Τ Α Λ Ω Σ
 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΓ΄ (2015)

 

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

 

 

 

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

 

 

 

 

 

 

ΧΑΝΙΑ ΚΡΗΤΗΣ

***

ΤΑΛΩΣ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΤΟΜΟΣ ΚΓ΄ (2015)

 

 

 

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Κρητικό Δίκαιο της Βυζαντινής Περιόδου …………             σελ.       7

ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ TOY ΙΝΣΤΙΤΟΎΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Πεπραγμένα Ι.Κ.Δ. 2011 ……………………………….             σελ.   299

Πεπραγμένα Ι.Κ.Δ. 2012 ……………………………….             σελ.   307

Πεπραγμένα Ι.Κ.Δ. 2013 ……………………………….             σελ.   319

Πεπραγμένα Ι.Κ.Δ. 2014………………………………..             σελ.   330

 

 

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ (ΣΕΛ. 16-20)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ (ΣΕΛ. 21-38)

Ι. Γενικές παρατηρήσεις.

ΙΙ. Μεθολογικές παρατηρήσεις.

1. Το χωρο-χρονικό πλαίσιο ισχύος του βυζαντινού δικαίου στην Κρήτη.

2. Δικαιικές Πηγές.

2.1. Γενικές και γηγενείς πηγές. Η μετεξέλιξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (imperium romanum) σε χριστιανική (imperium christianum) και η διά-κριση των πηγών σε πολιτειακές και εκκλησιαστικές.

2.2. Έννοια, αξιολόγηση και ειδικότερη διάκριση των πηγών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ (ΣΕΛ. 39-66)

Η ΚΡΗΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Ιστορική Εισαγωγή και Δικαιικές Πηγές.

I. Οι ενδο-Κρητικοί πόλεμοι και η υποταγή του νησιού στους Ρωμαίους.

II. Το ρωμαϊκό imperium και οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού.

Η Κρήτη ρωμαϊκή επαρχία.

III. Θεμελίωση του χριστιανισμού στην Κρήτη.

Η επίδραση του χριστιανισμού στην πολιτική θεωρία

των βυζαντινών αυτοκρατόρων.

IV. Η συμβολή της ελληνικής παιδείας στον βυζαντινό πολιτισμό

και ειδικότερα στη βυζαντινή νομοθεσία.

V. Νομοθετικές κωδικοποιήσεις της ύστερης αρχαιότητας.

VI. Η δημόσια διοίκηση τον 3ο αιώνα.

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΡΩΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (330 - 824/826)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 67-128)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

1. Η κατάσταση της Κρήτης.

1.1. Γενικά. Η βυζαντινή επαρχία.

1.2. Σεισμοί, λοιμοί, πειρατικές επιδρομές και εμφύλια κινήματα.

1.3. Οι κωνσταντίνειες διοικητικές μεταρρυθμίσεις: η Κρήτη στο πλαίσιο του Ιλλυρικού.

1.4. Στοιχεία για την εσωτερική πολιτική κατάσταση της Κρήτης.

1.5. Επιδρομές κατά της Κρήτης - Ζητήματα αμυντικής οχύρωσης. 

2. Η βυζαντινή απολυταρχία.

2.1. Η Κωνσταντινούπολη ως κέντρο της αυτοκρατορίας. Πολιτικές, διοικη-τικές, οικονομικές και στρατιωτικές συνέπειες.

2.2. Οικονομικό υπόβαθρο.

Ι. Γενικά.

ΙΙ. Φορολογικό σύστημα.

ΙΙΙ. Φορολογική πολιτική του Ιουστινιανού.

IV. Δημόσιες δαπάνες.

V. Νομισματική πολιτική.

2.3. Ο βυζαντινός στην καθημερινή του ζωή.

Ι. Γενικά.

ΙΙ. Πολιτιστική και φυλετική πολυμορφία.

ΙΙΙ. Κοινωνική διαστρωμάτωση.

IV. Οι βυζαντινοί αγρότες.

V. Καθημερινή ζωή.

2.4. Γλώσσα και ύφος των πηγών.

3. Η Εκκλησία της Κρήτης κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο.

3.1. Η εκκλησιαστική διοργάνωση του Ανατολικού Ιλλυρικού και η Εκκλη-σία της Κρήτης.

3.2. Επίσκοποι και επισκοπές της Κρήτης.

4. Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες (824/826).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 128-163)

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Α΄. Πολιτειακές Πηγές.

1. Το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού.

1.1. Γενικά.

1.2. Κώδικας (Codex).

1.3. Πανδέκτης (Digesta, Pandectae).

1.4. Εισηγήσεις (Institutiones).

1.5. Νεαρές (Novellae).

1.6. Η διδασκαλία του δικαίου - Αντικήνσορες.

1.7. Το δημόσιο δίκαιο.

1.8. Αξιολόγηση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού.

2. Η νομοθετική παραγωγή κατά την περίοδο μετά το θάνατο

του Ιουστινιανού μέχρι τους Μακεδόνες.

2.1. Γενικά

2.2. Νεαρές και λοιπή νομοθετική παραγωγή.

2.3. Νομικές συλλογές  για την κάλυψη πρακτικών αναγκών.

2.4. Η Εκλογή και η appendix της.

2.5. Γεωργικός Νόμος (Νόμος Γεωργικός κατ’ εκλογήν εκ του Ιουστινιανού βιβλίου’).

2.6. ‘Νόμος Ροδίων Ναυτικός’.

2.7. ‘Εκλογάδιον’ (Ecloga aucta).

2.8. ‘Στρατιωτικός Νόμος’.

2.9. ‘Τακτικόν του Uspenskij (845 περίπου).

Β΄. Εκκλησιαστικές Πηγές.

1. Γενικά - Ορολογικά.

2. Οι αγιογραφικές βάσεις του κανονικού δικαίου.

3. Οικουμενικές σύνοδοι.

4. Τοπικές σύνοδοι.

5. Κανόνες εκκλησιαστικών πατέρων.

6. Μοναχικοί Κανόνες.

7. Εκκλησιαστικές κωδικοποιήσεις.

8. Notitiae episcopatuum (‘Κλήσεις των μητροπολιτών’).

9. ‘Συναγωγή κανόνων εκκλησιαστικών εις ν΄ τίτλους διηρημένη’.

10. Σύνταγμα κανόνων σε 14 τίτλους.

11. Σύνοψις κανόνων.

12. Collectio XXV capitulorum (επικεφαλίδα: ‘Διατάξεις νόμων πολιτικών εκ των Νεαρών Ιουστινιανού βασιλέως συνηγορούσαι και επικυρούσαι τους των αγίων πατέρων εκκλησιαστικούς κανόνας’).

13. Collectio LXXXVII capitulorum (επικεφαλίδα: ‘Εκ των μετά τον κώδικα θείων νεαρών διατάξεων του της ευσεβούς λήξεως Ιουστινιανού διάφοροι διατάξεις συνάδουσαι εξαιρέτως τοις θείοις και ιεροίς κανόσι, και εκ περι-ουσίας την οικείαν ισχύν νέμουσαι’).

14. Collectio tripartita (τριμερής) ή Collectio constitutionum ecclesiasti-carum.

15. Collectio Ambrosiana.

16. Νομοκάνων εις ν΄ τίτλους.

17. Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους.

18. Κανονολόγοι συγγραφείς.

Γ΄. Απονομή της δικαιοσύνης.

1. Γενικά.

2. Επαρχιακά δικαιοδοτικά όργανα.

3. Εκκλησιαστικά δικαστήρια (‘audientia episcopalis’).

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (961 - 1204)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ (ΣΕΛ. 165-215)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

1. Ανακατάληψη της Κρήτης. Διοικητική, οικονομική, πολιτιστική

και εκκλησιαστική αναδιοργάνωση.

2. Οι «προνοιάριοι» και η νέα βυζαντινή αριστοκρατία της Κρήτης.

3. Η Κρήτη ως βυζαντινό «θέμα».

4. Η δράση των «δυνατών» της Κρήτης.

5. Το επαναστατικό κίνημα του Καρύκη.

6. Η μυθιστορία για τα 12 αρχοντόπουλα.

7. Η οικονομία του νησιού.

Ι. Αγροτική παραγωγή – Εμπορικά προϊόντα.

ΙΙ. Φορολογικό καθεστώς.

8. Οι «βασιλικές επισκέψεις» της Κρήτης.

9. Εκκλησιαστική διοργάνωση.

Ι. Μητρόπολη Κρήτης – επίσκοποι και επισκοπές.

ΙΙ. Εκκλησιαστική περιουσία.

ΙΙΙ. Αυτοκρατορικές χορηγίες.

ΙV. Μονές.

10. Βίος και πολιτεία του οσίου Νίκωνα του Μετανοείτε.

11. Βίος και πολιτεία του οσίου Ιωάννη του Ξένου και Ερημίτη.

Ι. Χειρόγραφες πηγές.

ΙΙ. Βιογραφικά στοιχεία.

ΙΙΙ. Η Διαθήκη του Ιωάννη.

12. Η Κρήτη υπό τους Βενετούς (1204 – 1669).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΕΛ. 216-268)

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Α΄. Πολιτειακές Πηγές.

1. Εισαγωγικά στο νομοθετικό έργο της Μακεδονικής δυναστείας.

2. Το νομοθετικό έργο Βασιλείου Α΄: η «Εισαγωγή»

(ή «Επαναγωγή», 885/886 ή 883/886).

3. Το νομοθετικό έργο του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (866-912).

3.1. Γενικά.

3.2. «Πρόχειρος Νόμος».

3.3. «Νεαραί».

3.4. «Βασιλικά».

3.5. «Επαρχικόν Βιβλίον».

3.6. «Τακτικά».

4. Το νομοθετικό έργο του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (905-959).

4.1. «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» (De administrando imperio).

4.2. «Περί της βασιλείου τάξεως» (De cerimoniis).

4.3. «Περί θεμάτων».

5. Συλλεκτικά / συμπιληματικά έργα.

5.1. «Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών» (Synopsis Basilicorum maior).

5.2. Η «Επιτομή των Νόμων» («Εκλογή νόμων των εν επιτόμω εκτεθει-μένων»).

5.3. «Κώδικας Μονής Ζάβορδας».

5.4. «Leges fiscales».

5.5. «Tιπούκειτος».

5.6. «Σύνοψις των Νόμων».

5.7. «Πόνημα Νομικόν» του Ατταλειάτη.

5.8. Εγχειρίδιο του Κωνσταντίνου Γαριδά.

5.9. Η «Πείρα» (Πείρα, ήγουν διδασκαλία εκ των πράξεων του μεγάλου κυρού Ευσταθίου του Ρωμαίου).

5.10. Ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης: προβλήματα και προσπάθειες θε-ραπείας.

Ι. Προβλήματα και προσπάθειες θεραπείας.

ΙΙ. Δικανική μεθοδολογία.

5.11. «Ecloga ad prochiron mutate».

6. Νεαρές μεταγενέστερων αυτοκρατόρων.

7. Το νομοθετικό έργο των Κομνηνών.

Β΄. Εκκλησιαστικές πηγές δικαίου.

1. Πρωτοδευτέρα (Prima-Secunda) Σύνοδος.

2. Σύνοδος της Αγίας Σοφίας.

3. Πατριαρχικές αποφάσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος.

4. Νομοκάνων σε 14 τίτλους.

5. Τα νομοκανονικά έργα του Νίκωνα Μαυρορείτη (περίπου 1025-1100).

6. Συλλεκτικά νομοκανονικά έργα - Νομοκανονικές «αποκρίσεις»

και πραγματείες.

6.1. «Σύνοψις».

6.2. Επιτομή Νομοκάνονα σε 14 τίτλους.

6.3. Κανονικές αποκρίσεις διαφόρων συγγραφέων.

6.4. Οι «κανονικές αποκρίσεις» του Μητροπολίτη Κρήτης Ηλία.

6.5. Οι «κανονικές αποκρίσεις» των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Χούμνου και Ευφημιανού.

6.6. Κανονική απόκριση Νείλου Δοξοπατρή.

6.7. Κανονική απόκριση Βασιλείου Αχριδηνού.

6.8. Κανονικές αποκρίσεις Ιωάννη Κατασταμονίτη.

6.9. Κανονικές πραγματείες.

6.10. Ιωάννης Ζωναράς.

6.11. Aλέξιος Αριστηνός.

6.12. Θεόδωρος Βαλσαμών.

7. Μοναστηριακά Τυπικά.

7.1. Εννοιολογικά.

7.2. Διακρίσεις.

7.3. Νομικά ζητήματα του περιεχομένου των κανονιστικών τυπικών.

7.3.1. Αυτοδιοίκητο της Μονής – Ο θεσμός του «επιτρόπου» ή «εφόρου».

7.3.2. Ο ηγούμενος της Μονής.

7.3.3. Ο οικονόμος.

7.3.4. Είσοδος στη Μονή – Κουρά – Διακρίσεις των μοναχών.

7.3.5. Κοινόβιο και ιδιόρρυθμο σύστημα μοναχικού βίου.

7.3.6. Μία χαρτογράφηση των μοναστηριακών τυπικών.

8. Audientia episcopalism.

 

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΕΛ. 269-296)

Ι. ΠΗΓΕΣ

ΙΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

 

 

 

 

 

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

AAS                             Αcta Apostolicae Sedis

ACO                            Αcta Conciliorum Oecumenicorum, έκδ. E. Schwarz, Strasburg - Berlin 1914 κ. εξ.

AΔ                               Αρχαιολογικόν Δελτίον

Aμάλθεια                     Σύγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστημο-νικής Εταιρείας

AnBol                          Αnalecta Bollandiana, Bruxelles 1882 κ.εξ.

AnGron                       J. H. A. LOKIN, Analecta Groningana ad jus graecoromanum pertinentia, επιμ. Th. E. VAN BOCHOVE, Groningen 2010

AnOr                           Αnalecta Orientalia

Aπόστολος Τίτος          Επίσημον Δελτίον της Ι. Μητροπόλεως/Ι. Αρχιεπι-σκοπής Κρήτης. Περίοδος Α΄: 1954-1977, περίοδος Β΄: 1980-1983 (Ηράκλειο)

Bonn                           Corpus Scriptorum Historiae Byzantine, Bonn 1828 κ. εξ.

Byzantion                    Revue Internationale des Etudes Byzantines (Bruxelles)

Βυζαντιακά                  Θεσσαλονίκη 1981 κ.εξ.

BZ                               Byzantinische Zeitschrift, Leipzig κ.εξ.

CJ                               Codex Justinianus, έκδοση P. Kruger (Corpus Juris Civilis II), Berlin 1877 (ανατύπωση: Dublin/Zurich 1970)

CJC                             Corpus Juris Civilis

CMH                           The Cambridge Medieval History IV, 1-2, έκδ. J. M. Hussey, Cambridge 1966-1967

CTh                             Codex Theodosianus, έκδ. Th. MommsenP. M. Meyer,       τόμ. I-II, Berolini 1905

ΔΙΕΕ                            Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος

ΔΚΣ                             Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο

Δρήρος                         Μηνιαίο Λαογραφικό – Ιστορικό – Λογοτεχνικό περιοδικό (Νεάπολις Κρήτης 1937-1941)

ΔΧΑΕ                           Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας

D                                 Digesta, Th. Mommsen (= CJC I. 2), Berlin 1877 (ανατύπωση: Dublin/Zurich 1973)

DOP                            Dumbarton Oaks Papers, Washington DC 1941 κ.εξ.

ΕΕΒΣ                           Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών

ΕΕΔΣΘ                        Επιστημονική Επετηρίδα Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης «Αρμενόπουλος»

ΕΕΚΣ                          Επιστημονική Επετηρίς Κρητικών Σπουδών

ΕΕΦΣΠΑθ                   Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

ΕΕΦΣΠΘ                     Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ΕΙΕ/ΙΒΕ                       Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο (τέως Κέντρο) Βυζαντινών Ερευνών

ΕΚΕΙΕΔ                       Επετηρίς του Κέντρου (μέχρι τον τόμο Θ΄: του Αρχείου) της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα από το 1948

ΕΜΑ                            Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών

Digesta                        Digesta

ΕΟ                               Εchos d’Orient, Constantinople – Paris, 1897-1942

Επαναγωγή                  Επαναγωγή του Νόμου υπό Βασιλείου και Λέοντος

                                    και Αλεξάνδρου, έκδ. Ι. και Π. Ζέποι, JGR II, σ. 229-368

ΘΗΕ                            Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία

Θησαυρίσματα              Περιοδικόν του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών (Βενετία)

FHG                            Fragmenta Historicorum Graecorum IV, έκδ. C. Muller, Paris 1885

FM                              Fontes Minores, Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Frankfurt am Main

JGR                             Jus Graeco-Romanum, τόμ. I-VIII, έκδ. Ι. και Π. Ζέποι, Αθήναι 1931 κ. εξ.

JOR                             Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinistik, Wien – Koln - Graz, 1968 κ. εξ.

JOBG                          Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinischen Gesellschaft, Wien 1951 - 1967.

ΚΑΕ                             Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς

ΚΕ                               Κρητική Εστία

ΚρΧρ                           Κρητικά Χρονικά (περιοδ, Ηράκλειο 1947 επ.)

Κρητικαί Μελέται         Μηνιαίον περιοδικόν σύγγραμμα. Εκδότης Γ. Α. Σήφακας, (Αθήνα 1933)

Κρητική Εστία               Ιστορικολαογραφικό περιοδικό. Ιδρυτής Ιδ. Παπα-γρηγοράκης (Χανιά 1949)

ΚΡΗΤΗ (Α ή Β)            «Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός», συλλογικό έργο με επιστημονική επιμέλεια Νικ. Παναγιωτάκη, έκδοση του Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη 1987-1990

Κρητολογία                  Μελέται αφορώσαι εις την Κρήτην. Περιοδική επιστημονική έκδοσις. Εκδίδεται υπό Ελ. Πλατάκη (Ηράκλειο, Βραχάσι 1975-1984)

Λύκτος                         Περιοδική επιστημονική έκδοση του Συλλόγου Πεδιαδιτών (Ηράκλειο 1984)

Mansi                          J. D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima collection, τόμ. Ι-ΧΧΧΙ, Firenze - Venezia 1759-1798. Ανατύπωση και συμπλήρωση από τους J. B. Martin / L. Petit, τόμ. I-LIII, Paris-Leipzig 1901-1927 (ανατ. Graz 1960-1961)

Migne                          J. P. Migne, Patrologiae Cursus Completus, Series Latina, Paris 1844-1952

ΜΕΕ                            Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία

Μενεβίσογλου              Παύλος Μενεβίσογλου, Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη

MΙΕΤ                           Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

M                            F. Miklosich – J. Muller, Acta et Diplomata Graeca Medii aevi. Sacra et Profana et Edita, volumes I-VI, Spanos Editions, Athens 1996

Μύσων                        Ετήσια επιστημονική έκδοση. Ιδρυτής Μιχ. Κατα-πότης (Αθήνα, 1932-1937)

NE                               Νέος Ελληνομνήμων, Αθήναι 1904 κ.έξ.

NJ                               Novellae Justiniani, έκδ. R. SchoellG. Kroll (CJC III), Berlin 1895 (ανατύπ.: Dublin/Zurich 1972)

ΠΑΑ                            Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών

Πανταζόπουλος           Ν. Πανταζόπουλος, Από της «λογίας» παραδόσεως εις τον Αστικόν Κώδικα. Συμβολή εις την ιστορίαν των πηγών του νεοελληνικού δικαίου, Αθήναι 1947 (ανατύπ. β΄ έκδ.: Αθήνα 1995)

Πεπραγμένα Α΄-Ε΄        Πεπραγμένα των Διεθνών Κρητολογικών Συνε-δρίων: Α΄ = Κρητικά Χρονικά ΙΕ΄-ΙΣΤ, 1961-1962 (Ι-ΙΙΙ), Β΄ = Φιλολογικός Σύλλογος ο «Χρυσό-στομος», εν Αθήναις Ι, 1968-IV, 1969, Γ΄= Αθήναι, Ι, 1973-ΙΙΙ, 1975, Δ΄= Πανεπιστήμιο Κρήτης, Αθήνα Ι-ΙΙΙ, 1981, Ε΄= Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών Ι-ΙΙΙ, Ηράκλειον 1985 (1986)

ΠΙΣ                             Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο

ODB                            The Oxford Dictionary of Byzantium, τόμ. Ι-ΙΙΙ, New York-Oxford 1991

PG                               J. P. Migne, Patrologia cursus completus omnium SS patrum, doctorum scriptorumque ecclesiasticorum sive latinorum sive graecorum. Series graeca, Paris 1857-1866 (ανατύπ.: Αθήνα 1987-2008)

Ράλλης-Ποτλής            Γ. Ράλλης / Μ. Ποτλής, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Απο-στόλων, και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, τόμ. Α΄-ΣΤ΄, Αθήνα 1852-1859 (ανατύπ: Αθήνα 1966 και 1997, Θεσσαλονίκη 2002)

REB                             Revue des Etudes Byzantines, Paris 1943 κ. εξ.

ΤΜ                              Travaux et Memoires, Paris 1965 κ. εξ.

VV                               Vizantijsij Vremenik, Sanktpeterburg – Leningrad 1894-1927, Moskva 1947 κ.εξ.

ΧΚ                               Χριστιανική Κρήτη (Creta Christiana), περιοδικόν κατά τετραμηνίαν εκδιδόμενον επιμελεία της εν Κρήτη Εκκλησίας, Α΄-Β΄, 1912-1915 (Ηράκλειον).

 


 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ

 

Ι. Γενικές Παρατηρήσεις

Βασική επιδίωξη του παρόντος έργου είναι η εξέταση και παρουσίαση -μέσα από την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία και τις δημοσιευμένες ήδη ιστορικές άμεσες ή έμμεσες πηγές- του δικαίου που ίσχυσε στην Κρήτη, κατά τις δύο φάσεις της βυζαντινής της ιστορίας: ήτοι, κατά τις χρονικές περιόδους των ετών 330-824/826, αφενός, και 961-1204, αφετέρου, κατά τη διάρκεια των οποίων η μεγαλόνησος αποτέλεσε διοικητική επαρχία (από τη μεσοβυζαντινή δε περίοδο, και ιδιαίτερο «θέμα») του βυζαντινού κράτους. Δύο είναι οι κύριες επισημάνσεις, που πρέπει να προηγηθούν πριν από οτι-δήποτε άλλο.

Κατ’ αρχάς, οι πρωτογενείς ιστορικές πηγές, ή όποιας άλλης αξιολογικής διαβαθμίσεως μαρτυρίες, οι οποίες αφορούν άμεσα την Κρήτη κατά τις δύο ανωτέρω φάσεις της ιστορίας της, είναι δυστυχώς ελάχιστες. Τούτο όμως ισχύει κατά μείζονα λόγο και για όσες από αυτές έχουν (άμεσα ή έμμεσα) νομικό χαρακτήρα, παρέχοντάς μας πληροφορίες για τα δικαιικής φύσεως ζητήματα του νησιού.[1]

Συνεπώς, το νομικό καθεστώς της βυζαντινής Κρήτης δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ως κάτι διαφορετικό από εκείνο που προβλέφθηκε για να ισχύσει και σε όλη την υπόλοιπη αυτοκρατορία, στο πλαίσιο εφαρμογής των γενικών διατάξεων του υπόλοιπου βυζαντινού κράτους. Τούτο βεβαίως δεν συντρέχει στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που το περιεχόμενο από διασωθείσες νομικές πηγές με αμιγώς τοπικό χαρακτήρα, μάς επιτρέπει να υποθέσουμε κάτι διαφορετικό. Με άλλη διατύπωση, η γενική πιο πάνω παραδοχή πρέπει να υποχωρεί όταν συναντούμε μαρτυρίες, τεκμήρια ή έμ-μεσες πληροφορίες από τις οποίες επιτρέπεται να οδηγηθούμε στην υπόθεση ή να συμπεράνουμε βάσιμα, ότι δικαιικοί θεσμοί τοπικού ή ειδικού χαρα-κτήρα, ίσχυσαν ειδικά, αλλά και με ξεχωριστό περιεχόμενο στην Κρήτη, κατ’ εξαίρεση από τους κοινούς για όλο το υπόλοιπο βυζαντινό κράτος θεσμούς. Μόνον, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή νομιμοποιούμαστε τεκμη-ριωμένα να υποστηρίξουμε ότι δεν εφαρμόστηκε στο νησί η όποια ανάλογου περιεχομένου δικαιική ρύθμιση θεσπίστηκε από τα κεντρικά νομοθετικά όργανα, με σκοπό τη γενική της ισχύ σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια.

Μιλώντας για «βυζαντινό δίκαιο», πρέπει στο σημείο αυτό  -παραφρά-ζοντας μία πολύ γνωστή άποψη,[2] η οποία διατυπώθηκε γενικότερα για τη βυζαντινή αυτοκρατορία- να λάβουμε υπόψη μας ότι ο βυζαντινός νομικός πολιτισμός δεν έχει δική του προϊστορία, καθώς δεν αποτελεί παρά συνεπή οργανική - ιστορική εξέλιξη του ρωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε μέχρι το (εντελώς συμβατικό) χρονικό όριο του έτους 330, μετά βεβαίως από προ-σαρμογή του στα νέα δεδομένα. Όπως δηλαδή η βυζαντινή περίοδος προβάλλει στην ιστορία ως όψιμο στάδιο του ρωμαϊκού imperium, έτσι και το βυζαντινό δίκαιο δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά φυσική συνέχεια και συνεπή προέκταση του αρχαίου ρωμαϊκού - εξού και η συνήθεια πολλών συγγραφέων να χρησιμοποιούν το σύνθετο όρο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο.[3]

Είναι άλλωστε γνωστό, ότι ορισμένοι παλαιότεροι ιστορικοί -με κύριο αλλά όχι και μοναδικό υπεύθυνο τον Edward Gibbon[4]- δεν απέφυγαν τον πειρασμό να θεωρήσουν ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούσε μόνον μία παρακμιακή προέκταση της χρονικά πρότερης ρωμαϊκής. Καθώς όμως θα φανεί στη συνέχεια, ο βυζαντινός νομικός πολιτισμός φέρει έντονα τα ιδιώνυμα χαρακτηριστικά της αυτόνομης φυσιογνωμίας του, λόγος και για τον οποίο πρέπει να υπόκειται σε αυτοτελή επιστημονική πραγμάτευση, πάνω σε διαφορετική ερευνητική βάση και με τη χρήση ειδικών αξιολογικών κριτηρίων.

Έπειτα, είναι γεγονός ότι στο Βυζάντιο ουσιαστικά συνυπήρχαν έχοντας παράλληλη ισχύ -ευρισκόμενες σε μία πολύ ενδιαφέρουσα μεταξύ τους διαλεκτική σχέση- δύο εν μέρει ιδιαίτερες έννομες τάξεις: η πολιτειακή και η εκκλησιαστική. Ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες, οι δύο αυτές δικαιο-ταξίες άλλοτε απλώς συμβίωναν, άλλοτε τέμνονταν με τρόπο ομαλό και λειτουργικό, πότε όμως αλληλοεπικαλύπτονταν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους, δείχνοντας περισσότερη ή λιγότερη ανοχή η μία για την άλλη.

Δεν έλειψε βεβαίως και η ιστορική εμπειρία διαφόρων συγκρούσεων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, που σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις απέκτησε μετωπικό χαρακτήρα. Τέτοια οδυνηρή, και για τις δύο πλευρές, διένεξη προέκυψε, για παράδειγμα, κατά την περίοδο της εικονομαχίας - μία οξύτατη πολιτικο-εκκλησιαστική κρίση, που ταλάνισε επί μακρόν την αυτοκρατορία, δοκιμάζοντας και φθείροντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τις θεσμικές και κοινωνικές αντοχές της.

Σε κάθε όμως περίπτωση, αμφότερες οι πιο πάνω δικαιοταξίες τελούσαν σε άμεση συνάρτηση τόσο με την ιστορική συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας εκάστοτε αναπτύσσονταν, όσο και με το δυναμισμό ή τη συγκε-κριμένη πολιτική όσων κατά καιρούς προσώπων ενσάρκωναν ως φορείς τους αντίστοιχους πολιτειακούς ή εκκλησιαστικούς θεσμικούς ρόλους. Μέσα λοιπόν από τη διαλεκτική και εξελικτική αυτή σχέση/διαπάλη των δύο δικαιοταξιών της Πολιτείας και της Εκκλησίας, διαμορφώθηκε βαθμιαία και σε βάθος χρόνου ό,τι κατέληξε στις μέρες μας να θεωρείται ως ‘βυζαντινό’ ή ‘βυζαντινορρωμαϊκό’ δίκαιο. Για το λόγο αυτό, στον παρόντα τόμο συνεκτι-μώνται άμεσες ή έμμεσες πηγές, κείμενα, μαρτυρίες ή διάσπαρτες συναφείς πληροφορίες, οι οποίες συνδέονται και με τους δύο κορυφαίους αυτούς θεσμούς της βυζαντινής Κρήτης ή γενικότερα του βυζαντινού κράτους.

Για παράδειγμα, και εντελώς ενδεικτικά, αξιολογούνται στην παρούσα εργασία πληροφορίες από γενικά έργα, όπως μεταξύ άλλων είναι,

? των Ιωάννη και Παναγιώτη Ζέπων, Jus Graecoromanum (ανατύπωση Scientia Aalen 1962),

? το Ιουστινιάνειο Corpus Juris Civilis,

? τα Βασιλικά της δυναστείας των Μακεδόνων

? η πολύτιμη συλλογή Acta et Diplomata Graeca Medii aevi. Sacra et Profana et edita, τόμοι I-VI, των Γερμανών ερανιστών Frank Miklosich και Joseph J- Muller (ανατύπ: Αθήνα 1996), που μας παρέχει ανεκτίμητες πληροφορίες για την οικονομία του νησιού περί τον 12ο αιώνα.

Από αμιγώς εκκλησιαστικής πλευράς, τώρα, βασικές πηγές αποτελούν κανονικά κείμενα που θεσπίστηκαν από νομοθετικά, διοικητικά ή δικαιο-δοτικά όργανα της Εκκλησίας (οικουμενικές ή τοπικές συνόδους, εκκλησια-στικούς πατέρες, πατριαρχικές συνόδους κ.λπ.). Κύρια χρηστική συλλογή, εν προκειμένω, αποτελεί το κλασικό εξάτομο έργο των Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων και των Ιερών Οικουμενικών Συνόδων και Τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος αγίων Πατέρων (Αθήναι, ?1852-1859, φωτοτυπική ανατύπ.: Αθήναι ²1992).

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εν λόγω έγκριτη συλλογή ανευρίσκονται, μεταξύ άλλων, και οι Κανονικές Αποκρίσεις του Μητροπολίτη Κρήτης Ηλία(11ος-12ος αι.), που τοποθετούνται και αυτές στην εξελικτική κοίτη της αρχαίας γνωμοδοτικής παράδοσης του ρωμαϊκού δικαίου, την οποία λάμπρυ-ναν κορυφαίοι νομομαθείς με την έκδοση responsum.[5] Οι ‘κανονικές από-κρίσεις’ ήταν γνωματεύσεις κύρους διαφόρων εκκλησιαστικών ιθυνόντων ή εγκρατών νομοκανονολόγων, επί ερωτημάτων ή αποριών που τους θέτονταν σχετικά με αμφισβητούμενα ζητήματα εκκλησιαστικού και κανονικού δικαίου. Οι κανονικές αυτές αποκρίσεις αποτελούν ιδιαίτερα σημαντική πηγή για τη διαπίστωση της ερμηνείας και εφαρμογής τόσο του κανονικού όσο και του πολιτειακού (κοσμικού) δικαίου.[6]

Ειδικότερα, οι κανονικές αποκρίσεις του Μητροπολίτη Κρήτης Ηλία περιέχονται στον Πέμπτο Τόμο της συλλογής των Ράλλη-Ποτλή (σ. 374-381), ως εξής: Ηλιού του Μητροπολίτου Κρήτης, ?ποκρίσεις πρός τινα μοναχ?ν Διονύσιον περί διαφόρων α?το? ?ρωτήσεων: (Τ? μ?ν ?σθεν?ς τ?ς ?μ?ς διανοίας κα? ?πορον, πνευματικ? ?δελφέ, ?πε?χέ μου τ?ν γλ?τταν πρ?ς τ? παρ? σο? διαπορητικ?ς προτεινόμενα…).

Συνεξετάζονται ακόμη στο έργο μας και οι πάσης φύσεως ιστορικές μαρτυρίες που προέρχονται από κρητικής προέλευσης ή κρητικής αναφοράς διαπλαστικές ή διαγνωστικές πηγές, εφόσον μάς βοηθούν να αντλήσουμε (άμεση ή έμμεση) γνώση για το δίκαιο που ίσχυσε στη μεγαλόνησο.[7] Στο δεύτερο αυτό πεδίο έρευνας προέχει η ανεύρεση των πηγών -αν και όπου αυτές υπάρχουν- του πολιτειακού ή εκκλησιαστικού γηγενούς κρητικού δικαίου κατά τη βυζαντινή περίοδο του νησιού. Πρόκειται για τους δικαι-ϊκούς εκείνους θεσμούς, οι οποίοι είτε είχαν επίσημη είτε απλώς λαϊκή προέλευση, διακρίνονταν ωστόσο από τον τοπικό τους χαρακτήρα, διότι προέρχονταν και εφαρμόζονταν στη μεγαλόνησο παράλληλα και διαλεκτικά με το επίσημο και γενικής ισχύος σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια, αυτοκρα-τορικό δίκαιο.

Στον τομέα λοιπόν αυτόν, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ακόλουθες πηγές:

? από τον Codex Cisamensis (12ος αι.) το κείμενο Βίος και Πολιτεία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Κυρ Ιωάννου του εν Κρήτη, που γεννή-θηκε στη Μακρά Σίβα της Μεσαράς Κρήτης, το έτος 970.

? από τον Codex Bodleianus Oxonii, Canonici 19, 278v - 283v, το έργο: Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Ερημίτου, του τη επω-νυμία Ξένου, στο οποίο περιέχεται και η Διαθήκη του μοναχού Ιωάννη Ξένου, ένα κείμενο με πλήθος δικαιικών όρων.

? από το έργο Acta Diplomata των Miklosich-Muller, τόμ. VI, τα κείμενα XXIV. Sine anno et mense. Testamentum addatis Theoctisti. Διαθήκη Θεοκτίστου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου, με ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 1157, καθώς και XXVII.6666 – 1157, die 23 mensis septembris, ind. VI. Testamentum addatis Theoctisti. Διαθήκη Θεο-κτίστου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου, με ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 1157.

Τέλος, πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπογραμμιστεί ότι ως στόχος του παρόντος έργου τέθηκε εξαρχής, όχι να παρουσιάσει καρπούς μίας εντελώς πρωτότυπης, σε κάθε περίπτωση, έρευνας -υπάρχουν αρκετές και πολύ πιο εξειδικευμένες μελέτες, που υπηρετούν με ζηλευτή επιστημοσύνη μία τέτοια περιορισμένη προοπτική. Σκοπός μας λοιπόν ήταν να αναζητηθούν, ανευρε-θούν και αναδειχθούν με συστηματικότερο τρόπο όσα ερευνητικά πορίσματα έχουν έρθει ήδη στο φως από τη γνωστή ημεδαπή ή ξενόγλωσση βιβλιο-γραφία, πάνω στο σαφώς οριοθετημένο από τον τίτλο και το συναφές πρό-γραμμα αντικείμενό του.

Η στοχοθεσία όμως αυτή, διόλου δεν μειώνει είτε την αξία σειράς πρωτό-τυπων πορισμάτων, τα οποία εξήχθησαν κατά την πρόοδο της εργασίας μας, είτε τη γενικότερη σημασία αυτής, ως ενός χρηστικού έργου ακαδημαϊκής υποδομής, που μπορεί να σταθεί αξιόπιστος αρωγός σε όσους ερευνητές θελήσουν στο εξής να ενσκύψουν, με τρόπο πιο εξειδικευμένο ή λεπτο-μερειακό, σε διάφορους τομείς, αξιοποιώντας το σύνολο των ιστορικών πληροφοριών, που ο παρών τόμος παρουσιάζει.

 

ΙΙ. Μεθοδολογικές Παρατηρήσεις

1. Το χωρο-χρονικό πλαίσιο ισχύος του βυζαντινού δικαίου στην Κρήτη.

Αντικείμενο ενός μακρού επιστημονικού διαλόγου μεταξύ των ιστο-ρικών, στο πλαίσιο του οποίου διατυπώθηκαν ακόμη και διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους απόψεις, αποτέλεσε -ανάμεσα στις πολλές άλλες αμφισβητήσεις, που προκάλεσε το φαινόμενο ‘Βυζάντιο’- και το ζήτημα σχετικά με το εύρος των χρονικών του ορίων. Και εύλογα, αφού από την απάντηση στο επίμαχο ερώτημα οριοθετείται αναλόγως και το χρονικό πεδίο έρευνας της ιστορίας του βυζαντινού δικαίου.

Ωστόσο, η όποια σχετική απόκριση, μάλλον συμβατική έχει αξία, καθώς γίνεται κοινά πλέον αποδεκτό ότι το δίκαιο, μη έχοντας χαρακτήρα στατικό αλλά δυναμικό και διαλεκτικό, με περιεχόμενο διαρκώς εξελισσόμενο, δεν μπορεί να κατατμηθεί σε αυστηρά χωριστές χρονικές φάσεις - δεν υπάρχουν δηλαδή χρονικά στεγανά στο δίκαιο. Και τούτο, διότι κάθε νέα δικαιική ρύθμιση προϋποθέτει, κατανοείται αλλά και εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ολόκληρου προϋπάρχοντος νομικού συστήματος, σε μία λιγότερο ή περισσό-τερο συμπαγή έννομη τάξη, ο βίος της οποίας δεν αναδύεται ξαφνικά στο ιστορικό προσκήνιο, αλλά έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο μίας μακραίωνης και εξελικτικής θεσμικής διεργασίας. Κάθε τέτοιο δικαιικό σύστημα επιβι-ώνει επί μακρόν στον ιστορικό χρόνο, χωρίς να είναι δυνατή η αιφνιδιαστική ή πλήρης αντικατάστασή του, από ένα εντελώς διαφορετικό.

Για παράδειγμα, το ρωμαϊκό δίκαιο προϋποθέτει αρχαιότερά του νομικά συστήματα -μεταξύ αυτών και το αρχαιοελληνικό- με παρεμφερείς δικαι-ικούς θεσμούς. Ακολούθως το ρωμαϊκό δίκαιο, αφού δέχθηκε τη σφραγίδα της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, εξελίχθηκε στη συνέχεια σε βυζαντινο-ρωμαϊκό, επιβιώνοντας τελικά μέχρι τις μέρες ώστε να αποτελέσει το θεσμικό υπόβαθρο των σύγχρονων εννόμων τάξεων των χωρών της ηπειρω-τικής Ευρώπης. Διακοπή στην ιστορική αυτή συνέχεια, ως προς τον ελλη-νικό τουλάχιστον χώρο, στάθηκε το οθωμανικό-μουσουλμανικό δίκαιο, οι νομικοί θεσμοί του οποίου είχαν περιεχόμενο πολύ διαφορετικό από εκείνους του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου.

Πάντως, η διαμάχη περί του ζητήματος των χρονικών ορίων του βυζαντινού δικαίου δεν εμφανίζει στις μέρες μας την ίδια ένταση που είχε παλαιότερα, καθώς έχει πλέον επικρατήσει η γνώμη σύμφωνα με την οποία κάθε συναφής μελέτη οφείλει -για λόγους συστηματικότητας αλλά και πληρότητας του αντικειμένου της- να καλύψει τη σχετική νομοθετική παρα-γωγή ανάμεσα στις καθοριστικής σημασίας διαρθρωτικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και την κατάλυση του βυζαντινού κρά-τους.[8]

Για το λόγο αυτό, η παρούσα εργασία αρχίζει εξετάζοντας, μεν, το δίκαιο της Κρήτης κατά την ύστερη ρωμαϊκή/ελληνιστική περίοδο, θέτει όμως ακολούθως -με κάθε επιφύλαξη, για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν- ως συμβατικό όριο χρονικής έναρξης της βυζαντινής περιόδου του νησιού το έτος 330 μ.Χ., όταν τελέσθηκαν τα μεγαλοπρεπή εγκαίνια της Κωνσταντι-νούπολης.

Ως προς το ίδιο όμως ζήτημα, η βυζαντινή περίοδος της Κρήτης παρου-σιάζει ορισμένες καίριες διαφοροποιήσεις, σε σχέση με το υπόλοιπο βυζαντινό κράτος.

Κατ’ αρχάς, η κατάκτηση του νησιού από τους Άραβες περί τα έτη 824/826, είχε ως συνέπεια τη βίαιη διακοπή της ισχύος του βυζαντινού δικαίου επ’ αυτής, μέχρι το έτος 961, όταν ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, μετά από αποτυχημένες απόπειρες παλαιότερων βυζαντινών στρατηγών, ανακατέλαβε τη μεγαλόνησο, επανεισάγοντας το επίσημο βυζαντινό δίκαιο. Η ενδιάμεση αυτή περίοδος, η λεγόμενη ‘Αραβοκρατία της Κρήτης’ (824/6 – 961), ώθησε εύλογα τους ιστορικούς στη διαίρεση της συνολικής βυζαντινής περιόδου του νησιού σε δύο φάσεις. Έτσι, αν η πρώτη βυζαντινή περίοδος της Κρητικής ιστορίας αρχίζει το έτος 330 και λήγει περί το 824/6, η δεύτερη ξεκινά το 961, με την ανακατάληψη του νησιού από τους Άραβες, λήγει όμως αναπόφευκτα το έτος 1204, όταν το νησί περιήλθε στην κατοχή των Ενετών. Για λόγους πληρότητας όσων σημειώνονται, ας προστεθεί εδώ ότι η Ενετοκρατία της Κρήτης διάρκεσε μέχρι το 1669, όταν το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους.

 

2. Δικαιικές Πηγές

2.1. Γενικές και γηγενείς πηγές. Η μετεξέλιξη της ρωμαϊκής αυτοκρα-τορίας (imperium romanum) σε χριστιανική (imperium christianum) και η διάκριση των πηγών σε πολιτειακές και εκκλησιαστικές.

Όπως ήδη σημειώθηκε, οι σωζόμενες ιστορικές πηγές περί της βυζαντινής Κρήτης -δηλαδή περί της περιόδου που περικλείεται στα αμέσως πιο πάνω χρονικά όρια- δυστυχώς δεν επαρκούν για τη διαμόρφωση μίας κατά το δυνατό ολοκληρωμένης εικόνας. Η έλλειψη αυτή επηρεάζει ασφα-λώς και τη δυνατότητα αποκόμισης ουσιαστικών γνώσεων και εξαγωγής συμπερασμάτων για την οργάνωση, από πλευράς δικαιικών θεσμών, της βυζαντινής Κρήτης. Και τούτο διότι, ναι μεν είναι αναντίρρητο ότι κατά την περίοδο αυτή ίσχυσαν και στην Κρήτη οι γενικότερες διατάξεις, που θεσπίστηκαν από τα αρμόδια κεντρικά νομοθετικά όργανα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και οι οποίες είχαν καθολική ισχύ σε όλη την επικράτειά της, πλην όμως η προσεκτική μελέτη της ιστορίας του δικαίου συχνά απο-καλύπτει μία ορισμένου βαθμού διάσταση μεταξύ, αφενός μεν του επισήμως θεσπισμένου και προερχόμενου από την κεντρική εξουσία δικαίου, αφετέρου δε αυτού που πράγματι εφαρμόστηκε σε ορισμένη τοπική περιφέρεια, την ίδια χρονική περίοδο.

Με την είσοδο της Κρήτης στη ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας της (67 π.Χ. - 330 μ.Χ.) και τη συνακόλουθη εφαρμογή σε αυτήν του δικαίου των Ρωμαίων κατακτητών, παύει πλέον η ισχύς αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘αρχαίο κρητικό δίκαιο’, και που χαρακτηρίζεται από την εντοπιότητα της παραγωγής του, τον αυτόχθονα χαρακτήρα του και την τοπική του ισχύ. Στο εξής, με την ένταξη του νησιού σε μία ευρύτερη ενιαία πολιτειακή ενότητα, ό,τι πλέον θα έχει τον χαρακτήρα του γηγενούς Κρητι-κού δικαίου θα είναι δικαιϊκοί θεσμοί λαϊκής προέλευσης, ένα είδος λαϊκού δικαίου με στενά τοπική εμβέλεια, το οποίο αναπόφευκτα εφάρμοζαν οι Κρήτες ορισμένων περιοχών της μεγαλονήσου, παράλληλα με το επίσημο κρατικής προελεύσεως δίκαιο.

Με βάση λοιπόν το κριτήριο αυτό, το επίσημο κρατικό δίκαιο θα είναι κατά τους επόμενους αιώνες διαδοχικά ρωμαϊκό, βυζαντινό, αραβικό, ενετικό, τουρκικό και, τέλος νεοελληνικό, ανάλογα με την κρατική οντότητα στην οποία θα ανήκει η Κρήτη, και η οποία θα είναι πλέον η αρμόδια για τη θέσπιση του επίσημου δικαίου.

Πιο συγκεκριμένα, παράγοντες τοπικής σημασίας -όπως είναι οι πάσης φύσεως ιδιαίτερες ιστορικές ή άλλες συνθήκες, τα λαϊκά τοπικά έθιμα ή οι διάφορες κοινωνικές, εμπορικές, οικονομικές ή συναλλακτικές συνήθειες- είναι βέβαιο ότι επέβαλαν και στην Κρήτη (όπως και παντού αλλού) την εφαρμογή ειδικών δικαιικών θεσμών, με αυτόχθονα χαρακτήρα. Οι τελευ-ταίοι τελούσαν σε μεγαλύτερη ή μικρότερη απόκλιση από το επίσημο αυτοκρατορικό δίκαιο, αν δεν οδηγούσαν σε ολοκληρωτικό του αποκλεισμό, σε ορισμένες τουλάχιστον βιοτικές, κοινωνικές ή οικονομικές σχέσεις. Μόνον μέσα από τη συγκριτική μελέτη εφαρμογής μεταξύ του επίσημου και του γηγενούς (αυτόχθονος) δικαίου είναι δυνατή η αρτιότερη ερμηνευτική προσέγγιση των κρητικών δικαιικών θεσμών, ερευνητικό κριτήριο που θα έχουμε πάντοτε υπόψη στις επόμενες σελίδες της παρούσας μελέτης.

Η παύση των διωγμών κατά της χριστιανικής θρησκείας και η αναγνώ-ριση της ανεξιθρησκίας (Μεδιόλανα/Μιλάνο, 313),[9] σηματοδότησαν την απαρχή μίας ολοένα και πιο προνομιακής μεταχειρίσεως της Εκκλησίας. Το αποκεντρωμένο και ιδιαίτερα εκτεταμένο δίκτυο των πολυάριθμων χριστια-νικών κοινοτήτων, ενοριών ή μονών συγκρότησε συν τω χρόνω έναν ισχυρότατο πόλο εξουσίας, με βαθειά πολιτική, οικονομική και πολιτιστική επιρροή μέσα στους αρμούς του βυζαντινού κράτους.

Σημείο αντιλεγόμενο για τους ιστορικούς της βυζαντινής περιόδου αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, η ειλικρίνεια των προθέσεων και θρησκευ-τικών πεποιθήσεων των βυζαντινών αυτοκρατόρων -αρχής γενομένης από τον Μ. Κωνσταντίνο- ως κίνητρο της εύνοιάς τους απέναντι στο χριστια-νισμό.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την όποια θεώρηση, γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι στο σύνολό τους οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, πλην ελαχίστων (ρομαντικών μάλλον εξαιρέσεων…)[10] ακολουθώντας τις υπαγορεύσεις της συγκεντρωτικής βυζαντινής κρατικής πολιτικής, ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν κατ’ αρχήν υπό πολιτικό πρίσμα την χριστιανική πίστη. Με την έννοια αυτή, ο χριστιανισμός αποτελούσε έναν από τους βασικότερους παράγοντες συνοχής της αυτοκρατορίας. Η φυλετική ανομοιογένεια του πληθυσμού της τελευταίας, ουδέποτε έπαψε να συνιστά μία διαρκή απειλή για την όχι και τόσο αρραγή της ενότητα.

Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον διατηρήσεως συμπαγούς της αχανούς βυζαντινής αυτοκρατορίας, με την αποφυγή θρησκευτικών ερίδων, επέτασσε την κρατική εύνοια προς εκείνη τη θρησκευτική πίστη, που εκπροσωπούσε η συμπαγέστερη πλειονότητα των πολιτών.

Ωστόσο, οι θρησκευτικές διαμάχες - που όταν φορτίζονται με την οξύτητα του φανατισμού, μπορούν να ευνοήσουν διασπαστικές ή αποσχι-στικές τάσεις, εμφανίζονται συχνότερα και με πολύ μεγαλύτερη ένταση, όχι τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές θρησκείες, όσο μεταξύ οπαδών διαφορετικών ερμηνευτικών κατευθύνσεων μέσα στους κόλπους του ίδιου θρησκεύματος. Η τελευταία διαπίστωση εξηγεί τη συχνή ανάμιξη των ίδιων των αυτο-κρατόρων ακόμη και στις δογματικές (χριστολογικές, εκκλησιολογικές ή άλλες) έριδες, οι οποίες επί αιώνες ταλάνισαν τη βυζαντινή χριστιανική οικουμένη.[11]

Το ενδιαφέρον τους, συνεπώς, εκκινούσε πρώτα από τη θεσμική τους ιδιότητα, που υπαγόρευε τη στήριξη εκείνου του θρησκευτικού δόγματος το οποίο δεν θα έβαζε σε κίνδυνο τη συνοχή της αυτοκρατορίας, ή πάντως θα προκαλούσε το μικρότερο δυνατό κίνδυνο. Κατά τα άλλα, δεν πρέπει να αποκλεισθεί και η ομόθυμη εσωτερική τοποθέτηση σειράς αυτοκρατόρων ως ειλικρινών πιστών υπέρ της μίας ή άλλης κατεύθυνσης.[12] 

Οι ίδιοι λόγοι οδηγούσαν και στην αυξημένη κρατική μέριμνα για τη διοικητική και οργανωτική αρτιότητα του εκκλησιαστικού οργανισμού, όπως τούτο έγινε κατάδηλο στο πεδίο της νομοθετικής πολιτικής, με τη θέσπιση πολυάριθμων αυτοκρατορικών διατάξεων. Με την ευθεία αυτή νομοθετική συμπαράσταση του βυζαντινού κράτους, η πρώην διωκόμενη χριστιανική εκκλησία ισχυροποιήθηκε σε βαθμό τέτοιο ώστε, προϊόντος του χρόνου, αυτή να καταστεί θεσμός κρατικός, μία πράγματι κρατική εκκλησία, με οτι-δήποτε αυτό σήμαινε αναφορικά με την ισχυρή της επιρροή στα δημόσια πράγματα, αλλά και συνεπαγόταν στο ευαίσθητο εκείνο πεδίο όπου κρινόταν η ιδεολογική της καθαρότητα και η δογματική της συνέπεια.[13]

Με άλλη διατύπωση, η μετεξέλιξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (imperium romanum) σε χριστιανική αυτοκρατορία (imperium christianum), επέτρεψε την άμεση ή έμμεση αυτοκρατορική επέμβαση στα ενδοεκκλησια-στικά ζητήματα. Κατά μία εκδοχή, η ανάμιξη αυτή συναντούσε ως όριό της τα ζητήματα δογματικής διδασκαλίας, στα οποία δεν επιτρεπόταν αυτο-κρατορική ανάμιξη. Η θέση όμως αυτή παραβλέπει ότι η κρατική στήριξη τούτης ή εκείνης της δογματικής εκδοχής, σε αντίθεση με μια άλλη, με κριτήριο μάλιστα όχι θεολογικό αλλά την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή της πρώτης, συνιστούσε έμμεση αλλά σαφή ανάμιξη υπέρ της κατισχύσεως, με το επίσημο μάλιστα κρατικό ένδυμα, ορισμένης δογματικής διδασκαλίας.

Η προϊούσα ενδυνάμωση της θεσμικής θέσεως του εκκλησιαστικού οργανισμού στο βυζαντινό κράτος, οδήγησε σε διαφορετικό επίπεδο τη δια-μόρφωση των σχέσεων μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας. Έντονες υπήρξαν οι αμφισβητήσεις μεταξύ των ιστορικών ως προς το ακριβέστερο περιεχόμενο των σχέσεων αυτών, με μία ευρεία ποικιλία ερμηνευτικών εκδοχών, συχνά μάλιστα διαμετρικά αντίθετων μεταξύ τους.

Κατά μία εκδοχή, πολιτεία και εκκλησία, ως οι δύο κύριοι και πιο ισχυροί πόλοι εξουσίας, βρίσκονταν σε ένα διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, με απώτερο σκοπό την τελική επικράτηση του ενός πάνω στον άλλο. Σύμφωνα, όμως, με διαφορετικό πρίσμα ιστορικής ερμηνείας, οι δύο θεσμοί δεν ήταν παρά μορφές της μίας και αδιαίρετης έννοιας της χριστιανοσύνης, όψεις που στην πολιτική και θεολογική σκέψη των βυζαντινών τελούσαν σε αμοιβαία συνάρτηση.

Μια τρίτη θεώρηση -η πλέον, νομίζω, πειστική- κρίνει ότι δεν είναι δυνατή μία συνολική συμπερασματική κρίση, αλλά μόνον η προσεκτικότερη συνεξέταση της πολιτικής επιρροής των δύο θεσμών, στο πλαίσιο δεδομένων χρονικών περιόδων. Και τούτο, λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του κύρους ή του ειδικού βάρους των πολιτικών ή εκκλησιαστικών ταγών, που εκάστοτε εκπροσωπούσαν ένσαρκα τους δύο θεσμικούς πόλους, υποστασιοποιώντας τη συμμετοχή τους στα κοινά με συγκεκριμένες αποφάσεις και πράξεις.

Από την άλλη όμως πλευρά, η ολοένα αυξανόμενη και θεμελιώδης ιδεο-λογική, πολιτειακή και πολιτιστική επιρροή της χριστιανικής θρησκείας, κατέστησε την εκκλησία έναν παράγοντα διαμορφώσεως του βυζαντινού (ουσιαστικού και δικονομικού) δικαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με την επίσημη ιδεολογική θέση της βυζαντινής πολιτείας περί της σχέσεως Θεού και αυτοκράτορα, πηγή του δικαίου είναι ο πρώτος, με επί γης εκφραστή του τον εκάστοτε αυτοκράτορα, ο οποίος έτσι καθίσταται και συν-δημιουργός του δικαίου.

Για τους πιο πάνω λόγους, αποτελεί κοινή επιστημονικό μέθοδο, ακολου-θούμενη από το σύνολο σχεδόν των ερευνητών του βυζαντινού δικαίου, η διαίρεση των πηγών του σε πολιτειακέςκοσμικές), αφενός, και εκκλησια-στικές, αφετέρου, ανάλογα με την προέλευση, το περιεχόμενο και την σκοπούμενη ρύθμισή τους.

Από τη μεθοδολογική αυτή παράδοση δεν προτίθεται να αποστεί η παρούσα μελέτη, γνωρίζοντας ότι, σε διαφορετική περίπτωση, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος συγχύσεως των δύο αυτών κατηγοριών πηγών και η συναγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων ως προς τη θεσμική λειτουργία της Πολιτείας και της Εκκλησίας στο βυζαντινό κράτος.

Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν, οι πηγές του δικαίου που εφαρμόσθηκε στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής της περιόδου, μπορούν να ενταχθούν στις εξής τρεις γενικές κατηγορίες, με συστηματικά κριτήρια την προέλευση, το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής τους:

? Πολιτειακές δικαιϊκές πηγές.

? Εκκλησιαστικές δικαιϊκές πηγές.

? Εθιμικές - γηγενείς δικαιϊκές πηγές.

Παρά την ορισμένου βαθμού σχηματικότητα που ενέχει η διάκριση αυτή, συνεπάγεται ωστόσο από την άλλη δύο σημαντικά επιστημονικά πλεονεκτή-ματα: αφενός μεν, επιτρέπει τη μεθοδική - συστηματική ένταξη και μελέτη του συνόλου των πηγών, αφετέρου όμως αποτρέπει, για τον ίδιο λόγο, την πρόκληση συγχύσεως κατά την εξέτασή τους ή την συναποκόμιση εσφαλ-μένων συμπερασμάτων. 

Υπογραμμίζεται όμως ότι η πιο πάνω κατηγοριοποίηση εξυπηρετεί αυστηρά επιστημονικούς σκοπούς, αφού τα όρια ισχύος και αλληλεπίδρασης των διαφόρων πηγών του δικαίου υπήρξαν, κατά τη βυζαντινή τουλάχιστον περίοδο, πολύ ρευστά. Χαρακτηριστικό προς τούτο παράδειγμα αποτελού-σαν οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας, η ισχύς των οποίων δεν περιοριζόταν, όπως σήμερα, στο στενό ενδοεκκλησιαστικό χώρο, αλλά, λόγω του θεοκρα-τικού χαρακτήρα του βυζαντινού κράτους, επεκτεινόταν στο σύνολο του κοινωνικού χώρου και των δικαιικών θεσμών. Για παράδειγμα, η κανονική ρύθμιση του μοναχισμού επηρέασε σε σημαντικό βαθμό θεσμούς τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού δικαίου (βλ. ‘Διαθήκη’ του Ιωάννου του Ξένου ή Ερημίτου, κείμενο με πλήθος δικαιικών στοιχείων, που αντικα-τοπτρίζει περαιτέρω εμπράγματες, ενοχικές και κληρονομικές σχέσεις με ad hoc εφαρμογή στην Κρήτη).

Μία επίσης κοινά αποδεκτή υποδιαίρεση των πηγών του βυζαντινού δικαίου είναι αυτή σε νομοθετικές και διαγνωστικές, εκ των οποίων οι τελευ-ταίες περιλαμβάνουν τις κάθε είδους χρήσιμες πληροφορίες, ανεξαρτήτως του εάν περιέχονται σε αμιγώς νομικά ή άλλης μορφής κείμενα. Και τούτο διότι γνώση για τη λειτουργία των νομικών θεσμών μίας ορισμένης περιόδου μπορούμε να αντλήσουμε και από έμμεσες ιστορικές πηγές, που δεν εντάσ-σονται οπωσδήποτε στις επίσημα νομικές.

Υπό την έννοια αυτή, πηγές του δικαίου μπορούν να αποτελέσουν και τα κάθε είδους ιστορικά ή φιλολογικά έργα, όπως είναι οι επιστολές και τα προϊόντα της ομιλητικής φιλολογίας, τα αγιολογικά κείμενα, οι επιγραφές, τα νομίσματα, οι σφραγίδες κ.λπ. Για τη συστηματική μελέτη πολλών από τις πηγές αυτές έχουν αναπτυχθεί ιδιαίτεροι κλάδοι, βοηθητικοί σε σχέση με την ιστορία του δικαίου, όπως είναι η παλαιογραφία, η κωδικολογία, η διπλωματική, η επιγραφική, η νομισματολογία, η σφραγιδολογία κ.λπ.

Εξόχως σημαντική είναι η θέση που κατέχουν μεταξύ των άμεσων πηγών τα έγγραφα, χωρίς να ενδιαφέρει οπωσδήποτε το χρησιμοποιούμενο υλικό. ‘Έγγραφα’ λοιπόν θεωρούνται ακόμη και τα μέταλλα, οι πέτρες, το ξύλο ή ο πηλός. Συνήθεις έγγραφες πηγές είναι οι πάπυροι, που χρησιμοποιούνται μέχρι και τον 9ο αιώνα, οι περγαμηνές (με υλικό επεξεργασμένα δέρματα ζώων) και, από το 10ο αιώνα και μετά, το χαρτί.       

 Είναι λοιπόν η βυζαντινή περίοδος του κρητικού δικαίου μία μακρό-χρονη διαδικασία, στην εξελικτική πορεία της οποίας το ρωμαϊκό δίκαιο παραχωρεί τη θέση του στην Ιουστινιάνεια νομοθεσία, η τελευταία στη νομοθεσία των Ισαύρων, μετά των Μακεδόνων αυτοκρατόρων κ.ο.κ. Κατά την ίδια όμως εξέλιξη, το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο παρουσιάζει συνεχείς διακυμάνσεις, που οφείλονται άμεσα τόσο στη φεουδαρχική δομή και διαστρωμάτωση της βυζαντινής κοινωνίας, όσο και την ιδεολογική επικρά-τηση του χριστιανισμού στο σύνολο των στρωμάτων του βυζαντινού πληθυ-σμού. Τη διαδικασία λοιπόν αυτή θα παρακολουθήσουμε όσο το δυνατό πιο ανάγλυφα στα επόμενα κεφάλαια της μελέτης, μέσα από τις παρατιθέμενες και σχολιαζόμενες δικαιικές ή άλλες συναφείς πηγές.

2.2. Έννοια, αξιολόγηση και ειδικότερη διάκριση των πηγών.

Στην υπό ευρεία έννοια ‘ιστορική πηγή’ εντάσσεται κάθε υλικό μέσο, από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε, με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, γνώσεις και πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό παρελθόν.[14]

Οι πηγές ως εκ τούτου διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Στις πρώτες ανήκουν:

? είτε αυτούσια κατάλοιπα του παρελθόντος (μνημεία, νομίσματα, επι-γραφές, ανασκαφικά ευρήματα)

? είτε γραπτά κείμενα, που συντάχθηκαν προκειμένου να υπηρετήσουν συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς. Εδώ εντάσσεται η αυτοκρατορική νομοθεσία, τα πρακτικά των οικουμενικών και τοπικών (εκκλησιαστικών) συνόδων, επίσημα ή ιδιωτικά έγγραφα, στρατιωτικά εγχειρίδια, επιστολές κ.λπ.

Ως έμμεσες πηγές θεωρούνται όσες παρέχουν ειδήσεις για τις διάφορες ιστορικές περιόδους:

? είτε διότι συντάχθηκαν με το σκοπό αυτό, όπως είναι τα ποικίλα ιστοριογραφικά έργα, οι χρονογραφίες, οι εκκλησιαστικές ιστορίες, τα συναξάρια (βίοι αγίων),

? είτε ως πνευματικά προϊόντα μίας εποχής, όπως είναι τα γεωγραφικά ή λογοτεχνικά έργα (έπος, μυθιστόρημα, διάφορα δημώδη κείμενα, ρητορικοί λόγοι).

Η αξιοπιστία των μαρτυριών που παρέχει κάθε άμεση ή έμμεση ιστορική πηγή προσδιορίζει, όπως είναι αυτονόητο, και το μέτρο της ουσιαστικής της συμβολής στη γνώση του παρελθόντος. Για παράδειγμα, τα κίνητρα και οι προθέσεις του συγγραφέα ενός χρονικού, η χρονική απόσταση από το εξιστορούμενο συμβάν, το (επισημότερο ή δημωδέστερο) είδος της πηγής, πρέπει να αξιολογούνται με ιδιαίτερη προσοχή.

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, στις επισημότερες πηγές καταλέ-γονται:

? η αυτοκρατορική νομοθεσία,

? οι αποφάσεις και τα πρακτικά των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, καθώς και της ενδημούσας στην Κωνσταντινούπολη πατριαρχικής συνόδου,

? τα έγγραφα της αυτοκρατορικής γραμματείας και των εν γένει κρα-τικών υπηρεσιών,

? τα έγγραφα των εκκλησιαστικών αρχών (πατριαρχείων, μητροπόλεων, επισκοπών, μονών[15]),

? χρυσόβουλλα, αργυρόβουλλα ή μολυβδόβουλλα,

? νομίσματα κ.λπ.

Ως επίσημα και ιδιαίτερης αξίας θεωρούνται όσα έγγραφα σώζονται σε μορφή παπύρου,[16] έχοντας εκδοθεί κυρίως από κρατικές ή εκκλησιαστικές αρχές. Οι πάπυροι απαντούν κυρίως κατά την περίοδο των αιώνων 4ου – 7ου, ενώ στη συνέχεια μειώνονται ραγδαία. Με τη μελέτη των διασωθέντων δεκάδων χιλιάδων παπύρων ασχολείται η επιστήμη της παπυρολογίας, ενώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι αναλόγως προς το περιεχόμενό τους, τα παπυρικά έγγραφα εντάσσονται σε ξεχωριστούς τομείς επιστημονικού ενδια-φέροντος. Μεταξύ αυτών, εξέχουσα θέση κατέχει η νομική παπυρολογία.

Ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την αξιοπιστία των εγγράφων αποτελεί η γνησιότητα και η χρονολόγησή τους. Η επιστήμη της διπλωματικής[17] ασχολείται με τη διακρίβωση των ανωτέρω προαπαιτούμενων της μελέτης των εγγράφων, διαμορφώνοντας κριτήρια για τη διαπίστωση της γνησιό-τητας και τον κατά προσέγγιση χρονολογικό προσδιορισμό όσων εγγράφων δεν φέρουν ακριβή χρονολογική ένδειξη. 

Ως ‘έγγραφο’ νοείται κάθε γραπτό κείμενο ορισμένου τύπου, εφόσον αυτό είτε παρέχει ιστορικές μαρτυρίες είτε επάγεται νομικές ή άλλες συνέπειες. Η ύλη επί του οποίου ενσωματώνεται η έγγραφη μαρτυρία είναι κατά κανόνα αδιάφορη. Έτσι, ως έγγραφες πηγές μπορούν να θεωρηθούν κείμενα αναγεγραμμένα σε χαρτί, περγαμηνή ή πάπυρο καθώς και σε πέτρα, μάρμαρο, ξύλο (επιγραφές). Οι μαρτυρίες των εγγράφων για ένα πλήθος πτυχών του δημόσιου ή ιδιωτικού βίου αναδεικνύουν αυτά σε σημαντικό-τατες ιστορικές πηγές.

Πληθώρα σημαντικών βυζαντινών εγγράφων έχει διασωθεί στα αρχεία πολλών μονών. Πολλά από αυτά, που είναι καταχωρημένα σε μοναστη-ριακούς ή πατριαρχικούς κώδικες, μπορούν να διακριθούν:

(α) Σε όσα προέρχονται από την αυτοκρατορική γραμματεία ή άλλες κρατικές υπηρεσίες, παρέχοντας κυρίως φορολογικά ή άλλα προνόμια σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, κρατικούς λειτουργούς ή αυλικούς αξιωμα-τούχους. Στα σπουδαιότερα μεταξύ αυτών καταλέγονται τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα με ιδιόχειρη τη βασιλική υπογραφή. Τα έγγραφα που προ-έρχονται από την αυτοκρατορική γραμματεία και τις λοιπές κρατικές υπηρεσίες μας παρέχουν αξιόλογες διαβαθμισμένες πληροφορίες για τη διάρθρωση της βυζαντινής κρατικής μηχανής, την οργάνωση και τον τρόπο λειτουργίας των οικονομικών και φορολογικών υπηρεσιών, την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων κ.λπ.

Λόγω του επίσημου χαρακτήρα τους, τα αυτοκρατορικά ή εν γένει κρα-τικά έγγραφα των διάφορων υπηρεσιών, συνιστούν πηγή υψηλής αξιοπιστίας ως προς τη διοίκηση, οργάνωση και λειτουργία της βυζαντινής έννομης τά-ξης, τόσο στην εσωτερική γραφειοκρατική λειτουργία των υπηρεσιών όσο και ως προς τις σχέσεις τους με τους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό πληροφο-ρούμαστε για την τήρηση της δημόσιας τάξης, τη δημοσιονομική, οικονο-μική και κοινωνική πολιτική του κράτους καθώς και το ποινικό και αστικό δίκαιο που ρύθμιζε τις περιουσιακές, οικογενειακές και εμπορικές έννομες σχέσεις. Μεγάλο μέρος κρατικής προέλευσης εγγράφων αναφέρεται σε μοναστηριακές υποθέσεις, γεγονός που αναδεικνύει την ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ βυζαντινού κράτους και ορθόδοξης εκκλησίας.[18]

(β) Σε έγγραφα προερχόμενα από τις διάφορες εκκλησιαστικές διοι-κητικές υπηρεσίες και γραμματείες, οι οποίες ανήκαν στα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Ιεροσολύμων, Αντιοχείας ή Αλεξανδρείας, τις αυτο-κέφαλες εκκλησίες, τις κατά τόπους ορθόδοξες μητροπόλεις, επισκοπές ή μονές.

(γ) Τα ποικίλα μοναστηριακά τυπικά, στα οποία θα αναφερθούμε εκτενέ-στερα στο οικείο μέρος.

(δ) Ποικίλα ιδιωτικά δικαιοπρακτικά έγγραφα, όπως διαθήκες, συμβόλαια εκποιήσεως κινητών ή ακινήτων, μισθωτήρια έγγραφα, από τα οποία αρυό-μαστε πληροφορίες για υποθέσεις οικονομικής, νομικής ή φορολογικής φύσεως, διαμορφώνοντας αντίληψη για τις επικρατούσες σε μία συγκεκρι-μένη χρονική περίοδο κοινωνικές, εθνολογικές, δημογραφικές ή όποιες άλλες περιστάσεις.

 


 

 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ

 

Η ΚΡΗΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ

ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

 

Ιστορική Εισαγωγή και Δικαιικές Πηγές.

I. Οι ενδο-Κρητικοί πόλεμοι και η υποταγή του νησιού στους Ρωμαίους.

Οι εμφύλιοι σπαραγμοί μεταξύ των πόλεων της Κρήτης κατά την ελληνιστική περίοδο (301 - 67 π.Χ.),[19] επέφεραν ως αναπόφευκτο αποτέλε-σμα τη βαθιά κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική παρακμή του νησιού. Τα πολιτεύματα των κρητικών πόλεων από ολιγαρχικά μετατράπηκαν σε δημοκρατικά, ωστόσο την ίδια περίοδο η Κρήτη κατέστη κέντρο παρουσίας και δραστηριοποίησης μισθοφόρων[20] και πειρατών.[21]

Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., πριν δηλαδή την πλήρη ανάπτυξη του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού, οι κρητικές πόλεις εμφανίζονται, μετά από αιώνες ακατάπαυστων εχθροπραξιών μεταξύ τους, ενωμένες για την αντιμετώπιση του κοινού ρωμαϊκού κινδύνου, που τις απειλούσε. Η άμυνά τους ωστόσο αντιστέκεται στις ρωμαϊκές λεγεώνες μέχρι το 67 π.Χ., έτος κατά το οποίο ολοκληρώνεται η εκπόρθηση της Κνωσού.

Η ιδιαιτέρως αιματηρή υποταγή της Κρήτης στους Ρωμαίους, που τελικώς κατορθώθηκε από τον ύπατο Κόϊντο Καικίλιο Μέτελλο,[22] σήμανε την έναρξη της ρωμαϊκής περιόδου του νησιού. Ως συμβατικό χρονικό σημείο λήξεως της περιόδου αυτής μπορούμε να θεωρήσουμε στο έτος 330 μ.χ., με την πραγματοποίηση των λαμπρών εγκαινίων της Κωνσταντινού-πολης.

 

II. Το ρωμαϊκό imperium και οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού.

Η Κρήτη ρωμαϊκή επαρχία.

Α΄. Το ρωμαϊκό κράτος κατά τον 2ο και 3ο αιώνα, εκτεινόμενο από το βορειότερο άκρο του στη Βρετανία μέχρι τον ποταμό Ευφράτη, και από την Παννονία του Δούναβη μέχρι τη Συρία και την Αίγυπτο, χαρακτηρίζεται από ενιαία κρατική οργάνωση, χάρη στις γενναίες διοικητικές και οργανωτικές μεταρρυθμίσεις που επέφερε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός στο πολίτευμα, τη διοίκηση, τη στρατιωτική οργάνωση ή την οικονομία, και οι οποίες εφαρ-μόσθηκαν με τρόπο ομοιόμορφο στην αχανή ρωμαϊκή επικράτεια. Υπογραμ-μίζεται λοιπόν ότι η ρωμαϊκή προέλευση της κρατικής οργανώσεως αποτελεί το πρώτο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του αναδυόμενου βυζαντινού κρά-τους,[23] ως σημαντικό δείγμα της θεσμικής συνέχειας μεταξύ ρωμαϊκής και βυζαντινής πολιτειακής οντότητας.

Κατά τον 1ο αιώνα, ειδικότερα, παρατηρείται συγκέντρωση στα χέρια του ρωμαίου Αυγούστου του συνόλου των πολιτειακών εξουσιών (imperium), παρά το γεγονός ότι οι παλαιότεροι δημοκρατικοί θεσμοί καθώς και τα σχετικά με την εφαρμογή τους ρωμαϊκά κρατικά όργανα (όπως λ.χ. η Σύγκλητος), συνέχιζαν τυπικά να υπάρχουν. Ο αυτοκράτορας (Imperator), με σύμβολα της εξουσίας το δάφνινο στεφάνι και την πορφυρή χλαμύδα, καθίσταται βαθμιαία ο ανώτατος και απόλυτος ηγέτης μίας γιγαντιαίας διοι-κητικής, στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής μηχανής, φέροντας τους τίτλους του ‘Καίσαρα’ και του ‘Αυγούστου’.

Από την αχανή αυτή έκταση, αμιγώς ελληνικό χαρακτήρα είχαν το νότιο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου καθώς και τα ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στις περιοχές αυτές κυριαρχούσε μία κοινή μορφή της ελληνικής, που κατέστη γλωσσικό όργανο εκατομμυρίων ανθρώπων με διαφορετική φυλετική προέλευση, κοινωνική θέση, θρησκευ-τικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις. Έτσι, το ελληνιστικό πολιτιστικό υπόβαθρο και η ελληνική παιδεία, με την ευρύτερη έννοια, απέβησαν ουσιώδη χαρακτηριστικά της ανατολικής βυζαντινής αυτοκρατορίας.[24] Στη Δύση ομιλούνταν κυρίως η λατινική γλώσσα, ενώ σε διάφορες περιοχές επικρα-τούσαν η συριακή, αιγυπτιακή, αρμενική, κελτική κ.λπ.

Σημαντικός παράγοντας για την ουσιαστικότερη κατανόηση της ρωμα-ϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί η εθνολογική ή δημογραφική της σύνθεση, που περιελάμβανε κυρίως Ρωμαίους και Έλληνες, καθώς και λαούς σημιτι-κής ή ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, Γαλάτες, Φρύγες, Κέλτες, Σύρους, Αιγύ-πτιους κ.λπ. Υπογραμμίζεται ότι η συνοχή του τεράστιου και ποικίλου αυτού δημογραφικού υλικού στηριζόταν σε πολιτική απόφαση, και σε καμία βεβαίως περίπτωση σε κοινή εθνική συνείδηση, όπως συμβαίνει συνήθως σήμερα: αναφερόμαστε βεβαίως στην απονομή της κοινής ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη σε όλους σχεδόν τους κατοίκους της αχανούς ρωμαϊκής επικράτειας, κάτι που υλοποιήθηκε το έτος 212, με την έκδοση της Constitutio Antoniana από τον αυτοκράτορα Αντωνίνο.

Β΄. Τα σημάδια μίας πρόσκαιρης κάμψης της κραταιάς ρωμαϊκής εξουσίας, με απτά αποτελέσματα την εξασθένιση της στρατιωτικής οργά-νωσης και τη μείωση των δημόσιων οικονομικών, οδήγησαν τον ευφυή, δυναμικό και ρηξικέλευθο αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284-305),[25] σπουδαίο στρατιωτικό, δαλματικής καταγωγής, στην εισαγωγή σημαντικών μεταρ-ρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.

Η μοναρχία κατέστη πιο συγκεντρωτική, με τον αυτοκράτορα να αναλαμ-βάνει στο εξής απόλυτες εξουσίες επί του συνόλου της αχανούς αυτοκρα-τορίας, αναγνωριζόμενος πλέον ως εκπρόσωπος του θεού επί της γης (dominus et deus). Για το λόγο αυτό, ο αυτοκράτορας δέχεται από το έτος 290 τη γονυπετή, λατρευτικού χαρακτήρα, προσκύνηση (adoratio) των υπηκόων του, οι οποίοι υποχρεούνται να ασπάζονται την άκρη του ενδύ-ματός του (adorare purpuram), ως ένδειξη της αναγνωρίσεως δείγμα της θεϊκής υπόστασης του αυτοκρατορικού προσώπου και θεσμού.

Στο συμβολικό αυτό πλαίσιο, αναλόγως διαμορφώνονται τόσο το μεγαλο-πρεπές μαργαριταρένιο διάδημα του αυτοκράτορα, όσο και το τελετουργικό της αυλής, που προσλαμβάνει έναν υποβλητικό χαρακτήρα, με σαφείς ελλη-νιστικές και ανατολικές επιρροές και σκοπό να υποβάλλει στη συνείδηση των υπηκόων τη νέα υψηλότατη θέση του αυτοκράτορα. Στα αυτοκρατορικά σύμβολα προστίθενται η σφαίρα και το σκήπτρο, που δηλώνουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της εξουσίας του Imperator. Η αίγλη του ενισχύεται με την πολυτελή αμφίεση, την υποβλητική σιωπή και την άκρα τυπικότητα, που χαρακτηρίζουν τις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις τους.

Για τους ίδιους λόγους, ο αυτοκράτορας περιβάλλεται σε απεικονίσεις του με φωτοστέφανο (nimbus), όπως συμβαίνει και με τις εικόνες των αγίων. Από τον 3ο αιώνα και μετά, ο αυτοκράτορας εκλέγεται από το στρατό και όχι τη σύγκλητο, η οποία όμως εκδηλώνει, υπό την ιδιότητά της ως πολιτειακό όργανο (τυπικού έστω χαρακτήρα), τη συγκατάθεσή της κατά την αναγόρευσή του. Συμβουλευτικό προς τον αυτοκράτορα ρόλο έχει το sacrum consistorium, με μέλη ανώτατους κρατικούς λειτουργούς.

Την ίδια περίοδο, η πολιτική εξουσία διαχωρίζεται από την στρατιωτική και αναβαθμίζονται οι αρμοδιότητες των ανώτατων στελεχών της επαρχια-κής διοικήσεως, σχετικά με εκείνους της κεντρικής υπαλληλικής ιεραρχίας. Οι πάσης φύσεως υπάλληλοι (πολιτικοί ή στρατιωτικοί, κεντρικοί ή επαρχια-κοί υπάλληλοι), τόσο ως προς το διορισμό (ή απόλυση) όσο και ως προς τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων τους, τελούν σε εξάρτηση από την αυτοκρα-τορική βούληση. Αν και πολυάριθμοι, συγκροτούν ωστόσο μία αυστηρά διαρθρωμένη, πολυεπίπεδη και πολύκλαδη ιεραρχία στον γιγαντιαίο ρωμα-ϊκό κρατικό μηχανισμό. Κάθε αυτοκρατορικός υπάλληλος είχε ο ίδιος υπό τις διαταγές του αριθμό κατώτερων υπαλλήλων, που αποτελούσαν το officium (τάξη, τάγμα) αυτού. Τα officia διαιρούνταν σε scrinia (γραφεία), ενώ συμπληρωματική λειτουργία ασκούσαν οι σχολές (scholae), που ήταν σωματεία από ειδήμονες της γραφικής και λογιστικής υπηρεσίας.

Ο Διοκλητιανός, προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα και ταχύτερα τους εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς κινδύνους, εισάγει από το έτος 293 το θεσμό της «τετραρχίας»: πρόκειται για τη συγκυβέρνηση του κράτους από τέσσερις αποκεντρωμένους άρχοντες, που διέθεταν πολιτική, διοικητική και στρατιωτική αρμοδιότητα σε επιμέρους τμήματα του ρωμα-ϊκού κράτους. Δύο από αυτούς ασκούσαν δικαιοδοσία στο ανατολικό και δύο στο δυτικό κράτος. Από αυτούς, οι δύο επικεφαλής αποκλήθηκαν ‘Αύγουστοι’, ενώ οι δύο διάδοχοί τους ‘Καίσαρες’. Ο ανωτέρω τρόπος διοικητικής διάρθρωσης δεν σήμαινε, βεβαίως, διαίρεση ή διάσπαση του κράτους, αλλά μία λειτουργικότερη και σε πιο αποκεντρωμένη βάση κατα-νομή εξουσιών, επί εκτεταμένων τμημάτων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Ενιαία και με ελάχιστες ουσιαστικές διαφορές είναι επίσης η νομοθεσία που διέπει ρυθμιστικά την οργάνωση και διοίκηση των τεσσάρων τμημάτων του ρωμαϊκού κράτους. Παρά ωστόσο τις ανωτέρω φιλόδοξες προθέσεις του Διοκλητιανού, η πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ των τετραρχών, τελικώς δεν αποφεύχθηκε: όπως γνωρίζουμε, διαδοχικοί εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των ανωτέρω κατέληξαν στη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το έτος 324.

Γ΄. Σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ ανατολικού και δυτικού ρωμαϊκού κράτους παρατηρείται στο επίπεδο της οικονομίας. Το πρώτο τμήμα, εξα-στισμένο και πολυανθρωπότερο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι το δυτικό (με εξαίρεση την Ιταλία), αναπτύχθηκε με ταχύτερους οικονομικούς ρυθμούς, παρουσιάζοντας πλούσιο διαμετακομιστικό εμπόριο και υψηλή βιοτεχνική παραγωγή.[26] Γεγονός η σημασία του οποίου δεν άργησε να φανεί κατά τους επόμενους αιώνες, όταν η ευρωστία του ανατολικού βυζαντινού κράτους επέτρεψε σε αυτό να επιβιώσει πολιτικά και στρατιωτικά με πολύ ανθεκτικότερο τρόπο, σε αντίθεση με τη σταδιακή κατάρρευση του δυτικού, που παραδόθηκε στις κατακτητικές προθέσεις των ποικιλώνυμων πολεμικών φύλων, κυρίως των Γότθων και Βανδάλων.[27]

Οι αγροτικές εκτάσεις, ως οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της εν λόγω περιόδου, κατανέμονται κατά άνισο και ανομοιόμορφο τρόπο, κάτι που έφερε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία λίγων ισχυρών φεουδαρχών γης (possessores, potentiores). Από την άλλη πλευρά, μία μεγάλη μάζα οικονομικά αδύναμων μικροϊδιοκτητών αγωνίζεται να επιβιώσει, σώζοντας τη γη τους από τις αρπακτικές διαθέσεις των ισχυρότερων γαιοκτημόνων. Όχι σπάνια, οι φίλαρχες και φιλόδοξες βλέψεις των τελευταίων αποδει-κνύονταν ένα έντονα ακανθώδες πρόβλημα για τη διοίκηση. Η τελευταία προσπάθησε αργότερα επανειλημμένως να περιορίσει την ανεξέλεγκτη ισχύ τους, με έσχατη λύση τη σύγκρουση ή έναν αμφίβολης διάρκειας συμβι-βασμό.

Συχνά, μεγάλα αγροκτήματα εκμισθώνονταν από τους ιδιοκτήτες τους σε ελεύθερους καλλιεργητές. Οι μικροκαλλιεργητές είχαν μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσουν καταστροφές των εσοδειών τους από θεομηνίες ή βαρβα-ρικές επιδρομές, που δεν μπορούσε να αποτρέψει ο αυτοκρατορικός στρα-τός. Όταν οι μικροϊδιοκτήτες δεν κατάφερναν να επιβιώσουν οικονομικά στην ύπαιθρο από τις μικρές έγγειες περιουσίες τους, αναγκάζονταν είτε να παραχωρήσουν αυτές στους μεγάλους γαιοκτήμονες, με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους, είτε να καταφύγουν στις πόλεις, σε αναζήτηση μεγαλύτερης ασφάλειας ή καλύτερης οικονομικής τύχης.

Για λόγους δημοσιονομικούς, το κράτος υποχρέωνε τους δυνατούς γαιο-κτήμονες στην καλλιέργεια των εγκαταλειμμένων γαιών, θεσπίζοντας προς το σκοπό αυτό φορολογικές επιβαρύνσεις. Ένα τέτοιο μέτρο ήταν η καθιέρωση από τον Διοκλητιανό φορολογίας σε είδος (annona), που από-δείχθηκε σημαντικό δημοσιονομικό έσοδο για τον κρατικό προϋπολογισμό. 

Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζουν τα επαγγελματικά σωματεία, που είχαν ως σκοπό τη συντεχνιακή και αμοιβαία υποστήριξη των μελών τους. Οι συσ-σωματώσεις αυτές, αν και υπείχαν έναντι του κράτους σοβαρές θεσμικές υποχρεώσεις, απολαμβάνοντας από την άλλη και σημαντικών κοινωνικο-οικονομικών προνομίων.

Δ΄. Δογματικά νομικά θεμέλια της αυτοκρατορικής νομοθεσίας κατά την ελληνιστική περίοδο αποτέλεσαν οι αρχές της δικαιοσύνης και της φιλαν-θρωπίας, που περαιτέρω κατέστησαν οι δογματικές βάσεις και της μετέπειτα βυζαντινής νομοθετικής πολιτικής. Η ιδιότητα ειδικά της φιλανθρωπίας, αποδόθηκε αρχικά σε αρχαίες θεότητες (Προμηθέας, Ερμής, Έρωτας), προ-βαλλόμενη παράλληλα στο πρόσωπο των αυτοκρατόρων της ελληνιστικής περιόδου, ως γνώρισμα του ‘καλού ηγεμόνος’. Συγγραφείς της εποχής αντιδιέστειλαν την έννοια αυτή από εκείνη της ‘απανθρωπίας’, που θεωρείτο η εχθρική προς τον άνθρωπο στάση.

Σύμφωνα ειδικότερα με τον Θεμίστιο,[28] με τον όρο ‘φιλανθρωπία’, σε εφαρμογή του οποίου μπορεί ο «βασιλεύς Θεώ ομοιούσθαι», νοείται η υπεράνω κοινωνικών και εθνικών διακρίσεων ευμενής και επιεικής διάθεση του ανώτατου άρχοντα προς τους υπηκόους του.[29] Παρατηρούμε, μάλιστα, τους αυτοκράτορες να επικαλούνται διαρκώς με καύχηση στα νομοθετήματά τους την εκ μέρους τους έμπρακτη υλοποίηση της ανωτέρω αρχής.[30] Η αρχή της φιλανθρωπίας απέκτησε σταδιακά περιεχόμενο σαφώς εμπνευσμένο από τη νέα κοσμοθεωρητική αντίληψη του χριστιανισμού (βλ. πιο κάτω).

Ε΄. Η πολιτική σκέψη της εξεταζόμενης περιόδου τελεί ακόμη υπό την επίδραση της ελληνικής αντίστοιχης, που υπαγορεύει σεβασμό και προ-στασία του πολίτη, ακόμη και ενός μοναρχικού, όπως είναι τώρα, κράτους.

Η πολιτική αυτή πρέπει να διέπεται από ανεκτικότητα και μετριοπάθεια, λόγος και για τον οποίο οι αυτοκράτορες της περιόδου δεν διστάζουν να συμβουλεύονται και τις πιο διαφορετικές ή αντίθετες μεταξύ τους πολιτικές, θρησκευτικές, κοσμοθεωρητικές ή όποιες άλλες γνώμες. Τα σωζόμενα φιλολογικά μνημεία μαρτυρούν ότι οι πνευματικές προσωπικότητες της εποχής είχαν την ελευθερία και άνεση να διατυπώνουν δημόσια και γραπτώς ή προφορικώς τις απόψεις τους επί διαφόρων ζητημάτων - χωρίς οι όποιες εξαιρέσεις, στις οποίες πρέπει να συγκαταλεγούν και οι περιπτώσεις υπερβο-λικά εγκωμιαστικών λόγων υπέρ των αυτοκρατόρων, να απομειώνουν την αξία του κανόνα αυτού. 

ΣΤ΄. Ελάχιστα όμως πράγματα είναι γνωστά για τα εσωτερικά θέματα της Κρήτης κατά το χρονικό διάστημα της ρωμαιοκρατίας (67 π.Χ. - 330 μ.Χ), περίοδο που πρέπει για το λόγο αυτόν θα χαρακτηρίζαμε ως ‘σκοτεινή’, από πλευράς δηλαδή διασώσεως ιστορικο-δικαιικών μαρτυριών ή πηγών.[31]

Στην αρχή, η μεγαλόνησος καθίσταται ρωμαϊκή επαρχία (Provincia Romana), διοικούμενη από έναν Ανθύπατο (ή Ταμία), με έδρα την Κνωσό. Αργότερα, ο Οκτάβιος Αύγουστος συνενώνει διοικητικά την Κρήτη με την επαρχία της Βόρειας Αφρικής Κυρήνη σε μία συγκλητική επαρχία,[32] μετα-φέροντας την πρωτεύουσα στη Γόρτυνα.[33] Έκτοτε και επί αιώνες, η πόλη της Γόρτυνας καθίσταται το σημαντικότερο αστικό, πολιτικό, διοικητικό αλλά και εκκλησιαστικό κέντρο του νησιού.

Αν και μέχρι το τέλος του 4ου αι. συνεχίζει τη λειτουργία του ο αυτο-διοικητικός θεσμός ‘Κοινόν των Κρητών’ (ή ‘Κοινόν των Κρηταιέων’) υπό τη νέα πλέον ονομασία ‘Κοινόν των Κρητών επαρχίας’ –συμπέρασμα στο οποίο μας οδηγούν επιγραφές προερχόμενες από τη Γόρτυνα–[34] εν τούτοις το γηγενές Κρητικό δίκαιο -το οποίο μέχρι την έναρξη της ρωμαιοκρατίας είχε φτάσει σε υψηλό βαθμό καλλιέργειας και ανάπτυξης– τώρα υποχωρεί προ της εφαρμογής και διαδοχικής επέκτασης του ρωμαϊκού δικαίου, που επιβάλλουν σταδιακά οι κατακτητές.

Η οικονομία του νησιού, την ίδια περίοδο, δεν είχε μόνον αγροτικό και ποιμενοτροφικό χαρακτήρα.[35] Και τούτο καθώς η γεωγραφική θέση της Κρήτης, έχοντας εξέχουσα γεωστρατηγική, ναυτιλιακή και εμπορική σημα-σία, ανέδειξε τη μεγαλόνησο σε ένα κομβικό σημείο αναφοράς για την αμεσότερη επικοινωνία μεταξύ των επαρχιών της αχανούς ρωμαϊκής αυτο-κρατορίας. Η Κρήτη, για το λόγο αυτό, κατέστη ένα ισχυρό εμπορικό και διαμεσολαβητικό κέντρο, με ιδιαίτερα αξιόλογη οικονομική και εμπο-ρική/μεταπρατική ανάπτυξη. Στην εξέλιξη αυτή συνέδραμε μεταξύ άλλων και το γεγονός της ασφάλειας που παρείχε στους ναυτικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου, και γενικότερα στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας, η στιβαρή στρατιωτική και ναυτική μηχανή του ρωμαϊκού κράτους, που εγγυάτο, μέσα από την συγκεντρωτική του διοικητική οργά-νωση και δομή, συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ηρεμίας, σταθερότητας και ευημερίας (Pax Romana).

 

III. Θεμελίωση του χριστιανισμού στην Κρήτη.

Η επίδραση του χριστιανισμού στην πολιτική θεωρία

των βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Λίγα μόλις χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής κατάκτησης της Κρήτης, ιδρύεται στο νησί η πρώτη χριστιανική εκκλησία, γεγονός με καθοριστική σημασία για τη μετέπειτα ιστορική εξέλιξη και πολιτισμική του φυσιογνωμία. Η Εκκλησία της Κρήτης υπήρξε μία από τις πρώτες τις οποίες θεμελίωσε ο Απόστολος Παύλος, λόγος στον οποίο οφείλεται και η τιμητική της ιδιότητα ως ‘Αποστολικής’.[36]

Ο Παύλος ήρθε για πρώτη φορά στην Κρήτη, κηρύσσοντας το χριστια-νισμό, το φθινόπωρο του έτους 60, όταν το πλοίο που τον μετέφερε δέσμιο προς τη Ρώμη προσόρμισε «εις τόπον καλούμενον Καλούς Λιμένας» (κοντά στη σημερινά Μάταλα).[37] Τη δεύτερη φορά, ο Παύλος ήλθε στο νησί κατά την τέταρτη αποστολική του περιοδεία (έτη 63/64), φέρνοντας μαζί τον μαθητή του Τίτο, στον οποίο και ανέθεσε τη διοργάνωση της τοπικής Εκκλησίας.[38] Έκτοτε, ο Απόστολος Τίτος θεωρείται[39] ο πρώτος επίσκοπος της Κρήτης, με εκκλησιαστική του έδρα πιθανότατα την πόλη της Γόρ-τυνας,[40] η οποία αποτελούσε το μητροπολιτικό κέντρο του νησιού.[41] Όπως συναφώς παρατηρούσε ο εκκλησιαστικός ιστορικός Εμμανουήλ Πετράκις:

«Η ιστορία δεν διέσωσεν ημίν, δυστυχώς, τα ονόματα των αμέσων διαδόχων του Αγίου Τίτου, ούτε παρέχει άλλας πληροφορίας περί της Εκκλη-σίας της Κρήτης μέχρι της αυτοκρατορίας του Μάρκου Αυρηλίου. Ποίαν π.χ. επίδρασιν έσχεν εν Κρήτη ο επί Τραϊανού διωγμός και ποίας περιπετείας έλαβεν η διάδοσις του χριστιανισμού εν τη Νήσω μέχρι των μέσων του δευτέρου αιώνος, δεν γνωρίζομεν. Εν πάση περιπτώσει, επί της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου (161 – 180 μ.Χ.) και του υιού αυτού Κομμόδου (180-192), εν Κρήτη το πλείστον του πληθυσμού παρέμενεν ακόμη εις τον εθνισμόν, επωφελούμενον δε του εγερθέντος υπό των αυτοκρατόρων διωγμού κατά των χριστιανών, ανηλεώς επετίθετο κατά των οπαδών του Χριστού. Κατά των ειδωλολατρών δε τούτων ο κατά την εποχήν ταύτην επίσκοπος Γορτύνης Φίλιππος διεξήγαγε κρατερόν αγώνα προς υπεράσπισιν του ποιμνίου του. Ο Φίλιππος ηγωνίσθη και κατά των αιρετικών, οίτινες δια των μηχανορραφιών των εξήπτον του πλήθους τον φανατισμόν και των αρχών την αυστηρότητα κατά των ορθοδόξων. Τας πληροφορίας ταύτας διέσωσεν ημίν ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική Ιστορία IV, 24) εξ αυτού δε ηρύσθη αυτάς ο ιερός Ιερώνυμος, προσθέτων ότι «ο Φίλιππος είναι ο επίσκοπος εκείνος της πόλεως Γορτύνης, περί του οποίου μνείαν ποείται εν τη προς τους κατοίκους της αυτής πόλεως επιστολή του Διονύσιος ο Κορίνθου» και ότι «ούτος συνέγραψε αξιόλογον βιβλίον κατά του Μαρκίωνος.[42]»

Την ίδια περίπου εποχή, έζησε και ο επίσκοπος Κνωσού Πινυτός, ενώ κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251) επίσκοπος Κρήτης ήταν ο Μύρων, ο οποίος σήμερα τιμάται ως ένας από τους σημαντικότερους αγίους του Κρητικού αγιολογίου.[43] Κατά τη διάρκεια του ίδιου διωγμού μαρτύρησαν πλησίον της Γόρτυνας και οι περίφημοι Άγιοι Δέκα μάρτυρες, γνωστοί με τα ονόματα Θεόδουλος, Σατορνίνος, Εύπορος, Γελάσιος, Ευνικιανός, Ζωτικός, Πόμνιος (ή Κλεομένης), Αγαθόπους, Βασιλείδης και Ευάρεστος.[44]

Η πληρέστερη όμως κατανόηση της κρητικής εκκλησιαστικής ιστορίας δεν είναι εφικτή, αν αυτή δεν ενταχθεί και μελετηθεί στο πλαίσιο της γενικότερης εκκλησιαστικής ιστορίας της εξεταζόμενης περιόδου. Εν προ-κειμένω, πολύτιμο για την εκκλησιαστική ιστοριογραφία των πρώτων αιώνων είναι το έργο του Ευσεβίου επισκόπου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία,[45] που εκτείνεται χρονικά μέχρι τα γεγονότα του έτους 324.[46]

Το ρωμαϊκό κράτος, περιλαμβάνοντας υπό την εξουσία του πολλούς λαούς με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και θρησκευτική ή πολιτιστική παράδοση, υπήρξε κατά βάση ανεκτικό απέναντι στις θρησκευτικές δοξασίες που πρέσβευαν οι υπήκοοί του, επιτρέποντας την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους υποχρεώσεων, υπό έναν όρο: οι πιστοί όλων των θρη-σκευμάτων όφειλαν να εκδηλώνουν τη λατρεία τους προς τον αυτοκράτορα, ως ένδειξη νομιμοφροσύνης και αποδοχής της θεϊκής του θέσης και απο-στολής. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσαν οι Εβραίοι, οι οποίοι ως μονο-θεϊστές υποχρεούνταν σε προσφορά θυσίας όχι προς, αλλά ‘υπέρ’ του αυτοκράτορα. Ανάλογη στάση κράτησε αρχικά η ρωμαϊκή πολιτεία και προς τους χριστιανούς, όταν λόγω του μικρού τους αριθμού δεν είχαν γίνει από τις κρατικές αρχές αντιληπτές οι θεμελιώδεις διαφορές της πίστεώς τους, σε σχέση με τον παραδοσιακό Ιουδαϊσμό.

Το ρωμαϊκό κράτος άρχισε να εκδηλώνει ανοικτά την εχθρότητά του προς τους χριστιανούς όταν αυτοί, έχοντας αυξηθεί σημαντικά, αρνήθηκαν να τελούν λατρευτικές πράξεις προς τον αυτοκράτορα, στάση που θεωρή-θηκε ως πολιτική ανυπακοή απέναντι στην κρατική νομιμότητα. Οι διωγμοί που ακολούθησαν -αρχής γενομένης από αυτόν του Νέρωνα (έτους 64)- όχι μόνον δεν περιόρισαν την εξάπλωση του χριστιανισμού, αλλά του προσέδω-σαν την αίγλη του διωκόμενου, οδηγώντας νέα πληθυσμιακά στρώματα στις τάξεις του.

Επί αυτοκράτορα Δέκιου (249/250) εκδόθηκε έδικτο (edictum: διάταγμα) που αξίωνε από όλους τους υπηκόους την έμπρακτη εκδήλωση του ανωτέρω κανόνα, απειλώντας βαρύτατες ποινές εναντίον όποιου δεν συμμορφωνόταν. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώχθηκε να περιοριστεί η εξάπλωση των χριστια-νών, οι θρησκευτικές δοξασίες των οποίων θεωρήθηκαν επικίνδυνες για την ίδια την κρατική υπόσταση. Όσοι πιστοί υποχωρούσαν, προχωρώντας σε πράξεις λατρείας προς τον αυτοκράτορα, δεν υφίσταντο τις ποινικές, διοικη-τικές ή άλλες νομικές συνέπειες (όπως εκτοπισμό, εξορία κ.λπ.).[47]

Ωστόσο, επειδή τα ανωτέρω μέτρα δεν έφεραν το αναμενόμενο αποτέλε-σμα, το χρονικό διάστημα που ακολούθησε οι διωγμοί κατά των χριστιανών εξαπλώθηκαν σταδιακά σε όλη σχεδόν την αυτοκρατορία, κατέστησαν δε και εντονότεροι.

Επί Διοκλητιανού -αυτοκράτορα του οποίου τόσο η σύζυγος Πρίσκα, όσο και η κόρη, Βαλερία, θεωρούνταν χριστιανές- εκδόθηκαν (303-304) συνο-λικά τέσσερα αυστηρά έδικτα, με ισχύ σε όλη την αυτοκρατορία, που όμως, αν κρίνουμε από την περίοδο του Μ. Κωνσταντίνου η οποία ακολούθησε, επέφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.

Ο Κωνσταντίνος, ως καίσαρας του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, έχοντας εκδηλώσει από παλαιότερα μονοθεϊστικές τάσεις στα θέματα της προσω-πικής του θρησκευτικής πίστης, εφάρμοσε με επιείκεια τα διοκλητιανά διατάγματα, σε αντίθεση προς τον Γαλέριο, ο οποίος στην Ανατολή, χώρο της δικής του δικαιοδοσίας, συνέχισε να τηρεί αδιάλλακτη στάση. Εντούτοις, στις 30 Απριλίου 311 εκδόθηκε επ’ ονόματι των καισάρων Γαλερίου, Κων-σταντίνου και Λικινίου διάταγμα με το οποίο αναστέλλονταν οι διωγμοί και επιτρεπόταν στους χριστιανούς η ελεύθερη άσκηση της λατρείας τους, υπό τον όρο να μη διαταράσσεται η δημόσια τάξη.[48]

Άκρως σημαντικές υπήρξαν οι συνέπειες για το χριστιανισμό από την επικράτηση του Κωνσταντίνου στη εμφύλια διαμάχη του με τον Μαξέντιο, η οποία τελικά κρίθηκε το έτος 312, με το θάνατο του δεύτερου στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη, βόρεια της Ρώμης. Με το γεγονός αυτό συνδέεται η προσχώρηση του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό, όπως τουλάχιστον εξι-στορούν οι Λακτάντιος και Ευσέβιος.[49]

Κατά τον Λακτάντιο, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε, μετά από θεϊκή φώ-τιση, την αναγραφή στις ασπίδες των στρατιωτών του χριστιανικών συμβό-λων, έχοντας την πεποίθηση ότι αυτό θα του εξασφαλίσει τη νίκη κατά του εχθρού. Ο Ευσέβιος, από την πλευρά του, αφηγείται στο βιογραφικό για τον Κωνσταντίνο έργο του (Δ΄, 28-29) ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας τον διαβεβαί-ωσε ενόρκως ότι είδε στον ουρανό κατά τη δύση του ηλίου σταυρό φωτεινό με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Κατά την ίδια αφήγηση, ο αυτοκράτορας είδε την επόμενη νύχτα σε όραμα τον ίδιο τον Χριστό να του δείχνει το σταυρό με την εντολή την κατασκευή εμβλήματος, που θα συνδύαζε τα γράμματα ‘Χ’ και ‘Ρ’.

Όπως και αν είχαν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος ακο-λούθησε σαφώς φιλοεκκλησιαστική πολιτική μετά τη συνάντησή του με τον έτερο Αύγουστο του ρωμαϊκού κράτους Λικίνιο, που πραγματοποιήθηκε στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) κατά τα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 313. Κατά την εν λόγω συνάντηση, συμφωνήθηκε μεταξύ τους η κρατική πολι-τική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί έναντι των χριστιανών και τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβουν για την αποκατάσταση της θρησκευτικής ειρήνης στην αυτοκρατορία.

Σήμερα έχει πλέον επικρατήσει η άποψη -και αντίθετα προς την παλαιό-τερη εκδοχή- ότι οι δύο Αύγουστοι δεν εξέδωσαν στα Μεδιόλανα ορισμένης νομοτυπικής μορφής έδικτο (διάταγμα), λαμβάνοντας ωστόσο σαφείς από-φάσεις με τις οποίες ανακηρυσσόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας και η κατά-παυση των διωγμών κατά των χριστιανών.[50] Ο Λακτάντιος, περαιτέρω, μνημονεύει[51] το περιεχόμενο αυτοκρατορικού εγγράφου του Λικίνιου προς τον διοικητή της Βιθυνίας, με ημερομηνία 13 Ιουνίου 313, στον οποίο ανα-κοινώνονται οι αποφάσεις των Μεδιολάνων. Καθίσταται σε κάθε περίπτωση σαφές, ότι οι δύο Αύγουστοι επέτρεψαν την ελεύθερη εκδήλωση της συνειδήσεως αλλά και την επιστροφή της εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε δημευθεί, χωρίς βεβαίως και να προβαίνουν σε ανακήρυξη του χριστια-νισμού σε επίσημη θρησκεία.

Ο Λικίνιος, ωστόσο, απέστη της συνεπούς εφαρμογής των πιο πάνω αποφάσεων, λαμβάνοντας αργότερα (320) μέτρα που παρακώλυαν την ελεύ-θερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας στην Ανατολή. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που ακολού-θησε για διάφορους λόγους, κατέληξε σε νίκη του Κωνσταντίνου η οποία σημειώθηκε στη Χρυσούπολη της Βιθυνίας (Σεπτέμβριος 324) και είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξή του σε μονοκράτορα.

Το αμέσως επόμενο έτος, ο Κωνσταντίνος συγκαλεί στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325).[52] Το υψίστης εκκλησιαστικής σημασίας αυτό γεγονός, σε συνδυασμό με το προσκύνημα της βασιλο-μήτορος Ελένης στους Αγίους Τόπους, όπως και την καθιέρωση (Μάρτιος 321) της ημέρας Κυριακής ως αργίας για τον αστικό πληθυσμό της αυτοκρα-τορίας, κατέστησαν εδραία τη γενικότερη πεποίθηση ότι οι θρησκευτικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου είχαν πλέον συγκεκριμένο και σαφές περι-εχόμενο, πέραν βεβαίως της όποιας πρόσθετης πολιτικής τους χρησιμότητας.

Η ανωτέρω εκτίμηση δεν στερείται βεβαίως βασιμότητας, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα νομοθετικά και κοινωνικά μέτρα που έλαβε ο Κωνσταντίνος στον τομέα της δικαιοσύνης, χαρακτηρίζονται από έναν βαθύ χριστιανικό ανθρωπισμό, άγνωστο στη μέχρι τότε κρατική ρωμαϊκή πολιτική και πάντως όχι υποχρεωτικό για τον ίδιο. Ακόμη, ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε το βάρ-βαρο έθιμο των αγώνων μεταξύ μονομάχων καθώς και τον σταυρικό θάνατο, περιορίζοντας παράλληλα το φαινόμενο της παλλακείας, που νόθευε την ηθική υπόσταση του θεσμού της οικογένειας. Καταργήθηκε ακόμη ο στιγμα-τισμός του προσώπου ως ποινή ενώ λήφθηκε μέριμνα για τη βελτίωση των συνθηκών των κρατουμένων.

Πέραν αυτών, μέτρο περιορισμού της εθνικής θρησκείας θεωρήθηκε η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των ναών των εθνικών και η αφαίρεση από αυτούς πολύτιμων μετάλλων, με σκοπό την κοπή νομισμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, σφραγίσθηκαν και ναοί της Αστάρτης στη Φοινίκη και αλλού, στους οποίους η λατρεία της θεάς συνοδευόταν από εκπόρνευση των αφιερωμένων εκεί γυναικών, ενώ απαγορεύθηκαν οι νυκτερινές θυσίες των ειδωλολατρών. Αντιθέτως, ενισχύθηκε οικονομικά ο χριστιανικός κλήρος με τη χορήγηση φοροαπαλλαγών, αναγνωρίσθηκε νομική προσωπικότητα στους χριστιανικούς ναούς, απονεμήθηκε δε στους επισκόπους αρμοδιότητα δικα-στικής δικαιοδοσίας επί ιδιωτικής φύσεως διαφορών (audientia episcopalis). Τα ανωτέρω τεκμήρια για τις θρησκευτικές αντιλήψεις του Κωνσταντίνου επιστεγάζει η ανέγερση από αυτόν των δύο σημαντικών ναών της Κων-σταντινούπολης, επ’ ονόματι αφενός μεν της ‘του Θεού Σοφίας’, αφετέρου της ‘Αγίας Ειρήνης’.[53]

Εν προκειμένω, πολύτιμο για την εκκλησιαστική ιστοριογραφία των πρώτων αιώνων είναι το έργο του επισκόπου Καισαρείας Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία,[54] που εκτείνεται μέχρι το έτος 324.[55]

Έργο ανάλογης αξίας, δεδομένου ότι αντλεί από εξαιρετικές πηγές, πρέπει να θεωρείται και η Εκκλησιαστική Ιστορία την οποία συνέγραψε ο οπαδός του Ευνομίου Φιλοστόργιος (368-433), με καταγωγή από την Καππαδοκία. Το σύγγραμμα αυτό αποτελείται από 12 βιβλία και καλύπτει κυρίως την περίοδο των ετών 324-425.

Ο δικηγόρος (σχολαστικός) Σωκράτης, που γεννήθηκε στην Κωνσταντι-νούπολη (380-439), συνέγραψε Εκκλησιαστική Ιστορία σε 7 βιβλία, για την περίοδο των ετών 306-439, με πολλά στοιχεία πολιτικής ιστορίας.[56] Για τη σύνταξή του έργου του ο Σωκράτης στηρίχθηκε σε πλήθος αξιόπιστων ιστορικών πηγών, αυτοκρατορικά έγγραφα, επίσημα και συνοδικά κείμενα, επιστολές επισκόπων κ.λπ.

Αλλά γενικού χαρακτήρα Εκκλησιαστική Ιστορία συνέγραψε και ο Σωζο-μενός,[57] που έζησε και αυτός στην Κωνσταντινούπολη, περί τα μέσα του 5ου αιώνα. Από το έργο αυτό δεν σώζεται το πρώτο μέρος, που περιλαμβάνει τα γεγονότα μέχρι το θάνατο του Λικίνιου (324). Από τα 9 βιβλία του δεύτερου μέρους (324-439) έχει χαθεί το τμήμα που αφορά την περίοδο των ετών 425-439. Θεωρείται αντικειμενικός και μετριοπαθής κατά βάση ιστορικός, αντλώντας το υλικό του από αξιόλογες πηγές, κυρίως δε από τον Σωκράτη.[58] 

Επίσημες ιστορικές μαρτυρίες για τα εκκλησιαστικά πράγματα της περιό-δου αντλούμε βεβαίως από τη νομοθεσία, τα πρακτικά και τους ιερούς κανό-νες των οικουμενικών ή τοπικών συνόδων. Ενδιαφέροντα στοιχεία περιέχουν ακόμη κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας ή και βίοι αγίων (‘συναξάρια’) της εξεταζόμενης περιόδου, όπως των Παχωμίου (†346), Αθανασίου πατρι-άρχη Αλεξανδρείας (†373), Βασιλείου Καισαρείας (†379) και της Μακρίνας, αδελφής του Μ. Βασιλείου. Εκτενέστερη όμως αξιολόγηση των πληροφο-ριών από τις ανωτέρω πηγές, θα γίνει σε επόμενες σελίδες.

Όπως από τις εκκλησιαστικές και άλλες ιστορικές πηγές προκύπτει, η νέα θρησκεία του χριστιανισμού επεκτάθηκε συντομότατα στην περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, όπως άλλωστε συνάγεται και από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, που απευθύνονται σε Θεσσαλονικείς, Κορινθίους, Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολλοσσαείς και Γαλάτες της Μικράς Ασίας. Έτσι, όταν ο Μ. Κωνσταντίνος λάμβανε την κοσμοϊστορική απόφαση να ιδρυθεί η νέα πρωτεύουσα στην ακτή του Βοσπόρου, ένας ολόκληρος γαλαξίας χριστιανικών εκκλησιών, διεσπαρμένος στην ευρύτερη νοτιοανατο-λική Ευρώπη μπορούσε να συνδράμει δυναμικά στη συγκρότηση ενός ισχυ-ρού διοικητικού οργανισμού, με μεγάλη πνευματική, κοινωνική και πολιτι-στική ακτινοβολία.[59]

Η χριστιανική σκέψη και θεολογία άσκησε βαθύτατη επίδραση στην πολιτική θεωρία των βυζαντινών,[60] αφού κατ’ αυτήν ο αυτοκράτορας, ως ο θεία βουλήσει ανώτατος επί γης άρχων, αποτελούσε «μίμημα και εικών του Θεού», αναγνωριζόταν δε γενικώς ως φορέας των ύψιστων ηθικών αρετών. Εθνικοί συγγραφείς αλλά και εκκλησιαστικοί πατέρες υπήρξαν οι θεωρη-τικοί θεμελιωτές της πολιτικής ιδεολογίας-κοσμοθεωρίας που εκπροσω-πούσαν τόσον ο αυτοκράτορας όσο και οι θεσμικοί εκφραστές του βυζαντι-νού κράτους.

Η ιδεολογία αυτή διατηρήθηκε κατά τρόπο σταθερό μέχρι το οριστικό τέλος της αυτοκρατορίας, θεωρητικά δεσμεύοντας και τον ίδιο τον αυτο-κράτορα, ως ανώτατο πολιτειακό φορέα.[61]

Υπό την ανωτέρω έννοια, ο αυτοκράτορας -αν και θεωρούνταν ότι έκειτο υπεράνω των νόμων- όφειλε κατά την άσκηση της νομοθετικής και διοικη-τικής του πολιτικής να μην νομοθετεί παραβιάζοντας τις αρχές του δικαίου και της ηθικής, να σέβεται την καθεστηκυία τάξη και, ασφαλώς, να μην ενεργεί αντίθετα προς το δόγμα, την τάξη και διδασκαλία της Εκκλησίας.[62]

Η θεώρηση όμως αυτή δεν αποτελούσε παρά επεξεργασμένη εξέλιξη της ελληνιστικής αντιλήψεως του 4ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς ήταν ο «έμψυχος νόμος».[63] Οι βυζαντινοί ωστόσο αυτοκράτορες προτιμούν να μην ταυτίζουν τους θνητούς εαυτούς τους με τον «έμψυχο νόμο», χαρα-κτηρίζοντας την εξουσία τους ως «έννομον επιστασίαν».[64]

Κατά την ελληνιστική, πιο συγκεκριμένα, περίοδο επικράτησε η αντί-ληψη για έναν θείον άνδρα, έναν βασιλικό ηγεμόνα, που ενσαρκώνει το νόμο της ηθικής και, κατά συνέπεια, πολιτικής δράσης, επειδή οι θεοί τον προί-κισαν με τα απαραίτητα προσόντα για να εκτελέσει το καθήκον του. Οι εμπειρίες από το παγκόσμιο κράτος του Μ. Αλεξάνδρου αποτελούν το υπό-βαθρο για μια πολιτική σκέψη που αφορά μεγάλες ενότητες, όπως φανερώνει και η έννοια της οικουμένης.[65] Το μέλλον ανήκει στη μοναρχία, όχι επειδή ήταν καλύτερα θεμελιωμένη, παρά επειδή η Ρώμη ανέδειξε τον άνδρα που ήξερε να ηγηθεί ως αυτοκράτορας των περιστάσεων, αξιο-ποιώντας τις υπάρχουσες δομές και συνθήκες.

Αναφορικά τώρα με την οργάνωση της χριστιανικής εκκλησιαστικής διοικήσεως, διαπιστώνουμε ότι συντελείται σταθερά μία εξέλιξη προσαρ-μογής της στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, η κατοχύρωση των πρωτείων ορισμένων επισκοπικών πόλεων έναντι επαρχιών και διοικήσεων, που συντελέσθηκε ψμε απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), αποτελούσε καιρό πριν τετελεσμένο γεγονός. Οι ομοιότητες της διαίρεσης των επισκοπών με τις πολιτικές επαρχίες του κράτους, ήταν απολύτως αντίστοιχες και προφανείς, επιβάλλονταν δε κυρίως από πρακτικούς λόγους αποτελεσματικότερης οργάνωσης.

Αν και η επίσημη εκκλησιαστική άποψη έψαχνε πάντοτε ίχνη «αποστο-λικότητας» στις διακεκριμένες επισκοπικές πόλεις ή έδρες, δηλαδή στοιχεία ιστορικής τους σύνδεσης με την παρουσία κάποιου αποστόλου, η πραγμα-τικότητα ήταν ότι το στοιχείο της προηγούμενης πολιτικής αναδείξεως της εν λόγω έδρας, βάραινε καθοριστικά στην αναγνώρισή της. Η συμπόρευση της Εκκλησίας με την Αυτοκρατορία, βάσει των σημαντικών αυτών οργανω-τικών δεδομένων, ήταν πλέον γεγονός.

Η θεολογία της ελληνιστικής περιόδου χαρακτηρίζεται από ένα εξόχως αξιοπαρατήρητο στοιχείο, σε σχέση με την μετέπειτα βυζαντινή: αν και καλλιεργείται υπό ένα συγκριτικά δυσμενέστερο περιβάλλον, χαρακτη-ρίζεται ωστόσο από μεγαλύτερη έμπνευση, πολυμορφία και τάσεις. Έτσι, η ελληνιστική χριστιανική θεολογία του 2ου και 3ου αιώνα διαθέτει μία ευρύ-τητα και ζωντάνια, που δεν θα ξαναπαρουσιάσει ακόμη και στη βυζαντινή περίοδο, παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές για την Εκκλησία συνθήκες που αναπτύχθηκαν τότε.

 

IV. Η συμβολή της ελληνικής παιδείας στον βυζαντινό πολιτισμό

και ειδικότερα στη βυζαντινή νομοθεσία.

Η αρχαιοελληνική κλασική παράδοση, με την διαχρονική ακτινοβολία που ανέκαθεν την χαρακτήριζε, άσκησε βαθύτατη επίδραση στον πολιτισμό της αναδυόμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ανεξίτηλη αυτή σφραγίδα ανευρίσκεται στον κλασικισμό των βυζαντινών γραμμάτων -ιδίως της περιό-δου της λεγόμενης «Μακεδονικής αναγέννησης»-[66] σε όψεις της θεολογικής σκέψης των εκκλησιαστικών πατέρων ιδίως του 3ου και 4ου αιώνα, ακόμη και το νομικό πολιτισμό που οικοδομήθηκε σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.

Ιστορικές πληροφορίες για την επιρροή της ελληνικής παιδείας, ειδικά μάλιστα μέχρι τον 3ο αιώνα, αντλούμε από τους παπύρους ή από παπύρινα σπαράγματα της ελληνιστικής περιόδου, στα οποία περιέχεται πληθώρα αποσπασμάτων των έργων του Ομήρου, των τραγικών ποιητών καθώς και άλλων αρχαίων Ελλήνων κλασσικών.

Ακόμη και η αρχική αντίδραση της εκκλησιαστικής πολιτικής και ιδεολογίας έναντι των ελληνικών γραμμάτων, δεν μπόρεσε τελικά να μην αναγνωρίσει την αδιαμφισβήτητη πολιτιστική τους υπεροχή.[67] Τούτο άλλω-στε κατέστη αναπόφευκτο από το γεγονός της μαζικότερης εξάπλωσης του χριστιανισμού στα ευρύτερα αστικά ή αγροτικά πληθυσμιακά στρώματα, πού όμως είχαν κατά κανόνα και επί αιώνες ανατραφεί με τους χυμούς της ελληνικής παιδείας.

Η αυστηρότητα έδωσε πολλές φορές τη θέση της στο διάλογο, με ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα να συνιστά η σύνθεση θεολογικού δόγματος και ελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας, όπως αυτή την οποία συνέθεσαν οι Καππαδόκες εκκλησιαστικοί πατέρες (Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος).[68] Και τούτο, παρά τις όποιες διατυπωθείσες ενστάσεις, είτε ότι η σύνθεση αυτή δεν ήταν πάντοτε τόσο πειστική είτε ότι το πλησίασμα έγινε στην πραγματικότητα για σκοπούς αποτελεσματικότερης πολεμικής επιχειρηματολογίας.

Πολλοί εκκλησιαστικοί πατέρες υπήρξαν απόφοιτοι ονομαστών φιλοσο-φικών σχολών της αρχαιότητας, τιμώντας με τον τρόπο αυτόν την αρχαία ελληνική παιδεία, γραμματεία και πολιτισμό. Είναι προς τούτο χαρακτη-ριστικό ότι συμφοιτητές στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών διετέλεσαν ο Ιουλιανός, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός και ο Μέγας Βασίλειος, που ως γνωστόν συνέταξε και τον περίφημο λόγο Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων.[69]

Είναι χαρακτηριστικό ότι η εξάπλωση και καθιέρωση του χριστιανισμού δεν εμπόδισε τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄ να ιδρύσει το 357 βασιλική βιβλιοθήκη στη νέα πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους καθώς και αντι-γραφικό εργαστήριο, που θα βοηθούσαν  την καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων. Και τούτο, υπό την εποπτεία αλλά και οικονομική επιχορήγηση του ίδιου του κράτους.[70]

Σε όχι λίγες περιπτώσεις, στο χώρο αρχαίων ναών ιδρύθηκαν χριστια-νικές εκκλησίες, με τη χρήση μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις του αρχιτε-κτονικού και γλυπτικού υλικού του αρχαίου οικοδομήματος. Ακόμη, αγάλ-ματα και διάφορα έργα της ελληνικής κλασικής τέχνης μεταφέρθηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο για τη διακόσμηση της βασιλεύουσας.[71] Κατάλοιπα των αρχαίων λατρευτικών δοξασιών επιβίωναν στην Κωνσταντινούπολη επί αιώνες, όπως αξιόπιστα καταγράφεται σε κανόνες της Πενθέκτης Οικουμε-νικής Συνόδου (691/692) καθώς και στα σχετικά σχόλια του σπουδαίου νομοκανονολόγου Θεόδωρου Βαλσαμώνα (12ος αι.).

Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η ελληνική απέβη η γλώσσα των ευαγγελίων και του κηρύγματος της Εκκλησίας: η ερμηνεία της βίβλου, η καλλιέργεια και ανάπτυξη του δόγματος, τα κανονιστικά κείμενα του μοναχικού βίου διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα, ώστε να διαδίδονται και κατανοούνται ευχερέστερα. Με τον τρόπο αυτόν, ελληνική γλώσσα αλλά και εκκλησιαστική παιδεία διαδίδονται ταχύτατα και αμφίπλευρα, συμβάλ-λοντας στον παράλληλο εξελληνισμό και εκχριστιανισμό ευρύτατων στρωμάτων του πληθυσμού. Από την άλλη ωστόσο πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ορισμένοι φανατικοί εκπρόσωποι του χριστιανικού κατέ-στρεψαν σημαντικά μνημεία ή έγγραφα τεκμήρια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, θεωρώντας αυτά εκδηλώσεις της ειδωλολατρίας.

Αναφορικά τώρα με τη διευρυνόμενη, προϊόντος του χρόνου, απόδοση των νομικών κειμένων στην ελληνική γλώσσα, τούτο υπήρξε αναγκαία εξέλιξη της ανάγκης να είναι αυτά πιο προσιτά και κατανοητά στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, που και αυτά χρησιμοποιούσαν με την πάροδο του χρόνου τα ελληνικά ολοένα και περισσότερο.

Ανάλογη ήταν και η διαδικασία διάπλασης ελληνικής νομικής ορολο-γίας.[72] Ο εξελληνισμός της νομοθεσίας, δηλαδή η διαδικασία αλλαγής του γλωσσικού ιδιώματος των νόμων, άρχισε ήδη πριν τα μέσα του 5ου αιώνα, όταν constitutiones γραμμένες στα ελληνικά έκαναν τότε κατά σποραδικό τρόπο την εμφάνισή τους.[73] Η εξελικτική αυτή διαδικασία κέρδιζε με την πάροδο του χρόνου συνεχώς έδαφος, έτσι ώστε επί Ιουστινιανού οι περισσό-τερες constitutiones που εκδόθηκαν, και σχεδόν όλες μετά τη δημοσίευση του αναθεωρητικού Κώδικα (534) ήταν διατυπωμένες σε ελληνική γλώσσα.

 

V. Νομοθετικές κωδικοποιήσεις της ύστερης αρχαιότητας.

Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του κράτους από τον Διοκλητιανό (284-305), τον τόνο στις έντονες διαδικασίες πολιτειακού μετασχηματισμού της εποχής (3ος αι.), δίνουν δύο ιδιαίτερα σημαντικές δικαιικές συλλογές: οι κώδικες Γρηγοριανός (Codex Gregorianus, 291 μ.Χ.)[74] και Ερμογενειανός (Codex Hermogenianus, 295).[75] Επρόκειτο για έργα η σύνταξη των οποίων θεωρήθηκε αρχικά ότι οφειλόταν στην ιδιωτική πρωτοβουλία - άποψη που ήδη θεωρείται ξεπερασμένη, αφού πλέον εκτιμάται ότι και τα δύο αυτά κείμενα συντάχθηκαν (όπως και οι μεταγενέστεροι Θεοδοσιανός και Ιουστινιάνειος Κώδικες) κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής.

Ο Διοκλητιανός δεν εξέδωσε τους ανωτέρω κώδικες υπό το όνομά του, ούτε υπέβαλε αυτούς προς επικύρωση στη Σύγκλητο? τούτο όμως δεν σήμαινε ότι οι νομοθετικές αυτές συλλογές είχαν ανεπίσημο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, η αξία τους ως ιστορικών πηγών για τη βαθύτερη κατά-νόηση της κατάστασης του δικαίου κατά την εξεταζόμενη περίοδο, είναι αδιαμφισβήτητη, θεωρούμενες ως ανεκτίμητη συμβολή στη γνώση μας για την εξελικτική πορεία των θεσμών του ρωμαϊκού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να κατανοηθεί και η πρόθεση του Διοκλητιανού να κωδικοποιηθεί η αυτοκρατορική νομοθεσία, ως μέτρο όχι μόνον συμβολικής αλλά και πραγματικής θεσμικής ενότητας του απέραντου κράτους του.

Όπως παρατηρείται,[76] επί Διοκλητιανού ολοκληρώνεται η μετάβαση από την αφηρημένη έννοια της κυριαρχικής εξουσίας του ρωμαϊκού λαού στην έννοια της εδαφικής επικυριαρχίας (ή αυτοκρατορίας), καθώς στην εδαφική εξουσία του ρωμαϊκού κράτους υπάγονται οι επαρχίες του, με κύριο συνεκτικό κριτήριο την ενιαία εφαρμογή ενός καθολικού φορολογικού συστήματος. Η συμβολή των κωδίκων Γρηγοριανού και Ερμογενειανού, ως ενός διαυγούς και σταθεροποιητικού κανονιστικού πλαισίου, αποδείχθηκε καθοριστική ως προς τη διασφάλιση της αυτοκρατορικής εξουσίας και την ιδεολογική ενοποίηση των υπηκόων του κράτους. Οι τελευταίοι είχαν απο-κτήσει με την έκδοση της παλαιότερης constitutio Antoniniana (212) την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη. Σαν κυριότερα προς τούτο θεσμικά εργαλεία προωθήσεως του πολιτειακού μετασχηματισμού, αποδείχθηκαν οι ποικίλες διοικητικές, νομοθετικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, που αποτόλμησε ο ρηξικέλευθος και οραματιστής Διοκλητιανός.

Κατά την περίοδο της ηγεμονίας (27 π.Χ. έως 235 μ.Χ.), η ρωμαϊκή αυτοκρατορία γνώρισε μέρες πρωτόγνωρης πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής ακμής και ισχύος, εκτεινόμενη εδαφικά σε μεγάλα τμήματα τριών ηπείρων (Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής). Ο Διοκλητιανός ενίσχυσε το κύρος του αυτοκρατορικού αξιώματος, αν και προκειμένου να αντιμετωπίσει στασιαστές και εξωτερικούς εχθρούς, αναγκάσθηκε να μεταβιβάσει σημαντι-κές του αρμοδιότητες σε τέσσερις συνάρχοντες (θεσμός τετραρχίας), δύο στο ανατολικό και δύο στο δυτικό ρωμαϊκό κράτος.

Το δημόσιο δίκαιο (ποινικό, πολιτειακό ή διοικητικό) θεωρούνταν καθα-ρά υπόθεση του ρωμαϊκού κράτους. Κύρια σημεία της διοκλητιάνειας πολιτικής ιδεολογίας του ρωμαϊκού κράτους ήταν η αυστηρή οργάνωση του κρατικού μηχανισμού από μία πολυμελή υπαλληλική γραφειοκρατία σε τομείς της πολιτικής ή στρατιωτικής οργάνωσης, που στελέχωνε κεντρικές ή περιφερειακές υπηρεσίες και τελούσε σε σχέση ιεραρχικής υποταγής προς τον αυτοκράτορα, την κορυφή της κρατικής πυραμίδας. Έτσι, γνώρισμα της περιόδου αυτής είναι ο κρατικός παρεμβατισμός, η διαρκής αύξηση των αρμοδιοτήτων του κράτους και η ευρεία παρέμβασή του στη σφαίρα του ατόμου.[77]

Ο αυτοκράτορας θεωρείται η κυριότερη πηγή παραγωγής του δικαίου, ενώ αποφασίζει ο ίδιος κυριαρχικά για την έκταση της φορολογικής επιβα-ρύνσεως των υπηκόων του. Παράλληλα, αναγνωρίζεται ως ο υπέρτατος αρχηγός του στρατού και της διοίκησης, ασκώντας κυριαρχικά και την εξωτερική πολιτική.

Από τις απαρχές της αυτοκρατορίας καθιερώθηκε ο αυτοκράτορας ως πηγή και αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου, ενώ θεμελιώθηκαν οι νομικές και πολιτειακές βάσεις της απολυταρχίας. Ο αυτοκράτορας ήταν ο μόνος αρμόδιος να νομοθετεί και να τροποποιεί τη νομοθεσία, κατά απόλυτο και ανεξέλεγκτο τρόπο. Η εξουσία αυτή ασκείται από το 2ο μ.Χ. αιώνα με την έκδοση των αυτοκρατορικών διατάξεων (constitutions principum). Με την υπέρτατη εξουσία η οποία του απονεμόταν με τη lex de imperio, ο ηγεμόνας αποκτούσε το δικαίωμα να εκδίδει διατάξεις με ισχύ νόμου.[78] Οι διατάξεις αυτές μπορεί να είχαν χαρακτήρα είτε προδικαστικό είτε οριστικό.

