι και κρασί. Αν δεν της τα έδιναν, μπορούσε να την πουλήσει. Τους υποχρέωνε ακόμα να δώσουν από δέκα υπέρπυρα στον παπά που θα την έθαβε και άλλα δέκα στον νοτάριο που έγραψε τη διαθήκη[1110].

 

Πολλές χήρες άφηναν, με τη διαθήκη τους, το σύνολο της περιουσίας τους στους γιους τους, ιδίως όταν οι κόρες τους  ήταν παντρεμένες.

O Η Εργίνα Βλαστοπούλα όρισε με συμπληρωματική διαθήκη της γενικό κληρονόμο της το γιο της Λουκά. Το αιτιολογικό της ήταν ότι όλες οι κόρες της είχαν πάρει όλα όσα  τους είχε υποσχεθεί[1111].

Στη σύνταξη της διαθήκης ήταν παρούσες και οι τρεις κόρες της. Ήθελε φαίνεται η διαθέτρια να ακούσουν το περιεχόμενό της και να μην δημιουρ-γήσουν αργότερα προβλήματα στον αδερφό τους. 

 

O Η Ανέζα Βλαστοπούλα άφησε όλη την περιουσία της στους δύο γιους της και στα παιδιά του τρίτου γιου της που είχε πεθάνει[1112] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 5ο).

 

Όταν τα παιδιά τους ήταν μικρά και αυτές έβλεπαν ότι πλησίαζε ο θάνατός τους, συνήθιζαν να ορίζουν, με τη διαθήκη τους, κάποιο συγγενή ως κομισάριο και να του αναθέτουν τα πάντα.

O Η χήρα Εργίνα Κλαδοπούλα όρισε ως κομισάριό της τον κουνιάδος της Κωνσταντή Τζαγγαρόπουλο και του ανέθεσε να διευθύνει το σπίτι της και τις περιουσίες της. Την περιουσία που της είχε αφήσει ο άντρας της, όπως και τη δική της, τις άφηνε στα δυο παιδιά της[1113].

O Η χήρα Ατζολέτα Καφατοπούλα ήταν άρρωστη. Με τη νέα διαθήκη της ακύρωσε κάθε προηγούμενη. Όλη της την περιουσία την άφηνε  στο γιο της Αγγελούτσο και την κόρη της Ανέζα. Άφηνε 15 υ. σε κάποιον παπά και 10 υ. στον νοτάριο. Θα τα έδινε ο γιος της, αφού τα αφαιρούσε από την περιουσία της, και, στη συνέχεια, θα τη μοιραζόταν με την αδερφή του[1114].

O Η χήρα Κατερούτζα Βαρουχοπούλα, ενώ ήταν άρρωστη βαριά, έκανε τη διαθήκη της. Όρισε κομισάριό της τον αφέντη Τζώρτζη Βαρούχα από το Ρέθυμνο. Το σύνολο σχεδόν της περιουσίας της το άφηνε στα παιδιά της, κορίτσια και αγόρια. Άφηνε και σε έναν παπά 25 υ. για να της κάνει τα μνημόσυνα. Άφηνε και στον νοτάριο 10 υ. [1115] (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 4ο).

O Η χήρα Εργίνα Κλαδοπούλα άφησε στα δυο παιδιά της την περιουσία που της είχε κληροδοτήσει ο άντρας της, όπως και την προίκα της[1116].

 

γ. Σύζυγοι προς τα παιδιά. Τις περισσότερες φορές οι διαθέτες όριζαν κληρονόμους τους τα παιδιά τους και προσπαθούσαν να τους μοιράσουν με τον δικαιότερο τρόπο τη, μεγάλη ή μικρή, περιουσία τους. Επειδή ήξεραν ότι  πάντα θα υπήρχαν παράπονα και πιθανώς έριδες, κατά κανόνα, καθόριζαν λεπτομερώς τα μερίδια του καθενός. Πολλοί μάλιστα σημείωναν ότι δεν μπορούσε το ένα παιδί να ενοχλήσει ή να μηνύσει το άλλο σχετικά με αυτά που τους άφηνε. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω διαθήκη του αγρότη Κωνσταντίνου Χαρκιόπουλου. 

«…Πρότον αφήνη πάντος του κόσμου τι σιχόρισιν.

·      Έπιτα θέλι και αφήνη τζι θιγατέρας του τζη κερά Ζαμπέτας απού τα αμπέλια απού’ χι κρασμένα στο Πριναρέα, ής τόπον τζη μαντόνας Μαργέτας Κορνάρενας, απού τι γκάτο μερά απόνε το λακούδη τι βορηνί μερά, να  πάγη το έντεμα, να πάγι το δριάκη το λισόθορο απού’ χε τα κλίματα ότη κουραδιάζη, οδιά τ’ αδερφική τζη.

·      Ακόμι θέλι και από κίνο το έντεμα (= περίφραξη) να το έχι ο ιjός του ο Μανόλις ογιά  τ’ αδερφικόν του.

·      Ακόμι θέλι  και από (ε)κί και απάνο από κάμνη τι γκαλίβα στ’ αλόνι θέλι και αφίνητο τζι θιγατέρας του τζι κερά Ανήτζας, οδιά αδερφικό τζη. 

·      Ακόμι τι μπεζούλα απού’ νε αποκάτο τζι ελές θέλι και αφίνη το τζι γινέκας του τζη κερά Εργίνας, οδιά το προυκιόν τζη.

·      Ακόμι θέλη και απού το παρα κάτο έντεμα απού’ χε τα’ αλόνι καμομένο απού’ νε ι δηό ελεοπούλες, από (ε)κί και πάνο, να ήνε και η ελεοπούλες με  τιν απάνο παρτι, τ’ αφήνη τζι θιγατέρας του τζη κερά Σταμάτας οδιά το αδερφηκό τζη.

·      Ακόμι θέλι και αφήνη τζη θιγατέρας του τζη κερά Καλής απού τιν από-μέσα μερά τον ελιδιό του Σκορδίλι νους εργάτι αμπέλι, οδηά αδερφηκό τζη.

·      Ακόμι αφήνη τζι άνοθε κερά Σταμάτας τζι θιγατέρας του μια ματζέτα.

·      Ακόμι αφήνη του άνοθε κηρ Μανόλι του ιυού του το μουσκάρι απού βαστά η αγελάδα και να βιζάνη όστε ν’ αποκόψη.

·      Ακόμι αφήνη τι λεγόμενη αγελάδα  τζη γηνέκας του με τζι θιγατέρας του τζι Ανήτζας. Μετά τούτο να ορήζη η άνοθε κερά Εργίνα η γηνέκα του οφέτος το μούστο μοναχηκή τζη ολονόν τ’ αδερφομίρια και, περάσοντας η οφετινή εσοδήα, να πέρνη πάσα ένας τι μπάρτιν του κατά πος θέλι και απομιράζη τα. Ακόμη θέλι και να μιν ημπορή να σίσι και να πατζάρι ενας τον άλον τονε. ήτζι θιλικά οσά και ασερνικά, μα να’ χι πάσα ένας τι μπάρτιν του κατά πος το αφήνη με τιν εφχήν του.

·      Ακόμι θέλι και αφήνη του ιjού του του Μανόλι τα σπίτια του με τιν εμπασαρία απού’ χουνε μέσα με τζη γηνέκας του. Μετά τούτο να δόσου και του παπά γη γερομόναχου, όπιος θέλι εφημερέβγη ης το άνο χοριό Παλέγιμνο, υπέρπυρα δέκα ο δηά τι ψηχήν του, ήγου ο ιυός του ο Μανόλις και η γηνέκα του. Μαρτίρη παρακαλετή[1117].

 

Η ακρίβεια και η λεπτομέρεια είναι χαρακτηριστικές. Μέχρι και το μοσχαράκι της γελάδας, που αφήνει στο γιο του, δίνει εντολή να το αφήσουν να βυζαίνει μέχρι που να αποκόψει. Στη γυναίκα του αφήνει μόνο ένα κτήμα, έναντι της προίκας της, ενώ τα σπίτια μαζί με τα σκεύη τους τα αφήνει στον γιο του. Έχει τέσσερις κόρες, τις Ζαμπέτα, Ανίτσα, Σταμάτα και Καλή, έναν γιο, τον Μανόλη, και τη γυναίκα του την Εργίνα. Καθορίζει στα παιδιά τα αδερφομοίρια τους και αφήνει στη γυναίκα του χωράφι έναντι της προίκας της. Γενικά ωφελημένος φαίνεται να είναι ο γιος του.

 

Βασική μέριμνα όλων των αντρών, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν η παντρειά των κοριτσιών και η περιουσιακή αποκατάσταση των αγοριών τους. Στις διαθήκες τους διακρίνεται ο αγώνας που έδιναν προς την κατεύ-θυνση αυτή.

O Ο Μανόλης Βλαστός άφηνε με τη διαθήκη του σπίτια, σώχωρο και χωράφια στον γιο του Λορέτζο και ένα χωράφι στην κόρη του Εργίνα. Στα ανύπαντρα κορίτσια του άφηνε από 1.500 υ. ως προίκα. Από αυτά θα δίνονταν τα 500 υ. σε μετρητά ή ασήμι και τα υπόλοιπα σε εκτίμηση ρούχων[1118].

 

Μερικές γυναίκες, ιδίως χήρες, κατέφευγαν στα γεράματά τους σε κάποιο μοναστήρι και κατοικούσαν σε κελί μόνες τους, ασκώντας καλογερική ζωή, χωρίς να έχουν χριστεί καλόγριες. Αυτές στις διαθήκες τους φρόντιζαν το μοναστήρι, χωρίς να ξεχνούν και τα παιδιά τους.

O Η χήρα Μαρκεζίνα Βλαστοπούλα  έμενε σε κελί στο μοναστήρι της Κερά Παναγιάς. Όταν αρρώστησε, έκανε τη διαθήκη της. Είχε ένα αμπέλι και 181 υ. που της χρωστούσε κάποιος. Άφησε το αμπέλι σε έναν καλόγερο για να το εκμεταλλεύεται όσο ζούσε και μετά το θάνατό του να πάει στα παιδιά ενός φίλου της. Από τα χρήματά της άφηνε τα 100 υ. στον γιο της, 15 υ. σε έναν παπά και 10 υ. στον νοτάριο. Τα υπόλοιπα τα άφησε για τα έξοδα της κηδείας και τα μνημόσυνά της. Στο μοναστήρι άφηνε τρία αιγοπρόβατα. Είχε δώσει και 100 υ. στον εφημέριο, από τα οποία ζητούσε τα 50 υ. να τα ξοδέψει στο μοναστήρι[1119].

Άφηνε κληροδοτήματα από όσα της χρωστούσαν. Ίσως ήλπιζε ότι οι αποδέκτες θα ήταν σε θέση να εισπράξουν όσα η ίδια δεν μπόρεσε.

O Ο Νικολής Καλοσυνάς, αφού όριζε τη γυναίκα του Μαρία Δημοπούλα κυρά και κομισάριο, άφηνε όλη την περιουσία που είχε στα παιδιά του, με τον όριο ότι θα υπάκουαν στη μάνα τους και θα πάντρευαν την αδερφή τους[1120].

 

Στην ύπαιθρο ο αριθμός των νόθων παιδιών, όπως ήδη αναφέραμε,  ήταν πολύ περιορισμένος, συγκριτικά με αυτόν των πόλεων. Στις λίγες φορές που υπήρχαν, δεν αντιμετωπίζονταν από τους γονείς τους, όπως τα άλλα παιδιά.

O Ο Νικόλαος Μαρτζάς είχε δυο νόθα κορίτσια. Με τη διαθήκη του άφησε σ’ αυτά λίγα όσπρια, λίγα ρούχα και λίγο κρασί. Η χήρα του Εργίνα παρουσίασε τη διαθήκη και τους παρέδωσε με συμβόλαιο τα συγκεκρι-μένα κληροδοτήματα[1121].

 

Πολλοί άντρες διαθέτες απαιτούσαν από τα παιδιά τους, κυρίως τα κορίτσια, να παραμένουν τίμια στη ζωή τους. Σε διαφορετική περίπτωση, ζητούσαν να χάνουν όσα τους κληροδοτούσαν. Οι γυναίκες  ζητούσαν περισσότερο από τα παιδιά τους να τους κάνουν τα μνημόσυνα και τους έδιναν κάποια κίνητρα.

O Ο Φήμης Βλαστός άφησε μόνο σε μια κόρη του, τη Τζονέβρα, κάποια χωράφια.  Όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε στη γυναίκα του και, όταν αυτή πέθαινε, θα πήγαιναν στις 4 κόρες τους, με τον όρο ότι θα ζούσαν τίμια. «Όποια ήθελε ξεφύγει από την τιμή της, να μην έχει να κάνει εις το πράμα του»[1122].

O Η σύζυγος του παραπάνω Φήμη Βλαστού, Μαρία Βλαστοπούλα, άφηνε και αυτή το μισό από το σπίτι της στην Τζονέβρα και το άλλο μισό στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την υπόλοιπη περιουσία της τη μοίρασε στις 4 κόρες της. Εξαίρεσε ένα χωράφι μόνο, που θα το έπαιρνε όποια από τις κόρες της αναλάμβανε να της κάνει τα μνημόσυνα[1123].

O Ο Κωνσταντής Καλομενόπουλος άφηνε τη γυναίκα του κυρά, νοικοκυρά και κομισάριο, αλλά όλη την περιουσία του την άφηνε στα παιδιά του. Αν αυτά πέθαιναν χωρίς παιδιά, να πήγαινε στον αδερφό του[1124].

 

Πολλές φορές οι αγρότες παραχωρούσαν τις περιουσίες τους στα παιδιά τους όσο ζούσαν και έτσι περίττευε η διαθήκη. Αυτό συνέβαινε, γιατί οι αγροτικές εργασίες ήταν πολύ σκληρές και μετά από μια ηλικία καταντού-σαν βασανιστικές.

O Ο Τζουάννε Βαρούχας είχε παραχωρήσει στους τέσσερις γιους του την περιουσία του με συμβόλαιο. Τώρα αυτοί, με άλλο συμβόλαιο, για να μην υπάρξουν διχόνοιες ανάμεσά τους, όρισαν ένα μοιραστή κοινής αποδο-χής, ο οποίος μοίρασε τα πατρικά αμπέλια σε τέσσερα μερίδια. Συμφώ-νησαν η μοιρασιά να είναι οριστική και απαραβίαστη, σύμφωνα με το βενετικό έθιμο (more veneto) [1125].

O Ο Μάρκος Παπαγιανόπουλος πέθανε και άφησε την περιουσία του στις δύο κόρες του. Ο κομισάριός του κάλεσε τους δύο γαμπρούς του (Μαθιό και Τζώρτζη Βλαστό) και μαζί αποφάσισαν να ορίσουν δύο μοιραστές για να τους την μοιράσουν στα δύο[1126]. Ο ίδιος κομισάριος έκανε καταγραφή της ακίνητης περιουσίας και έδωσε σαν πανωπροίκια στον Μαθιό για τη γυναίκα του Εργίνα κάποια πιθάρια και διάφορα σιδερικά. Την εκτίμηση έκαναν ο Τζανής Πικατόρος και ο νοτάριος[1127].

 

Σε μερικές περιπτώσεις οι μανάδες, ιδίως οι χήρες, άφηναν όλη τους την περιουσία στους γιους και αγνοούσαν τις κόρες, κυρίως όταν αυτές ήταν παντρεμένες. Επειδή μάλιστα γνώριζαν ότι οι κόρες μπορούσαν δικαστικά, όταν δεν ήταν αποκληρωμένες, να απαιτήσουν μέρος από την μητρική περι-ουσία, προσπαθούσαν με κατάρες και απειλές να τις αποτρέψουν. Οι γιοι θα φρόντιζαν τη διατροφή τους όσο θα ζούσαν. Με άλλα λόγια ανέθεταν, κατά κάποιο τρόπο, στους γιους τη γηροκόμησή τους.

O Η Καλή Καλομενοπούλα άφηνε, με τη διαθήκη της, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της στον γιο της Μανόλη. Αν απαιτούσαν μερτικό οι αδερφές του, να έπαιρναν από 5 υ. και την κατάρα της. Ο Μανόλης για αντάλλαγμα αναλάμβανε να την έχει μαζί του όσο ζούσε και να της κάνει τα μνημόσυνα, όταν πεθάνει[1128].

Η σκληρή ζωή και η ανέχεια που επικρατούσαν στην ύπαιθρο οδηγούσαν συχνά και σε σκληρές φράσεις. Η διαθέτρια φαίνεται να είχε πολύ μικρή περιουσία, γι’ αυτό  ήθελε να γίνει αποκλειστικά κτήμα του γιου της. Η φράση «5 υπέρπυρα και την κατάρα μου» υποδηλώνει τα αισθήματά της για τις κόρες της.

 

Ε. Διαθέτες και αποδέκτες κατά κατηγορίες.

α. Ευγενείς. Οι ευγενείς  φεουδάρχες, κατά κανόνα, στις διαθήκες τους απαιτούσαν από τα παιδιά τους να παντρεύονται γυναίκες από την τάξη τους και να παίρνουν μεγάλες προίκες, προκειμένου να διατηρούν τον προγονικό πλούτο και τη δύναμη. Σε μερικές όμως περιπτώσεις οι γιοι τους ερωτεύ-ονταν κοπέλες λαϊκές και έρχονταν σε σύγκρουση μαζί τους. Όταν οι γονείς βρίσκονταν μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα, αναγκαστικά υπαναχωρού-σαν.

O Ο Τζανής Βαρούχας ακύρωσε τις προηγούμενες διαθήκες του και τώρα έγραψε αυτήν που ήθελε να ισχύει. Στις προηγούμενες δεν επέτρεπε στον γιο του τον Νικολό να παντρευτεί τη Ζαμπέτα Βεργοπούλα, την οποία είχε βάλει στο σπίτι του, ούτε άλλη γυναίκα λαϊκή, παρά μόνο της τάξης τους και με μεγάλη προίκα. Τώρα όμως, επειδή έβλεπε ότι είχε αποκτήσει με τη Ζαμπέτα πέντε παιδιά, του επέτρεπε να την παντρευτεί και του έδινε την ευχή του, για να είναι νόμιμα τα παιδιά και να μπορούν να έχουν τα αδερφομοίρια τους από την περιουσία του. Στη συνέχεια μοίρασε την περιουσία του (κτήματα, σπίτια και ζώα) στα δυο παιδιά του[1129].

Τα πέντε εγγόνια έκαμψαν την επιμονή του σκληρού φεουδάρχη να αφήσει ο γιος τη λαϊκή γυναίκα του και να πάρει άλλη από την τάξη των ευγενών.

 

β. Καλόγεροι/συγχωροχάρτια. Με βάση το βυζαντινό δίκαιο, από τη στιγμή που κάποιος γινόταν καλόγερος, η περιουσία του πήγαινε στο μονα-στήρι[1130]. Στην Κρήτη δεν φαίνεται να ίσχυε η βυζαντινή αυτή διάταξη, αφού βλέπουμε ότι και οι καλόγεροι προέβαιναν σε διάφορες οικονομικής φύσεως δικαιοπραξίες και άλλαζαν ή έγραφαν διαθήκες κατά το δοκούν. Ακολου-θούσαν, δηλαδή, την τακτική των συντοπιτών τους κοσμικών. Ίσως να είχαν στις διαθήκες τους κάποιες ιδιαίτερες προτιμήσεις αλλά μέχρι ενός σημείου. Ως θρησκευόμενα άτομα ζητούσαν από τους κληρονόμους τους και πράγ-ματα που σε άλλους ήταν αδιανόητα, όπως ξεχωριστή παρουσία κληρικών στην κηδεία τους, συγχωροχάρτια από κάποιο πατριαρχείο για τη σωτηρία της ψυχής τους κ.ά. Να σημειωθεί ότι σχετικά με τα συγχωροχάρτια και τα ορθόδοξα πατριαρχεία, ακολουθούσαν, σε πολύ ίσως πιο περιορισμένη έκταση, την πολιτική του πάπα. Την πολιτική που είχε οδηγήσει στο κίνημα του Λουθήρου (1517) και τον προτεσταντισμό. Πρόσφεραν δηλαδή έναντι κάποιου σοβαρού τιμήματος «γραπτή άφεση αμαρτιών» σε όσους είχαν τα χρήματα να πληρώσουν και την αφέλεια να πιστεύουν στην αποτελεσμα-τικότητα της ενέργειάς τους. Γενικά, οι περισσότεροι όριζαν ως κληρονό-μους τους τα ανίψια ή τα αδέρφια τους.

O Ο καλόγερος Μάρκος Βαρούχας αρρώστησε και κάλεσε τον νοτάριο, για να γράψει τη διαθήκη του. Πρώτα ακύρωσε κάθε παλιότερη. Αρχικά, άφηνε εκτός των άλλων και 100 υ. στο πατριαρχείο της Πόλης «να του φέρου και ένα συγχωρητικό από το παραπάνω Πατριαρχείο». Άφηνε, επίσης, διάφορα ποσά σε παπάδες, για την ψυχή του. Όριζε μάλιστα τα παραπάνω χρήματα να τα πάρουν από την πώληση των βοδιών που διέ-θετε και αν δεν έφταναν, να τα πάρουν από την υπόλοιπη περιουσία του. Όλα τα υπόλοιπα, κινητά και ακίνητα, τα άφηνε στο γιο του μακαρίτη αδερφού, τον Μάρκο, με τον όρο να τον θάψει με τρεις παπάδες στο μοναστήρι της Θεοτόκου, όπου μόναζε, και να του κάνει τα συνήθη στους χριστιανούς μνημόσυνα. Αν δεν τα έκανε, να πάει όλη η περιουσία του στο μοναστήρι και να τον μνημονεύει ο εκεί πατέρας. Αν τελικά τη γλίτωνε από την αρρώστια, ήθελε να έχει την εκμετάλλευση της περι-ουσίας του όσο θα ζούσε, και όταν θα πέθαινε, να εφαρμοζόταν η διαθήκη[1131] .

Τα συγχωροχάρτια είχαν το δικό τους τυπικό και τη δική τους δομή (βλ. Παράρτημα, έγγραφο 1).

 

O Ο καλόγερος Μακάριος Βαρούχας, με τη διαθήκη του, άφηνε όλη την περιουσία του στα ανίψια του, παιδιά του αδερφού του Ιερώνυμου. Την περιουσία θα κρατούσε ο πατέρας τους όσο ζούσε και μετά θα πήγαινε σ’ αυτά. Ο καλόγερος, όταν ήταν να πεθάνει, μπορούσε να διαθέσει για την ψυχή του μόνο 50 υ.[1132] 

Το γεγονός ότι ο Μάρκος Βαρούχας, ενώ ήταν ήδη καλόγερος, έκανε διαθήκη, υποδηλώνει ότι διατηρούσε το συγκεκριμένο δικαίωμα και, αφού είχε εγκαταλείψει την κοσμική ζωή. Εδώ δεν ίσχυσε το βυζαντινό δίκαιο, που ήθελε, όπως είπαμε, η περιουσία των καλογέρων να ανήκει αποκλει-στικά στο μοναστήρι που μόναζαν.

 

γ. Κοσμικοί/συγχωροχάρτια. Εκτός από τους κληρικούς και κοσμικοί άφηναν κληροδοτήματα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη Μεγάλη Εκκλη-σία, όπως την αποκαλούσαν. Οι περισσότεροι τα άφηναν για την ψυχή τους. Μερικοί  ζητούσαν και έκδοση «συγχωρητικού». Η γραπτή αυτή άφεση αμαρτιών, εκτός των άλλων, πιστοποιούσε και το  ότι τα χρήματά τους έφτα-σαν στον προορισμό τους και δεν κρατήθηκαν από κάποιους «ενδιάμεσους».

O Νικολό Λίτινος όριζε στη διαθήκη του να δώσουν ένα τσεκίνι (=27 υ.) στη Μεγάλη Εκκλησία και να του πάρουν ένα «σιχωρετικό»[1133].

O  Ο καλόγερος Μάρκος Βαρούχας άφηνε 100 υ. στο πατριαρχείο της Πόλης «να του φέρου και ένα συγχωρητικό»[1134].

Με βάση τα παραπάνω, τα συγχωροχάρτια πρέπει να είχαν διαβαθμίσεις και η τιμή τους να ήταν ανάλογη με τη βαθμίδα που επέλεγε ο πιστός. Στην περίπτωσή μας, το τσεκίνιο ίσως να ήταν η κατώτερη τιμή/βαθμίδα, ενώ τα 100 υ. κάποια από τις μεσαίες. Δεν είναι γνωστό αν οι «ιεροί» αποδέκτες των χρημάτων υπόσχονταν ότι με ακριβά συγχωροχάρτια έσβηναν περισσότερες αμαρτίες ή απλώς άφηναν να διαφανεί ότι η τιμή επηρέαζε γενικώς την «άφεση».

 

δ. Αδέρφια. Όταν οι διαθέτες ήταν ανύπαντροι ή δεν είχαν παιδιά, κατά κανόνα, άφηναν την περιουσία τους στα αδέρφια τους. Αυτό συνέβαινε σε άντρες και σε γυναίκες.

O Ο παπά Μιχάλης Βλαστός άφησε όλη σχεδόν την περιουσία του στον ανήλικο αδερφό του Τζώρτζη[1135].

O Ο Τζώρτζης Καλονάς άφησε στον αδερφό του 5 υ. και του ζήτησε να συνεχίσει να συνεργάζεται με τη γυναίκα του στο θερισμό, όπως έκανε και με τον ίδιο. Ακόμα του ζήτησε να δεχτεί τη γυναίκα του στο σπίτι του, αν δεν την άφηναν να συνεχίσει να κατοικεί στο δικό του. Στην περίπτωση αυτή θα εκμεταλλεύονταν από κοινού την περιουσία του, αλλά δεν θα είχε το δικαίωμα να πουλήσει τίποτα, εκτός από την προίκα της[1136].

O Η Μαρία Βαρουχοπούλα άφησε όσα είχε από τον πατέρα, τη μάνα και τον πατριό της στον αδερφό της Μανόλη[1137].