Στην πραγματικότητα, η αυτοκρατορική αυτή εξουσία δεν μπορούσε να είναι ούτε αυθαίρετη ούτε χωρίς όρια: την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας ο αυτοκράτορας αυτοπεριορίζεται από τις γενικότερες ρήτρες του ρωμαϊκού δικαίου, το φυσικό δίκαιο, την ηθική και σε ορισμένο βαθμό την ελληνική φιλοσοφική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αργότερα, βεβαίως, καθοριστικό βαθμό στην αυτοκρατορική νομοθετική αρμοδιότητα θα ασκήσει η διδα-σκαλία της Εκκλησίας.

Κατά τον 2ο και 3ο αιώνα ο αυτοκράτορας εκδίδει rescripta (rescriptum: νομοθετική πράξη), γνωμοδοτώντας επί ιδιωτικών υποθέσεων. Πιο συγκε-κριμένα, τα rescripta κατά την περίοδο της ηγεμονίας συνίσταντο στις απο-κρίσεις που έδινε ο αυτοκράτορας σε αιτήματα με τη μορφή αναφορών, που του υποβάλλονταν από υπαλλήλους, επαρχιακές πόλεις ή ιδιώτες. Η αυτο-κρατορική απάντηση συντασσόταν από τη γραμματεία και επιδιδόταν στον αιτούντα. Αν το rescriptum απευθυνόταν σε ιδιώτη, είχε τη μορφή της λιτότερης σημείωσης του ηγεμόνα κάτω από την υποβληθείσα αναφορά. Τα rescripta δημοσιεύονταν με ανάρτηση, πρέπει δε να υπογραμμισθεί ότι οι κώδικες Γρηγοριανός και Ερμογενειανός συγκροτούν σε ένα σημαντικό βαθμό το περιεχόμενό τους από αυτοκρατορικά rescripta.

Επί Αδριανού (117-138) ο αριθμός των rescripta αυξήθηκε σε σημαντικό βαθμό λόγω της εισαγωγής της διαδικασίας per rescriptum, στο πλαίσιο της οποίας οι δικαστικές προσφυγές μπορούσαν να απευθύνονται στον αυτοκρά-τορα.[79] Ωστόσο, η παραγωγή των rescripta υποχωρεί μετά το έτος 305, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σε κάποια ερμηνευτική σύγχυση η οποία ανέκυψε, οφειλόμενη στην παραγωγή ενός πολύ μεγάλου αριθμού τους. Σημειώνεται, για παράδειγμα, ότι κατά την περίοδο των ετών 193-282 παρήχθησαν 1361 περίπου rescripta, κατά δε τα έτη 282-305 περίπου 1295.[80] Βεβαίως, ο αυτοκράτορας μπορούσε να αρνηθεί να απαντήσει, παρα-πέμποντας την υπόθεση προς εκδίκαση στον αρμόδιο δικαστή (judex competens). 

Η Σύγκλητος, που αποτελούσε παλαιότερα το κύριο νομοθετικό όργανο του ρωμαϊκού κράτους, περιορίζεται τώρα πλέον από την πλευρά της, τυπικά και ουσιαστικά, σε αμιγώς συμβουλευτικά καθήκοντα, επικουρώντας τον έπαρχο της πόλης (praefectus urbi) κατά την άσκηση των διοικητικών του αρμοδιοτήτων. Άλλωστε, η Σύγκλητος δεν έχαιρε ως σώμα της ιδιαίτερης εκτιμήσεως του Διοκλητιανού, ο οποίος ήταν εχθρικός προς κάθε μορφή προκλητικής έπαρσης των κοινωνικών τάξεων της πρωτεύουσας.

Μέχρι την έκδοση των κωδίκων Γρηγοριανού και Ερμογενειανού, το αυτοκρατορικό δίκαιο αποτελούνταν από τις leges, που είχαν τύχει αρχικά επεξεργασίας από το νομικό Παπίριο Ιούστο, πριν τον αυτοκράτορα Σεπτί-μιο Σεβήρο (193-211). Η πρόδρομη αυτή επεξεργασία συνεχίστηκε με τους ανωτέρω κώδικες.

Με την παραίτηση του Διοκλητιανού και την έναρξη της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, άρχισε η εναρμόνιση των εθνικών δικαίων με το αυτο-κρατορικό.

Ο Γρηγοριανός κώδικας εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αυτο-κρατορικού προγράμματος για την αποκρυστάλλωση του ισχύοντος δικαίου. Ο συμπιλητής του ακολούθησε τη γενικότερη τάση της αυτοκρατορικής γραμματείας αποκρυσταλλώσεως του υπάρχοντος δικαίου μέσα από την κωδικοποίηση. Έτσι, το κωδικοποιημένο δίκαιο αποτέλεσε ένα γραφειο-κρατικό ιδεώδες από την περίοδο του Διοκλητιανού και μετά. Με τον τρόπο αυτό, στον Γρηγοριανό κώδικα συγκεντρώθηκε η νομολογία 100 ετών, ενώ στον Ερμογενειανό η νομολογία δύο ετών.

Ο Ερμογενειανός κώδικας υπήρξε αυτοτελές έργο και όχι συμπλήρωμα του Γρηγοριανού. Η αξία του έγκειται στην προσαρμογή των αυτο-κρατορικών απαντήσεων στις ιδιαιτερότητες κάθε επίδικης διαφοράς. Έτσι, ο Ερμογενειανός κώδικας αποτέλεσε το κατεξοχήν νομολογιακό βοήθημα κατά την εκδίκαση των υποθέσεων. Πάντως και οι δύο κώδικες υπήρξαν χρηστικά εγχειρίδια στη διάθεση των δικαστικών λειτουργών.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ένα ακόμη ιδιαίτερα ουσιαστικό στοιχείο: η αδιάκοπη νομοθετική παραγωγή και αλλεπάλληλη κωδικο-ποιητική προσπάθεια των διαφόρων βυζαντινών αυτοκρατόρων, συνδεόταν στενά με τη βυζαντινή πολιτική θεωρία, κατά την οποία η αυτοκρατορία τους αποτελούσε μία αδιάσπαστη συνέχεια της ενιαίας κρατικής υπόστασης της παλαιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υποστηρίζοντας την ανωτέρω θέση, οι βυζαντινοί έθεταν σε αντικειμενική βάση την αξίωσή τους για παγκόσμια ηγεμονία, ανάλογη με εκείνη που εκπροσωπούσε η Ρώμη. Οι βυζαντινοί υποστήριζαν ότι η παλαιά Ρώμη είχε πάψει να υπάρχει ως πολιτειακή μονά-δα, παραχωρώντας τη θέση της στην Κωνσταντινούπολη στην κυριαρχική επιβολή και τις σχετικές αξιώσεις της πρώτης. Για τον ίδιο λόγο, οι βυζαντινοί ισχυρίζονταν την «ενότητα δικαίου» μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης.

Όπως επισημαίνεται,[81] αυτή η ενότητα δικαίου δεν είναι ασφαλώς δυνα-τόν να νοηθεί ως αμετάβλητη παρουσία των ίδιων θεσμών, αλλά ως αδιατά-ρακτη συνέχιση ενός και του αυτού συστήματος ρύθμισης των νομικών σχέσεων, ως πολιτισμικού αγαθού, χωρίς μεταβολή της βασικής του φυσιο-γνωμίας. Το δίκαιο δεν παραμένει στατικό, ενώ κάθε μεταβολή συνήθως συνιστά απλώς μία φάση στην -αδιάκοπη και οπωσδήποτε αναμενόμενη- εξελικτική πορεία του υπάρχοντος συστήματος. Σπανιότερες είναι οι περι-πτώσεις που αιφνίδιες θεσμικές μεταβολές οδηγούν σε βαθιά ανατροπή της παλαιότερης έννομης τάξης με την εγκαθίδρυση νέας.

Στο πλαίσιο αυτό, διαρκής ήταν η μέριμνα του βυζαντινού νομοθέτη να καλλιεργεί την πεποίθηση ότι διατηρούνταν σχεδόν ανέπαφο το ανέκαθεν ισχύον ρωμαϊκό δίκαιο. Έτσι, αποτελεί κοινό τόπο στα βυζαντινά νομο-θετικά κείμενα, ιδίως εκείνα της μέσης περιόδου, η αναδρομή στην παλαιό-τερη ρωμαϊκή νομοθεσία και η επίκλησή της.

 

VI. Η δημόσια διοίκηση τον 3ο αιώνα.

Την πιο πάνω περίοδο παρατηρείται το φαινόμενο ανώτατα στελέχη της γραφειοκρατικής μηχανής να είναι σημαντικοί συγγραφείς νομικών έργων, γεγονός που προσέδιδε κύρος και αξιοπιστία στην κρατική διοίκηση. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση μίας ισχυρής υπαλληλικής ιεραρχίας, που στελέχωνε την κεντρική αλλά και επαρχιακή μηχανή, υπό την ανώτατη ενοποιό εξουσία του ίδιου του αυτοκράτορα.

Και η Κρήτη, μαζί με τις άλλες επαρχίες (provinciae) στελεχώνονται από τέτοιους ειδικά καταρτισμένους γραφειοκράτες, που καθιστούν αποτελεσμα-τικότερη και αρτιότερη τη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Στο πλαίσιο αυτό, οι επαρχίες κατανέμονται σε διοικήσεις (dioceses), οι διοικήσεις σε διοικητικές περιφέρειες (praefecti praetorio).

Η προσήλωση των στελεχών της υπαλληλικής ιεραρχίας και της κρατικής μηχανής στις νομικές σπουδές, βοήθησε στην ανέλιξή τους σε ανώτατα κρατικά αξιώματα, ακόμη και σε βαθμό συμμετοχής τους στο concilium principis, που ανήκε στο άμεσο αυτοκρατορικό περιβάλλον. Αξιόλογοι υπάλληλοι αναλάμβαναν τη θέση του advocatus fisci ή του βοηθού του σε ένα από τα αυτοκρατορικά γραφεία, ακολουθώντας στη συνέχεια διοικητική καριέρα σε ανώτατα επίπεδα. Με τη σειρά τους, όμως οι εξειδικευμένης εκπαίδευσης αυτοί γραφειοκράτες-νομικοί, προσέφεραν τα μέγιστα στις νομοθετικές κωδικοποιήσεις του Διοκλητιανού, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος.

 


 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΡΩΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

(330 – 824/826)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

I. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

 

1. Η κατάσταση της Κρήτης.

1.1. Γενικά. Η βυζαντινή επαρχία. Όπως κατά τον 3ο αιώνα, έτσι και κατά τους επόμενους της πρώτης αυτής βυζαντινής περιόδου του νησιού, ελάχιστα πράγματα μάς είναι γνωστά για την εσωτερική κατάσταση της Κρήτης, ως επαρχίας του βυζαντινού imperium. Το γεγονός αυτό οφείλεται, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στην έλλειψη αξιόλογων πηγών, γενικά ιστο-ρικών ή ειδικά δικαιικών, που να συνδέονται με το νησί μας. Για το λόγο αυτό, η βυζαντινή αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται ως μία από τις πλέον σκοτεινές φάσεις της όλης ιστορίας της Κρήτης.

Αναμφίβολα, γενικής ισχύος και χαρακτήρα σημαντικές αποφάσεις της κεντρικής βυζαντινής διοίκησης, εφαρμόζονταν κατά τρόπο ενιαίο και στην Κρήτη, δεδομένο που μάς επιβάλλει να εξετάσουμε το νομοθετικό καθεστώς της ως ενταγμένο στη συνολική έννομη τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έτσι, στο νησί κατ’ αρχήν ίσχυσε η γενική κρατική νομοθεσία, που εξυπηρε-τούσε τις συνολικές ανάγκες όλης των επαρχιών της αυτοκρατορίας? παράλ-ληλα, όμως, είναι βάσιμο να πιστεύουμε ότι οι ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες, οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα καθώς και οι κοινωνικές ή συναλλακτικές πρακτικές, θα δημιούργησαν τις συνθήκες ανάδειξης και λειτουργίας δικαι-ικών θεσμών με αμιγώς τοπικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι γενικής εφαρμογής κανονιστικές ρυθμίσεις, θα υποχωρού-σαν μπροστά στους τοπικούς αυτούς θεσμούς.

Άλλωστε, την πρώιμη αυτή βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία δεν είχε εμπεδωθεί σε υψηλότερο βαθμό η εφαρμογή και ομογενοποίηση του βυ-ζαντινού δικαίου, κάθε επαρχία διατηρούσε πολλά στοιχεία της παλαιότερης τοπικής διοικητικής οργάνωσης και του ιθαγενούς εθιμικού της δικαίου.[82] Η απόσταση από το κέντρο της αυτοκρατορίας προκάλεσε αναπόφευκτα την ανάγκη ενίσχυσης των εξουσιών που ασκούσαν οι τοπικοί διοικητές των μεγάλων επαρχιών, οι οποίοι επειδή για τον ίδιο λόγο διατηρούσαν ισχυρούς τοπικούς στρατούς, αναδεικνύονταν όχι σπάνια σε φιλόδοξους διεκδικητές ακόμη και του αυτοκρατορικού στέμματος. Έτσι, επαναστάσεις που είχαν σαν αντικειμενικό σκοπό την ανατροπή του αυτοκράτορα και τον σφετε-ρισμό της κεντρικής εξουσίας, ξεκινούσαν τις περισσότερες φορές από τις διάφορες βυζαντινές επαρχίες (βλ. σχετικά με την επανάσταση του Καρύκη, στο δεύτερο μέρος του παρόντος).

Εν προκειμένω, πιο συγκεκριμένα και αναφορικά με την Κρήτη, επιγρα-φές προερχόμενες από τη Γόρτυνα[83] μας επιτρέπουν το ασφαλές συμπέρα-σμα ότι το ‘Κοινόν των Κρητών’ (ή ‘Κοινόν των Κρηταιέων’), θεσμός τοπικής αυτοδιοίκησης για τον οποίο ήδη μιλήσαμε, λειτούργησε με την προηγούμενη μορφή και ανάλογες αρμοδιότητες, μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 4ου αιώνα, «προσαρμοσμένος βέβαια στις νέες συνθήκες της εποχής».[84] Αργότερα όμως ο ίδιος θεσμός μετονομάσθηκε σε ‘Κοινόν της των Κρητών επαρχίας’,[85] έχοντας ως έδρα του τη Γόρτυνα.[86] Κατά την περίοδο αυτή, το Κοινό αποκτά μιαν επιπλέον ειδοποιό διαφορά στη λειτουργία του, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια: αφενός μεν, η συνέλευσή του δεν απαρτίζεται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των πόλεων, αλλ’ από τους άρχοντες και τους οικονομικά και πολιτικά επιφανείς πολίτες του νησιού, αφετέρου δε η προσέλευση στο Κοινό είναι πλέον για τα μέλη του υποχρεωτική, με εξαίρεση την ανώτερη τάξη των praefectorii.[87]

Ως προς τις αρμοδιότητές του, από τα ψηφίσματα του Κρητικού Κοινού,[88] που χρονολογούνται όλα κατά το τέλος του 4ου αιώνα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το Κοινό συγκαλεί ο διοικητής ή οι άρχοντές του, προ-κειμένου να αποφασίσει την έκδοση τιμητικών ψηφισμάτων για επιφανείς Ρωμαίους αξιωματούχους.[89] Ο ηγέτης του Κοινού, που έφερε τον τίτλο «Αρχιερεύς» ή «Πρωτεύων»Ηγέτης, διήνυε ετήσια θητεία, με δυνατότητα εκ νέου αναλήψεώς της.

Εφαρμόσθηκε βεβαίως και στη μεγαλόνησο το βυζαντινό σύστημα κρατικής οργάνωσης, που ήταν πολυσχιδές και είχε δομή γραφειοκρατική. Οι κρατικές υπηρεσίες, ιδίως οι στρατιωτικές και οικονομικές, επανδρώ-νονταν με πολυάριθμους υπαλλήλους, καθώς η ανάγκη διατήρησης της κυριαρχίας των βυζαντινών στα αχανή εδάφη της αυτοκρατορίας τους απαιτούσε τη συντήρηση και οργάνωση ενός ογκώδους στρατού αλλά και πολλών διοικητικών υπαλλήλων. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε η τερά-στια βυζαντινή κρατική μηχανή, η οποία για την επιβίωσή της στηριζόταν αφενός μεν στην επιβολή πολυάριθμων -όχι σπάνια και δυσβάστακτων- φόρων, και αφετέρου στην άρτια οργάνωση των φορολογικών και εισπρα-κτικών μηχανισμών. Η παρέμβαση του κράτους σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας ήταν ολοκληρωτική. Σκοπός του κρατικού ελέγχου ήταν καταρχήν η διείσδυση της κεντρικής διοίκησης στα κοινωνικο-οικονομικά πλέγματα της βυζαντινής κοινωνίας, έτσι ώστε να απορροφάται η μέγιστη δυνατή φοροδοτική ικανότητα των πολιτών.

Πρέπει όμως να υπογραμμισθεί ότι έντονα παράπονα κατοίκων των επαρχιών, που οφείλονταν κατά κανόνα στην οικονομική καταπίεση και την αυταρχική συμπεριφορά κρατικών υπαλλήλων, περιενδύνονταν πολλές φορές τη μορφή ένταξης σε μαχητικές θρησκευτικές κινήσεις, με δογματικές θέσεις οι οποίες απέκλιναν σημαντικά από την επίσημη θρησκευτική πολιτική του βυζαντινού κράτους. Το στοιχείο αυτό, δεν πρέπει να υποτι-μηθεί: τέτοιες θρησκευτικές διαμάχες, σε συνδυασμό με τοπικούς εθνικι-σμούς, οδήγησαν αργότερα στην απώλεια σημαντικών εδαφών από τον κορμό της αυτοκρατορίας, όταν οι πληθυσμοί τους θεώρησαν ότι εισβολείς σεβάστηκαν περισσότερο τις θρησκευτικές τους επιλογές, από τη σχετική ακαμψία της κεντρικής διοίκησης. Εμφατικό προς τούτο παράδειγμα απο-τέλεσε η εύκολη απώλεια της Αιγύπτου και της Συρίας από τους Άραβες, επαρχίες οι οποίες, ακολουθώντας τη μονοφυσιτική εκδοχή του χριστιανι-σμού, αισθάνθηκαν παραγκωνισμένες μετά τις αποφάσεις της Δ΄ Οικου-μενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος.

1.2. Σεισμοί, λοιμοί, πειρατικές επιδρομές και εμφύλια κινήματα. Συχνοί σεισμοί μαρτυρείται ότι συνέβησαν τους αιώνες της πρώτης βυζαντινής περιόδου της Κρήτης, προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές στα οικοδο-μήματα του νησιού αλλά και θύματα στον πληθυσμό.[90] Ως κυριότεροι από αυτούς μπορούν να αναφερθούν ο σεισμός της 21ης Ιουλίου του 365,[91] όπως και ο ισχυρός σεισμός της 6ης Σεπτεμβρίου 448, επί αυτοκράτορα Θεοδο-σίου Β’ (408-450), που επέφερε μεγάλες ζημιές? μεταξύ αυτών, και την κατάρρευση ενός ογκώδους κτιρίου, με δώδεκα θόλους, στη Γόρτυνα.[92] Μάλιστα, ήταν τέτοιας έκτασης η γενικότερη αυτή καταστροφή, που δημι-ούργησε την ανάγκη υλικής συνδρομής των Κρητών από την Βασιλεύουσα. Τέλος, «φοβερώτατος»[93] σεισμός μαρτυρείται ότι έλαβε χώρα στις 7 Απριλίου του 795.

Πολύ μεγάλων κοινωνικών επιπτώσεων ήταν και οι κατά καιρούς επιδη-μίες που έπληξαν το Βυζάντιο αλλά και ειδικά την Κρήτη την περίοδο αυτή. Δύο τέτοιες μεγάλες επιδημίες αναφέρονται ιδιαίτερα. Η πρώτη είναι ασφαλώς η γνωστή στην ιστοριογραφία ως «πανούκλα του Ιουστινιανού». Επρόκειτο για επιδημία βουβωνικής πανώλους, η οποία ξεκίνησε από την Αίγυπτο, χτύπησε όλη τη Μεσόγειο και ξέσπασε την άνοιξη του έτους 542 στην Κωνσταντινούπολη.[94] Η πανώλη αυτή, που κόπασε στα τέλη του 6ου αιώνα, προκαλώντας εκατομμύρια θύματα και αποδεκατίζοντας το γηγενή αγροτικό πληθυσμό του μεσαιωνικού ελλαδικού χώρου, είχε τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική δομή του Βυζαντίου, αφού υπο-λογίζεται ότι συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του πληθυσμού των παρα-μεσόγειων επαρχιών της αυτοκρατορίας κατά ποσοστό 40%![95]

Ειδικότερα, θεωρείται ότι η Ιουστινιάνεια πανώλη εκδηλώθηκε στη μεσογειακή λεκάνη με δεκαεφτά περίπου επιδημικά κύματα, δημιουργώντας μια οξύτατη δημογραφική κρίση που ανάγκασε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να αναδιπλώσει τα οικουμενικά της οράματα[96]. Αναφέρεται ακόμη η πανώλη που χτύπησε το νησί τα έτη 746-747, επί Αρχιεπισκόπου Ανδρέα του Ιερο-σολυμίτη, και η οποία προκάλεσε μεγάλο αριθμό θυμάτων.[97]

Περί το τέλος της πρώτης βυζαντινής περιόδου, ανακύπτουν συχνές πειρατικές επιδρομές από τους Άραβες (Σαρακηνούς), γεγονός που προκά-λεσε ιδιαίτερη ανασφάλεια στους Κρήτες. Οι Άραβες κατά την περίοδο εκείνη αποτελούσαν ανερχόμενη ναυτική δύναμη, ήταν λοιπόν αναμενόμενο την προσοχή τους να ελκύσει η Κρήτη, ως νησί μεγάλο και εύφορο, με εξαιρετική στρατηγική θέση στη Μεσόγειο θάλασσα. Ως τέτοιες καταστρο-φικές επιδρομές αναφέρονται από τις πηγές (με τρόπο, όμως, όχι εντελώς αδιαμφισβήτητο) κατά τα έτη 654, 671 και 674. Περί της τελευταίας επιδρομής πληροφορούμαστε από τον χρονογράφο Θεοφάνη ότι δύο Άραβες αρχηγοί αποβιβάστηκαν και διαχείμασαν στην Κρήτη. Οι πηγές δεν αναφέ-ρουν, ωστόσο, αντίστοιχες αμυντικές κινήσεις του βυζαντινού στόλου για την προστασία του νησιού και την απόκρουση των επιδρομέων. Είναι συνε-πώς εύλογο να υποθέσουμε ότι το βυζαντινό πολεμικό ναυτικό είχε υποτο-νική ή μηδαμινή παρουσία στο νότιο Αιγαίο. Το γεγονός της ελλιπούς αυτής προστασίας της Κρήτης και των άλλων νησιών επέτρεπε στους Άραβες να επιτίθενται σχεδόν ανεξέλεγκτα στην Κρήτη.

Κλιμάκωση των επιδρομών αυτών παρατηρείται κατά τις αρχές του 8ου αιώνα, επί βασιλείας του χαλίφη Al-Walid. Ο φόβος για τις διαρκείς αραβικές επιδρομές είναι φανερός στα έργα του αγίου Ανδρέα, Αρχιεπι-σκόπου Κρήτης κατά την περίοδο 712-740, στον Βίο του οποίου αναφέρεται ότι στην πολιορκία του βυζαντινού οχυρού του «Δριμέως» ενίσχυσε ηθικά τους Κρήτες.[98] Επιπλέον, στο εγκώμιο του ίδιου αγίου προς τους Αγίους Δέκα Μάρτυρες μνημονεύεται ναυμαχία κατά την οποία ο αραβικός στόλος καταστράφηκε.

Οι Ίσαυροι κατέβαλαν σημαντική στρατιωτική προσπάθεια να περιορί-σουν την δραστηριότητα των Αράβων στο Αιγαίο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα και την προστασία της Κρήτης. Ωστόσο, κατά την βασιλεία της Ειρήνης της Αθηναίας (775-780) και του Άραβα χαλίφη Harun-Al-Rasid (766-809), οι αραβικές επιδρομές στην Κρήτη πύκνωσαν. Είναι λοιπόν ευεξήγητη η περιέλευση της Κρήτης το 824/826 στους Άραβες, αφού το νησί βρέθηκε απροετοίμαστο υλικά και ηθικά να αντισταθεί στις κατακτητικές τους βλέψεις.[99]

Η κακοδιοίκηση της βυζαντινής επαρχίας και η επιβολή πολλαπλών και δυσβάστακτων φορολογικών βαρών σε βάρος της, προβλήματα για τα οποία γίνεται πιο κάτω εκτενέστερος λόγος, έκανε τους Κρήτες να δυσανασχετούν κατά της κεντρικής βυζαντινής διοίκησης, κάποτε και να συμμετέχουν, για αυτόν ή άλλους λόγους, σε επαναστατικά κινήματα. Αναφέρεται, για παρά-δειγμα, ότι περί το έτος 727 και επί Λέοντος Γ’ του Ίσαυρου, ένας Κρητικός ονόματι Κοσμάς, κινήθηκε με στόλο και μαζί με άλλους στασιαστές κατά της Κωνσταντινούπολης, έχοντας μάλιστα ο ίδιος ανακηρυχθεί και «βασιλιάς» από τους κινηματίες. Η στάση αυτή, στην οποία συμμετείχαν και οι Κυκλάδες, οργανώθηκε υπό την ηγεσία των Ελλαδιτών στασιαστών Στέ-φανου και Αγαλλιανού, τουρμάρχη του τελευταίου του Αιγαίου. Οι στασια-στές, όμως, κατανικήθηκαν από το ναυτικό του Λέοντα. Και ο μεν Αγαλ-λιανός, μη θέλοντας να παραδοθεί, αυτοκτόνησε.[100] Σε όσους στασιαστές όμως παραδόθηκαν στο Λέοντα απονεμήθηκε χάρη, εκτός από τους Στέφανο και Κοσμά, οι οποίοι αποκεφαλίσθηκαν.   

1.3. Οι κωνσταντίνειες διοικητικές μεταρρυθμίσεις: η Κρήτη στο πλαίσιο του Ιλλυρικού.

Ι. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς οι οποίοι αποδίδουν τον υπερχιλιετή βίο της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε πάγια πλεονεκτήματα που διέθετε το πολίτευμα και η οργάνωση της διοικήσεώς της. Σε σημαντικό βαθμό ωστόσο τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούσαν παρά διοικητική κληρονομιά του στιβαρού ρωμαϊκού κράτους, θεσμική συνέχεια του οποίου αποτέλεσε το βυζαντινό.

Δεν εννοούμε βεβαίως ότι το τελευταίο διατήρησε χωρίς σημαντική εξελικτική προσαρμογή τον τρόπο διοικητικής οργάνωσης που παρέλαβε από τη σχετική ρωμαϊκή παράδοση. Και τούτο καθώς, όσα στοιχεία κρίνονταν εκάστοτε από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες ως απαρ-χαιωμένα ή παρωχημένα, υπόκεινταν σε διαρκείς βελτιώσεις, προσαρμογές ακόμη και σε πλήρη εξοβελισμό, με κεντρικό πάντοτε στόχο την διαιώνιση της επιβιώσεως του κράτους μέσα από τις εκάστοτε εσωτερικές ή εξωτερικές αντιξοότητες.

ΙΙ. Ειδικότερα, τον 4ο αιώνα ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφασίζει την ανα-διοργάνωση του ρωμαϊκού κράτους σε νέες διοικητικές βάσεις,[101] με τη διαίρεσή του στις τέσσερις Επαρχότητες (Praefecturae Praetorio) της Ανατολής, του Ιλλυρικού, της Ιταλίας και της Γαλατίας (OrientisIllyriciItaliae - Galliarum). Οι Επαρχότητες υποδιαιρέθηκαν σε συνολικά δώδεκα Διοικήσεις (Dioceses) και οι τελευταίες σε Επαρχίες. Με την αναδιάρθρωση αυτή, το σύστημα οργανώσεως και διοικήσεως του ρωμαϊκού κράτους απέκτησε έναν περισσότερο συγκεντρωτικό και ιεραρχικά πιο δομημένο χαρακτήρα.

Η Κρήτη αποσπάσθηκε από την Επαρχία της Κυρηναϊκής, στην οποία ήταν ενταγμένη μέχρι τότε, και προσαρτήθηκε στο φυσικό γεωγραφικό της πλαίσιο, δηλαδή στην Επαρχότητα του Ιλλυρικού (αργότερα: Ανατολικού Ιλλυρικού).[102]

Το Ιλλυρικό (Praefectura Praetorio per Illyricum), ειδικότερα, περι-ελάμβανε δύο διοικήσεις: τη Μακεδονία (με δικαιοδοσία στις περιοχές Μακεδονία, Ήπειρο, Ελλάδα και Κρήτη) και τη Δακία.[103] Ο Κωνσταντίνος -προβλέποντας διορατικά ότι οι απόγονοί του θα αναδιένειμαν το ρωμαϊκό κράτος μετά το θάνατό του- στην πραγματικότητα αναγκάστηκε να προσαρ-μόσει το σχήμα διχοτόμησης της επικράτειας, που είχε προηγουμένως εφαρμόσει ο Διοκλητιανός, στις συνθήκες και προτεραιότητες της εποχής του.

Πράγματι, το Σεπτέμβριο του έτους 337, λίγο μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, οι τρεις επιζώντες γιοί του  -δηλαδή ο Κωνσταντίνος ο Β΄, ο Κωνστάντιος Β΄ και ο Κώνσταντας- τριχοτόμησαν την αυτοκρατορία, μοιρά-ζοντας τα εδάφη της μεταξύ τους. Απόφαση που ωστόσο αποδείχθηκε βρα-χύβια, αφού στις αρχές του 340 ο μεγαλύτερος γιος, Κωνσταντίνος Β΄, όταν επιχείρησε να εκτοπίσει τον Κώνσταντα, απέτυχε βρίσκοντας το θάνατο. Έτσι, η μεν Ανατολή παρέμεινε στον Κωνστάντιο Β΄, ενώ η ρωμαϊκή Δύση περιήλθε στον Κώνσταντα, στη δικαιοδοσία του πρώτου υπήχθη και το Ανατολικό Ιλλυρικό, όπου βεβαίως ανήκε και η Κρήτη.

Αργότερα ωστόσο η Κρήτη ακολούθησε την πολιτική και εκκλησιαστική τύχη του Ανατολικού Ιλλυρικού, όταν αυτό, όπως θα διαπιστώσουμε, απο-σπάστηκε από το δυτικό ρωμαϊκό κράτος και προσαρτήθηκε στην Ανατολή, υπαγόμενο έκτοτε στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης.

Σε κάθε όμως περίπτωση, οι πιο πάνω διοικητικές αλλαγές δεν επηρέα-σαν την εσωτερική ζωή του νησιού, ούτε επέφεραν στους ρυθμούς της δραματικές αλλαγές.[104] Η εικόνα την οποία μάς εμφανίζουν οι ελάχιστες διασωθείσες πηγές για την Κρήτη της πρώτης βυζαντινής περιόδου παρου-σιάζει μια ήσυχη βυζαντινή επαρχία, απομακρυσμένη από την κεντρική σκηνή της βυζαντινής διοίκησης και πολιτικής. Οι ίδιες μαρτυρίες της εξεταζόμενης περιόδου ασχολούνται με την Κρήτη κατά κανόνα μόνον για να μνημονεύσουν φυσικές καταστροφές ή σεισμούς που ταλαιπώρησαν την ακύμαντη κατά τα άλλα καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού.[105]

1.4. Στοιχεία για την εσωτερική πολιτική κατάσταση της Κρήτης.

Ι. Φαίνεται συνεπώς ότι η εσωτερική διοικητική οργάνωση της Κρήτης παρέμεινε κατά τους αιώνες της πρώτης βυζαντινής περιόδου όμοια κατά βάση με εκείνην που είχε θεμελιώσει ο Μ. Κωνσταντίνος. Έτσι, κατά την ίδια χρονική φάση, διοικητής της Κρήτης ήταν ένας ύπατος, που ανήκε στην αριστοκρατική κοινωνική τάξη των συγκλητικών.[106]

Λόγω όμως της συγκεντρωτικής δομής του βυζαντινού κράτους, παρατη-ρείται βαθμιαία παρακμή στη λειτουργία των αυτοδιοικητικής φύσεως θεσμών, που λειτουργούσαν στις διάφορες κρητικές πόλεις (όπως ήταν το ‘Κοινόν’ των Κρητών), αφού οι τελευταίες έχασαν σε σημαντικό βαθμό τη διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία τους.

Μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν παλαιότερα οι βουλές των κρητικών πόλεων, περιέρχονται πλέον στη δικαιοδοσία του κεντρικού διοικητή της επαρχίας, ο οποίος αργότερα προσαποκτά και το δικαίωμα να διορίζει τους τοπικούς άρχοντες. Συνεπώς, δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός ότι, από τον 6ο αιώνα και μετά, απουσιάζει οποιαδήποτε ιστορική μαρτυρία για τη λειτουργία των κρητικών βουλών.

Λίγο διαφορετικά ήταν τα πράγματα όσον αφορά τη λειτουργία του ‘Επαρχιακού Συμβουλίου’, που έδρευε στη Γόρτυνα και αποτελούσε εξέλιξη του ‘Κοινού’ των κρητικών πόλεων της ελληνιστικής περιόδου. Όπως παρα-τηρείται,[107] η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του εν λόγω τοπικού Συμβουλίου ήταν υποχρεωτική για τους πολίτες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, που εκπροσωπούνταν στη σύνθεσή του. Αλλά και η λειτουργία του διοικητικού αυτού θεσμού εξασθενεί σταδιακά, με πιθανό απώτατο χρονικό όριο του βίου τον 7ο περίπου αιώνα.[108]

ΙΙ. Η παρακμή των αστικών κέντρων του νησιού της ερευνώμενης περιό-δου, πρέπει να εντοπισθεί στους εξής κυρίως λόγους:

(α) Στη βαθμιαία απώλεια της διοικητικής και οικονομικής ανεξαρτησίας των πόλεων, καθώς οι διοικητές των επαρχιών αφαίρεσαν σημαντικούς οικονομικούς πόρους από τις πόλεις,

(β) Στην αποφυγή αναλήψεως εκ μέρους των εύπορων πολιτών οικονο-μικών υποχρεώσεων, οι οποίες παλαιότερα κάλυπταν σοβαρό μέρος των δημοσιονομικών εξόδων των πόλεων. Όλο και περισσότεροι πλούσιοι πολί-τες, στις οικονομικές εισφορές των οποίων στηρίζονταν οι πόλεις για την παροχή πολλών και σημαντικών υπηρεσιών, εξασφαλίζουν πλέον με διά-φορα μέσα απαλλαγές από τις οικονομικές υποχρεώσεις προς τις πόλεις τους. Το γεγονός όμως αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι φτωχότεροι πολίτες να επιβαρύνονται περισσότερο οικονομικά και να είναι ακόμη πιο απρόθυμοι να αναλάβουν τις διάφορες λειτουργίες.

Όλα αυτά οδήγησαν σταδιακά μέχρι τον 7ο αιώνα στην οικονομική παρακμή και τον κίνδυνο εξαφανίσεως αυτής ακριβώς της τάξεως των πολιτών, πάνω στην οποία στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό τα οικονομικά των πόλεων και το επίπεδο των υπηρεσιών που παρείχαν στους πολίτες τους.

ΙΙΙ. Από τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους Γραμματικού (έτ. 535 περίπου) ―ένα έργο πολιτικής γεωγραφίας που προοριζόταν για την υποστήριξη του έργου των κρατικών υπαλλήλων, όταν αυτοί αποστέλλονταν να αναλάβουν υπηρεσία σε διάφορα σημεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας[109]- αναφέρονται κατά την περίοδο αυτή οι εξής 22 πόλεις της Κρήτης:[110]

? Γορτύνη, που ήταν η έδρα της Μητροπόλεως Κρήτης και η πρωτεύουσα του νησιού. Η Γόρτυνα κυριαρχεί στην περιοχή της Μεσαράς, ως ένα πολύ αξιόλογο αστικό, διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο. Η κυριαρχία της Γόρτυνας θεμελιώθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια, με αποτέλεσμα κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο οι παλαιότερες γειτονικές πόλεις να λειτουργούν στη σκιά και ακτινοβολία της Γόρτυνας. Η πρωτεύουσα της Κρήτης, με λιμάνι της τα Μάταλα, όχι μόνον οχυρωνόταν από ισχυρά τείχη αλλά και περιλάμβανε στο αστικό της ιστό εντυπωσιακά οικοδομήματα, όπως λουτρά, διοικητήριο, θέατρα, ιππόδρομο, αλλά και μεγαλοπρεπείς χριστιανικούς ναούς, οικοδομη-μένους στον αρχιτεκτονικό ρυθμό της βασιλικής. Από αυτούς, ως σπουδαιό-τερος θεωρούνταν ο αφιερωμένος στον πρώτο επίσκοπο του νησιού Άγιο Τίτο,[111]

? Ίνατος, που ευρισκόταν στα ανατολικά παράλια της Κρήτης, κοντά στη σημερινή Ζάκρο της Σητείας,

? Βίεννα, η σημερινή Βιάννος,

? Ιεράπετρα,

? Καμάρα, στον κόλπο Μεραμπέλλου,  

? Άλλυγγος,

? Χερσόνησος, στην επαρχία Πεδιάδος,

? Λύκτος, στην περιοχή Ξειδά Πεδιάδος,

? Αρκαδία, κοντά στο χωριό Αρκάδι Μονοφατσίου,

? Κνωσός, νοτιοανατολικά του Ηρακλείου,

? Σούβριτα, κοντά στο χωριό Θρόνο της επαρχίας Αμαρίου,  

? Οάξιος, όπου και το ομώνυμο σήμερα χωριό της επαρχίας Μυλοποτά-μου,  

? Ελεύθερνα, κοντά στο σημερινό χωριό Πρινές της επαρχίας Μυλοποτά-μου,  

? Λάμπαι, κοντά στο σημερινό χωριό Λαμπινή της επαρχίας Αγ. Βασι-λείου,  

? Άπτερα, κοντά στο σημερινό χωριό Καλά Χωράφια της επαρχίας Από-κορώνου,  

? Κυδωνία, εκεί όπου ευρίσκονται σήμερα τα Χανιά. Η Κυδωνία διατή-ρησε επί αιώνες -και πάντως μέχρι την έναρξη της αραβικής περιόδου- την ιδιαίτερα αξιόλογη θέση της, τόσο ως αστικό και εμπορικό κέντρο, όσο και ως εξαγωγικό λιμάνι.[112]

? Κίσαμος, εκεί όπου ευρίσκεται σήμερα η κωμόπολη Καστέλι της επαρχίας Κισάμου. Η Κίσαμος ήταν αρχικά το επίνειο της Πολυρρηνίας, μετά όμως την παρακμή της τελευταίας στα ρωμαϊκά χρόνια, η Κίσαμος ακολούθησε, ήδη από τον 4ο αιώνα και πάντως μέχρι τον 7ο αιώνα, τη δική της αστική, εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη.  

? Καντανία, εκεί όπου ευρίσκεται σήμερα η Κάντανος της επαρχίας Σελίνου,  

? Έλυρος, κοντά στο χωριό Ροδοβάνι της επαρχίας Σελίνου,  

? Αραδήν ή Φοινίκη, εκεί όπου σήμερα ευρίσκεται το ομώνυμοι χωριό Αράδαινα της επαρχίας Σφακίων.

? Κλαύδος (πρόκειται για το νησί Γαύδος).

Ωστόσο, ο ανωτέρω κατάλογος δεν θα πρέπει να θεωρείται πλήρης, αφού, για παράδειγμα, απουσιάζει από αυτόν η πόλη Συΐα (δηλαδή η σημερινή Σούγια Σελίνου), η οποία από άλλες πηγές είναι βεβαιωμένο ότι λειτουρ-γούσε ως ένας πλήρως ανεπτυγμένος οικισμός, ενδεχομένως μάλιστα να αποτελούσε και αξιόλογο διοικητικό κέντρο της Κρήτης.[113]

1.5. Επιδρομές κατά της Κρήτης – Ζητήματα αμυντικής οχύρωσης. 

Ι. Όπως ήδη ειπώθηκε, η ειρηνική ζωή της Κρήτης άλλαξε δραματικά από τον 7ο αιώνα και μετά, όταν οι Κρήτες είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν επιδρομές Σλάβων (αναφέρεται μία το έτος 623) και Αράβων (Σαρακηνών) πειρατών, που είχαν οι συχνότερες και καταστρεπτικότερες. Πρώτη γνωστή αραβική επιδρομή μνημονεύεται το έτος 654 ενώ ακολούθησαν και άλλες, δημιουργώντας πλέον μία μόνιμη αμυντική ανασφάλεια στους κατοίκους του νησιού.

Είναι απορίας άξια η έλλειψη οποιωνδήποτε ιστορικών μαρτυριών που να κάνουν λόγο για αμυντική θωράκιση του νησιού από το βυζαντινό στόλο και παροχή εκ μέρους της κεντρικής στρατιωτικής διοίκησης οποιασδήποτε προ-στασίας, αδράνεια που φαίνεται ότι αποθράσυνε τους Σαρακηνούς πειρατές.

Νέες αραβικές επιδρομές αναφέρονται τις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα. Οι επιθέσεις αυτές είναι πολύ πιθανό να οδήγησαν και σε κατάληψη ενός μέρους του εδάφους της Κρήτης. Οι πειρατές, μη βρίσκοντας σοβαρή αντίσταση, ήταν προφανές ότι θα εκμεταλλεύονταν ολοένα και περισσότερο την πλεονεκτική θέση της Κρήτης, ως ένα νέο τους ορμητήριο στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου - τόσο άλλωστε ενδιαφέρουσας από ναυτιλιακής και εμπορικής πλευράς.

Περαιτέρω, αποφασιστικής γεωπολιτικής και στρατιωτικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων που αφορούσαν την Κρήτη, στάθηκε η δημι-ουργία ανεξάρτητων αραβικών κρατών στην Ισπανία, τη Βόρεια Αφρική και την Αίγυπτο, καθώς τώρα η Κρήτη δεν αποτελούσε παρά έναν κεντρικό στόχο στον ιερό πόλεμο που εξαπέλυσαν οι Άραβες κατά της βυζαντινής αυτοκρατορίας.[114]

ΙΙ. Είναι γνωστό ότι η ασφαλής πολιτική οργάνωση και διοίκηση του βυζαντινού κράτους βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη στιβαρή στρατιωτική του μηχανή, καθώς ολοένα και περισσότεροι ήταν οι εχθροί που περιστοί-χιζαν απειλητικά την αυτοκρατορία. Οι επιδρομές είτε από οργανωμένους εχθρούς είτε από περιστασιακούς πειρατές, ήταν συνεχείς και απαιτούσαν διαρκή εγρήγορση για την άμυνα όχι μόνον των επαρχιών αλλά συχνά ακόμη και αυτής της πρωτεύουσας.

Το γεγονός αυτό εξηγεί το λόγο για τον οποίο η στρατιωτική τέχνη των βυζαντινών αναπτύχθηκε σε ιδιαίτερα υψηλό βαθμό, όπως γνωρίζουμε πλην άλλων και από τα συναφή εγχειρίδια. Μεταξύ των τελευταίων, περίοπτη θέση κατέχει το Στρατηγικόν του αυτοκράτορα Μαυρικίου (539-602), μία από τις καλύτερα σωζόμενες πραγματείες για το στρατό της εποχής. Ανάλογο περιεχόμενο είχαν τα Τακτικά (900 περίπου)[115] του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ καθώς και το Στρατηγικόν του παλιού στρατιωτικού Κεκαυ-μένου (11ος αι.).

Όπως βάσιμα συνάγεται από το Στρατηγικόν του Μαυρικίου, κάθε επαρχία -άρα και το νησί της Κρήτης- διέθετε οργανωμένες αξιόμαχες τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι άνδρες των οποίων μάθαιναν τη χρήση περισσότερων όπλων για την αποτελεσματικότερη άμυνα της επαρχίας τους από τις εχθρικές επιδρομές.

Η στρατιωτική θητεία αποδεικνυόταν σημαντικό δημόσιο βάρος, ιδίως στις επαρχίες των συνόρων, όπου σε περιπτώσεις επιδρομών ενεργο-ποιούνταν τοπικές ‘εθνοφρουρές’. Σκοπός τους, η αποτροπή των επιδρομέων από την λεηλασία και καταστροφή της σοδειάς της περιοχής καθώς και την αρπαγή κοπαδιών των κατοίκων.

Τον 8ο αιώνα οι Ίσαυροι αποφασίζουν να θωρακίσουν την αυτοκρατορία αναδιοργανώνοντας και τελειοποιώντας το παλαιότερο πολιτικο-στρατιωτικό σύστημα των θεμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε επαρχία (θέμα) προστατευ-όταν από μόνιμα στρατιωτικά συντάγματα ή θέματα, που στρατολογούνταν από ντόπιους, υπό την εξουσία ενός στρατηγού. Ο τελευταίος διοριζόταν απευθείας από τον αυτοκράτορα και ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής της πολιτικής διοίκησης αλλά και αρχηγός του στρατού στην επαρχία του. Συνεπώς, ο θεσμός των θεμάτων αποτέλεσε μία ανατροπή της διοικητικής πρακτικής του Διοκλητιανού, κατά την οποία πολιτική και στρατιωτική εξουσία έπρεπε να χωρίζονται.

Τα θέματα υποδιαιρούνταν σε δύο ή τρεις τουρμαρχίες ή μέρη, υπό τον τουρμάρχη ή μεράρχη. Κάθε τούρμα υποδιαιρούνταν, για σκοπούς στρατιω-τικούς, σε τρεις μοίρες, κάθε μία υπό έναν δρουγγάριο. Τέλος, κάθε μοίρα διαιρούνταν σε δέκα ομάδες ή τάγματα, κάθε ένας δε σχηματισμός από αυτούς τελούσε υπό τις διαταγές ενός κόμη.

Προορισμός του θεματικού στρατού ήταν να εμποδίζει τις ξένες εισβολές, με την ενίσχυση που παρείχαν και οι κοντινοί θεματικοί στρατοί. Η άμυνα όμως των παραλίων ήταν ανατεθειμένη σε μονάδες του βυζαντινού στόλου, που χρησιμοποιούσαν το υγρό πυρ μόνον για να απομακρύνουν τους πολιορκητές.

Κύριο στοιχείο της βυζαντινής στρατηγικής τέχνης ήταν η φρόνηση και η οικονομία δυνάμεων, καθώς ουδέποτε γνώριζαν από πού θα δεχθούν επίθεση στα σύνορα της αχανούς αυτοκρατορίας. Διαρκής ήταν η μέριμνα για την προφύλαξη από ενέδρες ή και εμφύλιους αιφνιδιασμούς, ακόμη και με ενέργειες που δεν μπορούσαν πάντοτε να δικαιολογηθούν ηθικά (για παρά-δειγμα, συχνή ήταν η πρακτική της αποστολής ενοχοποιητικών γραμμάτων σε στρατηγούς, με σκοπό τη δημιουργία προστριβών με τους ανωτέρους τους).

Οι βυζαντινοί φρόντιζαν να μαθαίνουν καλά την πολεμική νοοτροπία και τακτική των σημαντικότερων και πιο μόνιμων εχθρών τους, ώστε να μπορούν στο εξής να τους απωθούν αποτελεσματικότερα.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το βυζαντινό ναυτικό ποτέ δεν έτυχε φροντίδας του κράτους ανάλογης με τα χερσαία στρατεύματα, γεγονός που εξηγεί τη διαχρονικά ευάλωτη άμυνα της Κρήτης αλλά και άλλων νησιών του Αιγαίου στις πειρατικές κυρίως επιδρομές. Τα στρατιωτικά εγχειρίδια ελάχιστα αναφέρουν σχετικά, από τα οποία δεν μπορούμε να διαμορφώ-σουμε μία στοιχειώδη εικόνα της βυζαντινής ναυτικής τέχνης. Άλλωστε, τους πρώτους αιώνες, όταν όλη η Μεσόγειος ήταν μία βυζαντινή λίμνη, η σχετική ανάγκη δεν εμφανιζόταν τόσο επιτακτική. Παρόλα αυτά, γνωρί-ζουμε ότι ένα από τα σημαντικότερα αμυντικά όπλα των βυζαντινών στη θάλασσα ήταν το υγρό πυρ, η ακριβής σύνθεση του οποίου παραμένει και σήμερα ένα μυστικό.[116]

Την ανάγκη για ενίσχυση του βυζαντινού ναυτικού κατέδειξε η ολοένα αυξανόμενη δύναμη των Αράβων, που στηριζόταν στον σπουδαίο στόλο τους. Έτσι, επί Ηρακλείου (7ος αι.), καταφάνηκε η ανάγκη για τη στρατιω-τική αξιοποίηση των ναυτικών δρόμων, που μπορούσαν να διευκολύνουν καλύτερα την άμυνα. Δημιουργήθηκαν δύο ναυτικά θέματα, των Κιβυρραιω-τών, στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, και το θέμα του Αιγαίου, που το αποτελούσε ένα μέρος από τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης. Το κάθε θέμα είχε για διοικητή έναν δρουγγάριο, ανώτατος δε αρχηγός και των δύο δρουγγαρίων ήταν ο ‘στρατηγός των καραβισιιάνων’.

Βασική πολεμική μονάδα του βυζαντινού ναυτικού ήταν ο ‘δρόμων’, που μπορούσε να περιλάβει από εκατό έως τριακόσιους άντρες, ενώ γρηγο-ρότερα πλοία ήταν οι ‘πάμφυλοι’, οι ‘ναυαρχίδες’ και οι ‘γαλέρες’. 

Η στασιαστική ωστόσο συμπεριφορά των ανωτέρω αξιωματούχων απέ-ναντι σε αυτοκράτορες, ώθησε τους τελευταίους στην ολέθρια απόφαση να αποδυναμώσουν τη βυζαντινή ναυτική δύναμη.  Αυτό είχε σαν συνέπεια να εμφανιστούν τον 9ο αιώνα πάλι αραβικοί στόλοι, οι οποίοι, αφού πρώτα κυρίεψαν την Σικελία, να καταλάβουν στη συνέχεια και την Κρήτη, την οποία κατέστησαν ορμητήριό τους απειλώντας όλα τα παράλια του Αιγαίου.

Η Κρήτη, ως ενταγμένη στην Επαρχότητα του Ιλλυρικού, τμήμα του οποίου αποτελούσε και η Ελλάδα, ανήκε αρχικά και αυτή στο θέμα Ελλάδος. Αργότερα όμως, με τη διάσπαση του θέματος αυτού σε περισσότερα, η Κρήτη θα πρέπει να αποτέλεσε ξεχωριστό θέμα. Μνημονεύεται μάλιστα στο Βίο του αγίου Στεφάνου του Νέου ο Θεοφάνης Λαρδότυρος, ως ‘άρχοντας, στρατηγός και αρχισατράπης της Κρήτης’ (περ. 764/765), ενώ περί τα μέσα του 9ου αιώνα, το τακτικό Uspenskij αναφέρεται ταυτόχρονα σε ‘στρατηγό Κρήτης’ και ‘άρχοντα Κρήτης’ (για το ίδιο ζήτημα, βλ. περισσότερα στο δεύτερο μέρος του παρόντος).

ΙΙΙ. Η κεντρική ωστόσο κρατική διοίκηση παραμέλησε γενικότερα τις βυζαντινές επαρχίες, μεταξύ αυτών και την Κρήτη, καθώς χαρακτηριστικό στοιχείο της όλης διοικητικής και οικονομικής οργάνωσης του Βυζαντίου αποτέλεσε η προνομιακή μεταχείριση της Κωνσταντινούπολης[117]. Η τακτική αυτή είχε ως φυσικό επακόλουθο τη σταδιακή απώλεια του κύρους του βυζαντινού κράτους στη μεγαλόνησο.

Επιπλέον, η κακοδιοίκηση και η επιβολή πολλαπλών φορολογικών βα-ρών έκανε τους Κρήτες να δυσανασχετούν και να επαναστατούν διαρκώς.[118] Αξιοσημείωτη ως προς τούτο είναι η πληροφορία που μας παρέχει ο βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης,[119] σύμφωνα με την οποία το έτος 732 ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος επέβαλε ειδικά στην Κρήτη και τη Σικε-λία βαρύτατη φορολογία, προκειμένου να ισοσκελισθεί ο προϋπολογισμός του κράτους: «και όσα μεν επί Λέοντος του ασεβούς κακά χριστιανοίς συνέβη… και περί των πολιτικών διοικήσεων αισχρού κέρδους και φιλαρ-γυρίας επινοία κατά Σικελίαν και Καλαβρίαν και Κρήτην…».[120] Όπως σχετικά πιθανολογείται: «Ο λόγος ήταν ίσως εκδικητικός. Η Κρήτη, που έμενε με φανατισμό προσηλωμένη στην ορθόδοξη παράδοση, ακολούθησε κατά την εικονομαχική κρίση εικονόφιλη πολιτική και προσχώρησε στη στάση των Ελλαδικών το 727 κατά του εικονομάχου αυτοκράτορα».[121]

Ωστόσο, τα γεγονότα της εικονομαχίας ελάχιστη απήχηση είχαν στην ίδια την Κρήτη - αν και είναι γνωστό πόσο κατατάραξαν την Κωνσταντινούπολη καθώς και άλλα μεγάλα τμήματα της υπόλοιπης αυτοκρατορίας. Μοναδική απτή συνέπεια της εικονομαχικής εμφύλιας έριδας για την Κρήτη, ήταν η βίαιη αφαίρεση του Ανατολικού Ιλλυρικού, στο οποίο ανήκε και η ίδια, και η οριστική του ενσωμάτωση στη δικαιοδοσία του θρόνου της Κωνσταντινού-πολης.

 

2. Η βυζαντινή απολυταρχία.

2.1. Η Κωνσταντινούπολη ως κέντρο της αυτοκρατορίας. Πολιτικές, διοικητικές, οικονομικές και στρατιωτικές συνέπειες.

Ι. Στις 11 Μαΐου του έτους 330[122] τελούνται από τον Μ. Κωνσταντίνο τα επίσημα εγκαίνια της ‘Νέας Ρώμης’ -που καθιερώθηκε τελικά να ονομάζεται ‘Κωνσταντινούπολη’-, ως νέας πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατο-ρίας.[123] Η μεταφορά του πολιτικού, διοικητικού, οικονομικού και στρατιω-τικού κέντρου του αχανούς ρωμαϊκού κράτους στη στρατηγική θέση της Ανατολής,[124] όπου είχε από αιώνες πριν ιδρυθεί η άσημη αρχαιοελληνική αποικία με το όνομα ‘Βυζάντιον’,[125] αποδείχθηκε κατά τους επόμενους αιώ-νες γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, αφού έμελλε να οδηγήσει στη βαθιά μεταμόρφωση της φυσιογνωμίας του ρωμαϊκού κράτους και την ανάδειξή του σε μια υπερχιλιόχρονη θεοκρατική αυτοκρατορία.

Από τη στιγμή της ιδρύσεώς της ως πρωτεύουσας, η Κωνσταντινούπολη θα αποτελέσει το σημαντικότερο και πλουσιότερο αστικό κέντρο όλης της αυτοκρατορίας, μία ισχυρότατη πολιτική έδρα από την οποία εκπορεύονταν οι σπουδαιότερες διοικητικές, οικονομικές και στρατιωτικές αποφάσεις με εφαρμογή σε όλο το εύρος του βυζαντινού κράτους, σε όλους σχεδόν τους τομείς της κρατικής δραστηριότητας. Για τον ίδιο λόγο, η Πόλη αναδείχθηκε σύντομα σε επίκεντρο της πολιτιστικής, πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής της αυτοκρατορίας, επηρεάζοντας αναλόγως τη μελλοντική πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Έτσι, η κατοχή της Κωνσταντινούπολης ήταν αποφασιστικός παράγοντας για όποιον επεδίωκε να κυβερνήσει όλη την αυτοκρατορία. Ακολουθούσαν σε σημασία αρχικά οι δυτικές πόλεις Ρώμη, Καρχηδόνα και Μεδιόλανο (Μιλάνο), αργότερα δε οι ανατολικές Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια.    

Ο διοικητικός και οικονομικός αυτός υπερσυγκεντρωτισμός της αυτοκρα-τορίας οφειλόταν όχι απλώς στα γεωγραφικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα της πρωτεύουσας αλλά κυρίως στην απολυταρχική και συγκεντρωτική πολιτική δόμηση όλης της αυτοκρατορίας, που είχε ως υπέρτατο θεσμικό της κέντρο τον αυτοκράτορα και την διοικητική υπαλληλική ιεραρχία η οποία τον περιστοίχιζε.

ΙΙ. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας θεωρούνταν, μαζί με τα καθήκοντα, τις δικαιοδοσίες και το σύνολο των εξουσιών του, ως φυσική και άμεση συνέχεια των ρωμαίων αυτοκρατόρων, αντίληψη η οποία τους επέβαλε και την υποχρέωση να διατηρήσουν τη μέχρι τότε ζωντανή ρωμαϊκή πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά.

Τους πρώτους αιώνες ο αυτοκράτορας προσαγορευόταν ‘Αύγουστος’ ή ‘Imperator’? ακολούθως όμως, από την εποχή του Ηρακλείου και μέχρι την πτώση της βασιλεύουσας, διαμορφώθηκε σταδιακά ο επισημότερος τίτλος «πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων», προσαγόρευση που ―με τη συνδρομή και του έντονα συμβολιστικού τυπικού της αυλής― υπογράμμιζε το θεοκρατικό χαρακτήρα του Βυζαντίου.[126]

Λόγω του απολυταρχικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, οι εκάστοτε προσωπικές πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, καθώς και η ατομική ιδιοπροσωπία ή ο δυναμισμός του αυτοκράτορα, διαμόρφωναν καθοριστικά το γενικότερο πολιτικο-ιδεολογικό κλίμα που επικρατούσε στην αυτοκρα-τορία, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό τη ζωή των εκατομμυρίων υπηκόων της όπως και τις διπλωματικές, στρατιωτικές και πολιτιστικές σχέσεις με τους γείτονες.

Καθώς ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού η σύγκλητος άρχισε να περιορίζεται σε έναν μάλλον διακοσμητικό ρόλο, το πολίτευμα προσέλαβε χαρακτήρα καθαρά απολυταρχικό, υπό την απόλυτη εξουσία και έλεγχο του μονάρχη.[127] Ο ίδιος ασκούσε την ύπατη νομοθετική εξουσία, διενεργούσε πλήρη έλεγχο στα οικονομικά του κράτους, διόριζε και απέλυε χωρίς όριο όλους τους κρατικούς λειτουργούς, σύμφωνα με την ανέλεγκτη κρίση του. Επιπλέον, αναγνωριζόταν ως ο ανώτατος διοικητής του συνόλου των στρα-τιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας, διατηρώντας όμως παράλληλα το συμβολικό τίτλο του Μεγάλου Αρχιερέα, ως προς τα θρησκευτικής φύσεως ζητήματα.   

Θα ήταν ωστόσο ανακριβής η εντύπωση ότι, για τους πιο πάνω λόγους, το σύνολο των απολυταρχικών αυτοκρατορικών εξουσιών ήταν παντελώς χωρίς όρια: τα τελευταία ετίθεντο από τους αρχέγονους θεμελιώδεις νόμους του ρωμαϊκού λαού ή τις γενικές φυσικο-δικαιικές αρχές ηθικού χαρακτήρα, που γίνονταν καθολικά αποδεκτές στην εφαρμογή τους από τα εν γένει μέλη της ρωμαϊκής κοινωνίας.[128] Ο ίδιος ο αυτοκράτορας εμφορούνταν συχνά από την πεποίθηση ότι ασκούσε τις εξουσίες του ως εκπρόσωπος μεν του Θεού, προς όφελος όμως του ρωμαϊκού λαού, το γενικό συμφέρον του οποίου έπρεπε να αποτελεί σταθερό στόχο της αυτοκρατορικής πολιτικής.[129]

Προς επίρρωση των ανωτέρω δεν πρέπει άλλωστε να λησμονείται, αφενός μεν ότι ο θρόνος ήταν συχνά αιρετός και όχι απαραίτητα κληρονο-μικός, αφετέρου δε ότι ο λαός ή και ο στρατός κρατούσαν πάντοτε το δικαίωμα της εξέγερσης κατά του μονάρχη.[130] Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο λαός ή ο στρατός ανέτρεψαν αυτοκράτορες -όπως μεταξύ άλλων ήταν οι Φωκάς, Λέων ο Ίσαυρος και Λέων ο Αρμένιος και άλλοι- ανακηρύσσοντας άλλους ως αντικαταστάτες τους στο θρόνο.[131]

Λόγω της κληρονομικότητας που διείπε την αυτοκρατορική διαδοχή, η βυζαντινή ιστορία είναι λογικό να υποδιαιρείται, μεταξύ άλλων, και με κριτήριο τις βασιλικές δυναστείες. Την πρώιμη βυζαντινή περίοδο οι δυνα-στείες δεν είχαν τη μακροβιότητα που αργότερα χαρακτήρισε τις οικογένειες των Ηρακλειδών, Ισαύρων, Μακεδόνων, Κομνηνών και Παλαιολόγων.  

2.2. Οικονομικό υπόβαθρο.

Ι. Γενικά. Όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, η ιστορία του Βυζαντίου είναι, πρώτα απ’ όλα, η ιστορία της οικονομικής του πολιτικής και η ιστορία του εμπορίου του Μεσαίωνα.[132] Σε τούτο βοήθησε καθοριστικά το γεγονός ότι η γεω-στρατηγική καρδιά του Βυζαντίου, που εκτεινόταν από το Βόσπορο με την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κρήτη, συμπεριλαμβάνοντας τη Μικρά Ασία, το Αιγαίο και τις βόρειες ακτές της Αφρικής, ήταν μία σφύζουσα ζώνη, με ναυτιλία και εμπόριο σε μία διαρκή κίνηση, με πλούσια οικονομικά και εμπορικά αποτελέσματα.

Τα διάφορα εμπορικά προϊόντα έρχονταν από μακρινούς δρόμους της Άπω Ανατολής, διανύοντας από ξηράς με καραβάνια απέραντους ασιατικούς δρόμους. Από την Ερυθρά Θάλασσα και την Αίγυπτο περνούσαν ακολούθως στην ηπειρωτική Ευρώπη, κυρίως μέσω των θαλάσσιων δρόμων της Ανατο-λικής Μεσογείου, παρέχοντας την ευκαιρία, μεταξύ άλλων, και στους δεινούς θαλασσοπόρους Κρήτες να πλουτίσουν ασκώντας εκτεταμένες ναυτιλιακές δραστηριότητες.

Κύρια θαλάσσια οδός κατά τους μέσους αιώνες ήταν αυτή που ένωνε την Αίγυπτο και την Αφρική με την Κρήτη, τη Σικελία και τη Μονεμβασία. Πολλά προϊόντα έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί προ-ωθούνταν από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Τραπεζούντα και τη Ρωσία. Μέσα από τους ίδιους δρόμους, τα ονομαστά τότε χρυσοΰφαντα μεταξωτά του Βυζαντίου διακινούνταν στην Ανατολή, στη βορεινή χώρα των Χαζάρων καθώς και στα δυτικά έθνη.

Μπαχαρικά, βότανα, αλόη, μοσχοκάρφια, πιπέρι, ακατέργαστο μετάξι και άλλες σπάνια εμπορικά προϊόντα ή πρώτες ύλες κατέφθαναν από την Κίνα και τα βάθη της Ανατολής (Ινδία, Αφγανιστάν, κεντρική Περσία κ.λπ.) προς επεξεργασία συνήθως στα εργοστάσια της Τύρου και της Βηρυτού, προ-ωθούνταν δε στη συνέχεια, μέσα από τους πιο πάνω εμπορικούς δρόμους, στους λαούς της Μεσογείου και της Ευρώπης, φθάνοντας μέχρι και τη μακρινή Μεγάλη Βρετανία ή Σκανδιναβία.

Το αυτοκρατορικό νόμισμα προτιμούνταν ως ‘σκληρό’ μέσο συναλλαγής από τους εμπόρους όλων των φυλών της Ανατολής, γεγονός που βοηθούσε στην εξάπλωση του βυζαντινού εμπορίου.

Πρόβλημα  μόνιμο κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο αποτελούσε η έντονη πειρατική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως μετά το 824/826, όταν η Κρήτη έγινε μέχρι το 961 ορμητήριο των αδίστακτων Σαρακηνών πειρατών. Οι κίνδυνοι που παρουσίαζε το θαλασσινό εμπόριο φαίνονταν περισσότερο στο έργο των Ισαύρων ‘Νόμος Ροδίων Ναυτικός’, που αποτε-λούσε το σημαντικότερο ναυτιλιακό εμπορικό κώδικα της περιόδου. Ο κώδικας αυτός όριζε μεταξύ άλλων ότι ο έμπορος και ο ιδιοκτήτης του πλοίου όφειλαν να συνεργάζονται και να μοιράζονται την κάθε απώλεια του φορτίου, παρόλο που και οι επιβάτες μπορούσαν να είναι και εκείνοι μέλη του ίδιου συνεταιρισμού. Δεν θα πρέπει άλλωστε συναφώς να λησμονείται ότι οι καταιγίδες, οι πειρατές και οι λανθασμένοι χάρτες έκαναν τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις πολύ αβέβαιες και επικίνδυνες.

Ο μεγαλύτερος εμπορικός οίκος της Κωνσταντινούπολης ήταν το ίδιο το παλάτι, που μονοπωλούσε το εμπόριο των μεταξωτών. Άλλωστε, εμπορικές δραστηριότητες ασκούσαν και οι αυτοκράτορες ή οι ευγενείς, ενώ ορισμένες φορές χρηματοδότης κρατικών ή και στρατιωτικών δραστηριοτήτων ήταν η Εκκλησία. Μεγαλύτερα χρηματικά κέρδη απέφερε η καλλιέργεια και εκμε-τάλλευση της έγγειας ιδιοκτησίας, όπου η διαμεσολάβηση του κράτους ή οι διάφορες δημοσιονομικές, φορολογικές ή δασμολογικές επιβαρύνσεις ήταν ελαστικότερες από ότι στην εμπορική δραστηριότητα.  

Το κράτος ασκούσε έλεγχο στο εμπόριο και στη βιομηχανία χάρη σε ένα σύστημα συντεχνιών, όπως μπορούμε να γνωρίζουμε από το Επαρχικόν Βιβλίον, εγχειρίδιο που συντάχθηκε περί το 900 και μάς σώζει μία ιδέα σχε-τικά με το πώς δούλευε όλο το σύστημα. Αρμόδιος για όλα τα θέματα αυτά ήταν κατά κανόνα ο Έπαρχος, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και ο κοιαίστωρ.

Κάθε βιομηχανία είχε τη συντεχνία της, κανένας δε δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Η συντεχνία αγόραζε συλλογικά τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν για τη βιομηχανία της και τις μοίραζε στα μέλη της, που πουλούσαν τα είδη που έφτιαχναν σε ορισμένο δημόσιο χώρο και με κέρδος καθορισμένο από το γραφείο του Επάρχου. Καθορισμένες ήταν ακόμη οι ώρες εργασίας όπως και οι μισθοί των εργατών. Η τιμωρία για οποιαδήποτε παράβαση των κανονισμών της συντεχνίας ήταν η διαγραφή από τα μητρώα της, γεγονός που σήμαινε ότι ο παραβάτης δεν μπορούσε πια να εργαστεί.

Ωστόσο, από τον 10ο αιώνα και μετά εγκαθιδρύεται η ναυτιλιακή παντο-κρατορία των Βενετών, η οποία ξεκίνησε με την επικράτησή τους στην Αδριατική, περιλαμβάνοντας κυρίως όπλα, δούλους, ξυλεία και χοντρά μάλλινα υφάσματα. Οι δυτικοί πρέσβεις ταξίδευαν προς την Κωνσταντινού-πολη συνήθως με πλοία της Βενετίας, τα οποία, εκτός από το εμπόριο, εκτελούσαν και ταχυδρομικές υπηρεσίες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 1180 ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη περίπου 60.000 δυτικοί, γεγονός που προκάλεσε ακολούθως οξύτατες αντι-δράσεις των βυζαντινών και ανάκληση των όποιων προνομίων είχαν δοθεί σε Ιταλούς. Αυτό όμως δεν μπόρεσε να ανασχέσει την τραγική εξέλιξη που σηματοδότησε η Δ΄ Σταυροφορία, με την καταστροφή της αυτοκρατορίας το 1204. Άλλωστε, από τον 11ο ήδη αιώνα η ιταλική παρέμβαση στο εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου επιτάχυνε τη συνεχή υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική αιτία για την παρακμή και πτώση του Βυζαντίου. 

ΙΙ. Φορολογικό σύστημα. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο η οικονο-μία του νησιού έχει χαρακτήρα κυρίως γεωργοκτηνοτροφικό, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει η ανάπτυξη της ναυτιλίας και του διαμετακομιστικού εμπο-ρίου. Αλλά και εδώ τα προβλήματα ήταν πολλά και μεγάλα, καθώς η κοινω-νία της Κρήτης είχε -όπως άλλωστε γενικότερα όλη βυζαντινή κοινωνία- έντονα ταξική διάρθρωση, με τον απλό λαό και τους αγρότες να είναι δουλοπάροικοι στην εκμετάλλευση των φεουδαρχών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με το νομοθέτημα «Γεωργικός Νόμος» των Ισαύρων καταβλήθηκε προσπάθεια να εξομαλυνθεί η έντονη ταξική συγκρό-τηση και να εμπεδωθεί μία δικαιότερη αντιμετώπιση των αγροτών του Βυζαντίου, με κύριο μέσο την φορολογική ελάφρυνση των τελευταίων.

Κατά την περίοδο αυτή, οι δημοσιονομικές πηγές εσόδων, ήταν κυρίως δύο:

(α) Η κύρια φορολογία, δηλαδή το σύνολο των τακτικών και έκτακτων φόρων (χρηματικών ή σε είδος), δασμών και τελών. Οι τακτικοί άμεσοι φόροι αποτελούσαν τη μειοψηφία των φορολογικών εσόδων. Μεταξύ αυτών, δεσπόζουσα θέση είχε ο ‘κεφαλικός’ φόρος, ο οποίος επιβλήθηκε την εποχή του Διοκλητιανού ενώ αργότερα μετονομάσθηκε σε ‘καπνικόν’. Επειδή η πλειοψηφία των πολιτών ασχολείται με τη γεωργία και κτηνοτροφία, επαγγέλματα που βαρύνονται με φόρο εισοδήματος, οι γεωργοί βαρύνονται με τον ‘γεωργικό κτηματικό φόρο’, που είναι φόρος επί της γεωργικής παραγωγής, ενώ παράλληλα υπάρχει και ο φόρος που βαρύνει τις ‘βοσκές’.

(β) Οι ‘λειτουργίες’ (honores) και οι ‘αγγαρείες’ (munera), δηλαδή η ευρύτατη χρησιμοποίηση των δωρεάν υπηρεσιών των πολιτών και της περιουσίας τους για την ικανοποίηση ιδιαίτερων κρατικών και αστικών σκοπών. Η σημασία των υπηρεσιών αυτών για τη δημόσια οικονομία ειδικά του πρώιμου Βυζαντίου ήταν πολύ μεγάλη, διότι έτσι το βυζαντινό κράτος εξασφάλιζε έμμισθους υπαλλήλους και σημαντικούς χρηματικούς πόρους για την κάλυψη των φορολογικών του αναγκών.[133]

Ειδικότερα, βάση του βυζαντινού φορολογικού συστήματος αποτέλεσε το ‘σύστημα της jugatio-capitatio’, το οποίο εισήγαγε ο Διοκλητιανός. Στα πλαίσια του συστήματος αυτού, τόσο η γη, όσο και η αυτόνομη, εξαρτημένη ή δούλη ανθρώπινη εργασία, εκτιμώνταν με ισοδύναμες και ισότιμες μονάδες, που ονομάζονταν για μεν τη γη ‘ζυγόν’ (jugum), για δε την εργασία ‘κεφαλή’ (caput) ως προς τον άνθρωπο και τα ζώα. Το άθροισμα της iugatio (= σύνολο των juga - ζυγών) και της capitatio (σύνολο των capita - κεφαλών) αποτελούσε το σύνολο των φορολογικών υποχρεώσεων ενός αγροκτήματος ή μίας περιοχής.[134] Αν και το ζυγόν όπως και η κεφαλή αποτελούσαν ιδεατές μονάδες που αντιστοιχούσαν σε ίση αξία έργου ή εισοδήματος, μπορούσαν ωστόσο να αναφέρονται σε διαφορετικά φορολογητέα αντικείμενα. Όπως διαπιστώνουμε από κείμενα της εποχής, η καλλιέργεια διακρίνεται σε ‘σπόριμον’ (= αρόσιμη) γη πρώτης και δεύτερης ποιότητας, αμπελώνες ή ελαιόδενδρα (‘γύρους ελαιών’) πρώτης και δεύτερης ποιότητας κ.ο.κ. Κάθε ζυγόν αντιστοιχεί σε διαφορετική έκταση γης: 1 ζυγόν αντιστοιχούσε προς 20 jugera σπόριμης γης πρώτης ποιότητας ή 40 jugera δεύτερης ή ορεινής γης, ή 60 jugera τρίτης ποιότητας κ.ο.κ. 

Προς διευκόλυνση της φορολογήσεως συντάχθηκαν ‘κτηματολόγια’, όπου καταγράφονταν τα αποτελέσματα της αποτιμήσεως της γης και της εργατικής δύναμης ανθρώπων και ζώων και σε ‘ζυγά’ και ‘κεφαλές’. Τα κτηματολόγια ήταν τριών ειδών:

- Τοπικά: ήταν αναλυτικά κτηματολόγια που περιελάμβαναν τα ονόματα των φορολογουμένων, το όνομα του χωριού τους και στη συνέχεια με κριτή-ριο την ποιότητά τους τις γαίες τους σε jugera, ακόμη τους αμπελώνες, τα ελαιόδενδρα με κριτήριο την ποιότητά τους, τους πάροικους οικογενειακώς, τους δούλους και τα ζώα.

- Συνοπτικά: ήταν τα κτηματολόγια των επάρχων του πραιτωρίου και περιελάμβαναν τις πόλεις κάθε επαρχίας με τον αριθμό των φορολογικών τους μονάδων.

- Κεντρικό: περιελάμβανε τον αριθμό των φορολογικών μονάδων κατά επαρχίες.

Τα τοπικά κτηματολόγια συντάσσονταν βάσει δηλώσεων των ίδιων των φορολογουμένων, που δήλωναν την έκταση και ποιότητα γης, ανθρώπους και ζώα. Οι δηλώσεις αυτές ανανεώνονταν κάθε πέντε (5) χρόνια. Ειδικοί υπάλληλοι, αφού επαλήθευαν το περιεχόμενο των ανωτέρω δηλώσεων, απο-τιμούσαν στη συνέχεια τη φορολογητέα ύλη σε ζυγά και κεφαλές. Ιδιαίτερη κατηγορία υπαλλήλων επέβλεπε την τακτική καταβολή των φόρων, έχοντας τη δυνατότητα να εισηγηθούν την προσαρμογή του φόρου στις πραγματικές δυνατότητες των φορολογουμένων, μετά από εκτίμηση εξωτερικών τεκμη-ρίων. Με το σύστημα αυτό καταβαλλόταν προσπάθεια να συλληφθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια η φορολογητέα ύλη, ώστε το προϊόν των πολλαπλών φόρων να αντιμετωπίζει κατά το δυνατόν τις τεράστιες κρατικές δαπάνες[135].  

Οι βυζαντινοί φόροι ήταν πολυάριθμοι και απέβλεπαν τόσο σε σκοπούς ταμιευτικούς, όσο και σε κοινωνικούς, δηλαδή στη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών με τη συμβολή των φορολογουμένων στις κρατικές δαπάνες ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες.

Διακρίνονταν ως εξής:

(α) Άμεσοι φόροι: Οι άμεσοι φόροι διακρίνονταν περαιτέρω, για λόγους δικαιοσύνης, σε:

- Γενικούς. Οι γενικοί φόροι βάρυναν ανεξαίρετα όλους τους φορολογου-μένους. Τέτοιοι ήταν:

? Η ‘αννώνα’: Ο φόρος αυτός καταβαλλόταν αρχικά σε είδος, κατόπιν έγινε μεικτός και καταβαλλόταν σε είδος και χρήμα. Προοριζόταν για την τροφοδοσία του στρατού και της Κωνσταντινούπολης.

? Η ‘εσθής’ (canon vestium): προοριζόταν για την κάλυψη των αναγκών επενδύσεως και εξαρτήσεως του στρατού.   

? Η ‘εισφορά ίππων’ (equorum collatio): για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών σε άλογα.

? Ο ‘χρυσός τιρώνων’ (aurum tironicum): ήταν ουσιαστικά το σε χρήμα τμήμα της φορολογικής στρατολογίας ή ο παντελής εξαργυρισμός της.[136]

-  «Φόρους τάξεων». Διακρίνονταν σε «τακτικούς» και «έκτακτους».

Τακτικοί φόροι τάξεων ήταν:

? Η ‘εισφορά γης’ και η ‘ευχετήρια εισφορά’, που βάρυναν τους συγκλη-τικούς.

? Το ‘χρυσάργυρο’, που βάρυνε τους εμπορευόμενους και τους βιο-τέχνες.[137]

Έκτακτοι φόροι τάξεων ήταν:

? Η ‘προσφορά χρυσού’, την οποία όφειλαν να δίνουν οι συγκλητικοί στον αυτοκράτορα σε εξαιρετικές εορταστικές ευκαιρίες.

? Το «στεφανικόν χρυσίον», που αποτελούσε εισφορά των βουλευτών των πόλεων ανάλογη προς την προσφορά χρυσού των συγκλητικών, που η παράδοσή του συνοδευόταν συνήθως από έναν πανηγυρικό, τον «στεφανικό λόγο», όπως τον ονόμαζαν[138].

(β) Έμμεσοι φόροι: Στην κατηγορία των έμμεσων φόρων ανήκαν πολυ-άριθμοι φόροι, μεταξύ των οποίων και:

? Οι ‘φόροι αγοραπωλησιών’.

? Τα ‘διαπύλια’ και ‘διαγώγια τέλη’.

? Οι φόροι μεταβιβάσεως ακινήτου περιουσίας, ειδικότερα οι φόροι μεταβιβάσεως ακίνητης περιουσίας βουλευτή σε πρόσωπο που δεν ανήκε στο βουλευτήριο της πόλης, κ.ά.

Περαιτέρω, οι τελωνειακοί δασμοί ανέρχονταν συνήθως σε 12,5% επί της αξίας (ad valorem) των εισαγόμενων ειδών.[139] Υπεύθυνοι για την είσπραξη των τελωνειακών δασμών ήταν αρχικά οι comites commerciorum και από τα τέλη του 5ου αιώνα οι κομμερκιάριοι.

Τον βυζαντινό φορολογούμενο δεν βάρυναν, όμως, μόνον οι ανωτέρω παντοειδείς φόροι και δασμοί, αλλά και ολόκληρη σειρά τελών, όπως:

(α) Τέλη για την έκδοση εγγράφων διορισμού σε δημόσια θέση,

(β) Τέλη λόγω προαγωγής,

(γ) Τέλη εκδόσεως πιστοποιητικών,

(δ) Τέλη αντιγράφων δικαστικών αποφάσεων,

(ε) Τέλη για την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας εκ μέρους κρατικών αρχών,[140] κ.λ.π.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, με τις ‘λειτουργίες’ και ‘αγγαρείες’ (munera) γινόταν ευρύτατη χρήση των δωρεάν υπηρεσιών των πολιτών και της περιουσίας τους για την ικανοποίηση ιδιαίτερων κρατικών και αστικών σκοπών.

Το φαινόμενο αυτό αποτελούσε συνέχεια των αρχαίων λειτουργιών και είχε ήδη από το 2ο αιώνα προσλάβει μεγάλη έκταση, οργανώθηκε δε συστηματικά κατά την περίοδο των Σεβήρων για να αποτελέσει ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα του ρωμαϊκού κράτους.

Οι υπηρεσίες τις οποίες καλούνταν να προσφέρουν οι πολίτες διακρί-νονταν στις εξής δύο κατηγορίες:

(α) Υπηρεσίες που συνεπάγονταν την απονομή ενός τίτλου στον πολίτη (honores),

(β) Υπηρεσίες που επιβάλλονταν χωρίς απονομή τίτλου (munera).

Η ανωτέρω διαφορά είχε κατά τα πρώτα ρωμαϊκά έτη πρακτική σημασία. Ο τίτλος, η τιμή (dignitas) που συνόδευε τις υπηρεσίες γινόταν συχνά αιτία, ώστε οι πλούσιοι πολίτες να αναλαμβάνουν εθελοντικά και χωρίς εξαναγκα-σμό τις τιμητικές υπηρεσίες (honores). Αντίθετα, οι απλές υπηρεσίες (munera) εκτελούνταν πάντοτε με κρατικό εξαναγκασμό.[141]

Από τον 3ο όμως αιώνα και μετά οι πολίτες παρουσιάζουν μία απροθυμία για την παροχή εθελοντικών υπηρεσιών, οι δε απλές υπηρεσίες (munera) απέβησαν σε σύνηθες και τακτικό μέσο για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών.  

Οι «λειτουργίες» αφορούσαν στην παροχή υπεύθυνων ή ηγετικών υπηρεσιών προς την κοινότητα, σε αντίθεση προς τα munera που απαιτού-σαν σωματικές εργασίες ή γενικότερα καταβολή σοβαρής προσωπικής απασχόλησης.

Munera, λ.χ., ήταν:

- η τήρηση των λογιστικών βιβλίων της κοινότητας,

- η είσπραξη φόρων,

- η κηδεμονία ανήλικων ορφανών

- προμήθεια λαδιού για την πόλη,

- ανάληψη δαπανών για τους ιπποδρομιακούς αγώνες, κ.λ.π.   

Μεικτό χαρακτήρα είχε η ανάληψη ορισμένων κοινοτικών λειτουργη-μάτων, όπως η «δεκαπρωτία», η «εικοσιπρωτία» κ.λ.π., που είχαν τη μικτή συνέπεια να καταβάλονται παράλληλα η προσωπική απασχόληση καθώς και τα απαιτούμενα οικονομικά έξοδα.

Η χρονική περίοδος παροχής των ανωτέρω υπηρεσιών ήταν ετήσια, οι δε υπόχρεοι υπηρετούσαν εκ περιτροπής, με χρονικό διάστημα να μεσολαβεί μεταξύ της πρώτης και δεύτερης αναλήψεως υπηρεσίας την τριετία ή πεντα-ετία.

ΙΙΙ. Φορολογική πολιτική του Ιουστινιανού. Επί της βασιλείας του Ιουστι-νιανού διοργανώθηκε σε νέες βάσεις η οικονομική και δημοσιονομική οργά-νωση του βυζαντινού κράτους. Κύρια διαφορά του νέου συστήματος σε σχέση με το παλαιό, ότι τη συγκεντρωτική δημοσιονομική οργάνωση του κράτους της πρωτοβυζαντινής περιόδου, στα πλαίσια της οποίας δύο ή τρεις υπηρεσίες καλύ­πτουν όλη τη σχετική κρατική δραστηριότητα, τώρα πλέον διαδέχεται μεγάλη σειρά νέων υπηρεσιών, οι οποίες αναλαμβάνουν τις αρμο-διότητες των παλαιότερων οικονομικών οργάνων. Τέτοιες κρατικές οικονο-μικές υπηρεσίες ήταν:

(α) Το λογοθέσιο του Γενικού, που φροντίζει για την κατανομή της φορο-λογικής επι­βαρύνσεως στις διάφορες διοικητικές περιφέρειες του κράτους, την εί­σπραξη των φόρων και τη διοίκηση των αρμόδιων υπαλλήλων.

(β) Το λογοθέσιο του στρατιωτικού, που ήταν  αρμόδιο για τη μισθο-δοσία, καταυλισμό και ανεφοδιασμό του στρατού, την τήρηση των στρατιω-τικών καταλόγων και την κατασκευή ή συντήρηση στρατιωτικής σημασίας γεφυρών και φρουρίων.

(γ) Το λογοθέσιο του δρόμου, με αρμοδιότητα τη διαχείριση των δώρων που δίνονταν στις ξένες πρεσβείες και την καλή λειτουργία του κρατικού ταχυδρομείου (cursus publicus).

(δ) Το λογοθέσιο των αγελών, που φρόντιζε για την προμήθεια των ίππων και των αναγκαίων για το στρατό άλλων ζώων.

Γενικός προϊστάμενος όλων των κρατικών οικονομικών υπηρεσιών ήταν το χαρτουλαριάτο του σακελλίου. Τη γενική εποπτεία και έλεγχο των οι­κονομικών υπηρεσιών ασκούσε ο σακελλάριος, του οποίου η υπηρε­σία απεκαλείτο χαρτουλαριάτο του σακελλίου. Ο σακελλάριος ή­ταν υπεύθυνος και για τη μεταφορά των χρημάτων καθώς και για τις δαπάνες των εκστρα-τευτικών δυνάμεων.

Ως προς την είσπραξη φόρων και τελών κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το κράτος διαιρούνταν σε διοικήσεις, φορολογικές δηλαδή περιφέρειες, με ένα διοικητή ως επόπτη. Σε κάθε διοίκηση υπάλληλοι του λογοθεσίου του γενικού προέβαιναν στην είσπραξη των φόρων. Οι φόροι εισπράττονταν σε δύο δόσεις: τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο.

Στα τέλη, όμως, της μεσοβυζαντινής εποχής εισάγεται η συνή­θεια της εκμισθώσεως των φόρων, που είχε φρικτές συνέπειες και για το κράτος αλλά, προ πάντων, για τους φορολογουμένους, που το κρά­τος παρέδιδε ανυπεράσπιστους στα χέρια ανηλεών εκμεταλλευτών.

Το φορολογικό σύστημα της μεσοβυζαντινής περιόδου διαφέρει ση-μαντικά από το πρωτοβυζαντινό. Η φορολόγηση, που λάμβανε υπ' όψη της τόσο την έκταση όσο και την ποιότητα της γης και το είδος καλλιέργειας (αρόσιμη γη, λιβάδια, αμπέλια), γινότανε όχι όπως στην πρωτοβυζαντινή εποχή, κατά ζυγά ή κεφαλές, αλλά κατά «μοδίους», το δε ύψος της υπολο-γιζότανε σε ποσοστό της αξίας των μοδίων.

Ειδικότερα, η γεωκτησία μετριόταν σύμφωνα με τους εξής τρόπους:

(α) «εν κατατομαίς», δηλαδή έπειτα από αναγωγή της υπό μέ­τρηση εκτάσεως σε κανονικά γεωμετρικά σχήματα των οποίων τα με­ρικά εμβαδά προστίθεντο και έδιναν το ζητούμενο σύνολο,

(β) «κατά το ολόγυρον» ή «δια περιορισμού», δηλαδή κατόπιν μετρήσεως της περιφερείας του κτήματος, με ορισμένες μονάδες μετρήσεως (ουργιές ή σχοινιά των 10 ή 12 ουργιών), διαιρέσεως του γινομένου δια τέσσε­ρα και αφαιρέσεως από το πηλίκον του ενός δεκάτου. Το αποτέλεσμα της μετρή-σεως «εμοδίζετο», δηλαδή αναγόταν σε ανάλογο αριθμό μο­δίων, άρα ανά-λογο αριθμό φορολογικών μονάδων[142].

Ο μόδιος, όμως, δεν αντιστοιχούσε προς ενιαία μονάδα επιφα­νείας, αλλά προς μονάδα ανάλογη κάθε φορά προς την ποιότητα της μετρούμενης γης. Έτσι, για γη χωραφιών πρώτης και δεύτερης ποιό­τητας ο μόδιος ήταν ίσος με 200 τετρ. ουργιές (προς 4,44 - 4,70 τετραγωνικά μέτρα την ουργιά). Για γη τρίτης ποιότητος ήταν ίσος με 288 τετρ. ουργιές. Στη συνέ­χεια καθορι-ζόταν η αξία του μοδίου κατά ποιότητα γης ή καλλιέργειας και το γινόμενο της αξίας του επί τον αριθμό των μοδίων κάθε κατηγορίας γης αποτελούσε την αξία της γης ή της καλλιέργειάς της. Ο μόδιος της νομαδιαίας γης, πάλι, ισούτο με 100 τετρ. ουργιές για τα λιβάδια πρώτης ποιότητας και 288 τετρ. ουργιές για τα κατώτε­ρα ποιοτικώς λιβάδια. Τα αμπέλια μοδίζονταν με μόδιο διακοσίων τετρ. ουργιών. Ο μοδισμός όμως εδώ διαφοροποιόταν από την απόσταση των κλημάτων με­ταξύ τους και, επομένως, από την ποιότητα του αμπελιού.

Ακολουθούσε η φορολόγηση της γης ή καλλιέργειας που υπολο­γιζόταν συνήθως στο 1:24 ή 4 1/6% της αξίας της και ανερχόταν κα­τά μόδιο σε ένα, μισό ή ένα τρίτο νομίσματος για χωραφιαία γη πρώ­της, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας αντίστοιχα, σε τρία νομίσματα για λιβάδια πρώτης κατηγορίας και σε 3-10 νομίσματα για τις διάφορες κατηγορίες αμπελιών.

Με αυτόν τον τρόπο, η φορολογία γης και καλλιέργειας στη μεσοβυ-ζαντινή εποχή για να προσδιορίσει την αξία της μονάδας επιφα­νείας στηρι-ζόταν σε δύο παράγοντες: την έκταση και την ποιότητα, διαφορετικές για κάθε κατηγορία φορολογήσιμης γης[143].

Τα ελαιόδενδρα φορολογούνταν κατά γύρους και μέσο όρο φορο­λογίας 4 νομίσματα ανά 100 δένδρα. Η φορολογία των ζώων υπολογιζόταν σε ορι-σμένο ποσοστό επί της αξίας τους και ειδικά για τα πρόβατα σε ένα νόμισμα ανά εκατό πρόβατα. Δεδομένου ότι η μέση αξία εκατό προβάτων ήταν δώδεκα νο­μίσματα, η φορολογία τους ανερχότανε στο 1/12 νομίσματος ή 8 1/2%. Για τα μεγάλα ζώα, βουβάλια, φορβάδες, βόδια, ο φόρος ήταν 1/3 νομίσματος περίπου ανά κεφαλή ζώου, επί μέσης αξίας ζώου τεσσά­ρων νομισμάτων, δηλαδή 1/12 της αξίας ή 8 1/2%.

Στη φορολόγηση προσώπων η βυζαντινή φοροτεχνική διέκρινε τους φορολογουμένους (παροίκους) σε τρεις κατηγορίες: «ζευγαράτους», με υπολογιζόμενη φορολογική αξία 24 νομίσματα, «βοϊδάτους» με δώδε­κα νομίσματα και «ακτήμονες» ή «πεζούς» (χωρίς δηλαδή ζώα) με έξι. Η φορολογική επιβάρυνση των κατηγοριών αυτών ήταν ένα, μισό και ? νομί-σματος αντίστοιχα, δηλαδή 1:24 ή 4 1/6%[144].

Ζήτημα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ο βυζαντινός αυτοκράτορας καθόριζε την κατά μόδιο φορολογική οφειλή και συνεπώς και το συνολικό ποσό που όφειλαν να καταβάλουν οι διάφορες φορολογικές περιοχές μέχρι το τελευταίο χωριό. Οι πληροφορίες των πηγών και στη μεσοβυζαντινή, όπως και στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, δεν είναι σαφείς. Πιθανότατα συνέβαινε και στη μεσοβυζαντινή ό,τι υποθέσαμε και για την πρωτοβυζαντι­νή: η αυτοκρατορική κυβέρνηση υπολόγιζε το περίπου σύνολο των κρατικών δαπανών και βάσει αυτού καθοριζόταν ο φόρος που έπρεπε να καταβάλουν οι μεγάλες και μικρές περιφέρειες και, τέλος, κάθε φορολογούμενος χωρι-στά.

Το κτηματολόγιο της μεσοβυζαντινής εποχής περιελάμβανε τις γαίες κάθε φορολογουμένου, με έν­δειξη του χωριού του, το ποσό του φόρου και το όνομα του. Ακολου­θούσε η αναγραφή των «ιδιοστάτων», των γαιών δηλαδή που δεν ανήκαν φορολογικά στο χωριό, των «κλασμάτων», των χέρσων γαιών που είχαν περιέλθει στο δημόσιο και των «ανεκδότων», των γαιών δηλαδή που για πρώτη φορά καταγράφονταν στο κτηματολόγιο. Το σύνολο των ψη­φίων (= φορολογικών ποσών) μιας περιοχής αποτελούσε το ακρό-στιχό της, δηλαδή τη φορολογική της υποχρέωση.

Κατά το τέλος της μεσοβυζαντινής εποχής εμφανίζεται και άλλη μορφή κτηματολογίου, το πρακτικό. Περιλαμβάνει ακριβή περιγραφή των γαιών μεγάλης ιδιοκτησίας με κατάλογο των παροίκων, των οικο­γενειών τους και των ζώων που είχαν.

Οι άμεσοι φόροι της μεσοβυζαντινής εποχής ήταν:

(α) Ο έγγειος φόρος, του οποίου το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού είδαμε ήδη,

(β) Το καπνι­κό ή φόρος εστίας, που ήταν οικιακός φόρος. Το καπνικό διαβαθμι­ζόταν σε 2-6 μιλιαρήσια (1/6-1/2) νομίσματος) ανάλογα, προφανώς, με το ύψος της περιουσίας του φορολογουμένου, και

(γ) Η συνωνή που ήταν ποσο­στιαίο απαργυρισμένο παρακολούθημα της φορολογικής επιβαρύνσε­ως της έγγειας περιουσίας του φορολογουμένου.

(δ) Το δικέρατο, που επιβλήθηκε από τον Λέο­ντα Γ' εκτάκτως για την επισκευή των τειχών της Κωνσταντινούπο­λης, και

(ε) Το εξάφολλο, που ήταν φόρος για αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών, που επιβλήθηκε ίσως και αυτός από τον Λέοντα Γ'. Ενίοτε οι φόροι αυτοί εισπράττονταν μαζί και ονομάζονταν δικερατοεξάφολλο.

(στ) Το εννόμιο, που ήταν φόρος επί των ζώων. Το ύψος του φόρου αυ-τού καθοριζόταν με τον τρόπο που αναφέραμε προηγουμένως και ανερχό-ταν, όπως είδαμε, σε 8 1/2%.

(ζ) Τα παρακολουθήματα, που ήταν τακτικές ή έκτα­κτες παροχές για τους φορολογικούς υπαλλήλους και, τέλος,

(η) Οι επήρειες ή αγγαρείες, η υποχρέωση δηλαδή παροχής προσωπικής εργασίας ή καταβο­λής «αντισηκώματος» για απαλλαγή από αυτές[145].

Οι έμμεσοι φόροι της μεσοβυζαντινής εποχής ήταν τα κομμέρκια, τέλη δηλαδή διαπύλια ή διαγώγια, και οι δασμοί. Τα προνόμια, όμως, που από το τέλος της μεσοβυζαντινής εποχής παραχωρήθηκαν στους ξένους, ελάττωσαν την απόδοση των φόρων αυτών και συνεπώς και τη σημασία τους.

IV. Δημόσιες δαπάνες. Σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες, στο Βυζάντιο, όπως εξάλλου και σε άλλα απολυταρχικά κράτη, αποφασιστικό κριτήριο για το είδος και το μέγεθος των δημόσιων δαπανών αποτελούσε η βούληση του αυτοκράτορα, ο οποίος μπορούσε να επιφέρει ουσιώδεις αυξομειώσεις σε διάφορα κονδύλια δαπανών. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι άλλοι μεν από αυτούς διαθέτουν τα δημόσια έσοδα για στρατιωτικούς σκοπούς, άλλοι όμως για την οικοδόμηση μεγαλοπρεπών κτιρίων. Συνολικά οι δαπάνες του βυ-ζαντινού κράτους μπορούσαν να διακριθούν[146] σε:

? κυρίως διοικητικές δαπάνες

? στρατιωτικές δαπάνες

? διπλωματικές δαπάνες

? δαπάνες του παλατιού και της αυλής

? εκκλησιαστικές δαπάνες

? δαπάνες φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης

? δαπάνες δημόσιας εκπαίδευσης

? δαπάνες υπέρ της Κωνσταντινούπολης.

V. Νομισματική πολιτική. Ως προς το νόμισμα, στο Βυζάντιο επικρα-τούσε ο μονομεταλλισμός, με βάση όμως το χρυσό και όχι τον άργυρο.[147] Η κυριότερη νομισματική μονάδα ήταν ο ‘σόλιδος’ (solidus), που καθιερώθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο. Το νόμισμα αυτό ονομαζόταν κατ’ αρχάς ‘χρυσούν’ ή ‘χρύσινον’ ή και απλώς ‘νόμισμα’, από δε τον 13ο αιώνα και μετά ‘υπέρπυρον’. Κυκλοφορούσαν, ακόμη,  αργυρά, χάλκινα και λογιστικά νομίσματα. Αργυρά νομίσματα ήταν το ‘μιλιαρέσιον’ (12 μιλιαρέσια = 1 χρυσό) και το ‘κεράτιον’ (24 κεράτια = 1 χρυσό), χάλκινα δε η ‘φόλλις’ (114 φόλεις = 1 χρυσό). Λογιστικά νομίσματα ήταν η ‘λίτρα χρυσού’ (ίση προς 72 νομίσματα), η ‘λίτρα αργύρου’ (ίση προς 5 νομίσματα) και το ‘κεντηνάριον’ (ισούμενο προς 100 λίτρες χρυσού).

2.3. Ο βυζαντινός στην καθημερινή του ζωή.

Ι. Γενικά. Ως μάλλον ανεπαρκείς πρέπει να θεωρούνται οι πηγές που είναι σε θέση να μας δώσουν αξιόπιστες πληροφορίες για το πώς κυλούσε η καθημερινότητα των βυζαντινών, ιδίως των κατοίκων της Κρήτης. Και τούτο διότι οι βυζαντινοί χρονογράφοι και ιστορικοί, ακολουθώντας και αυτοί τη συνήθεια της εποχής, περιέγραφαν με πολλές και ποικίλες λεπτομέρειες τη ζωή των αυτοκρατόρων, της αυλής, των αριστοκρατών και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, σπανιότερα όμως το βίο των αγροτών, των εμπό-ρων ή των κολλήγων. Ό,τι μαθαίνουμε για τους τελευταίους προέρχεται κυρίως από εκκλησιαστικά κείμενα, όπως ήταν τα συναξάρια των διαφόρων αγίων ή τα ποικίλα μαρτυρολόγια, που κατέγραφαν λεπτομέρειες από τα μαρτύρια των αγίων.

Όπως είναι προφανές, ο λαϊκός βίος δεν παρέμεινε αναλλοίωτος στην εκτενέστατη χρονική διάρκεια που διήρκεσε το φαινόμενο ‘Βυζάντιο’, υφι-στάμενος και αυτός τις πολλές και ποικίλες αλλαγές συνθηκών, που επήλθαν επηρεάζοντας όλη την αυτοκρατορία. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο βυζαντι-νός ήταν ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, με συνείδηση της χριστιανικής του ταυτότητας αλλά και της ελληνορωμαϊκής πολιτιστικής του καταγωγής.

ΙΙ. Πολιτιστική και φυλετική πολυμορφία. Ο λαϊκός βίος των βυζαντινών δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία, καθώς άλλαζε προσο-μοιάζοντας με το ιδιαίτερο πολιτιστικό υπόβαθρο της κάθε εθνικής ή φυλετικής ομάδας, σε επιρροή από τα πατροπαράδοτα ήθη της κάθε πόλης ή χωριού. Η εθνολογική σύνθεση της αυτοκρατορίας ήταν πάντοτε περίπλοκη, αφού μετά το Διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.), η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη ανήκε σε Έλληνες, Ιλλυριούς, Σκύθες, Ασιάτες, Χαμίτες, Σημίτες, Άραβες κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, λόγω των ανεξέλεγκτων επιγαμιών, υπήρξαν ακόμη και αυτοκράτορες με αραβική, αρμενική ή συριακή κατα-γωγή. Γενικότερα οι βυζαντινοί δεν είχαν παρά ελάχιστες φυλετικές προκα-ταλήψεις, καθώς το αίμα τους ήταν πολύ ανακατεμένο. Δέχονταν οποιον-δήποτε για συμπολίτη τους, αρκεί αυτός να μην ακολουθούσε αιρετικές δοξασίες. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης προέρχονταν από όλες τις φυλές, αν και η βυζαντινή αριστοκρατία συνήθιζε να τονίζει τη ρωμαϊκή της καταγωγή. Κάθε αλλοδαπός που προσηλυτιζόταν και γινόταν υπήκοος του βυζαντινού κράτους, μπορούσε να παντρευτεί οποιαδήποτε βυζαντινή, ανεξάρτητα από την καταγωγή και των δύο.  Οι βυζαντινές αρχόντισσες παντρεύονταν χωρίς δισταγμό με Φράγκους ή ανατολίτες.

ΙΙΙ. Κοινωνική διαστρωμάτωση. Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας συνθέ-τονταν, σε γενικές πάντοτε γραμμές, από τρεις τάξεις: την αριστοκρατική, τη μεσαία και την κατώτερη. Αν και ο Διοκλητιανός είχε θεσπίσει διάταγμα που υποχρέωνε να ακολουθούν όλοι το επάγγελμα του πατέρα τους (ο στρατι-ωτικός να γίνει και αυτός στρατιωτικός, ο γιος του υπαλλήλου υπάλληλος κ.ο.κ.), εντούτοις ο δυναμισμός των κοινωνικών συνθηκών δεν επέτρεψε για πολύ την εφαρμογή της στατικής και εξωπραγματικής αυτής ρύθμισης. Έτσι, σταδιακά παιδιά υπαλλήλων έγιναν κληρικοί, εργατών δημόσιοι υπάλληλοι και η ζωή ακολουθούσε το δικό της δρόμο. Οι βυζαντινοί ήταν πάντοτε φιλόδοξοι και προσπαθούσαν να εξελιχθούν οικονομικά και κοινωνικά, επιλέγοντας για το σκοπό της κοινωνικής ανόδου ακόμη και το γάμο. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να προορίζουν οι οικογένειες τα δίδυμα αγόρια τους το ένα για το στρατό και το άλλο για την εκκλησία.    

IV. Οι βυζαντινοί αγρότες. Στην ύπαιθρο υπήρχαν δύο ειδών κοινότητες χωριών, οι ελεύθερες και οι υπόδουλες. Οι χωρικοί των υπόδουλων κοινοτήτων ή δουλοπάροικοι ήταν προσκολλημένοι στις γεωργικές ή ποιμενικές δραστηριότητες, αποδίδοντας τη συγκομιδή ή τα κτηνοτροφικά προϊόντα στον γαιοκτήμονά τους. Ο τελευταίος ήταν και ο φορολογικά υπεύθυνος απέναντι στο κράτος. Αν και κατά κανόνα τα παιδιά των δουλο-παροίκων γίνονταν και αυτά δουλοπάροικοι, όπως ο πατέρας τους, είχαν εντούτοις τη δυνατότητα να αλλάξουν επάγγελμα και να γίνουν έμποροι, υπάλληλοι ή κληρικοί. Υπήρχαν ωστόσο και ελεύθεροι αγρότες που όμως παρέμεναν και αυτοί προσκολλημένοι στη γη τους, καθώς η κεντρική εξου-σία δεν ευνοούσε την εγκατάλειψη και ερήμωση της υπαίθρου. Σημαντικό κρατικό μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η συνολική φορολόγηση ολόκληρων κοινοτήτων. Έτσι, αυτές είχαν κάθε συμφέρον να κρατούν τα μέλη τους στους κόλπους τους, διότι όταν ένα από αυτά δεν πλήρωνε, την έλλειψη υποχρεούνταν να καλύψουν με πρόσθετη δημοσιονομική επιβά-ρυνση οι υπόλοιποι.

Ο Ρωμανός Α΄ (919-944) -όπως και διάφοροι άλλοι αυτοκράτορες- προσπάθησε να επιβάλλει με το νόμο του ‘περί προτιμήσεως’, μόνον φτωχοί γεωργοί να αγοράζουν τη γη των φτωχών, ο δε αγοραστής να ανήκει στην κοινότητα του χωριού, την δε προτεραιότητα στην αγορά της μεταβιβα-ζόμενης γης να έχουν οι συγγενείς του φτωχού. Τα μέτρα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός κοινοτιστικού πνεύματος αλληλεγγύης. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις τη δυνατότητα προτιμήσεως την είχαν μόνον πλούσιοι, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε αυτούς η γη. Υπήρχαν ακόμη περιπτώσεις που η σοδειά καταστρεφόταν, με αποτέλεσμα οι μικροϊδιοκτήτες, μη μπορώντας να ανταποκριθούν σε άλλες τους υποχρεώ-σεις, να χάνουν ακόμη και την ελευθερία τους υπέρ των μεγαλογαιοκτη-μόνων. Έτσι δημιουργείτο ένας φαύλος κύκλος, με κατάληξη οι μικροϊδιο-κτήτες να γίνονται ολοένα και σπανιότεροι, όσο προχωρούσαν οι αιώνες. Για το λόγο αυτό, οι Ίσαυροι προσπάθησαν να καταργήσουν την δουλοπαροικία, μέτρο που όμως αποδείχθηκε ατελέσφορο, καθώς οι Μακεδόνες αναγκά-σθηκαν να την αναγνωρίσουν πάλι ως νόμιμη.

Ιδιαίτερη κατηγορία γαιοκτημόνων αποτελούσαν οι παλαίμαχοι στρατι-ώτες, τους οποίους το κράτος αντάμειβε για τις υπηρεσίες τους με δωρεές εκτάσεων γης. Δημιουργήθηκε έτσι μία κληρονομική τάξη στρατιωτών ιδιο-κτητών γης. 

Σημαντικός γαιοκτήμονας τέλος αναδεικνυόταν η Εκκλησία ή οι κληρικοί της, ως αποδέκτες δωρεών ή και κληρονομιών ακινήτων ή και κινητών χρηματικών αξιών, οι οποίες επενδύονταν πάλι σε γη (εκτενέστερα περί αυτού, βλ. στο δεύτερο μέρος του παρόντος, όσα αναπτύσσονται σχετικά με το βίο και τη δράση του Ιωάννη Ξένου). Μάλιστα, οι φορολογικές απαλλαγές που συνηθιζόταν να εισάγονται υπέρ των ανωτέρω, επιβάρυνε υπέρμετρα σε βάρος των υπόλοιπων τη δημοσιονομική κατανομή βαρών, προκαλώντας δυσαρέσκεια.

Από τον Αγροτικό Νόμο (8ος αι.) μπορούμε να σχηματίσουμε μία εικόνα της ζωής στις βυζαντινές αγροτικές κοινότητες. Κάθε κοινότητα περιέβαλαν κήποι, οπωροφόρα, αμπελώνες και διάφορες καλλιέργειες (κατά κανόνα, δημητριακά). Πιο έξω βρίσκονταν οι κοινόχρηστες βοσκές, οι οποίες μπο-ρούσαν να καταστούν ιδιωτική καλλιεργήσιμη από όποιον τις εκχέρσωνε και μετέτρεπε σε αρόσιμες γαίες. Οι αγροζημίες υπόκειντο σε σοβαρές ποινές, όπως και οι ζωοκλοπές.

Το βυζαντινό κράτος είχε προσπαθήσει να επιβάλει αυστηρή αστυνό-μευση των αγροτικών περιοχών για την επικράτηση της τάξης, ωστόσο οι συχνές επιδρομές οδηγούσαν συχνά σε ερήμωση και φτώχεια των εκτός των τειχών πόλεων αγροτικών περιοχών. Τούτο συνέβαινε κυρίως με τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία σπάνια ήταν προστατευμένα από τους ληστοπειρατές.

Σε κάθε περίπτωση, η Κωνσταντινούπολη λάβαινε μέτρα ώστε να μη διακοπή ο επισιτισμός της. Δεν θα ήταν εδώ παράταιρο να σημειωθεί το πόση ανάγκη είχε για την επιβίωσή της η πρωτεύουσα ολόκληρης αυτοκρα-τορίας από την αγροτική οικονομία της υπαίθρου. Έτσι, σιτοβολώνες όπως η Αίγυπτος η Θεσσαλία ή η Θράκη αποκτούσαν άκρως ζωτική σημασία για την επιβίωση της Κωνσταντινούπολης.

V. Καθημερινή ζωή. Στοιχείο της βυζαντινής καθημερινότητας ήταν η θρησκευτική ευλάβεια, σε βαθμό ορισμένες φορές πραγματικά δυσπερί-γραπτο. Οι πηγές βρίθουν από τις μαρτυρίες αγίων ή απλών ανθρώπων, που το μόνο το οποίο τους ενδιάφερε ήταν η ‘μέλλουσα’ και όχι η παρούσα ζωή. Οι βυζαντινοί διακρίνονταν από ένα πραγματικό πάθος για τις θεολογικές συζητήσεις, στις οποίες επιδίδονταν όχι επιφανειακά αλλά με εμβρίθεια και ακρίβεια, ώστε να οδηγούνται συχνά και σε διωγμούς προσωπικούς ή θεο-λογικών τους αντιπάλων, όταν διαφωνούσαν για δογματικά ζητήματα.

Οι δογματικές συζητήσεις των χριστιανών του Βυζαντίου δεν συνιστού-σαν ανώδυνες θεωρητικές συζητήσεις, αλλά προέκταση των καθημερινών λατρευτικών τους υποχρεώσεων και ζητήματα πρώτης προτεραιότητας για τους ίδιους. Οι βυζαντινοί δεν συζητούσαν απλώς αλλά, σε ορισμένο βαθμό, ζούσαν με και για το δόγμα. Έτσι, οι απλές παγανιστικές χαρές των αρχαίων Ελλήνων είχαν δώσει τη θέση τους σε μία υπερβατική-μεταφυσική αντίληψη της ζωής, που συχνά αποκτούσε χαρακτήρα καταθλιπτικό, επισκιάζοντας την καθημερινότητα. Συγγραφείς που δεν είχαν ουσιαστική σχέση με την Εκκλησία -όπως ο φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός- θεωρούσαν τη θρησκεία ως κάτι δεδομένο και, από πολλές πλευρές, αδιαμφισβήτητο, δεχόμενοι να απολογούνται απέναντι σε όσους τους κατηγορούσαν για ανάρμοστο ενδια-φέρον προς τα αρχαιοελληνικά γράμματα. Ακόμα και το χιούμορ ορθο-λογιστών ή αντιπάλων του εκκλησιαστικού κατεστημένου ήταν τόσο βαθειά επηρεασμένο από την περιρρέουσα θρησκευτική ατμόσφαιρα, αποδει-κνύοντας ότι η απαλλαγή από την επιρροή της ήταν σχεδόν αδύνατη. 

Από μία άλλη οπτική γωνία, η βυζαντινή ιστορία αποτελεί μία πραγμα-τική πανσπερμία εκκλησιαστικών διενέξεων, που όχι μόνον κατά περιόδους αποδυνάμωσαν σημαντικά την άμυνα της αυτοκρατορίας αλλά ίσως και να ευθύνονται για την πρώτη άλωση (1204) ή την τελική (1453). Άλλωστε, επρόκειτο για μία -τυπικά αλλά και ουσιαστικά- θεοκρατική αυτοκρατορία.

Μέσα στο κλίμα αυτό, τα μοναστήρια -ανδρικά ή γυναικεία, χωρίς να λείπουν και τα μικτά- ήταν πολυάνθρωπα, έλκοντας ανθρώπους όχι μόνον βαθειά θρησκευόμενους αλλά και απογοητευμένους από τη ζωή ή και πολιτικούς εξόριστους. Η ζωή στα μοναστήρια δεν ήταν πάντοτε δύσκολη: οι μοναχοί απολάμβαναν υψηλής κοινωνικής εκτίμησης, σχεδόν όλοι αποζητούσαν τη συντροφιά τους, ενώ οι μονές σπανίως δεν ήταν οικονομικά εύρωστες, ώστε να απαλλάσσουν τους τροφίμους τους από το άγχος της οικονομικής επιβίωσης.

Σημαντικές μοναχικές προσωπικότητες, μεταξύ αυτών και ο όσιος Νίκων ο ‘Μετανοείτε’, που έδρασε κυρίως στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, άσκησαν σημαντική επιρροή στα δημόσια πράγματα της εποχής τους, σε υψηλά πολιτικά ή στρατιωτικά πρόσωπα. Ακόμη και έγγαμοι αυτοκράτορες, όπως ο Νικηφόρος Φωκάς, ζούσαν και συμπεριφέρονταν σαν ασκητές, ακολουθώντας έναν τρόπο ζωής που ήταν προφανής επιλογή τους. Οι θρη-σκευτικές συζητήσεις ήταν το κυριότερο θέμα συνομιλίας, συχνά και διαμάχης, σε πολλά αυτοκρατορικά γεύματα. Αλλά μαζί με τη θρησκευτικό-τητα ιδιαίτερα εξαπλωμένη ήταν και η δεισιδαιμονία καθώς και η εμμονή με τα λείψανα αγίων. Σκοτεινότερο αποτέλεσμα της δεισιδαιμονίας ήταν η ‘ανακάλυψη’ παντού δαιμόνων και διαβόλων, από τις επενέργειες των οποίων δικαιολογούνταν πολλά γεγονότα, αντί βεβαίως της προσφυγής στους νόμους της φυσικής ή της απλής λογικής.

Όπως όμως είναι γνωστό, πέραν όμως των ανωτέρω, οι βυζαντινοί επιδίδονταν με ιδιαίτερη επιτυχία στη μηχανορραφία, τη σκληρότητα για την επίτευξη των φιλοδοξιών τους και τη θεσμική διαφθορά. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, λίγοι ήταν οι αυτοκράτορες που τελείωσαν το βίο τους με φυσικό τρόπο. Ωστόσο, αν κρίνουμε από την εμμονή της ιστοριογραφία στην εξιστόρηση των αρνητικής σημασίας γεγονότων, ενάρετες συμπεριφορές αφοσίωσης στο καθήκον και το σεβασμό των θεσμών, δεν αποτελούσαν αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος.

Ο όχλος της Κωνσταντινούπολης, όταν ξυπνούσαν τα πάθη του, ήταν ικανός για την αγριότερη συμπεριφορά και τιμώρηση όσων νόμιζε εχθρούς του. Έκπτωτοι αυτοκράτορες ή ανώτατοι λειτουργοί, που είχαν πέσει στη δυσμένειά του, ιδίως όσοι είχαν προηγουμένως προκαλέσει είτε με τη δημόσια στάση τους είτε δεν είχαν κολακεύσει τα πάθη του όχλου, μπορού-σαν να υποστούν απερίγραπτα μαρτύρια από τις φανατικές αγέλες των Κωνσταντινουπολιτών. Αλλά και γενικότερα, ο βυζαντινός λαός ήταν συνηθισμένος σε πράξεις δημόσιας βίας, λόγος και για τον οποίο σύνηθες μέτρο ποινικής καταστολής ήταν ο ακρωτηριασμός. Άλλωστε, η ποινή αυτή που με τα σημερινά μέτρα μας φαίνεται φρικτή, την εποχή εκείνη θεω-ρούνταν επίσημα ως μάλλον φιλάνθρωπη, ακριβώς διότι υποκαθιστούσε την ακόμη πιο φρικτή ποινή του βίαιου θανάτου. Υπήρχε όμως πάντοτε η δυνατότητα είτε εξορίας των πολιτικών ή άλλων αντιπάλων του αυτοκρά-τορα ή και γενικότερα του καθεστώτος, με τον εγκλεισμό τους σε μοναστήρι, όπου η ζωή δεν θύμιζε απαραίτητα φυλακή είτε η επιβολή χρηματικής ποινής μέχρι και δήμευση, που άφηνε μεν ζωντανό τον καταδικασμένο, έστω και σε απόλυτη οικονομική ένδεια.

Από την άλλη πλευρά, οι βυζαντινοί επιδίδονταν με ιδιαίτερη φροντίδα στην κοινωνική φιλανθρωπία, όπως τούτο προκύπτει από το μεγάλο αριθμό πτωχοκομείων, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων ή άλλων ευαγών ιδρυμάτων, που λειτουργούσαν σε όλη την αυτοκρατορία, κάτω από την πολύ εκτετα-μένη κοινωνική μέριμνα της Εκκλησίας και των λειτουργών της. Ένας ολόκληρος στρατός αποτελούμενος από κληρικούς όλων των βαθμίδων είχε σαν καθημερινή του φροντίδα την περίθαλψη των ενδεών ή όποιων άλλων συμπολιτών βρίσκονταν σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας ή υγειο-νομικής ανάγκης, γεγονός που βέβαια μείωνε τους κοινωνικά περιθωριο-ποιημένους βυζαντινούς και άμβλυνε τις όποιες κοινωνικές εντάσεις.

Αυτός όμως ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους οι βυζαντινοί αισθάνονταν υπερήφανοι που ήταν πολίτες της αυτοκρατορίας, εκτιμώντας ιδιαίτερα όσους διέπρεπαν στην καλλιέργεια των γραμμάτων. Αγαπούσαν ακόμη ιδιαίτερα την φυσική ή καλλιτεχνική ομορφιά, θεωρώντας ότι ήταν μέρος της θεϊκής δόξας και βοηθούσε πολύ στην προσωπική τους μυστική έκσταση: για το λόγο λοιπόν αυτό, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι ανήγειραν τα μοναστήρια τους στιες ωραιότερες φυσικές τοπο-θεσίες.

Για τον βυζαντινό η φυσική ομορφιά και η θρησκευτική πίστη συνδέ-ονταν άρρηκτα μεταξύ τους, τροφοδοτώντας η μία την άλλη. Σκοπός της αρχιτεκτονικής τους ήταν η εξύψωση των ανθρώπινων αισθημάτων πάνω από την καθημερινότητα προς την ουράνια ομορφιά και την ανόθευτη πίστη στη θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Με αυτόν αλλά και άλλους τρόπου, οι βυζαντινοί προσπαθούσαν όχι μόνον να αντιμετωπίσουν τις μεταφυσικές τους αναζητή-σεις αλλά και να αμυνθούν απέναντι σε μία καθημερινότητα και έναν κόσμο αβέβαιο και σκληρό, έναν βίο που χαρακτηριζόταν από ανασφάλεια για τις διαρκείς εξωτερικές επιθέσεις και επιδρομές Ούννων, Περσών, Βουλγάρων, Βενετών, Σαρακηνών και Αράβων κ.ο.κ.[148]

Η αθωότητα των αρχαίων είχε χαθεί, είχε επικρατήσει παντού μία μυστικοπάθεια, φιλύποπτη για τις αντίθετες δογματικές ή ηθικές απόψεις, ενώ οι βυζαντινοί είχαν ένα «πνεύμα ήτανε δηκτικό, την εξυπνάδα τους την έδειχναν μονάχα με το σαρκασμό και την κοροϊδία… σε έναν κόσμο σκοτει-νό και ταραγμένο η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, η τελευταία κοιτίδα του πολιτισμού, συνεχώς κλονιζόταν μπροστά στους βαρβάρους και δεν συνερ-χότανε παρά μονάχα για να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις… Οι προφητείες που ήταν γραμμένες σε όλη την Κωνσταντινούπολη, σε κίονες και σε σοφά βιβλία, όλες την ίδια ιστορία έλεγαν, για τις ημέρες που δεν θα υπήρχαν πια αυτοκράτορες, για τις τελευταίες ημέρες της Πόλης, για τις τελευταίες ημέρες του πολιτισμού».[149] 

2.4. Γλώσσα και ύφος των πηγών.

Η γλωσσική πολυμορφία των διάφορων βυζαντινών φυλών δημιούργησε, όπως ήταν φυσικό, μία ανάλογη σύγχυση και δυσκολία στην εκφορά των γραπτών μαρτυριών. Ειδικότερα, μιλούνταν τρεις κυρίως γλωσσικοί τύποι.

Κατ’ αρχάς, η λαϊκή γλώσσα της εποχής, γλώσσα της καθημερινής βιοπάλης στην αγορά, στους αγρούς και στο λιμάνι, που ήταν αφρόντιστη, ασύντακτη και με πολλές γραμματικές ελλείψεις. Δεύτερη μορφή, ήταν μία μικτή γλώσσα, απλή αλλά όχι κομψή, γεμάτη λέξεις μικτής καταγωγής, λατινικές, σλαβικές και ανατολίτικες. Τέλος, οι μορφωμένοι μιλούσαν και έγραφαν συνήθως ελληνικά, που τους αιώνες 11ο και 12ο ήταν πολύ κοντά στα κλασικά αρχαιοελληνικά κείμενα. Σταδιακά και αργότερα η γλώσσα αυτή καλλιεργήθηκε σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε να μείνει μέχρι σήμερα αξεπέραστη για τη ραφινάτη ομορφιά της.

Τον 4ο ήδη αιώνα, οι ρητορικοί λόγοι του Ιωάννη Χρυσοστόμου είναι γραμμένοι σε γλώσσα και ύφος γεμάτα μεγαλείο και σπάνια ομορφιά. Από τους συγγραφείς που θα μας απασχολήσουν αξίζει εδώ να μνημονευθεί ο Λέων Διάκονος του τέλους του 10ου αιώνα, που συνέταξε μία από τις πιο καλογραμμένες βυζαντινές ιστοριογραφίες. Αξιόλογοι ιστοριογράφοι πρέπει να θεωρηθούν οι Μιχαήλ Ψελλός (11ος αι.), Μιχαήλ Ατταλειάτης, Άννα Κομνηνή (η σπουδαιότερη γυναίκα ιστορικός του Βυζαντίου), οι χρονο-γράφοι Κεδρηνός, Ζωναράς και Γλυκάς. Ακολούθησαν βεβαίως και άλλοι ιστορικοί, η αναφορά τους όμως εδώ κρίνεται περιττή διότι το έργο τους αφορά την περίοδο κατά την οποία η Κρήτη δεν βρισκόταν πλέον στα βυζαντινά χέρια.

Οι βυζαντινοί ιστορικοί, παρά τις όποιες μεροληψίες τους υπέρ του ενός ή του άλλου αυτοκράτορα ή στρατηγού, αλλά και παρά τις προσωπικές τους πικρίες από μη ευδοκίμηση των φιλοδοξιών τους λόγω ενός τυχόν παραγκω-νισμού τους, θεωρείται, ωστόσο, ότι κινούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο αντικειμενικότητας και ύφος ιστορικής συγγραφής, σε σύγκριση με άλλο-εθνείς ομοτέχνους τους. Διαθέτουν ευφυή κρίση και αναλυτικότητα, προσεγ-γίζοντας συχνά τα γεγονότα τους στις πραγματικές διαστάσεις και αιτίες τους και χωρίς να αρκούνται εύκολα στα επιφαινόμενα. Εμφανίζονται ενη-μερωμένοι τόσο ως προς τα έργα των προγενεστέρων τους, διερευνώντας όμως απαιτητικά και τις σύγχρονες πηγές από τις οποίες αντλούν τις πληρο-φορίες τους.

Μάλλον χαλαρότερα είναι τα πράγματα ως προς τους βιογράφους ή συναξαριστές, οι οποίοι συχνά παρασέρνονται σε ένα υποκειμενικό θαυμα-σμό για τους βιογραφούμενους. Μεγάλη παραγωγή συναξαριών παρατη-ρείται ιδίως από τον 8ο αιώνα και μετά, με την έκρηξη της εικονομαχίας, καθώς πάμπολλοι συγγραφείς ήταν πρόθυμοι να εξιστορίσουν τα μαρτύρια ή τους διωγμούς των εικονόφιλων.

Ξεχωριστής τάξεως πηγές ιστορικών μαρτυριών είναι τα διάφορα γεωγραφικά ή ταξιδιωτικά έργα (με σπουδαιότερο ίσως όλων την ογκώδη ‘Χριστιανική Τοπογραφία’ του εμπόρου Κοσμά Ινδικοπλεύστη,[150] με κατα-γωγή από την Αλεξάνδρεια), καθώς και τα ποικίλα στρατιωτικά, νομικά και διοικητικά εγχειρίδια, που ήταν κατά κανόνα γραμμένα από επαγγελματίες του είδους. Ονομαστά λεξικά ήταν αυτό του Σουΐδα καθώς και η ‘Μυριό-βιβλος’, αλλιώς ‘Βιβλιοθήκη’, του Μεγάλου Φωτίου, που επρόκειτο για μία συλλογή από περιλήψεις των κλασικών και βυζαντινών πεζογράφων, που μελέτησε ο Φώτιος μέσα σε ένα έτος.

Ιδιαίτερη τέλος άνθιση είχε γνωρίσει κατά τη βυζαντινή περίοδο το είδος της επιστολογραφίας, με ένα πλήθος επιστολικών κειμένων να έχουν δια-σωθεί, που να μας διαφωτίζουν για τις αιτίες ιστορικής σημασίας γεγονότων ή αφορμές διαφόρων νομικών και διοικητικών αποφάσεων, ιδίως μάλιστα όταν οι επιστολές αυτές προέρχονταν από πρόσωπα με αξιοσημείωτη θεσμι-κή θέση στη βυζαντινή κρατική μηχανή. Πολλές επιστολές εμπεριέχουν έγγραφα του κράτους, άλλες αφορούν τη διοίκηση της εκκλησίας, περι-έχοντας προσωπικές πληροφορίες. Για παράδειγμα, οι επιστολές του πρέσβη Λέοντα Χοιροσφάκτη (9ος αι.) παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινωνικό ενδια-φέρον, δίνοντάς μας μία εικόνα του τρόπου επίσημης επικοινωνίας των βυζαντινών.

 

3. Η Εκκλησία της Κρήτης κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο.

3.1. Η εκκλησιαστική διοργάνωση του Ανατολικού Ιλλυρικού και η Εκκλησία της Κρήτης. Περί το τέλος του 4ου αιώνα η τοπική Εκκλησία της Κρήτης ήταν, όπως όλες τότε οι τοπικές εκκλησίες, ‘αυτοκέφαλη’, δηλαδή διοικητικά ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη χριστιανική εκκλησία.[151] Η Κρήτη πιο συγκεκριμένα αποτελούσε ιδιαίτερη μητρόπολη με περισσότερες επισκοπές,[152] αυτοδιοικούμενη από τη δική της επαρχιακή σύνοδο. Η Κρητι-κή σύνοδος συνεδρίαζε και λάμβανε τις αποφάσεις της υπό την προεδρία του ‘πρώτου’ της, δηλαδή του μητροπολίτη Γορτύνης.[153]

Το Ανατολικό Ιλλυρικό[154] (praefectura praetorio per Illyricum), όπως είδαμε, περιελάμβανε δύο διοικήσεις : την Μακεδονική, με δικαιοδοσία στις περιοχές Μακεδονία, Ήπειρο, Ελλάδα και Κρήτη,[155] και την Δακική. Τα ανωτέρω πρότυπα ακολούθησε και η διάρθρωση της εκκλησιαστικής διοίκη-σης,[156] με αποτέλεσμα η Μακεδονική διοίκηση να συστήσει ιδιαίτερη εκκλη-σιαστική ενότητα, την ‘εξαρχία της Μακεδονίας’.

Η εξαρχία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη,[157] υποδιαι-ρούνταν στις έξι μητροπόλεις της Θεσσαλονίκης, Λαρίσης, Κορίνθου, Νικοπόλεως, Δυρραχίου και Γορτύνης Κρήτης.[158] Κάθε μία από τις μητρο-πόλεις αυτές είχε την δική της τοπική επαρχιακή σύνοδο, ενώ ο μητρο-πολίτης Θεσσαλονίκης, υπό τον τίτλο του ‘εξάρχου Μακεδονίας’,[159] προήδρευε της συνόδου της εξαρχίας Θεσσαλονίκης, που συγκροτούνταν από όλους τους μητροπολίτες και επισκόπους του Ανατολικού Iλλυρικού, συνεδριάζοντας μία φορά το έτος.[160]

Ιδιαίτερα σημαντική, στα πλαίσια οργανώσεως και λειτουργίας της εξαρχίας της Μακεδονίας, ήταν η θέση της τοπικής αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κρήτης, αφού αυτή «εθεωρείτο ως μία των μεγάλων αρχαίων αποστο-λικών εκκλησιών και απ’ αυτών των πρώτων του χριστιανισμού χρόνων κατέλαβε τιμητικήν θέσιν μεταξύ των εκκλησιών του Ιλλυρικού».[161]

Οι πηγές[162] για την περίοδο από τον 4ο μέχρι και τον 7ο αιώνα μαρτυ-ρούν ότι στην τάξη πρωτοκαθεδρίας του Ανατολικού Ιλλυρικού ο ‘Μητρο-πολίτης Κρήτης’ κατείχε αρχικά την 7η θέση, αργότερα (μέχρι αρχές του 6ου αιώνα) αναβαθμίστηκε στην 5η θέση, ενώ μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα ανέ-βηκε στην 3η θέση, καταλαμβάνοντας υψηλότατη εκκλησιαστική ιεραρχική θέση, αμέσως μετά τους Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης και Κορίνθου.