 

Σε ειδικές περιπτώσεις, μπορούσε κάποιος να άφηνε την περιουσία του στα αδέρφια του, αλλά να απαιτούσε από αυτά να αναλάβουν μερικές υποχρεώσεις. Αν αναγκαζόταν να κάνει τη διαθήκη του, επειδή ήταν άρρω-στος, περιλάμβανε σ’ αυτήν και το ενδεχόμενο να ξεπερνούσε τελικά την αρρώστια. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να κάνει νέα διαθήκη. Δεν ήθελαν όμως οι περισσότεροι να έχουν ένα νέο επιπλέον έξοδο.

O Ο Γιώργης Πάτερος άρρωστος έγραψε τη διαθήκη του. Άφηνε όλη την περιουσία του στον αδερφό του Κωνσταντή και ζητούσε να πληρώσει όσα χρέη είχε. Αν τελικά δεν πέθαινε από την αρρώστια, θα τον φρόντιζε, ανάλογα με την περιουσία που του άφηνε και μετά το θάνατό του η περιουσία του θα πήγαινε σ’ αυτόν. Και στις δύο περιπτώσεις όφειλε να του κάνει τα μνημόσυνα και να δώσει από 10 υ. στους δυο παπάδες του χωριού[1138].

O Ο καλόγερος Μάρκος Βαρούχας όριζε στη διαθήκη του ότι, αν τελικά  ξεπερνούσε την αρρώστια, ήθελε να έχει την εκμετάλλευση της περιου-σίας του και όταν πέθαινε, να εφαρμοζόταν η συγκεκριμένη διαθήκη[1139].

 

Όταν τα κορίτσια είχαν παντρευτεί και είχαν αποκληρωθεί μόνο από την πατρική περιουσία, μπορούσαν να απαιτούσαν την μητρική.

O Ο Μάρκος Νταβερόνας, με τη διαθήκη του, όρισε κομισάριό του την αδερφή του Αντωνία. Αυτή συμφώνησε με τον γαμπρό του να ορίσουν δύο εκτιμητές και να πάρει την προίκα της πεθεράς του, που ήταν 4.474 υ. Οι εκτιμητές εκτίμησαν ακίνητα που να έφταναν το ποσό αυτό[1140].

 

ε. Εγγόνια. Όταν οι γιαγιάδες ή οι παππούδες συμπαθούσαν ιδιαίτερα κάποιον εγγονό τους, δεν δίσταζαν να αφήνουν σ’ αυτόν σοβαρά κληροδοτή-ματα.

O Η Φρατζού, σύζυγος του Τζουάνε Βαρούχα, άφησε με τη διαθήκη της στην εγγονή της Ζαμπέτα κληροδότημα 900 υ. Ο παππούς Τζουάνε συμφώνησε με την εγγονή του να ορίσουν εκτιμητές, προκειμένου να της δώσει το κληροδότημα. Οι εκτιμητές εκτίμησαν διάφορα κινητά (κασέλα, τρίποδα, ασπίδα, σπαθί, κυψέλη, πριόνι, αλυσίδες), μια αγελάδα με το μικρό της και μερικά χωράφια, προκειμένου να συμπληρωθεί το παρα-πάνω  ποσό[1141].

 

στ. Ανίψια. Οι διαθέτες, που άφηναν  κύριους κληρονόμους τα ανίψια τους, κατά κανόνα, δεν είχαν δημιουργήσει δική τους οικογένεια ή ήταν άτεκνοι. Οι άντρες προτιμούσαν τα ανίψια από τα αδέρφια τους, γιατί είχαν το οικογενειακό επώνυμο, ενώ οι γυναίκες  διαφοροποιούσαν τις παροχές τους ανάλογα με τις συμπάθειες που είχαν.

O Η Ντινιά Σακοραφοπούλα από το χωριό Σαϊτούρες όρισε με τη διαθήκη της κληρονόμους της τα ανίψια της Μανόλη και  Κωνσταντίνο[1142].

O Η Ανέζα Βαρουχοπούλα άρρωστη έκανε τη διαθήκη της. Όλα όσα είχε τα άφηνε στον ανιψιό της[1143].

O Ο καλόγερος Μάρκος Βαρούχας όριζε με τη διαθήκη του γενικό κληρο-νόμο του τον ανιψιό του, αφού άφηνε μερικά κληροδοτήματα σε κληρι-κούς[1144]. 

O Ο καλόγερος Μακάριος Βαρούχας, με τη διαθήκη του, άφηνε όλη την περιουσία του στα ανίψια του, παιδιά του αδερφού του Ιερώνυμου. Την περιουσία θα κρατούσε ο πατέρας τους όσο ζούσε και μετά θα πήγαινε σ’ αυτά. Ο καλόγερος, όταν ήταν να πεθάνει μπορούσε να διαθέσει μόνο 50 υ. Ο ίδιος δήλωσε ότι είχε κάνει και άλλη διαθήκη σε άλλο νοτάριο, αλλά ήθελε αυτή να ήταν άκυρη και η παρούσα να ήταν η μόνη ισχύουσα[1145].  

 

Το ίδιο συνέβαινε και με τους ευγενείς, μόνο που αυτοί συνήθιζαν να ζητούν από τα ανίψια τους να αποκτήσουν νόμιμα παιδιά, προκειμένου να γίνουν κάτοχοι των κληροδοτημάτων που τους άφηναν.  Αυτό υποδήλωνε, το έχουμε εξάλλου τονίσει και προηγουμένως, ότι στην τάξη τους τα νόθα παιδιά ήταν συχνό φαινόμενο, ενώ στους χωρικούς ήταν σπάνιο.

O Η ευγενής Μανταλένα Σεμιτέκολου άφηνε, με τη διαθήκη της, κομισάριο τον ανιψιό της Τζώρτζη. Στον ανιψιό της Φρατζαντρέα άφηνε 500 υ., στην ανιψιά της Ανέζα 1.000 υ. και τα μισά από τα ρούχα της, και στον ανιψιό της Μαθιό ετήσιο έσοδο 12 μουζουριών σταριού (τα χωράφια που θα του το απέδιδαν θα εκτιμούσε ο κομισάριος και αδερφός του). Τα υπόλοιπα κινητά και ακίνητα τα άφηνε στον ανιψιό κομισάριο. Αν αυτός πέθαινε χωρίς νόμιμα παιδιά, ήθελε να πάνε στα παιδιά του Μαθιού. Και τα δικά του τα 12 μουζούρια, αν και εκείνος δεν είχε νόμιμα παιδιά, ήθελε να επιστρέψουν στα νόμιμα παιδιά του Τζώρτζη, αν φυσικά αυτός είχε[1146].

 

ζ. Ιερείς, εκκλησίες, μοναστήρια. Οι διαθέτες τις περισσότερες φορές δεν ξεχνούσαν και τους ιερείς. Πέρα από τα χρήματα που όριζαν να δοθούν σ’ αυτούς που θα τους έθαβαν, συνήθιζαν να αφήνουν και κάποια κληροδο-τήματα στους ίδιους και σε άλλους. Πότε με όρους, πότε και χωρίς όρους.

O Η Ντινιά Σακοραφοπούλα άφησε στον παπά Δημήτρη ένα ύφασμα, με τον όρο να της κάνει ένα σαρανταλείτουργο για την ψυχή της[1147].

O Η Εργίνα Βλαστοπούλα, σε συμπληρωματική διαθήκη, αφού όριζε κληρονόμο της περιουσίας της τον γιο της Λουκά, του έδινε εντολή να πληρώσει έναν παπά με 12 ½ υ., προκειμένου να της κάνει ένα σαββα-τιανό, και έναν ιερομόναχο με ένα χρυσό τσεκίνι, για να της κάνει ένα σαρανταλείτουργο[1148].

O Ο παπά Μιχάλης Βλαστός άφησε κληροδοτήματα σε δύο άλλους παπάδες και έδωσε εντολή να δοθούν από 10 υ. σε όσους κληρικούς παραβρεθούν στην κηδεία του[1149].

O Η χήρα Εργίνα Κλαδοπούλα άφησε στον πατέρα Θεόφιλο Βαρούχα 20 υ.[1150]

O Η χήρα Καλή Καλομενοπούλα άφηνε 20 υ. σε έναν παπά για να την μνημονεύει και από 5 υ. σε άλλους δύο για την ψυχή της[1151].

 

Πέρα από τους ιερείς πολλοί, ιδίως γυναίκες, φρόντιζαν και τις εκκλησίες ή τα μοναστήρια. Με τα κληροδοτήματά τους αύξαιναν τις περιουσίες τους. Πολλές μάλιστα φορές έφταναν στα όρια της υπερβολής. Πίστευαν μάλλον ότι με τις παροχές τους θα είχαν καλύτερη μεταχείριση στη μεταθανάτια ζωή τους.

O Η φτωχή Λουκία Βλαστοπούλα, τη διαθήκη της, άφησε από μία ελιά σε δύο μοναστήρια, λίγο στάρι σε έναν ιερομόναχο και έναν παπά,  το χοίρο της σε έναν άλλο παπά, για να τον μοιραστεί με τον γιο του, επίσης παπά, τα 100 υ. που της αναλογούσαν από την περιουσία του άντρα της τα άφηνε στη Μεγάλη Εκκλησία, το χωράφι στις δύο κόρες της και λίγα ρούχα σε δύο γνωστούς[1152].

O Η Μανολέσα Βλαστοπούλα είχε όλα και όλα ένα σπίτι και τρία χωράφια. Το σπίτι με το ένα χωράφι το άφηνε στην αδερφή της, με τον όρο ότι θα της έκανε τα μνημόσυνα και ότι μετά το θάνατό της, θα πήγαινε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Αν δεν της έκανε τα μνημόσυνα, ήθελε να το έπαιρνε αμέσως η εκκλησία. Το άλλο χωράφι το άφηνε στον άντρα της, αλλά μετά από το θάνατό του ήθελε να πάει στο μοναστήρι του Αρχιστράτηγου, μαζί με όλο το περιεχόμενο του σπιτιού της. Το τρίτο το άφηνε απευθείας στο μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος. Παράλληλα, όριζε να δοθούν από 5 υ. στους ιερομόναχους και τους παπάδες που θα την έθαβαν[1153].

Με άλλα λόγια όλη της η περιουσία ήθελε, άμεσα ή έμμεσα, να κατα-λήξει σε εκκλησίες ή μοναστήρια.

O   Ο Αντρέας Βαρούχας από το χωριό Μοναστηράκι, ζητούσε από τους κληρονόμους του να δίνουν 4 λαΐνια λάδι για να καίει το καντήλι της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν οι ελιές του είχαν παραγωγή[1154].

 

Οι ευγενείς όριζαν, κατά κανόνα, την εκκλησία ή το μοναστήρι, όπου ήθελαν να τους θάψουν και άφηναν σημαντικά ποσά σ’ αυτά.

O Η Μανταλένα Σεμιτέκολου ζήτησε να τη θάψουν στη Σάντα Μαρία στο Ρέθυμνο και άφησε 500 υ. για επισκευές στην εκκλησία[1155].

 

Υπήρχαν διαθέτες που, εξαιτίας ίσως έλλειψης χρημάτων, κληροδοτού-σαν στους παπάδες διάφορα αντικείμενα.

O Η Μαρία Βαρουχοπούλα άφησε στον πατέρα Θεόφιλο ένα σεντόνι και μια λουτρομπόλια[1156].

 

η. Νύφες/γαμπροί. Σε περιπτώσεις που ο γιος κάποιου είχε πεθάνει και δεν είχε άλλα παιδιά, έμπαινε μέσα στο παιγνίδι της κληρονομιάς και η νύφη, ιδίως όταν αυτή είχε παιδιά.

O Ο Σταμάτης Αρκολέος από το χωριό Αμάρι άφησε στη νύφη του Εργίνα Γαβραδοπούλα όλη του την περιουσία να την κάνει ότι ήθελε, με τον όρο να εξοφλήσει πρώτα τα χρέη του, που ήταν 50 υ. Άφηνε σε δύο παπάδες, αδέρφια, από 10 υ. και στον νοτάριο ένα δρυ[1157].

 

θ. Προγονός προς μητρυιά. Όταν η μητρυιά ήταν καλή και συμπονετικιά, μπορούσε να αποσπάσει την αγάπη των προγονών της. Σε μια τέτοια περί-πτωση τα παιδιά δεν την ξεχνούσαν στη διαθήκη τους, ιδίως όταν έφευγαν από τη ζωή πρόωρα.

O Ο Γεωργιλάς Βαρούχας είχε αφήσει στη μητρυιά του Εργίνα κληροδό-τημα 200 υ., το οποίο ανέλαβε να εξοφλήσει ο αδερφός και κληρονόμος του Τζουάννε. Έδωσε πρώτα τα 100 υ. και, στη συνέχεια, της έδωσε μια ασημένια κούπα και 4 ασημένια πιρούνια για τα άλλα 100 υ.[1158]

 

ι. Φίλοι και γνωστοί. Οι γυναίκες διαθέτες της επαρχίας, περισσότερο από τους άντρες, συνήθιζαν να αφήνουν σε γνωστούς και φίλους μικρά ή μεγάλα κληροδοτήματα για την ψυχή τους. Η ανέχεια των συνανθρώπων τους ήταν προφανώς το κριτήριό τους. Προσπαθούσαν δηλαδή να καλύψουν, έστω και λίγο, τις ανάγκες που ήξεραν ότι υπήρχαν στον καθένα.

O Η Ντινιά Σακοραφοπούλα άφησε σε τέσσερις γυναίκες κάποια σεντόνια ή φουστάνια[1159].

O Η Μανολέσα Βλαστοπούλα άφηνε τρεις χαρουπιές σε ένα γνωστό της[1160].

O Η χήρα Εργίνα Κλαδοπούλα άφησε στη χήρα Καλίτζα  27 υ.[1161]

O Η ευγενής Μανταλένα Σεμιτέκολου άφησε σε πέντε γυναίκες ποσά από 100 υ. έως 300 υ.[1162]

Πιθανότατα οι γυναίκες ανήκαν στο υπηρετικό προσωπικό της ή ήταν πολύ φτωχές και ήθελε να τις βοηθήσει.

 

Όταν κάποιος πέθαινε χωρίς διαθήκη, αλλά είχε υποσχεθεί ένα τμήμα της περιουσίας του σε κάποιο γνωστό ή φίλο, ενώπιον μαρτύρων, μπορούσε ο τελευταίος να απαιτήσει το περιουσιακό στοιχείο από τους κληρονόμους.

O Ο Γιώργης Λίτινος είχε επανειλημμένα υποσχεθεί στον παπά Κωνσταντή ότι θα του κληροδοτούσε δυο ελιές. Όταν πέθανε χωρίς να γράψει διαθήκη, ο παπάς απαίτησε τις ελιές από τους κληρονόμους του. Αυτοί, που ήταν ο γιος και ο αδερφός του μακαρίτη, συμφώνησαν να του τις δώσουν με μορφή δωρεάς για την ψυχή του μακαρίτη και για να τον μνημονεύει[1163].

Η απαίτηση του παπά δεν ήταν παράλογη, γιατί, σύμφωνα με το βυζα-ντινό δίκαιο, όπως έχουμε αναφέρει, μπορούσε κάποιος διαθέτης να ανα-φέρει προφορικά, αλλά απαραίτητα μπροστά σε μάρτυρες τον αποδέκτη κάποιου κληροδοτήματος[1164].

 

ια. Βαφτισιμιοί. Επειδή οι βαφτισιμιοί θεωρούνταν ως πνευματικά παιδιά των νονών τους, οι τελευταίοι σε μερικές περιπτώσεις  δεν τους ξεχνούσαν στις διαθήκες τους. Είναι πάντως γεγονός ότι οι χωρικοί, που, κατά κανόνα, είχαν ελάχιστη περιουσία, δεν ασχολούνταν μαζί τους. Αυτοί που τους άφη-ναν κάποια μικροποσά ήταν οι ευγενείς ή οι πλούσιοι.

O Η Μανταλένα Σεμιτέκολου άφησε στα 3 βαφτιστήρια της, Έλενα, Γεωρ-γιλά και Μανταλένα  100 υ., 250 υ. και 250 υ., αντίστοιχα[1165].

Η διαθέτρια ξέφυγε από τον κανόνα της επαρχίας, γιατί προφανώς ανήκε στην αριστοκρατική τάξη.

 

ιβ. Νοτάριοι. Πολλοί διαθέτες δεν ξεχνούσαν να περιλάβουν στη διαθήκη τους και τον νοτάριο που τη συνέτασσε. Ίσως και εδώ, όπως και στις πόλεις, το έκαναν για να αποφύγουν εντελώς την άμεση πληρωμή του ή για να την μειώσουν. Αν άφηναν χρηματικά ποσά, αυτά κυμαίνονταν από 3 υ. έως 10 υ. Τόσα εξάλλου πλήρωναν και για κάθε άλλο συμβόλαιο.

O Η Μανολέσα Βλαστοπούλα άφηνε στον νοτάριο 10 υ.[1166],

O Ο Μανόλης Βλαστός δύο λίρες[1167],

O η Λουκία Βλαστοπούλα 5 υ.[1168] και

O ο Νικολό Βαρούχας 10 υ.[1169]

 

Υπήρχαν και περιπτώσεις που άφηναν στον νοτάριο ρούχα, προϊόντα, δέντρα  και όχι χρήματα. Επειδή σχεδόν πάντα σημείωναν ότι τα άφηναν για την ψυχή τους, πρέπει να υπολογίσουμε ότι η αμοιβή για το συμβόλαιο ήταν ξεχωριστή και καταβαλλόταν ίσως αμέσως μετά την σύνταξή του. Μπο-ρούμε πάντως να υποθέσουμε ότι ο νοτάριος, εξαιτίας των κληροδοτημάτων, θα ήταν πιο συγκαταβατικός.

O Η Μαρία Βαρουχοπούλα άφησε στον νοτάριο Βαρούχα μια μεταξωτή μπόλια[1170].

O Η Ανέζα Βλαστοπούλα όριζε στη διαθήκη της να δώσουν στον νοτάριο 1 μουζούρι λάδι για την ψυχή της[1171].

O Ο Σταμάτης Αρκολέος από το χωριό Αμάρι άφησε στον νοτάριο ένα δρυ[1172].

 

ΣΤ. Οι κομισάριοι.

Όλοι σχεδόν οι διαθέτες όριζαν, όπως έχουμε αναφέρει, έναν ή περισσό-τερους ως εκτελεστές της διαθήκης τους. Τα άτομα που επέλεγαν ήταν προφανώς της εμπιστοσύνης τους και συνήθως ανήκαν στον στενό οικογε-νειακό περιβάλλον.

O Ο Μανόλης Βλαστός από τα Ρούστικα όρισε κομισάριούς του τα δύο αδέρφια του[1173].

O Ο Αντρέας Βαρούχας από το Μοναστηράκι όρισε κομισάριους του τα δύο αδέρφια του ιερομόναχο Μακάριο και Τζόρτζη[1174].

 

Δεν ήταν λίγες και οι φορές που ορίζονταν εκτελεστές της διαθήκης άτομα πέρα από τον οικογενειακό κύκλο. Μερικές φορές μάλιστα και από γειτονικό χωριό.

O Ο Τζόρτζης Καλονάς από το χωριό Μούντρος άφησε κομισάριό του τον Τζουάνε Κόρσο από το χωριό Άγιο Κωνσταντίνο[1175].

O Ο Μπλάζιος Μουσούρος άφησε κομισάριό του τον Γαβρίλη Μουσούρο, χωρίς να σημειώνεται αν ήταν συγγενής του[1176].

 

Οι κομισάριοι συχνά αντιμετώπιζαν δύσκολες καταστάσεις, γιατί συνή-θως οι συγγενείς, που νόμιζαν ότι αδικούνταν από τη διαθήκη, διαμαρτύ-ρονταν και τους απειλούσαν με προσφυγή στα δικαστήρια. Συχνά προσπα-θούσαν να εξομαλύνουν τέτοιες καταστάσεις, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι το ρόλο των διαιτητών[1177] ή καταφεύγοντας, με τη σύμφωνη γνώμη των αντιμα-χόμενων, σε άλλους διαιτητές[1178]. Σε ελάχιστες περιπτώσεις οι διαθέτες άφηναν και ένα είδος αμοιβής στους κομισάριους τους, προφανώς για να εκτελέσουν πιο ευσυνείδητα  τη δουλειά τους.

O Ο παπά Μιχάλης Βλαστός όρισε με τη διαθήκη του κομισάριους τον κουνιάδο του και τον παπά Νικολή Καβάλο. Στον τελευταίο άφηνε και τέσσερις ρίζες ελιές[1179].

O Ο Τζόρτζης Καλονάς από το χωριό Μούντρος άφησε στον κομισάριό του το μερίδιό του σε ένα ελαιοτριβείο, που είχαν από κοινού, και ένα χωράφι, με την εντολή να το πουλήσει και να πληρώσει να του ζωγραφί-σουν μια εικόνα του Αγίου Νικολάου[1180].

O Η χήρα του Κωνσταντίνου Βλαστού έδωσε στον κομισάριο της διαθήκης του άντρα της 50 υ., αφού τόσα του άφηνε με κληροδότημα ο μακα-ρίτης[1181].

 

Ζ. Οι μάρτυρες.

Στην ύπαιθρο, όπως και στις πόλεις, οι μάρτυρες που υπέγραφαν μια διαθήκη ήταν επτά. Ο αριθμός αυτός μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις παρα-βιαζόταν. Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, ο αριθμός των μαρτύρων μπορούσε να ήταν πέντε ή εφτά[1182]. Ο νοτάριος πριν σημειώσει τα ονόματά τους και τους καλέσει να υπογράψουν (όσοι φυσικά γνώριζαν να υπο-γράφουν), πρόσθετε τη φράση: «Και διά βεβαίωση της αλήθειας παρακάλεσε (ο διαθέτης) για μάρτυρες». Σε άλλες περιπτώσεις έγραφε μόνο «μάρτυρες παρακαλετοί».

O Μαρτίρη παρακαλετή.

κηρ Νηκολό Βλαστό Φραγγιαδόπουλο και

κηρ Κοσταντί Βλαστό ποτέ κηρ Νηλολή και

κηρ Αντρέα Μπάφα ποτέ Μανόλι και

κηρ Μανόλι Πανάκι ποτέ Γιάνη και

κηρ Μανόλι Πανάκι ποτέ Γεώργι και

κηρ Μιχάλι Λίτινο ποτέ Μανόλι και

κηρ Μανόλι Μπάφα ποτέ Μάρκο[1183].

Όλοι επιτρεπόταν να χρησιμοποιούνται ως μάρτυρες, εκτός από τους κληρονόμους, που σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο όφειλαν να απέχουν[1184].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η: Κληρονομικές συνιστώσες.

 

Α. Αδερφομοίρια.

Αδερφομοίρι ήταν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει,  το μερτικό κάθε παιδιού στην πατρική ή μητρική περιουσία. Όταν παντρεύονταν τα κορίτσια, οριζόταν, κατά κανόνα, στο σχετικό συμβόλαιο ότι έπαυαν, μετά την προίκα που πήραν, να έχουν δικαίωμα διεκδίκησης αδερφομοιρίου. Όταν όμως οι προίκες δεν είχαν εξοφληθεί ή δεν αναφερόταν στο συμβόλαιο η απο-κλήρωση της νύφης, το δικαίωμα παρέμενε.

O Ο Μπλάζιος Μουσούρος στη διαθήκη του σημείωσε ότι όφειλαν ο εκτελεστής, η γυναίκα και ο γιος του να εξοφλήσουν μέσα σε πέντε χρόνια τις προίκες των κοριτσιών που είχε παντρέψει. Αν δεν γινόταν αυτό στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όφειλαν να παραχωρήσουν στα κορίτσια ανάλογη ακίνητη περιουσία για εκμετάλλευση. Όταν τελικά τις εξοφλούσαν, οι ακίνητες περιουσίες επέστρεφαν στα αγόρια της οικογένειας[1185]. Επειδή ξέχασε να σημειώσει ότι από τη στιγμή της εξό-φλησης έπαυαν τα παντρεμένα κορίτσια να έχουν δικαίωμα αδερφο-μοιρίου, κάλεσε την επόμενη μέρα τον νοτάριο και του ζήτησε να κάνει συμπληρωματική διαθήκη, προκειμένου να μην υπάρχει αυτή η ασά-φεια[1186].

 

Όταν τα κορίτσια δεν είχαν παραιτηθεί, με το συμβόλαιο γάμου, από τα αδερφομοίρια τους, τα απαιτούσαν από τους άλλους κληρονόμους. Αυτά ήταν ίσα σε άντρες και γυναίκες. Το μόνο υπέρ των αρρένων ήταν ότι είχαν δικαίωμα να αγοράσουν από τις αδερφές τους τα οικογενειακά ακίνητα.

O Ο Κωνσταντίνος Λαγγουβάρδος παραχώρησε τη μισή από την περιουσία του πατέρα του στο γαμπρό του για λογαριασμό της γυναίκας του Φρατζεσκίνας. Όρισαν δύο εκτιμητές και εκτίμησαν κάποια ρούχα και στολίδια σε 538 υ. Εκτίμησαν και το σπίτι σε 467 υ., όπως και ένα μοσχάρι. Τα μισά θα έπαιρνε ο γαμπρός[1187].

 

Όταν για κάποιους λόγους τα αδερφομοίρια πουλιόντουσαν σε άτομα εκτός της οικογένειας, μπορούσαν  να ανακτηθούν από τους δικαιούχους. Γι’ αυτό αποφάσιζε ο ρέτορας (διοικητής) της πόλης, στον οποίο όφειλαν να καταφύγουν οι αντίδικοι.

O Η Έλενα Βαρουχοπούλα ζήτησε με τη δικαστική οδό να ανακτήσει  το δικό της αδερφομοίρι, όπως και της αδερφής της Μαρίας (σπίτι, αμπέλι, χωράφια) από τον αγοραστή Μανολίτση Βαρούχα. Ο ρέτορας έκανε δεκτό το αίτημά της. Η ίδια συμφώνησε με την αδερφή της να δώσουν το τίμημα από μισό και να τα μοιραστούν ως αδερφές. Επειδή η αδερφή της δεν είχε τα χρήματα, τα κράτησε όλα η ίδια, αφού της έδωσε όσα χρήματα της αναλογούσαν[1188].