Το Ανατολικό Ιλλυρικό παρέμεινε αρχικά ανεξάρτητο μέχρι το 535[163] μεταξύ της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης, υπαγόμενο στη χαλαρή εξαρχική δικαιοδοσία του Θεσσαλονίκης,[164] αν και «μετά την Δ΄ Οικου-μενική Σύνοδο (451) αναπτύχθηκαν συστηματικότερα οι εκκλησιαστικές σχέσεις μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ανατολικού Ιλλυρικού, είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του Ακακιανού σχί-σματος (484-519) οι επίσκοποι του Ανατολικού Ιλλυρικού συντάχθηκαν με το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και εναντίον του παπικού θρόνου».[165]

Το έτος 535, με διάταγμα του Ιουστινιανού, το Ανατολικό Ιλλυρικό υπήχθη στην πνευματική εποπτεία του παπικού θρόνου και αποτέλεσε παπι-κό βικαριάτο, με βικάριο τον έξαρχο Θεσσαλονίκης.[166] Η υπαγωγή αυτή διήρκεσε μέχρι το 732/733, όταν με απόφαση του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου (717-741) το Ανατολικό Ιλλυρικό αποσπάσθηκε βίαια από τη δικαιοδοσία του παπικού θρόνου, λόγω της παπικής στάσης στο ζήτημα της εικονομαχίας,[167] και υπήχθη πλέον οριστικά στη δικαιοδοσία του θρόνου της Κωνσταντινούπολης.

Το γεγονός αυτό αποτέλεσε στο εξής σημείο τριβής[168] μεταξύ των δύο θρόνων, ιδιαίτερα την περίοδο της εσωτερικής διάσπασης της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με αφορμή το ζήτημα περί την κανονικότητα της διαδοχής του Ιγνατίου από τον πατριάρχη Φώτιο. Τα εκκλησιαστικά προβλή-ματα της Κωνσταντινούπολης έδωσαν την ευκαιρία στον πάπα Ρώμης Νικόλαο Α΄ (858-867) να θέσει με οξύτητα το ζήτημα των διεκδικήσεών του στο Ανατολικό Ιλλυρικό προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ και τον πατρι-άρχη Φώτιο, θεωρώντας τη δικαίωσή τους ως προϋπόθεση για την εκ μέρους του αναγνώριση της κανονικότητας της εκλογής του Φώτιου. Το ίδιο θέμα έθεσαν και οι αντιπρόσωποί του στην Πρωτοδευτέρα σύνοδο της Κων-σταντινούπολης (861) αλλά και σε όλες τις συνοδικές συναντήσεις της περιόδου εκείνης, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Τη θέση που η Μητρόπολη Κρήτης κατά καιρούς κατέλαβε στην τάξη πρωτοκαθεδρίας των Εκκλησιών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, μετά την υπαγωγή της στη δικαιοδοσία του, πληροφορούμαστε από τα λεγό-μενα τακτικά[169] (notitia episcopatuum), δηλαδή τους καταλόγους πρωτοκα-θεδρίας των μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκοπών του οικουμενικού πατριαρχείου. Συγκριτική μελέτη των τακτικών του Πατριαρχείου μέχρι τον 8ο αιώνα μας εκληροδότησε ο αείμνηστος Γεράσιμος Ι. Κονιδάρης στο μνη-μονευθέν ήδη κλασικό έργο του Αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η ‘τάξις’ αυτών. Από τους εκεί πίνακες πληροφορούμαστε ότι, κατά το τακτικό του Λέοντος Ισαύρου (περίπου 733 μ.Χ.) ο Μητροπολίτης Γορτύνης (: ‘Μητροπολίτης Κρήτης’) κατείχε την 9η θέση, με 11 επισκοπές στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία, κείμενος μεταξύ του 8ου Μητροπολίτη Νικομηδείας και του 10ου Μητροπολίτη Νικαίας, προηγούμενος μάλιστα του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος παλαιότερα ήταν σε ανώτερη θέση στο πλαίσιο του Ανατολικού Ιλλυρι-κού.[170]

3.2. Επίσκοποι και επισκοπές της Κρήτης. Για την ύπαρξη, τη χρονική περίοδο αρχιερατείας και γενικότερα την εκκλησιαστική ή γενικότερη δράση των Κρητών ιεραρχών, αξιόπιστες πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε από ένα ποικίλο σύνολο διάφορης προέλευσης πηγών,[171] όπως είναι η ίδια η Καινή Διαθήκη, τα πρακτικά των εκκλησιαστικών (ιδίως των  οικουμενικών) Συνόδων, τα τακτικά,[172] τα διάφορα μοναστηριακά ή πατριαρχικά έγγραφα (σιγίλλια), τα αγιολογικά ή υμνολογικά κείμενα, οι ετερόκλητης καταγωγής ιστορικές μαρτυρίες (επιγραφές, βούλες κ.λπ.).

Βεβαίως, σπανιότερες είναι οι απώτερης χρονικής προελεύσεως πηγές, χωρίς αυτό και να σημαίνει ότι οι μεταγενέστερες είναι ικανοποιητικά πλου-σιότερες. Πολλών όμως πηγών η αξιοπιστία αμφισβητείται με σοβαρά ή λιγότερο πειστικά επιχειρήματα. Όπως είναι προφανές, τα επιστημονικά κριτήρια του κάθε μελετητή είναι πλέον υπεύθυνα για την αξιολόγηση και ερμηνεία των ετερόκλητων αυτών, άμεσων ή έμμεσων, πληροφοριών, κατά τρόπο ώστε τα συμπεράσματα να ανταποκρίνονται στην πιθανότερη και πειστικότερη εκδοχή της ιστορικής αλήθειας, μακριά από εντελώς μετέωρες ή αβέβαιες πιθανολογήσεις.

Οι επισκοπές (και αντίστοιχες εκκλησιαστικές επαρχίες) της Κρήτης, υπό τον Μητροπολίτη Γορτύνης (μετέπειτα Κρήτης), ανέρχονταν αρχικά σε 18, αργότερα σε 12 και τελικά σε 8. Ο επίσκοπος Γορτύνης, ειδικότερα, έφερε κατά καιρούς τον τίτλο του μητροπολίτη, αρχιεπισκόπου και προέδρου της τοπικής επαρχιακής συνόδου. Από την εποχή του Τίτου και μέχρι το τέλος της Α΄ βυζαντινής περιόδου είχε ως έδρα του την Γόρτυνα, πρωτεύουσα τότε πόλη του νησιού, ενώ κατά από τη Β΄ βυζαντινή περίοδο της Κρήτης μετεγκαταστάθηκε, όπως στο οικείο μέρος θα δούμε, στον Χάνδακα (σημε-ρινό Ηράκλειο). Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται το συχνό, σε όλη τη μακραίωνα γενική αλλά και την τοπική κρητική εκκλησιαστική ιστορία, φαινόμενο οι επισκοπές να μην μένουν θεσμικά αμετάβλητες, αλλά να αλλάζει η έκταση ή η ονομασία τους, να ενώνονται μαζί με άλλες πλησιό-χωρες επισκοπές ή να υποδιαιρούνται σε περισσότερες. Μερικές από αυτές περιπίπτουν σε παρακμή, απορφανίζονται από το ποίμνιό τους και διατη-ρείται μόνον ο ψιλός τους τίτλος για να τις θυμίζει, ενώ άλλες υψώνονται από επισκοπές σε αρχιεπισκοπές ή μητροπόλεις.

Ο επίσκοπος Γορτύνης αποκαλείται κατά καιρούς και αρχιεπίσκοπος, μητροπολίτης, πρόεδρος ή απλώς Γορτύνης ή Κρήτης.[173] Μέχρι την αραβο-κρατία εδρεύει στη Γόρτυνα, ενώ κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο μετα-κομίζει στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), όπου μεταφέρθηκε και η πρωτεύουσα.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, όπως αυτές προκύπτουν από συνδυασμό των πηγών[174], κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο επίσκοποι Γορτύνης διετέλε-σαν οι:

- Απόστολος Τίτος (α΄ αιώνας μ.Χ.), οι μόνες ασφαλείς πληροφορίες[175] περί του οποίου προέρχονται από την Καινή Διαθήκη. Προς αυτόν απευθύνει περί το έτος 63/64 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος την Επιστολή προς Τίτον, γράφοντάς του «τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επι-διορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξά-μην».[176] Ως «πρεσβύτεροι» θεωρούνται εδώ οι επίσκοποι, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη συνέχεια της Επιστολής, στην οποία ορίζονται τα προ-σόντα των υποψηφίων αρχιερέων: «δει γαρ τον επίσκοπον ανέγκλητον είναι ως Θεού οικονόμον».[177] Σύμφωνα με πολύ μεταγενέστερο αγιολογικό κείμενο, που χρονολογείται περί τον 6ο μ.Χ. αι.: «Κεχειροτόνηκεν δε [ο Άγιος Τίτος] επισκόπους εν Κνωσσώ και εν Ιεραπύτνη, εν Κυδωνία και εν Χερρονήσω, εν Ελευθερινή και εν Λάμπη, εν Κισάμω και εν τη Καντανώ».[178]

- Ερμαίος ο πρεσβύτερος,[179] ο οποίος χειροτονήθηκε από τον Τίτο (β΄ ήμισυ 1ου αι.).[180]

- Φίλιππος (179-190 μ.Χ.). Διετέλεσε επίσκοπος Γορτύνης επί αυτο-κράτορα Μάρκου Αυρηλίου, την δε ύπαρξή του μαρτυρεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας.[181]

- Κύριλλος, ο οποίος μαρτύρησε το έτος 304.[182]

- Αρτάκιος, το όνομα του οποίου («Κρήτης Αρτάκιος») περιέχεται σε κατάλογο των επισκόπων οι οποίοι φέρεται ότι συμμετείχαν στην Α΄ οικου-μενική σύνοδο.[183] Ωστόσο, όπως σωστά παρατηρείται,[184] η παρουσία του Αρτακίου στις εργασίες της Α΄ οικουμενικής συνόδου (Νίκαια, 325) δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη, όχι μόνον διότι τα διάφορα χειρόγραφα των σχετικών καταλόγων είναι μεταγενέστερα, με πολλά σφάλματα και αντι-φάσεις, αλλά και διότι το όνομα του Αρτακίου σώζεται σε έναν μόνον κατάλογο, γεγονός που δεν επιτρέπει τη διασταύρωση της μαρτυρίας αυτής με άλλες πηγές. Για τον Αρτάκιο δεν έχουν διασωθεί άλλες πληροφορίες. 

- Μύρων (μέσα 4ου αι.).[185] Κατά τον Δετοράκη,[186] αρχιεράτευσε μεταξύ 250-350 μ.Χ. Καταγόταν από την πόλη Ραύκο, τον σημερινό Άγιο Μύρωνα, και ήταν πολύ γνωστός για την αρετή, τη φιλανθρωπία αλλά και τα θαύματα που τελούσε. Ο Μύρων είναι πιθανό[187] να διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κρήτης, μετά βεβαίως το 313 μ.Χ. και «πιθανώς κατά το β΄ τέταρτο του 4ου μ.Χ. αιώνος».[188]

- Παύλος (αρχές 4ου αι.).[189]

- Ικόνιος (431 μ.Χ.). Συμμετείχε μαζί με τους επισκόπους Χερρονήσου, Λάμπης και Κνωσού στην Γ΄ οικουμενική σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε στην Έφεσο το 431 για την καταδίκη του Νεστορίου.[190]

- Μαρτύριος (μέσα 5ου αι. μ.Χ.). Συμμετείχε στις εργασίες της Δ΄ οικουμενικής συνόδου (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.). Συνυπέγραψε μαζί με άλλους επισκόπους της Κρήτης την περίφημη επιστολή[191] προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (457-474).[192]

- Συνέσιος (463), η ύπαρξη του οποίου μαρτυρείται σε επιγραφή.[193]

- Θεόδωρος (536-553 μ.Χ. τουλάχιστον). Ο αρχιεπίσκοπος αυτός Γορτύνης είναι γνωστός αφενός μεν από επιγραφή,[194] αφετέρου δε από τη συμμετοχή του στην Ε΄ οικουμενική σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 553.[195]

- Εκκλησιόδωρος (? 624), γνωστός από επιτύμβια επιγραφή στους αγίους Δέκα,[196] αφετέρου δε από τη συμμετοχή του στην Ε΄ οικουμενική σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 553.[197]

- Παύλος, αρχιεπίσκοπος Γορτύνης (655). Είναι γνωστός από τις δύο επιστολές που του έστειλε ο πάπας Βιταλιανός το έτος 668, διατάζοντάς τον αφενός μεν να επαναφέρει τον επίσκοπο Ιωάννη στην επισκοπή Λάππας,[198] από την οποία η σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης τον είχε καθαιρέσει παράνομα, αφετέρου δε να επιστρέψει στην επισκοπή Λάππας τις μονές Παλαιά και Αρσίλι, οι οποίες παρανόμως είχαν αφαιρεθεί από την δικαιο-δοσία του Ιωάννη.[199] Επιπλέον, μνεία περί αυτού γίνεται στο Βίο του εν αγίοις ημών και θαυματουργού Σπυρίδωνος, επισκόπου γενομένου πόλεως Τριμυθούντων, συντάκτης του οποίου υπήρξε ο επίσκοπος Πάφου Θεό-δωρος.[200]

- Ευμένιος (β΄ μισό 7ου αι.). Περί του βίου του γνωστού αυτού αγίου[201] της Κρήτης (η μνήμη του εορτάζεται στις 18 Σεπτεμβρίου) στοιχεία αντλούμε από συναξάρια και την υμνογραφία του. Πιθανολογείται[202] ότι μεσολάβησε στην Κωνσταντινούπολη για την επίλυση διαφορών μεταξύ των συμβασιλέων αδελφών του Κωνσταντίνου Δ’ του Πωγωνάτου (668-685 μ.Χ.).

- Βασίλειος Α΄. Συμμετέσχε με σημαίνουσα θέση[203] στις ΣΤ΄ (680 μ.Χ.) και Πενθέκτη (692 μ.Χ.) οικουμενικές συνόδους, οι οποίες συγκλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.[204]

- Ανδρέας Κρήτης, ο Ιεροσολυμίτης και υμνογράφος. Αν και, όπως παρα-τηρείται, ο Ανδρέας υπήρξε «ο διασημότερος των αρχιεπισκόπων Κρή-της»,[205] εν τούτοις στοιχεία για τον βίο του αντλούμε μόνον από εγκωμιαστι-κούς για τον ίδιο λόγους[206] ή από συναξάρια. Το παλαιότερο από αυτά συνέγραψε ο «πατρίκιος και κυέστωρ» Νικήτας, κατά το β΄ μισό του 9ου αι.[207]

Ο Ανδρέας γεννήθηκε στη Δαμασκό της Συρίας και έζησε μεταξύ των ετών 660 και 740. Μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής του πέρασε στην Κωνσταντινούπολη όπου, λόγω της πολύπλευρης προσωπικότητάς του, δια-κρίθηκε σε διάφορες εκκλησιαστικές διοικητικές θέσεις. Στη Βασιλεύουσα κλήθηκε από τον τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων να συμμετάσχει στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (680-681). Εκεί ο Ανδρέας χειροτονήθηκε διάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ανέλαβε τη διεύθυνση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων ήταν και το ορφανοτροφείο της Κωνσταντι-νούπολης «Άγιος Παύλος».[208] Στα καθήκοντα των ορφανοτρόφων ανήκαν η διαχείριση της περιουσίας του ιδρύματος και η επιτροπεία και κηδεμονία των ανηλίκων τροφίμων του ορφανοτροφείου.[209]

Από την Κωνσταντινούπολη χειροτονήθηκε επίσκοπος στην Κρήτη και αργότερα, περί το 710/711, αρχιεπίσκοπός της. Ο Ανδρέας διακρίθηκε όχι μόνον για το πλουσιότατο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό του έργο,[210] στο οποίο περιλαμβανόταν και η ανακαίνιση πολυάριθμων ναών, αλλά τις επιδόσεις του στην υμνογραφία, με ειδικότητα τη σύνθεση κανόνων υμνο-γραφίας.[211] Αξιομνημόνευτος υπήρξε και ο μακροχρόνιος αμυντικός αγώνας του Ανδρέα μαζί με το ποίμνιό του κατά των συνεχών επιδρομών των Σαρακηνών. Να σημειωθεί εδώ ότι σημαντικές πληροφορίες για την επίθεση των Αράβων κατά της Κρήτης οφείλουμε στον Βίο του αγίου Ανδρέα.[212] Στο διάταγμα του Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου (717 – 741), με το οποίο διατασσόταν η απομάκρυνση των ιερών εικόνων από τους ναούς και η καταστροφή τους, ο Ανδρέας αντιτάχθηκε υποστηρίζοντας την τιμητική τους προσκύνηση. Ειδικότερα, στους λόγους του για την προσκύνηση των ιερών εικόνων[213] και για την περιτομή του Χριστού, υποστηρίζει ότι η χρήση τους είναι παλαιά παράδοση.[214] Τέλος, να σημειωθεί και εδώ ότι επί Ανδρέου Κρήτης έγινε η προσάρτηση των εκκλησιαστικών επαρχιών του Ανατολικού Ιλλυρικού (Ηπείρου, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ελλάδος, Κρήτης κ.λπ.) στο Οικου-μενικό Πατριαρχείο, με ταυτόχρονη αφαίρεσή τους από την δικαιοδοσία του πάπα Ρώμης (περί το 730-732). Ο Ανδρέας απεβίωσε στην Ερεσσό της Λέσβου, καθώς ταξίδευε από την Κωνσταντινούπολη προς την Κρήτη και ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[215]

- Ηλίας Α΄ (787). Συμμετέσχε στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο[216] (βλ. και πιο κάτω).

- Γεώργιος (τέλη 8ου αι.)[217]

- Βασίλειος (τέλη 9ου αι.)[218]

Συμμετοχή Κρητών επισκόπων σε Συνόδους[219] πιθανολογείται από την πρώτη, ήδη, Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε από τον Μ. Κων-σταντίνο στη Νίκαια της Βιθυνίας το έτος 325, χωρίς δυστυχώς να τηρηθούν πρακτικά της.[220] Η εν λόγω Σύνοδος συγκροτήθηκε από 318 πατέρες, οι οποίοι εκπροσώπησαν όλες σχεδόν τις επαρχίες του κράτους. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο μαρτυρείται, από έμμεση όμως πηγή,[221] συμμετοχή του αρχιεπισκόπου Κρήτης Αρτακίου, ιεράρχη για τον οποίο δεν έχουν σωθεί άλλες πληροφορίες. 

Βέβαιη θεωρείται στη Σύνοδο της Σαρδικής (343-344) των Κρητών Επισκόπων Σύμφορου Ιεράπυδνας,[222] Κυδώνιου Κυδωνίας,[223] Εύκισσου Κισάμου[224] και Μουσώνιου Ηρακλείου.[225] Την πληροφορία περί της συμμε-τοχής τους αντλούμε από λατινικό κατάλογο των πατέρων της Συνόδου αυτής, που προέρχεται από τα οικεία πρακτικά.[226] Όπως διαπιστώνουμε, απουσιάζει από τα ανωτέρω ονόματα ο Επίσκοπος Γορτύνης,[227] ο οποίος, ως αρχιεπίσκοπος Κρήτης συμμετείχε σε όλες τις μετέπειτα Συνόδους, στις οποίες μαρτυρείται συμμετοχή Κρητών Επισκόπων, δηλαδή στις Οικου-μενικές Συνόδους Γ΄ έως και την Ζ΄.[228] 

Παραμένει άγνωστο αν και ποιοι ιεράρχες της Κρήτης συμμετείχαν στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (συγκλήθηκε το 381 στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με την αίρεση του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Μακε-δονίου),[229] καθώς ούτε και σε αυτήν τηρήθηκαν πρακτικά. Είναι όμως βέ-βαιο ότι συμμετείχαν στις εργασίες της επίσκοποι του Ιλλυρικού.[230]

Στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο,[231] οι εργασίες της οποίας έλαβαν χώρα στην Έφεσο το 431 μ.Χ., συμμετείχαν, σύμφωνα με τον κατάλογο των πρακτικών της Συνόδου,[232] οι Κρήτες επίσκοποι Ικόνιος Γορτύνης, Ανδήριος Χερρο-νήσου,[233] Παύλος Λάμπης[234] και Ζηνόβιος Κνωσού.

Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο,[235] που συγκλήθηκε το έτος 451 στη Χαλκη-δόνα της Μ. Ασίας, συμμετείχαν, σύμφωνα πάλι με τον κατάλογο των πρακτικών της,[236] οι Κρήτες επίσκοποι Μαρτύριος Γορτύνης, Γεννάδιος Κνωσού, Δημήτριος Λάμπης, Κύριλλος Σουβρίτου,[237] Ευσέβιος Απολλω-νιάδος,[238] Ευφράτης Ελευθερνών[239] καθώς και ο πρεσβύτερος Χρυσόγονος, εκπροσωπώντας τον επίσκοπο Καντάνου[240] Παύλο («επέχων τον τόπον Παύλου Καντάνων»). Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπί-σκοπος Κρήτης υπογράφει ανάμεσα στην 39η και την 48η θέση.[241]

Στην Ενδημούσα Σύνοδο,[242] η οποία συγκλήθηκε το έτος 536 στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχαν από την Κρήτη οι επίσκοποι Θεόδωρος Γορτύνης καθώς και ο αρχιμανδρίτης Πολυχρόνιος, ηγούμενος κρητικής μονής.[243] Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει ανάμεσα στην 31 θέση.[244]

Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο,[245] η οποία συγκλήθηκε το έτος 553 στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχε από την Κρήτη μόνον ο Γορτύνης Θεόδω-ρος.[246] Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει στην 31 θέση.[247]

Στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε τα έτη 680/681 στην Κωνσταντινούπολη με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου (668-685) και του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεωργίου (679-686), συμμετείχαν από την Κρήτη ο μητροπολίτης της, επίσκοπος Γορ-τύνης Βασίλειος, καθώς και οι επίσκοποι Λάμπης Ιωάννης και Καντάνου[248] Γρηγόριος.[249] Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει ανάμεσα στην 9η και στην 11η θέση.[250]

Στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε τα έτη 691/692 στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχαν από την Κρήτη ο μητρο-πολίτης της επίσκοπος Γορτύνης Βασίλειος, καθώς και οι επίσκοποι Κυδωνίας Νικήτας, Χερρονήσου Σισίννιος και Κισάμου Θεόπεμπτος.[251] Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει στην 14η θέση[252].

Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε το έτος 787 στη Νίκαια, η Κρήτη εκπροσωπήθηκε με πολυάριθμο ιερατείο. Συμμετείχαν από την Κρήτη ο μητροπολίτης της επίσκοπος Γορτύνης Ηλίας και οι επίσκοποι Λάμπης Επιφάνιος, Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρος, Κνωσού Αναστάσιος, Κυδωνίας Μελίτων, Κισσάμου Λέων, Σουβρίτων Θεόδωρος, Φοίνικος[253] Λέων, Αρκαδίας[254] Ιωάννης, Ελευθέρνης Επιφάνιος, Καντάνου Φωτεινός και Χερσονήσου Σισσίνιος.[255] Πλην των ανωτέρω δώδεκα επισκόπων, στην ίδια Σύνοδο συμμετείχαν και δυο ηγούμενοι μονών της Κρήτης: ο Θέογνις, ηγούμενος της μονής του Αποστόλου Τιμοθέου και ο Πέτρος, ηγούμενος της μονής του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου.[256] Τις διάφορες πράξεις της Συνόδου αυτής ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης υπογράφει στην 14η θέση.[257]

 

4. Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες (824/826).

4.1. Γενικά. Η κατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, αν και χρονικά υπήρξε η συντομότερη από τις κατακτήσεις που υπέστη η μεγαλόνησος, αφού διάρκεσε μέχρι το έτος 961 μ.Χ., δηλαδή περίπου 137 έτη, απο-δείχθηκε, λόγω ακριβώς των καταστροφικών της συνεπειών, γεγονός μείζο-νος σημασίας όχι μόνο για το νησί αλλ’ επί πλέον για το Βυζάντιο συνολικά. Έτσι, και από την περίοδο της Αραβοκρατίας[258] της Κρήτης, ελάχιστα στοι-χεία διασώζονται.

Οι Σαρακηνοί έρχονται στο νησί το έτος 824/825 από την ισπανική Ανδαλουσία, και υπό την ηγεσία του αρχηγού της Κόρδοβας Αμπού Χαψ Ομάρ (Abu Hafs Umar Aysi), κατακτούν την Κρήτη με ιδιαίτερη ευκολία,[259] οργανώνοντας ένα αραβικό κράτος. Το αραβικό αυτό κράτος στήριζε την επιβίωσή του στην πειρατεία και την οικονομική καταπίεση του ιθαγενούς πληθυσμού.[260]

Συναφής είναι μαρτυρία του Γεωργίου Κεδρηνού, από το έργο του Σύνοψις ιστοριών, έκδ. Βόννης, τόμ. Ι-ΙΙ, 1838 (εδώ τόμ. ΙΙ, σ. 92), όπου σημειώνεται για τον αρχηγό των Αράβων Αμπού Χαψ Ομάρ: «Ήκε δε ποτε και εις Κρήτην, ταύτην καταδραμών και ανδραποδισάμενος ως ενήν και την της νήσου καταμαθών αρετήν και χάριν, "τούτο" έφη προς τους υπηκόους, ‘ιδού γη ρέουσα γάλα και μέλι’».

Το ισχυρότερο οχυρό των Αράβων στην Κρήτη ήταν η πρωτεύουσά τους Χάνδαξ (al-Chandax = τάφρος στα αραβικά), που βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλεως του Ηρακλείου.[261] Το ιδιότυπο αραβικό εμιράτο, το οποίο ιδρύθηκε στην Κρήτη, αναδείχθηκε για τα επόμενα εκατόν σαράντα χρόνια σε ένα αδίστακτο ορμητήριο, που επιδόθηκε στη ληστοπειρατεία των πλοίων και των παραλίων της Μεσογείου, καθώς και την οικονομική καταπίεση του γηγενούς κρητικού πληθυσμού. Μεταξύ των σημαντικότερων και σκληρό-τερων επιδρομών αναφέρονται η προσβολή των παραλίων της Μυτιλήνης και του Άθωνα (862), της Χαλκιδικής (866) και της Αδριατικής θάλασσας (872).

Η πτώση του νησιού στους Άραβες είχε συνέπειες μεγάλης οικονομικής και στρατιωτικής σημασίας τόσο για το Βυζάντιο, όσο και για τους θαλάσσι-ους εμπορικούς δρόμους της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Η Κρήτη κατέστη ένα τεράστιο, ασφαλές και απόρθητο ορμητήριο των αραβικών επιδρομών οι οποίες εκδηλώνονταν σε όλη την γύρω περιοχή.

Η αραβική διοίκηση της Κρήτης είναι υποτυπώδης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την επικράτηση της βίας, που εκδηλώνεται με καταστροφές και εξισλαμισμούς.[262] Επιπλέον, η τυχοδιωκτική και αρπακτική διάθεση των Αράβων τους κατευθύνει σε ληστοπειρατικές επιχειρήσεις και στο εξωτερικό του νησιού,[263] ενώ σημαντικό έσοδο για τους Άραβες αποτελεί η επ’ αμοιβή και για λογαριασμό άλλου κράτους ανάληψη πολεμικών επιχειρήσεων.

Μετά από όλα αυτά, δεν είναι τυχαίο ότι, οι όποιες διασωθείσες ιστορικές μαρτυρίες αφορούν σχεδόν αποκλειστικά στις πειρατικές επιδρομές των Αράβων και στις πολεμικές επιχειρήσεις των Βυζαντινών τουλάχιστον να τις περιορίσουν.

Μνημονεύονται δύο τέτοιες επιδρομές, που έλαβαν αμφότερες χώρα επί αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842): η πρώτη εναντίον των μικρασιατικών παραλίων και κατά των μονών του όρους Λάτρους? η δεύτερη, κατά της Λέσβου. Λόγω των πολυάριθμων αραβικών επιδρομών, με ορμητήριό τους την Κρήτη, η μεγαλόνησος προσέλαβε την περίοδο εκείνη την προσωνυμία ‘θεόλεστος’.[264]

Όπως είναι εύλογο, η τραγική αυτή κατάσταση δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορο το Βυζάντιο, το οποίο έκτοτε προσπαθούσε διαρκώς να ανακατα-λάβει την Κρήτη. Τέτοιες απόπειρες μαρτυρούνται να έγιναν επί αυτοκρά-τορα Μιχαήλ (820-829), που έστειλε αρχικά στην Κρήτη τους στρατηγούς Φωτεινό και Κρατερό, οι οποίοι ηττήθηκαν κατά κράτος, ενώ ακολούθησε η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση υπό τον Ωορύφα, που όμως δεν είχε ουσιαστικότερη κατάληξη. 

Με την Κρήτη υπό τον αραβικό ζυγό, μεταβλήθηκε σε σημαντικό βαθμό η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και ευρύτερα στην ανατολική Μεσόγειο. Οι θαλάσσιοι δρόμοι δεν ήταν πλέον ασφαλείς γεγονός που επέφερε δυσμε-νέστατες συνέπειες στην οικονομία του Βυζαντίου. Πέραν βεβαίως αυτού, η στρατιωτική και αμυντική ισχύς της αυτοκρατορίας δέχθηκε καθοριστικό πλήγμα, τόσο ουσιαστικό όσο και σε επίπεδο γοήτρου. Οι πειρατικές επιδρομές των Αράβων σε βάρος των νησιών ή παραθαλάσσιων πόλεων του Αιγαίου πολλαπλασιάστηκαν, πλήττοντας όχι μόνον τις τοπικές οικονο-μίες[265] αλλά και την οικονομική αιμοδοσία της Κωνσταντινούπολης.

Σημαντικό μέρος των εσόδων των Αραβοκρητών πειρατών προέρχονταν από τα ‘αλάγια’, περί των οποίων κάνει λόγο ο Ιωάννης Καμενιάτης. Επρό-κειτο για συμφωνίες μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων με αντικείμενο την εκατέρωθεν ανταλλαγή αιχμαλώτων. Πηγή ως προς αυτό αποτελεί το σχε-τικό με την άλωση της Θεσσαλονίκης (904) από τον εξωμότη Σαρακηνό Λέοντα Τριπολίτη έργο του Ιωάννη Καμενιάτη, λόγιου κληρικού και ‘Κου-βουκλεισίου’ που έζησε τον 10ο αιώνα.

Ο Καμενιάτης την περίοδο της άλωσης ήταν ιερέας στη Θεσσαλονίκη και είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, ενώ αργότερα απελευθερώθηκε με λύτρα. Στο έργο του αποτύπωσε με πιστότητα γεγονότα των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για τα πράγματα της περιόδου που έζησε. Γράφει μεταξύ άλλων ο Ι. Καμενιάτης:

«?λλ' ?τε δ? π?ντες ε?ς μερ?δας γεν?μενοι π?λιν μετ? τ?ν σκ?λων τα?ς ναυσ? συνηλ?θησαν (?μφω γ?ρ κα? τα?τα σ?ν τ? πλ?θει διενεμ?θησαν), τ?τε δ? τ?ν βαρβ?ρων ο? τ?ν Κρ?την ο?κο?ντες ο?κ ?λ?γους ?νο?ντο, πολ? χρυσ?ον ?π?ρ α?τ?ν καταβαλ?σθαι μ? παραιτο?μενοι, ο?χ ?πλ?ς ο?δ' ?ς ?τυχεν, ?λλ? κ?ρδους τιν?ς ?π?θεσιν ?αυτο?ς ?κ το?του περιποιο?μενοι. 73.6 ?δεισαν γ?ρ πολυπλασ?ονα τ?ν διδομ?νων λαβε?ν, ?ν?κα ?ν καταλλαγ?ς ?π?λθοι καιρ?ς, ?π?τε το?ς ?μοφ?λους α?τ?ν, το?ς παρ? τ?ν ?ωμα?ων χειρωθ?ντας, ?κδ?χονται. 73.7 ο?δ? γ?ρ ?ς ?ν το?ς κατ? Συρ?αν, ο?τω κα? το?τοις ? τ?ν α?χμαλ?των ?πολ?τρωσις ?κτελε?ται, ?λλ' ?πεκρ?τησεν ?ν το?τοις παλαι?ν ?θος χρ?ν? βεβαιωθ?ν, ?να κα? τ?ν β?ρβαρον, ?στις ποτ? ?ν, χ?ριν το? κατεχομ?νου κομ?ζωνται, κα? τ?ν ?π?ρ α?το? δοθε?σαν τιμ?ν ?παιτ?σιν ε?ς τ? διπλ?σιον. 73.8 δι? τοι το?το πολλο?ς ο? Κρ?τες τ?ν α?χμαλ?των ?ν?σαντο, τ?ν καθ' ?μ?ς συμφορ?ν κ?ρδους συνεισφορ?ν ?αυτο?ς ?φευρ?μενοι. 73.9 ?πρ?χθη δ? τα?τα ?φ' ?λαις ?μ?ραις δ?κα, ?ε? τ?ν ?θ?δων νη?ν μετασκευαζουσ?ν το?ς ?νουμ?νους κα? πρ?ς τ?ν ?δ?αν π?λιν μεταγουσ?ν. 73.10... 74.4 ?δη δ? τ?ς δωδεκ?της ?μ?ρας ?ρχομ?νης, λ?γω δ? τ?ς πρ?ς τ?ν Κρ?την ?φ?ξεως, το? πλο?ς ?πηρξ?μεθα. 74.5 μετ?χθημεν δ? πρ?ς τ?ν ?ντικρ? ν?σον, ?τις ?ι?ς καλε?ται? κα? π?λιν ?κε?θεν ?ναχθ?ντες ?ν τ? τ?ς ν?σου π?ρατι προσωρμ?σθημεν 74.6 ?ν ? κα? ?δρευ-σ?μενοι κα? μικρ?ν τι τ? τ?π? προσμε?ναντες ?ς κατ’ ο?ρ?ν ε?δον γεγον?τα τ?ν ?νεμον, ?π?πλευσαν ?κε?θεν κατ? μ?σον ?θ?ναντες το? πελ?γους 76.6 πολλ? γ?ρ πλε?ω χιλ?ων ψυχ?ν ?φασκον ε?ναι κατ? τ?ν να?ν ?κε?νην, ?κ τε τ?ν βαρβ?ρων κα? τ?ν α?χμαλ?των τ?ν ?ν τ? Κρ?τ? κατ' α?τ?ν ε?σενε-χθ?ντων κα? τ?ν ?κ τ?ς ?ηθε?σης προστεθ?ντων α?τ?ας, ?ς τοσο?τον ?π?χειν βαπτισθ?ναι τ?ν ?λκ?δα ?σον μι?ς παλαιστ?ς τ? μ?τρον ?στ?ν. 76.7 ο? συνεχ?ρησε δ? το?το ? τ?ν ?φαν?ν γν?στης κα? τ?ν κρυφ?ων ?ξεταστ?ς κ?ριος, ?λλ' ?ς ε?δε τ?ς καρδ?ας ?π?ντων π?σης μ?ν χρηστ?ς ?πειπο?σας ?λπ?δος, α?τ? δ? μ?ν? τ?ν ?μηχαν?αν ?μφανιζο?σας τ? π?ντα δυναμ?ν? μ?ν? τ? βο?λεσθαι, ?π?βλεψεν ?π' α?το?ς. 76.8. κα? ε?ς πραε?αν μ?ν α?ραν τ?ν καταιγ?δα, ε?ς γαλ?νην δ? τ?ν τ?ν κυμ?των καταστορ?σας τραχ?τητα, ?σωσεν α?το?ς ?κ τοσο?του κινδ?νου, π?σιν ?μφα?νων, κα? μ?νον ο?χ? βο?ν δεικν?ων τ? πρ?γματα, ?πως ??εσθαι δ?ναται ? τ?ν θαυμασ?ων θε?ς το?ς ?ν ?ληθε?? κα? φ?β? ?πικαλουμ?νους α?τ?ν. 78.1. Ο? δ? γ' ?ν Κρ?τ? ?ξ ?μ?ν διαιρεθ?ντες ?ν τα?ς ?λλαις ναυσ? τα?ς ?φ' ?κ?στου τ?που διεσπ?ρησαν καθ' ?λης τ?ς παραλ?ας Συρ?ας? 78.2. ο?ς κα? ?νο?μενοι πολλο? τ?ν ?μπ?-ρων κα? π?λιν μεταπιπρ?σκοντες κατ? διαφ?ρους τ?πους ?ν ?λλ?λοις μ?χρι κα? ν?ν α?το?ς ?νταμε?βουσιν, ?ς κα? α?τ?ν φθ?σαι τ?ν Α?θιοπ?αν τιν?ς ?ξ α?τ?ν κα? το?ς τ?ν ?κροτ?την μεσημβρ?αν κατοικο?ντας βαρβ?ρους».

Στο πλαίσιο της διαδικασίας των αλλαγίων, οι Αραβοκρήτες είχαν επιβάλλει στους Βυζαντινούς την πρακτική όχι μόνον να παίρνουν έναν μου-σουλμάνο αντί για κάθε χριστιανό που παρέδιδαν, αλλά ταυτόχρονα και να εισπράττουν τη διπλή τιμή από αυτήν που είχαν πληρώσει για να αποκτή-σουν τον χριστιανό αιχμάλωτό τους. Για το λόγο αυτό, πολλοί Θεσσαλο-νικείς αιχμάλωτοι που αγοράστηκαν στην Κρήτη προορίζονταν για μετα-πώληση στους Βυζαντινούς, στη διπλάσια τιμή και σημαντικότατο κέρδος.

Παρατηρείται σχετικά[266] ότι αυτή ήταν τακτική που οι Άραβες της Κρή-της ακολουθούσαν συστηματικά, όπως προκύπτει και από ανάλογη πληρο-φορία του Βίου του αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους. Στην εν λόγω πηγή μαρτυρείται ότι οι Άραβες της Κρήτης έρχονταν κάθε έτος στο Άργος, όπου πουλούσαν έναντι πολλών λύτρων μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων.

Η πειρατική παρουσία των Αραβοκρητών στο χώρο του Αιγαίου άκρως εκφοβιστική των ναυτιλλόμενων και παραλυτική για την ανάπτυξη της σχετικής δραστηριότητας. Όπως μαρτυρείται:

«Καί Κρ?τες δέ πειρατικα?ς ναυσί χρώμενοι… νήσοις καί πόλεσι καί κώμαις τα?ς παραλίοις νυκτός ?νεδρεύοντες καί τούς παρατυγχάνοντας ληιζό-μενοι, ο?ς μέν τ?ν γρύξαι τολμώντων ?ργον ?ποιο?ντο μαχαίρας, τούς δ’ ?σοι κατεπτηχότες ε?ποντο σιγ?, ε?λκον ε?ς δουλείαν ο?κτρ?ς» (Πέτρου επισκόπου Άργους, Βίος).


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

 

Α΄. Πολιτειακές Πηγές.

1. Το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού.

1.1. Γενικά. Ανεκτίμητης αξίας για τη θεσμική εξέλιξη του βυζαντινο-ρωμαϊκού κράτους αποδείχθηκε το μεγάλο κωδικοποιητικό, αλλά και νομο-παραγωγικό έργο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565).[267] Κατά την περίοδο της ανόδου του στο θρόνο, η παλαιότερη κωδικοποίηση του αυτο-κράτορα Θεοδοσίου (346-395), ήταν ήδη προφανές ότι είχε ολοκληρώσει τον δικαιικό της κύκλο, υποκαθιστάμενη από πολυνομία διατάξεων, που επέφεραν ως αποτέλεσμα τη διάβρωση των θεσμών και τη δυσλειτουργία των διοικητικών δομών του κράτους.

Ειδικότερα, ο Θεοδοσιανός Κώδικας (Codex Theodosianus, 438/439)[268] προκαλούσε πλέον σύγχυση στους εφαρμοστές του δικαίου, καθώς περιείχε όλες τις constitutiones των ετών 306-435, ακόμη και εκείνες που είχαν στο μεταξύ καταργηθεί.[269] Η σύγχυση αυτή επιτεινόταν από τη θέσπιση νέων διατάξεων μετά την έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα, οι οποίες δεν ήταν σαφές αν και σε ποιο βαθμό είχαν καταργήσει παλαιότερες. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο Θεοδοσιανός Κώδικας, μαζί με τους δύο προδρόμους του Γρηγοριανό και Ερμογενειακό Κώδικες (Codex Grego-rianus, 291 μ.Χ. - Codex Hermogenianus, 295),[270] αποτελούσαν για τους εφαρμοστές του δικαίου τις σημαντικότερες πηγές της ύστερης αρχαιότητας σε Ανατολή και Δύση, έχοντας μάλιστα ενταχθεί μέχρι την περίοδο του Ιουστινιανού στα διδακτικά προγράμματα των νομικών σχολών.[271]

Η κωδικοποίηση των αυτοκρατορικών διατάξεων -που επιτεύχθηκε μετά από άρση των αντιφάσεων, τις οποίες αυτές εμπεριείχαν- άρχισε σχεδόν αμέσως από την ανάληψη της διακυβέρνησης του κράτους από τον Ιουστι-νιανό.[272] Σπουδαίο έργο στη φάση αυτή αποτέλεσε η εκπόνηση του Πανδέκτη, δηλαδή η κωδικοποίηση του jus.[273] Ο ορισμός της κατάλληλης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής καθώς και η ανάληψη του σχετικού εγχει-ρήματος, αναγγέλθηκε με την constitutio Deo auctore. Ως πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο Τριβωνιανός, ως ο Quaestor sacri palatii (δηλαδή, ο Υπουργός Δικαιοσύνης) κατά την περίοδο εκείνη.[274]

Την ίδια εποχή αναλήφθηκε και η προσπάθεια σύνταξης των Εισηγήσεων από τριμελή επιτροπή, επίσης υπό την προεδρία του Τριβωνιανού. Οι Ειση-γήσεις έμελλε να αποτελέσουν ένα επίσημο διδακτικό εγχειρίδιο, συνταγ-μένο με πρότυπο το αντίστοιχο έργο του κορυφαίου νομομαθούς Γάϊου.

Διαφορετικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο εκτιμήθηκε το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού στην Ανατολή, στην οποία αποτέλεσε έκτοτε το θεμέλιο των δικαιικών της θεσμών, σε σχέση με τη Δύση. Στην τελευταία το ίδιο έργο περιέπεσε σε λήθαργο από τον οποίο εξήλθε τον 11ο αιώνα, υπό την επίδραση του νομικού ρεύματος των γλωσσογράφων, που θεώρησαν την ιουστινιάνεια κωδικοποίηση ως μία ενέργεια σωστική για το ρωμαϊκό δίκαιο.[275]

1.2. Κώδικας (Codex). Με την κατάρτιση του σπουδαίου αυτού νομο-θετικού έργου σκοπήθηκε η χρηστική κωδικοποίηση σε μία ενιαία συλλογή της αυτοκρατορικής νομοθεσίας. Ο Κώδικας αποτέλεσε αντικείμενο εργα-σιών δεκαμελούς νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν επτά ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, ένας καθηγητής της Νομικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης και δύο δικηγόροι, διορισμένοι στο ανώτατο δικαστή-ριο της πρωτεύουσας. Η ομάδα αυτή εργασίας συστήθηκε με την constitutio Haec της 13ης Φεβρουαρίου 528.

Το κείμενο του Κώδικα στηρίχθηκε στους προγενέστερους ομολόγους του Γρηγοριανό, Ερμογενειανό και Θεοδοσιανό. Η επιτροπή αρχικά αποκά-θαρε το σύνολο του αρχικά συλλεγέντος υλικού από περιττά μέρη, καταργη-μένες ρυθμίσεις ή άχρηστες επαναλήψεις διατάξεων. Το υλικό που απέμεινε μετά την ανωτέρω επίπονη διαδικασία, κατατάχθηκε με τη σειρά του σε ευρύτερες θεματικές ενότητες, οι οποίες ακολούθως και αυτές υποδιαιρέ-θηκαν σε περισσότερα αντικείμενα, βάσει κοινών ρυθμιστικών κριτηρίων.[276] Με τον τρόπο αυτό, το σύνολο του παλαιότερου νομοθετικού υλικού ελέγχθηκε υπεύθυνα και συστηματικά και διαρθρώθηκε σε πιο ομογενο-ποιημένα μέρη, μετά από άρση των ενδογενών αντιφάσεων και εναρμόνιση των επί μέρους τμημάτων του περιεχομένου του.

Ο Κώδικας (Codex vetus), αποτελούμενος από δώδεκα βιβλία στην τελική του μορφή, τέθηκε σε ισχύ στις 16 Απριλίου 529, αφού προηγουμένως κυρώθηκε με την Constitutio Summa rei publicae. Παράλληλα, καταργή-θηκαν ρητά όσες ρυθμίσεις ίσχυαν παλαιότερα, εκτός αν είχαν προνομιακό περιεχόμενο.[277]

Επειδή βεβαίως η παραγωγή νομοθετικών διατάξεων δεν σταμάτησε με την ψήφιση του ιουστινιάνειου Κώδικα, το έτος 534 κατέστη επιτακτική η αναθεώρηση και ενημέρωσή του, σε νέα, δεύτερη έκδοση, υπό τον ενημερω-μένο τίτλο Codex Justinianis repetitate praelectionis (16 Νοεμβρίου 534, κυρώθηκε με την constitutio Cordi). Η αναθεωρημένη αυτή μορφή προέκυψε ως καρπός εργασιών μίας πενταμελούς επιτροπής, με πρόεδρο πάλι τον Τριβωνιανό και μέλη τούς Δωρόθεο, καθηγητή στη Νομική Σχολή της Βηρυτού, και τρεις δικηγόρους της πρωτεύουσας (Μηνά, Κωνσταντίνο και Ιωάννη).[278]

Και ο νέος Κώδικας υποδιαιρούνταν σε δώδεκα ‘Βιβλία’ και κάθε Βιβλίο σε ‘Τίτλους’.[279] Αυτή η δομή και διάρθρωση αποκάλυπτε σαφείς επιρροές από τους παλαιότερους κώδικες Θεοδοσιανό (αναφορικά με το δημόσιο δίκαιο) και Γρηγοριανό (ως προς το ιδιωτικό και ποινικό δίκαιο). Είναι χαρα-κτηριστικό ότι η κατάταξη των νόμων μέσα στους Τίτλους είναι χρονο-λογική, καθώς την ίδια σειρά ακολουθούσε και ο Θεοδοσιανός Κώδικας.

Το κείμενο του Κώδικα, για το οποίο υιοθετήθηκε η λατινική γλώσσα (πλην ορισμένων διατάξεων, που αποδίδονταν στα ελληνικά), διδασκόταν στο πέμπτο έτος των νομικών σχολών της Κωνσταντινούπολης, για τις οποίες πιο πάνω έγινε λόγος.

1.3. Πανδέκτης (Digesta, Pandectae). Με τη σύνταξη του Πανδέκτη επι-διώχθηκε η συγκέντρωση σε ένα ενιαίο συστηματικό έργο αποσπασμάτων από έργα παλαιών ρωμαίων νομομαθών. Στην πραγματικότητα, με τον Πανδέκτη αντικαταστάθηκε μια παρόμοια παλαιότερη συλλογή, η οποία υπό την ονομασία ‘Αναφορικός Νόμος’ είχε δει το φως της δημοσιότητας επί των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου του Β΄ και Βαλεντινιανού του Γ΄ (426).

Η σύνταξη του Πανδέκτη αναγγέλθηκε με την constitutio Deo auctore, τον Δεκέμβριο του έτους 530. Υπό την προεδρία του Τριβωνιανού στη νομο-παρασκευαστική επιτροπή συμμετείχαν ως μέλη τέσσερεις αντικήνσορες: οι Θεόφιλος και Κρατίνος της Νομικής Κωνσταντινουπόλεως, Δωρόθεος και Ανατόλιος της Βηρυτού. Ο Πανδέκτης κυρώθηκε με τη δίγλωσση (σε λατινική και ελληνική γλώσσα)  constitutio Tanta / Δέδωκεν (16-12-533).[280]

Κατά την κρατούσα άποψη, το υλικό του Πανδέκτη -προερχόμενο στο σύνολό του από έναν τεράστιο αριθμό έργων ρωμαίων νομομαθών της κλα-σικής, προκλασικής και μετακλασικής περιόδου-[281] διαιρέθηκε σε τρία μέρη, που μοιράστηκαν για ειδικότερη περαιτέρω επεξεργασία σε ισάριθμες επιτροπές. Το πρώτο μέρος περιλάμβανε το ‘jus civile’, το δεύτερο το ‘jus honorarium’ και το τρίτο τις ‘quaestiones’ και τα ‘responsa’. Αργότερα, προ-στέθηκε ως τέταρτο μέρος η ‘appendix’. Μετά από νέα επεξεργασία του υλικού, τα αποσπάσματα οργανώθηκαν σε επιμέρους θεματικές ενότητες.

Στην τελική του μορφή, ο Πανδέκτης αποτελείται από πενήντα Βιβλία, που υποδιαιρούνται -πλην των Βιβλίων 30, 31 και 32- σε Τίτλους και αυτοί σε Αποσπάσματα (‘δίγεστα’). Κάθε Αποσπάσματος προηγούνται: (α) το όνομα του αντίστοιχου νομομαθούς συγγραφέα, (β) το έργο του τελευταίου, από το οποίο ελήφθη το Απόσπασμα, και (γ) η ακριβής παραπομπή στο συγκεκριμένο έργο.

Το σύνολο του υλικού προερχόταν από έργα 39 συγγραφέων της περιόδου των ετών 100 π.Χ. έως 250 μ.Χ., στους οποίους συγκαταλέγονταν όχι μόνον όσοι νομομαθείς είχαν το jus respondendi[282] αλλά και όσους περιλάμβανε ο ‘Αναφορικός Νόμος’. Ωστόσο, τα μισά περίπου αποσπάσματα από το τελικό κείμενο του Πανδέκτη ανήκουν σε έργα του Παύλου και του Ουλπιανού.

Ζήτημα ξεχωριστής βαρύτητας -που προκάλεσε αργότερα σειρά ενδιαφε-ρόντων ερμηνευτικών προβλημάτων- αποτέλεσε η δυνατότητα η οποία ανα-γνωρίσθηκε στην εισηγητική επιτροπή του Πανδέκτη να παρεμβαίνει στο κείμενο των υπό κωδικοποίηση αναφορών, εισάγοντας σε αυτές ‘παρεμβλή-ματα’ (interpolationes). Το κυριότερο ζήτημα που απασχόλησε τη νομική επιστήμη[283] αφορούσε ο βαθμός και η έκταση κατά την οποία, λόγω των παρεμβλημάτων, αλλοιώθηκε η αρχική μορφή των επεξεργασθέντων νομι-κών έργων.

Κατά μία μάλλον υπερβολική άποψη, η έκταση των παρεμβλημάτων ήταν τέτοια, ώστε το τελικό περιεχόμενο του Πανδέκτη να διασώζει σε πολύ μικρό βαθμό την αρχική μορφή των νομικών έργων. Σύμφωνα με την κρατούσα ωστόσο γνώμη, το τελικό κείμενο δεν προέβη σε εκτεταμένη αλλοίωση των αυθεντικών αναφορών.[284]

Η κυρωτική του Πανδέκτη constitutio Tanta / Δέδωκεν κατέστησε υπο-χρεωτική την αντικατάσταση των παλαιότερων αναφορών και την εφαρμογή των αναθεωρημένων μορφών της, όπως είχαν στον Πανδέκτη, ορίζοντας ότι όποιος τολμούσε είτε ως διάδικος να εμφανίσει σε δικαστήριο τις παλαιές διατάξεις είτε ως δικαστής να κάνει χρήση τους, θα διωκόταν για πλαστο-γραφία.

Ωστόσο, πρέπει να θεωρείται ως μάλλον προφανής η αναποτελεσματικό-τητα της ανωτέρω κυρωτικής απειλής, αφού η πραγματοποίησή της προϋπέ-θετε πως το κείμενο του Πανδέκτη θα ήταν προσιτό στους νομικούς ή εν γένει εφαρμοστές του δικαίου της (απέραντης!) ρωμαϊκής επικράτειας. Η πρακτική αυτή δυσχέρεια αφορούσε βεβαίως πάντοτε κάθε νομοθετικό έργο, γεγονός που εξηγεί την ευρύτατη κυκλοφορία μεταξύ των βυζαντινών νομο-μαθών διαφόρων τύπων νομικών ‘επιτομών’ ή ‘συνόψεων’.[285]

Το πλήρες κείμενο του Πανδέκτη μας είναι γνωστό από τον χειρόγραφο κώδικα (Littera) Florentina ή Codex Florentinus, ο οποίος είναι γραμμένος σε περίπου 900 δίστηλα φύλλα, δεμένα σε δύο τόμους, με πιθανότερο τόπο σύνταξής του την Κωνσταντινούπολη (537;).[286]

1.4. Εισηγήσεις (Institutiones). Η σύνταξη των Εισηγήσεων -ενός συστη-ματικού εγχειριδίου, προορισμένου για διδασκαλία σε αρχάριους σπουδα-στές των νομικών σχολών- οφείλεται στον Τριβωνιανό και τους αντικήν-σορες Θεόφιλο και Δωρόθεο. Για την επιτυχή ολοκλήρωση της εντολής τους, τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής βασίστηκαν κυρίως στο ομότιτλο έργο του Γάϊου, επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενό του κατά τα δύο τρία περίπου. Επιπλέον, υπόψη ελήφθησαν και ανάλογα έργα νομο-μαθών της κλασικής περιόδου. Οι Εισηγήσεις έχουν συνταχθεί με τρόπο ώστε τους σπουδαστές να διδάσκει ο ίδιος ο αυτοκράτορας.

Το όλο έργο, που υποδιαιρέθηκε τελικά σε τέσσερα Βιβλία, κυρώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 533, με την constitutio Imperatoriam majestatem.  Το πρώτο Βιβλίο των Εισηγήσεων περιέχει γενικές έννοιες, δίκαιο της προσω-πικής κατάστασης και οικογενειακό δίκαιο. Το δεύτερο, είναι αφιερωμένο στο εμπράγματο δίκαιο και τη διαδοχή εκ διαθήκης, το τρίτο στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και τις δικαιοπραξίες, ενώ το τέταρτο περιείχε την ύλη των αδικοπραξιών, τη δικονομία και το ποινικό δίκαιο.  Κάθε ‘Βιβλίο’ είναι υποδιαιρεμένο σε ‘Τίτλους’ και κάθε Τίτλος σε περισσό-τερες ‘Παραγράφους’.

Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η μορφή διδακτικού εγχειριδίου, που είχαν οι Εισηγήσεις, δεν εμπόδισε τη χρήση του περιεχομένου τους ως ισχύοντος την εποχή τους δίκαιο. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι γνωστότερο χειρόγραφο, που διέσωσε το κείμενο των Εισηγήσεων, είναι ο Codex Taurinensis (10ος αι.).

1.5. Νεαρές (Novellae). Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η πρωτότυπη νομοθετική παραγωγή του Ιουστινιανού, που έμεινε ιστορικά γνωστή με την ονομασία ‘Νεαρές’ (Διατάξεις). Το μεγαλύτερο μέρος τους συντάχθηκε στην ελληνική γλώσσα, ως συνέπεια του αντικειμενικά διαπιστωμένου γεγονότος ότι στο ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας τα λατινικά υποχωρούσαν ολοένα και περισσότερο.[287]

Σύμφωνα με το πνεύμα της νομοθετικής πολιτικής του Ιουστινιανού, όπως αυτό προκύπτει από το περιεχόμενο και τη στοχοθεσία των Νεαρών, η νομιμότητα κάθε ενέργειας των υπηκόων της αυτοκρατορίας έπρεπε να κρίνεται βάσει συγκεκριμένης ρητής νομοθετικής διάταξης.

Σημαντική είναι η Συλλογή των 168 Νεαρών (575), που αποτελείται από Νεαρές όχι μόνον του Ιουστινιανού αλλά και διαδόχων του.[288] Οι μισές από αυτές ρύθμιζαν ζητήματα της κεντρικής και περιφερειακής οργάνωσης του βυζαντινού κράτους και τις αρμοδιότητες των οργάνων του, την οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω των δικαστηρίων, την κατάρτιση των δικαιοπρακτικών εγγράφων και τις αρμοδιότητες των συμβολαιογράφων, τη δημοσιονομική και φορολογική πολιτική. Σημαντικός αριθμός Nεαρών είναι αφιερωμένος στη ρύθμιση ζητημάτων ιδιωτικού, οικογενειακού και κληρο-νομικού δικαίου. Τέλος, μία σειρά Νεαρών καλύπτει ζητήματα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, οργάνωσης και διοίκησης της τελευταίας, καθώς και του ειδικού προσωπικού και περιουσιακού δικαίου των κληρικών και μονα-χών.

1.6. Η διδασκαλία του δικαίου - Αντικήνσορες. Το δίκαιο κατά την περί-οδο που εξετάζουμε διδάσκεται στις νομικές σχολές της Κωνσταντινούπολης και της Βηρυτού. Σημαίνοντες ‘αντικήνσορες’ (antecessores), δηλαδή καθη-γητές των νομικών σχολών (νομοδιδάσκαλοι), αναδείχθηκαν οι Θεόφιλος, Δωρόθεος, Θεόδωρος, Ισόδωρος, Ανατόλιος, Θαλελαίος, Κρατίνος και Σαλαμίνιος.[289]

Οι νομικές σπουδές κάλυπταν πέντε έτη. Με το πρώτο έτος να είναι αφιε-ρωμένο στη διδασκαλία των Εισηγήσεων, οι παραδόσεις των αντικηνσόρων βασίζονταν και στα άλλα δύο μέρη της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, δηλαδή στον Πανδέκτη και τον Κώδικα.

Οι αντικήνσορες άρχιζαν τη διδασκαλία τους με μία λεπτομερή εισαγωγή στο εξεταζόμενο λατινικό νομικό χωρίο, ενέργεια που θεωρούνταν απαραί-τητη αφού οι περισσότεροι φοιτητές των νομικών σχολών δεν κατανοούσαν τη λατινική γλώσσα, στην οποία ήταν γραμμένη η κωδικοποίηση (Εισηγή-σεις, Πανδέκτης και Κώδικας). Η εισαγωγή αυτή καλούνταν ‘ίνδηξ’ (index), από το ρήμα indicare (= δηλώνω, δείχνω). Παράλληλα γινόταν η ‘προ-θεωρία’, δηλαδή η παροχή επεξηγήσεων απαραίτητων για την κατανόηση του ερμηνευόμενου κειμένου. Αν το ερμηνευόμενο χωρίο ανήκε στον Κώδι-κα, προηγούνταν αναπαράσταση του ιστορικού που αποτέλεσε την αφορμή για την έκδοση της συγκεκριμένης αυτοκρατορικής διάταξης. Εφόσον προη-γούνταν εισαγωγή και επεξήγηση, οι σπουδαστές επιχειρούσαν ανάλυση του υπό εξέταση νομικού εδαφίου.

Από τα έργα των αντικηνσόρων, αξίζει να μνημονευθούν εδώ τα εξής: 

(α) Τα Ινστιτούτα του Θεοφίλου (533-534), που αφορούσαν τη διδασκαλία των ιουστινιάνειων Εισηγήσεων.[290] Η συλλογή σώζεται στον Codex Parisi-nus graecus 1366, ενώ ερμηνευτική τους επεξεργασία περιέχει η Glossa Taurinensis. 

(β) Ερμηνευτικά σχόλια στον Πανδέκτη, τα οποία περιέχονται στον ‘ίνδη-κα’ και τις ‘παραγραφές’ που συνέταξε ο αντικήνσορας Στέφανος (6ος αι.).[291]  

(γ) Ερμηνεία του Κώδικα, που συνέταξαν οι Θαλλελαίος, Ισίδωρος, Ανα-τόλιος και Στέφανος.[292] Το πρώτο έργο αυτό περιλαμβάνει ‘ίνδηκα, ‘παρα-γραφές’ και μία ‘κατά πόδα’ ερμηνεία’, ενώ εκείνο του Ισιδώρου περιέχει ‘ίνδηκα’.

Ο θεσμός των αντικηνσόρων διαρκεί όσο και η βασιλεία του Ιουστι-νιανού, μετά το θάνατο του οποίου εξαφανίζονται, ως συνέπεια του περιο-ρισμού της κρατικά οργανωμένης νομικής παιδείας.

1.7. Το δημόσιο δίκαιο. Εκτός από ιδιωτικό δίκαιο, το Corpus Juris Civilis περιείχε και διατάξεις δημόσιου χαρακτήρα, που αφορούσαν την οργάνωση του κράτους και της διοικήσεως, το εκκλησιαστικό δίκαιο, τη δικονομία και το ποινικό δίκαιο.[293]

Ανάλογο περιεχόμενο -αφιερωμένο στο χώρο της διοικητικής επιστήμης και την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης- είχε το έργο του Ιωάννη Λυδού, Περί αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας (περίπου 552).[294]

Στη γεωγραφική οργάνωση της δημόσιας διοίκησης αναφέρεται ο Συνέκ-δημος του Ιεροκλή, περιέχοντας πίνακα των 64 επαρχιών και των 923 πόλεων της αυτοκρατορίας (έτους 535).[295]

Τέλος, ρυθμίσεις διοικητικού, ποινικού αλλά και ιδιωτικού δικαίου περιλαμβάνει το κανονιστικού περιεχομένου κείμενο υπό τον τίτλο Νόμοι των Ομηριτών (σημερινή Υεμένη), με πιθανό συντάκτη τους τον αρχι-επίσκοπο Τεφρών Γρηγέντιο. Το έργο φαίνεται να συντάχθηκε στη Συρία τον 6ο αι, αναφέρεται όμως στους θεσμούς που ίσχυαν στις νοτιοαραβικές πόλεις.[296]

1.8. Αξιολόγηση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού. Όπως παρατη-ρείται,[297] το κωδικοποιητικό έργο του Ιουστινιανού δεν βρήκε ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στους συγχρόνους του, ίσως επειδή οι πραγματικές και ουσιαστικές καινοτομίες θεσπίστηκαν με ξεχωριστούς νόμους. Στο δυτικό μεσαίωνα, αντίθετα, θεωρήθηκε ως μία ενέργεια σωστική για το ρωμαϊκό δίκαιο.

Αργότερα, στους νεότερους χρόνους, διατυπώθηκε κατά του Ιουστι-νιανού η μομφή ότι με τα «παρεμβλήματα» παραποίησε τα κλασικά έργα των ρωμαίων νομικών. Η αλήθεια είναι ότι με την κωδικοποίηση επήλθαν μεταβολές στα κείμενα αυτά, αλλά με τις ιουστινιάνειες μεταβολές δεν σκοπήθηκε τόσο η αναμόρφωση του δικαίου από δογματική άποψη όσο, κυρίως, η άρση αντιφάσεων, η σταθερότητα, η σαφήνεια και η εξασφάλιση της δυνατότητας να χρησιμοποιηθούν τα κείμενα αυτά στην πρακτική. Είναι οπωσδήποτε φανερό πως με την κωδικοποίηση καταδικάστηκαν σε εξαφά-νιση τα πρωτότυπα της κλασικής ρωμαϊκής φιλολογίας, αφού ο Πανδέκτης περιέλαβε μόνον αποσπάσματα από τα σχετικά έργα - και όχι από όλα. Και πάλι όμως δεν μπορεί να κατηγορηθεί γι’ αυτό ο Ιουστινιανός, εφόσον δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα κείμενα θα είχαν περισωθεί στο σύνολό τους, αν δεν είχε μεσολαβήσει η κωδικοποίηση.

 

2. Η νομοθετική παραγωγή κατά την περίοδο

μετά το θάνατο του Ιουστινιανού μέχρι τους Μακεδόνες.

2.1. Γενικά. Σε σύγκριση με τη νομοθετική παραγωγή που προηγήθηκε, η αντίστοιχη της εξεταζόμενης εδώ περιόδου θεωρείται σαφώς υποδεέστερη, τόσο από πλευράς ποσότητας, όσο και ποιότητας του περιεχομένου της. Το γεγονός αυτό επηρέασε, κατ’ επέκταση, το επίπεδο οργάνωσης και λειτουρ-γίας των ίδιων των πολιτειακών θεσμών, οι οποίοι υπέστησαν ανάλογη παρακμή και διάβρωση. Ακόμη και το αυθεντικό κείμενο του Corpus Juris Civilis είχε καταστεί ιδιαίτερα δυσεύρετο για τους νομικούς, κάτι που παράλληλα προδίδει την περιορισμένη χρήση και διάδοσή του.

Στην παρακμιακή αυτή εξέλιξη, σε σχέση με την προηγούμενη νομική και πολιτιστική παραγωγή, συνέτεινε, μεταξύ άλλων, και η παύση της λειτουργίας της Νομικής Σχολής Βηρυτού, μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του έτους 551, ενώ αμφίβολο παραμένει μέχρι σήμερα αν όντως συνέχισε τη λειτουργία της η αντίστοιχη Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως.[298]

Ως αντιπροσωπευτικά κείμενα της νομικής ερμηνευτικής φιλολογίας της εν λόγω περιόδου, μπορούν να αναφερθούν τα έργα των σχολαστικών Θεόδωρου Ερμοπολίτη (από την Ερμόπολη Θηβαΐδας της Άνω Αιγύπτου) και Αθανασίου Εμεσηνού (καταγόμενου από τα Έμεσα Συρίας, που δικηγο-ρούσε στην Αντιόχεια, πρωτεύουσα της Συρίας). Αμφότεροι συνέταξαν το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα από μία επιτομή Νεαρών, με χρηστικό χαρακτήρα και σκοπό. Από αυτές, αξίζει ιδιαίτερα να σταθούμε στο έργο του Αθανασίου.

Το ‘Σύνταγμα’, όπως ονομάζει ο ίδιος την επιτομή του, είναι γραμμένο σε απλή νομική γλώσσα, με σκοπό τη σαφέστερη κατανόηση του περιεχομένου του. Το έργο υποδιαιρείται σε 23 τίτλους, στους οποίους είναι κατανεμημένη ανά θεματική ενότητα η νομοθετική ύλη των 160 εμπεριεχόμενων Νεαρών. Οι περισσότεροι τίτλοι συνοδεύονται από παράτιτλα, με παραπομπές σε συναφή κεφάλαια.

Οι θεματικές ενότητες αφορούν ζητήματα όπως το καθεστώς της Εκκλη-σίας και των θρησκευμάτων, η απονομή της δικαιοσύνης, η οργάνωση και λειτουργία της διοίκησης, το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, το δίκαιο των ενοχών και το λειτούργημα των συμβολαιογράφων, το δίκαιο της προσωπικής και επαγγελματικής κατάστασης διαφόρων τάξεων (υπεξού-σιων, δούλων, γεωργών, στρατιωτών κ.λπ.).

Το έργο του Αθανασίου Εμεσηνού σώζεται ακέραιο σε δύο μόνον χειρό-γραφα: τους Κώδικες Θ. 65 της Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους, καθώς και τον Parisinus Graecus 1381.

Υπογραμμίζεται ότι νεότερες νομοθετικές συλλογές της βυζαντινής περι-όδου επηρεάστηκαν σε καθοριστικό βαθμό από το συνολικό έργο του Αθανασίου Εμεσηνού. Τέτοιες συλλογές ήταν η Collectio Ambrosiana, η Collectio Tripartita, ο Νομοκάνων σε 14 Τίτλους, η Αυξημένη Εισαγωγή, η Ecloga ad Prochiron mutata, η Επιτομή Νόμων και το Αυξημένον Πρό-χειρον.[299] 

Σαν γενική παρατήρηση για την αξιολόγηση των νομικών πρωτοβουλιών της περιόδου αυτής, μπορεί να διατυπωθεί ότι τα παλαιότερα νομικά κείμενα ήταν πλέον δυσχερώς κατανοητά και, άρα, σχεδόν μη εφαρμόσιμα.[300] Το πρόβλημα όμως αυτό μπορούσε να επιλυθεί μόνον μέσω μίας νεότερης, σύγχρονης και πάντως χρηστικότερης κωδικοποιήσεως της πράγματι ισχύ-ουσας νομοθεσίας. Με τη νομοθετική συλλογή, που έλαβε τον ονομασία ‘Εκλογή’ και στόχευσε στη θεραπεία της πιο πάνω αδήριτης ανάγκης, θα ασχοληθούμε πιο κάτω.

Το έργο των σημερινών δικηγόρων, ως νομικοί παραστάτες της εποχής εκείνης, ασκούσαν οι σχολαστικοί, οι οποίοι, όπως ήδη σημειώθηκε, ανελάμβαναν και διδακτικά καθήκοντα.[301]

2.2. Νεαρές και λοιπή νομοθετική παραγωγή. Από την περίοδο αυτή αξίζει να μνημονευθούν τέσσερις Νεαρές των ετών 612, 617, 629 και 629, που προέρχονται από την περίοδο της βασιλείας του Ηρακλείου.[302] Αντικεί-μενο των Νεαρών αυτών στάθηκε το νομικό καθεστώς των κληρικών καθώς και άλλα εκκλησιαστικής φύσεως ζητήματα.

Θέματα σχετικά με την αποδεικτική δικονομική διαδικασία καθώς και το δίκαιο του γάμου, ήλθαν να ρυθμίσουν Νεαρές της αυτοκράτειρας Ειρήνης (780-790, 797-802) καθώς και των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου ΣΤ΄ Ίσαυ-ρου (780-797) και Λέοντος Ε΄ Αρμενίου (813-820). Επρόκειτο για νομο-θετικά κείμενα με πρόδηλη την επιρροή του εκκλησιαστικού δικαίου.[303]

2.3. Νομικές συλλογές για την κάλυψη πρακτικών αναγκών. Σε κάθε εποχή πάγια ήταν η ανάγκη για την έκδοση χρηστικών συλλογών, που θα εξυπηρετούσαν πρωτίστως πρακτικές καθημερινές ανάγκες των εφαρμοστών του δικαίου. Τέτοιο χαρακτήρα είχαν κατά την περίοδο αυτή τα έργα Ροπαί και Περί βαθμών συγγενείας.

Το πρώτο, που συντάχθηκε περί τα τέλη του 6ου αιώνα, είναι ένα συμπίλημα σε ελληνική παράφραση όλων των διατάξεων του Corpus Juris Civilis, οι οποίες αναφέρονται στη μέτρηση του χρόνου τις προθεσμίες κ.λπ., αλλά και στις έννομες συνέπειες της παρέλευσης των αντίστοιχων χρονικών δια­στημάτων. Το Ροπαί υποδιαιρείται σε ενότητες κατά μονάδες του χρόνου, αρχίζοντας από τις πιο μικρές (όπως «περί ροπής», δηλαδή στιγμής, «περί ώρας», «περί ημέρας» κ.ο.κ.) μέχρι τις πιο μεγάλες («περί 100 ετών»). Το έργο αυτό σώζεται σε ιδιαίτερα πλούσια χειρόγραφη παράδοση, κατά κανόνα όμως μέσα σε ευρύτερα  συλλεκτικά έργα με ευρεία διάδοση. Ο συγ-γραφέας των Ροπών παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.

Η πραγματεία Περί βαθμών συγγενείας στηρίζεται στις ‘Εισηγήσεις’ του Θεοφίλου. Παρουσιάζει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς συγγενικού δεσμού, μέχρι και τον 6ο βαθμό. Το έργο είχε ιδιαίτερη πρα­κτική χρησιμό-τητα στην εφαρμογή της νομοθεσίας περί γαμικών κωλυμά­των, λόγος και για τον οποίο σώζεται σε μεγάλο αριθμό χειρογράφων.

2.4. Η Εκλογή και η appendix της. Η Εκλογή (Μάρτιος 741)[304] αποτέλεσε νομοθετικό έργο των αυτοκρατόρων Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου[305] και του γιου του Κωνσταντίνου Ε΄ (718-775). Με την έκδοση της Εκλογής επιδιώχθηκε η συγκέντρωση σε μία χρηστική και γλωσσικά προσιτή κωδικοποιητική συλ-λογή των βασικών, πράγματι ισχυουσών, τότε διατάξεων δικαίου. Και τούτο, χωρίς την -τουλάχιστον ρητά εκπεφρασμένη- βούληση των συντακτών της να αντικατασταθεί με αυτήν το μέχρι τότε ισχύον (ιουστινιάνειο και λοιπό) δίκαιο, εκτός μόνον από τις παλαιότερες ρυθμίσεις, που έπρεπε να εναρμονισθούν με τις επικρατούσες τότε συνθήκες.[306]

Έχοντας πρακτικούς προσανατολισμούς, η Εκλογή σύγκειται από τους ακόλουθους 18 Τίτλους:

? οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο: γαμικές σχέσεις, κληρονομική διαδοχή, επιτροπεία, απελευθέρωση (τίτλοι 1-8), 

? ενοχικό και εμπράγματο δίκαιο: αγοραπωλησία, δάνειο, παρακαταθήκη, μίσθωση, εμφύτευση (τίτλοι 9-13),

? δικονομία: μάρτυρες, συμβιβασμός (τίτλοι 14-15), 

? ειδικά ζητήματα περιουσιακής φύσεως: λάφυρα πολέμου κ.λ.π. (τίτλοι 16-18), 

? ποινικό δίκαιο (τίτλος 17). 

Η Εκλογή, ωστόσο, δεν προέβη μόνον σε, εν τινι μέτρω, συστηματο-ποίηση του παλαιότερου δικαίου, αλλά περιείχε και πρόσφατο τότε δίκαιο, το οποίο είτε είχαν ήδη θεσπίσει οι ίδιοι οι Ίσαυροι είτε θεσπίστηκε για πρώτη φορά με την Εκλογή. Υπό την έννοια αυτή, η Εκλογή εισήγαγε και νέες ρυθμίσεις, αμφίβολο όμως σε ποια μεταρρυθμιστική έκταση. Καινο-τομία, για παράδειγμα, θεωρήθηκε η -για πρώτη φορά- καθιέρωση της κρατικής μισθοδοσίας των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, ώστε να περιορισθεί η παρατηρούμενη εκτεταμένη χρηματική διαφθορά των λειτουργών αυτών από τους διάδικους ιδιώτες.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η Εκλογή στο ποινικό δίκαιο (ποινάλιος των εγκληματικών κεφαλαίων), που καταλαμβάνει το 1/3 του όλου όγκου της, με προσπάθεια εξαντλητικής ρύθμισης των σχετικών ζητημάτων. Η αντεγκλη-ματική πολιτική της Εκλογής στόχευε αφενός στη δίκαιη τιμωρία των ποινι-κών παραβατών και τη διόρθωση, βελτίωση ή αποτροπή (τας των πλημ-μελούντων ορμάς ανακόπτεσθαι) από τη διάπραξη νέων παραβάσεων, και αφετέρου στη διόρθωση των παραβατών «εις το φιλανθρωπότερον».[307]

Η ποινική πολιτική που διαπνέει το περιεχόμενο της Εκλογής δεν από-στασιοποιείται από την περιπτωσιολογική παράδοση του ρωμαϊκού δικαίου, λόγος και για τον οποίο το έργο αυτό δεν περιέχει γενικό μέρος ή γενικές ποινικές αρχές. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η απαρίθμηση των εγκλημά-των και ποινών είναι πλήρως εξορθολογισμένη και συστηματοποιημένη, το δε πνεύμα των κυρωτικών διατάξεων είναι επηρεασμένο από το χριστιανικό ανθρωπισμό.

Η τελευταία παρατήρηση βρίσκει έρεισμα στην κατάργηση απάνθρωπων ποινών της παλαιότερης ρωμαϊκής νομοθεσίας - όπως ήταν η σταύρωση, η καύση, ο πνιγμός κ.λπ. Διατηρήθηκαν όμως ως ποινές η ρίψη του δράστη στην πυρά και ο απαγχονισμός με ‘φούρκα’ για τη διάπραξη, αντιστοίχως, των εγκλημάτων του εμπρησμού σε κατοικημένη περιοχή και της ληστείας μετά φόνου.[308] Και όχι μόνον αυτό: συχνές είναι στην Εκλογή ποινές που επιβάλλουν ακρωτηριασμό (χεριού, μύτης κ.λπ.), γεγονός που ώθησε σημαν-τική μερίδα των ιστορικών του δικαίου να μιλήσει όχι για ‘φιλανθρωπία’ αλλά στην πραγματικότητα για ‘εκβαρβαρισμό’ των ποινικών ρυθμίσεων της Εκλογής.

Ηπιότερο πλέον χαρακτήρα είχε αποκτήσει και η ποινή της εξορίας (deportatio), που δεν συνοδευόταν πλέον από δήμευση της περιουσίας του εξόριστου. Ως ποινές επιβάλλονταν -είτε αυτοτελώς είτε με παρεπόμενο χαρακτήρα- το κούρεμα και η μαστίγωση, σε αρκετές περιπτώσεις επί ελαφρότερων εγκλημάτων (πορνεία, παραβίαση ασύλου κ.λπ.).

Οι χρηματικές ποινές επίσης δεν ήταν άγνωστες στην Εκλογή: σε αρκετές περιπτώσεις επιβαλλόταν στο δράστη η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού στο θύμα του, πέρα από την αποκατάσταση της ζημίας.

Η σημασία του ποινικού δικαίου της Εκλογής ήταν τέτοια ώστε να επηρεάσει ακόμη και το μετέπειτα νομοθετικό έργο των Μακεδόνων. Για τον ίδιο λόγο, σώζονται σήμερα περί τα 100 χειρόγραφα της Εκλογής, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ευρείας χειρόγραφης παράδοσης. Στην ευρεία διάδοση της Εκλογής συνετέλεσε το απλό, εύληπτο και σαφές του περιεχο-μένου της, γεγονός που ώθησε στην υιοθέτησή της και από γειτονικούς λαούς, όπως μαρτυρούν μεταφράσεις της στα σλαβικά, αρμενικά και αρα-βικά.[309]

Ως θεσμικό συμπλήρωμα της Εκλογής εκλαμβάνεται από την επιστήμη της ιστορίας του δικαίου η ‘Appendix’ αυτής: πρόκειται για ένα σύνολο πολιτειακού και εκκλησιαστικού περιεχομένου διατάξεων, δημιούργημα της καθημερινής πρακτικής ανάγκης να καλυφθούν κανονιστικά πεδία ευρύτερα του, μάλλον περιορισμένου, ρυθμιστικού βεληνεκούς της Εκλογής, με νομοθετικό υλικό παρμένο από το ιουστινιάνειο Corpus Juris Civilis.

Το περιεχόμενο της Appendix είναι ταξινομημένο ανά θεματικές ενότη-τες, με εκτεταμένες αναφορές τόσο σε ποινικοδικαικά θέματα («ποινάλιος κατά αιρετικών, μανιχαίων και των λοιπών αιρέσεων και κατά επαοιδών και φαρμακών», «περί φονέων και γοήτων») όσο και σε τομείς του αστικού δικαίου, ιδίως το οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο («περί εγγυών και αντιφωνήσεων», «περί όρων και οροθεσίων αγρών», «περί της των βαθμών συγγενείας», «περί παίδων φυσικών, νόθων και γνησίων»).  

2.5. Γεωργικός Νόμος (‘Νόμος Γεωργικός κατ’ εκλογήν εκ του Ιουστι-νιανού βιβλίου’). Πρόκειται για συλλογή διατάξεων με σαφή πρόθεση του εκδότη τους να προστατευθεί με ποινικά μέσα η έγγεια ιδιοκτησία, η γεωργία και η κτηνοτροφία.[310] Πιθανότερος χρόνος συντάξεως του Γεωρ-γικού Νόμου φέρεται το τέλος του 7ου με τις αρχές του 8ου αιώνα.

Αν και ο Γεωργικός Νόμος δεν καινοτομεί σε σχέση με το παλαιότερο ιουστινιάνειο δίκαιο, ωστόσο, κατά τον Pieler,[311] σειρά διατάξεων του εν λόγω νομοθετήματος εμφανίζει σημαντική απόκλιση από τις αντίστοιχες του ρωμαϊκού δικαίου, ως προερχόμενες από μεταγενέστερο νομολογιακό υλικό. Η χειρόγραφη παράδοση του Γεωργικού Νόμου αριθμεί πάνω από 100 αντίτυπα.

2.6. ‘Νόμος Ροδίων Ναυτικός’.[312] Λόγω της ναυτικής ισχύος που όφειλε εκ των πραγμάτων να διαθέτει, όχι μόνον για λόγους άμυνας αλλά και οικονομικής κυριαρχίας στους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου, το βυζαντινό κράτος προέβη στην αρτιότερη οργάνωση των σχετικών με το πολεμικό και εμπορικό ναυτικό δικαιικών θεσμών. Ο Νόμος Ροδίων Ναυ-τικός αποτέλεσε τη σημαντικότερη συλλογή διατάξεων ναυτικού δικαίου καθόλη τη βυζαντινή περίοδο. Το περιεχόμενό του είχε κατά βάση εθιμικό χαρακτήρα, με κύρια αφετηρία τη νήσο Ρόδο, που υπήρξε ανέκαθεν σπου-δαίο κέντρο στις εμπορικές συναλλαγές της ανατολικής ιδίως λεκάνης της Μεσογείου.[313] Οι διατάξεις του νομοθετήματος αυτού θεωρούνται ως προοδευτικότερου χαρακτήρα σε σχέση με το παλαιότερο ρωμαϊκό δίκαιο, διακρίνονται δε από ευλυγισία και προσαρμοστικότητα στις συνθήκες και ανάγκες της αγοράς.  

Όπως παρατηρείται, κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο επι-σκέπτονταν συχνά το νησί μέλη της αριστοκρατίας και της πλούσιας αστικής τάξης. Μέσω της σχολής της ρητορικής που άκμαζε στη Ρόδο, εξάγονταν τα προϊόντα της πνευματικής παραγωγής και, μαζί, με αυτά γίνονταν γνωστοί και οι κανόνες του ροδιακού ναυτικού δικαίου.[314]

Ο Νόμος Ροδίων Ναυτικός καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεσμών του ναυτι-κού δικαίου, όπως είναι το ναυτικό δάνειο, η θαλάσσια μεταφορά, οι προ-ϋποθέσεις της απόρριψης φορτίου και η κατανομή των ζημιών σε περίπτωση αβαρίας, όπως και η διάσωση μέρους του φορτίου από ναυάγιο και το ύψος των ευρέτρων.

2.7. ‘Εκλογάδιον’ (Ecloga aucta). Πρόκειται για συστηματικό έργο με ενιαία κατάστρωση της ύλης, που περιέχεται (δυστυχώς με ελλείψεις) στον κώδικα Vindobonensis juridicus graecus 2, παράλληλα με το κείμενο της Εκλογής. Το Εκλογάδιον μαρτυρά έντονες τάσεις επιστροφής στο ιουστινιά-νειο δίκαιο, από το οποίο είναι εμφανέστατα επηρεασμένο.[315]

Το Εκλογάδιον -που έχει την εξωτερική μορφή μίας επίσημης νομοπαρα-σκευαστικής εργασίας- εκπονήθηκε βάσει του ισχύοντος δικαίου και με σκοπό όχι την ανατροπή αλλά συμπλήρωση των διατάξεων της Εκλογής. Είναι ωστόσο πολύ αμφίβολο εάν και σε ποια έκταση ίσχυσε στην πράξη.

2.8. ‘Στρατιωτικός Νόμος’. Το κανονιστικό αυτό κείμενο ανήκει -όπως και το 'Στρατηγικόν' του Μαυρικίου, που συντάχθηκε περί τις αρχές του 7ου αι.-[316] στη χορεία των βυζαντινών στρατιωτικών εγχειριδίων, με το νομικό ενδιαφέρον να έγκειται κυρίως στις εμπεριεχόμενες διατάξεις στρατιωτικού ποινικού δικαίου. Ο μεγάλος αριθμός σωζόμενων χειρογράφων αντιτύπων του Στρατιωτικού Νόμου (55 κώδικες έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, προερχό-μενοι κυρίως από τον 11ο αιώνα) μάς επιτρέπει το ασφαλές συμπέρασμα περί της ευρύτατης χρήσεώς του.

Το πρώτο μέρος του Στρατιωτικού Νόμου, που φέρει τον τίτλο ‘Περί στρατιωτικών επιτιμίων εκ των Ρούφου και των τακτικών’, αποτελείται από 15 κεφάλαια και είναι αφιερωμένο κυρίως στην ποινική οργάνωση του στρατεύματος. Το δεύτερο σύγκειται από 18 κεφάλαια υπό τον τίτλο ‘Ποινά-λιος Στρατιωτικός’. Το τρίτο, τέλος, μέρος επιγράφεται ‘Έτι περί στρατιω-τικών καταστάσεων εκ του μθ΄ βιβλίου των διγέστων τίτλου ιστ΄’.[317]

Στο σημείο αυτό δεν θα ήταν άσκοπο να αναφερθούμε λίγο εκτενέστερα στο ‘Στρατηγικόν’ του βυζαντινού στρατηγού Μαυρικίου (582-602), για το οποίο έγινε πιο πάνω λόγος.[318] Ο Μαυρίκιος συστήνει στον στρατηγό «θεοφιλία και δικαιοσύνη, επιμέλεια και αγρυπνία», κυρίως όμως εμπιστο-σύνη στη θεία πρόνοια. Τρεις παράγραφοι, που περιέχονται στο Βιβλίον Α΄ του Στρατηγικού και είναι αφιερωμένες στο στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, προβλέπουν ένα κανονιστικό πλαίσιο για τις περιπτώσεις αρνήσεως εκτελέ-σεως διαταγής, λιποταξίας και δειλίας ενώπιον του εχθρού.

2.9. ‘Τακτικόν του Uspenskij (845 περίπου).[319] Ανήκει και το τακτικό αυτό στη γνωστή χορεία παρεμφερών έργων, που περιέχουν πίνακες με την ιεραρχική τάξη των διαφόρων αξιωμάτων.[320] Το γεγονός ότι η Κρήτη περιλαμβάνονταν και στο Τακτικόν Uspenskij, αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη της αβεβαιότητας που επικρατούσε σχετικά με το καθεστώς του νησιού, διότι είναι προφανές ότι οι βυζαντινοί, παρά τις αποτυχημένες απόπειρές τους ανακατάληψης της Κρήτης, ουδέποτε παραιτήθηκαν από τις διεκδίκησή της.

Ο βυζαντινολόγος Γ. Σπυριδάκης, βασιζόμενος στο εν λόγω τακτικό αλλά και σε αγιολογικά κείμενα της περιόδου της εικονομαχίας, υποστήριξε ότι η Κρήτη ήταν ‘θέμα’ την περίοδο εκείνη.[321] Και τούτο με το επιχείρημα ότι ο Λέων Γ’ Ίσαυρος, μετά την απόκρουση των Αράβων και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης, θα ανέδειξε και την Κρήτη σε θέμα υπό στρατηγό, για να μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό της, λόγω της απομακρυσμένης θέσης της.

 

Β΄. Εκκλησιαστικές Πηγές.

1. Γενικά - Ορολογικά. Σε αντίθεση με την Πολιτεία, στο χώρο της Εκκλησίας δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για συστηματικού χαρακτήρα ‘κωδικοποιήσεις’, αλλά μάλλον για γενικά συμπιληματικά έργα.[322] Μονα-δική ίσως εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί η συστηματικότερη παραγωγή, ταξινόμηση και επικύρωση ιερών κανόνων από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη, 692).[323]

Πιο συγκεκριμένα, το βυζαντινό δίκαιο της Εκκλησίας έχει διττή προ-έλευση, περιλαμβάνοντας διατάξεις τόσο πολιτειακής[324] όσο και αμιγώς εκκλησιαστικής προέλευσης. Οι τελευταίες είναι όσες προέρχονται από εκκλησιαστικά νομοθετικά όργανα? στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις ονομάζονται ‘ιεροί κανόνες’. Το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζουν το βίο της Εκκλησίας (ανεξάρτητα του εάν αυτές έχουν πολιτειακή ή εκκλησια-στική προέλευση) αποτελεί την ύλη του εκκλησιαστικού/κανονικού δικαίου. Η χρονικά πρώτη πηγή του εκκλησιαστικού δικαίου είναι η Αγία Γραφή, δηλαδή η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη (περί των οποίων εκτενέστερα βλ. πιο κάτω).

Με τον πολλαπλασιασμό όμως των οπαδών της νέας θρησκείας και με τη δημιουργία χριστιανικών κοινοτήτων -δηλαδή των εγκατεσπαρμένων σε όλη σχεδόν την έκταση της ρωμαϊκής και βυζαντινής αυτοκρατορίας τοπικών επισκοπών- άρχισαν να παρουσιάζονται έννομες σχέσεις που δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν μόνο με τους κανόνες της Αγίας Γραφής.

Περαιτέρω, έγινε φανερό ότι η Εκκλησία, ως νομικός οργανισμός, έπρεπε να ιδρύσει, συγκροτήσει και θέσει σε λειτουργία τα δικά της δικαιοπαραγω-γικά όργανα, που θα θέσπιζαν τους κατάλληλους κανόνες για τη ρύθμιση της διοικητικής οργάνωσης του εκκλησιαστικού οργανισμού.[325] Τα όργανα αυτά ήταν κυρίως οι σύνοδοι, οικουμενικές και τοπικές.

Χρονικά προηγήθηκαν οι τοπικές σύνοδοι, αρχίζοντας από το 2ο αιώνα με τη μορφή συναντήσεων πλησιόχωρων επισκόπων μίας ευρύτερης περιοχής. Σκοπός τους ήταν η επίλυση των αναφυόμενων δογματικών ζητη-μάτων, όπως και η άσκηση της εκκλησιαστικής διοικήσεως επί ζητημάτων ευρύτερης σημασίας, που υπερέβαιναν την στενή δικαιοδοσία του τοπικού επισκόπου. Ο θεσμός των συνόδων γνώρισε ιδιαίτερη ακμή τους αιώνες 4ο και 5ο, όταν ζητήματα μείζονος σημασίας απαίτησαν την προσοχή του συνολικού εκκλησιαστικού σώματος.

Οι οικουμενικές σύνοδοι συγκαλούνταν από τον αυτοκράτορα με αφορμή ένα μείζονος σημασίας δογματικό ή άλλο εκκλησιαστικό ζήτημα, εφόσον αυτό ήταν μεγάλης σημασίας για την Εκκλησία και, κατ’ επέκταση, για την Πολιτεία. Οι οικουμενικές σύνοδοι αναγνωρίσθηκαν για το λόγο αυτό ως οι ανώτατοι φορείς της νομοθετικής, διοικητικής και δικαστικής εξουσίας στην Εκκλησία.

Οι αποφάσεις των συνόδων διακρίνονται σε δογματικές, που ονομάζονται ‘όροι’, και νομοθετικές, που καλούνται ‘ιεροί’ ή ‘εκκλησιαστικοί’ κανόνες.

Περί τον 6ο αιώνα εμφανίζονται στο χώρο της εκκλησιαστικής νομοθε-τικής παραγωγής οι λεγόμενοι «νομοκάνονες»: πρόκειται για συλλογές που περιείχαν κατά τρόπο συνδυαστικό νόμους εκκλησιαστικού περιεχομένου και κανόνες. Εδώ ας σημειωθεί ότι νόμοι και κανόνες είχαν εξομοιωθεί, από άποψη τυπικής ισχύος, με την έκδοση της ιουστινιάνειας Νεαράς 131, κεφ.1. Με την εν λόγω Νεαρά, που εκδόθηκε τα μέσα Μαρτίου του 545, ορίστηκε ότι οι κανόνες των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων που είχαν μέχρι τότε συγκληθεί (Νικαίας, Κωνσταντινουπόλεως, Εφέσου και Χαλκηδόνος) επέχουν ‘τάξιν νόμων’. Με τον τρόπο αυτό, το σύνολο των νομοθετικού περιεχομένου αποφάσεων των συνόδων εντάχθηκε τυπικά στην έννομη τάξη της πολιτείας.

Το γεγονός της ισοτιμίας νόμων και κανόνων σήμαινε ότι ρυθμίσεις του κανονικού δικαίου μπορούσαν να τροποποιηθούν με αντίστοιχες πολιτεια-κών διατάξεων, όπως και πράγματι συνέβη με ιουστινιάνειες Νεαρές. Για τον ίδιο λόγο, ζητήματα του κανονικού δικαίου δεν τύγχαναν πολιτειακής ρύθμισης αλλά αφήνονταν στη νομοθετική αρμοδιότητα της Εκκλησίας. Έτσι, η Εκλογή των Ισαύρων περιέλαβε ελάχιστες εκκλησιαστικού περιεχο-μένου διατάξεις, αφήνοντας χώρο ελεύθερο στην Εκκλησία.     

2. Οι αγιογραφικές βάσεις του κανονικού δικαίου. Η διαχρονική και πυκνή αναφορά των βυζαντινών πηγών του κανονικού δικαίου στα βιβλία της Αγίας Γραφής -δηλαδή την Παλαιά και ιδίως την Καινή Διαθήκη-[326] καθώς και την Ιερά Παράδοση, μάς υποχρεώνει να αποδεχτούμε τις συλ-λογές των ιερών αυτών κειμένων ή των εν γένει ιερών χριστιανικών παραδό-σεων, ως αδιάπτωτης σημασίας και ισχύος πηγές του εν γένει βυζαντινού κανονικού δικαίου, έστω και αν η ερμηνευτική προσέγγιση ή η πολιτική και ιδεολογική τους χρήση, έγινε κατά καιρούς με τους πιο διαφορετικούς τρόπους.

Ειδικότερα, η Καινή Διαθήκη (όπως καθιερώθηκε στην τελική της μορφή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.), αποτελείται από ένα σύνολο 27 βιβλίων, που διακρίνονται:

? στα τέσσερα Ευαγγέλια: (α) κατά Ματθαίον, (β) κατά Μάρκον, (γ) κατά Λουκάν, και (δ) κατά Ιωάννην (τα τρία πρώτα ονομάζονται και ‘συνο-πτικά’).

? τις ‘Πράξεις των Αποστόλων’

? τις ‘Επιστολές του Αποστόλου Παύλου’: προς Ρωμαίους, προς Κοριν-θίους Α΄ και Β΄, προς Γαλάτας, προς Εφεσίους, προς Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς, προς Θεσσαλονικείς Α΄ και Β΄, προς Τιμόθεον Α΄ και Β΄, προς Τίτον, προς Φιλήμονα και προς Εβραίους,

? τις Καθολικές Επιστολές: Ιακώβου, Πέτρου Α΄ και Β΄, Ιωάννου Α΄, Β΄ και Γ΄ και Ιούδα, και

?  την ‘Αποκάλυψη του Ιωάννη’.

Παρά το ενωτικό σύστημα ‘ομοταξίας’ και ‘συναλληλίας’ που ίσχυσε μεταξύ κράτους και εκκλησίας σε όλη την μακραίωνα βυζαντινή περίοδο, η Εκκλησία κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό (όχι όμως πάντοτε!) να διατηρήσει τη θεσμική και ιδεολογική της αυτονομία, θεσπίζοντας ίδια όργανα για την επιτέλεση ανάλογων και παράλληλων με το κράτος νομικών λειτουργιών (νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών). Τούτο κατέστη επιτακτικά αναγκαίο από τους πρώτους κιόλας αιώνες, δεδομένου ότι ο εκκλησιαστικός οργανισμός ήταν από την πλευρά του διοικητικά συναρθρωμένος από έναν μεγάλο αριθμό τοπικών εκκλησιών, επισκοπών, μητροπόλεων και διαφόρων άλλων αποκεντρωμένων μορφωμάτων, που εμφάνιζαν τις δικές τους ξεχω-ριστές σε σχέση με το κράτος ανάγκες οργάνωσης, διοίκησης και λειτουρ-γίας.

Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της Εκκλησίας ως πνευματικού οργανι-σμού, ήταν προφανές ότι οι ανάγκες αυτές δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τη λειτουργία κοσμικών αλλά εκκλησιαστικών οργάνων, τα οποία ευρίσκονταν πλησιέστερα στις οργανωτικές και ιδεολογικές ιδιοτυπίες του εκκλησιαστικού οργανισμού. Οι ποικίλων μορφών και συγκρότησης εκκλη-σιαστικές σύνοδοι,[327] ασκώντας το σύνολο των πιο πάνω λειτουργιών, αποδείχθηκαν ιστορικά ως τα πλέον κατάλληλα εκκλησιαστικά όργανα για να ανταποκριθούν στις σχετικές θεσμικές και ειδικές νομικές ανάγκες.

3. Οικουμενικές σύνοδοι. Ανώτατες μορφές συλλογικής αποφασιστικής αρμοδιότητας της Εκκλησίας αποτέλεσαν οι εξής επτά οικουμενικές σύνο-δοι,[328] με κύριο αντικείμενο μεταξύ άλλων και την παραγωγή νομοθετικού έργου:

? Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (συγκλήθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο στη Νίκαια της Βιθυνίας, το έτος 325), που θέσπισε 20 ι. κανόνες.[329]

? Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 381), με 7 κανόνες,

? Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος, 431), με 8 κανόνες,[330]

? Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Χαλκηδόνα, 451), που ψήφισε 30 ι. κανόνες.

? Πενθέκτη ή ‘εν Τρούλλω’ Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 691),[331] η οποία συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ τον ‘Ρινό-τμητο’ στην αίθουσα του Τρούλλου των ανακτόρων, προβαίνοντας στην έκδοση 102 ι. κανόνων.[332] Η συμβολή της συνόδου αυτής στη διαμόρφωση του ορθόδοξου κανονικού δικαίου υπήρξε πολύ μεγάλη, καλύπτοντας μία ευρύτατη κλίμακα θεμάτων του συνόλου, σχεδόν, των επιπέδων της εκκλη-σιαστικής πνευματικής ζωής.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδοθεί στον 2ο κανόνα αυτής, με τον οποίο επικυρώθηκαν οι Αποστολικοί κανόνες, οι κανόνες των τοπικών συνόδων και των αγίων Πατέρων, καθιστάμενοι έτσι ισόκυροι με τους κανό-νες των οικουμενικών συνόδων.[333]

Για τους ανωτέρω λόγους, που αφορούν τη συστηματική επεξεργασία ενός ογκώδους αλλά και υψηλής ποιότητας νομοκανονικού υλικού, μπο-ρούμε, νομίζω, να μιλούμε για την κατάρτιση της μοναδικής επίσημης, μέχρι σήμερα, ‘κωδικοποίησης’ της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παράλληλα, όμως -όπως εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής της ιστορίας του βυζαντι-νού δικαίου Κωνσταντίνος Πιτσάκης- το ευρύ νομοκανονικό έργο της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου επέφερε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα μία ‘εκνομίκευση’ του κανονικού δικαίου.[334]

? Ζ΄ οικουμενική σύνοδος (Νίκαια, 787),[335] που ψήφισε 22 ι. κανόνες.[336] Η σύνοδος αυτή είναι γνωστή και ως ‘Β΄ εν Νικαία’ οικουμενική σύνοδος.

4. Τοπικές σύνοδοι. Ωστόσο, ως χρονικά πρώτες συνοδικές μορφές (αρχής γενομένης από το 2ο αιώνα) εμφανίστηκαν στην εκκλησιαστική ιστορία οι τοπικές σύνοδοι. Αυτές αποτελούσαν συναντήσεις των πλησιό-χωρων επισκόπων μιας ευρύτερης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, με σκοπό τη λήψη (δογματικών, νομοθετικών, δικαστικών ή διοικητικών) αποφάσεων τοπικού εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος.

Η σύγκληση των σημαντικότερων τοπικών συνόδων μαρτυρείται γενό-μενη κατά τους αιώνες 4ο και 5ο. Πρόκειται για τις συνόδους:

?  της Άγκυρας (314), που θέσπισε εικοσιπέντε ιερούς κανόνες,

?  της Νεοκαισαρείας (319), που εξέδωσε δεκαπέντε ιερούς κανόνες,

?  της Γάγγρας (340), που θέσπισε εικοσιένα κανόνες,

?  της Αντιόχειας (341), που ψήφισε εικοσιπέντε κανόνες,

? της Σαρδικής (σημερινής Σόφιας, 343), που θέσπισε εικοσιένα ιερούς κανόνες,

? της Λαοδικείας (380), που θέσπισε εξήντα κανόνες,

? της τοπικής συνόδου Κωνσταντινουπόλεως ‘επί Νεκταρίου’ (394), με μία κανονική απόφαση,

? της Καρχηδόνας (ή Καρθαγένης, 419), που θέσπισε ή επικύρωσε εκατόν τριάντα τρεις ι. κανόνες.[337]

Οι ιεροί κανόνες των τοπικών συνόδων επικυρώθηκαν με τον β΄ κανόνα της οικουμενικής συνόδου, που είναι γνωστή ως ‘Πενθέκτη’ ή ως ‘Σύνοδος εν Τρούλλω’ (7ος αιώνας).

5. Κανόνες εκκλησιαστικών πατέρων. Με τον ίδιο κανόνα επικυρώθηκαν ακόμη οι λεγόμενοι Αποστολικοί κανόνες (4ος αι.) και οι κανόνες των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας (3ος αι. και εξής). Οι τελευταίοι είναι νομοκανονικές λύσεις ή αποφάνσεις που έδωσαν εκκλησιαστικοί συγγραφείς σε ζητήματα που προέκυψαν στην πράξη.

Όπως επισημαίνεται, το περιεχόμενο των κανόνων αυτών εφαρμοζόταν εθιμικά -πολύ καιρό πριν την επικύρωσή τους- από τις χριστιανικές κοινό-τητες της εποχής.

? Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας († 264/265),

? Κυπριανός επίσκοπος Καρχηδόνος (Καρθαγένης, † 258),

? Γρηγόριος επίσκοπος Νεοκαισαρείας († περίπου 270),

? Πέτρος επίσκοπος Αλεξανδρείας († 311),

? Αθανάσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας († 373),

? Βασίλειος επίσκοπος Καισαρείας († 378),

? Τιμόθεος επίσκοπος Αλεξανδρείας († 385),

? Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως († περίπου 390),

? Γρηγόριος επίσκοπος Νύσ­σης (πιθανώς † 395),

? Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου († μετά το 394),

? Θεόφιλος επίσκοπος Αλεξανδρείας († 412),

? Κύριλλος επίσκοπος Αλεξανδρείας († 444),

? Γεννάδιος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως († 471).[338]

6. Μοναχικοί Κανόνες. Ιδιαίτερη νομοκανονική αξία πρέπει να αναγνω-ριστεί και στους μοναχικούς κανόνες, οι οποίοι όριζαν τον τρόπο οργά-νωσης, διοίκησης και λειτουργίας των μοναχικών κοινοβίων και των μοναχών.[339] Ως σπουδαιότεροι από αυτούς θεωρούνται όσοι συντάχθηκαν από τον ιδρυτή του κοινοβιακού συστήματος μοναχικού βίου αββά Παχώμιο († 346)[340], αλλά και τον επίσκοπο Καισαρείας Μέγα Βασίλειο († 379), ο οποίος θεωρείται και ο συστηματικός νομοθέτης του καθόλου κοινοβιακού πολιτεύματος.

Αν και οι κανόνες αυτοί δεν επικυρώθηκαν -όπως συνέβη με εκείνους των τοπικών συνόδων ή πατέρων της Εκκλησίας από τον 2ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου- το κύρος εντούτοις που απολάμβαναν οι Παχώμιος, Βασίλειος ή άλλοι ασκητές πατέρες μεταξύ των εκκλησιαστικών και ιδίως των μοναχικών κύκλων, είχε ως αποτέλεσμα τη γενίκευση εν τη πράξει της εφαρμογής των εν λόγω μοναστικού περιεχομένου κανόνων. Και όχι μόνον αυτό. Η υψηλή αναγνώριση που απολάμβανε με τη σειρά του ο μοναχισμός μεταξύ των λαϊκών μελών της Εκκλησίας -για τα οποία οι μοναχοί αποτελούσαν πρότυπα ενάρετης βιοτής- είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της εφαρμογής των μοναχικών κανόνων και στους τελευταίους, που δεν έφεραν βεβαίως τη μοναχική ιδιότητα.

7. Εκκλησιαστικές κωδικοποιήσεις. Κωδικοποιήσεις εκκλησιαστικών κανονικών διατάξεων και εθίμων αποτέλεσαν την περίοδο αυτή οι Κανόνες εκκλησιαστικοί των Αγίων Αποστόλων (αρχές 4ου αιώνα), συλλογή προερχό-μενη από την Αίγυπτο, και οι Διαταγές των Αγίων Αποστόλων, έργο ψευδεπί-γραφο, με πιθανή προέλευση την Αντιόχεια (περίπου 380).[341] Οι Διαταγές των Αγίων Αποστόλων επικυρώθηκαν από τον κανόνα 2 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου.[342] Απόδοσή τους στη νεοελληνική γλώσσα έγινε το 1730 από τον Γεώργιο Τρα­πεζούντιο, καθηγητή στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου.[343]

8. Notitiae episcopatuum (‘Κλήσεις των μητροπολιτών’). Από τα τέλη περίπου του 4ου αιώνα εμφανίζονται ως ιδιαίτερα αξιόλογη εκκλησιαστική πηγή οι ‘κλήσεις των μητροπολιτών’: επρόκειτο για καταλόγους των εκκλη-σιαστικών διοικητικών υποδιαιρέσεων, με μαρτυρίες για τις την ονομασία, τάξη και διάρθρωση των διαφόρων επισκοπών, μητροπόλεων ή αρχιεπι-σκοπών και εν γένει την οργανωτική δομή της Εκκλησίας. Οι κατάλογοι αυτοί χρησίμευαν για τη διαπίστωση -κατά τη σύνταξη των πινάκων όσων αρχιερέων συμμετείχαν στις τοπικές και οικουμενικές συνόδους- της ιεραρχικής τάξης των επισκοπικών περιφερειών.

Οι κλήσεις των μητροπολιτών συχνά αναθεωρούνταν με μεταβολές στην ιεραρχική τάξη, την ίδρυση νέων μητροπόλεων ή επισκοπών, κατάργηση άλλων κ.λπ. Το γεγονός αυτό μάς επιτρέπει να συναγάγουμε συμπεράσματα για τις ανά περιόδους εκκλησιαστικές ή και πολιτειακές μεταβολές στη διοικητική δομή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στις αρχαιότερες διασω-θείσες κλήσεις μητροπολιτών ανήκει ο ‘Ψευδο-Επιφάνιος’, κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641), ενώ οι τελευταίες χρονολογούνται περί τον 15ο-16ο αιώνα. Μέχρι σήμερα είναι γνωστές 21 διαφορετικές «κλήσεις».[344]

9. ‘Συναγωγή κανόνων εκκλησιαστικών εις ν΄ τίτλους διηρημένη’.[345] Πρό-κειται για συμπιληματική συλλογή κανόνων (corpus canonum), με συντάκτη της τον μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Γ΄ Σχολα-στικό.[346] Το έργο αυτό στηρίχθηκε σε παλαιότερο, ομοειδούς περιεχομένου, που σήμερα θεωρείται χαμένο.[347]

Γνώμονας του Ιωάννη στην κατάρτιση του ανωτέρω έργου ήταν η θερα-πεία πρακτικών αναγκών της Εκκλησίας, μέσα από μία συστηματική και εύχρηστη συλλογή.[348] Η 'Συναγωγή κανόνων' ήταν διαρθρωμένη σε 50 τίτλους (μέρη), που περιείχαν σε συστηματική κατάταξη τους κανόνες των οικουμενικών και τοπικών συνόδων της Ανατολής, τους αποστολικούς κανόνες, καθώς και 68 κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου (από τη δεύτερη και τρίτη επιστολή του).

10. Σύνταγμα κανόνων σε 14 τίτλους.[349] Συντέθηκε στην Κωνσταντινού-πολη τον 6ο αι., πιθανότατα από τους πατριάρχη Ευτύχιο και τον μοναχό (μετέπειτα επίσης οικουμενικό πατριάρχη) Ιωάννη Δ΄ Νηστευτή. Το κείμενό της -αποτελούμενο από 14 τίτλους, υποδιαιρούμενους σε κεφάλαια- είχε εκτενέστερο περιεχόμενο από την 'Συναγωγή' του Ιωάννη Σχολαστικού αλλά και διαφορετική εσωτερική διάρθρωση.

11. Σύνοψις κανόνων. Η πρωτοτυπία της εν λόγω συλλογής έγκειται στο ότι περιέχει όχι αυτούσια τα κείμενα των κανόνων αλλά περιληπτική απόδοσή τους. Ως συντάκτης της Συνόψεως κανόνων αναφέρεται από ορισμένα χειρόγραφα ο «Στέφανος ο Εφέσιος», χωρίς να είναι δυνατή με ακρίβεια η ταύτιση του συγκεκριμένου προσώπου.[350]

12. Collectio XXV capitulorum (επικεφαλίδα: ‘Διατάξεις νόμων πολιτικών εκ των Νεαρών Ιουστινιανού βασιλέως συνηγορούσαι και επικυρούσαι τους των αγίων πατέρων εκκλησιαστικούς κανόνας’). Η κανονική αυτή συλλογή διαρθρώνεται σε 25 κεφάλαια. Από αυτά, τα 21 πρώτα προέρχονται από το Βιβλίο Ι του ιουστινιάνειου Κώδικα και τα τέσσερα τελευταία από ιουστινιά-νειες Νεαρές.[351]

13. Collectio LXXXVII capitulorum (επικεφαλίδα: ‘Εκ των μετά τον κώδι-κα θείων νεαρών διατάξεων του της ευσεβούς λήξεως Ιουστινιανού διάφοροι διατάξεις συνάδουσαι εξαιρέτως τοις θείοις και ιεροίς κανόσι, και εκ περιουσίας την οικείαν ισχύν νέμουσαι’). Η συλλογή, έργο και αυτή του Ιωάννη Σχολαστικού, σύγκειται από 87 κεφάλαια, με εκκλησιαστικές διατάξεις πολιτειακής προελεύσεως.

14. Collectio tripartita (τριμερής) ή Collectio constitutionum ecclesiasti-carum. Και η εν λόγω συλλογή ως αντικείμενο είχε τη ρύθμιση εκκλησια-στικής φύσεως νομικών ζητημάτων. Καταρτίστηκε μεταξύ των ετών 580 και 619, από τον 'Ανώνυμο-Εναντιοφανή'.[352] 

15. Collectio Ambrosiana. Η συλλογή αυτή -με περιεχόμενο ιουστινι-άνειες Νεαρές, εκκλησιαστικού χαρακτήρα- προσωνυμείται από το μοναδικό χειρόγραφο που την κατέστησε γνωστή, τον Codex Ambrosianus L 49 sup. (484).[353]

16. Νομοκάνων εις ν΄ τίτλους. Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του, πρόκειται για συλλογή μικτού περιεχομένου (νομο-κάνονας), με διατάξεις δηλαδή τόσο πολιτειακής όσο και εκκλησιαστικής φύσεως. Συντάχθηκε στην Αντιόχεια επί Ιουστίνου Β΄ (565-578) ή, κατ' άλλη γνώμη, επί αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602).

Με το ανωτέρω έργο εγκαινιάσθηκε εφεξής το είδος των ‘νομοκανόνων’, όπως όμως παρατηρείται, αργότερα λησμονήθηκε η ετυμολογία της λέξης και χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος όρος (ή ο όρος ‘νομοκάνονον’) ακόμα και για συλλεκτικά έργα που περιείχαν αποκλειστικά εκκλησιαστικής προέλευσης διατάξεις.[354] Πολύ αργότερα καθιερώθηκε ο όρος ‘Πηδάλιον’.

Ο άγνωστος συντάκτης του Νομοκάνονος εις ν΄ τίτλους, λαμβάνοντας ως βασικό πρότυπο τη Συναγωγή σε 50 τίτλους του Ιωάννη Σχολαστικού -με την οποία ήδη ασχοληθήκαμε- πρόσθεσε ιουστινιάνειες διατάξεις, ειλημ-μένες από την Collectio LXXXVII capitulorum, καθώς και άλλα κανονι-στικά κείμενα (‘Πανδέκτης’ του αντικήνσορα Δωροθέου, ‘Κώδικας’ του αντικήνσορα Ισιδώρου, ‘Νεαρές’ της συλλογής του Αθανασίου Εμεσηνού). 

17. Νομοκάνων εις ιδ΄ τίτλους. Το ιδιαίτερα σημαντικό κανονιστικό αυτό κείμενο συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετείται χρονολογικά επί της βασιλείας του Ηρακλείου († 641). Προέκυψε από τον εμπλουτισμό του Συντάγματος εις ιδ΄ τίτλους (που ήδη εξετάσαμε) με διατάξεις της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, οι οποίες ρύθμιζαν εκκλησιαστικά ζητήματα.[355]

Οι υποδιαιρέσεις των 14 τίτλων του ανωτέρω νομοκάνονα ανέρχονται σε 238 συνολικά κεφάλαια. Σε κάθε κεφάλαιο προηγείται η απαρίθμηση των ιερών κανόνων και ακολουθούν οι πολιτειακές διατάξεις.

18. Κανονολόγοι συγγραφείς. Στην παρούσα συνάφεια, αξίζει να υπομνη-στεί το σημαντικό κανονικό έργο του Θεόδωρου Στουδίτη (759-826), ηγου-μένου της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, ενός όχι μόνον θεωρη-τικού αλλά και μαχητικού υπερασπιστή της προσκυνήσεως των εικόνων, κατά την ταραγμένη περίοδο της εικονομαχίας.

Οι κανόνες που συνέταξε ο Θεόδωρος αφορούν κυρίως το εξομολογητικό έργο των κληρικών και την επιβολή κανονικών ‘επιτιμίων', δηλαδή εκκλη-σιαστικών ποινών σχετικά με τη διάπραξη εκκλησιαστικής φύσεως παρα-πτωμάτων από λαϊκούς ή και ειδικά από μοναχούς. Περιστασιακά κανονικές αναφορές ανευρίσκονται και στα δύο κλασικά έργα του Θεόδωρου Στουδίτη, τη Μικρή και τη Μεγάλη Κατήχηση, προσφιλή αναγνώσματα ακόμα και σήμερα στις κατά τόπους ορθόδοξες μονές, ιδίως αυτές του Αγίου Όρους, οι οποίες διατρανώνουν συχνά την πιστότητά τους στο μοναχικό πνεύμα του συντάκτη τους. Αλλά κανονικό περιεχόμενο πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν και πολλές αναφορές του συνόλου των έργων του Θεόδωρου (μεταξύ αυτών, και η Διαθήκη του) ειδικά όσον αφορά την οργάνωση του καθόλου μοναχι-κού βίου (ενδεικτική, για παράδειγμα, η θεσμική εισαγωγή της διάκρισης των μοναχών σε ‘μικρόσχημους’ και ‘μεγαλόσχημους’).

Στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Δ΄ το Νηστευτή (582-595) αποδίδει η παλαιότερη, τουλάχιστον, παράδοση μία σειρά συμπιληματικών έργων της εξομολογητικής φιλολογίας, όπως μεταξύ άλλων είναι και το Κανονάριον.[356] Διήκουσα αρχή του εν λόγω έργου αποτελεί η εξατομίκευση των εκκλησιαστικών επιτιμίων με κριτήριο τις ειδικές αντικειμενικές ή προσωπικές του εξομολογούμενου περιστάσεις, υπό τις οποίες αυτός τέλεσε τις αποδοκιμαζόμενες από τους ιερούς κανόνες πράξεις. Ο πρακτικός χαρα-κτήρας αυτών των συλλογών είχε ως αποτέλεσμα την ευρύτατη διάδοσή τους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και στο χριστιανικό κόσμο εκτός των ορίων αυτής.

Κανόνες σχετικά με την ηθική και πνευματική ζωή των πιστών (φέρεται ότι) συνέθεσε και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος Α΄ ο Ομο-λογητής (806-815), κατανεμημένους σε διάφορες συλλογές υπό τις ονομα-σίες ‘τυπικόν’, ‘συντάξεις’, ‘διατάξεις’, ‘κεφάλαια περί διαφόρων υποθέ-σεων’ κ.λπ.[357] Το γεγονός ωστόσο ότι τα ανωτέρω έργα αγνοούνται από τους μεγάλους κανονολόγους του 12ου αιώνα (Αριστηνό, Ζωναρά και Βαλσα-μώνα), εγείρει εύλογες αμφιβολίες για την πατρότητα, τουλάχιστον, των ανωτέρω συμπιληματικών έργων.

 

Γ΄. Απονομή της δικαιοσύνης.

1. Γενικά. Ελάχιστα δυστυχώς στοιχεία μάς είναι γνωστά για την οργά-νωση της απονομής της βυζαντινής δικαιοσύνης, δηλαδή τον τρόπο λειτουρ-γίας των βυζαντινών δικαστηρίων και των μελών τους. Για το λόγο αυτό, κάθε σωζόμενη ιστορική μαρτυρία αποκτά ξεχωριστή αξία.

Επικεφαλής της δικαστικής ιεραρχίας ήταν και εδώ ο αυτοκράτορας, ως η ανώτατη αρχή του όλου κρατικού μηχανισμού - χωρίς βεβαίως να έχει εφαρμογή την εξεταζόμενη περίοδο η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών.

2. Επαρχιακά δικαιοδοτικά όργανα. Ιδιαίτερα όργανα απονομής της δικαιοσύνης προβλέπονταν ανά ‘επαρχίες’, ‘διοικήσεις’ και ‘υπαρχίες’. Σε πρώτο βαθμό δίκαζαν οι διοικητές των επαρχιών και σε δεύτερο εκείνοι των διοικήσεων (βικάριοι) ή των υπαρχιών (έπαρχοι πραιτωρίων).

Δικαστικά όμως καθήκοντα επί πολιτικών και ποινικών υποθέσεων, ασκούσαν και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι είτε αυτοτελώς είτε ύστερα από εξουσιοδότηση με βάση ειδικές διατάξεις.

3. Εκκλησιαστικά δικαστήρια (‘audientia episcopalis’). Από την εποχή ήδη του Μ. Κωνσταντίνου μαρτυρείται η ύπαρξη και λειτουργία εκκλησια-στικών οργάνων με αρμοδιότητα την επίλυση διαφορών ακόμη και ιδιωτικού (αστικού, κυρίως οικογενειακού και κληρονομικού) ή ποινικού δικαίου. Η ιδιότυπη αυτή δικονομική αρμοδιότητα της Εκκλησίας επί υποθέσεων κοσμικού χαρακτήρα, καθιερώθηκε να ονομάζεται audientia episcopalisepiscopale judicium).

Απαρχή του θεσμού θεωρήθηκε η εντολή του Αποστόλου Παύλου προς τα μέλη των απανταχού πολυάριθμων χριστιανικών κοινοτήτων, να απευθύ-νονται για την επίλυση των διαφορών τους όχι στις κρατικές αλλά στις οικείες τους εκκλησιαστικές αρχές, προ πάντων δε στους επισκόπους ή άλλους προεστώτες της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας.[358] Έτσι, οι επίσκοποι στα πλαίσια του ρόλου τους, ως καθοδηγητές και προστάτες του ποιμνίου της περιοχής τους, καλούνται από πολύ νωρίς να διευθετούν τα μικροπροβλήματα και τις διαφορές των πιστών, για να τούς αναγνωριστεί αργότερα δικαιοδοτική εξουσία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι ο λαός εμπιστευόταν περισσότερο τους εκκλησιαστικούς παρά τους πολιτειακούς δικαστές, προφανώς διότι στους τελευταίους η διαφθορά είχε πάρει λυμικές διαστάσεις. Επί πλέον, η audientia episcopalis επέφερε μία ευεργετική αποσυμφόρηση στο φόρτο των κοσμικών δικαστηρίων. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ποινές που επέβαλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορι-σμός, αποχή από τη μετάληψη, επιτιμία κ.ά.) λειτουργούσαν περισσότερο ανασταλτικά από τις ποινές των ανάλογων κοσμικών, με δεδομένη τη βαθιά θρησκευτικότητα και ευλάβεια του βυζαντινού ανθρώπου.

Ο Μ. Κωνσταντίνος αρχικά επέτρεψε τη μεταφορά κάθε εκκρεμούς δίκης, εφόσον συναινούσαν οι διάδικοι, στην διαδικασία της audientia episcopalis. Στην περίπτωση αυτή, ο θεσμός είχε χαρακτήρα διαιτητικό. Αργότερα όμως η διαδικασία αυτή τηρούνταν υποχρεωτικά, εφόσον υποβαλ-λόταν σχετικό αίτημα από ένα των μερών.

Παράλληλα προς τα ανωτέρω καθιερώθηκε μία μορφή προνομιακής αντιμετώπισης των κληρικών με αντικείμενο την εκδίκαση αστικών ή ποινικών τους υποθέσεων από τα εκκλησιαστικά (και όχι τα κοσμικά) δικαστήρια (privilegium fori).

Επί Ιουστινιανού, με τη Νεαρά 86 (έτ. 539) διευρύνεται ο συναφής ρόλος των επισκόπων και καθιερώνεται μια μορφή εποπτείας τους για την αμερό-ληπτη εκδίκαση των υποθέσεων από τα άλλα δικαστήρια.[359]

Τα τακτικά εκκλησιαστικά δικαστήρια διακρίνονταν σε ‘επισκοπικά’ (που λειτουργούσαν σε επίπεδο επισκοπής ή αρχιεπισκοπής), σε ‘επαρχιακά’ ή ‘μητροπολιτικά’ (σε επίπεδο μητροπόλεως) και σε ‘πατριαρχικά’, που απένειμαν δικαιοσύνη στο πλαίσιο του οικείου πατριαρχείου.

Τα επισκοπικά δικαστήρια συγκροτούνταν από τον επίσκοπο, που ήταν ο μόνος με αποφασιστική αρμοδιότητα, και από εκκλησιαστικούς αξιωμα-τούχους της οικείας επισκοπικής περιφέρειας. Ως επαρχιακό δικαστήριο λειτουργούσε η επαρχιακή σύνοδος, δηλαδή η συνέλευση όλων των επισκό-πων της επαρχίας, υπό την προεδρία του οικείου μητροπολίτη. Τέλος, το πατριαρχικό δικαστήριο συγκροτούνταν από την πατριαρχική σύνοδο, υπό την προεδρία του πατριάρχη.[360]

Χαρακτήρα έκτακτων εκκλησιαστικών δικαστηρίων είχαν όσα συνέρ-χονταν όχι περιοδικά αλλά όταν και μόνον παρίστατο ανάγκη. Στην κατη-γορία αυτή ανήκαν οι οικουμενικές και τοπικές σύνοδοι για την άσκηση της δικαστικής τους εξουσίας, καθώς και όσα δικαστήρια συγκροτούνταν με πρωτοβουλία και επιταγή της κοσμικής αρχής, για τη διερεύνηση ορισμένης εκκλησιαστικής διαφοράς.

Αργότερα, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εμφανίζονται να αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα στον τομέα της επίλυσης διαφορών ιδιωτικού δικαίου, και μάλιστα όχι μόνον σε υποθέσεις γαμικών διαφορών, που είχαν υπαχθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών οργάνων, αλλά και γενικότερα επί υποθέσεων με καθαρά περιουσιακό αντικείμενο.   


 

 


 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

(961 – 1204)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ

 

1. ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Διοικητική, οικονομική, πολιτιστική και εκκλησιαστική αναδιοργάνωση.

Η ανακατάληψη της Κρήτης από το βυζαντινό στρατό πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου του έτους 961, μετά από συνεχείς αλλά αποτυχημένες παλαιότερες προσπάθειες. Οι Άραβες υπέστησαν συντριπτική ήττα, που πρέπει να αποδοθεί όχι μόνον στην πολεμική ικανότητα και ευφυΐα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά (912-969)[361] αλλά και στην τεράστια δύναμη πυρός ενός ογκωδέστατου στρατού και στόλου, που είχε τεθεί στις διαταγές του. Η Κρήτη ανήκε πλέον πάλι στους Βυζαντινούς, μετά από 137 περίπου χρόνια υποταγής της στους προερχόμενους από την ισπανική Ανδαλουσία Άραβες.[362]

Η μελετημένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια αυτή βυζαντινή εκστρα-τεία, επιφέροντας οριστικό και νικηφόρο κατά των Αραβοκρητών αποτέλε-σμα, κατάφερε να τονώσει αποφασιστικά το στρατιωτικό και πολιτικό γόητρο της αυτοκρατορίας.[363] Παράλληλα, οι βυζαντινοί αποκόμισαν τερά-στια οικονομικά και γεωστρατηγικά οφέλη, καθώς η ήττα των αραβικών δυνάμεων μετέβαλε καθοριστικά και σε βάθος χρόνου τη στρατιωτική και γεωπολιτική ισορροπία της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μεσογείου.

Η βυζαντινή κυριαρχία -σε συνδυασμό με την αναφερθείσα κατάληψη και της Κύπρου το 964- αποκαταστάθηκε σε σημαντικό βαθμό, δημιουρ-γώντας ένα ευρύτερο κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας. Η ναυσιπλοΐα τονώθηκε καίρια, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε και η εμπορική ή όποια άλλη καθημερινή οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων που ζούσαν στα νησιά του Αιγαίου και τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Για λόγους προληπτικής άμυνας και αποτελεσματικότερης στρατιωτικής οχύρωσης, ο Νικηφόρος Φωκάς μετέφερε την πρωτεύουσα του νησιού από τον Χάνδακα λίγο νοτιότερα, στο λόφο του Τεμένους, όπου και ανήγειρε ισχυρότατο φρούριο. Αργότερα, εντούτοις, ο Χάνδακας επανήλθε στην αρχική του αίγλη, καταφέρνοντας να επιβληθεί οριστικά ως το πολιτικό, διοικητικό, στρατιωτικό και εκκλησιαστικό κέντρο του νησιού.[364] Πέραν αυτού, στην Κρήτη ανεγέρθηκαν εκτεταμένα αμυντικά-οχυρωματικά έργα σε διάφορα στρατηγικά σημεία. Οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν επανει-λημμένως στο φως υπολείμματα των βυζαντινών αυτών έργων, σε πολλά σημεία του νησιού. Παράλληλα, πολυάριθμες φρουρές επαγρυπνούσαν για τυχόν επιστροφή των Αράβων. Παλαίμαχοι βυζαντινοί στρατιώτες εγκατα-στάθηκαν από το Φωκά σε εύφορα μέρη της Κρήτης, όπως μαρτυρεί και το προαναφερθέν χωρίο του Λέοντος Διακόνου, στους οποίους παραχωρήθηκαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις.

Όπως γίνεται αντιληπτό, βασικό μέλημα της Κωνσταντινούπολης κατά τη νέα αυτή μεταβατική περίοδο της Κρήτης, αποτέλεσε η όσο το δυνατόν πιο ομαλή επούλωση των τραυμάτων που άφησε πίσω της η οδυνηρή παρένθεση της Αραβοκρατίας και η χωρίς κραδασμούς θεσμική ένταξη της Κρήτης στην παγιωμένη, στα άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, πολιτειακή και εκκλη-σιαστική τάξη του Βυζαντίου. Γεγονός πάντως ήταν ότι οι Άραβες αλλοί-ωσαν βίαια και σε μεγάλο βαθμό πολλές πτυχές της προηγούμενης φυσιο-γνωμίας της Κρήτης. Προκειμένου να σωθεί, ο πληθυσμός της είχε τραπεί στην κατοίκηση μικρών χωριών, σε ημιορεινά κατά κανόνα εδάφη. Τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα του νησιού εγκαταλείφθηκαν από τους Κρήτες, αφού αυτά ερημώθηκαν και καταστράφηκαν από τους επήλυδες πειρατές.

Για την ανάκαμψη της πιο πάνω κατάστασης λήφθηκαν διοικητικά και στρατιωτικά μέτρα στενότερου ελέγχου του νησιού από την πρωτεύουσα, η οικονομία ωστόσο του οποίου χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να συνέλθει από τον προηγούμενο εξουθενωτικό μαρασμό.

Ανάταξη του θρησκευτικού κλίματος επιχειρήθηκε με την κηρυκτική και ποιμαντική δράση των ιεραποστόλων οσίων Νίκωνα του Μετανοείτε και Ιωάννη του Ξένου, δύο σπουδαίων εκκλησιαστικών μορφών που έζησαν και έδρασαν τους αιώνες 10ο και 11ο στην Κρήτη. Αλλά στο εκκλησιαστικό και συγγραφικό έργο των δύο αυτών αγίων θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο οικείο μέρος.