 

Αδερφομοίρια είχαν όλα τα αδέρφια, ακόμα και αν κάποια διάλεγαν για τη ζωή τους δρόμους που δεν άρεσαν στους γονείς. 

O Η Ζαμπέτα Βαρουχοπούλα ζήτησε από τον πατέρα της να της δώσει διατροφή, προκειμένου να γίνει καλόγρια. Αυτός αρνήθηκε. Τελικά τα τρία αδέρφια της, για να αποφύγουν καταγγελίες και έξοδα, συμφώνησαν να της δίνουν κάθε χρόνο κάποια ποσότητα σταριού, κριθαριού, μούστου, λαδιού, ελιών και μιζίθρας, όπως και 100 υ. μετρητά. Όταν αυτή πέθαινε, όλη η περιουσία θα έμενε σ’ αυτά[1189].

 

Ανάλογο αδερφομοίρι είχαν τα παιδιά και από την προίκα της μάνας τους.

O Ο Μανόλης Κομιτόπουλος θέλησε να πάρει το αδερφομοίρι του από την προίκα της μάνας του, που είχε ενσωματωθεί σ’ αυτήν του πατέρα του. Η προίκα ήταν 510 υ., εκτός από τα δώρα του γαμπρού. Συμφώνησε με τον αδερφό του να τη χωρίσουν και αυτή στα δύο, όπως έκαναν και με την περιουσία του πατέρα τους[1190].

 

Β. Κληρονομικά δικαιώματα.

Τα αρσενικά παιδιά της οικογένειας είχαν το δικαίωμα να ανακτούν, όπως έχουμε αναφέρει, τις ακίνητες περιουσίες των γονιών τους,  που, κατά καιρούς, παραχωρούνταν ή πουλιούνταν για διαφόρους λόγους. Πάντα βέβαια ήταν υποχρεωμένα να καταβάλουν ολόκληρο το τίμημα, στο οποίο είχαν πουληθεί ή εκτιμηθεί και ολόκληρη την αξία των βελτιώσεων που ίσως είχαν γίνει κατά το συγκεκριμένο διάστημα από τους αγοραστές/διαχει-ριστές.

O Ο εκτελεστής της διαθήκης του Γεωργιλά Βλαστού είχε πουλήσει ένα αμπέλι στην Τζανέτα Βλαστοπούλα, για να καλύψει κάποιες υποχρεώσεις της οικογένειας. Όταν μεγάλωσε ο Μάρκος, γιος του μακαρίτη, έδωσε στην αγοράστρια τα χρήματα που είχε καταβάλει και το επανέκτησε, όπως είχε το δικαίωμα[1191].

 

Το δικαίωμα ανάκτησης της πατρικής περιουσίας πολλοί διαθέτες δεν παρέλειπαν να το συμπεριλαμβάνουν στις διαθήκες τους. Ίσως εξέφραζαν με την υπόμνηση αυτή, έμμεσα τουλάχιστον, την ενδόμυχη επιθυμία τους.

O Ο Μπλάζιος Μουσούρος σημείωνε στη διαθήκη του ότι μπορούσε ο γιος του Γαβρίλης να ανακτήσει όλα τα ακίνητα που είχε παραχωρήσει στις παντρεμένες αδερφές του, καταβάλλοντας το τίμημά τους[1192].

O Ο μακαρίτης Μιχάλης Βλαστός είχε πουλήσει ένα χωράφι με αμπέλι στον Παύλο Βλαστό. Τώρα ο αδερφός του μακαρίτη παπά Μανόλης ζήτησε να αγοράσει το χωράφι αυτό με το αμπέλι, όπως είχε το δικαίωμα. Ορί-στηκαν εκτιμητές και εκτίμησαν τις βελτιώσεις που είχε κάνει ο Παύλος τον καιρό που το κρατούσε. Μετά από αυτό, ο παπάς κατέβαλε τα χρήματα και πήρε πίσω το κτήμα[1193].

 

Γ. Διαιτητές για κληρονομικές διαφορές.

Οι διαμάχες ανάμεσα στους κατοίκους της υπαίθρου για κληρονομικούς λόγους ήταν σύνηθες φαινόμενο. Όταν δηλαδή πέθαινε κάποιος, προσπα-θούσαν οι συγγενείς να καρπωθούν, νόμιμα ή παράνομα, κάτι από την περι-ουσία του. Αν άφηνε διαθήκη, οι διαφορές ήταν λιγότερες, αν όμως πέθαινε χωρίς διαθήκη ή η διαθήκη του δεν είχε πλήρη σαφήνεια ή είχε νομικές ατέλειες, δημιουργούνταν οικογενειακές έριδες, που συχνά κατέληγαν σε αδιέξοδα. Η προσφυγή στα δικαστήρια, που τις περισσότερες φορές φαινό-ταν ως η μόνη εφικτή λύση, δεν ήταν και τόσο συμφέρουσα. Τα δικαστήρια βρίσκονταν στις πόλεις και οι αποστάσεις από αυτές ήταν μεγάλες. Απαι-τούσαν έξοδα διαμονής, έξοδα για δικηγόρους και έξοδα δικαστηρίου για όποιον τελικά έχανε την υπόθεση. Εξάλλου η ακεραιότητα των δικαστών δεν ήταν ποτέ εξασφαλισμένη. Για να αποφεύγονται τέτοιες πολυέξοδες και αμφιβόλου πιστότητας εξορμήσεις, οι αντίδικοι συγγενείς συνήθιζαν να εκλέγουν μερικά άτομα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και να τους αναθέτουν να λύνουν τις μεταξύ τους διαφορές. Το μέτρο ήταν πιο δίκαιο και εντελώς ανέξοδο. Τα άτομα αυτά αποκαλούσαν διαιτητές (αλμπίτρους) ή συμβιβα-στές (σιαστάδες) και έπαιζαν το ρόλο του δικαστή. Άκουγαν δηλαδή τις αιτιολογίες και των δύο πλευρών, εξέταζαν τα γραπτά στοιχεία που υπήρχαν, συγκέντρωναν προφορικές μαρτυρίες, και, «κράζοντας πρώτα το όνομα της υπερούσιας Τριάδας και της υπερευλογημένης Θεοτόκου», αποφάσιζαν. Τις περισσότερες φορές οι αντιμαχόμενες πλευρές συμφωνούσαν εκ των προτέ-ρων να δεχθούν χωρίς αντιρρήσεις και ενστάσεις την όποια απόφαση των διαιτητών και να σταματήσει εκεί η μεταξύ τους έριδα. Τώρα για το αν τηρούσαν πάντοτε τη συμφωνία τους ή όχι, είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς με σιγουριά. Πάντως οι διαιτητές απέφευγαν να βάζουν τους αντι-μαχόμενους να ορκίζονται, ξέροντας ότι κάποιος, ηθελημένα ή άθελα, θα έπαιρνε ψεύτικο όρκο. Κατά κανόνα, μοίραζαν τη διαφορά και έτσι ικανο-ποιούσαν και τα δύο μέρη.

O Πέθανε ο Γιώργης Βλαστός από τα Ρούστικα και με τη διαθήκη του, αφού όριζε δύο κομισάριους, έδινε εντολή να μοιραστεί η περιουσία του στα δύο και να πάρουν τη μισή τα παιδιά του από τον πρώτο γάμο, και την άλλη μισή η χήρα του από το δεύτερο γάμο και τα παιδιά τους. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να ορίσουν εκτιμητές και διαιτητές τους δύο κομισάριους και να δεχθούν την όποια απόφασή τους. Οι δύο διαιτητές χώρισαν την περιουσία, κινητή και ακίνητη, σε δύο μερίδια. Οι αντιμα-χόμενοι δέχτηκαν το χωρισμό ως οριστικό και αμετάκλητο και πήραν το πρώτο μερίδιο τα παιδιά από τον πρώτο γάμο και το άλλο η χήρα και τα παιδιά της. Υποσχέθηκαν μάλιστα ότι ούτε στο μέλλον πρόκειται να ενοχλήσει ο ένας τον άλλον πάνω στο  συγκεκριμένο θέμα[1194].

O Πέθανε ο Γιώργης Λίτινος και τον κληρονόμησε, σύμφωνα με τη διαθήκη του, ο αδερφός του Αντρέας. Επειδή η χήρα του μακαρίτη Μαρία Βελονοπούλα είχε κάποιες απαιτήσεις, πέρα από την προίκα της, οι δύο πλευρές  αποφάσισαν να ορίσουν από κοινού δύο διαιτητές, προκειμένου να επιλύσουν τη διαφορά τους. Η απόφασή τους θα ήταν σύμφωνα με το βενετικό τρόπο (more veneto) απαραβίαστη[1195]. Οι δύο διαιτητές άκου-σαν και τον ένα και τον άλλο. Η Μαρία απαιτούσε περίπου 200 υ., γιατί, όπως ισχυριζόταν, τα 45 υ. τα είχε δώσει ο πατέρας της στον άντρα της και τα υπόλοιπα τής τα είχε αφήσει με γραπτή απόδειξη ο άντρας της. Ο αδερφός και κληρονόμος του μακαρίτη αμφισβητούσε κάποια από τα ποσά αυτά. Οι διαιτητές αποφάσισαν να μοιράσουν τη διαφορά και ζήτησαν από τον Αντρέα να δώσει μέχρι τα Χριστούγεννα 100 υ. στην Μαρία[1196].

O Ο Μανόλης Βλαστός και ο Κωνσταντής Βλαστός ήταν εξαδέλφια και είχαν διαφορές σχετικές με τις περιουσίες των πατεράδων τους. Τελικά, συμφώνησαν και εξέλεξαν δύο διαιτητές, έναν ο καθένας τους, για να μοιράσουν την περιουσία τους και υποσχέθηκαν ότι θα δέχονταν την απόφαση των διαιτητών, σύμφωνα με το βενετικό έθιμο, απαραβίαστη και αμετάκλητη. Αν διαφωνούσαν μεταξύ τους, μπορούσαν να ορίσουν και έναν τρίτο, που να ήταν αρεστός και στις δύο πλευρές. Μέχρι που να αποφάσιζαν,  θα κρατούσε ο καθένας τις περιουσίες που ήδη κατείχε[1197].

O Ο Γιώργης Βλαστός είχε διαφορές με τον αδελφό του Μάρκο και τις αδερφές του. Οι διαφορές αφορούσαν δικαιώματα πάνω στα σπίτια τους και την αυλή τους. Όρισε η κάθε μια πλευρά ένα διαιτητή και υποσχέ-θηκαν όλοι ότι θα δέχονταν την όποια απόφασή τους, σύμφωνα με τη βενετική συνήθεια, δηλαδή αμετάκλητη και απαραβίαστη[1198]. Την άλλη μέρα ο Γιώργης τα βρήκε με τις αδερφές του και αγόρασε τα σπίτια. Έτσι δεν χρειάστηκε να προχωρήσουν οι διαιτητές στο έργο τους[1199].

 

Δ. Πρόσθετες εξασφαλίσεις.

Επειδή οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου δεν ήταν σαφείς ή καλύ-τερα άφηναν κάποια κενά, πολλοί αγοραστές περιουσιών φρόντιζαν να εξασφαλίζουν την αγορά τους με πρόσθετες συμβολαιογραφικές πράξεις. Αν αγόραζαν δηλαδή ένα κτήμα από κάποιον, απαιτούσαν από τους άμεσους συγγενείς του ή κληρονόμους να υπογράψουν σε ξεχωριστό συμβόλαιο ότι παραιτούνταν από κάθε κληρονομικό δικαίωμα πάνω στο συγκεκριμένο ακίνητο.

O Ο φεουδάρχης Τζώρτζης Πατελάρος αγόρασε από την Εργίνα Καφατο-πούλα κάποιες ελιές. Πριν υπογράψει το συμβόλαιο της αγοράς, υποχρέ-ωσε τον γιο της να υπογράψει ότι παραιτούνταν από κάθε κληρονομικό δικαίωμα πάνω στο συγκεκριμένο κτήμα[1200].

 

Ε. Εξ αδιαιρέτου.

Συχνά συναντάμε περιουσίες που δεν μοιράζονταν από τα αδέρφια για διαφόρους λόγους και κατέληγαν στους κληρονόμους τους αδιαίρετες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν κάποια στιγμή αποφάσιζαν τη διανομή τους, συναντούσαν τεράστιες δυσκολίες, γιατί τα χρόνια της κοινής εκμετάλ-λευσης είχαν δημιουργήσει υποχρεώσεις και δεσμεύσεις.

O Η Μαρκεζίνα Αγιοστεφανιτοπούλα κρατούσε για πολλά χρόνια ένα χωράφι, που ήταν εξ αδιαιρέτου. Οι ξαδέρφες της Ζαμπέτα και Φρατζι-κίνα, που είχαν τα ίδια δικαιώματα, ζήτησαν τη διανομή του και κατέφυ-γαν στη δικαιοσύνη. Τελικά η Μαρκεζίνα δέχτηκε να ορίσουν κάποιον εκτιμητή, για να το εκτιμήσει και να πληρώσει στις ξαδέρφες της το μερί-διό τους. Μόνο έτσι θα απέφευγαν δικαστήρια, έχθρητες και έξοδα[1201].

O Τα αδέρφια Νικόλας, Αντρέας και Γιώργης Μαρκόπουλοι είχαν αμοίρα-στες περιουσίες. Συμφώνησαν και εξέλεξαν από κοινού ως μοιραστή τον Πέτρο Κορνάρο. Αυτός πήγε είδε τις περιουσίες, τις εκτίμησε και τις έκανε τρία μερίδια, φροντίζοντας να τις αφήνει όσο μπορούσε  σε αυτούς που μέχρι τότε τις κρατούσαν[1202].

O Δυο αδέρφια, ο Νικολό και ο Φραγκιάς Βαρούχας, είχαν ανύπαντρη αδερφή και αμοίραστη την περιουσία τους. Είχαν και το πρόβλημα της μητριάς τους, που διεκδικούσε την προίκα της. Επειδή διαφωνούσαν, αλλά δεν ήθελαν δικαστήρια και διαιτητές,  αποφάσισαν να μοιράσουν τα πάντα μόνοι τους. Αυτό έκαναν, μπροστά στον νοτάριο και τους μάρτυ-ρες, και έτσι απέφυγαν διχόνοιες και δικαστήρια. Ο Νικολό κράτησε την προίκα της μητριάς και όταν αυτή ήθελε, θα της την έδινε[1203]. Την ίδια μέρα έβαλαν εκτιμητή τον νοτάριο και αυτός εκτίμησε τα ρούχα, που αποτελούσαν την προίκα της μητριάς, σε 710 υ. Εκτίμησε και τα ρούχα για την προίκα της αδερφής τους και τα έβγαλε 577 υ. Τα πήρε ο Νικολό, για να τα παραδώσει, όταν χρειαζόταν[1204]. Μετά από την αφαίρεση της προίκας της μητριάς και της ανύπαντρης αδερφής, τα δύο αδέρφια μοίρα-σαν τα υπόλοιπα στα ίσα[1205].

O Δυο αδέρφια είχαν κάποια καταλύματα εξ αδιαιρέτου. Ο ένας θέλησε να πουλήσει το μερίδιό του. Έτσι όρισε  δύο εκτιμητές, το υπολόγισαν και το εκτίμησαν[1206].

 

 

 

 

ΣΤ. Συγγενικές συμπράξεις.

Όταν πατέρας και γιος διεκδικούσαν κάποια χαμένα δικαιώματα, συνή-θιζαν να μοιράζονται κέρδη και ζημιές, προκειμένου να μην είναι απόλυτα κερδισμένος ή χαμένος κανένας από τους δυο τους.

O Ο Μάρκος Καλεμονόπουλος και ο γιος του Κωνσταντής διεκδικούσαν το  μοναστήρι της Κερά Παναγιάς που κρατούσε ο παπά Μανούσης Χαρκιό-πουλος. Ο πατέρας μεταβίβασε, με συμβόλαιο, το μισό μοναστήρι στο γιο του και συμφώνησαν να καταφύγουν στη δικαιοσύνη και να μοιραστούν τα κέρδη ή τις ζημιές που θα προέκυπταν[1207].

O Ο Μάρκος Βαρούχας μεταβίβασε ένα διαρκή λιβέλο (ενοίκιο) που είχε στις δύο κόρες του και τον ανιψιό του, από 1/3 στον καθένα. Θα τον εκμεταλλεύονταν και θα πλήρωναν τυχόντα χρέη του[1208].

 

Ζ. Άρνηση κληρονομιάς.

Μερικές φορές, όταν ο μακαρίτης με τη διαθήκη του υποχρέωνε τους κληρονόμους του να εξοφλήσουν τα χρέη του, δημιουργούνταν περιπλοκές. Ιδίως όταν τα χρέη του ήταν μεγαλύτερα από την περιουσία που άφηνε. Σε ανάλογες περιπτώσεις μπορούσε κάποιος από τους κληρονόμους να μη δεχτεί την κληρονομιά και, κατά συνέπεια, να μην συμμετέχει στην εξόφλη-ση των χρεών. Σε αυτή την περίπτωση, η περιουσία που του αναλογούσε πήγαινε στους άλλους κληρονόμους, αν αυτοί δέχονταν την κληρονομιά.

O Πέθανε ο Νικολό Καλομενόπουλος και άφησε ένα μέρος της περιουσίας του στη γυναίκα του και την υπόλοιπη τη μοίρασε στους τρεις γιους του, δηλαδή τον παπά Γιώργη, παπά Μανόλη και ιερομόναχο Ιερεμία. Αυτοί όφειλαν να εξοφλήσουν και τα χρέη του. Ο παπά Μανόλης ζήτησε από τον νοτάριο να κάνει συμβόλαιο με το οποίο αρνιόταν την κληρονομιά και απαιτούσε μόνο την περιουσία που του είχε υποσχεθεί ο μακαρίτης στο συμβόλαιο του γάμου του[1209].

 

Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, όποιος δεν ήθελε να αποδεχθεί την κληρονομιά είχε περιθώριο ένα χρόνο να αποφασίσει. Όποιος την αποδεχό-ταν και μέσα σε ένα χρόνο δεν είχε εκπληρώσει τις επιθυμίες του διαθέτη, αν και είχε πάρει σχετική δικαστική απόφαση, έχανε τα 2/3 της (κληρο-νομιάς)[1210].

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η: Δωρεές.

 

Μερικές φορές κάποιοι γονείς ίσως επιθυμούσαν με τη διαθήκη τους  να κληροδοτήσουν σε συγκεκριμένα από τα παιδιά τους περισσότερη περιου-σία. Επειδή όμως νομικά τα παιδιά είχαν ίσα κληρονομικά δικαιώματα και μια τέτοια ενέργεια ίσως προκαλούσε δικαστικές διαμάχες ανάμεσα στα άλλα μέλη της οικογένειας, κατέφευγαν στη μέθοδο της δωρεάς. Μεταβί-βαζαν δηλαδή την περιουσία που ήθελαν σε όποιο ήθελαν και το αιτιολο-γούσαν ως ανταπόδοση υπαρκτών ή υποθετικών ευεργεσιών που είχαν δεχθεί από αυτό.

O Ο Τζουάννε Βαρούχας δώρισε ένα αμπέλι στον γιο του Τζώρτζη, για να του «ξεπληρώσει τις πολλές υποχρεώσεις και ωφέλειες που είχε δεχθεί από αυτόν και για τη βοήθεια που δέχεται σε ό,τι έχει ανάγκη». Αν δεν έκανε τη δωρεά, θα ήταν αγνώμονας. Για το λόγο αυτό και όχι από φόβο ούτε από πίεση, προχώρησε στη συγκεκριμένη δωρεά[1211]. Την επόμενη μέρα ο γιος του, με συμβόλαιο, αποδέχτηκε τη δωρεά και ευχαρίστησε τον πατέρα του[1212].

 

Η νομική διάταξη του Βυζαντίου σύμφωνα με την οποία η περιουσία των καλογέρων δικαιωματικά ανήκε στο μοναστήρι[1213] πρέπει, όπως έχουμε αναφέρει, να μην ίσχυε στην Κρήτη ή τουλάχιστον να παραβιαζόταν συχνά. Αυτό φαίνεται από συμβόλαια που καλόγεροι δώριζαν περιουσίες τους σε συγγενείς ή  σε άλλα μοναστήρια.

O Ο καλόγερος Μαλαχίας Βαρούχας δώρισε ένα αμπέλι στο μοναστήρι Υπεραγίας Θεοτόκου, για να τον μνημονεύουν[1214].

 

Η είσπραξη όσων σου ανήκαν δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αν οι υπόχρεοι ήταν άτομα δύστροπα ή ισχυρά. Οι γυναίκες συχνά, προκειμένου να εξασφα-λίσουν τα χρωστούμενα, κατέφευγαν σε διάφορους μεθόδους, μετατοπί-ζοντας την ευθύνη της είσπραξης σε άλλους πιο δυναμικούς. Μία από τις μεθόδους αυτές ήταν και η δωρεά, φαινομενικά τουλάχιστον.

O Η Καλή Πετουσοπούλα είχε να παίρνει 100 υ. από την περιουσία του μακαρίτη του πατέρα της. Επειδή οι δικοί της δεν της τα έδιναν, τα έκανε δωρεά με συμβόλαιο στο μοναστήρι των Ασωμάτων για επισκευές. Παράλληλα, εξουσιοδότησε τον ιερομόναχο Βαρούχα να τα εισπράξει. Του έδωσε μάλιστα το δικαίωμα, αν δεν του τα έδιναν, να καταφύγει στη δικαιοσύνη. Τη δωρεά έκανε για την ψυχή της και για να τη μνημο-νεύουν[1215].

 

Σε μερικές περιπτώσεις οι δωρεές γίνονταν για κάποιο συγκεκριμένο ωφελιμιστικό σκοπό. Δώριζε κάποιος ένα ακίνητο σε μια εκκλησία ή σε κάποιο άτομο, με τον όρο να έχει ανάλογο έσοδο όσο ζούσε.

O Ο Μανόλης Κλάδος άφησε για την ψυχή του στον Χαλκιόπουλο, εφημέ-ριο του μοναστηριού της Παναγίας, ένα αμπέλι που είχε στο χωριό Μέρωνα. Θα το καλλιεργούσε και θα του έδινε τη χρονιά το 1/3 της παραγωγής. Όταν πέθαινε, το αμπέλι θα πήγαινε στο μοναστήρι[1216].

O Η Καλή Καλομενοπούλα δώρισε κάποια χωράφια στον παπά Γιώργη Καλομενόπουλο, με τον όρο να βάλει τα μισά έξοδα για να τα φυτέψουν αμπέλια και όταν αρχίσουν να αποδίδουν, να της δίνει το μισό της παραγωγής[1217].

 

Επειδή, όπως είπαμε, συγγενείς του δωρητή μπορούσαν να προσβάλλουν τη δωρεά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι δωρητές προσπαθούσαν, όταν δεν είχαν επαρκείς δικαιολογίες, να απειλούν αυτούς που θα αντιδρούσαν με διάφορους τρόπους.

O Ο Μανόλης Κλάδος τόνιζε στο συμβόλαιο με το οποίο δώριζε ένα αμπέλι σε εφημέριο, ότι όποιος από τους απογόνους του ενοχλούσε τον παπά, έπρεπε να πληρώσει 100 τσεκίνια για τα δημόσια αμυντικά έργα και να υπηρετήσει 18 μήνες σε καταναγκαστικά έργα[1218].

Φαίνεται ότι η βενετική διοίκηση ή το βενετικό δίκαιο έδινε το δικαίωμα αυτό στους δωρητές, προκειμένου να τρομοκρατούν τους πραγματικούς δικαιούχους της δωριζόμενης περιουσίας. Τα 100 τσεκίνια ήταν πολύ μεγάλο ποσό για τα δεδομένα της υπαίθρου, ενώ οι 18 μήνες στα έργα ήταν ακόμα μεγαλύτερο βάσανο.

 

Μπορεί το άτομο που δέχονταν τη δωρεά να μην ήταν στενός συγγενής. Σ’ αυτήν την περίπτωση υποχρέωνε τον δωρητή να ορκιστεί ότι δεν θα πρό-σβαλε στο μέλλον ο ίδιος τουλάχιστον τη δωρεά. Ο όρκος σημειωνόταν και μέσα στο συμβόλαιο δωρεάς, για να αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος. Ίσως βέβαια οι κατοχυρώσεις αυτές να έκρυβαν πίσω τους κάποια ύποπτη συναλ-λαγή ή κάποιο εκβιασμό, ίσως και να ήταν περιττές, γιατί σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, όπως έχουμε αναφέρει, ο δωρητής δεν είχε το δικαίωμα να ανακαλέσει ή να προσβάλει τη δωρεά του.

O Ο Τζουάννε Βαρούχας, αφού έκανε τη δωρεά του προς τον Τζώρτζη Βαρούχα, αναγκάστηκε να ορκιστεί στην Αγία Γραφή ότι δεν θα πρόσβαλε ποτέ τη δωρεά[1219].

 

Κάποιοι χωρικοί πέθαιναν απρόσμενα χωρίς να κάνουν διαθήκη. Η περι-ουσία τους πήγαινε, σύμφωνα με τους νόμους, στα παιδιά τους ή αν δεν είχαν, στα αδέρφια και τα ανίψια τους. Αν κάποιος από αυτούς είχε εκφράσει την επιθυμία, ενώπιον μαρτύρων, ότι επιθυμούσε να αφήσει κάποιο κληρο-δότημα ή δωρεά σε μη συγγενικό πρόσωπο, οι κληρονόμοι όφειλαν, όπως έχουμε αναφέρει, να εκπληρώσουν την επιθυμία του. Στο σημείο αυτό η σχετική διάταξη του βυζαντινού δικαίου ήταν σαφής. Πρόκειται για την 29η Νεαρά του Λέοντα Σοφού, η οποία αναφέρει ότι ήταν έγκυρη: «η μέχρι των πεντακοσίων νομισμάτων τιμωμένη δωρεά, ει και άγραφος είη, τρισί μάρτυ-σι  κυρουμένη[1220]».

O Ο Γιώργης Λίτινος πέθανε χωρίς διαθήκη. Είχε όμως επανειλημμένα υποσχεθεί στον παπά Κωνσταντή ότι θα του κληροδοτούσε δυο ελιές. Τώρα ο αδερφός του μακαρίτη και ο γιος του δώρισαν τις ελιές αυτές στον παπά, για την ψυχή του μακαρίτη και για να τον μνημονεύει [1221].

 

Η πιο συνηθισμένη περίπτωση δωρεάς από τους χωρικούς ή τις χωρικές ήταν αυτή σε ιερείς με την υποχρέωση να τους κάνουν τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Φαίνεται ότι δεν είχαν και μεγάλη εμπιστοσύνη στα συγγενικά τους πρόσωπα.

O Η Εργίαν Αρκολεοπούλα δώρισε στον παπά Καλεμονόπουλο καταλύ-ματα, εξαιτίας της καλοσύνης που της είχε δείξει, με αντάλλαγμα να την μνημονεύει[1222].

O Ο Νικολός Καλομενόπουλος δώρισε στον παπά Μανουήλ Σκορδίλη ένα αμπελάκι για να τον μνημονεύει για πάντα. Αν η κόρη του ή η εγγονή του πρόσβαλαν δικαστικά τη δωρεά και έπαιρναν το αμπέλι, ήθελε να κατα-βάλουν στον παπά 100 υ[1223]. 

O Η Μαρούσα Παχοπούλα δώρισε ένα σπίτι και καταλύματα στον παπά Γιώργη Σκορδίλη, γιατί έθαψε και μνημόνευε το γιο της και γιατί ανέλαβε την υποχρέωση να τη θάψει και να τη μνημονεύει και αυτήν. Θα κρατού-σε το σπίτι όσο ζούσε και μετά το θάνατός της αυτό θα πήγαινε στον παπά[1224].

O Ο Νικολό Καλομενόπουλος δώρισε στον παπά Γιώργη Λαγγουβάρδο  ένα χωράφι με ελιές. Τη δωρεά έκανε εξαιτίας της αγάπης και της βοήθειας που δέχεται από τον παπά, και επειδή δεν ήθελε να φανεί αγνώμονας. Ο νοτάριος, όπως ήταν υποχρεωμένος, του συνέστησε να το σκεφτεί καλά, γιατί μόλις υπέγραφε, δεν μπορούσε, ακόμα και αν μετάνιωνε, με κανένα τρόπο, να το ξαναποκτήσει. Αυτός του απάντησε ότι το σκέφτηκε καλά και ότι δεν επρόκειτο να ζητήσει ποτέ ακύρωση[1225].

O Ο Κωνσταντής Λαγγουβάρδος δώρισε στην αδερφή του Καλή, για αντάλλαγμα στη βοήθεια και την αγάπη που του έδειχνε, το μερτικό του από την προίκα της μητέρας τους και το μισό από το αδερφομοίρι που του αναλογούσε από την περιουσία του πατέρα τους[1226].

 

Όταν ο δωρητής και ο αποδέκτης της δωρεάς ήταν αδέρφια, φαίνεται ότι δεν χρειαζόταν άλλη αιτιολόγηση από την αδερφική αγάπη ως «αδερφός τζη αδερφοσύνης του». Οι μουριές ήταν δέντρα πολύτιμα, γιατί πολλές οικογέ-νειες ασχολούνταν με τη σηροτροφία και τις είχαν απόλυτη ανάγκη. Η δωρεά τους, λοιπόν, δεν ήταν ευκαταφρόνητη.

O Ο Ιωάννης Λαγγουβάρδος δώρισε στον αδερφό του παπά Γιώργη μια μουριά σε ένα χωράφι που ανήκε στη μάνα τους. Για αντάλλαγμα ζήτησε από αυτόν να τον μνημονεύει για πάντα[1227].

 

Σε μερικές δωρεές το απαραίτητο αιτιολογικό φαίνεται να ήταν εξωπραγ-ματικό. Ίσως ορισμένοι ιερείς να έκαναν πλύση εγκεφάλου σε ηλικιωμένους ή και να τους έδιναν κάποιο μικρό χρηματικό ποσό, προκειμένου να τους αποσπάσουν ακίνητα πολύ μεγαλύτερης αξίας, χωρίς το φόβο της ανάκτησης από τους οικείους ή του ελέγχου εκ μέρους των αρχών.

O Ο Γιώργης Σπηλιώτης δώρισε ένα αμπέλι στον παπά Γιώργη Λαγγου-βάρδο, για να κάνει τα μνημόσυνα της μητέρας του, με το αιτιολογικό ότι ο ίδιος δεν είχε τον τρόπο ούτε χρήματα για να τα κάνει[1228].

Το γεγονός ότι ο ίδιος παπάς είχε δεχθεί ανάλογες δωρεές και από άλλους, οδηγεί στην υποψία ότι δρούσε ωφελιμιστικά και πέρα από την ηθική που όφειλε να έχει ως κληρικός. Ένα αμπέλι, όσο μικρό και να ήταν, αποκλειστικά για μνημόσυνα πήγαινε πολύ.

O Ο Τζανής Τάντολος, νόθος, δώρισε ένα αμπέλι στον ξάδερφό του και παπά Νίκανδρο Μπαρμπαρίγο, εξαιτίας της βοήθειας και της καλοσύνης που του πρόσφερε. Το αμπέλι θα το έπαιρνε μετά το θάνατό του. Για αντάλλαγμα αυτός θα τον έθαβε και θα τον μνημόνευε[1229].

O Ο Ιωακείμ Χορτάτζης δώρισε ένα χωράφι σε ιερέα με αντάλλαγμα να τον θάψει και να του κάνει τα μνημόσυνα. Αυτό το έκανε «γιατί ήταν γέρος, φτωχός και ανήμπορος και αμφέβαλε αν βρισκόταν κανείς, όταν πέθαινε να τον θάψει και να του κάνει τα μνημόσυνα»[1230].

O Η χήρα Καλή Σολατζοπούλα δώρισε στον παπά Γιώργη Λαγγουβάρδο ένα χωράφι, αφού ανέλαβε γραπτώς την υποχρέωση να τη θάψει και να τη μνημονεύει. Αυτό το έκανε, «γιατί είναι γριά και ανήμπορη και περιμένει το θάνατο από μέρα σε μέρα» [1231].

Το γεγονός ότι πολλές από τις δωρεές αυτού του είδους γίνονταν σε συγκεκριμένους παπάδες (στην περίπτωση μας στον παπά Γιώργη Λαγγου-βάρδο) υποδηλώνει ίσως ότι οι ίδιοι τις ενθάρρυναν. Βλέποντας δηλαδή, ότι θα έθαβαν αναγκαστικά δωρεάν κάποιους συγχωριανούς ή συγχωριανές τους, τους έπειθαν να τους ανταμείψουν με αυτόν τον τρόπο. Ήταν προσοδο-φόρος επιχείρηση. Το ότι θα αντιδρούσαν οι συγγενείς των δωρητών, αν γνώριζαν τα σχετικά με τη δωρεά, ήταν αναμφισβήτητο. Πρέπει μάλλον να κρατούσαν δωρητής και ιερέας κρυφή τη συμφωνία τους. Ο νοτάριος, που αναγκαστικά γνώριζε τη συναλλαγή, ίσως  δεσμευόταν να την κοινοποιήσει πριν το θάνατο του δωρητή. Ίσχυε δηλαδή το επαγγελματικό απόρρητο. 

 

Μερικές φορές οι απαιτήσεις των δωρητών επεκτείνονταν και σε μέλη της οικογένειάς τους.

O Η Εργίνα Λαγγουβαρδοπούλα δώρισε στον ξάδερφό της παπά Γιώργη Λαγγουβάρδο καταλύματα, με αντάλλαγμα να τη μνημονεύει αυτός και οι κληρονόμοι του την ίδια, τον άντρα της και τα παιδιά της[1232].

 

Μερικές φορές οι νοτάριοι δεν μιλούσαν για δωρεές αλλά για παραχω-ρήσεις ακινήτων, χωρίς τίμημα και με αντάλλαγμα κάποιες υποχρεώσεις. Οι περιπτώσεις αυτές παραχώρησης -κυρίως εκκλησιών/μοναστηριών- ουσια-στικά ήταν έμμεσες δωρεές. Ο λόγος που απέφευγαν να τις ονομάσουν δωρεές πρέπει ίσως να αναζητηθεί  στις εκκλησιαστικές παραδόσεις, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση μυστικής αγοροπωλησίας.

O Ο καλόγερος Μανόλης Μαρτζάς είχε το ? του μοναστηριού του Σωτήρα Χριστού στο χωριό Πισταγή. Το μερίδιό του αυτό παραχώρησε, με συμβόλαιο, στον παπά Μανουήλ Βλαστό και τους κληρονόμους του για πάντα. Σε αντάλλαγμα ο παπάς αναλάμβανε την υποχρέωση να τον μνη-μονεύει[1233].

 

Έχουμε και διαφορετικής φύσης δωρεές. Δηλαδή κάποιος χάριζε στο ίδιο το μοναστήρι αυτά που έπαιρνε από αυτό. Με άλλα λόγια, το απάλλασσε  από ένα πρόσθετο έξοδο.

O Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου πλήρωνε ένα λαΐνι μέλι τη χρονιά στον Αγγελούτσο Καφάτο. Αυτός για να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον πατέρα Νίμφο Μπαρμπαρίγο, του χάρισε το λαΐνι. Σε αντάλλαγμα ο πατέρας θα τον έθαβε στο μοναστήρι και θα τον μνημόνευε για πάντα. Το ίδιο θα έκανε και για τη γυναίκα του, αν το δεχόταν και αυτή[1234].

 

Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουμε και ακύρωση δωρεάς, αν και, με βάση το νόμο, δεν επιτρεπόταν. Αυτό φαίνεται ότι μπορούσε να συμβεί, μόνο όταν συμφωνούσαν για την ακύρωση δωρητής και δωρολήπτης.

O Ο πατέρας Νίμφος Μπαρμπαρίγος είχε δωρίσει στον καλόγερο Γεράσιμο Καφάτο μια γαϊδάρα. Τώρα συμφώνησαν και οι δύο να είναι άκυρη η δωρεά και να παραμείνει το ζώο στον πατέρα Νίμφο, χωρίς να έχει δικαίωμα κανείς να τον ενοχλήσει[1235].

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Καταγραφές οικοσκευής.

 

Το σπίτι του καθενός χωρικού δεν ήταν μόνο τόπος για ανάπαυση, φαγητό και ύπνο, όπως συνήθως είναι σήμερα. Ήταν κυρίως τόπος δουλειάς και αποθήκευσης προϊόντων παραγωγής πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Επειδή καταστήματα τροφίμων με τη σημερινή μορφή τους σπάνιζαν, το σπίτι αντικαθιστούσε το παντοπωλείο, οπωροπωλείο, κρεοπωλείο, εμπο-ρικό… του χωριού. Η αυτάρκεια για την οποία μιλά ο Όμηρος, αναφερό-μενος στην πρώιμη εποχή του τρωικού πολέμου, εξακολουθούσε να υπάρχει, με μικρές έστω αποκλίσεις, και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη.  Όταν πέθαινε κάποιος, ο κομισάριός του ή ο κύριος κληρονόμος του όφειλε να κάνει καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Ξεκινούσε από την κινητή, γιατί υπήρχε κίνδυνος, όταν ο μακαρίτης δεν είχε οικογένεια, να κλαπούν, από συγγενικά πρόσωπα ή και ξένους, κάποια αντικείμενα. Η καταγραφή των αντικειμένων του σπιτιού γινόταν μπροστά σε μάρτυρες και τον νοτάριο. Παρουσιάζει ενδιαφέρον να γνωρίσει κανείς το περιεχόμενου μιας αγροτικής κατοικίας τη δεδομένη χρονική περίοδο, γιατί ενισχύει το πλαίσιο του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου της εποχής.

O Ο μακρίτης Γεωργιλάς Βαρούχας άφησε με τη διαθήκη του κομισάριο τον αδερφό του Νικολό και αυτός κάλεσε νοτάριο και μάρτυρες, προκειμένου να γίνει καταγραφή της οικοσκευής του σπιτιού του. Σ’ αυτό βρέθηκαν: 3 σεντούκια από κυπαρίσσι και μια μικρή κασέλα. 6 πιθάρια για κρασί, των 80 μίστατων και 4 μικρά των 9. Ένα μικρό πιθάρι γεμάτο λάδι… Πιθάρια μικρά και μεγάλα για στάρι χωρητικότητας 40 μουζου-ριών. Σταρομούζουρο (σκεύος που χωρούσε ένα μουζούρι στάρι), καμπα-νός (ζυγαριά), 3 παλιά κοφίνια. Αρμάρι από κυπαρίσσι. 2 αρκοβούζια (πυροβόλα όπλα), 2 σκαμνιά και 9 μικρά σπαθιά, ένα σπαθί, μανάρα (μεγάλο τσεκούρι) μία, φτυάρι ένα, ένα μακρύ σκαμνί, 2 πινακωτές, μια σκάφη, μια σανίδα, σιδεροκουτάλα, 5 πιατέλες, 3 πέτρινες σκάφες και 4 μικρές, δυο μικρές πιατέλες, δύο λαΐνια (σταμνιά) για κρασί και δύο για νερό. Ακατέργαστο λινό άψητο 8 λίτρες, ακατέργαστο μάλλινο ύφασμα 3 λίτρες, λινό ακατέργαστο δεύτερης ποιότητας λίτρες 8 και μάλλινο δεύ-τερης ποιότητας άψητο 3 λίτρες. Τέσσερα μαξιλάρια καινούργια, τα δύο με κέντημα,  και τρία παλιά. Κάλυμμα για αχυρόστρωμα παλιό πήχες 5. Λινάρι 4 λίτρες και ακατέργαστο 2 λίτρες. Μπαμπάκι 4 λίτρες. Παλιό κλαδευτήρι. Χτένια για ξάσιμο (γνέσιμο) λιναριού και μαλλιού 4. Λινό πανί 47 π. και βαμβακερό 21 π. Λένε ότι στην υφάντρα υπάρχουν ακόμα 30 π. Πανί χοντρό λινό 9 π. Φουστάνι με κέντημα και ένα μισοραμμένο, μια χοντρή φούστα, μια λουτρομπόλια τριμμένη και μια μεταξωτή, πουκάμισο, μεταξωτές μπόλιες 11 μπράτσα, ακατέργαστο μπαμπακερό 9 λίτρες, σκέπη, ακατέργαστο κουκούλι 9 ουγγιές, ένα κολιέ τοντίνια, δυο δακτυλίδια, 3 παλιοπετσέτες, ένα παλιομαντίλι, μια κουβέρτα μισοραμ-μένη, μια λουτρομπόλια, δυο πλεκτές κουβέρτες, δυο σακούλες, δυο κοφίνια για ψωμί, ένα κλαδευτήρι. Δυο βόδια, ένα γαϊδούρι, μια γουρού-να και ένα γουρούνι, 6 μ. κρασί, 2 μ. ελιές, 2 μ. στάρι, 3 κριθάρι, 1 πράτικο κουκιά, ένα πινάκι κοκκάρι, 4 πλεξάνες κρεμμύδια, 10 κουτάλια, 8 καλαμωτές, 6 τραπέζια (σανίδες) και μια γάστρα. Όλα τα παραπάνω τα παραδίδει στη χήρα Λένα[1236].

Τα αντικείμενα παραδόθηκαν στη χήρα, γιατί μέσα σ’ αυτά περιλαμβα-νόταν και η προίκα της, που αν ήθελε, μπορούσε να απαιτήσει από τον κομι-σάριο. Με βάση την παραπάνω καταγραφή, μπορεί να καταλήξει κάποιος στις εξής διαπιστώσεις. Ο άντρας δούλευε στα χωράφια και μπορούσε να προμηθεύει την οικογένεια λάδι, σιτάρι και κρασί. Παράλληλα, η γυναίκα δούλευε και στο σπίτι, ασχολούμενη με την επεξεργασία του λιναριού και την ύφανση, για τα χρειώδη της οικογένειας σε ένδυση. Γενικά ο ρουχισμός που αναφέρεται ήταν πολύ φτωχικός. Ο αγώνας για επιβίωση περιόριζε στο ελάχιστο κάθε άλλη επιδίωξη. Τα ζώα προφανώς τα φρόντιζαν από κοινού. Ο άντρας διέθετε δυο πυροβόλα όπλα και μερικά σπαθιά προφανώς για την προστασία του.

 

Μια άλλη καταγραφή των κινητών ενός φτωχικού σπιτιού ενός μικρού χωριού δίνει πιο παραστατικά τη λιτότητα της ζωής των κατοίκων της υπαίθρου.

O Πέθανε ο Νικολό Καλοσινάς και ο Ιωάννης Καλοσινάς (μάλλον αδελφός του), έκανε την καταγραφή των ευρισκομένων στο σπίτι: Μια ματζέτα, ένα πιθάρι για κρασί χωρητικότητας 25 μίστατων και δυο μικρότερα των 10, ένα πιθάρι για στάρι  10 μουζουριών, ένα κρασοπίθαρο των 6 μίστα-των και ένα των 12, μια γουρούνα και ένα γουρουνόπουλο, δυο μαξιλά-ρια, ένα σκαμνί, ένα τραπέζι από πλάτανο και ένα φουστάνι μπαμπακερό. Αυτά τα παρέδωσε στη χήρα[1237].

Και στην καταγραφή αυτήν πρωταγωνιστούν τα σκεύη αποθήκευσης σιταριού και κρασιού, όπως και τα οικόσιτα ζώα, κυρίως γουρούνια. Η χήρα διέθετε και δεύτερο φουστάνι! Θέλω να πιστεύω ότι θα υπήρχαν και κάποιοι πάγκοι ή σκαμνιά, κάποιο τραπέζι και κάποια τσουκάλια ή πήλινα σκεύη, αλλά δεν τα κατέγραψαν, ίσως γιατί θα ήταν παλιά και μηδαμινής αξίας. Γενικά, η ανέχεια και η συνεπακόλουθη λιτότητα ήταν τα κύρια χαρακτηρι-στικά της ζωής των χωρικών στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη,

 

 

 


 

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Α. ΠΙΝΑΚΕΣ.

 

Νοτάριοι                 Σύνολο πράξεων     Διαθήκες         Ποσοστό διαθηκών

 

Βλαστός                            303                    11                           3,6%

Βαρούχας                          853                    26                            3%

 

Σύνολο                           1.156                    37                           3,1%

 

Τρωίλος                            101                    15                          15%

Πάντιμος                           260                    13                            5%

Καλλέργης                        420                    33                            8%

Αρκολέος                          377                    51                         13,5%

 

Σύνολο                           1.158                  112                           9,6%

Γενικό Σύνολο               2.314                  149                           6,5%

 

Β. ΕΓΓΡΑΦΑ.

Έγγραφο 1. Συγχωροχάρτι.

† Μ(ητ)ροφάνης ?λέ? Θ(εο)? ?ρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης κα? ο?κονομικ?ς πατριάρχης.

/2 † ? μετριότητς ?μ?ν ?π? τ?ς χάριτός τε κα? δωρε?ς κα? ?ξουσίας το? παναγίου κα? ζωαρχικο? πν(ε?ματ)ος τ?ς δοθείσης παρ? το? σ(ωτ?)ρ(ο)ς το?ς θείοις α?το? κα? ?ερο?ς/3 μαθητα?ς ε?ς τ? δεσμε?ν κα? λύειν τ?ς τ?ν ?ν(θρώπ)ων ?μαρτίας, ε?ρηκότος α?το?ς λάβητε πν(ε?μ)α ?γιον, ?ντινων ?φ?τε τ?ς ?μαρτίας, ?φίενται/4 α?το?ς, ?ντινων κρατ?τε, κεκράτηνται, κα? ?σα ?ν λύσητε ?π? τ?ς γ?ς ?σται δεδεμένα ?ν τ? ο?(ρα)ν? κα? ?σα ?ν δήσητε ?π? τ?ς/5 γ?ς, ?σται δεδεμένα ?ν τ? ο?(ρα)ν?, ?ξ ?κείνων δ? κα? ε?ς ?μ?ς ?λληλοδιαδόχως ταύτης διαβάσης τ?ς θείας χάριτος, ?χει συγκεχωρη/6μένον τ?ν κατ? πν(ε?μ)α υ??ν α?τ?ς ?ωσ?φ ?ερομόναχον, ε?ς ?σσα κα? α?τ?ς ?ς ?ν(θρωπ)ος ?μαστε κα? ε?ς Θε?ν ?πλημμέλησε λόγ?, ?ργ?, διανοία, κα? ?ν/7 πάσαις α?το? τα?ς α?σθήσεσι, κα? ε? ?π? κατάραν κα? ?φορισμ?ν ?ρχιερέως ? ?ερέως ?γένετο, ? π(ατ)ρ(?ς) ? μ(ητ)ρ(?)ς α?το?, ? τ? ?δί?/8 ?ναθέματι περιέπεσεν ? ?ρκ? παρέβη ? ?λλοις τισ?ν ?μαρτήμασιν ?ς ?ν(θρωπ)ος κα? α?τ?ς ?ν κατ? διαφόρους καιρο?ς περι(ε)/9πάρη κα? πν(ευματι)κο?ς α?τ? π(ατ)ράσιν ?ξωμολογήσατο, κα? τ?ν ?π’ α?το?ς πρέποντα κανόνα ?κριβ?ς ?πεδείξατο. ?κ τούτων/10 πάντων τ?ς ?νοχ?ς τε κα? δεσμεύσεως ?λεύθερον ?χομεν α?τ?ν τ? παντοδυνάμ? ?ξουσί? κα? χάριτι το? θείου κα? προσκυ-νη/11το? πν(εύματο)ς, ?σα δ? δι? λήθην ? α?δ? ?νεξομολόγητα ε?ασε, κ?κε?να συγχωρήσαι α?τ? ? ?λεήμων θ(ε?)ς ? ?ν ε?λογητ?ς/12 ε?ς το?ς α??νας, ?μήν.

/13 μηνί ?πριλλί?, ?νδικτι?νος.

 

***

 

Έγγραφο 2ο/Βλαστός 6. Διαθήκη.

αχ, μορε ιμπεριάλε, Φλεβαρίου τζι δ, ινδικτιόνη ΙΓ, ης το χοριό Σαητούρες, ντεστρέτο Ρεθέμνου, στο σπίτη τις κατηκήας του κηρ Μπλάζηο  Μουσούρο ποτέ Γαβρίλι. Εδεκή, εβρισκόμενος ο άνοθε Μπλάζηος ης αστένια βαρεοτάτι και φοβούμενος τον θάνατον, μίπος και άφνου τήχη, ος καθού και ης άλους έτηχε, έχοντας, χάριτη θεού, το νούν του  καλόν και τας φρένας του σόα και ακερέα,  έκαμε και εκράξασι εμέ το γκάτο γεγραμένο  νοδάρο  και τους κάτο  γεγραμένους  και παρακαλεμένους μαρτήρους, και αυτός  με παρακάλεσε  ότη να θελήσο να γράψο τούτη  την ήστερί του  και τελευτέα δηαθήκη.

·      Πρότον αφήνη παντός του κόσμου τη  σιχόρισιν, έπιτα θέλη και αφίνη οδηά πιστότατον του κομισάριο το κηρ Γαβρίλη Μουσούρο ποτέ κηρ Μηχάλη.

·      Ακόμι θέλη και αφήνη και τη κερά Έλενα, τη γηνέκα του, κερά και νικο-κερά και τον ιό τζι  το Γαβρίλι ης το πράμαν του όλο, ήτζι στάμπλελε οσά μόμπελε, να το κρατού πέντε χρόνους και μέσα τζη πέντε χρόνους να μπορού νά’ χου τζη θιγατέρες του τζι παντρεμένες ης όλον εκήνο απού φένετε πλερομένες.  Και ανήσος και περάσου η πέντε χρόνι και δε τζη έχου στατησφάδες, να μπορί ο άνοθε κομεσάριος με την άνοθε κερά Έλενα να στιμάρου και να το νε δηδου απ’ όπιο στεκάμενο θέλη καθεμιάς κρατά,  κατά πος τζι χροστί, να το κρατούσι όστε να το δόσι πάσα μιάς εκήνο απού’ θελε ήστε το ρέστος, και θάχι άδηα πάσα καιρόν να τα ξαγοράζη ο ιjόςτου ο Γαβρίλης.

·      Ακόμι θέλη και κομπλίροντας η λεγόμενη πέντε χρονι να μηράζη και η άνοθε κηρά Έλενα όλον το πράμα, ήτζι στάμπελε οσά μόμπελε, με τον ιόν του Γαβρίλη να πέρνη πάσα ένας το μέρο και να τόχη η άνοθε κερά Έλενα με τη θηγατέρα τζη τη κερά Εργήνα ομάδη τος. Και ης όρα τζι πατριάς να τζι δήδι ο άνοθε Γαβρίλης ο ιjός του υπέρπυρα χήληα, στίμα, τορνέσα, κατά το σjνήθη μησά και μησά (και) να κρατίζη τη μπάρτι τζι όλη απού τζι μπάρτες, ήτζι στάμπελε οσά και από μόμπελε.

·      Ακόμι θέλη και αφήνη τζι θηγατέρας του τζι κερά Ζαμπέτας υπέρπυρα ήκοσι.

·      Ακόμη θέλη και ξεκαθαρήζη πος χροστί του κηρ Ιωάνη Βλαστού του γαμπρού του υπέρπυρα ξακόσα και στίμα υπέρπυρα εκατό, και απάνο στι στίμα τόδοκε ένα βούη οδηά τζηκίνια χρουσά πέντε, και να’ νε εκήνος ο πρότος απού θέλη πλεροθή.

·      Ακόμι θέλη και ανήσος και ο ιjός του ο Γαβρίλης δεν ήθελε κάμη κλερο-νομιά, αποθάνοντάς του να κλερονομού τα θηληκά.

·      Ακόμι θέλη και να τονε θάψου ης τον ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και να τον εμνιμονέψου κατά την τάξη το χριστιανόν.