Δεν αποκλείεται βεβαίως αρκετοί Κρήτες να εξισλαμίσθηκαν κατά την προηγηθείσα περίοδο. Δεν θα πρέπει όμως να μείνει απαρατήρητο ότι μετά την Αραβοκρατία καμία πηγή δεν κάνει λόγο για ‘μουσουλμάνους Κρήτες’. Ούτε είναι δυνατό να υποτεθεί ότι ο Φωκάς θα εξολόθρευσε όλους τους μουσουλμάνους που βρήκε στο νησί, αν μάλιστα ο αριθμός τους ήταν μεγά-λος ή στην ύπαιθρο.[365]

Οι προσπάθειες για την γενικότερη αναδιοργάνωση έφεραν τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα περί τα τέλη του 12ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία το νησί γνώρισε μία πολυεπίπεδη ανάπτυξη και ακμή.[366]

Αν και οι διασωθείσες μαρτυρίες κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρήτης δεν είναι πολύ αφθονότερες, συγκριτικά με εκείνες τις ελάχιστες της πρώτης,[367] θα προσπαθήσουμε εντούτοις μέσα από αυτές να διαμορφώσουμε μία ορισμένη εικόνα για την κατάσταση στο νησί, υπογραμμίζοντας πάντοτε ότι η απόπειρα αυτή ιστορικής ανασύνθεσης στηρίζεται αναπόφευκτα, σε μεγάλο βαθμό, σε υποθέσεις.

 

2. Οι ‘προνοιάριοι’ και η νέα βυζαντινή αριστοκρατία της Κρήτης.

Αν και, όπως ήδη παρατηρήθηκε, έχει μάλλον οριστικά εγκαταλειφθεί η παλαιότερη απόλυτη άποψη, που υποστήριζε ότι οι Άραβες είχαν κατά τον εποικισμό τους εξολοθρεύσει ή εκτοπίσει σχεδόν όλο το γηγενή βυζαντινό πληθυσμό, γεγονός εντούτοις ήταν ότι η Κρήτη είχε υποστεί εκτεταμένες πληθυσμιακές μεταβολές, αναπόφευκτες άλλωστε μετά από μία μακρόχρονη και τόσο εξουθενωτική κατάκτηση. Παράλληλα, είχε εκλείψει από το νησί η παλαιότερη βυζαντινή αριστοκρατία, γεγονός που ώθησε τον Νικηφόρο Φωκά στη δημιουργία μίας νέας, ευγενούς αλλά και έμπιστης στην αυτο-κρατορία ηγετικής τάξης.

Για την υλοποίηση του πιο πάνω σταθεροποιητικού σχεδίου, ο Φωκάς προχώρησε σε διανομή μεγάλων εκτάσεων γης μεταξύ στρατιωτών του οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας,[368] εφαρμόζοντας με τον τρόπο αυτόν μία πρώιμη μορφή του θεσμού της βυζαντινής ‘πρό-νοιας’. Το εν λόγω μέτρο είχε ως αντικείμενο την (προσωρινή ή και ισόβια) παραχώρηση αγροκτημάτων ή φορολογικών απαλλαγών σε στρατιώτες, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών άμυνας και ασφάλειας των βυζαντινών εδαφών.[369]

Οι αποδέκτες των σχετικών προνομίων συγκρότησαν με τον καιρό την άρχουσα τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων της Κρήτης, η ιδιαίτερη ισχύς της οποίας οφειλόταν και στη σχετική απομόνωση του νησιού από το βυζαντινό κέντρο. Οι ‘προνοιάριοι’ -όπως αυτοί ονομάστηκαν αργότερα- έχοντας επωφεληθεί από την επικράτηση στο νησί ενός κλίματος τάξης, ασφάλειας και ησυχίας, απέκτησαν βαθμιαία ιδιαίτερο κύρος, οικονομική ισχύ και επιβολή στην τοπική κοινωνία, ιδίως κατά την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών.[370]

 

3. Η Κρήτη ως βυζαντινό ‘θέμα’.

Μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα η Κρήτη συμπεριλαμβανόταν, όπως ήδη σημειώθηκε, στο ευρύτερο βυζαντινό θέμα της Ελλάδος. Αργότερα όμως η μεγαλόνησος συγκροτήθηκε σε ιδιαίτερο θέμα, πιθανότατα μεταξύ των ετών 718 και 732. Τη σχετική πληροφορία συνάγουμε από το αγιολογικό κείμενο ‘Βίος του Αγίου Στεφάνου’ (έτ. 808), στο οποίο μνημονεύονται διώξεις εικο-νόφιλων από τον ‘άρχοντα, στρατηγό και αρχισατράπη της Κρήτης’ Θεο-φάνη τον Λαρδότυρο, που διεξήχθησαν περί τα έτη 764/765.[371]

Αρκετά αργότερα, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, το ‘Τακτικό Uspenskij’ αναφέρεται ταυτόχρονα σε ‘στρατηγό Κρήτης’ και ‘άρχοντα Κρήτης’. Ανά-λογη επιβεβαίωση μας έρχεται και από το Τακτικό του Εσκοριάλ’[372] (975-976), πηγή σύμφωνα με την οποία ο ‘στρατηγός Κρήτης’ κατελάμβανε την υψηλή 23η θέση, επί συνόλου 83 στρατηγών της αυτοκρατορίας, ακολου-θώντας τον στρατηγό Κύπρου αλλά προηγούμενος των θεμάτων της Σάμου, των Κυκλάδων, του Αιγαίου πελάγους, της Κεφαλληνίας, του Στρυμώνος και της Ελλάδος.[373]

Πρώτος γνωστός στρατηγός του θέματος της Κρήτης, κατά τη δεύτερη αυτή βυζαντινή περίοδο, ήταν ο πατρίκιος Βασίλειος, σύμφωνα με σωζόμενη σφραγίδα, που χρονολογείται περί το έτος 1000.[374] Στρατηγοί του ίδιου θέματος διετέλεσαν οι πρωτοσπαθάριοι Φιλάρετος Βραχέων και Ευμάθιος Φιλοκάλης (12ος αι.)[375] καθώς και ο δισύπατος Μιχαήλ.

Στο πλαίσιο του βυζαντινού θέματος της Κρήτης, είναι γνωστό ότι λειτουργούσαν 30 τούρμες, μεταξύ δε αυτών, και οι τούρμες του ‘Καλα-μώνος’, ‘του βορείου της Μεσαρέας’ και ‘της Κνωσού’. Σε μεταγενέστερη (έτ. 1222) πηγή αναφέρονται και οι τούρμες ‘Μυλοποτάμου’, ‘Κάτω Συβρί-του’, ‘Απάνω Συβρίτου’, ‘Ρεθύμνου’.[376]

Από τον 12ο αιώνα και μετά, με τις μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1081-1118), ο ανώτατος διοικητικός αξιωμα-τούχος της Κρήτης φέρει τον τίτλο του ‘δούκα’ ή ‘κατεπάνω’,[377] προσω-νυμία που διατηρήθηκε μέχρι την περιέλευση της Κρήτης στους Βενετούς.[378] Ο δούκας ή κατεπάνω του νησιού μας, υπάκουε στον ‘μέγα δούκα’, δηλαδή τον στρατιωτικό διοικητή και ναύαρχο των ‘κατωτικών μερών’, ήτοι της Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Εδώ σημειώνεται ότι δικαστικές, δημοσιο-νομικές αλλά και ορισμένες πολιτικές αρμοδιότητες ασκούσαν στην Κρήτη το 10ο αιώνα οι ‘κριτές’, ανώτεροι αξιωματούχοι με δικαιοδοσία σε περισ-σότερα θέματα. Αργότερα, όμως, οι αρμοδιότητες αυτές απορροφήθηκαν από τον δούκα (ή κατεπάνω), στρατηγό του οικείου θέματος.

Οι δούκες, πέραν των αμιγώς στρατιωτικών, ασκούσαν και ένα ευρύτατο άλλο φάσμα πολιτικών, δικαστικών, οικονομικών αλλά και δημοσιονομικών δικαιοδοσιών, όπως, στην τελευταία περίπτωση, ήταν η συλλογή φόρων.[379] Από τα μέσα όμως του 12ου αι., τα καθήκοντα του δούκα είναι μάλλον αμιγώς δημοσιονομικά, ενώ με την ιδιότητα αυτή μνημονεύονται στις πηγές οι δούκες ή κατεπάνω Κρήτης :

? Μιχαήλ

? Ιωάννης Ελλαδάς (1118)[380]

? Μιχαήλ Καραντηνός (1088-1089)[381]

? Νικηφόρος Διογένης (γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ του Διογένη)

? Ιωάννης Στραβορωμανός (12ος αι.)

? Αλέξιος Κοντοστέφανος (1167)

? Κωνσταντίνος Δούκας (1183)

? Στέφανος Κοντοστέφανος (1193)

? και Νικηφόρος Κοντοστέφανος (1197), γαμπρός του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ του Κομνηνού.

Τη στρατιωτική άμυνα και οργάνωση των θεμάτων και του θεματικού στρατού υποβοηθά σε μεγάλο βαθμό η οχύρωση των κρητικών πόλεων, από το 10ο αιώνα και μετά. Έγινε ήδη λόγος για τα οχυρωματικά έργα του Τεμέ-νους, η πρωτοβουλία για την κατασκευή των οποίων ανήκει στην προλη-πτική κατά των Αράβων άμυνα που άφησε στο νησί ο Νικηφόρος Φωκάς. Μέσα στις οχυρωμένες αυτές πόλεις διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό ο μεσαιωνικός αστικός βίος των Κρητών, στο πλαίσιο της όλης διοικήσεως του θέματος της Κρήτης. Χάρη στο αμυντικό αυτό σύστημα, ο βυζαντινός στρατός γίνεται ολιγομελέστερος αλλά πιο οργανωμένος και καλύτερα εκπαιδευμένος, αφού σταδιακά επανδρώνεται και με μισθοφόρους. Επαγγελ-ματίες πολεμιστές, ικανότεροι στη μάχη και σε αιφνίδιες επιθέσεις, συγκρο-τούν το στρατό του θέματος, που είναι συμπαγέστερος και αποτελεσμα-τικότερος.

Η εξέλιξη όμως αυτή επηρεάζει άμεσα και την όλη οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Οι αγρότες ελέγχονται από τους δυνατούς μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ οι αξιωματούχοι και οι μάχιμοι συγκεντρώνονται στα κάστρα και στα φρούρια του νησιού. Τα οχυρά αυτά σταδιακά μετατρέπονται σε κέντρα ανταλλαγής προϊόντων, κατανάλωσης, εμπορίας, μέρη από όπου με ασφά-λεια ελέγχεται η γη της γύρω περιοχής. Οι επαρχιακές πόλεις αρχίζουν να γίνονται δυναμικά κέντρα της τοπικής ζωής. Η οχύρωση τέτοιων κέντρων, των κάστρων ακολουθείται μέχρι τους Παλαιολόγειους χρόνους.

Με τον πιο πάνω τρόπο διασφαλιζόταν αποτελεσματικότερα ο έλεγχος μιας ευρύτερης περιοχής. Για το λόγο αυτό, οι οχυρώσεις είχαν αποκτήσει στη νοοτροπία των βυζαντινών μίαν οιονεί μεταφυσική αξία, αφού παρείχαν αυξημένη προστασία της ζωής και της ακεραιότητάς τους, της ανεξαρτησίας και της πίστης τους, την εξασφάλιση των περιουσιών και των σοδειών τους.

 

4. Η δράση των ‘δυνατών’ της Κρήτης.

Ένας από τους κύριος πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους της καθι-ερώσεως του θεματικού θεσμού από την κεντρική βυζαντινή διοίκηση, από-τέλεσε και ο περιορισμός των επεκτατικών διαθέσεων των μεγαλογαιοκτη-μόνων. Η ισχυροποίηση των τελευταίων συνδέθηκε όχι μόνον με κατα-χρήσεις σε βάρος των μικροκαλλιεργητών ή/και αθέμιτη οικειοποίηση δημόσιων γαιών της αυτοκρατορίας, αλλ’ ενίοτε και με τάσεις σφετερισμού του κεντρικού θρόνου.[382]

Η οικονομική υποβοήθηση και θεσμική κατοχύρωση της μικρής ιδιοκτησίας επιδιώχθηκε, από την πλευρά του κράτους, με δύο κυρίως μέτρα: αφενός μεν τη λήψη μέτρων για την -όσο αυτό ήταν εφικτό- πάταξη της διαφθοράς και τον περιορισμό των καταχρήσεων των υπαλλήλων της κρατικής μηχανής, οι οποίοι καταπίεζαν συνήθως τους αδύναμους, απο-φεύγοντας κατά κανόνα να θίγουν τους οικονομικά ισχυρούς,

αφετέρου με την εκλογίκευση των δημοσιονομικών βαρών και τη μη υπέρμετρη φορολόγηση της μικροϊδιοκτησίας.

Άλλωστε, τα αρνητικά αυτά δεδομένα (διαφθορά και άνιση φορολογική μεταχείριση) ήταν που εξουθένωναν τους μικροκαλλιεργητές και τους μετέ-τρεπαν βαθμιαία σε κολλήγους, ωθώντας τους στην παραχώρηση των κτημά-των τους στους μεγαλογαιοκτήμονες, με αντάλλαγμα την παροχή προστα-σίας εκ μέρους των τελευταίων.[383]

Δραματική αύξηση της δύναμης και της επιρροής των μεγαλογαιοκτη-μόνων παρουσιάζεται ιδιαίτερα κατά την εποχή των Κομνηνών, κυρίως περί τα μέσα του 12ου αιώνα. Ολόκληρη η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τον αδυσώπητο αγώνα ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και στις κεντρόφυγες δυνάμεις των μεγάλων γαιοκτημόνων. Πέραν των μικρών ιδιωτικών, οι δυνατοί μπορούσαν να οικειοποιούνται και δημόσιες εκτάσεις, η κρατική προέλευση των οποίων έπεφτε αργότερα έντεχνα στη λήθη. Μετά από καιρό οι γαίες αυτές προβάλλονταν σαν κληρονομιές όσων τις είχαν στην πραγμα-τικότητα παράνομα σφετεριστεί.

Στην αύξηση της δύναμης των δυνατών οι αυτοκράτορες προσπαθούν να αντιδράσουν με τη λήψη νομοθετικών μέτρων, όπως είναι ο θεσμός της ‘προτιμήσεως’ και η προστασία της αγροτικής κοινότητας. Ειδικότερα, το δίκαιο της προτιμήσεως συνίσταται στην παραχώρηση δικαιώματος προτε-ραιότητας σε συγγενείς, συνεταίρους και γείτονες των μικροκαλλιεργητών, ως προς τις δικαιοπραξίες και συναλλαγές που αφορούν μεταβίβαση κυριό-τητας ή νομής (αγοραπωλησίες, δωρελές, εμφυτεύσεις, ενοικιάσεις μεγάλης διάρκειας). Περαιτέρω, η προστασία της αγροτικής κοινότητας επιτυγχάνεται με την καθιέρωση του μέτρου της αλληλεγγύης των μελών μίας κοινότητας στην πληρωμή των φόρων, μέλη που θα έχουν δικαίωμα προτιμήσεως στις συναλλαγές που γίνονται μέσα στα όρια της κοινότητας.[384]

 

5. Το επαναστατικό κίνημα του Καρύκη.

Μετά όσα προηγήθηκαν, μπορούν εδώ να κατανοηθούν καλύτερα τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια του κινήματος του Καρύκη. Ο φιλόδοξος αυτός στασιαστής, περί τα έτη 1090-1091, επί των ημερών του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), υπηρετώντας πιθανότατα μέχρι τότε από τη θέση του δούκα ή κατεπάνω της Κρήτης, αποφάσισε να ηγηθεί τοπικής εξέγερσης κατά της κεντρικής διοίκησης. Ως απώτερο σκοπό είχε την εγκαθίδρυση μίας τοπικής κρατικής οντότητας, ανεξάρτητης από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης.[385] Για την επίτευξη του σκοπού του, ο Καρύκης προσπάθησε να επωφεληθεί από την απασχόληση των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων του βυζαντινού κράτους προς ανά-κτηση της Χίου και της Λέσβου, τις οποίες είχε τότε καταλάβει ο τούρκος σατράπης της Σμύρνης Τζαχάς.

Αφορμή του κινήματος του Καρύκη εικάζεται ότι ήταν η υπέρμετρη φορολόγηση των Κρητών, καθώς, όπως εύστοχα επισημαίνεται, «ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της εσωτερικής διαμάχης στο Βυζάντιο, μίας διαμάχης που πολλές φορές εξελίχτηκε σε σκληρό και αδιάλλακτο αγώνα εξουσίας ανάμεσα στην στρατιωτική αριστοκρατία των επαρχιών και στην πολιτική γραφειοκρατία των πολυάνθρωπων αστικών κέντρων, αποτέλεσε η εξής ιδιομορφία: στις περισσότερες περιπτώσεις ξεσπάσματος στασιαστικών κινημάτων η πλειοψηφία των κατοίκων των επαναστατημένων περιοχών τασσόταν στο πλευρό των ‘νεωτεριστών’, ελπίζοντας σε μία απολύτρωση από την αυτοκρατορική φορολογική καταπίεση και τις ατασθαλίες των πολυ-άριθμων φορολογικών πρακτόρων, των ‘πραιτόρων’ και των ‘αναγραφέων’, οι οποίοι είχαν καταστεί ο φόβος και ο τρόμος των γεωργικών πληθυσμών του κράτους».[386]

Το κίνημα ωστόσο του Καρύκη, είχε την πλέον ατυχή εξέλιξη, αφού τελικώς καταπνίγηκε από τους ίδιους τους Κρήτες που, αν και αρχικά φάνηκε να συντάσσονται με τον στασιαστή, πανικοβλήθηκαν ωστόσο, μόλις έμαθαν ότι πλησίαζε στο νησί ο ισχυρός βυζαντινός στόλος, υπό την ηγεσία του μέγα δούκα Ιωάννη Δούκα.[387] Αξιοσημείωτη συνέπεια της στάσης αυτής ήταν να στραφεί κατά τρόπο πιο άμεσο το ενδιαφέρον του βυζαντινού κράτους στα πολλά τοπικά προβλήματα του νησιού.

Σε κάθε όμως περίπτωση, η στάση του Καρύκη πρέπει να θεωρείται αντιπροσωπευτική μιας σειράς ανάλογων κινημάτων, η έκρηξη των οποίων αποκάλυπτε την έλλειψη ισχυρότερου συνεκτικού δεσμού μεταξύ των βυζαντινών επαρχιών και της Κωνσταντινούπολης, καθώς και την ανάπτυξη φυγόκεντρων τάσεων από τους τοπικούς τους άρχοντες.[388]

Τέτοια αίτια είχε μία ακόμη επανάσταση των Κρητών, που μαρτυρείται κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο, λόγω υπέρμετρης, όπως εικάζεται,[389] φορολόγησής τους. Η άρνησή τους να καταβάλουν εξουθενωτικούς φόρους στο κράτος, ώθησε τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό τον Πορφυρογέννητο να στείλει μία δύναμη εκατό πλοίων με επικεφαλής το γιό του Ισαάκιο, προκειμένου να επανέλθει η τάξη στο νησί.

 

6. Η μυθιστορία για τα 12 αρχοντόπουλα.

Στο πλαίσιο των πιο πάνω κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεδο-μένων, που χαρακτήριζαν εμφατικά την Κρήτη κατά τη δεύτερη βυζαντινή της περίοδο, πρέπει νομίζουμε να ερμηνευθεί και, μία σε ορισμένο βαθμό μεταγενέστερης μάλλον κοπής, μυθιστορία: σύμφωνα με τον πυρήνα της, γόνοι 12 εξεχουσών αρχοντικών οικογενειών (‘δώδεκα αρχοντόπουλα’) της Κωνσταντινούπολης στάλθηκαν στο νησί κατά τη δεύτερη βυζαντινή φάση του νησιού, με κύριο σκοπό να κρατήσουν τους κατοίκους σε υποταγή και να συντελέσουν αφενός μεν στη σύσφιγξη των δεσμών της Κρήτης με την πρωτεύουσα, αφετέρου δε στο μπόλιασμα των γηγενών με ‘αίμα ευγενών’.[390]

Τα ανωτέρω διαθρυλούμενα δεν προκύπτουν από αυθεντική ή πρωτότυπη πηγή, αλλά έμμεση και ορισμένως αμφισβητούμενη ως πλαστή, όπως είναι το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Β΄ Κομνηνού (1182).[391] Σύμ-φωνα πάντοτε με το εν λόγω κείμενο, τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» που ήρθαν στην Κρήτη ήταν οι:

? Νικηφόρος Αργυρόπουλος ή Αντιστεφανίτης: ως μέλη της οικογένειάς του αναφέρονται λόγιοι και στρατηγοί καθώς και ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ’ ο Αργυρός ή Αργυρόπουλος (968-1034, βασίλευσε τα έτη 1028-1034).

? Κωνσταντίνος Βαρούχας: η οικογένειά του εγκαταστάθηκε κυρίως στο Ρέθυμνο της Κρήτης μέχρι την τουρκική κατάκτηση του νησιού, οπότε μετανάστευσε στην Κεφαλονιά.[392]

? Δημήτριος Βλαστός: η οικογένεια αυτή αργότερα διακλαδίστηκε στη Ζάκυνθο, τη Χίο, την Ιστρία και τη Δαλματία, έχοντας να επιδείξει ως απογόνους της σειρά σημαντικών λογίων και επιστημόνων.[393]

? Φίλιππος Γαβαλάς.

? Ανδρέας Μελισσηνός: από τον κλάδο της οικογένειας αυτής, που έδρευε στη Νίκαια, προερχόταν και ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, ο οποίος, ως γνωστόν, το 1261 μπόρεσε να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους.[394]

? Λέων Μουσούρος: από τη συγκεκριμένη οικογένεια αναδείχθηκαν αργότερα σπουδαίοι τιτλούχοι στην Υψηλή Πύλη.[395]

? Μαρίνος Σκορδίλης: η οικογένεια αυτή ανέδειξε ηγέτες επαναστάσεων εναντίον των Βενετσιάνων.[396]

? Ιωάννης Φωκάς: υπήρξε προπάτορας των ιπποτών Καλλέργηδων.

? Ευστράτιος ή Ευστάθιος Χορτάτζης: από την εν λόγω οικογένεια προήλθε ο συγγραφέας του περίφημου μεσαιωνικού έργου «Ερωφίλη».

? Θωμάς Αρκολέος, Ματθαίος Καφάτος[397] και Λουκάς Λίτινος.

Ωστόσο, ασύγκριτα πειστικότερη φαίνεται η εκδοχή κατά την οποία οι πιο πάνω υπαρκτές τότε και ισχυρές στην Κρήτης οικογένειες, επικαλού-μενες ένα αδιαμφισβήτητης, σήμερα, πλαστότητας χρυσόβουλλο -η χάλκευ-ση του οποίου πρέπει να τοποθετηθεί στις απαρχές της ενετοκρατίας- προέβαλαν προς τους Βενετούς ως χρονικά απώτατη την αριστοκρατική τους καταγωγή, προκειμένου να μπορέσουν να σώσουν τα κεκτημένα από τη βυζαντινή περίοδο προνόμιά τους.

Μία πιθανή κατάφαση εκ μέρους των νέων κατακτητών ενός τέτοιου ισχυρισμού, θα απάλλασσε τα μέλη των ίδιων οικογενειών από την τύχη των υπόλοιπων Κρητών, οι οποίοι μεταβλήθηκαν σε κολλήγους των Βενετών, χωρίς προνόμια ή στοιχειώδη δικαιώματα. Και τούτο καθώς οι νέοι κυρίαρχοι του νησιού δεν φαίνονταν, αρχικά τουλάχιστον, διατεθειμένοι να αποδεχθούν τις παλαιότερες κοινωνικές τάξεις και τη διαστρωμάτωσή τους. Αντίθετα, στο οικονομικό και κοινωνικό τους πρόγραμμα εντασσόταν η αφαίρεση των ατομικών αγροτικών ιδιοκτησιών, η διανομή της γης του νησιού μεταξύ των Βενετών αρχόντων, της Λατινικής Εκκλησίας και του Δημοσίου καθώς και η υπαγωγή των κατοίκων της Κρήτης στο καθεστώς των δουλοπαροίκων.

Με την επίκληση όμως του επίμαχου χρυσόβουλλου, οι ευγενείς οικο-γένειες των μεγαλογαιοκτημόνων Κρητών μπορούσαν να παρουσιάζουν την έγγεια ιδιοκτησία τους ως αποκτημένη από βασιλικές δωρεές βυζαντινών αυτοκρατόρων, άρα σαν θεσμικά πιο εγγυημένη και, κατά κάποιον τρόπο, ως χρήζουσα σεβασμού. Το σκοπό αυτό εξυπηρέτησε προφανέστατα η κατα-σκευή του ίδιου χρυσόβουλου λόγου την περίοδο της βενετοκρατίας, σε συνδυασμό με τη χρονική του τοποθέτηση τον 10ο αιώνα.

Ανάλογες επιφυλάξεις εκφράζονται και ως προς τη γνησιότητα ενός άλλου εγγράφου, σχετιζόμενου με τις έγγειες κτήσεις της οικογένειας Σκορδίλη εγγράφου (1183;), το περιεχόμενο όμως του οποίου θεωρείται ότι ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό σε πραγματικά γεγονότα.[398] Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, ο ‘Δουξ της Κρήτης’ Κωνσταντίνος Δούκας, υπακούοντας σε αυτοκρατορική διαταγή, μετέβη στην Ανώπολη και παρέδωσε στην οικογένεια Σκορδίλη και τα εννέα αδέλφια της τα «γονικά» τους κτήματα, με λεπτομερή όρια που καταγράφονται στο ίδιο έγγραφο. Από το ίδιο κείμενο προκύπτει ότι, ειδικά η οικογένεια των Σκορδίληδων, επαναπέκτησε τα προνοιακά της κτήματα, που είχε αρχικά αφαιρέσει ο Μανουήλ Κομνηνός από όλους τους μεγαλογαιοκτήμονες της Κρήτης.

Ανεξάρτητα από το εάν τελικά οι βενετικές αρχές σεβάστηκαν πλήρως, ή απλώς επηρεάστηκαν καταφατικά, από το περιεχόμενο του περίφημου χρυσόβουλλου περί των 12 αρχοντόπουλων, γεγονός πάντως είναι ότι ορι-σμένες κρητικές οικογένειες μεγαλογαιοκτημόνων, προερχόμενες από τους αρχικούς ‘προνοιάριους’, για τους οποίους έγινε πιο πάνω λόγος, διατή-ρησαν και κατά την περίοδο της βενετοκρατίας την αριστοκρατική θέση που και πριν κατείχαν στο νησί, διέσωσαν πολλά οικονομικά και άλλα προνόμιά τους αλλά και ηγήθηκαν αργότερα επαναστάσεων κατά των βενετών.[399]

Γεγονός, τέλος, είναι ότι ακόμη και σήμερα μεγάλες περιοχές ή τοπο-θεσίες της Κρήτης φαίνεται να έλκουν τις ονομασίες τους από τις βυζαντινές εκείνες οικογένειες. Τέτοια μέρη είναι

? το ‘Σκορδύλο’ (ή ‘Σκορδίλλο’ ή ‘Σκορδίλω’) στη Σητεία και στον Μυλοπόταμο κοντά στο Ρέθυμνο,

? τα ‘Καλλεργιανά’ στην Κίσσαμο κοντά στο Καστέλλι, καθώς και

? το ‘Κάλλεργο’ ή ‘Καλέργω΄ κοντά στο Ρέθυμνο.

Υπάρχει ακόμη και μία βουνοκορφή στα Λευκά Όρη, με την ονομασία ‘Καλλέργης’, καθώς και πολλά ακόμα μέρη που καθρεφτίζουν τα ονόματα των αρχοντόπουλων, με την κατάληξη του τοπωνυμίου σε -ανά (π.χ. Καλ-λεργιανά ή χρησιμοποιώντας το κτητικό του π.χ. του Καλλέργη ή του Σκορδύλη).

Άλλωστε, οικόσημα των οικογενειών αυτών μπορούν να βρεθούν σε εκκλησίες και μνημεία σε όλη την Κρήτη, ενώ απόγονοι των ίδιων οικο-γενειών είναι επιφανή μέλη της σημερινής ελληνικής κοινωνίας.

 

7. Η οικονομία του νησιού.

Ι. Αγροτική παραγωγή – Εμπορικά προϊόντα. Η αγροτική οργάνωση της Κρήτης δεν φαίνεται την εποχή αυτή να διέφερε από εκείνη των άλλων βυζαντινών επαρχιών.[400] Ο αγροτικός πληθυσμός διακρίνεται κατά βάση στους ελεύθερους μικρομεσαίους ιδιοκτήτες και στους οικονομικά εξαρτη-μένους καλλιεργητές (πάροικους).[401] Ωστόσο, από τον 11ο αιώνα και μετά οι τελευταίοι πληθύνονται δραματικά, χάνοντας την ελευθερία τους προς όφελος της μεγάλης ιδιοκτησίας, η οποία από την πλευρά της γιγαντώνεται ολοένα και περισσότερο.

Οι μεγαλογαιοκτήμονες εκμεταλλεύονται τη γη τους δίνοντάς την προς καλλιέργεια στους πάροικους αντί ετήσιας κατά κανόνα εισφοράς, που μπορούσε να είναι σε είδος (μορτή ή δεκατεία) ή σε χρήμα (πάκτον). Ο κάθε πάροικος είχε μικρή ατομική περιουσία (στάση) από γη, ζώα και κατοικία, ενώ μπορούσε να καλλιεργεί και γη νοικιασμένη.[402]

Η εξομάλυνση των πολιτικών συνθηκών, η διοικητική ανασύνταξη, κυρίως όμως η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας, είχε ως αποτέλεσμα την βαθμιαία ανάπτυξη παραγωγικής οικονομίας, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι το νησί κατέστη κέντρο του εμπορικού ενδιαφέροντος των Βενετών από τις αρχές ήδη του 12ου αιώνα.[403] Οι Βενετοί εμπορεύονται γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, μεταφέροντας αυτά σε άλλες πόλεις της Μεσογείου και ανοίγοντας θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους. 

Η οικονομία της μεσαιωνικής Κρήτης είχε χαρακτήρα κυρίως γεωργο-κτηνοτροφικό.[404] Σε αυτό συνέτεινε η γεωμορφολογική διαμόρφωση του εδάφους της πλούσιας ενδοχώρας του νησιού αλλά και το εύκρατο κλίμα, παράγοντες που αμφότεροι ευνοούσαν τόσο την καλλιέργεια και παραγωγή ενός πλήθους γεωργικών προϊόντων όσο και τη δυνατότητα συντήρησης κοπαδιών με ανάλογη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.

Ως συνηθέστερη παραγωγή καταγράφεται αυτή των δημητριακών, κυρίως των σιτηρών, ενώ ακολουθεί η εκτεταμένη επίδοση στην αμπελουρ-γία, με μια εικόνα αυτάρκειας να προκύπτει από τις πηγές. Αυτός ήταν άλλωστε -δηλαδή η πλούσια παραγωγή- ένας από τους σπουδαιότερους λόγους που η Κρήτη εξήψε τόσο έντονα το ενδιαφέρον τόσων κατα-κτητών.[405] Τέτοια πλούσια οικονομική δραστηριότητα προκύπτει από τη Διαθήκη του αγίου Ιωάννη του Ξένου (αρχές 11ου αιώνα), στην οποία μαρτυρείται σημαντική κτηνοτροφική και μελισσοκομική δραστηριότητα. Η Κρήτη ήταν άλλωστε πάντοτε ονομαστή για το εξαιρετικής ποιότητας αρωματικό μέλι που παρήγαγε. Ακόμη, οι Κρήτες, ως παραδοσιακά ναυτικός λαός, είχαν ανέκαθεν να επιδείξουν εξαιρετικές επιδόσεις και στην αλιεία. Τέλος, σημαντική εξόρυξη μεταλλευμάτων σημειώνεται στην Κάντανο αλλά και στην περιοχή της Λάππας (Αργυρούπολη).

ΙΙ. Φορολογικό καθεστώς.[406] Κατά την περίοδο αυτή το φορολογικό σύστημα παρέμεινε το ίδιο, όπως και κατά την πρωτοβυζαντιν εποχή, με μια τάση εισαγωγής νέων ή εξειδικεύσεως και αυτοτέλειας παλαιών φό­ρων. Ως τέτοιοι νέοι φόροι αναφέρονται: το ‘ζευγολόγιον των αροτριώντων ζώων’, το ‘μελισσοεννόμιον’, τα ‘μιτάτα’ (: η παραχώρηση καταλύματος σε στρατιω-τικά τμήματα), τα ‘άπληκτα΄(: παροχές για τη συντήρηση στρατοπέδου), η ‘επίθεση μονοπρόσωπων’ (: διάθεση των χρειωδών για τη συντήρηση ελα-φρών στρατιωτών ή ναυτών, η σιτάρκηση κάστρων, οι αγγαρείες κ.λπ.[407]

Ως προς την είσπραξη φόρων κατά την περίοδο αυτή επικρατεί η εκμί-σθωσή τους. Οι μισθωτές, καλούμενοι ‘πράκτορες’, μίσθωναν με πλειοδο-τικό διαγωνισμό την εί­σπραξη των φόρων κατά διοικήσεις. Η διαδικασία εισπράξεως ήταν η ίδια με αυτή της προηγούμενης εποχής.

 

8. Οι ‘βασιλικές επισκέψεις’ της Κρήτης.

Ι. Ζήτημα ιδιαίτερης οικονομικής σπουδαιότητας αποτελούσαν στη βυζαντινή Κρήτη οι λεγόμενες ‘βασιλικές επισκέψεις’: επρόκειτο για μεγάλα και εξαιρετικά προσοδοφόρα κτήματα, που από πλευράς ιδιοκτησίας ανήκαν στο στέμμα ή το βυζαντινό δημόσιο.[408]

Οι ‘επισκέψεις’ υπόκεινταν σε άμεση εκμετάλλευση από το δημόσιο (είτε από το ίδιο το στέμμα είτε από ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες, τα λεγόμενα ‘σέκρετα’), που εισέπρατταν με διάφορους εκπροσώπους τους τα παραγό-μενα προϊόντα ή εισοδήματά τους. Λόγω της υψηλής τους οικονομικής συμβολής στη λειτουργία της κρατικής μηχανής, τα βασιλικά αυτά κτήματα τύγχαναν αυξημένης νομικής εμπράγματης προστασίας και είχαν κηρυχθεί αναπαλλοτρίωτα.

Η εκμετάλλευσή τους γινόταν με παροίκους ή ελεύθερους καλλιεργητές, το δε αντάλλαγμα συχνά συνίστατο σε μέρος της σοδειάς, στη βάση μίας συμφωνίας που θύμιζε σε πολλά τη σύγχρονη σύμβαση που είναι γνωστή ως ‘επίμορτη αγροληψία’. Μετά όμως το 1170, οι βασιλικές επισκέψεις της Κρήτης καλλιεργούνταν από τους ιδιώτες έναντι χρηματικού ενοικίου και όχι με αντάλλαγμα σε είδος ? καρπούς.

ΙΙ. Σχετικά με τις βασιλικές επισκέψεις της Κρήτης μάς πληροφορεί και το ακόλουθο έγγραφο της συλλογής βυζαντινών εγγράφων η οποία σώζεται στο αρχείο της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου της νήσου Πάτμου, έχοντας συνταχθεί το Νοέμβριο του έτους 1196.[409]

 

«Δέησις ?ρσενίου, ταπεινο? μοναχο?, καθηγουμένου τ?ς ?ν τ?

νήσ? Πάτμ? σεβασμίας μον?ς το? ?γαπημένου, ?ποστόλου, παρθένου

κα? Θεολόγου κα? τ?ν σύν α?τ? μοναχ?ν, ?ναξίων δούλων κα? ε?χετ?ν.

Τολμ?ντες ο? ?νάξιοι δο?λοι κα? ε?τελε?ς ε?χέται τ?ς κραται?ς κα? ?γίας βασιλείας σου ?ναφέρομεν, δέσποτα ?μ?ν ?γιε. ? ?ν τ? νήσ? Πάτμ? μον? ? ?π’ ?νόματι το? ?γαπημένου ?ποστόλου παρθένου κα? Θεολόγου ?δρυμένη ε?ς πολ?ν ?ριθμ?ν κορυφωθε?σα (?γγ?ς γ?ρ που τ?ν ?κατόν πεντήκοντα μοναχ?ν ?ν α?τ? ?σκο?νται) μεγάλην ?χει τ?ν ?νδειαν κα? ?π? τ? ψωμ? α?τ?. ?πέκτητο γ?ρ μέρος ?ναψυχ?ς ?π? τ?ν ?πτακοσίων μοδίων τ?ν διδομένων α?τ? ?π? τ?ν κατ? τ?ν Κρήτην βασιλικ?ν ?πισκέψεων, τ?ν δ? τοιούτων βασιλικ?ν ?πισκέ-ψεων παραδοθεισ?ν το?ς ?ντοπίοις παρ? το? ?οιδίμου πατρ?ς τ?ς ?γίας σου βασιλείας κα? τελουμένων παρ’ α?τ?ν νομισματικ?ν (δόσε-ων) ?ξεκόπη κα? ? πρ?ς ?μ?ς γινομένη δόσις τ?ν ?πτακοσίων μοδίων. ?τυπώθησαν δ? ?μ?ν ?ντ’ α?τ?ν λίτραι (καινούργαι) δύο κα? ο?κ ?χομεν ?λλαχόθεν τ?ν ο?ανο?ν ? νομισματικ?ν ? γεννηματικ?ν ε?σοδον. ?στι τοίνυν κατ? τ?ν α?τ?ν ν?σον Κρήτην ?κίνητον ?π? τ?ν βασιλικ?ν ?πισκέψεων λεγομένων Νησί ?ν τ? τοποθεσί? το? Ψυχρο? διακείμενον, ?περ δι’ ?πομνήσεως παρ? το? ?πισκόπου Καλαμν?ν, το? καλουμένου ?ρ?, ζητηθ?ν α?τ? παρεδόθη, ?λλ’ ο?χ? κα? τ? κατ’ α?τ?ν ?κκλησί?, δι? χρυσοβούλλου το? περιποθήτου α?ταδέλφου τ?ς βασιλείας σου, κυρο? ?σαακίου, το? τότε βασιλεύοντος, ?κκοπέντων ε?ς τ? διηνεκ?ς κα? τ?ν τεσσαράκοντα ?κτ? (?μοίων) νομισμάτων, τ?ν ζητουμένων χάριν δημοσίου τέλους ?ποσχομένων κα? μοναστή-ριον πεποιηκέναι. κα? μέντοι κα? ?κτισε μοναστήριον ?π’ ?νόματι το? ?γίου Νικήτα, κα? προσεκάθισεν ?ν α?τ? μοναχο?ς ?σε? τέσσαρας ? κα? πέντε, κα? κατείχετο μ?ν τ? τοιο?τον ?κίνητον κα? τ? μοναστήριον παρ? το? ?πισκόπου Καλαμν?ν, μέχρις ?ν ?ν το?ς ζ?σιν δι?γεν. ?πε? δ? ?πιβουλευθε?ς, ο?α τ? το? Θεο? κρίματα, ?φονεύθη, τ?ς ?ν τόπ? Χορτάτζιν καλούμενον, πλησιάζων τ? τοιούτ? ?κινήτ?, προσελθ?ν τ? τηνικα?τα δουκί Κρήτης κα? ζητήσας τ?ν παρ? το? ?πισκόπου ?νεγερθε?σαν τοιαύτην μον?ν ε?ς λόγον ?φορείας κατεκράτει σ?ν τ? μον? κα? τ? ?κίνητον. παρακαλο?μεν ο?ν τ? ?νθεον κράτος τ?ς ?γίας βασιλείας σου, ?πε? κα? ? μον? κα? τ? ?κίνητον ?λεύθερά ε?σ? κα? ο?δ??) δημόσιον ?χει ?κε?θεν συνεισφορ?ν, δωρηθ?ναι δι? χρυσο-βούλλου λόγου τ?ς ?γίας βασιλείας σου τ? ?ν τ? νήσ? Πάτμ? καθ’ ?μ?ς σεβασμί? μον? το? ?γαπημένου Θεολόγου τ?ν, ?ς ε?ρηται, παρ? το? ?πισκόπου κτισθε?σαν τοιαύτην μον?ν σύν τ? κατ’ α?τ?ν ?κινή-τ?, ?ς ?ν στήσωμεν ζευγαρίτζια, ?σα δυνηθ?μεν, κα? γεωργ?ται σ?τος ? μέλλων διαρκε?ν κα? τ?ν ?ν τ? Πάτμ? μον?ν κα? τ?ν ?ν τ? ?κινήτ? ?λλ? κα? ?πέρ τ?ν ζευγαρίων κα? τ?ν ?τέρων ζώων, ?ν ?ν δυνηθ?μεν ?θενδήποτε ?πικτήσασθαι, μ? ζητε?σθαι ?ξ ?μ?ν τέλος ? ?π?ρ ?ν ?σως ?χει προσκαθίσαι ?γνώστων τ? δημοσί? παροικιτζίων ?π? τ? τοιούτ? ?κινήτ? ?λλ? μηδ? ?φ’ ο?αδήτινι ?π?ρεί? τούτων ?πηρεάζεσθαι. κα? τούτου γενομένου ο? παυσόμεθα ?περεύχεσθαι τ?ς κραται?ς κα? ?γίας βασιλείας σου, ?ς ?ς δο?λοι ?νάξιοι τολμήσαντες ?δεήθημεν.

† Λύσις το? α?τοκράτορος ?λεξίου Γ’ Κομνηνο? ?πολυθε?σα

?π? τ? ?πομνήσει ?ρσενίου μοναχο? κα? καθηγουμένου τ?ς μον?ς.

? βασιλεία μου ?μα μ?ν κα? τ?ν καθ’ ?μ?ς σεβασμίαν μον?ν ?μπλατύνεσθαι θέλουσα, ?μα δ? κα? τ? ?ντ?ς δηλούμενον ?νεγερθ?ναι μοναστήριον παρ? το? θεοφιλεστάτου ?κείνου ?πισκόπου Καλαμν?ν, το? ?ρ?, μοναχικ?ς ?κολουθίας βουλομένη κρατε?ν κα? μ? παρ? κοσμικ?ν κα? λαϊκ?ν ?νθρώπων διεξάγεσθαι, ?ξ ?ν ?φορ?ται γίνεσθαι ?π? το?ς τοιούτοις, το?ναντίον δ? ... ?φορίζει α?τό τε τ? μοναστήριον κα? τ? ?π’ α?τ? ?κίνητον, τ? καλούμενον Νησίν, τ? καθ’ ?μ?ς σεβασμί? μον? μετ? πάσης τ?ς περιοχ?ς α?τ?ν κα? διακρα-τήσεως κα? τ?ν ?λων τούτων δικαίων κα? προνομίων κα? τ?ς τ?ν τελεσμάτων συμπαθείας τ?ς, ?ς ?πεμνήσατε, δι? χρυσοβούλλου λόγου το? προβεβασιλευκότος α?ταδέλφου τ?ς βασιλείας μου ?πονενε-μημένης α?τ?· κα? διορίζεται δι? τ?ς παρούσης προστάξεως, ?π? τ?ν καθ’ ?μ?ς μον?ν το? ?γαπημένου Θεολόγου κα? τα?τα τελε?ν κα? παρ? το? μέρους α?τ?ς διοικε?σθαι τ? ?π? το?δε κα? ε?ς τ? ?ξ?ς, θεαρέστως μέντοι κα? κατ? μοναχικ?ν παρατήρησιν. κα? γίνεσθαι μ?ν κα? τ?ν το? μοναστηρίου ο?κονομίαν ?πασαν φωταγωγίαν, λυχνοκα?αν κα? λοιπ?ν ?πιμέλειαν τ?ς τε ?κκλησίας κα? τ?ν μοναχ?ν ?π? τ?ς ε?σόδου το? ?π’ α?τ? ?κινήτου κα? τ?ν κατ’ α?τ? ?νελλιπ?ς, ?ποφέρεσθαι δ? τ?ν καθ’ ?μ?ς σεβασμίαν μον?ν τ?ν τ?ς ε?σόδου περίσσειαν ε?ς ο?κείαν περιποίησιν. ε?δοκε? δ? ? βασιλεία μου ?φορ?σθαι ?μ?ς ?σον ?π? τούτοις, παρ? το? κατ? τ?ν ?μέραν μυστικο? το? σήμερον τ?ν τ?ν τοιούτων διοίκησιν ?χοντος, ?φείλοντος ?πεκστ?ναι τ? καθ’ ?μ?ς μον? τ?ς κατοχ?ς παντ?ς διαφέροντος τ? διαληφθέντι μοναστηρί? κα? τ? ?κινήτ? κα? ?ντιστρέψαι, ε? τι ?π? τ?ν ε?σόδων α?τ?ν ?πολέ-λειπται τούτ? μεθ’ ?πεξαίρεσιν τ?ν ?παραιτήτων ?ξόδων. ? δ? μονα-στήριον σύν τ? ?κινήτ? καί διά πρακτικο? παραδοθ?ναι ?μ?ν, ε? δεήσει, παρά το? δουκός Κρήτης, τ?ς παρούσης προστάξεως τ?ς βασι-λείας μου ?ρκε?ν ?φειλούσης ?ντί παντός δικαιώματος».

      

Σύμφωνα λοιπόν με το πιο πάνω έγγραφο, υπήρχε στην Κρήτη, στην τοποθεσία ‘Ψυχρός’ (σημερινή περιοχή Αποκορώνου και Σφακίων), ένα βασιλικό κτήμα, το οποίο με χρυσόβουλλο[410] του Ισαακίου Αγγέλου είχε παραχωρηθεί εφ’ όρου ζωής στον επίσκοπο Καλαμώνος Αρά (προσωπικά στον ίδιο και όχι στην εκκλησία του). Ο αυτοκράτορας μάλιστα του είχε χαρίσει και το ετήσιο τέλος του ίδιου κτήματος, ύψους 48 χρυσών νομισμά-των.

Ο επίσκοπος Καλαμών ίδρυσε εκεί τη μονή του αγίου Νικήτα (ή αγίου Νικολάου), συγκεντρώνοντας 5 περίπου μοναχούς.[411]  Μετά το θάνατο του επισκόπου, ένας γείτονας, από τη γνωστή οικογένεια των Χορτάτζηδων, παρουσιάστηκε στον δούκα Κρήτης και κατόρθωσε να του δοθεί το μονα-στήρι ‘εις λόγον εφορείας’, αποκτώντας δηλαδή το ισόβιο δικαίωμα να το επιβλέπει και να εισπράττει ό,τι περίσσευμα υπήρχε από τα εισοδήματά του. Επειδή όμως το ιδιοκτησιακό καθεστώς της μονής του αγίου Νικήτα ήταν μετέωρο, ο κρητικής καταγωγής ηγούμενος της μονής της Πάτμου Αρσένιος, υπέβαλε την πιο πάνω αίτηση προς τον αυτοκράτορα, ζητώντας την προσκύρωση του αγίου Νικήτα σε εκείνην της Πάτμου, με την αιτιολογία ότι η σιτοπαραγωγή της διεκδικούμενης αυτής περιοχής της Κρήτης θα μπο-ρούσε να καλύψει τις υλικές ανάγκες της πολυάνθρωπης μονής της Πάτμου.

Έτσι, το έτος 1196 η μονή της Πάτμου πέτυχε να της παραχωρηθεί το μοναστήρι του Αρά από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό, με τη ρητή διάταξη ότι η Πάτμος θα εισπράττει από αυτό τα εισοδήματα που μέχρι τότε καρπούνταν ο Χορτάτζης.[412] 

 

9. Εκκλησιαστική διοργάνωση.

Ι. Μητρόπολη Κρήτης - επίσκοποι και επισκοπές. Από τις ελάχιστες πληροφορίες που δυστυχώς σώζονται σχετικά με την κατάσταση της κρητι-κής Εκκλησίας κατά την προηγούμενη περίοδο της Αραβοκρατίας,[413] συνά-γεται ότι οι Μοζάραβες αποδιοργάνωσαν διοικητικά την τοπική Εκκλησία καταργώντας κυρίως τις επισκοπές,[414] όπως τούτο έμμεσα προκύπτει από το γεγονός ότι η τοπική Εκκλησία δεν εμφανίζεται στα τακτικά του Οικουμε-νικού Πατριαρχείου της συγκεκριμένης περιόδου.

Από την Αραβοκρατία βέβαιη θεωρείται η ύπαρξη μόνο του ‘Βασιλείου Γ΄ αρχιεπισκόπου Κρήτης’, ο οποίος συμμετείχε σε σύνοδο το έτος 879, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.[415] Για την ίδια περίοδο, ο Τωμαδάκης συμπεραίνει ότι: «Ως προς την Κωνσταντινούπολιν, αύτη πιθανότατα εχειρο-τόνει υπερορίους επισκόπους Κρήτης, οίτινες δεν ηδύναντο να μείνουν επί της νήσου, οι οποίοι όμως πιθανώς εγκαθιστάμενοι εις πλησιόχωρον ελεύ-θερον βυζαντινόν έδαφος εχειροτόνουν τον κρητικόν κλήρον κατά την ζοφεράν περίοδον 826-961».[416]

Η ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά (961) σήμανε την ανασύσταση και αναδιοργάνωση της Εκκλησίας της. Η μητρόπολη του νησιού μεταφέρθηκε από τη Γόρτυνα στο Χάνδακα[417] αλλά ο Μητροπολίτης Κρήτης διατήρησε τον τίτλο του ‘Γορτύνης’.[418]

Στα τακτικά των Ιωάννη Τσιμισκή (972-976) και Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο αρχιεπίσκοπος Γορτύνης κατέχει την 30ή θέση, έχοντας υπό τη δικαιοδοσία του 11 επισκοπές.[419] Την ίδια θέση, με δέκα επισκοπές, καταλαμβάνει και στο τακτικό του Νείλου Δοξαπατρή (1143).[420]

Την έδρα τοπικών επισκοπών κατά την περίοδο εκείνη, απέμειναν μέχρι σήμερα να θυμίζουν ονομασίες αρκετών χωριών: τέτοια είναι η Επισκοπή Κισάμου, το χωριό Βιράν Επισκοπή Ρεθύμνης, στο οποίο διέμενε ο επίσκο-πος Ελευθέρνης, η Αγία Επισκοπή, έδρα του επισκόπου Κυδωνίας κ.ο.κ.

Σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη,[421] «ουδέ τα όρια των επαρχιών εκάστου επισκόπου εταυτίζοντο προς τα σημερινά, όπου υπήρχεν αντιστοιχία. Τούτο ιδία καταφαίνεται εις την δυτικήν Κρήτην. Αι πόλεις Κυδωνία, Κίσαμος, Ελεύθερνα, Λάππα και Ρεθύμνη δεν υπήρχον πλέον και είχον αντικατασταθή αι εν αυταίς έδραι των επισκόπων δια μεγάλων χωρίων, τα οποία έμειναν εις την ιστορίαν με τα ονόματα ‘Επισκοπή’. Και η μεν Κίσαμος είχεν επίσκοπον Κισάμου, εδρεύοντα εις το χωρίον Επισκοπή Κισάμου. Ο της Κυδωνίας ελέγετο τώρα Αγίας Επισκοπής, εδρεύων εις Αγιάν, έξω των Χανίων. Ο της Ελευθέρνης ελέγετο Αρίου (ή Αγρίου), εδρεύων εις Βιράν Επισκοπήν. Ο Λάμπης είχε τας δύο Συβρίτους (κατά την αραβοκρατίαν ‘Σουαρέτ’), δηλο-νότι τας νυν επαρχίας Αγίου Βασιλείου και Αμαρίου, εδρεύων εις Θρονοκ-κλησίδια της δευτέρας. Τέλος υπήρχε και ο Καλαμώνος, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε διαδεχθή τον Ρεθύμνης, επομένως είχε την επαρχίαν Ρεθύμνης. Εκ της τοιαύτης κατανομής λείπουν το Σέλινον (‘Ορεινά’ τότε λεγόμενον) και τα Σφακιά (‘Ψυχρόν’ τότε ονομαζόμενα). Και δια μεν το Σέλινον, έστιν ότε ελειτούργει η επισκοπή Καντανίας (έδρα το σημερινόν Κακοδίκι, και όχι η Κάντανος). Δια τα Σφακιά και την Γαύδον δεν έχομεν ασφαλή είδησιν».

Σχετικά με την επισκοπή Καλαμώνος και τον επίσκοπό της Αρά (1196 μ.Χ.), ιδρυτή της μονής του αγίου Νικήτα (ή αγίου Νικολάου), μετέπειτα Φραγκοκάστελλο, έγινε ήδη πιο πάνω λόγος.

Περαιτέρω, η επισκοπή Πέτρας, ασκώντας δικαιοδοσία στις επαρχίες Μεραμπέλλου και Λασιθίου, εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τις αρχές της δεύτερης βυζαντινής περιόδου, αναφερόμενη στο τακτικό 3 του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, που χρονολογείται περί το έτος 980.[422]

Ως τελευταίος μητροπολίτης Κρήτης είναι γνωστός ο Νικόλαος, ο οποίος μετά το 1204 κατέφυγε, μαζί με τους επισκόπους Πέτρας Γρηγόριο και Αρκαδίας Ιωάννη, στη Νίκαια της Βιθυνίας, νέα έδρα της  βυζαντινής αυτο-κρατορίας.

ΙΙ. Εκκλησιαστική περιουσία. Η διακεκριμένη και υψηλή κοινωνική θέση την οποία απολάμβαναν ο κλήρος και οι μοναχοί της Εκκλησίας κατά τη βυζαντινή περίοδο του νησιού, στηριζόταν σε σημαντικό βαθμό όχι μόνον στο αίσθημα βαθειάς χριστιανικής πίστης των Κρητών αλλά και στην οικο-νομική ισχύ που είχαν αποκτήσει οι διάφορες θεσμικές υποδιαιρέσεις (επισκοπές, ναοί και μονές) του όλου εκκλησιαστικού οργανισμού. Το γεγο-νός αυτό είχε σαν ανάλογο αποτέλεσμα την ισχυρή θεσμική παρουσία της ορθόδοξης εκκλησίας, με δυνατότητα την εκ μέρους της πίεση για την απόκτηση περισσότερων προνομίων ασκήσεως -συμβολικής ή υλικής- εξουσίας.

Πιο συγκεκριμένα, κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρήτης, η κινητή και ακίνητη περιουσία των μονών του νησιού αυξήθηκε κατακόρυφα. Σε αυτό βεβαίως συνέτειναν και οι ευρύτατες φορολογικές απαλλαγές της εκκλησιαστικής περιουσίας, γεγονός για το οποίο πληροφορούμαστε από ιστορικές πηγές σχετικές με τα κτήματα που διατηρούσαν οι μονές της αγίας Αικατερίνης του Σινά στην περιοχή του Χάνδακα και αλλού, καθώς και του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Πάτμου, κυρίως στην περιοχή Στύλος Αποκορώνου.

Σημαντικό μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας δημιουργήθηκε από παραχωρήσεις κτημάτων είτε από το κράτος (βλ. πιο πάνω την αναφορά μας στον τρόπο απόκτησης πρώην δημόσιου ακινήτου από τη μονή της Πάτμου) είτε εκ μέρους ιδιωτών - ευλαβείς χριστιανούς μικροκαλλιεργητές, όπως μαθαίνουμε από τη Διαθήκη του αγίου Ιωάννη του Ξένου. Οι δωρεές αυτές γίνονται από τους ‘χωρίτες’ (κατοίκους του χωριού) μεμονωμένα ή και συλλογικά, όταν βεβαίως, στην τελευταία περίπτωση, τα κτήματα θεω-ρούνταν ότι ανήκαν στην κοινότητα ως όλον.

Μεγάλος αριθμός παροίκων καλλιεργητών απασχολείται σε κτήματα των μονών ή γενικότερα της Εκκλησίας, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι εκκλη-σιαστικοί οργανισμοί αποτελούσαν μεγαλογαιοκτήμονες, με ιδιαίτερη ταξική συνείδηση των ιθυνόντων τους. Το γεγονός βεβαίως αυτό ήλκυσε αργότερα το ενδιαφέρον των Βενετών, οι οποίοι προχώρησαν σε δημεύσεις μεγάλων εκτάσεων εκκλησιαστικής γης, την κατάργηση φοροαπαλλαγών της εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά και σε άρση προνομίων που είχαν παρα-σχεθεί κατά τους παλαιότερους αιώνες προς τον ορθόδοξο κλήρο.

ΙΙΙ. Αυτοκρατορικές χορηγίες. Ερχόμαστε τώρα σε μία σειρά ειδικότερων ιστορικών μαρτυριών, σχετικών με αυτοκρατορικές χορηγίες που συνδέονται με το νησί και το σχηματισμό της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Ως γνωστόν, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118), με χρυσόβουλλο το οποίο απέλυσε τον Απρίλιο του έτους 1088,[423] είχε δωρήσει στον μοναχό όσιο Χριστόδουλο την νήσο Πάτμο, όπου και αυτός ίδρυσε τη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Με άλλο χρυσόβουλλο, το οποίο δεν σώζεται αυτούσιο αλλά μνημονεύεται σε απόσπασμα της Διαθήκης του μετέπειτα Καθηγουμένου της Πάτμου Θεόκτιστου,[424] ο ίδιος αυτοκράτορας παρεχώρησε στους Πατμίους μοναχούς 300 μοδίους[425] σιταριού από το νησί της Κρήτης. Η αυτοκρατορική αυτή πράξη ικανοποίησε αίτημα των Πατμίων μοναχών Ιωσήφ Ιασίτη[426] και Θεόκτιστου, που αυτοί υπέβαλαν λίγο μετά το θάνατο του οσίου Χριστοδούλου, δηλαδή μετά το 1093 και αρκετά πριν το 1118, έτος θανάτου του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού.[427]

Σειρά μεταγενέστερων αυτοκρατορικών δωρεών αύξησαν το ποσό της χορηγίας υπέρ της Πάτμου σε 700 συνολικά μόδια σιταριού, που πράγματι η μονή της λάμβανε κάθε χρόνο από τους δούκες, ως στρατιωτικοπολιτικούς διοικητές της Κρήτης. Τούτο ρητώς αναφέρεται σε ‘πρόσταξιν’ του αυτο-κράτορα Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού, που εκδόθηκε το Μάϊο του 1161 και έχει ως εξής:

«Τοις ενασκουμένοις εν τη κατά την νήσον Πάτμον ιδρυμένη σεβασμία μονή επ’ ονόματι του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεο-λόγου… όπως παρά των εν βασιλεύσιν αοιδίμων, του τε πάππου της βασιλείας μου και του αυθέντου και πατρός αυτής, αλλά δη και παρ’ αυτής της βασιλείας μου παρέχωνται αυτοίς, σίτου μόδιοι επτακόσιοι […]».[428]

Σύμφωνα με τον ‘Βίο του οσίου Λεοντίου’,[429] μετέπειτα ηγουμένου της μονής της Πάτμου και πατριάρχη Ιεροσολύμων (1176), ο όσιος, φέροντας περί το έτος 1157 την ιδιότητα του οικονόμου της μονής, κατέπλευσε από την Πάτμο στην Κρήτη για να παραλάβει το σιτάρι, απεσταλμένος του ηγουμένου Θεόκτιστου. Τα χρόνια εκείνα, πάντοτε κατά το συναξάρι:

«εποιείτο την ενέργειαν των δημοσίων φορολογημάτων της Κρήτης Ιωάν-νης τις, το επίκλην Στραβορωμανός, εξυπηρετουμένω τω επί της βασιλείας Μανουήλ Κομνηνού μεγάλω δομεστίκω Ιωάννη τω Αξούχω, ου δηλαδή δικαίω και την τοιαύτην διείπεν ο δηλωθείς Στραβορωμανός διοίκησιν».[430] 

Η παραλαβή αυτή του σιταριού από τη μονή της Πάτμου γινόταν χωρίς προσκόμματα μέχρι το έτος 1171. Τη χρονιά εκείνη, πάλι ο Λεόντιος, ως ηγούμενος πλέον της μονής, έρχεται στην Κρήτη «το σύνηθες λήψεσθαι σιτηρέσιον». Τότε όμως, ο φορολόγος της Κρήτης αρνείται να παραδώσει το σιτάρι στον εκπρόσωπο της μονής: «υποκεκράτητο γαρ ο σίτος παρά του τότε την εν Κρήτη των δημοσίων φορολογημάτων ποιουμένου είσπραξιν»,[431] προσθέτοντας προς τον ηγούμενο ότι: «ο σίτος δοθήσεται, επάν βασιλικός ορισμός γένηται τοις, ως η κατά σε μονή, εκ Κρήτης λαμβάνουσι σιτηρέσια, νομίσματα αντί σίτου δίδοσθαι? επί γαρ τω εκ Κρήτης σίτω άλλης τις οικονομία γέγονε».[432]

Ο φορολόγος, δηλαδή, ζήτησε βασιλικό ‘ορισμό’ για να παραδώσει στον Λεόντιο νομίσματα και όχι πλέον σιτηρά, αφού οι ‘βασιλικές επισκέψεις’ της Κρήτης, δηλαδή τα κτήματα που εκμεταλλευόταν το στέμμα στο νησί, είχαν παλαιότερα παραδοθεί από τον αυτοκράτορα στους «εντοπίους», έκτοτε δε το κράτος εισέπραττε νομίσματα: «των… βασιλικών επισκέψεων παρα-δοθεισών τοις εντοπίοις … και τελουμένων παρ’ αυτών νομισματικώς».[433]

Μετά από αυτό, ο Λεόντιος αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Κωνσταντι-νούπολη, εποτυγχάνοντας την έκδοση του σχετικού αυτοκρατορικού εγγρά-φου από τον Μανουήλ.

ΙV. Μονές. Μεταξύ των μονών που άκμασαν την περίοδο αυτή αναφέ-ρονται οι εξής:

? του Αγίου Νικήτα (ή αγίου Νικολάου) στο ‘Ψυχρό’ (Σφακιά), που σήμερα είναι ευρύτερα γνωστή ως ‘Φραγκοκάστελλο’[434] και στην οποία ήδη αναφερθήκαμε

? του Στύλου Αποκορώνου (περιοχή Σούδας), που ήταν μετόχι της μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου[435]

? της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα, που ήταν μετόχι της μονής του Όρους Σινά.[436] Η μονή αυτή είχε αποκτήσει κυρίως από δωρεές μεγάλη ακί-νητη περιουσία.[437]

Όπως συναφώς παρατηρεί ο Ν. Τωμαδάκης,[438] τα δύο μεγάλα μοναστικά συγκροτήματα, η μονή του Ιωάννη Θεολόγου Πάτμου και η μονή αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά, εξαρτώνταν οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από τα μετόχιά τους στην Κρήτη. Το μεν Σινά, από τα μετόχιά του στην ανατο-λική Κρήτη, το δε της Πάτμου από το μετόχι του Στύλου Αποκορώνου Χανίων. Η αποστολή σιτηρών προς τις δύο μονές δεν γινόταν πάντοτε τακτι-κά. Για το λόγο αυτό, οι αρμόδιοι των μοναστηριών προσέφευγαν στην Κωνσταντινούπολη, επιδιώκοντας την ανανέωση των προνομίων ή και την αναπλήρωση των δωρεών με άλλες. Από το πλουσιότατο ιστορικό αρχείο της Πάτμου έχουν από πολύ παλιά δημοσιευθεί σειρά σημαντικών ζητημάτων, σχετικά με τις πιο πάνω σχέσεις της μονής με το βυζαντινό μετόχι του Στύλου.

? της ‘Παλαιάς’, που ταυτίζεται με τη σημερινή Παλιανή. Όπως επισημαί-νεται,[439] η αρχαιότερη μνεία που διαθέτουμε για τη μονή ευρίσκεται σε επιστολή του πάπα Βιταλιανού (έτους 668), με την οποία αυτός απευθυνό-μενος στον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Παύλο του ζητάει να επιστρέψει τις δύο μονές ‘Παλαιά’ και ‘Αρσίλι’ στη δικαιοδοσία της επισκοπής Λάππας, από την οποία τα είχε αφαιρέσει. Το σημερινό καθολικό της Παλιανής χρονολο-γείται πιθανότατα από τον 10/11ο αιώνα. Σύμφωνα με την απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας που περιέχει το βενετικό «Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού» (Catasticum ecclesiarum et monasteriorum comunis),[440] στα χρόνια πριν τη βενετική κατάκτηση η μονή της Παλαιάς κατείχε 25 χωριά, παροίκους και μεγάλης εκτάσεως καλλιεργήσιμη γη, με σημαντική ετήσια παραγωγή σιταριού.

? τις μονές που ίδρυσε ο Ιωάννης Ξένος (βλ. αναλυτικότερα πιο κάτω),

? της Θεοτόκου Αειβρύτου, η ύπαρξη της οποίας μαρτυρείται σε έγγραφο του 1118, που υπογράφει ο καθηγούμενος αυτής Μελέτιος, [441]

? της Θεοτόκου Ελεούσας του Χάνδακα (1175).[442] Στη μονή αυτή πρέπει να λειτουργούσε και καλλιγραφικό εργαστήριο, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ο Σιναϊτικός κώδικας 221 (έτους 1175) εγράφη εδώ.[443]

 

10. Βίος και πολιτεία του οσίου Νίκωνα του Μετανοείτε.