Και δηά βεβέοσιν αλήθιας  επαρακάλεσε μαρτίρους

κηρ Μανόλι Ντασένια ιjός του κηρ Μιχάλη

κηρ Μανόλι Μουσούρο ποτέ Κοσταντή

κηρ Νικόλα Μουσούρο ποτέ Μανιό

κηρ Βητζέτζο Μουσούρο του Γεοργιλά Πεντόπουλου

κηρ Γεοργιλά Βελονά ποτέ Γιάνη

κηρ Νικολό Μουσούρο ποτέ Μανόλι Τζαγάνη

κηρ Ιωάνη Κουβαρέα ποτέ Γεόργη.

 

***

 

Έγγραφο 3ο/Βλαστός 22. Διαθήκη.

Εν ονόματη του εονήου θεού ημόν, αμήν. αχ μηνί Μαΐω  τζη δ, ινδικτιόνη ΙΓ, ης το χοριό Μούτρο, ντεστρέτο Ρεθέμνου, εjς το σπίτη της κατηκίας του κηρ Τζόρτζι Καλονά ποτέ κη Νηκολό. Εδεκί, εβρισκόμενος ης αστένια βαρεοτάτη και φοβούμενος τον θάνατον μίπος και άφνου τίχι, ος καθός και ης άλους έτηχε,  έχοντας, χάρητι  θεού, το νούν του καλόν και τας φρένας του σόα και  ακαιρέα έκαμε και εκράξασι εμέ το κάντο γεγραμένο νοδάρο και τους κάτο  γεγραμένους και παρακαλεμένους μαρτίρους, και αυτός με παρακάλεσε ότη να θελήσο να γράψο τούτη την ήστερίν του και τελευτέα δηαθίκη.

·      Πρότον αφήνη παντός του κόσμου τη σιχόρισι, έπιτα θέλι και αφήνη οδηά πιστότατον του κομεσάριο το κηρ Τζουάνε Κόρσο ιjός του κηρ Τζεζάρο απού το χοριό Αγίου Κοσταντίνου.

·      Ακόμι αφήνη τη γινέκα του τι κερά Έλενα καιρά  και νηκοκαιρά, να κάθετε ης το σπίτη και ης το πράμα του, να το κρατή, να το ορήζη, ήτζι στάμπελι οσά μόμπελι, όστε να ζη, μετά να κάθετε ης τιν τημίν του, και μετά τούτην την κοντετζιον να μι δεν ημπορί να πουλίσι, μουδέ να χαρήσι, μουδέ να προυκίσι μουδέ να κάμι καιμιάς λογής κουσουμάτζιο ης το λεγόμενο πράμα, ήτζι στάμπελι οσά και ης το μόμπελι. Και αποθανόντας τζι άνοθε κερά Έλενας, τζι γινέκας του, να πομένη ης τα δήο πεδηά τζη αδερφής του, τζη κερά Μαρούσας, τζι Νηκολόζας και τζι Αντονήας, διά τη ψηχήν του, και να μι δεν ημπορή τηνάς να δόσι καμιάς τονε πράξη τζι άνοθε καιρά Έλενας ης το άνοθε πράμα όστε να ζη. Το οπίο και ης τα άνοθε πεδήα τζι άνοθε καιρά Μαρούσας τζι αδερφής του να μη δεν τον εδόσι κιανής ποτέ κιαμηάς λογής πίραξης στο  άνοθε πράμα.

·      Ακόμι αφήνη του άνοθε κηρ Tζουάνε, του κομεσάριου του, τι μπάρτι του το αλετρουβούδιο, από τρία ένα, απού  του εντογκάρι, ήτζι απού το μίλο οσά και απού τα σπίτια και  απού τα μάγκανα και από πάσα λοής φουρνημέντα. Μετά τούτο να πλερόσι α(ν) χροστί ποθές τίβετας. Ακόμι θέλη και αφήνη  το χοράφι απόνε στιν εκήθεν αβλή σταλημπέρτο να το πουλίσι ο άνοθε κομεσάριος τι μπάρτεν του απού του εντοκάρι, από τρία ένα, να πουλήσι και τι μπάρτι τζι αδερφίς του τζι καιρά Μαρούσας να πλερόσι να σγουρα-φίσου το κόνισμα του αγίου Νικολάου.

·      Ακόμι αφήνη του αδερφού του του κηρ Τζανή υπέρπυρα πέντε. Ακόμι να ημπορί να βάνη ο άνοθε αδερφός του τζι εμισούς θεριστάδες και πάσα λογής σπέζα άλη εμισί  και η κερά Έλενα, η γηνέκα του, τιν άλην εμισί να  μαζόνουσι τι σπορά απού έχου ομάδη, κατά πος  ήνε η σίβασί τονε.

·      Ακόμι θέλη και αν ήσος και α δέν ηθέλασι αφήσι τιν άνοθε κερά Έλενα, τι γηνέκα του, να κάθετε ης το άνοθε πράμα, ος άνοθε, και ήθελεν ήστε από πίραξη κιανενός ανθρόπου, να ημπορί να πιένη ης το σπίτη του άνοθε κηρ Τζανή του κομεσάριού του, να στέκου ομάδη και να ορίζη το πράμα, κατά πος τζι το αφήνη, και να μι δεν ημπορί η άνοθε κερά Έλενα να ορήζη στο θάνατό τζι άλο πράμα παρά μόνο υπέρπυρα τριάντα. Και αν ήσος και δεν ήθελε κάθεστε ης τιν τιμίν του, να μίν ημπορή να πάρη τίβετας απού το πράμα του παρά μόνο ότη έφερε.

·      Ακόμη θέλι και αφήνη να τονε θάψουσι ης το ναόν του Αγίου Νηκολάου και να τον εμνημονέψουσι κατά την τάξη το χριστιανό. 

·      Ακόμι θέλι και γράφι ό,τι χρέη χροστί και του χροστούσι. Πρότα  χροστί του αφέντι του Αντρέα του Μπαρότζη λάδη μίστατο έναμισι. Ακόμι του αφέντι του Τζανάκι Μπαρότζη στάρι μουζούρια δήο. Ακόμι του Τζανή του Καφάτο του Βαβά λάδη μίστατο ένα, και θέλι να δόσι το μισό ο Φραγγιάς Βλαστός Μολήβης. Ακόμη του άνοθε Τζανή χροστή  μετάξη ογγιές οκτό.  Ακόμι του αφέντι του Μανολέσο μετάξη  λήτρα μία. Ακόμη του αφέντι του Μάρκο του Τζίμπλη μετάξη λήτρα μία.

·      Ακόμι θέλι και αφήνη να σκουδέρη ο άνοθε κομεσάρηος απού τον άνοθε κηρ Τζανή, τον αδερφόν του, υπέρπυρα ενενήντα πέντε, ακόντο τον αμπε-ληό απού του επούλησε ρέστος. Και ης τούτο επαρακάλεσε μαρτίρους 

κηρ Μανόλι Καφάτο ποτέ Μιχάλι Κουργιαλόπουλο,

κηρ Νηκόλα Μοραήτη ποτέ Τζανή,

κηρ Μιχάλι Δραμιτηνό ποτέ Κοσταντί,

κηρ Γεοργίλι Καφάτο Φουφουδόπουλο ποτέ Κοσταντί,

κηρ Γιάνη Σκορδήλι ποτέ παπά κηρ Μιχάλη,

κηρ Γιάνη Καφάτο Γαργαρόπουλο ποτέ Νηκολή,

κηρ Γεόργι Βλαστό ποτε Κοσταντί απού τα Ρούστικα.

 

***

 

Έγγραφο 4ο/Βαρούχας 15. Διαθήκη.

1 †, αφ?ή, μηνι Φευρουαρίου κζ΄, ινδικτιωνος ια΄, ? νίσο Κρίτης, δεστρέτο Ρυθύμνης, χωριο Μοναστιράκι, ε?ς τιν κατοικίαν τζι κερα-Κατε /2ρούτζας Βαρουχοπούλας Ξεριτοπούλας, γυνι του ποτα? κυρ Κσταντί Βαρούχα Μπουραμπουρά. ?δεκί, ?στοντας κα? να /3 βρίσκεται ? λεγόμενη κα?ρα-Κατερούτζα ?ς ασθαίνιαν δυνατί κα? φοβόντας μίπος κα? ? θάνατος πλακόσι /4 α?τ?ν, ?χοντας το νο?ν τις καλ?ν κα? τας φρένας τις σωστάς, ?καλεσεν εμέν, τ?ν κατ?γεγραμένων νοταριον, κα? τους παρα /5 καλεμενους μαρτυρες κα? ?μέν ?παρακαλεσεν ?να επιγράψο κα? να τελιόσο τ?ν παρούσαν τσι κα? ε?στερον δι?θήκιν, καθ?ς /6 α?τινι ?ρδινι?ζει. Προτον μεν ?φήνι ?γι? πιστό-τατον κομεσάριον τον ετζελέντε αφέντι Τζόρτζι Βαρούχα /7 ?που το Ρέθε-μνος. ?πιτα θέλι κα? αφήνι τ?ν δίο τζι θυγατερ?, τζι Μαρίας κα? τζι Φρα-τζούς, τι πάρτε τζι το /8 πράμα, στάμπελε μόμπιλε, ?τζι σπίτ(ι), ?σα χοράφια, ?μπέλ(ι), περιβόλια, κα? ?,τι αλον ?χει κα? ?,τι τιν α / (φ. 5r) 9  σπετάρι· κα? τζι ακτζι?νε τζι να μπορο? να γυρεύγου τον ?ι?ν τζι τ? Μανόλι· ?φήνι κα? τζι θυγατέρα /10 τζι τζι Ζαμπέτας ?που τ’ Αμπέλι του Κοκόλι στιν απανο μερά δίον εργατό, να το ’χι ?ς τι ζο? τζι κα? ?/ 11 ποθανότα τζι, να’ν’του υ?ού τζι το? Κοσταντί· ?φήνι κα? το? ε?λαβεστάτου παπα κυρ Θωμα Βαρούχα υπερπυρα κέ/12 δια όνομαν τζι ψυχί τζι, να τινε μνιμονεύγι· ?φίνι κα? ?μέν, του νοδαρ(ο), ?δι? τιν ψυχίν τις υπερπυρα ι΄, υγου δέκα. /13 Κα? ? παρούσα ν’ απομένη στεραιά κα? βέβαια ?ν τη δυνάμει α?τ?ς. Μαρτυρες ? κυρ Νικολ?ς Βαρούχας Σταθόπουλος /14 κα? Κοσταντίς Τζαγκαροπουλος κα? Γαβρίλις Κλάδος κα? Μανολις Βενέρις και Μανόλις Βαρούχας Καρλόπουλος κα? Μανόλις Μαρ/15τζας, καλόγερος, ποτα? Γεώργι κα? Νικολ?ς Βαρούχας Ανέστος, ?ι?ς του κυρ-Τζανάκι. ?γ?, Μανόλις Βαρούχας, νοταριος ?πο ?/ 16 ξουσίας βασιλικ?ς, παρακληθις υπέγραψα.

 

***

 

 

 

Έγγραφο 5ο/ Βαρούχας 576. Διαθήκη.

1 † , αχθ΄, μηνι Μάρτι ιβ΄, ινδικτιωνος στ΄, ? νίσο Κρίτις, δεστρέτο Ριθίμνης, χωρίο Πλατάνια, εις τιν κατοικίαν το? Φουκά Βαρούχα ποταία Γεώργι. Εδεκί /2 ? ’Ανέζα Βλαστοπούλα, χήρα το? ποτα? Γεώργι Βαρούχα, ?χοντας τ? νο?ν τις καλό /3 κα? τας φραίνας τις σώας κα? ?κέρεας, ?καμεν κα? ?κραξαν ?μένα, τ?ν κατ?γεγραμένω νοδαρο, κα? τους κατ?γεγραμένους κα? / 4 παρακαλεμένους μαρτυρες κα? εμέν ?παρακάλεσεν, ?να γράψω κα? να τελιόσο τ?ν παρούσαν τις κα? ?στερον δια / 5θήκιν. Πρότων μεν ?φίνι πάσι τ?ς Χριστιαν?ς τ?ν ?ν Κυρίω συγχώρισιν· παραδίδι κα? τ?ν ψυχ?ν α?τίς εις τας / 6 χείρας το? παναγάθου Θεο?. ?πιτα θέλι κα? ?φίνι το? υ?ού τζι το? Φουκά διά όνομαν τζι ψυχή τζι τη /7ν εντριτίαν ?που ?χι κα? επέρνι ?που τ’ αμπέλλι το Πλατάνο, ?τζι ?κίνο, ?σάν κα? κα΄θα ?λο καβαλαρικ?ν ?που /8 πέρνι ?που τα δενδρά ?που ?ναι ?κε? κα? ?πο κάθα ?λο τίβοτας, κα? τινάς ?που το μέρος τις να μί μπορά σίσι, να /9 τονε διασίσι· ?κομί θέλι κα? ?φίνι τ’ αμπέλι, κρασμένω τ’ Αμιγδάλου, το δίο τζι παιδίο το? Κάρλ(ο) κα? το? Φουκά κα? το παιδίο /10 το? ποτα? Μιχάλι, τ’ αλού τζι γιού, να το μιράζουνται μέσα κα? ?σα ε?ς μερτικά τρία. Ακομί θέλι κα? ?φίνι δι? ?νο/11μαν τζι ψυχή τζι ?που τα ?νοθεν ?μπέλλια το? Αμιγδάλου μούστο δ? φέρμον μιστατα ?ξε, να ?ναι ?πλε/12γάδι ι άνοθέν τζι υ?οί κα? τα παιδιά το? ?νοθεν ποται Μιχάλι να τονε δίδου κα? να τονε πλερόνου παντοτιν?ν/13 α?ώνιον το? ε?λαβεστάτου παπά κυρ Κοσταντί Λιτίνου κα? τ?ν κλερονόμον του· ?κομί θέλι κα? ?φίνι να ?ναι /14 ?μπλεγάδι ? άνοθέν τζι υ?ο? να δόσου ?μένα, το? κατ?γεγραμένου νοδαρ(ο), δι? όνομαν τζι ψυχή τζι λάδι /15 μιστατο α΄. Κα? ? παρούσα τις κα? τελευτέα δι?θήκι στεραιά ?ν τ? δυνάμι α?τ?ς. Μαρτυραις Γεώργις Διμιτρό/16πουλος ποταί Κοσταντί κα? Γεώργις Λίτινος ?θροπρις ποταί Μιχελί κα? Μαθίος Λίτινος ?θροπρις κα? Μανόλις Λίτινος ποταί Μιχελι/ κα? Γεώργις Λίτινος ποτα? Νικολ(ο) Τζευδούλι κα? Κοσταντίς Βαρούχας, υ??ς το? Μανόλι, κα? Ιωάννης Βαρούχας Ζαμαρος.

 

 


 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Α. ΑΡΘΡΑ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ.

Βισβίζης Ιάκωβος, «Τινά περί των προικώων εγγράφων κατά την Βενετο-κρατίαν και την Τουρκοκρατίαν», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τ.12 (1965), εν Αθήναις 1968.

Bakker W. F. - Van Gemert A. F., «Οι διαθήκες του κρητικού νοταρίου Αντώνιου Γιαλέα (1529-1532)», Κρητολογία, τ. VI (1978), Ηράκλειο.

Crontz G., «Ο οικουμενικός πατριάρχης Αθανάσιος Πατελάρος εν Μολδαβία κατά το ά ήμισυ του 17ου αιώνα», Π. Γ΄ Κρητολογικού Συνεδρίου, εν Αθήναις 1974.

Lombardo Antonino,

- «Formule giuridiche nei cartolari notarili medievali di Creta», Κρητικά Χρονικά, τ. 15-16 (1961-1962).

- «Cittadini di Creta e commerci cretesi a Cipro nella seconda meta del sec. XIV da un cartolare notarile rogato a Famagosta (1360-1362)», Πεπραγ-μένα του Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. 3 (1968).

Tiepolo Μaria Francesca, «Note sur riordino degli archivi del Duca di Candia nel Archivio di Stato di Venezia», Θησαυρίσματα, τ. 10 (1973).

Vincent A. L., «Νέα στοιχεία για το Μάρκο Αντώνιο Φώσκολο. Η διαθήκη του και άλλα έγγραφα», Θησαυρίσματα, τ. 5 (1968), Βενετία.

Αντωνιάδη Σοφία,

- «Οικονομική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης κατά την εποχή του πολέμου (1645-1669), Συναλλαγές του Γεωργίου Μορμόρη», Θησαυρί-σματα, τ. 4 (1967).

- «Πλούτος του αστικού πληθυσμού της Κρήτης πριν απ’ το 1669, Χρυσο-χοϊα», Πεπραγμένα του Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ.2 (1968).

Βουρδουμπάκις Ανδρέας, «Κρητικά έγγραφα εκ της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη, τ. 2 (1915).

Γιαλαμά Διονυσία, «Νέες ειδήσεις για το Βενετοκρητικό λόγιο Φραγκίσκο Barozzi (1537- 1604)», Θησαυρίσματα, τ. 20 (1990).

Δετοράκης Θεοχάρης, «Η αγγαρεία της θάλασσας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», Κρητολογία, τ. 16-19 (1983/4).

Δημακόπουλος Ιορδάνης, «Η Μεγάλη Βρύση, μια βενετσιάνικη κρήνη του Ρεθέμνου», Κρητικά Χρονικά, τ. 22 (1970).

Δρανδάκης Νικόλαος,

- «Ναοί ορθοδόξων του Ρεθέμνους αναφερόμενοι κυρίως στα κατάστιχα δύο ρεθυμνίων συμβολαιογράφων της Ενετοκρατίας», Νέα Χριστιανική Κρή-τη, τ. 5-6 (1991), Ρέθυμνο.

- «Εκκλησίες του Ρεθέμνους μνημονευόμενες στον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή», Νέα Χριστιανική Κρήτη, τ. 1 (1989), Ρέθυ-μνο.

Ευαγγελάτος Σπύρος, «Γεώργιος Ιωάννου Χορτάτσης», Θησαυρίσματα, τ. 7, (1970), Βενετία.

Καζανάκη - Λάππα Μαρία, «Οι ζωγράφοι του Χάνδακα κατά τον 17ο αιώνα. Ειδήσεις από νοταριακά έγγραφα», Θησαυρίσματα, τ. 18 (1981).

Καραθανάσης Αθανάσιος, «Β. Συρόπουλος ο Κρης», Θησαυρίσματα, τ. 10, (1973), Βενετία.

Κωνσταντουδάκη Μαρία,

- «Οι ζωγράφοι του Χάνδακα κατά το πρώτον ήμισυ του 16ου αιώνα, οι μαρτυρούμενοι εκ των νοταριακών αρχείων», Θησαυρίσματα, τ. 10 (1973), Βενετία.

- «Νέα έγγραφα για ζωγράφους του Χάνδακα (16ος αι.) από τα αρχεία του Δούκα και των νοταρίων της Κρήτης», Θησαυρίσματα, τ. 14 (1977), Βενετία.

Μανούσακας Μανούσος,

- «Έγγραφα αγνώστων νοταρίων του Ρεθέμνου (1535-1550)», Κρητικά Χρονικά, τ. ΚΒ, τεύχος ΙΙ (1970), Ηράκλειο.

- «Το μοναδικό ελληνικό προικοσύμφωνο (1548) από τα Χανιά», Ακαδημία Αθηνών, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τ. 4 (1992), Αθήνα.

- «Σύντομος επισκόπησις των περί την βενετοκρατούμενην Κρήτην ερευ-νών», Κρητικά Χρονικά, τ. ΚΓ, τεύχος II (1971), Ηράκλειο.

- «Δυο παλιές κρητικές διαθήκες (1506, 1515) από τα νοταριακά αρχεία της Βενετίας», Κρητική Πρωτοχρονιά, τ. 3 (1963).

- «Ανέκδοτα βενετικά έγγραφα, 1618-1639, για τον Ιωάννη- Αντρέα Τρωίλο, τον ποιητή του «Ροδολίνου»», Θησαυρίσματα, τ. 2 (1967), Βενετία.

- «Δανιήλ Φορλάνος (1550-1592)», Π. Γ΄ Κρητ. Συνεδρίου, τ. Β΄, εν Αθήναις 1974.

- «Συμβολή εις την κρητικήν ιστορίαν της κρητικής οικογένειας Χορτάτση», Ε.Ε.Β.Σ., τ. 26, Αθήναι 1956.

- «Έγγραφα των Χορτάτσηδων της Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά, τ. 10.

- «Η παρά Trivan απογραφή της Κρήτης 1644», Κρητικά Χρονικά, τ. 3 (1949).

- «Ανέκδοτα έγγραφα για τον Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλο», Θησαυρίσματα, τ. 2 (1963), Βενετία.

Μαρία Μαρινέσκου, «Αι ρουμανικαί σχέσεις με την Κρήτη κατά τον 17ο αιώνα», Π. Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Γ΄, εν Αθήναις 1975.

Μέρτζιος  Κ.Δ.,

- «Βιτζέντζος Κορνάρος-Ερωτόκριτος», Κρητικά Χρονικά, τ. 18 (1964), Ηράκλειο.

- «Κρητικά συμβόλαια των χρόνων της Ενετοκρατίας», Κρητικά Χρονικά, τ. 16 (1965), Ηράκλειο.

- «Σταχυολογήματα από τα κατάστιχα του νοταρίου της Κρήτης Μιχαήλ Μαρά (1538-1587)», Κρητικά Χρονικά, τ. 15/16, τεύχος Β΄ (1963).

Μοάτσος Ερρίκος,

- «Ανέκδοτος κατάλογος νοταρίων της Κρήτης», Μνημόσυνον Σοφίας Αντω-νιάδη, Βενετία 1974.

- «Αι αρχοντικαί οικογένειαι του Ρεθύμνου επί Βενετοκρατίας», Πεπραγμένα Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β (1971).

Μπαντιά Κατερίνα, «Προικοσύμφωνα και συμφωνητικά γάμου στη βενετο-κρατούμενη Κρήτη», Ζ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Ρέθυμνο (1991).

Ντόκος Κωνσταντίνος, «Νέαι ειδήσεις περί Ιωάννου-Ανδρέου Τρωίλου εξ ανεκδότων βενετικών εγγράφων», Θησαυρίσματα, τ. 8 (1971), Βενετία.

Ξανθουδίδης Στέφανος,

- «Κρητικά συμβόλαια εκ της Ενετοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη, τ. 1 (1912).

- «Συμβόλαια  εκ της Ενετοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη, τ. Α΄ (1912).

- «Επαρχίαι και πόλεις της Κρήτης», Ε.Ε.Β.Σ., τ. 3 (1926).

- «Οι Εβραίοι εν Κρήτη επί Ενετοκρατίας», Κρητική Στοά, τ. 2 (1909).

Ξηρουχάκης Αγαθάγγελος, «Ιστορικά σημειώματα και στατιστικαί πληρο-φορίαι περί της Κρήτης κατά τον Καστροφύλακα», Κρητικά τ. 1 (1930-33).

Οικονομίδης Δ., «Ιερεμίας Κακάβελας εν τη προφορική παραδόσει του ελληνικού λαού», Π. Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Γ΄, εν Αθήναις 1975.

Παναγιωτάκης Ν.-A.L. Vincent, «Νέα στοιχεία για την ακαδημία των Stravaganti», Θησαυρίσματα, τ. 7 (1970), Βενετία.

Πατραμάνη Μαρία, «Ένα προξενιό του έτους 1508 με προξενητή το Δούκα της Κρήτης Ιερώνυμο Donado», Παλίμψηστον, τ. 9/10 (1989-1990).

Πολίτης Λ., «Η προσωπικότητα του Χορτάτση», Εποχές, τ. 17 (1964).

Σπανάκης Σ., «Η διαθήκη του Αντρέα. Κορνάρου (1611)», Κρητικά Χρονικά, τ. 9 (1955).

Τωμαδάκης Νικόλαος, «Ορθόδοξοι αρχιερείς εν Κρήτη επί Ενετοκρατίας», Ορθοδοξία, τ. 27 (1952).

Χαιρέτη Μαρία, «Διοριστήριο έγγραφο έλληνα νοταρίου της Κρήτης (1365)», Θησαυρίσματα, τ. 3 (1964).

Χατζάκης Γιάννης, ««Φυσικά τέκνα» στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 38 (2004), σ. 181-219.

 

Β. ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΕΡΓΑ.

Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, βιβλία 4-6.

Βλαστός Παύλος, Ο γάμος εν Κρήτη, Εν Αθήναις 1893 (επανέκδοση Νότη Καραβία).

Γιαννόπουλος Γιάννης, Η Κρήτη κατά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1570-1571), Αθήνα 1978.

Γρυντάκης Γιάννης Μιχαήλ,

- Το πρωτόκολλο του επαρχιώτη νοταρίου Ιωάννη Βλαστου, Ρούστικα 1599-1618, Χανιά Κρήτης 2012 (ΤΑΛΩΣ, περιοδική έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τ. Κ).

- Zorzi Troilo, Rettimo 1585-1600, Χανιά Κρήτης 2006 (ΤΑΛΩΣ, περιοδική έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τ. ΙΔ).

- Τζώρτζης Πάντιμος, ένας διαφορετικός νοτάριος, Ρέθυμνο 2011 (έκδοση Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνου).

- Το πρωτόκολλο του νοταρίου Αντρέα Καλλέργη, Ρέθυμνο 1634-1646,  Ρέθυμνο 2010 (έκδοση διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου για την πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου).

- Μαρίνος Αρκολέος, ο τελευταίος νοτάριος της Δυτικής Κρήτης, 1643-46, Ρέθυμνο 2003 (Έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου).

- Η κατάκτηση της Δυτικής Κρήτης από τους Τούρκους, η στάση των κατοίκων του διαμερίσματος Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 1998.

Δρακάκης Μανόλης, Μιχαήλ Μαράς, νοτάριος Χάνδακα, Κατάστιχο 149, τ. Δ΄ (16/1-30/3 1549), Ηράκλειο 2004.

Κακλαμάνης Στέφανος, Μια γεωγραφική και αρχαιολογική περιγραφή της Κρήτης στα χρόνια της Αναγέννησης, Francesco Barozzi, Descrittione dellisola di Creta (1577-1578), Ηράκλειο 2004.

Μανούσακας Μανούσος, Κρητική Λογοτεχνία κατά την εποχή της Ενετο-κρατίας, Θεσσαλονίκη 1965.

Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε, Ο Κρητικός Πόλεμος, 1645-1669 (έκδοση Α. Νενεδάκη), Αθήνα 1979.

Παπαδάκης Μανόλης, Μορφαί του λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνος κατά τας γραμματειακάς πηγάς (διδακτορική διατριβή), Αθήναι 1976.

Ξανθουδίδης Στέφανος,

- Οι άρχοντες Βαρούχαι ως φεουδάρχαι, εν Αθήναις 1908.

- Η ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των Κρητών, Αθήναι 1939.

Ξηρουχάκης Αγαθάγγελος,

- Η Βενετοκρατούμενη Ανατολή. Κρήτη και Επτάνησος, Εν Αθήναις 1934.

- Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669 ή συλλογή των ελληνικών ποιημάτων Ανθί-μου Διακρούση, Μαρίνου Τζάνε, εν Τεργέστη 1908.

Σπανάκης Στέργιος, Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας.

Ι.   Relazione Zuanne Mocenigo, Γενικού Προνοητού Κρήτης, 1589, Ηρά-κλειο 1940.

ΙΙ.  Rel. Fancesco Morosini, Γεν. Προνοητού Κρήτης, 1629, Ηράκλειο 1950.

III. Rel. Filippo Pasqualigo, 1594, Καπιτάνου και Προνοητή Χανίων, Ηρά-κλειο 1953.

VI. Rel. Benetto Moro, Γενικού Προνοητού Κρήτης 1602, Ηράκλειο 1958,

V.  Rel. Francesco Basilicata, 1630.

Πλουμίδης Γ. Σ., Οι Βενετοκρατούμενες ελληνικές χώρες μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου Τουρκοβενετικού  πολέμου (1503-1537), Ιωάννινα 1974.

Στεριώτου Ιωάννα, Οι Βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου, 1540-1646, Τα-μείο Αρχ. Πόρων, 1992.

Ι. Σ. Σπυριδάκης, Κληρονομικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2002.

Bakker Wim, Gemert van Arnold, Μανόλης Βαρούχας, Νοταριακές πρά-ξεις, Μοναστηράκι Αμαρίου (1597-1613), Ρέθυμνο 1987.

Castrofilaca Pietro, Libro di conti del regno di Candia e delle isole Ionie, 1583 (Βibl. Marciana, IT.VI 156 6905).

Gerola Giuseppe, Monumenti veneti nel isola di Creta, v. A-D, Venezia 1905-1940.

G. Luzzato, Studi di storia economica veneziana, Padova 1954.

Marcello Leonardo, Nottaio in Candia 1278-1281, a cura di M. Chiaudano e A. Lombardo, Venezia 1960.

Papadopoli Nicolai Comneni, Historia gymnasii patavini, Venetiis 1726.

Tea Eva, Saggio sulla storia religiosa di Candia dal 1590 al 1630, Venezia 1913.

Γ. ΑΡΧΕΙΑΜΟΥΣΕΙΑ.

Archivio del Duca di Candia.

Archivio di Stato di Venezia.

Museo Correr, Venezia.

 


 

 

 

 

 

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Αλμπίτρος (διαιτητής): Σ’ αυτόν οι πολίτες ανέθεταν να διευθετεί τις μεταξύ τους διαφορές, προκειμένου να μην ξοδεύονται, καταφεύγοντας στα δικαστήρια.

Αργαλιός: Το γνωστό και ως τελάρο, στο οποίο οι γυναίκες ύφαιναν διά-φορα είδη υφασμάτων.

Αρκοβούζιο: Εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο.

Βέλο: Γυναικείο κάλυμμα κεφαλής.

Βεντέμα: Μεγάλη παραγωγή.

Γονίκαρος: Έτσι ονομαζόταν αυτός που είχε κτήματα «γονικά» με την ιδιότητα της «οικογενειακής εμφυτευτικής ιδιοκτησίας». Ουσιαστικά η περι-ουσία του (κτήματα και σπίτι) ανήκε στον αφέντη του, στον οποίο πλήρωνε ενοίκιο και αναγκαστικά ετήσια δώρα (ρεγάλα).

Δεκατία: Ήταν το 1/10 της παραγωγής, που ο χωρικός ήταν υποχρεω-μένος να παραχωρεί στον ιδιοκτήτη των κτημάτων ή των ζώων του.

Δίκαιο πλησιαστή: Αρχή, σύμφωνα με την οποία σε κάθε πώληση ακινή-του ο γείτονας είχε κάποια προτεραιότητα στην αγορά.

Δουκάτο: Είδος νομίσματος.

Εκλαμπρότατος (illustre, illustrissimo): Προσφώνηση πλούσιων αστών.

Ενδοξότατος (clarissimo): Προσφώνηση, συνήθως, ατόμων που είχαν αναλάβει κάποιο στρατιωτικό αξίωμα.

Έξοχος, εξοχότατος (eccellente, eccellentissimo): Προσφώνηση των σπουδασμένων στα δυτικά πανεπιστήμια.

Ευγενής Βενετός (Nobile veneto): Αυτός που είχε τη βενετική ευγένεια.

Ευγενής Κρητικός (Nobile cretese): Αυτός που είχε την κρητική ευγένεια.

Ινδικτιόνα: Χρονική μονάδα με αφετηρία Σεπτέμβριο του 312 μ.Χ.

Καβαλαρία (cavalaria): Έτσι ονόμαζαν το φέουδο. Ένα φέουδο χωριζό-ταν σε 6 σερβενταρίες και κάθε σερβανταρία σε 24 καράτια.

Καβαλαρικό: Το ποσό που εισέπραττε ο φεουδάρχης της περιοχής ενός ακινήτου.

Καμιζότο: Πουκαμίσα, μπλούζα.

Καμπανός: Είδος ζυγαριάς.

Καπετάνιος: Βαθμός αξιωματικού Πολιτοφυλακής (λοχαγός).

Καράτι: Υποδιαίρεση της ουγγιάς. Μια ουγγιά είχε 6 σάτζα, το σάτζο 24 καράτια και το καράτι 4 γκράνα. Βλ. και καβαλαρία.

Καβαλαρία: Φέουδο. Αρχικά υπήρχαν σ’ όλη την Κρήτη μόλις 479. Στη συνέχεια διασπάστηκαν σε πολλές χιλιάδες.

Καμιζότο: Πουκαμίσα.

Κοπρότοπος (κοπρόλακκος, κοπρίστρα): Το μέρος που συγκέντρωναν τα κόπρανα από τα ζώα.

Κρασολαΐνες: Σταμνιά, μέσα στα οποία έβαζαν κρασί.

Κουρούπα: Μικρό πιθάρι.

Κρητικό δουκάτο: Είδος νομίσματος.

Κωδίκελλος: Συμπληρωματική διαθήκη.

Λαΐνι: Μικρό σταμνί.

Λιβέλος (livelo): Εμφύτευση, διαρκής ή ορισμένου χρόνου ενοικίαση ακινήτου.

Μανάρι, μανάρα: Μικρό και μεγάλο τσεκούρι.

Μαντζέτα: Μικρή γελάδα.

Μεγαλόπρεπος (magnifico) και πολύ μεγαλόπρεπος(molto magnifico): Προσφώνηση πλουσίων και πολύ πλούσιων αστών.

Μετόχι: Εξοχικό κτήμα, με σπίτι.

Μίστατο: Μέτρο χωρητικότητας υγρών. Ισοδυναμούσε με 12,520 κιλά.

Μουζούρι: Μέτρο χωρητικότητας. Ισοδυναμούσε με περίπου 19,5 κιλά.

Μοσκέτο: Πυροβόλο όπλο.

Μπόλια: Κάλυμμα κεφαλής.

Μπότα: Μέτρο όγκου υγρών.

Μοιραστές: Άτομα (ιδιώτες με κύρος ή υπάλληλοι) εξειδικευμένα στο μοίρασμα περιουσιών.

Ντεπουτάτος (εκτιμητής): Ο επίσημος, ο δημόσιος, ο «ορκισμένος».

Ντοντίνια: Χάντρες.

Οργιά: Μέτρο μήκους. Ισοδυναμούσε με 1,73 μ. και χωριζόταν σε 5 πόδια (piedi).

Ουγγιά: Μέτρο βάρους πολύτιμων μετάλλων. Χωριζόταν σε 6 σάτζα. Το σάτζο χωριζόταν σε 24 καράτια, και το καράτι σε 4 γκράνα.

Παιδόγγονα: Παιδιά και εγγόνια.

Παραμέντο: Εξάρτημα ιερατικής ενδυμασίας (φελόνι).

Πόδι: Μέτρο μήκους. Λίγο παραπάνω από τα 30 εκατοστά.

Πράτικο: Μέτρο χωρητικότητας. Ισοδυναμούσε με το ? του μουζουριού.

Πρωτόπαπας: Προϊστάμενος του ορθόδοξου κλήρου. Επί Βενετοκρατίας δεν υπήρχαν ορθόδοξοι επίσκοποι στην Κρήτη. Υπήρχε όμως  σε κάθε πόλη ένας πρωτόπαπας, ο οποίος οριζόταν από την βενετική διοίκηση και την καθολική εκκλησία. 

Ράζο ή ρίγλι (μουζούρι): Κανονικό μουζούρι.

Ρεάλι: Ισπανικό νόμισμα. Το 1636 ισοδυναμούσε με 24 υπέρπυρα και 12 σόλδια.

Ρέτορας: Πολιτικός διοικητής.

Ρίζα: Δέντρο.

Σαρανταλείτουργο: Ήταν ένα είδος διαρκούς μνημοσύνου, δηλαδή η τέλεση 40 λειτουργιών του Αγίου Γρηγορίου για τη σωτηρία της ψυχής του μνημονευόμενου.

Σαββατιανό, Σαββατιάτικο: Ήταν είδος μνημόσυνου. Ο ιερέας που το αναλάμβανε όφειλε να κάνει μια λειτουργία για την ψυχή του μνημονευό-μενου για σαράντα συνεχή Σάββατα.

Σιαστάδες: Ονόμαζαν και έτσι τους αλμπίτρους, διαιτητές ή μοιραστές. Ήταν, δηλαδή, αυτοί που τακτοποιούσαν ειρηνικά τις διαφορές των πολιτών.

Σάτζο: Υποδιαίρεση της ουγγιάς. Μια ουγγιά είχε 6 σάτζα, το σάτζο 24 καράτια και το καράτι 4 γκράνα.

Σκαλίδα: Τσάπα.

Σκατζά: Πρόχειρο πατάρι.

Ρεγάλα: Τα δώρα που όφειλαν να δίνουν κάθε χρόνο στους αφέντες τους οι γονίκαροι.

Σάτζο: Μέτρο βάρους, υποδιάιρεση της ουγγιάς και του μουζουριού.

Σκαπεταρέα: Πετρώδες χωράφι, που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι.

Σκουντέλα: Το μουζούρι χωριζόταν σε τέσσερα πράτικα ή κουάρτα και το πράτικο σε τέσσερα σκουντέλα ή σάτζα.

Σκρόφα: Γουρούνα.

Σόλδιο: Υποδιαίρεση του υπέρπυρου (1 υπέρπυρο = 32 σόλδια).

Σώχωρο: Χωράφι κοντά ή μέσα στο χωριό.

Τερατικό: Ο ετήσιος φόρος που πλήρωναν όσοι έχτιζαν σπίτι σε ξένο οικόπεδο. Συνήθως το οικόπεδο παραχωρούσε ο φεουδάρχης, για να παίρνει το φόρο αυτό.

Τερτσαρία ή εντριτία: Το δικαίωμα του φεουδάρχη να εισπράττει το 1/3 της παραγωγής των κτημάτων που ανήκαν στο φέουδό του. 

Τολόρι: (tollero): Ασημένιο νόμισμα (τάληρο). Στις αρχές του 17ου αιώνα ισοδυναμούσε με περίπου 24 υπέρπυρα.

Τσεκίνι: Χρυσό βενετσιάνικο νόμισμα, που ισοδυναμούσε με περίπου 24 υπέρπυρα.

Υπέρπυρο: Νόμισμα βυζαντινής προέλευσης, με το οποίο γίνονταν οι χρηματικοί υπολογισμοί στην Κρήτη στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Χωρι-ζόταν σε 32 σόλδια και ήταν συμβατικό. Οι πληρωμές γίνονταν με τσεκίνια, τολόρια, αργυρές λίρες, χάλκινα κουατρίνια κ.α. και άλλα δυτικά νομίσματα.

Φαμέγιος: Υπηρέτης που ζει στο σπίτι του αφεντικού του και χρησιμο-ποιείται σε αγροτικές δουλειές ή να βόσκει ζώα.

Φελόνι: Εξάρτημα της ιερατικής ενδυμασίας.



[1] Οι Βενετοί ήταν πάνω απ’ όλα έμποροι. Με την εκκλησία συνεργάζονταν, μόνο όταν συνέπιπταν, (όπως στην προκείμενη περίπτωση) τα συμφέροντά τους. Την πολιτική τους αυτή εξέφραζαν με τη γνωστή ρήση: semo Veneziani e poi christiani, δηλαδή είμαστε πρώτα Βενετοί και μετά χριστιανοί [Eya Tea, Saggio sulla  storia religiosa di Candia dal 1590 al 1630, Venezia 1913, από Χριστιανική Κρήτη, τ. 2 (1913) σ. 258)]. 

[2] Η Κρήτη ονομάστηκε  από τους Βενετούς βασίλειο (regno di Candia) και ο γενικός διοικη-τής της έφερε τον τίτλο του δούκα.

[3] Η παπική εκκλησία ανάγκαζε και τους νοταρίους της Βενετίας να γράφουν τα συμβόλαιά τους στα λατινικά. Μόλις στις 25 Ιανουαρίου 1532 οι βενετικές αρχές επέτρεψαν τη χρήση τη ιταλικής γλώσσας στον τομέα αυτό. Η καινοτομία πρέπει να καθιερώθηκε στην Κρήτη λίγα χρόνια αργότερα.

[4] Το 1576, σύμφωνα με τον γενικό προβλεπτή  Φοσκαρίνι, υπήρχαν σε κάθε χωριό 15-20, αντί του 1-2, που ήταν απαραίτητοι. Ο συγκεκριμένος προβλεπτής πήρε σκληρά μέτρα εναντίον τους, για να περιορίσει το φαινόμενο. Για το λόγο αυτό τον ονόμασαν και «παπαδοκυνηγό» (Eva Tea, ό.π.,  σ. 9).

[5] Ο επίσκοπος Μυλοποτάμου Ζερμπίν Λούγκο έφυγε για τη Βενετία και ανέθεσε την είσπραξη των εσόδων από τα ενοίκια των περιουσιών και τις εισφορές των κατοίκων της επισκοπής του, έναντι αμοιβής, στο διοικητή της πολιτοφυλακής Ρεθύμνου (Πάντιμος, πρ. 26.27.28).

[6] Eya Tea, ό. π. σ.

[7] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, βιβλία 4-6.

[8] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, Βιβλίο Δ, Τίτλος Β, Περί Αρραβώνων (1-12) και Τίτλος 3,  Περί δωρεών Μνηστείας (1-12).

 

[9] Αρμενόπουλος, Βιβλίο Δ, Τίτλος Δ, Περί όρου (ορισμού) και διαθέσεως γάμου, 1-25).

[10] Αρμενόπουλος, Βιβλίο Δ, Τίτλος ΣΤ, Περί βαθμών συγγενείας και γάμων κεκωλυμένων, 1-45.

[11] Αρμενόπουλος, Βιβλίο Δ. Τίτλος Η,  Περί δικαίου (δικαιώματος) προικός, 1- 56.

[12] Αρμενόπουλος, Βιβλίο Δ. Τίτλος Θ, Περί εκδικήσεως (διεκδικήσεως) προικός και των βαρών αυτής, 1-26).

[13] Αρμενόπουλος, Βιβλίο Δ. Τίτλος ΙΑ, Περί δωρεών μεταξύ ανδρός και γυναικός, 1-18.

[14] Αρμενόπουλος, Βιβλίο Δ. Τίτλος ΙΒ, Περί διαλύσεως γάμου και των αιτιών αυτού, 1-16.

[15] Π. Βλαστός, 22-23.

[16] Α(ρκολέος), 36/18-1-1644.

[17] Τ(ρωίλος), 4/28-7-1586.

[18] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, Βιβλίο 4ο, τίτλος 6ος, 43.

[19] Π(άντιμος), 105/17-7-1635.

[20] Π. 110/1-2-1636.

[21] Π. 105/17-7-1635.

[22] Τ. 6/15-10-1587.

[23] Τ. 93/9-12-1599.

[24] Π. 72/11-10-1629.

[25] Π. 156/26-8-1638.

[26] Π. 110/1-2-1636.

[27] Π. 76/25-7-1630.

[28] Π. 190/13-1-1640.

[29] Τ. 7/21-10-1587.

[30] Τ. 51/14-10-1593.

[31] Π. 85/23-4-1631.

[32] Π. 160/12-12-1638.

[33] Τ. 36/29-10-1591.

[34] Τ. 38/3-11-1591.

[35] Α. 163/1-1-1645).

[36] Π. 74/27-12-1630.

[37] Τ. 33/8-8-1591.

[38] Τ. 54/9-5-1594.

[39] Τ. 81/1-8-1598.

[40] Α. 54/16-3-1644.

[41] Α. 351/24-5-1646.

[42] Τ. 56/2-12-1594.

[43] K(αλλέργης). 89/6/4/1638.

[44] Κ. 247/20-2-1642.

[45] Τ. 40/14/11/1592.

[46] Τ. 46/28/3/1593).

[47] Τ. 51/14-10-1593.

[48] Τ. 54/9-5-1594.

[49] Τ. 57/23-1-1595.

[50] Τ. 78/21-4-1598.

[51] Τ. 94/30-12-1599. Η Βενετική Λέσχη βρισκόταν κοντά στο μικρό λιμάνι της πόλης.

[52] Α. 54/16-3-1644.

[53] Α. 351/24-5-1646.

[54] Π. 156/26-8-1638.

[55] Π. 203/14-6-1640.

[56] Π. 13/2-2-1618.

[57] Π. 160/12-12-1638.

[58] Τ. 81/1-8-1598.

[59] Τ. 83/26-10-1598.

[60] Τ. 96/8-1-1600.

[61] Τ. 94/ 30-12-1599

[62] Α. 54/16-3-1644.

[63] Π. 1/6-12-1613.

[64] Π. 156/26-8-1638.

[65] Τ.  6/15-10-1587. Η σύνοδος στο Τρέντο (Τριδέντο) της Ιταλίας άρχισε τις εργασίες της το 1545 και τις ολοκλήρωσε το 1563, οπότε και διατύπωσε με σαφήνεια το καθολικό δόγμα. Πήραν μέρος σ’ αυτήν προσωπικότητες από το χώρο του κλήρου και της πολιτικής.  

[66] Βλ. έγγραφα 1, 2, 3, 4, 6, 8.

[67] Π. 203/14-6- 1640).

[68] Κ. 237/14-1-1642.

[69] Π. 156/26-8-1638.

[70] Π. 74/27-12-1630.

[71] Οι πιο γνωστοί πρωτομάστορες στην πόλη του Ρεθύμνου ήταν: για το ρουχισμό οι Σταμά-της Κοσκίνης (Τ. 86,95), Λουκάς Μουδάτσος (Τ. 86), Μιχελής Λούμπινος (Τ. 90, 95), Αντώνης Βλαστός (Α. 94, 99/1644), Λέο Χορτάτζης Ρενούτσιο (Α. 94/1644, Α. 164/1645), Αγγελούτσος Τρωίλος (Π. 5/1614), Γιώργης Σεκούρας (Π. 5/1614), για τα χρυσαφικά και τα ασημικά οι Νικολό Λενταρίτης (Τ.86), Μιχέλ Λενταρίτης (Α.98/1644, 249/1645), Γεωργιλάς Κουνούπης (Α. 98/ 1644, 127/1644, 249/1645), για έπιπλα ο Φραγκίσκος Πόκαρης (Α. 296/6-2-1646) και για τα ακίνητα οι Φραγκίσκος Γρίττης, Τζουάννε Πίρινος, Τζώρτζης Σεμιτέκολος (Α. 228/1-6-1645), Μανόλης Βλαστός  (Α. 314/ 15-3-1646), Κωνσταντίνος Διπλάρης (Α. 314/ 15-3-1646).

[72] Τ. 86/9-2-1599.

[73] Π. 5/15-3-1614.

[74] Κ. 86/ 16/1/1638.

[75] Κ. 206/9-5-1641.

[76] Π. 157/28-9-1638.

[77] Τ. 90/24-5-1599.

[78] Τ. 95/6-1-1600.

[79] Α. 203/16-3-1645.

[80] Α. 228/1-6-1645. Το σύνηθες «μπόνους» της προίκας ήταν 25%. Εδώ φαίνεται ότι το ξεπέ-ρασαν για πολύ.

[81] Κ. 177/30-6-1640.

[82] Α. 360/11-6-1646.

[83] Βλαστός, 30-35.

[84] Τ. 69/15-4-1596.

[85] Τ. 87/13-2-1599.

[86] Κ. 265/3-6-1642.

[87] Κ. 296/6-2-1642.

[88] Τ. 6/15-10-1587.

[89] Π. 220/10-4-1641.

[90] Α. 94/23-6-1644.

[91] Α. 99/6/7/1644.

[92] Α. 340/28-4-1646.

[93] Τ. 5/31-7-1586.

[94] Π. 124/17-1-1637.

[95] Π.112/20-1-1637.

[96] Π. 172/24-4-1639.

[97] Τ. 36/29-10-1591.

[98] Τ. 38/3-11-1591.

[99] Κ. 258/28-4-1642.

[100] Κ. 234/7-1-1642.

[101] Τ. 5/31-7-1586.

[102] Α. 249/27-9-1645.

[103] Π. 172/24-4-1639.

[104] Α. 340/28-4-1646.

[105] Τ. 93/9-12-1599.

[106] Π. 73/12-12-1629.

[107] Π. 124/17-1-1637.

[108] Π. 112/20-1-1637.

[109] Α. 325/4-4-1646.

[110] Κ. 255/22-4-1642.

[111] Π. 72/11-10-1629.

[112] Π. 110/1-2-1636.

[113] Τ. 51/14-10-1593.

[114] Π. 74/27-12-1630.

[115] Π. 77/30-7-1630.

[116] Π. 190/13-1-1640 και 191/ 27-1-1640.

[117] Κ. 185/17-1-1641.

[118] Α. 296/6-2-1646.

[119] Α. 326/4-4-1646.

[120] Α. 14/31-12-1643.

[121] Α. 18/4-1-1644.

[122] Α. 54/16-3-1644.

[123] Α. 164/1-1-1645.

[124] Π. 10-8-1630.

[125] Α. 228/1-6-1645.

[126] Α. 340/28-4-1646.

[127] Τ. 86/9-2-1599.

[128] Π. 22/4-4-1619.

[129] Α. 203/16-3-1645.

[130] Α. 320/31-3-1646.

[131] Α. 325/4-4-1646.

[132] Α. 326/4-4-1646.

[133] Ο Ιωάννης Αντρέας Τρωίλος ήταν πολύ γνωστός λόγιος της εποχής του (βλ. Μ. Μανού-σακας, «Ανέκδοτα έγγραφα για τον Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλο», Θησαυρίσματα τ. 2 (1963), Βενετία, και Ι. Ντόκος,  «Νέαι ειδήσεις περί του Ιωάννου Ανδρέου Τρωίλου», ό.π., τ. 8.

[134] Π. 23/8-6-1619 και 24/9-6-1619.

[135] Καταβολή στον φεουδάρχη του 1/10 της παραγωγής.

[136] Π. 105/19-7-1635.

[137] Π. 29/31-3-1620.

[138] Κ. 4/ 11/1/1635.

[139] Κ. 72/4/11/1637.

[140] Κ. 165/24-4-1640.

[141] Κ. 149/28-11-1639.

[142] Κ. 178/6-7-1640.

[143] Τ. 29/4-10-1590.

[144] Τ. 46/28-3-1592.

[145] Π. 190/13-1-1640.

[146] Αρμενόπουλος, 4/4/25.

[147] Τ. 75/11-12-1596.

[148] Τ. 75/11-12-1596.

[149] Τ. 84/20-11-1598.

[150] Κ. 165/24-4-1640.

[151] Π. 74/27-12-1630.

[152] Τ. 98/28-1-1600.

[153] Π. 13/2-2-1618.

[154] Τ. 52/20-10-1593.

[155] Π. 192/26-2-1640.

[156] Π. 193/29-2-1640.

[157] Π. 1/6-12-1613.

[158] Π. 72/11-10-1629.

[159] Α. 334/26-4-1646.

[160] Α. 294/2-2-1646.

[161] Α. 329/15-4-1646.

[162] Π. 85/23-4-1631.

[163] Π. 110/1-2-1636.

[164] Α. 270/7-12-1645.

[165] Τ. 6/15-10-1587.

[166] Τ. 31/16-5-1591.

[167] Τ. 33/8-8-1591.

[168] Τ. 60/22-4-1595.

[169] Τ. 70/12-6-1596.

[170] Τ. 83/26-10-1598.

[171] Τ. 46/28-3-1593.

[172] Α. 270/7-12-1645.

[173] Α. 54/16-3-1644.

[174] Ύφασμα από ελαφρό μετάξι, απομίμηση αυτού της πόλης Ορμούζ.

[175] Κ. 397/9-3-1645.

[176] Τ. 2/12-1-1586.

[177] Τ. 84/20-11-1598.

[178] Α. 270/7-12-1645.

[179] Π. 77/30-7-1630.

[180] Α. 337/26-4-1646.

[181] Τ. 31/16-5-1591.

[182] Π. 85/23-4-1631.

[183] Π. 220/10-4-1641.

[184] Κ. 244/12/2/1642.

[185] Κ. 296/6-2-1643).

[186] Κ. 244/12-2-1642.

[187] Τ. 33/8-8-1591.

[188] Κ. 149/28-11-1639.

[189] Κ. 165/24-4-1640.

[190] Κ. 244/12-2-1642.

[191] Τ. 98/28-1-1600.

[192] Π. 160/12-12-1638.

[193] Π. 222/31-7-1641.

[194] Π. 203/14-6-1640.

[195] Π. 204/14-6-1640.

[196] Το κρητικό δουκάτο ισοδυναμούσε με 8 υπέρπυρα και 17 σόλδια.

[197] Π. 13/2-2-1618.

[198] Π. 74/27-12-1630.

[199] Κ. 296/6-2-1642.

[200] Κ. 299/5-3-43.

[201] Κ. 309/28-4-1643.

[202] Κ. 376/10-5-1644.

[203] Κ. 392/13-2-1645.

[204] Κ. 403/5-5-1645.

[205] Τ. 57/23-1-1595.

[206] Π. 22/4-4-1619.

[207] Π. 173/28-4-1639.

[208] Τ. 56/2-12-1594.

[209] Α. 121/10-10-1644.

[210] Π. 12/27-6-1618.

[211] Α. 326/4-4-1646.

[212] Π. 112/20-1-1637.

[213] Κ. 132/5-3-1639.

[214]  Αν ο μνηστήρας ήθελε να κάνει κάποιο δώρο στη νύφη, έπρεπε να το κάνει πριν από τον γάμο, γιατί μετά το γάμο δεν ίσχυαν οι δωρεές. Προίκα της γυναίκας λογιζόταν μόνο όσα είχε στην ιδιοκτησία της πριν από το γάμο. Με άλλα λόγια επιτρεπόταν να δωρίζει κάποιος στη μνηστή του αλλά όχι στη σύζυγό του (Αρμενόπουλος, Β.4, Περί Αρραβώνων).

[215] Τ. 10/7-5-1588.

[216] Τ. 4/28-7-1586.

[217] Τ. 6/15-10-1587.

[218] Τ. 69/15-4-1596.

[219] Τ. 96/8-1-1600.

[220] Τ. 64/20-6-1595.

[221] Τ. 70/12-6-1596.

[222] Π. 1/6-12-1614.

[223] Π. 110/1-2-1636.

[224] Τ. 84/20-11-1598.

[225] Π. 173/28-4-1639.

[226] Τ. 93/9-12-1599.

[227] Π. 173/28-4-1639.

[228] Κ. 7/26/1/1635.

[229] Κ. 88/1/4/1638.

[230] Κ. 265/3-6-1642.

[231] Κ. 258/28-4-1642.

[232] Κ. 247/20-2-1642.

[233] Κ. 234/7-1-1642.

[234] Α. 335/1646.

[235] Π. 99/1-12-1634.

[236] Τ. 6/15-10-1587.

[237] Τ. 47/6-6-1593.

[238] Τ. 96/8-1-1600.

[239] Α. 329/15-4-1646.

[240] Τ. 16/17-6-1589.

[241] Α. 366/28-6-1646.

[242] Π. 156/26-8-1638.

[243] Κ. 376/10-5-1644.

[244] Κ. 392/13-2-1645.

[245] Κ. 403/5-5-1645.

[246] Τ. 67/5-2-1596.

[247] Κ. 75/10-11-1637.

[248] Κ. 132/5-3-1639.

[249] Κ. 142/ 14-5-1639.

[250] Α. 334/26-4-1646.

[251] Τ. 60/22-4-1595.

[252] Τ. 64/20-6-1595.

[253] Α. 327/6-4-1646.

[254] Τ. 63/27-5-1595.

[255] Τ. 74/16-10-1596.

[256] Τ. 89/23-5-1599.

[257] Τ. 91/24-5-1599.

[258] Α. 179/1-2-1645.

[259] Α. 271, 10-12-1645.

[260] Α. 277/19-12-1645.

[261] Α. 360/11-6-1646.

[262] Π. 5/15-3-1614.

[263] Π. 12/27-6-1618.

[264] Α. 327/6-4-1646.

[265] Π. 22/4-4-1619.

[266] Π. 205/19-8-1640.

[267] Κ. 210/3-6-1641.

[268] Κ. 244/12-2-1642.

[269] Κ. 255/22-4-1642.

[270] Κ. 260/5-5-1642.

[271] Τ. 6/15-10-1587.

[272] Τ. 60/22-4-1595.

[273] Α. 329/15-4-1646.

[274] Π. 1/6-12-1613.

[275] Π. 99/1-12-1634.

[276] Α. 6/18-12-1643.

[277] Π. 192/26-2-1640.

[278] Π. 193/29-2-1640.

[279] Α. 7/20-12-1643.

[280] Τ. 47/6-6-1593.

[281] Α. 242/13-9-1645.

[282] Α. 375/9-9-1646.

[283] Π. 246/10-3-1642.

[284] Τ. 20/29-11-1589.

[285] Τ. 21/16-12-1589 και 22/2-3-1590.

[286] Α. 243/18-9-1645.

[287] Τ. 47/6-6-1593.

[288] Π. 76/25-7-1630.

[289] Π. 175/6-5-1639.

[290] Π. 190/13-1-1640.

[291] Π. 217/11-3-1641.

[292] Α. 310/6-3-1646.

[293] Π. 1/6/12/1613.

[294] Π. 23/8-6-1619 και 24/9-6-1919.

[295] Π. 111/1-2-1636.

[296] Π. 166/20-3-1639.

[297] Π. 202/11-6-1640.

[298] Α. 301/16-2-1646.

[299] Π. 22/4-4-1619.

[300] Α. 156/9-12-1644.

[301] Τ. 30/17-12-1590.

[302] Π. 79/1-9-1630.

[303] Αρμενόπουλος, 3/Α/11.

[304] Τ. 48/2-10-1593.

[305] Τ. 56/2-12-1594.

[306] Τ. 71/30-6-1596.

[307] Α. 58/30-3-1644.

[308] Α. 291/26-1-1646.

[309] Α. 354/1-6-1646.

[310] Κ. 188/9-2-1641.

[311] Κ. 300/7-3-1645.

[312] Π. 163/18-1-1639.

[313] Κ. 161/13-4-1640.

[314] ΒΑ. 612/25-9-1609.

[315] ΒΑ. 701/7-3-1611.

[316] ΒΑ. 258/15-8-1604.

[317] ΒΑ. 358/17-2-1606.

[318] ΒΑ. 355/7-2-1606.

[319] ΒΑ. 355/7-2-1606.

[320] ΒΑ. 562/29-12-1608.

[321] ΒΑ. 773/26-7-1612.

[322] ΒΑ. 774/26-7-1612.

[323] ΒΑ. 462/24-9-1607.

[324] ΒΑ. 358/17-2-1606.

[325] ΒΑ. 44/29-4-1599.

[326] ΒΛ. 21/8-4-1600.

[327] ΒΛ. 233/1-8-1606.

[328] ΒΛ. 245/19-7-1607.

[329] Βλαστός 1893, σ. 36-37.

[330] ΒΑ. 47/7-7-159.

[331] ΒΑ. 103/11-1-1601.

[332] ΒΑ. 175/26-1-1603.

[333] ΒΑ. 343/1-12-1605.

[334] ΒΑ. 72/5-4-1600.

[335] ΒΑ. 516/19-6-1608.

[336] ΒΑ. 776/28-7-1612.

[337] ΒΑ. 746/30-11-1611.

[338] ΒΑ. 847/2-6-1613.

[339] ΒΑ. 343/1-12-1605.

[340] ΒΑ. 591/4-6-1609.

[341] BA. 598/2-8-1609.

[342] ΒΑ. 67/27-2-1600.

[343] ΒΑ. 838/20-3-1612.

[344] ΒΑ. 169/5-12-1602.

[345] ΒΛ. 27/26-5-1600.

[346] ΒΑ. 59/2-11-1599.

[347] ΒΑ. 340/1-11-1605.

[348] ΒΑ. 341/1-1-1605.

[349] ΒΑ. 379/13-7-1606.

[350] ΒΑ. 432/24-4-1607.

[351] ΒΑ. 31/7/1608.

[352] ΒΑ. 547/11-11-1608.

[353] ΒΑ. 595/23-7-1609.

[354] ΒΑ. 607/19-8-1609.

[355] ΒΑ. 610/21-8-1609.

[356] ΒΑ. 616/8-10-1609.

[357] ΒΑ. 641/6-2-1610.

[358] ΒΑ. 673/29-7- 1610.

[359] ΒΑ. 692/7-11-1610.

[360] ΒΑ. 552/15-10-1608.

[361] ΒΛ. 245/19-7-1607.

[362] ΒΛ. 249/3-10-1607.

[363] ΒΛ. 250/7-12-1607.

[364] ΒΛ. 255/2-10-1608.

[365] ΒΑ. 76/20-4-1600.

[366] ΒΑ. 173/25-12-1602.

[367] ΒΑ. 261/19-8-1604.

[368] ΒΑ. 386/18-8-1606.

[369] ΒΑ. 559/26-12-1608.

[370] ΒΑ. 626/3-11-1609.

[371] ΒΑ. 711/23-4-1611.

[372] ΒΑ. 763/17-4-1612.

[373] ΒΑ. 733/24-8-1611.

[374] ΒΑ. 608/20-8-1609.

[375] ΒΑ. 103/11-1-1601.

[376] ΒΑ. 554/16-10-1608.

[377] ΒΑ. 591/4-6-1609.

[378] ΒΑ. 598/2-8-1609.

[379] ΒΑ. 632/19-11-1609.

[380] ΒΑ. 639/4-2-1610.

[381] ΒΑ. 632/19-11-1609.

[382] ΒΑ. 673/29-7- 1610.

[383] ΒΑ. 750/3-2-1612.

[384] ΒΑ. 258/15-8-1604.

[385] ΒΑ. 639/4-2-1610.

[386] ΒΑ. 640/ 4-2-1610.

[387] Α. 261/20-11-1645.

[388] ΒΑ. 744/27-10-1611.

[389] ΒΑ. 16/19-3-1598.

[390] ΒΑ. 24/3-8-1598.

[391] ΒΑ. 775/27-7-1612.

[392] ΒΛ. 27/ 26-5-1600.

[393] ΒΑ. 673/29-7- 1610.

[394] ΒΑ. 690/7-10-1610.

[395] ΒΑ. 386/18-8-1606.

[396] ΒΑ. 552/15-10-1608.

[397] ΒΛ. 245/19-7-1607.

[398] ΒΑ. 553/16-10-1608.

[399] ΒΑ. 821/29-11-1612.

[400] ΒΛ. 107/25-1-1601.

[401] ΒΛ. 108/25-1-1601.

[402] ΒΛ. 133/27/7/1601.

[403] ΒΑ. 273/10-11-1604.

[404] ΒΑ. 67/27-2-1600.

[405] ΒΑ. 838/20-3-1612.

[406] ΒΑ. 553/16-10-1608.

[407] ΒΛ. 278/26-1-1612.

[408] ΒΑ. 94/23-10-1600.

[409] ΒΑ. 102/22-12-1600.

[410] ΒΑ. 173/25-12-1602.

[411] ΒΑ. 763/17-4-1612.

[412] ΒΑ. 721/28-7-1611.

[413] ΒΑ. 743/15-10-1611.

[414] ΒΛ. 187/16-9-1603.

[415] ΒΛ. 245/19-7-1607.

[416] ΒΑ. 173/25-12-1602.

[417] ΒΑ. 28/19-8-1598.

[418] ΒΑ. 776/28-7-1612.

[419] ΒΑ. 740/21-9-1611.

[420] ΒΑ. 18/18-6-1598.

[421] ΒΑ. 340/1-11-1605.

[422] ΒΑ. 341/1-11-1605.

[423] ΒΑ. 455/6-9-1607.

[424] ΒΑ. 607/19-8-1609.

[425] ΒΑ. 641/6-2-1610.

[426] ΒΑ. 695/29-12-1610.

[427] ΒΑ. 749/3-2-1612.

[428] ΒΑ. 654/1-4-1610.

[429] ΒΑ. 663/24-6-1610.

[430] ΒΛ. 245/19-7-1607.

[431] ΒΑ. 44/29-4-1599.

[432] ΒΛ. 136/31-7-1601.

[433] ΒΑ. 91/22-9-1600.

[434] ΒΑ. 812/7-10-1612.

[435] ΒΑ. 818/6-11-1612.

[436] ΒΑ. 175/26-1-1603.

[437] ΒΑ. 315/2-6-1605.

[438] ΒΑ. 451/16-8-1607.

[439] ΒΑ. 821/29-11-1612.

[440] ΒΑ. 776/28-7-1612.

[441] ΒΑ. 455/6-9-1607.

[442] ΒΑ. 828/4-11-1612

[443] ΒΑ. 831/7-1-1613.

[444] ΒΛ. 160/3-3-1602.

[445] ΒΛ. 109/27-1-1601.

[446] ΒΑ. 711/23-4-1611.

[447] ΒΛ. 245/19-7-1607.

[448] ΒΛ. 109/27-1-1601.

[449] ΒΛ. 136/31-7-1601.

[450] ΒΑ. 559/26-12-1608.

[451] ΒΑ. 626/3-11-1609.

[452] ΒΛ. 181/11-7-1603.

[453] ΒΑ. 91/22-9-1600.

[454] ΒΑ. 44/29-4-1599.

[455] ΒΑ. 674/8-8-1610.

[456] ΒΑ. 740/21-9-1611.

[457] ΒΑ. 607/19-8-1609.

[458] ΒΑ. 610/21-8-1609.

[459] ΒΑ. 616/8-10-1609.

[460] ΒΑ. 641/6-2-1610.

[461] ΒΑ. 126/15-9-1601.

[462] ΒΑ. 161/11-9-1602.

[463] ΒΑ. 733/24-8-1.611.

[464] ΒΑ. 607/19-8-1609.

[465] ΒΛ. 233/1-8-1606.

[466] ΒΛ. 235/27-9-1606.

[467] ΒΑ. 95/25-10-1600.

[468] ΒΑ. 93/3-10-1600.

[469] ΒΑ. 375/18-4-1606.

[470] ΒΑ. 747/8-1-1612.

[471] ΒΑ. 631/8-11-1609.

[472] ΒΑ. 628/4-11-1609.

[473] ΒΑ. 673/29-7- 1610.

[474] ΒΑ. 690/7-10-1610.

[475] ΒΑ. 721/28-7-1611.

[476] ΒΑ. 743/15-10-1611.

[477] ΒΑ. 673/29-7- 1610.

[478] ΒΑ. 692/7-11-1610.

[479] ΒΑ. 552/15-10-1608.

[480] ΒΑ. 609/20-8-1609.

[481] ΒΑ. 16/19-3-1598.

[482] ΒΛ. 152/4-2-1602.

[483] ΒΛ. 154/10-2-1602.

[484] ΒΑ. 358/17-2-1606.

[485] ΒΑ. 512/1-6-1608.

[486] ΒΑ. 534/7-8-1608.

[487] ΒΑ. 358/17-2-1606.

[488] ΒΑ. 462/24-9-1607.

[489] ΒΛ. 149/27-12-1601.

[490] ΒΛ. 187/16-9-1603.

[491] ΒΑ. 164/9-10-1602.

[492] ΒΑ. 806/10-9-1612.

[493] ΒΑ. 813/10-10-1612.

[494] ΒΑ. 274/2-12-1604.

[495] ΒΑ. 763/17-4-1612.

[496] ΒΛ. 213/3-11-1604.

[497] ΒΑ. 390/13-9-1606.

[498] ΒΑ. 725/4-8-1611.

[499] ΒΑ. 789/10-8-1612.

[500] ΒΑ. 745/6-11-1611.

[501] ΒΛ. 61/7-8-1600.

[502] ΒΑ. 169/5-12-1602.

[503] ΒΑ. 115/ 2-8-1601.

[504] ΒΑ. 212/15-1-1604.

[505] ΒΑ. 440/4-7-1607.

[506] ΒΑ. 443/11-7-1607.

[507] ΒΑ. 670/22-7-1610.

[508] ΒΑ. 163/7-10-1602.

[509] ΒΑ. 533/7-8-1608.

[510] ΒΑ. 847/2-6-1613.

[511] ΒΑ. 629/7-11-1609.

[512] ΒΛ. 132/15-7-1601.

[513] ΒΑ. 670/22-7-1610.

[514] ΒΑ. 382/28-7-1606.

[515] ΒΑ. 383/28-7-1606.

[516] ΒΑ. 535/7-8-1608.

[517] ΒΑ. 442/11-7-1607.

[518] ΒΑ. 444/12-7-1607.

[519] ΒΑ. 661/19-5-1610.

[520] ΒΑ. 692/7-11-1610.

[521] ΒΑ. 778/28-7-1612.

[522] ΒΑ. 779/  29-7-1612.

[523] ΒΛ. 213/3-11-1604.

[524] ΒΛ. 223/9-10-1605.

[525] ΒΛ. 228/3-3-1606.

[526] ΒΛ. 229/3-3-1606.

[527] ΒΑ. 750/3-2-1612.

[528] ΒΛ. 107/25-1-1601.

[529] ΒΑ. 746/30-11-1611.

[530] ΒΑ. 639/4-2-1610.

[531] ΒΑ. 512/1-6-1608.

[532] ΒΛ. 162/28-3-1602.

[533] ΒΛ. 21/8-4-1600.

[534] ΒΛ. 25/24-5-1600.

[535] ΒΛ. 136/31-7-1601.

[536] ΒΛ. 134/29-7-1601.

[537] ΒΑ. 96/26-10-1600.

[538] ΒΑ. 42/19-3-1599.

[539] ΒΑ. 134/10-2-1602.

[540] ΒΑ. 762/15-4-1612.

[541] ΒΑ. 173/25-12-1602.

[542] ΒΑ. 574/ 11-3-1609.

[543] ΒΑ. 88/30-8-1600.

[544] ΒΛ. 233/1-8-1606.

[545] ΒΑ. 746/30-11-1611.

[546] ΒΑ. 607/19-8-1609.

[547] ΒΑ. 753/5-2-1612.

[548] ΒΑ. 762/15-4-1612.

[549] ΒΛ. 201/9-3-1604.

[550] ΒΑ. 28/19-8-1598.

[551] ΒΑ. 712/25-4-1611.

[552] ΒΑ. 355/7-2-1606.

[553] ΒΑ. 701/7-3-1611.

[554] ΒΛ. 162/28-3-1602.

[555] ΒΛ. 213/3-11-1604.

[556] ΒΑ. 153/29-8-1602.

[557] ΒΑ. 103/11-1-1601.

[558] ΒΛ. 181/11-7-1603.

[559] ΒΛ. 162/28-3-1602.

[560] ΒΑ. 308/29-4-105.

[561] ΒΑ. 560/27-12-1608.

[562] ΒΑ. 103/11-1-1601.

[563] ΒΑ. 514/2-6-1608.

[564] ΒΑ. 77/29-4-1600.

[565] ΒΑ. 393/21-9-1606.

[566] ΒΑ. 512/1-6-1608.

[567] ΒΑ. 753/5-2-1612.

[568] ΒΛ. 293/9-5-1613.

[569] ΒΑ. 654/1-4-1610.

[570] ΒΑ. 711/23-4-1611.

[571] ΒΑ. 733/24-8-1611.

[572] ΒΛ. 162/28-3-1602.

[573] ΒΑ. 753/5-2-1612.

[574] ΒΛ. 201/9-3-1604.

[575] ΒΑ. 632/19-11-1609.

[576] ΒΑ. 673/29-7- 1610.

[577] ΒΑ. 762/15-4-1612.

[578] ΒΑ. 694/29-12-1610.

[579] ΒΑ. 462/24-9-1607.

[580] ΒΑ. 376/22-4-1606.

[581] ΒΑ. 442/11-7-1607.

[582] ΒΑ. 162/3-10-1602.

[583] ΒΑ. 382/28-7-1606.

[584] ΒΑ. 383/28-7-1606.

[585] ΒΑ. 386/18-8-1606.

[586] ΒΑ. 18/18-6-1598.

[587] ΒΑ. 812/7-10-1612.

[588] ΒΑ. 746/30-11-1611.

[589] ΒΑ. 591/4-6-1609.

[590] ΒΑ. 694/29-12-1610.

[591] ΒΑ. 96/26-10-1600.

[592] ΒΑ. 16/19-3-1598.

[593] ΒΛ. 2/31-12-1599.

[594] ΒΛ. 3/26-1-1600.

[595] ΒΑ. 1/3-9-1597.

[596] ΒΑ. 8/4-9-1597.

[597] ΒΑ. 330/17-8-1605.

[598] ΒΑ. 274/2-12-1604.

[599] ΒΑ. 340/1-11-1605.

[600] ΒΑ. 341/ 1-11-1605.

[601] ΒΑ. 432/24-4-1607.

[602] ΒΑ. 547/11-11-1608.

[603] ΒΑ. 763/17-4-1612.

[604] ΒΑ. 28/19-8-1598.

[605] ΒΑ. 386/18-8-1606.

[606] ΒΑ. 111/26-4-1601.

[607] ΒΑ. 112/26-4-1601.

[608] ΒΑ. 273/10-11-1604.

[609] ΒΑ. 547/11-11-1608.

[610] ΒΑ. 628/4-11-1609.

[611] ΒΑ. 134/10-2-1602.

[612] ΒΑ. 173/25-12-1602.

[613] ΒΑ. 696/5-1-1611.

[614] Α. 45/8-3-1644.

[615] ΒΑ. 609/20-8-1609.

[616] ΒΑ. 629/4-11-1609.

[617] ΒΑ. 670/22-7-1610.

[618] ΒΑ. 353/3-2-1605.

[619] ΒΑ. 315/2-6-1605.

[620] ΒΑ. 316/ 2-6-1605.

[621] ΒΑ. 592/4-6-1609.

[622] ΒΑ. 358/17-2-1606.

[623] ΒΑ. 637/22-1-1610.

[624] ΒΑ. 540/29-9-1608.

[625] ΒΑ. 672/23-7-1610.

[626] ΒΑ. 776/28-7-1612.

[627] ΒΑ. 759/13-4-1612.

[628] ΒΑ. 365/8-3-1606.

[629] ΒΑ. 715/7-5-1611.

[630] ΒΑ. 746/30-11-1611.

[631] ΒΑ. 35/12-11-1598.

[632] ΒΑ. 386/18-8-1606.

[633] ΒΛ. 16/9-2-1604.

[634] ΒΑ. 820/ 29-11-1612.

[635] ΒΛ. 289/18-2-1613.

[636] ΒΛ. 204/17-3-1604.

[637] ΒΑ. 108/22-2-1601.

[638] ΒΑ. 428/28-2-1607.

[639] ΒΑ. 178/18-4-1603.

[640] ΒΑ. 182/21-7-1603.

[641] ΒΑ. 470/17-11-1607.

[642] ΒΑ. 809/25-9-1612.

[643] ΒΑ. 715/7-5-1611.

[644] ΒΑ. 574/ 11-3-1609.

[645] ΒΑ. 309/29-4-1605.

[646] ΒΑ. 515/4-6-1608.

[647] ΒΑ. 655/13-4-1610.

[648] ΒΑ. 468/7-11-1607.

[649] ΒΑ. 160/11-9-1602.

[650] ΒΑ. 766/13-6-1612.

[651] Αρμενόπουλος, 3/Α/18.

[652] ΒΑ. 289/5-4-1605.

[653] ΒΑ. 411/18-11-1606.

[654] ΒΑ. 130/13-12-1601.

[655] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α/1.

[656] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, β. 5/Α-Η.

[657] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α/ 2- 46.

[658] Σπυριδάκης,  298,299.

[659] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Δ/2-5.

[660] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Ε/ 1-9.

[661] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Στ/1-5.

[662] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Ζ/1-6.

[663] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Η/5-91.

[664] Π. 111/2-2-1636.

[665] Κ. 2/12-12- 1634.

[666] Κ. 5/16-1-1634.

[667] Κ. 404/17-6-1645.

[668] Τ. 12/7-2-1589.

[669] Τ. 17/29-7-1589.

[670] Α. 47/9-3-1644.

[671] Α. 142/25-11-1644.

[672] Α. 236/25-6-1645.

[673] Κ. 23/2-5-1635.

[674] Π. 133/8-12-1637.

[675] Π. 107/16-11-1635. Επειδή δεν υπήρχαν ορθόδοξοι επίσκοποι στην βενετοκρατούμενη Κρήτη, όσοι ήθελαν να χριστούν ιερείς, όφειλαν να ταξιδέψουν εκτός, σε μέρη που υπήρχαν.

[676] Κ. 320/ 24-8-1643.

[677] Α. 133/2-11-1644.

[678] Α. 264/10-12-1645.

[679] Α. 265/21-12-1645.

[680] Α. 304/18-2-1646.

[681] Α. 317/28-3-1646.

[682] Α. 369/ 31-7-1646.

[683] Α. 376/12-9-1646. Οι Τούρκοι είχαν αποβιβαστεί στην Κρήτη και είχαν καταλάβει τα Χανιά (1645) και τώρα (1646) προχωρούσαν απειλητικά προς το Ρέθυμνο.

[684] Π. 153/3-7-1638.

[685] Κ. 339/ 17-12-1643.

[686] Κ. 381/27-7-1644.

[687] Κ. 419/ 16-4-1646.

[688] Α. 267/28-7-1645.

[689] Κ. 339/17-12-1643.

[690] Τ. 77/28-5-1597.

[691] Κ. 355/29-2-1644.

[692] Κ. 295/6-2-1643.

[693] Κ. 409/8-12-1645.

[694] Κ. 407/2-9-1645.

[695] Κ. 416/31-4-1646, 417/3-4-1646.

[696] Κ. 419/ 16-4-1646.

[697] Κ. 164/14-4-1640.

[698] Κ. 34/24-8-1591.

[699] Τ. 27/28-8-1590.

[700] Τ. 66/ 28-11-1595.

[701] Α. 123/15-10-1644.

[702] Α. 248/27-9-1645.

[703] Α. 368/28-7-1646.

[704] Α. 363/17-6- 1646.

[705] Α. 135/17-11-1644.

[706] Α. 142/25-11-1644.

[707] Α. 316/23-3-1646.

[708] Α. 134/9-11-1644.

[709] Α. 355/3-6-1646.

[710] Α. 124/16-10-1644.

[711] Α. 365/26-6-1646.

[712] Α. 377/13-9-1646.

[713] Τ. 12/8-2-1589.

[714] Α. 238/27-8-1645.

[715] Α. 258/23-10-1645.

[716] Τ. 28/17-10-1590.

[717] Α. 47/9-3-1644.

[718] Α. 113/22-8-1644.

[719] Κ. 23/2-5-1635.

[720] Α. 332/ 21-4-1646.

[721] Κ. 131/2-3-1639.

[722] Τ. 55/13-10-1594.

[723] Τ. 65/3-8-1595.

[724] Α. 275/17-12-1645.

[725] Α. 303/17-2-1646.

[726] Α. 287/18-1-1646.

[727] Α. 262/5-12-1645.

[728] Α. 263/10-12-1645.

[729] Α. 264/10-12-1645.

[730] Κ. 163/ 14-4-1640.

[731] Κ. 143/25-5- 1639.

[732] Κ. 143/25-5- 1639.

[733] Π. 153/3-7-1638.

[734] Π. 106/15-11-1635.

[735] Π. 133/8-12-1637.

[736] Π. 135/18-1-1638.

[737] Π. 86/5-6-1631.

[738] Π. 186/22-11-1639.

[739] Π. 126/9-2-1637.

[740] Κ. 16/7-4-1635.

[741] Α. 350/22-5-1646.

[742] Α. 342/8-5-1646.

[743] Τ. 12/8-2-1589.

[744] Κ. 382/ 10-8-1644.

[745] Τ. 39/10-8-1592.

[746] Τ. 53/9-12-1593.

[747] Α. 134/9-11-1644.

[748] Α. 362/13-6-1646).

[749] Τ. 41/30-11-1592.

[750] Τ. 92/3/8/1599.

[751] Κ. 407/2-9-1645.

[752] Κ. 405/27-8-1645.

[753] Κ. 418/ 3-4-1646.

[754] Α. 292/31-1-1646.

[755] Α. 180/3-2-1645.

[756] Α. 200/8-3-1645.

[757] Α. 202/16-3-1645.

[758] Κ. 339/ 17-12-1643.

[759] Α. 151/1-12-1645.

[760] Α. 303/17-2-1646.

[761] Α. 323/3-4-1646.

[762] Α. 338/27-4-1646.

[763] Α. 365/26-6-1646.

[764] Κ. 381/27-7-1644.

[765] Κ. 404/17-6-1645.

[766] Κ.16/7-4-1635.

[767] Κ. 31/18-7-1635.

[768] Κ. 166/25-4-1640.

[769] Α. 140/ 25-11-1644.

[770] Α. 141/25-11-1644.

[771] Α. 239/ 28-8-1645.

[772] Α. 288/22-1-1646.

[773] Α. 290/24-1-1646.

[774] Α. 267/28-7-1645.

[775] Α. 331/20-4-1646.

[776] Α. 374/ 6-9-1646.

[777] Α. 376/12-9-1646.

[778] Π. 45/14-1-1622.

[779] Π. 116/9-3-1636.

[780] Π. 193/29-2-1640.

[781] Κ. 295/6-2-1643.

[782] Κ. 24/2-5-1635.

[783] Α. 101/15-7-1644.

[784] Α. 83/26-5-1645.

[785] Π. 86/5-6-1631.

[786] Π. 106/15-11-1635.

[787] Π. 126/9-2-1637.

[788] Π. 133/8-12-1637.

[789] Π. 135/18-1-1638.

[790] Π. 153/3-7-1638.

[791] Π. 193/29-2-1640. Τα δώρα του γαμπρού, που ήταν συνήθως το 1/10 της προίκας της γυναίκας του, ανήκαν αποκλειστικά σ’ αυτόν και τα διέθετε, όπως επιθυμούσε.

[792] Τ. 12/8-2-1589.

[793] Κ. 381/27-7-1644.

[794] Κ. 23/2-5-1635.

[795] Κ. 24/2-5-1635.

[796] Κ. 405/27-8-1645.

[797] Κ. 418/ 3-4-1646.

[798] Κ. 166/25-4-1640.

[799] Κ. 143/ 25-5-1639.

[800] Κ. 140/3-5-1639.

[801] Κ. 142/ 14-5-1639.

[802] Κ. 209/18-5-1641.

[803] Κ. 34/24-8-1591.

[804] Τ. 53/9-12-1593.

[805] Τ. 55/13-10-1594.

[806] Τ. 65/3-8-1595.

[807] Τ. 77/28-5-1597.

[808] Α. 140/ 25-11-1644.

[809] Α. 241/12-9-1645.

[810] Κ. 295/ 6-2-1643.

[811] Τ. 12/8-2-1589.

[812] Τ. 17/29- 7- 1589.

[813] Τ. 12/8-2-1589.

[814] Π. 153/3-7-1638.

[815] K. 355/ 29-2-1644.

[816] Κ. 381/27-7-1644.

[817] Α. 236/25-6-1645.

[818] Α. 241/12-9-1645.

[819] Α. 355/3-6-1646.

[820] Π. 87/20-12-1631.

[821] Κ. 131/2-3-1639.

[822] Κ. 143/25-5- 1639.

[823] Α. 362/13-6-1646.

[824] Κ. 417/3-4-1646.

[825] Κ. 416/3/1646.

[826] Κ. 417/3-4-1646.

[827] Κ. 416/3/1646.

[828] Α. 141/25-11-1644.

[829] Α. 239/28-8-1645.

[830] Α. 241/12-9-1645.

[831] Α. 377/13-9-1646.

[832] Α. 29/30-1-1644.

[833] Α. 72/28-4-1644.

[834] Α. 175/27-1-1645.

[835] Α. 247/26-9-1645.

[836] Α. 212 /9-4-1645.

[837] Α. 235/16-6-1645.

[838] Α. 236/25-6-1645.

[839] Α. 237/28-6-1645.

[840] Α. 339/28-4-1646.

[841] Α. 370/12-8-1646.

[842] Α. 371/ 16-8-1646.

[843] Α. 372/28-8-1646.

[844] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α.

[845] Α. 373/2-9-1646.

[846] Α. 328/15-4-1646.

[847] Κ. 230/6-12-1641.

[848] Τ. 77/28-5-1597.

[849] Τ. 92/3/8/1599.

[850] Α. 83/26-5-1645).

[851] Α. 140/ 25-11-1644.

[852] Α. 141/25-11-1644.

[853] Α. 142/25-11-1644.

[854] Α. 187/12-2-1645.

[855] Α. 355/3-6-1646.

[856] Α. 365/26-6-1646.

[857] Α. 374/ 6-9-1646.

[858] Π. 106/15-11-1635.

[859] Π. 107/16-11-1635.

[860] Π. 153/3-7-1638.

[861] Π. 193/29-2-1640.

[862] Π. 126/9-2-1637.

[863] Π. 86/5-6-1631.

[864] Α. 365/26-6-1646.

[865] Π. 133/8-12-1637.

[866] Π. 186/22-11-1639.

[867] Π. 135/18-1-1638.

[868] Κ. 16/7-4-1635.

[869] Κ. 31/18-7-1635.

[870] Κ. 405/27-8-1645.

[871] Κ. 418/ 3-4-1646.

[872] Κ. 230/6-12-1641.

[873] Κ. 166/25-4-1640.

[874] Κ. 143/ 25-5-1639.

[875] Κ. 34/24-8-1591.

[876] Τ. 39/10-8-1592.

[877] Τ. 53/9-12-1593.

[878] Τ. 92/3/8/1599.

[879] Α. 47/9-3-1644.

[880] Α. 362/13-6-1646.

[881] Α. 135/17-11-1644.

[882] Α. 241/12-9-1645.

[883] Α. 363/17-6- 1646.

[884] Α. 142/25-11-1644.

[885] Α. 359/10-6-1646.

[886] Α. 124/16-10-1644.

[887] Α. 140/ 25-11-1644.

[888] Τ. 66/ 28-11-1595.

[889] Τ. 12/8-2-1589.

[890] Α. 141/25-11-1644.

[891] Α. 248/27-9-1645.

[892] Α. 263/10-12-1645.

[893] Α. 303/17-2-1646.

[894] Α. 355/3-6-1646.

[895] Α. 374/ 6-9-1646.

[896] Α. 368/28-7-1646.

[897] Κ. 405/27-8-1645.

[898] Π. 106/15-11-1635.

[899] Π. 133/8-12-1637.

[900] Π. 86/5-6-1631.

[901] Π. 106/15-11-1635.

[902] Κ. 164/14-4-1640.

[903] Κ. 143/25-5-1639.

[904] Κ. 209/18-5-1641.

[905] Π. 153/3-7-1638.

[906] Π. 193/29-2-1640.

[907] Π. 84/20-1-1631.

[908] Τ. 28/17-10-1590.

[909] Κ. 16/7-4-1635.

[910] Κ. 408/8-12-1645.

[911] Κ. 230/6-12-1641.

[912] Τ. 65/3-8-1595.

[913] Τ. 53/9-12-1593.

[914] Τ. 77/28-5-1597.

[915] Τ. 12/8-2-1589.

[916] Α. 47/9-3-1644.

[917] Α. 104/21-7-1644.

[918] Α. 248/27-9-1645.

[919] Α. 355/3-6-1646.

[920] Κ. 368/7-4-1644.

[921] Α. 303/17-2-1646.

[922] Τ. 12/8-2-1589.

[923] Κ. 381/27-7-1644.

[924] Κ. 382/ 10-8-1644.

[925] Κ. 23/2-5-1635.

[926] Κ.16/7-4-1635.

[927] Κ. 404/17-6-1645.

[928] Κ. 31/18-7-1635.

[929] Α. 355/3-6-1646.

[930] Τ. 42/26-12-1593.

[931] Τ. 66/ 28-11-1595.

[932] Τ. 71/30-6-1596.

[933] Α. 47/9-3-1644.

[934] Α. 101/15-7-1644.

[935] Α. 124/16-10-1644.

[936] Α. 133/2-11-1644.

[937] Α. 134/9-11-1644.

[938] Α. 141/25-11-1644.

[939] Α. 154/7-12-1644.

[940] Α. 248/27-9-1645.

[941] Α. 263/10-12-1645.

[942] Κ. 406/30-8-1645.

[943] Α. 303/17-2-1646.

[944] Α. 368/28-7-1646.

[945] Τ. 39/10-8-1592.

[946] Α. 141/25-11-1644.

[947] Α. 303/17-2-1646.

[948] Α. 374/ 6-9-1646.

[949] Α. 355/3-6-1646.

[950] Α. 363/17-6- 1646.

[951] Α. 362/13-6-1646.

[952] Α. 365/26-6-1646.

[953] Τ. 30-11-1592.

[954] Τ. 77/28-5-1597.

[955] Α. 241/12-9-1645.

[956] Α. 123/15-10-1644.

[957] Π. 106/15-11-1635.

[958] Τ. 42/26-12-1593.

[959] Κ. 396/5-3-1645.

[960] Τ. 50/3-10-1593.

[961] Π. 135/18-1-1638.

[962] Π. 153/3-7-1638.

[963] Π. 193/29-2-1640.

[964] Τ. 65/3-8-1595.

[965] Α. 227/29-5-1645.

[966] Α. 352/25-5-1646.

[967] Π. 111/2-2-1636.

[968] Κ. 127, 30/1/1639.

[969] Κ. 57/13-5-37.

[970] Τ. 71/30-6-1596.

[971] Α. 61/ 4-4-1644.

[972] Α. 137/22-11-1644.

[973] Π. 13/2-2-1618.

[974] Κ. 187/20-1-1641.

[975] Κ. 142/ 14-5-1639.

[976] Κ. 147/25-8-1639.

[977] Κ. 112/2-9-38.

[978] Κ. 117/14-11-1638.

[979] Κ. 60/ 17/6/1637.

[980] Α. 78/18-5-1644.

[981] Α. 100/6-7-1644.

[982] Α. 109/14-8-1644.

[983] Α. 215/14-4-1645.

[984] Κ. 291/28-12-1642.

[985] Κ. 34,35,36,37/10(11)-11-1635.

[986] Κ. 135/3-4-1639.

[987] Κ. 137/ 22-4-1639.

[988] Κ. 35/28-8-1591.

[989] Τ. 42/26-12-1593.

[990] Α. 82/26-5-1644.

[991] Α. 204/19-3-1645.

[992] Α. 225/24-5-1645.

[993] Α. 213/9-4-1645.

[994] Α. 216/18-4-1645.

[995] Α. 10/24-12-1643.

[996] Α. 11/24-12- 1643.

[997] Α. 281/ 30-12-1645.

[998] Α. 303/17-2-1646.

[999] Α. 336/26-4-1646

[1000] Π. 29/31-3-1620.

[1001] Κ. 413/27-2-1645.

[1002] Κ. 396/5-3-1645).

[1003] Κ. 126/ 17-12-1638.

[1004] Α. 230/6-6-1645.

[1005] Κ. 94/ 21/4/1638.

[1006] Α. 89/9-6-1644.

[1007] Α. 91/17-6-1644.

[1008] Α. 222/2-5-1645.

[1009] Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού κράτους, τ. Β., Θεσ/νίκη 1992, σ. 372-3.

[1010] Κ. 40/24-2-1636.

[1011] Κ.44/20-3-1636.

[1012] Κ. 216/28-6-1641.

[1013] Κ. 235/12-1-1642.

[1014] Κ. 197/18-3-1641.

[1015] Κ. 90/16/4/1638.

[1016] Κ. 99/ 2-5-1638.

[1017] Κ. 334/18-11-1643.

[1018] Κ. 306/8-4-1643.

[1019] Κ. 308/22-4-1643. Στην βενετοκρατούμενη Κρήτη υπήρχαν δύο βαθμίδες ευγενών. Η ανώτερη που ήταν οι ευγενείς Βενετοί (nobili veneti) και η δεύτερη που ήταν οι Κρητικοί ευγενείς (nobili cretesi).

[1020] Κ. 201/26-3-1641.

[1021] Κ. 166/25-4-1640.

[1022] Κ. 131/2-3-1639.

[1023] Τ. 39/10-8-1592.

[1024] Τ. 65/3-8-1595.

[1025] Α. 100/6-7-1644.

[1026] Α. 30/13-12-1643.

[1027] Αρμενόπουλος, 3/Α/1.

[1028] Αρμενόπουλος, 3/Α/8.

[1029] Αρμενόπουλος, 3/Α/9.

[1030] Π. 79/1-9-1630.

[1031] Κ. 48/30-8-1936.

[1032] Κ. 182/6-12-1640.

[1033] Α. 20/14-1-1644.

[1034] Α. 21/15-1- 1644.

[1035] Α. 56/27-3-1644.

[1036] Α. 84/6-6-1644.

[1037] Α. 69/25-4-1644.

[1038] Α. 76/9-5-1644.

[1039] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 3,Α, 9: ο άπαξ δωρησάμενος ου δύναται ανατρέπειν την δωρεάν.

[1040] Α. 166/7-1-1645.

[1041] Α. 188/16-2-1645.

[1042] Α. 189/ 17-2-1645.

[1043] Α. 233/12-6-1645.

[1044] Α. 242/ 13-9-1645.

[1045] Α. 297/7-2-1646.

[1046] Α. 223/18-5-1645.

[1047] Α. 301/ 16-2-1646.

[1048] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλός, 3, Α, 11.

[1049] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλός, 3, Α, 16.

[1050] Α. 45/8-3-1644.

[1051] Π. 206/13-10-1640. Για την καταγραφή συνήθως καλούσαν ειδικούς εκτιμητές. Ο Ιωάννης όμως επιφόρτισε τον νοτάριο και έτσι τα κατέγραψε και τα εκτίμησε ο ίδιος. Με τον τρόπο αυτό γλίτωσε την αποζημίωση του εκτιμητή.

[1052] Π. 211/11-12-1640.

[1053] Π. 212/17-12-1640.

[1054] Π. 138/15-2-1638.

[1055] Π. 135/18-1-1638.

[1056] Α. 14/31-12-1643.

[1057] Α. 18/4-1-1644.

[1058] Α. 125/19-10-1644. Η ύπαρξη τόσων κάδρων υποδηλώνει προφανώς ότι ο μακαρίτης ήταν φιλότεχνος ή ότι είχε διαφορετική από τους άλλους αισθητική στη διακόσμηση του σπιτιού.

[1059] Α. 126/20-10-1644.

[1060] Α. 250/30-9-1645.

[1061] Α. 253/16-10-1645.

[1062] Α. 256/18-10-1645.

[1063] Α. 259/27-10-1645.  Με βάση τα έγγραφα που έβρισκαν, εξακρίβωναν  ποιοι χρωστούσαν στον μακαρίτη ή σε ποιους είχε δώσει  ζώα να του ανατρέφουν.

[1064] Α. 274//17-12-1645.

[1065] Α. 284/10-1-1646.

[1066] ΒΛ. 1/15-12-1599.

[1067] ΒΛ. 66/12-8-1600.

[1068] ΒΑ. 464/19-10-1607.

[1069] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α.

[1070] ΒΑ. 816/2-11-1612.

[1071] ΒΑ. 817/2-11-1612.

[1072] ΒΑ. 633/19-11-1609.

[1073] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α/2: ο διατιθέμενος οφείλει τον νουν ου μην το σώμα έρρωσθαι.

[1074] ΒΛ. 6/4-2-1600.

[1075] ΒΑ. 561/28-12-1608.

[1076] ΒΑ. 15/27-2-1598.

[1077] ΒΑ. 14/23-2-1598.

[1078] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α.

[1079] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Ζ.

[1080] ΒΛ. 126/15-5-1601.

[1081] ΒΛ. 232/5-7-1606.

[1082] ΒΑ. 716/17-5-1611.

[1083] Κ. 292/23-1-1643, 293// 28-1- 1643, 303/ 10-3-1643.

[1084] ΒΛ. 6/4-2-1600.

[1085] ΒΛ. 22/4-5-1600.

[1086] ΒΛ. 125/ 14-5-1601.

[1087] ΒΛ. 6/4-2-1600.

[1088] ΒΛ. 22/4-5-1600.

[1089] ΒΑ. 66/18-2-1600.

[1090] ΒΑ. 117/ 30-8-1601.

[1091] ΒΛ. 103/5-1-1601.

[1092] ΒΛ. 161/14-3-1602.

[1093] ΒΑ. 140/22-4-1602.

[1094] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α.

[1095] ΒΑ. 176/31-1-1603.

[1096] ΒΑ. 331/7-9-1605.

[1097] ΒΑ. 60/24-1-1600.

[1098] ΒΑ. 146/1-8-1602.

[1099] ΒΑ. 176/31-1-1603.

[1100] ΒΛ. 195/24-1-1605.

[1101] ΒΑ. 262/23-9-1604.

[1102] ΒΑ. 176/31-1-1603.

[1103] ΒΑ. 509/21-4-1608.

[1104] ΒΑ. 509/21-4-1608.

[1105] ΒΑ. 583/11-4-1609.

[1106] ΒΛ. 148/22-12-1601.

[1107] ΒΑ. 312/6-5-1605.

[1108] ΒΑ. 826/13-12-112.

[1109] ΒΛ. 183/29-7-1603.

[1110] ΒΛ. 115/29-3-1601.

[1111] ΒΛ. 126/15-5-1601.

[1112] ΒΑ. 576/12-3-1609.

[1113] ΒΑ. 413/9-12-1606.

[1114] ΒΑ. 849/23-6-1613.

[1115] ΒΑ. 15/27-2-1598.

[1116] ΒΑ. 413/9-12-1606.

[1117] ΒΛ. 103/5-1-1601.

[1118] ΒΛ. 195/24-1-1608.

[1119] ΒΑ. 92/1-10-1600.

[1120] ΒΑ. 117/ 30-8-1601.

[1121] ΒΑ. 22/24-7-1598.

[1122] ΒΑ. 60/24-1-1600.

[1123] ΒΑ. 61/24-1-1600.

[1124] ΒΑ. 509/21-4-1608.

[1125] ΒΑ. 569/28-2-1609.

[1126] ΒΑ. 627/4-11-1609.

[1127] ΒΑ. 628/4-11-1609.

[1128] ΒΑ. 561/28-12-1608.

[1129] ΒΑ. 716/17-5-1611.

[1130] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Δ.

[1131] ΒΑ. 764/24-4-1612.

[1132] ΒΑ. 14/23-2-1598.

[1133] ΒΑ. 66/18-2-1600.

[1134] ΒΑ. 764/24-4-1612.

[1135] ΒΛ. 143/10-12-1601.

[1136] ΒΛ. 22/4-5-1600.

[1137] ΒΑ. 449/7-8-1607.

[1138] ΒΑ. 589/9-5-1609.

[1139] ΒΑ. 764/24-4-1612.

[1140] ΒΑ. 799/29-7-1612.

[1141] ΒΑ. 118/31-8-1601.

[1142] ΒΛ. 125/14-5-1601.

[1143] ΒΑ. 282/19-1-1605.

[1144] ΒΑ. 764/24-4-1612.

[1145] ΒΑ. 14/23-2-1598.

[1146] ΒΑ. 448/3-8-1607.

[1147] ΒΛ. 125/14-5-1601.

[1148] ΒΛ. 126/15-5-1601.

[1149] ΒΛ. 143/10-12-1601.

[1150] ΒΑ. 413/9-12-1606.

[1151] ΒΑ. 561/28-12-1608.

[1152] ΒΛ. 148/22-12-1601.

[1153] ΒΛ. 183/29-7-1603.

[1154] ΒΑ. 262/23-9-1604.

[1155] ΒΑ. 448/3-8-1607.

[1156] ΒΑ. 449/7-8-1607.

[1157] ΒΑ. 840/10-4-1613.

[1158] ΒΑ. 101/20-12-1600.

[1159] ΒΛ. 125/14-5-1601.

[1160] ΒΛ. 183/29-7-1603.

[1161] ΒΑ. 413/9-12-1606.

[1162] ΒΑ. 448/3-8-1607.

[1163] ΒΑ. 213/15-1-1604.

[1164] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α.

[1165] ΒΑ. 448/3-8-1607.

[1166] ΒΛ. 183/29-7-1603.

[1167] ΒΛ. 195/24-1-1605.

[1168] ΒΛ. 148/22-12-1601.

[1169] ΒΑ. 176/31-1-1603.

[1170] ΒΑ. 449/7-8-1607.

[1171] ΒΑ. 576/12-3-1609.

[1172] ΒΑ. 840/10-4-1613.

[1173] ΒΛ. 195/24-1-1605.

[1174] ΒΑ. 262/23-9-1604.

[1175] ΒΛ. 22/4-5-1600.

[1176] ΒΛ. 6/4-2-1600.

[1177] ΒΛ. 57/2-8-1600.

[1178] ΒΛ. 65/8-8-1600.

[1179] ΒΛ. 143/10-12-1601.

[1180] ΒΛ. 22/4-5-1600.

[1181] ΒΛ. 96/4-12-1600.

[1182] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Α/36: ου μόνον δε επτά αλλά και πέντε παραλαμβανόμενοι μάρτυρες εν τε εγγράφω και αγράφω πάση διαθήκη, βεβαίαν αυτήν περιστώσιν.

[1183] ΒΛ. 103/5-1-1601.

[1184] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλός, 5/Α/42: ο κληρονόμος ου μαρτυρεί εν διαθήκη.

[1185] ΒΛ. 6/4-2-1600.

[1186] ΒΛ. 7/4-2-1600. Να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο (Εξάβιβλος, 5/Α/46: «τα εν τη διαθήκη μη νοούμενα, αντί μη γεγραμμένων εστίν». Με άλλα λόγια όσα είναι γραμμένα χωρίς σαφήνεια, είναι σαν να μην είναι γραμμένα.

[1187] ΒΑ. 633/19-11-1609.

[1188] ΒΑ. 534/7-8-1608.

[1189] ΒΑ. 22-1-1610.

[1190] ΒΑ. 672/23-7-1610.

[1191] ΒΛ. 5/28-1-1600.

[1192] ΒΛ. 6/4-2- 1600.

[1193] ΒΛ. 123/4-5-1601.

[1194] ΒΛ. 57/2-8-1600.

[1195] ΒΛ. 58/5-8-1600.

[1196] ΒΛ. 59/6-8-1600.

[1197] ΒΛ. 66/12-8-1600.

[1198] ΒΛ. 76/27-10-1600.

[1199] ΒΛ. 77/28-10-1600.

[1200] ΒΛ. 191/6-11-1603.

[1201] ΒΑ. 194/12-11-1603.

[1202] ΒΑ. 841/10-4-1613.

[1203] ΒΑ. 851/22-7-1613.

[1204] ΒΑ. 852/22-7-1613.

[1205] ΒΑ. 853/22-7-1613.

[1206] ΒΛ. 15/4-3-1600.

[1207] ΒΑ. 477/27-12-1607.

[1208] ΒΑ. 492/9-2-1608.

[1209] ΒΑ. 844/1-5-1613.

[1210] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Η.

[1211] ΒΑ. 120/1-9-1601.

[1212] ΒΑ. 121/2-9-1601.

[1213] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 5/Δ.

[1214] ΒΑ. 182/21-7-1603.

[1215] ΒΑ. 119/31-8-1601.

[1216] ΒΑ. 108/22-2-1601.

[1217] ΒΑ. 177/28-2-1603.

[1218] ΒΑ. 108/22-2-1601.

[1219] ΒΑ. 123/5-9-1601.

[1220] Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 3/Α/17.

[1221] ΒΑ. 213/15-1-1604.

[1222] ΒΑ. 178/18-4-1603.

[1223] ΒΑ. 220/25-2-1604.

[1224] ΒΑ. 309/29-4-1605.

[1225] ΒΑ. 438/1-7-1607.

[1226] ΒΑ. 468/7-11-1607.

[1227] ΒΑ. 470/17-11-1607.

[1228] ΒΑ. 509/21-4-1608

[1229] ΒΑ. 574/11-3-1609

[1230] ΒΑ. 710/18-4-1611

[1231] ΒΑ. 809/25-9-1612

[1232] ΒΑ. 715/7-5-1611.

[1233] ΒΑ. 555/17-10-1608.

[1234] ΒΑ. 672/23-7-1610.

[1235] ΒΑ. 766/13-6-1612.

[1236] ΒΑ. 486/25-1-1608.

[1237] ΒΑ. 832/20-2-1613

 

 

Γνωριμία - Σκοπός - Δραστηριότητες - Προγράμματα

Τάλως - Μέγαρο Ι.Κ.Δ. - Τα νέα του Ι.Κ.Δ. - Κεντρική Σελίδα  - Ισχύουσα Νομοθεσία περί Κρήτης