Ι. Η έλλειψη διδακτικής και κατηχητικής χριστιανικής δραστηριότητας επί ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα, όπως εκείνο της Αραβοκρατίας, είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη διαφόρων δεισιδαιμονιών μεταξύ των Κρητών, όπως παρατηρούσε και ο Λέων ο Διάκονος:

«Λέγεται γ?ρ κατόχους ε?ναι το?ς Κρήτας μαντείαις κα? βωμολο-χίαις κα? πλάναις, πρ?ς τ?ν Μανιχαίων κα? το? Μωάμεθ παρειλη-φότας ?νέκαθεν...»[444]

Το αρνητικό και παρακμιακό κλίμα αυτό προσπάθησαν να αντιστρέψουν δραστήριοι ιεραπόστολοι και κατηχητές, που ήρθαν στο νησί μετά τη λήξη της Αραβοκρατίας με κύριο σκοπό την τόνωση του θρησκευτικού συναισθή-ματος των κατοίκων του. Όπως ήδη σημειώθηκε, η Αραβοκρατία αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την προηγούμενη χριστιανική φυσιογνωμία της Κρήτης, οι κάτοικοι της οποίας κατέφυγαν σε μικρά χωριά, που βρίσκονταν σε ημι-ορεινά κατά κανόνα εδάφη, ενώ τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα του νησιού εγκαταλείφθηκαν από τους χριστιανούς και ερημώθηκαν.[445]

ΙΙ. Μία τέτοια σπουδαία φυσιογνωμία ήταν ο καταγόμενος από τον Πολε-μονιακό Πόντο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, που έδρασε στην ανατολική Κρήτη, πιθανότατα κατά την περίοδο των ετών 962-969. Τα αποτελέσματα των κηρυκτικών περιοδειών του Νίκωνα ήταν άκρως επιτυχή, συνοδεύονταν δε από ανέγερση εκκλησιών και ευαγών οίκων (όπως μεταξύ άλλων λέγεται ότι ήταν και ο ναός της Αγίας Φωτεινής στη Γόρτυνα). Παράλληλα ο Νίκων οργάνωσε ένα ευρύ εκπαιδευτικό πρόγραμμα, με σκοπό να εξημερώσει τα ήθη των Κρητών που είχαν εξαγριωθεί από την μακρόχρονη έλλειψη παι-δείας.[446]

Σημαντική πηγή πληροφοριών για τον όσιο αποτελεί ο Βίος του - στο βαθμό βεβαίως που αυτός περιγράφει τη επταετή του δράση στην Κρήτη, διότι αργότερα ο Νίκων συνέχισε το ιεραποστολικό του έργο στη Λακωνία, όπου και σήμερα τιμάται ως ο πολιούχος άγιος της Σπάρτης.

Στην Ελλάδα, ο Βίος μαζί με τη Διαθήκη του οσίου δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το έτος 1906 από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Π. Λάμπρο [περιο-δικό ‘Νέος Ελληνομνήμων’ 3 (1906) 129 επ.]. Είχε προηγηθεί η έκδοση του λατινικού κειμένου του Βίου, η οποία με τον τίτλο «Vita Sancti Niconis Metanoitae monachi», έγινε από τους Martene και Durand, στην έκδοση «Veterum Scriptorum amplissima collectio» (Παρίσιοι 1729, τόμ. 6ος, σ. 837-887).

Το ελληνικό κείμενο του Βίου ανεύρε ο Λάμπρος το έτος 1880 στον κώδικα 210 (φύλλα 106α-181β) της μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους. Ο κώδικας αυτός γράφτηκε το έτος 1630 από τον ‘επίσκοπο Παρθέ-νιο (άγνωστο ποιας επισκοπής),[447] έχει δε -ως προς τα σημεία που μάς ενδιαφέρουν- ως εξής:

 

 

 

«Κ?διξ 210, φ. 106α -181β

τ?ς ?ν ?γ?? ?ρει ?. Μον?ς Κουτλουμουσ?ου.

Βίος καί πολιτεία το? ?σίου πατρός ?μ?ν κα? θαυματουργο?

Ν?κωνος το? Μετανοε?τε το? ?ξ ?ρμεν?ας κα? ?ν τ? περιφ?μ?

Λακεδαιμον?? τελειωθ?ντος.

Π?τερ ε?λ?γησον.

                                                       […]        

Χ?ρας ο?ν ο?κ ?λ?γας τ?ν ??ων μερ?ν διιπε?σας κα? τ? τ?ς μετα-νο?ας κηρ?γματι τραν?ς κηρ?ξας κα? λαο?ς ?πε?ρους τ? λιμ?νι τ?ς σωτηρ?ας ?γκαθορμ?σας δι? τ?ς μετανο?ας κα? τ?ς πρ?ς τ? κρε?ττον μεταβολ?ς, ?ν τ? τ?ς Κρ?της ν?σ? ?γνω δε?ν ?ποπλε?ν. Θεία γάρ τις νε?σις ?κάλει πρός το?το. Παραβαλ?ν γ?ρ τ? ν?σ?, ?ρτι μ?ν τ?ς τ?ν ?γαρην?ν χειρ?ς ?ποσπασθε?σ? κα? τ? ?ωμαϊκ? ?πικρατε?? ?πανα-σωθε?σ? ?π? Νικηφ?ρου το? ?οιδ?μου βασιλ?ως? ?ν ? λ?γος φθ?σας ?δ?λωσεν, ο? κα? μ?γα τ? κλ?ος ?π? τε β?ον σεμν?τητι κα? ?ρετ?ς ?πιμελε??, δι' ?ς κα? τ?ν παθ?ν α?τοκρ?τωρ ε?περ τις ?λλος γεγ?νηται κα? τ?ς σωφροσ?νης τ? γ?ρα ?ξ?ως ?κ θεο? ?κομ?σατο? ?τι δ? λε?ψανα φερο?σ? τ?ς μιαρ?ς τ?ν ?γαρην?ν κακοπιστ?ας, ?πειδ? ο? τα?της ο?κ?τορες, τ? χρ?ν? κα? τ? μακρ? τ?ν Σαρακην?ν ξυναυλ??, ο?μοι, συναπαχθ?ντες, το?ς ?κε?νων ?θεσι κα? ?ργ?οις το?ς μυσαρο?ς κα? βεβ?-λοις ?πε?θοντο? ?ς δ' ο?ν ?ρξαντο ? μ?γας βο?ν τ? Μετανοε?τε κατ? τ? ε?ωθ?ς, ?κε?νοι, τ? ξ?ν? κα? ?λλοκ?τ? το? κηρ?γματος καταθροη-θ?ντες κα? τ? θυμ? διακαυθ?ντες, σφοδρ?ς ?παν?στησαν τ? δικα??, βουλ?μενοι α?τ?ν ?νελε?ν. Ε?ς λαμπράν γάρ α?τούς ?ξ?πτε μανίαν τό καινόν το? πράγματος καί ?σύνηθες, ?τε προκατειλημ-μένους ?ντας, ?ς ? λόγος ?δήλωσε, τ? δεισιδαίμονι πλάν? τ?ν Σαρα-κην?ν. […..]..

?κτοτε ο?ν ?ς ?κ Θεο? πεμφθέντα ?πόστολον ο? Κρ?τες πιστεύ-σαντες διεφήμισαν ?νά π?σαν τ?ν ν?σον τά περί α?το?, καί πάντες ?κτοτε ?πιεικ?ς α?τ? προσεφέροντο, καί ?σα προσε?χον Θε?, καί νόμος ?ν ?κείνοις π?ν τό προσταττόμενον.

?δείας ο?ν το? λοιπο? λαβόμενος ? μακάριος καί τά ε?ωθότα κηρύξας καί πάντας διδάξας καί φωτίσας καί πρός τήν ?ληθ? πίστιν χειραγωγήσας καί ?παν σκ?λον ?κ μέσου θέμενος, ?κκλησίας τε δειμά-μενος ?ν ?λη τ? νήσ? ο?κ ?λίγας καί ?ερε?ς καί διακόνους καί νεω-κόρους καί τήν ?λλην τάξιν π?σαν ?γκαταστήσας καί ρυθμίσας καί ?ς δέ βιο?ν ?πισκήψας ?φ’ ?λοις τε πέντε ?τεσιν καλ?ς διαθέμενος ?σα κατ’ ?φεσιν α?τ? ?π?ρχεν, ?ς μηδένα τ?ν Κρητ?ν καταλε?ψαι ?συντε-λ? το? καλο?, ?ξ?λθε μέν τ?ς πόλεως Γορτύνης, ?μερ?ν δέ τρι?ν ?δόν διανύσας, ?σπέρας καταλαβούσης, ?ν τινι τόπ? κατέλυσεν, ?ν ? δή καί παλαιοτάτου ναο? ?φαίνοντο λείψανα […].

? δ? σπουδα?αν κα? νεανικ?ν τ?ν φροντ?δα κα? θερμοτ?την ε?σενεγκ?ν τ?ν προθυμ?αν, ?ξετελ?σθη τ? ?ργον κα? ? να?ς ?πηρτ?σθη τ?ς μ?ρτυρος ?φ' ?λοις δυσ?ν ?τεσιν. Ε?τα κα? θυσιαστ?ριον π?ξας κα? ?σπερ ε?κ?ς το?το καθιερ?σας, ?ερε?ς τε ?γκαταστ?σας κα? π?σαν ?κκλησιαστικ?ν τ?ξιν τε κα? κατ?στασιν α?το?ς παραδο?ς κα? π?σι συνταξ?μενος κα?, δ?ξαν α?τ? ο?τως, ? θ?λασσα α?τ?ν ?δέχετο. […]

?τελει?θη τ? παρ?ν δι? χειρ?ς ?μο? το? ταπεινο? Παρθεν?ου ?πισκ?που κατ? τ? ?χλ' ?τος τ? σωτ?ριον.»

 

11. Βίος και πολιτεία του οσίου Ιωάννη του Ξένου και Ερημίτη[448]

Ι. Χειρόγραφες πηγές. Το έργο επανεκχριστιανισμού της Κρήτης, που είχαν αρχίσει ο Αθανάσιος Αθωνίτης[449] και ο όσιος Νίκων ο ‘Μετανοείτε’ μετά τη σκοτεινή και οδυνηρή παρένθεση της Αραβοκρατίας, συνέχισε με ιδιαίτερη ιεραποστολική θέρμη ο Ιωάννης ο Ξένος και Ερημίτης, με τη διαφορά ότι αυτός έδρασε κυρίως στη δυτική Κρήτη, παραμένοντας μάλιστα μέχρι το θάνατό του στο νησί.

Για τον Ιωάννη διαθέτουμε πολύ περισσότερες, συγκριτικά με το Νίκωνα, πληροφορίες από δύο διασωθέντα αλλά μεταγενέστερα χειρόγραφα, που περιέχουν αμφότερα την Διαθήκη του, με σειρά αυτοβιογραφικών στοι-χείων.[450] Οι δύο αυτές πηγές μάς βοηθούν επιπλέον να συνθέσουμε και μία εικόνα για τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν στο νησί κατά τη μεσο-βυζαντινή περίοδο, η οποία χαρακτηρίζεται από αινιγματική σιωπή λόγω ελλείψεως άλλων πηγών. Χαρακτηριστικό μεταξύ άλλων των μαρτυριών μας, είναι η αντιπαράθεση του χριστιανικού κόσμου με το Ισλάμ, λόγω βεβαίως της οδυνηρής παρένθεσης της Αραβοκρατίας.

Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο χειρόγραφο φυλάσσεται σήμερα στη Βολδηιανή Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, όχι στο πρωτότυπο αλλά σε αντί-γραφο που χρονολογείται κατά τον 15ο αιώνα. Το δεύτερο κείμενο σωζόταν στα Τσουρουνιανά Κισάμου (πρώην ‘Πάνω Άϊ Κυρ- Γιάννης’), σε αντί-γραφο του 19ου αιώνα, από το οποίο δόθηκε αντίτυπο στον καθηγητή Νικόλαο Τωμαδάκη από τον κληρικό Βασίλειο Μπλαβάκη.[451] Σημειωτέον ότι και τα δύο χειρόγραφα ανάγουν την αρχική πηγή των πληροφοριών τους περί το έτος 1030, έτος σύνταξης της Διαθήκης του οσίου. Υπογραμμίζεται ότι το εν λόγω χειρόγραφο είναι πληρέστερο στο περιεχόμενό του από το πρώτο, συνοδεύεται δε και από τη Διαθήκη του οσίου. 

Ως μία τρίτη, τέλος, πηγή πληροφοριών -αν και με αρκετά έμμεσο χαρα-κτήρα- μπορεί να θεωρηθεί η λατρευτική ακολουθία[452] του οσίου, παρά τους πολλούς αγιογραφικούς τόπους που περιέχει. Συντάκτης της (τέλη 17ου - αρχές 18ου αιώνα) ήταν ο λόγιος και αντιγραφέας χειρογράφων Δημήτριος Σουρούμης, από τον Αλικιανό Κρήτης.[453]

ΙΙ. Βιογραφικά στοιχεία. Κατά τις πιο πάνω πηγές, ο Ιωάννης Ξένος, γόνος ευκατάστατης οικογενείας, γεννήθηκε το έτος 970, στο χωριό Σίβα, που ευρίσκεται στην σημερινή επαρχία Πυργιωτίσσης Μεσαράς, του νομού Ηρακλείου, κοντά στην αρχαία Φαιστό. Απέκτησε καλή μόρφωση, που του επέτρεψε να ασχοληθεί και με το σχολιασμό έργων του Αριστοτέλη, επι-λέγοντας να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο, όπως άλλωστε ήταν η γενική τάση πολλών νέων κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Σε τούτο συνέτεινε το κλίμα διαρκούς ανασφάλειας της εποχής -διαρκείς απειλές και αναστατώσεις από την προέλαση του Ισλάμ, ληστές και επιδρομείς στο εσωτερικό της βυζαντινής ηπειρωτικής χώρας- που δεν ευνοούσαν ιδιαίτερα τις ανάγκες ηρεμίας και σταθερότητας για έναν οικογενειακό βίο.

Αφού απομακρύνθηκε νεαρός ακόμη από την οικογένειά του, επιδόθηκε σε μία δραστήρια ιεραποστολική δράση, που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την ίδρυση πολυάριθμων νέων ναών και μονών καθώς και τη συγκρότηση μοναστικών αδελφοτήτων.

Στο χαμηλό όρος Ράξος, πλησίον του ακρωτηρίου Λίθινο και σε μικρή απόσταση από τη γενέτειρά του Σίβα, ο άγιος άκουσε θεϊκή φωνή να του υποδεικνύει την ανέγερση ναού προς τιμή των αγίων Ευτυχίου και Ευτυ-χιανού, μέσα σε σπηλιά που υπήρχαν οι τάφοι τους. Μέσα στο κτίσμα αυτό, που σώζεται μέχρι σήμερα, φυλάσσονται δύο κάρες οι οποίες αποδίδονται στους δύο αγίους, λόγος και για τον οποίο η ίδια περιοχή καλείται από τους ντόπιους «στους Αγιούς» (στους Αγίους).[454] Μέσα στο ίδιο σπήλαιο -σύμφωνα με την τοπική παράδοση- δέχθηκε την κουρά και ο Ιωάννης, από παλαιότερο μοναχό που εγκαταβίωνε εκεί. 

Ακολούθως, έχοντας πράξει σύμφωνα με την πιο πάνω θεϊκή πρόσταξη, συνέχισε την πορεία του προς τα δυτικά «άχρι της κεφαλής του όρους Μυριοκεφάλου, επάνω του χωρίου του λεγομένου Τούρμα του Καλαμώνος», όπου ευρίσκεται και το σημερινό χωριό Μυριοκέφαλα.[455] Με τον ίδιο τρόπο, του υποδείχθηκε να κτίσει το ναό της Παναγίας Αντιφωνήτριας, που σώζεται μέχρι σήμερα ως ένα από τα μεγαλύτερα χριστιανικά προσκυνήματα της Κρήτης.[456] Ο μικρός αυτός ναός, που ανήκει στον τύπο του σταυρικού με τρούλλο, λειτούργησε αργότερα ως καθολικό της Μονής Μυριοκεφάλων, που ίδρυσε εκεί αμέσως μετά ο άγιός μας.[457]

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαιολογικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών αποκάλυψαν στο ναό αυτό, κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα ασβεστοκονιαμάτων, τοιχογραφίες προερχόμενες από τρεις διαδοχικές φάσεις, η αρχαιότερη από τις οποίες μπορεί να χρονολογηθεί στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα.

Η περιπλάνηση ωστόσο του αγίου, δεν σταμάτησε εδώ. Αφήνοντας στη Μονή Μυριοκεφάλων συνοδεία αποτελούμενη από 6 μαθητές του μοναχούς, με επικεφαλής κάποιον Λουκά, απομακρύνεται πάλι προς τα δυτικά για να αποφύγει τον πολύ κόσμο που συνέρρεε κοντά του, από λόγους ευλάβειας προς το πρόσωπό του. Κοντά στη Μονή Μυριοκεφάλων ανήγειρε το ναό του αγίου Γεωργίου του Δούβρικα, που ακόμη δεν έχει ανευρεθεί με βεβαιότητα. Λόγω του αυχμηρού της περιοχής, ο Ιωάννης κατασκεύασε εκεί δεξαμενή συγκεντρώνοντας νερό και καλλιεργώντας τη γη. Αλλά και εδώ δεν άργησε να μαζέψει γύρω του μαθητές, συγκροτώντας μία μικρή μοναστική αδελφό-τητα.[458]

Στη συνέχεια ο άγιος κατέφυγε στην περιοχή του χωριού Πηγή Ρεθύμνου, ιδρύοντας τη μικρή μονή του αγίου Γεωργίου του Οψαροπιάστη (ή Ψαρο-πιάστη).[459] Αφήνοντας εδώ το μαθητή του μοναχό Ευτύχιο, επιστρέφει στα Μυριοκέφαλα, όπου βοήθησε τους μοναχούς στις αγροτικές τους καλλιέρ-γειες, χτίζοντας στη συνέχεια το ναό-μονή του αγίου Παταπίου στο ‘χωρίον την Μουσέλαν’, δίπλα στον ομώνυμο ποταμό, στα όρια των σημερινών νομών Χανίων και Ρεθύμνου.[460] Ο δραστήριος άγιος, αφού προχώρησε σε σημαντικής εκτάσεως αγροτικές και αρδευτικές εργασίες στην περιοχή, σύμπυξε τελικά εκεί μία δωδεκαμελή μοναστική κοινότητα.

Όπως προκύπτει από τα βιογραφικά του στοιχεία, οι πιστοί χριστιανοί της Κρήτης, βλέποντας την αγιότητα του Ιωάννη, δεν δίσταζαν να του δωρίζουν αφειδώλευτα τα απαραίτητα εκείνα οικονομικά ή υλικά μέσα που ήταν απαραίτητα για την κτιριακή ανέγερση τόσων πολλών ευλαβών ιδρυμάτων. Επιβεβαιώνεται με τον τρόπο αυτό ότι ένα μεγάλο μέρος της μοναστηριακής και, γενικότερα, της εκκλησιαστικής περιουσίας σχηματίσθηκε από τις εκούσιες προσφορές των ευλαβών χριστιανών, όταν αυτοί πείθονταν για την ειλικρίνεια και αγνότητα των προθέσεων ενός κληρικού ή μοναχού.

Τέλος, στις εξωστρεφείς δραστηριότητες του Ιωάννη θα πρέπει να αναφερθούν το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη (μεταξύ 1028 και 1034) καθώς και ο σχολιασμός έργων του Αριστοτέλη, δείγμα της λογιοσύνης του αγίου. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ΄ ο Αργυρός (1028-1043) καθώς και ο πατριάρχης Αλέξιος Στουδίτης, που συναντήθηκαν με τον Ιωάννη, του συμπαραστάθηκαν αμέριστα, υλικά και ηθικά, στις προσπάθειες που κατέ-βαλε στην Κρήτη. Ο πρώτος τού χορήγησε χρυσόβουλλο λόγο με ιδιαίτερα προνόμια, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα να εισπράττει κάθε χρόνο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό από τα έσοδα του τελωνείου Κρήτης. Δυστυχώς, το χρυσόβουλλο αυτό δεν σώζεται. Ο πατριάρχης, με τη σειρά του, κήρυξε τη Μονή Μυριοκεφάλων ‘σταυροπηγιακή’, δηλαδή ως υπαγόμενη όχι στον τοπικό επίσκοπο αλλά απευθείας στον οικουμενικό πατριάρχη.[461]

Αποτέλεσμα των αισθητικών επιδράσεων που δέχθηκε από το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να θεωρηθεί η ανέγερση ενός μεγαλοπρεπέ-στερου, σε σχέση με τους προηγούμενους που είχε ανεγείρει, ναού στο χωριό Κουφός Χανίων. Ο ναός αυτός αφιερώθηκε στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου (Ζωοδόχου Πηγής), ήταν και είναι όμως ευρύτερα γνωστός ως «ναός του Άη Κυρ-Γιάννη».[462] Ο Ιωάννης δεν παρέλειψε και εδώ, αφενός μεν να εφοδιάσει τη λειτουργία του ναού του με κάποια περιουσιακά στοιχεία, αφετέρου δε να κείρει ένα μοναχό με το όνομα Κύριλλος. Ο ναός αυτός ευρίσκεται στο κέντρο του τριγώνου που σχηματίζουν τα χωριά Κουφός, Αλικιανός και Βατόλακκος.[463]

Αλλά ιδιαίτερα όμορφος είναι και ο ναός του Αποστόλου Παύλου που ανήγειρε -σχεδόν πάνω στο κύμα- ο Ιωάννης, στην Αγία Ρουμέλη Σφακίων. Σημειώνεται ότι από την περιοχή αυτή πέρασε ο Απόστολος Παύλος, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 27, 7-12: «… Καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον»). Πλησίον του ναού αυτού ευρισκόταν η αρχαία πόλη Φοίνικας, η οποία μάλιστα μέχρι τον 9ο αιώνα ήταν έδρα επισκοπής. Πρόκειται για ναΐδριο σταυρικό με τρούλλο, που σώζεται μέχρι σήμερα.[464]

Ακολούθως, ο όσιος πήγε στο χωριό Αζωγυρές της Παλαιοχώρας Σελίν-ου, όπου ανήγειρε εκκλησία στο όνομα του αγίου Γεωργίου, ιδρύοντας εκεί και ένα «μελισσουργείον πλουσιώτατον». Δυστυχώς, για το κτίσμα δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες.

Το βίο του ο Ιωάννης Ξένος ολοκλήρωσε σε μία σπηλιά-ασκητήριο στο Καβούσι Κισάμου, κοντά στην αρχαία Φαλάσαρνα, όπου συνέταξε τη Δια-θήκη του. Εκεί ευρίσκεται και σήμερα ο τάφος του, στον ομώνυμο ναό του αγίου Ιωάννη του Ξένου.[465]

Ο Ιωάννης απόλαυε μεγάλης εκτιμήσεως όχι μόνον μεταξύ των ανθρώ-πων του απλού λαού αλλά και στις τάξεις των αρχόντων, όπως μαρτυρείται από το γεγονός ότι ως μάρτυρες στη Διαθήκη του παρίστανται σημαίνοντες αξιωματούχοι της πρωτεύουσας της Κρήτης. Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην εμπέδωση της χριστιανικής πίστης, στη διοργάνωση της εκκλησια-στικής ζωής και του μοναχικού βίου και μάλιστα στην ανέγερση σειράς ναών και μονών, καταγινόμενος με πλούσια ιεραποστολική δράση. Έζησε και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ‘ξένος’, αφού απέφυγε τις τιμές και τις διακρίσεις των συγχρόνων του με την πρακτική της αναχώρησης σε άλλο μέρος της Κρήτης. Για τους λόγους αυτούς, καθιερώθηκε εδώ και πολλούς αιώνες να τιμάται ως άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[466]

ΙΙΙ. Η Διαθήκη του Ιωάννη. Ο Ιωάννης συνέταξε τη Διαθήκη του -η οποία περιέχει πλήθος πολύτιμων αυτοβιογραφικών στοιχείων- στις 20 Σεπτεμ-βρίου του έτους 1027, αφιερώνοντας όλα τα κτίσματα που ανήγειρε στη Μονή Μυριοκεφάλων.[467]

Κατωτέρω παραθέτουμε επί λέξει τους δύο διασωθέντες κώδικες - πηγές Codex Bodleianus Oxonii, Canonici 19, 278v - 283v (15ος αι.)’ και ‘Codex Cisamensis (19ος αι.)’, που περιέχουν την Διαθήκη του Αγίου.[468] Παρατη-ρώντας συγκριτικά τους δύο κώδικες, διαπιστώνουμε ότι ο μεν πρώτος είναι ασφαλώς αυθεντικώτερος, ο δεύτερος όμως και μεταγενέστερος είναι πληρέ-στερος, αφού μεταξύ άλλων περιέχει και τις υπογραφές των μαρτύρων, οι οποίοι παρέστησαν στη σύνταξη της Διαθήκης.

 

«Codex Bodleianus Oxonii, Canonici 19, 278v - 283v

(15ος αιώνας)

 

278v                                        Βίος καί πολιτεία

το? ?σίου πατρός ?μ?ν ?ωάννου το? ?ρημίτου το? τ? ?πωνυμί?

Ξένου

 

5        ?ωάννης μοναχός ? τ? ?πωνυμί? Ξένος καί ?ρημίτης προσέταξα

   1. Πηγή ?φθαρσίας ?πάρχων ? Θεός ?μ?ν ?ησο?ς Χριστός

?ν ?φθαρσί? δέ τό πρ?τον ?δημιούργησεν ?νθρωπον ?ρ?ν α?τόν

          δούς ?πί το? ζωηρο? χωρίου κατέστησαν. ?πάτ? ο?ν καί συμβουλί?

          το? κακογνώμου ?φεως τήν ?ντολήν ? προπάτωρ μή

10      φυλάξας, θανάτ? κατεδικάσθη· καί λοιπόν, ? ?δελφοί, ο?κ ?στιν

?νθρωπος ?ς ζήσεται καί ο?κ ?ψεται θάνατον. ?θεν κ?γώ ? ε?-

τελής μοναχός καί Ξένος τ? ?πωνυμί?, ?ρρωστί? κατακλιθείς

καί τό τέλος το? θανάτου προσδοκ?ν, ?δού τό κατ’ ?μέ πάντα φα-

νερ?ς γέγονα καί διατίθημι καί τί ?π’ ?μέ ? Θεός ? ?γιος δι’

15      ο?κονομίας α?το? ?νεδείξατο· ?χων δέ τό κατ’ ?μέ ο?τως. Γο-

νέων γάρ γέγονα πλουσίων ?πό χωρίου το? λεγομένου Σίβα, καί

279    γεννηθείς ?ξ α?τ?ν, ?ξ?λθον ?κ τ?ν σπλάγχνων τ?ν μητρικ?ν,

?κ νεαρ?ς ?λικίας ποθο?ντός μου τόν μονήρη βίον. Καί λοιπόν

?πό ?ρος ε?ς ?ρος καί ?ρημίαις πλανώμενος, κακουχούμενος καί

20      κρύει πιεζόμενος, ?ποίησα χρόνους ?κανούς ?ντελευόμενος καί

συγκαιόμενος τ? καύσωνι το? ?λίου καί τ? παγετ? το? χειμ?-

νος· καί μετά τ?ν ?γρίων θηρίων καί ζώων συνοικ?ν καί συν-

διάγων, ?λθον ?χρι το? ?ρους τ?ν Λιθίνων το? λεγομένου το?

?άξου· κ?κε?σε προσμείνας ?μέρας ?κανάς καί τό ?ρος ?λον

25      διαδραμών καί ε?ρών πολύν δάσος καί ?διάβατον, ε?ρών δέ ?ν

α?τ? τ? τόπ? σπήλαιον, ? καί ?νδοθεν ?πεισελθών ε?ρον δύο

μνημε?α, ?ν μέν κατ’ ?ρκτον, ?τερον δέ κατά μεσημβρίαν· ? καί

θεασάμενος καί καθ’ ?αυτόν λογισάμενος, τί ?ρα τα?τα ε?σίν, ?ξ-

?λθον το? σπηλαίου· καί ?ν τ? διαπορεύεσθαί με μικρόν τι κατ-

30      ?λθέν μοι ?κ τρίτου φωνή καλο?σά με ?ξ ?νόματος καί διακε-

λευομένη μοι τοια?τα «?ωάννη, ?ωάννη, ?ωάννη, ? ε?δας ?ν-

279v  τα?θα δύο μνημε?α ε?σίν Ε?τυχίου καί Ε?τυχιανο?, καί μέλλεις

?ν α?τ? τ? τόπ? ?νεγε?ραι θε?ον καί ?γιον ναόν ε?ς ?νομα τού-

των». Κ?γώ δέ τα?τα ?κούσας, ?μεινα τ? τόπ?· καί ?γ?να ?να-

35      δυσάμενος, καί θέμενος ?λοψύχως τόν ?μαυτόν μου, ?πηρξάμην

?ξεδαφίζειν τά τε ξύλα καί τά φρύγανα καί καθαρίζειν τά ?ηθέν-

τα μνημε?α καί μετά πολλάς ?μέρας τα?τα ποιήσας ?νήγειρα

θε?ον καί ?γιον ναόν, τ?ν ?γίων Ε?τυχίου καί Ε?τυχιανο?.

             2. Καί το?το ποιήσας καί καταλείψας ?κε?σε ?να ?δελφόν ?νε-

40      χώρησα καί πάλιν τό ?ρος ε?ς ?ρος ?ναδραμών ?π?λθον ?χρι τ?ς

κεφαλ?ς το? ?ρους Μυριοκεφάλου ?πάνω το? χωρίου το? λεγο-

μένου Τούρμα το? Καλαμ?νος καί ε?ρον <?> ?ν ?νω το? ?ρους κτί-

σμα ?λληνικόν παμμέγεθες το? λεγομένου Μυριοκεφάλου· και διά

τήν δριμύτητα το? χειμ?νος ε?σ?λθον ?δε καί ?μα το? ε?σελθε?ν

45      με ?ποίησα ?μέρας ?πτά τυφλός? καί ε?χομένου μου πρός Κύριον,

κατά τήν ?βδόμην ?μέραν ?λθέ μοι φωνή τοιαύτη «? ?ωάννη,

?ξελθε τ?ν ?ντα?θα καί ?δε κατά ?νατολάς». ?γώ δέ ?ς ?πό

τινος χειραγωγούμενος, ?ξ?λθον το? κτίσματος καί κατά ?νατο-

280    λάς στάς ε?δον φ?ς μέγα καί διακελευούσης φων?ς τοιαύτης ?τι

50      «?ντα?θα ?νεγε?ραι μέλλεις ο?κον τ?ς πανυμνήτου Θεοτόκου τ?ς

?ντιφωνητρίας»? καί ?μα το?το γεγονός δι?λθον τούς φιλο-

χρίστους καί ?νδεής τούτων γεγονώς τόν μέν τόπον ?ξωνησάμην ?πό

τούς ?δίους κληρονόμους? καί ?γ?νας ?αυτ? θέμενος, πρ?τον ?γ-

γραφον πρός με ?ξέθεντο ο? δηλωθέντες κληρονόμοι, το? δηλω-

55      θέντος τόπου το? λεγομένου Μυριοκεφάλου, διαιρ?ν τόν τόπον

?ητ?ς καί περικλείων? ε?τα ?ντελευόμενος ?ν το?ς φιλοχρίστοις

?δομησάμην τήν τοιαύτην μονήν τ?ς θεομήτορος καί πανάγνου

Θεοτόκου τ?ς ?ντιφωνητρίας, καί προσεκτησάμην ? α?τή η?δό-

κησεν καί ο?κονόμησεν καί ο?τως ?κούρευσα ?να, τόν μοναχόν

60      Λουκ?ν. Καί ?ξελθόντος μου τ?ς τοιαύτης μον?ς, ε?ρον τόπον

?τερον το? λεγομένου το? Μέλικος? καί ?πάνω το? χαμοβουνίου

?νελθών ?νοικοδόμησα τόν ?γιον Γεώργιον τόν Δούβρικαν, ?νθα

ο?τε ξύλον ε?ρίσκεται ο?τε χόρτον χλωρόν, ?λλά πάντοτε ξηρός

280v  ?ν ? τόπος καί τρόπον τινά ?πεννοηθείς ?ποίησα δεξαμενήν ε?ς τό

65      ?ποδέχεσθαι τό ?δωρ? ?κ Θεο? δέ ?δηγηθέντες ο? κληρονόμοι

το? α?το? τόπου ?δωρήσαντό μοι καί ?τερον τόπον? καί ?ποίησα

?μπέλιν καί περιβόλιν? δέδωκάν μοι δέ καί γ?ν ?παργον ζευγα-

ρίων τεσσάρων καί ο?τως προσελθών ?νήρ ε?χρηστος, ?κούρευσα

α?τόν? ?στις καί ?νομασθείς παρ’ ?μο? καί τ?ς συνεργίας το?

70      ?γίου Πνεύματος ? μοναχός Νικόδημος? καί το?τον ?ερέα ?πεκα-

τέστησα καί καταλείψας α?τόν ε?ς τό ?ηθέν ε?κτήριον ε?θύς ?νε-

χώρησα καί κατέλαβα ?τερον τόπον τόν λεγόμενον ?ριον? ?στις

?ν τόπος καλός καί ε?χρηστος καί πλησίον το? χωρίου τ?ς Πη-

γ?ς? α?τήσας τούς ο?κήτορας το? α?το? χωρίου, ?νήγειρα ναόν

75      τόν λεγόμενον ?γιον Γεώργιον τόν ?ψαροπιάστην καί ?δόντες

τήν ταπείνωσίν μου, ? ο?κ ?ξεστιν καυχ?σθαί μοι, ο? δηλωθέν-

τες χωρ?ται δέδωκάν μοι χωραφίτζιν ζευγαρίων δύο καί δεν-

δρούτζικα ?λιγοστά, ?τινα καί ?φιέρωσα ε?ς τό ?ηθέν κελλίον

281    καί ?ποκείρας τόν μοναχόν Ε?τύχιον ?ερέα ε?θύς ?νεχώρησα.

80         3. Κ?κε?σε δέ πάλιν ?νυπέστρεψα ε?ς τήν μονήν τ?ς ?περα-

γίας Θεοτόκου το? Μυριοκεφάλου, καί ε?ρών τούς μοναχούς ο?ς

κατέλιπον καί μή ?χοντας πόθεν διοικε?σθαι, ?ξ?λθον πρός τούς

φιλοχρίστους καί ?νδεής γεγονώς κατά τήν το? Χριστο? ?ντολήν,

συνεστησάμην ζευγάρια ?ξ καί ?π?λθον ε?ς τό χωρίον τήν Μουσέ-

85      λαν? ε?ρών τόπον καλόν? καί ?ξωνησάμην ?πό τούς ?δίους κλη-

ρονόμους τούς Μεσοσταβλίτας μερίδας δύο, ?ς ε?χον ε?ς τήν τοι-

αύτην περιοχήν? καί ?δόντες ο? ?κε? προσμένοντες ?δωρήσαντό μοι

?τέρας μερίδας δύο? καί ?νήγειρα ?κε?σε ε?ς μετόχιον τόν ?γιον

Πατάπιον καί ο?τως ?ποίησα περιβόλιν <καί> πολυειδ? δένδρα

90      ?ν α?τ? κατεφύτευσα? ε?τα κατεφύτευσα καί ?μπέλιν μοδίων δώ-

δεκα? ?κτισα καί ο?κήματα κεραμόστεγα ε?ς τό ?χειν τήν ?νάπαυ-

σιν ο? μοναχοί καί ?ξ α?τ?ν πορίζεσθαι τήν ?φήμερον τροφήν

α?τ?ν? ?πό δέ τό φιλόχριστον <πλ?θος> ?σώρευσα καί μελίσ-

σια ?κατόν πεντήκοντα, ?τινα καί ?πέθεντο ε?ς τό κηριανόν,

281v  ?νθα καί [?ν] ε?ς τήν περιοχήν τ?ς μον?ς κατεφύτευσα καί ?ν

96      α?τ? παντο?α δένδρα? καί ?φύτευσα καί κλήματα χειμέρια καί

ο?τως ?κατεφύτευσα ?πάνω ε?ς τήν μονήν ?μπέλιν καί δένδρα

παντο?α καί ε?ς παράδεισον ?πεκατέστησα? κατέλιπα μοναχούς

δώδεκα, καί ?πελθών ε?ς τούς ?ρθοδόξους ?μ?ν βασιλε?ς καί δε-

100    ηθείς α?το?ς χρυσοβούλλου ?πορισάμην το? λαμβάνειν ?τησίως ?

μονή λόγου ψυχικ?ς α?το?ς σωτηρίας ?πό το? δημοσίου νομί-

σματα λίτραν μίαν, ?άσα δώδεκα, μανδία δώδεκα, καί βλατήν ?νδυ-

τήν, καί το? ε?ναι ταύτην ?νέπαφον ?πό παντός καί παντοίου ?ρχον-

τικο? καί ?κκλησιαστικο? προσώπου καί μηδ’ ?λως ?χειν τόν κατά

105    χώραν μητροπολίτην ? τινα τ?ν ?πισκόπων ?πίσχεσθαι ε?ς τά δίκαια

τ?ς μον?ς ? ε?ς ? προσεκτησάμην βιβλία, ?γίας ε?κόνας <α?ς>

282    κατεκόσμησα κελλία ?ς ε?ρηται? καί ?πιζητε?ν ?π’ α?τ?ν ? σύνη-

θές τινα ? κανίσχιον ? τό καθόλου τι, ?ρχήν τινα ? ?ξουσίαν, ?λλά

τό καθόλου ε?ναι πάντα α?τοδέσποτά καί κύρια ?πό χε?ρας ε?ναι

110    τ?ς δηλωθείσης μον?ς, μόνην τήν ?ναφοράν ποιήσασθαι το? ?γι-

ωτάτου καί ο?κουμενικο? πατριάρχου κυρο? ?λεξίου καί ο?τως

τούς καθεξ?ς. Καί κατελθών ?πό τ?ς Πόλεως μεθ’ ?ν προσε-

κτησάμην ?πό τ?ν φιλοχρίστων ?κε?σε ?ερά σκεύη, βιβλία, ?γίας

ε?κόνας, κατεκόσμησα τήν μονήν ?ν ?ρ?τε καί ο?τως τά πάντα

115    ο? φιλόχριστοι ο? τε ?ρχοντες, ?πίσκοποι καί ο? λοιποί ?φιέρω-

σαν ε?ς τήν μονήν, πρόβατα χίλια τριακόσια, α?γίδια τριακόσια,

φορβάδια δέκα ?ξ, ?νοθήλειαι πέντε καί βορδόνια σαμαρικά τέσσα-

ρα ε?ς τό ?ποκομίζειν τήν τροφήν τ?ν γερόντων ?πό τ?ς Μου-

σέλας, το? ?τέρου μετοχίου το? Μέλικος, καί το? ?ρίου, τά δισκία

120    τά πάντα, τά τε σίδηρα καί τά χαλκώματα, τά μυλάρια, τά κου-

κουμίκια, τάς ?παλαρέας καί τά λοιπά ? καί ?γράφησαν ?πεβρά-

βευσαν? τα?τα πάντα ?πό τ?ν φιλοχρίστων μοι περι?λθον, ?στε

282ν  τόν Κύριον ?μ?ν ?ησο?ν Χριστόν καί ? βοήθεια τ?ς πανα-

χράντου μητρός? ? ο?κ ?χρ?ζον ο? φιλόχριστοι ?προσήφερον

125    τα?τα καί ?πέθεντο, καί ε?ς ?τη θέοντες πάντες ?πί τό πλε?στον

ε?ς ?μέ τόν δύστηνον καί ?λέθριον κατεκενο?ντο πάντες.

   4. Τήν το? Χριστο? ?ντολήν καί ?μαυτόν ε?δήσας καί κατά-

βλεψάμενος διά τό μηδ’ ?λως ?χειν με ?νάπαυσιν μίαν ?ραν

?νεσιν, ?ξ?λθον τ?ς μον?ς καί ο?τως κατέλαβον τόν τόπον το?

130    λεγομένου Κουφο? καί μέσον το? χωρίου ?νέγειρα ναόν τ?ς ?περ-

αγίας Θεοτόκου, κατεφύτευσα ?μπέλιν καί προσεκτησάμην καί

χωραφίτζια μοδίων τεσσαράκοντα καί ?ποκείρας τόν μοναχόν

Κύριλλον καί ?ποκαταστήσας τό κελλίον ?νεχώρησα? καί ?πελ-

θόντος μου ε?ς ?ρημον τόπον ?πίσω Α?γιαλόν, καί προσέμεινα

135    ?μέρας ?κανάς καί ο?κησα ε?κτήριον τόν ?γιον Πα?λον καί ?πά-

νω ε?ς τόν ?ζωγυρέαν τόν ?γιον Γεώργιον καί ?ποίησα ?κεί με-

λισσουργε?ον ε?ς τό ε?ναι ε?ς τήν ε?ρημένην μονήν? καί πάλιν διά

283    τό πλ?θος τ?ν πολλ?ν μου ?μαρτι?ν ο?κ ?ασάν με ?ναπαυθ?-

ναι ο? φιλόχριστοι καί λοιπόν ε?ς ?τερον τόπον ?ρημον κατ?κησα

140    ε?ς τά μέρη τ?ς Κισάμου ?ξω ε?ς τήν ?κτήν ?ν ο?ς καί προσμέ-

νειν ?ρετισάμην διά τήν τ?ν ?νθρώπων σύγχυσιν? καί ο?τως πάν-

τα τά κατ’ ?μέ ?πισυνάψας καί ?γγράφως ποιήσας ?ν τ? ?νόματι

το? Κυρίου ?μ?ν ?ησο? Χριστο? το?το διορίζομαι καί ?ντέλ-

λομαι π?σι, ?ς ?ν πάσας ?κκλησίας ?γειρα ?ς ε?ρηται καί ?

145    προσεκτησάμην κινητά, ?κίνητα, καί α?τοκίνητα, ?να ε?σίν πάντα

ε?ς τήν μονήν το? Μυριοκεφάλου ?ως συστολ?ς το? παρόντος κό-

σμου? ε? δέ τις τ?ν ?πιγείων ?νθρώπων, ε?τε βασιλε?ς ? πατρι-

άρχης ? μητροπολίτης ? ?πίσκοπος ? ?ρχων ? ?λλος τις τ?ν

?πάντων, κατατολμήσει ?ποσπάσαι τ?ν ε?κτηρίων ?ν ?κτισα ?

150    ?πό τινος τ?ν ?π’ α?τ?ν ?κινήτων, ? καί ?φιέρωσα ε?ς τήν δη-

λωθε?σαν μονήν, ? πρός ταύτην κατατολμ?ν πρ?τον μέν τ?ν

τ?ς ?κινησίας δεσμ?ν ?λυτος ?στω καί ? μερίς α?το? καί ? κλ?-

ρος α?το? μετά το? ?ούδα, ?γχόν? καθυποβαλλόμενος, καί ?να-

283v  θέματι [καί] τ?ν τετρακοσίων δέκα καί ?κτώ θεοφόρων πατέρων

καί τ? α?ωνί? πυρί ?ποκεκλήρωται? ?εί δέ τα?τα πάντα φυλάτ-

156    των, ? ?ποίησα καί προσεκτησάμην, ? Θεός ? ?γιος ? ?πουρά-

νιος καί ? μεσίτρια το? κόσμου συγχωρήσει α?το?ς πάντα τά

?φλήματα α?τ?ν ?ν τ? μένοντι ν?ν καί ?εί καί ε?ς τούς α??νας

τ?ν α?ώνων, ?μήν».

 

«Codex Cisamensis

(19ος αιώνας)

 

Βίος καί Πολιτεία το? ?σίου καί Θεοφόρου Πατρός ?μ?ν

Κύρ ?ωάννου το? ?ν Κρήτ?.

 

Ε?λόγησον Πάτερ.

Ο?τος ? ?ν ?γίοις Πατήρ ?μ?ν ?ωάννης ?γεννήθη ε?ς ?να χωρίον τ?ς

5        περιφήμου Κρήτης, λεγόμενον Σίβα ?πό γονε?ς ε?σεβε?ς και

πλουσίους, ε?ς τόν καιρόν τ?ν ε?σεβεστάτων καί ?ρθοδόξων βασι-

λέων ?μ?ν Βασιλείου καί Κωνσταντίνου τ?ν πορφυρογεννήτων, ?τει

?πό Χριστο? γεννήσεως ?Ο’ (970), ?φο? ?ξωλόθρευσεν ? ?ν-

δοξότατος Νικηφόρος ? Φωκ?ς τούς Σαρακηνούς ?π’ α?τό τό νη-

10      σίον. ? ?πο?ος ?πό μικρός ?γάπησε τήν μοναχικήν ζωήν, καί

?παρν?ται τούς γονε?ς καί συγγενε?ς α?το? ?δελφούς καί φίλους

καί πλο?τον καί δόξαν πρόσκαιρον, καί π?σαν καλοπάθειαν το?

κόσμου καί ?π?γεν ε?ς τά ?ρη καί ?ρημον τ?ς α?τ?ς νήσου· καί

?κατοίκησεν ?κε? χρόνους πολλούς συντρεφόμενος μέ τά ?γρια

15      θηρία, ?πομένοντας τόν καύσονα το? ?λίου καί τήν κρυάδα τ?ς

νυκτός, ?σάν νά ?το πέτρινος, καί περιπατ?ντας ?πό βουνόν ?ως

βουνόν ?λθεν ε?ς ?να ?ρος λεγόμενον ?άξου, καί ?κε? ?μεινεν

?μέρας πολλάς. ε?τα ?π?γε πλέον ?σωθεν ε?ς ?λλο ?ρος ?που ?το

δάσος καί ?γριάδα πολλή καί ?κε? ε?ρίσκοντας ?να σπήλαιον ε?σ-

20      ?λθεν ?σωθεν καί καθώς ε?σέβη θεωρε? μέσα ε?ς τό σπήλαιον δύο

μνήματα ?να πρός τόν Βορέα καί ?λλο πρός τόν Νότον, καί δια-

λογιζόμενος τί νά ε?ναι τα?τα, ?κούει μίαν φωνήν ?νθρώπου ?

?ποία τόν ?κάλεσε τρε?ς φοράς καί λέγει του ?τζι, ?ωάννη, ?ω-

άννη, ?ωάννη, α?τά τά δύο μνήματα τά ?πο?α ε?δες ε?ναι Ε?-

25      τυχίου καί Ε?τυχιανο? καί θέλεις κτίσει α?το? ?κκλησίαν ε?ς

τό ?νομα α?τ?ν. ?κούσας δέ ? ?γιος ?τι ? φωνή τόν προστά-

ζει νά κτίσ? ?κκλησίαν, ?μεινεν ε?ς τόν τόπον ?κε?νον καί μέ

πολύν πόθον ?ρχισε νά παστρεύ? τό σπήλαιον καί ε?ς ?λίγον και-

ρόν, ?κτισεν ?κκλησίαν ε?ς α?τό, καί ?φίνοντας ?κε? ?να καλό-

30      γηρον ?νεχώρησε. Καί πάλιν περιπατ?ντας ? ?γιος ?πό τόπου

ε?ς τόπον καί ?πό ?ρους ε?ς ?ρος, ?π?γεν ?πάνω ε?ς μίαν κορυ-

φήν ?νός ?ρους ?νομαζομένου Μυριοκεφάλου καί ?κε? ε?ρεν ?να

κτίσμα ?λληνικόν ?νωθεν τ?ς χώρας τ?ς λεγομένης Τούρμας το?

Καλαμ?νος, τό ?πο?ον ?το πολά μεγάλον, καί διά τήν δριμύτητα

35      το? χειμ?νος ε?σέβη μέσα καί ?ς ε?σέβη μέσα ε?θύς ?τυφλώθηκε.

?μως ? ?γιος μένοντας ο?τως τυφλός, δέν ?βαρύνθη πρός τόν

Θεόν, ?λλά μέ ε?χαριστίας καί ?πομονήν ?προσηύχετο πρός α?τόν

?μέραν καί νύκτα καί ε?ς τάς ?πτά ?μέρας ?που ?το τυφλός, ?ρ-

χεται ?νωθεν μία φωνή καί λέγει το? ?ωάννη, ?ωάννη, ?λθέ

40      ?ξω καί στράφου κατά ?νατολάς, καί τότε το? ?φάνη πώς τόν

?κρατο?σε τινάς ?πό τήν χε?ρα καί ?βγ?κεν ?ξω καί στρεφόμενος

κατά ?νατολάς θεωρε? ?να μέγα φ?ς, καί πάλιν ?κούει ?λλην

φωνήν ? ?ποία τόν ?πρόσταζε λέγοντάς του ?ωάννη ε?ς τόν τό-

πον το?τον θέλεις κτίσει ?κκλησίαν ε?ς τό ?νομα τ?ς ?περα-

45      γίας Θεοτόκου τ?ς ?ντιφωνήτριας καί μέ τήν φωνήν ε?θύς ?ξε-

τυφλώθη. Καί ?τζι ? ?γιος ?π?γεν ε?ς τούς Χριστιανούς ζητ?-

ντας βοήθειαν διά νά κτίσ? α?τήν τήν ?κκλησίαν, καί α?τοί ?ς

καλοπροαίρετοι, το? ?διναν περισσότερον ?πό ?,τι ?ζήτα καί ?τζι

?γόρασε τόν τόπον ?κε?νον ?πό τούς ?δίους κληρονόμους, καί δι’

50      ?γγράφου ?ξεχώρησε τόν τόπον μέ σύνορα καί περιοχήν, κάμνον-

τας καί α?τοί ?ξ ?δίας των προαιρέσεως χάριν πολλήν διά τήν ο?-

κοδομήν τ?ς ?κκλησίας. Καί ο?τως ? ?γιος μέ πόθον πολύν,

?κτισε τήν α?τήν Μονήν ε?ς τό ?νομα τ?ς ?περαγίας Θεοτόκου

τ?ς ?ντιφωνήτριας, καθώς ? φωνή τόν ?πρόσταζε? ε?ς τήν ?ποίαν

55      Μονήν ?φιέρωσεν ?λα του τά πράγματα ?στερον κινητά, καί ?κί-

νητα, καθώς θέλετε ?κούσει, ?σα κατ’ ο?κονομίαν Θεο? καί βοή-

θειαν τ?ς Παναγίας ?πόκτησε. Καί ?τσι ?βαλεν ε?ς α?τήν καλο-

γήρους ?ξ καί ?να ?ερομόναχον Λουκ?ν διά προεστ?τα. Ε?τα ?μίσ-

σευσε καί ?π’ α?τήν τήν Μονήν καί ?π?γεν ε?ς ?λλον τόπον κρα-

60      ζόμενον Μέλικα καί ?ναβαίνοντας ?πάνω ε?ς τό λεγόμενον Χα-

μοβούνι, ?κτισε μίαν ?κκλησίαν ε?ς τό ?νομα το? ?γίου Γεωρ-

γίου το? Δόμβρικα, ε?ς τόν ?πο?ον τόπον ο?τε χλωρόν χόρτον ?το

ο?τε ξηρόν, ?λλ' ? τόπος ?το ξηρός καί ?νυδρος?  ?λλά μέ τέχνην

?καμε δοχήν στέρναν καί ?μάζευε τόν χειμ?να τό νερόν διά τήν

65      χρείαν του. Ο? δέ κληρονόμοι το? τόπου ?κείνου ?δηγηθέντες ?πό

Θεο?, το? ?χάρισαν καί ?λλον τόπον καλόν μέ χωράφια ε?καρπα

καί ?καμε καί περιβόλιον καί ?μπελ?να, καί ?φίνονας ?κε? ?να

?ερομόναχον ?νόματι Νικόδημον, μέ ?λλους ?ξι ?δελφούς ?μίσσευ-

σε ?π’ ?κε? καί περιπατ?ν ?πό τόπον ε?ς τόπον, μετά ?μέρας τινάς

70      ?φθασεν ε?ς ?να τόπον καλόν καί ε?μορφον καλούμενον ?ρίου

πλησίον ε?ς τό χωρίον Πηγ?ς, καί ζητ?ντας ?πό τούς κατοίκους

το? χωρίου το? ?χάρισαν ?να τόπον ε?ς τόν ?πο?ον ?κτισε μίαν

?κκλησίαν ε?ς τό ?νομα το? ?γίου Γεωργίου το? Ψαροπιάστη,

καί ?δόντες ο? α?τοί χωρ?ται τήν καλήν ?ρετήν, καί τά ?νθεα κα-

75      τορθώματα το? ?γίου, τές νηστε?ες, τές ?γρυπνίες, τές προσευ-

χές, καί ε?χαριστίες, το? ?δώκασι καί χωράφια ζευγαρι?ν δύο

καί ?λίγα δενδράκια, τά ?πο?α ?φιέρωσεν ε?ς τήν α?τήν Μονήν.

καί ?φίνοντας ?κε? ?να ?ερομόναχον ?νόματι Ε?τύχιον ?γύρισε 

πάλιν ε?ς τήν Μονήν τ?ν Μυριοκεφάλων, καί ε?ρε τούς καλογή-

80      ρους πολλά στενοχωρημένους ?πό τροφήν καί τά ?λλα χρειαζόμε-

να καί ?βγαίνοντας ε?ς τούς ε?σεβε?ς χριστιανούς ζητ?ντας ?λεη-

μοσύνην, τόν ?λέησαν ?ς καλοπροαίρετοι καί φιλόχριστοι πλου-

σιοπάροχα. καί ο?τως ?κυβέρνησεν α?τούς καί ?καμε καί ζευγάρια

?ξ. ?π’ ?κε? πάλιν ?π?γεν ε?ς τό χωρίον Μουσέλας, καί ?κε?

85      ?γόρασεν ?πό τούς κληρονόμους τόν τόπον ?νομαζόμενον Μεσο-

σταβλ?τες μερίδια δύο, καί θεωρ?ντας ο? ?νθρωποι το? τόπου

?κείνου τόν πολύν πόθον ?πο? ε?χεν ? ?γιος πρός τόν Θεόν το?

?χάρισαν ?λλας δύο μερίδας καί ?κτισε ?κε? μίαν ?κκλησίαν

ε?ς τό ?νομα το? ?γίου Παταπίου καί Μοναστήριον ?κοδόμησε

90      μέ κελλία κεραμόστεγα πρός ?νάπαυσιν τ?ν καλογήρων, ?καμε δε

καί περιβόλιον καί ?μπελ?να μοδίων δώδεκα καί κληματερά?

καί καλογήρους μέ προεστόν. – Ε?τα θέλοντας  ? ?γιος νά κάμ?

τήν Μονήν ταύτην τ?ν Μυριοκεφάλων καί τά λοιπά μοναστήρια

?που ?κτισεν ?νεμπόδιστα καί ?σύδοτα ?πό κάθε ?κκλησιαστι-

95      κόν καί ?ρχοντικόν πρόσωπον, ?π?γεν ε?ς τήν Κωνσταντινούπο-

λιν, πρός τούς ?ρθοδόξους βασιλε?ς ?μ?ν, βασιλεύοντος τότε

?ωμανός ? ?ργυρόπουλος, καί Πατριαρχεύοντος ? Κύριος ?-

λέξιος, καί δεηθείς α?τ?ν, ?λαβεν ?πό τόν Βασιλέα χρυσόβουλλον

νά λαμβάν? κατ’ ?τος ?πό τό τελωνε?ον τ?ς Κρήτης α?τη ? Μο-

100    νή τ?ν Μυριοκεφάλων διά ψυχικήν των σωτηρίαν νομίσματα λί-

τρα μία, ?άσα δύο, καί βλαντί κόκκινο ?να. ?πό δέ τόν Πατρι-

άρχην παίρνοντας γράμματα τήν ?καμε Σταυροπήγιον, νά ε?ναι

?νεμπόδιστη καί ?πείρακτη ?πό κάθε ?κκλησιαστικόν καί ?ρ-

χοντικόν πρόσωπον καί μηδόλως νά ?χ? ?δειαν ? ?ξουσίαν ?

105    κατά καιρόν μητροπολίτης ? ?πίσκοπος νά ζητ? ?π’ α?τήν φι-

λότιμον ? ?λλο δικαίωμα ? κανίσκιον κατά τό σύνηθες ?λλά

νά ε?ναι α?τοδέσποτος καί κυρία ?αυτ?ς καί τ?ν λοιπ?ν α?το?

Μοναστηρίων ε?ς τόν α??να? μόνον δέ τήν ?ναφοράν νά κάμνου-

σι, το? κατά καιρόν Παναγιωτάτου καί Ο?κουμενικο? Πατριάρ-

110    χου, ?ς Σταυροπήγιον Πατριαρχικόν. ?χάρισαν δέ α?το? καί

ο? φιλόχριστοι ?πό τήν Κωνσταντινούπολιν σκεύη χρυσ? καί ?ρ-

γυρ?, ?ερά βιβλία, ε?κόνας, καί ?τερα χρειαζόμενα τ?ν ?κκλη-

σι?ν καί λαβών α?τά ?πέστρεψεν ε?ς τήν Κρήτην καί ?π?γεν ε?ς

τήν ?νωθεν Μονήν τ?ν Μυριοκεφάλων καί ?στόλισεν α?τήν

115    ?ραιότατα? ?φιέρωσεν ε?ς α?τήν καί πρόβατα, α?γίδια, φοράδια και

?τερα βορδονικά διά τήν ?πηρεσίαν τ?ν Καλογήρων καί ?λλα

χρειαζόμενα? καί ο? μόνον α?τά ?λλά καί ?τερα σκεύη ?ργυρ?

καί χρυσ? καί χαλκωματένια πολλά ?βαλεν ε?ς α?τήν, τά ?πο?α

?διδαν ο? Χριστιανοί ?πό τήν πολλήν ε?λάβειαν ?που ε?χασιν ε?ς

120    τόν ?γιον, καί ?θεταν α?τά ε?ς τούς πόδας α?το? χάριν προσκυ-

νήσεως α?το? καί τ?ς Μον?ς ?να λάβωσι καί ε?λογίαν ?π' α?το?.

?μως θεωρ?ντας ? ?γιος, ?τι τόν ?νοχλο?σι πολλά ο? ε?σε-

βε?ς Χριστιανοί ?πό τήν πολλήν ε?λάβειαν ?που το? ε?χασι καί

?γάπην καί δέν τόν ?φήνασι νά ?χη καθόλου ?νεσιν, ?μίσσευσεν

125    ?π' ?κε? καί περιπατ?ντας ?μέρας πολλάς ?π?γεν πρός τά μέρη

τ?ν Χανίων ε?ς ?να τόπον κραζόμενον Κουφόν καί ?κε? ?κτισεν

?κκλησίαν ?ραιοτάτην ε?ς τό ?νομα τ?ς ?περαγίας Θεοτόκου

μέ κελλία καί περιτείχισμα ?φύτευσε δέ καί ?μπέλι καί δένδρα

πολύλογα, προσέκτησε καί τριγύρω τ?ς Μον?ς ταύτης χωράφια

130    μοδίων σαράντα. Καί ?φίνοντας καί ?κε? καλογήρους ?νεχώρησε

καί ?π?γεν ε?ς τά μέρη τ?ν Σφακίων ε?ς τούς ?πίσω Α?για-

λούς τ?ς Κρήτης πρός Νότον, ?κε? δέ ε?ς ?να ?ρημον τόπον, ?κτισε

μίαν ?κκλησίαν ε?ς τό ?νομα το? ?γίου Παύλου. Καί πάλιν

?ναχωρ?ντας ?π' ?κε? ?φθασεν ε?ς τό χωρίον ?ζωγυρέα καί ?κε?

135    ?κτισε μίαν ?κκλησίαν ε?ς τό ?νομα το? ?γίου Γεωργίου, ε?ς

τόν ?πο?ον τόπον ?καμε καί μελισσουργε?ον πλουσιώτατον. Καί

πάλιν θεωρ?ντας ?τι καί ?κε? ο? ε?λαβε?ς Χριστιανοί ο?τινες

?συντρέχασι πρός α?τόν χάριν ?ξομολογήσεως καί ε?λαβείας, δέν

τόν ?φιναν νά ?συχάζ? καί κατά μόνας νά προσεύχηται πρός

140    τόν Θεόν, καθώς ε?χεν πόθον, ?φυγε καί ?π' ?κε? καί ?π?γεν ?ξω

ε?ς τήν ?κρην το? Νησίου κατά τήν δύσιν ε?ς τά μέρη τ?ς Κισά-

μου ε?ς τήν ?κτήν, καί ?κε? ε?ρίσκοντας τόπον ?συχον καί ?ρε-

σκούμενόν του ?κατοίκησεν ?κε?, καί ?κτισεν ?κκλησίαν καί μο- 

ναστήριον ?κατάστησεν. ?μως βλέποντας ? ?γιος, ?τι ?λθεν ?

145    καιρός νά μετασταθ? ?κ το? προσκαίρου κόσμου τούτου καί νά

?πάγ? πρός τόν ποθούμενόν του Χριστόν ?κάλεσε τούς κάτωθεν

στρατηγούς καί ?ρχοντας καί ?καμε τήν παρο?σαν α?το? διαθή-

κην, ? ?πο?ος διατιθέμενος λέγει.

Διαθήκη

150         - ?ν ?νόματι το? Κυρίου ?μ?ν ?ησο? Χριστο? διορίζομαι

το?το καί ?ντέλλομαι, διατίθεμαι καί παραγγέλλω ε?ς ?λους ?τι

?λα τά Μοναστήρια καί ?κκλησίες ?που χάριτι Θεο? ?νήγειρα

καί ?κτισα καί ?σα ?ποστατικά κινητά καί ?κίνητα ?φιέρωσα ε?ς

α?τά, θέλω νά ε?ναι ?λα ?πό τήν ?ξουσίαν τ?ς Κυρίας Θεοτόκου

155    τ?ν Μυριοκεφάλων ?ως τέλους το? παρόντος κόσμου χωρίς καμ-

μίας ?ναντιότητος. Ε? δέ τις τ?ν ?πιγείων ?νθρώπων ε?τε βα-

σιλεύς, ε?τε πατριάρχης ? μητροπολίτης, ? ?ρχων ? ?ρχόμενος,

? μικρός ? μεγάλος τολμήσει νά ?κβάλ? ?πό τά πράγματα ?πού

?φιέρωσα ε?ς τά α?τά Μονύδρια, τά ?πο?α ?κτισα κινητά ? ?κί-

160    νητα? ?λλά νά ε?ναι ?λά α?τά ε?ς τήν ?νω ε?ρημένην Μονήν τ?ν

Μυριοκεφάλων ?ς ?διαταξάμην. Πρ?τον μέν νά ε?ναι ?φωρι-

σμένος ?πό Θεο? Παντοκράτορος καί Κυρίου ?μ?ν ?ησο? Χρι-

στο? καί ?κοινώνητος τ?ν ?χράντων Μυστηρίων καί μετά θά-

νατον ?λυτος. ? μερίς καί ? κλ?ρος α?το? νά ε?ναι μετά το?

165    Προδότου ?ούδα, καί νά ?χ? τά ?ναθέματα καί τάς κατάρας τ?ν

τριακοσίων δέκα καί ?κτώ Θεοφόρων Πατέρων τ?ς ?ν Νικαί?

Πρώτης Συνόδου καί νά κληρονομήσ? τήν α?ώνιον κόλασιν. ?-

ποιος δέ πάλιν φυλάξ? τήν διαθήκην μου ταύτην ?παρασάλευτον

καί ?σα ?παράγγειλα νά τηρήσ? ?μετάτρεπτα, ? Θεός ? ?γιος ?

170    ?πουράνιος, καί ? Κυρία Θεοτόκος ? μεσίτρια παντός το? κό-

σμου νά το? συγχωρήσ? ?λα του τά ?μαρτήματα? καί ?ν ?ρ? τ?ς

φοβερ?ς κρίσεως συγχωρήσει α?το? τά πταίσματα, ?ν τ? ν?ν α??-

νι καί ?ν τ? μέλλοντι, καί στήσει α?τόν τ?ς ?κ δεξι?ν α?το? πα-

ραστάσεως καί κληρονόμος γένηται τ?ς α?το? βασιλείας. ?μήν. 175

175    Μηνί Σεπτεμβρί? Κ'. ?πό κτίσεως κόσμου 6536 ?πό δέ Χρι-

στο? 1027.

       Χείρ Μόσχου Διακόνου καί Νομικο? γραφέως Κάστρου Χάν-

δακος ?πέγραψεν.

       Φιλάρετος πρωτοσπαθάριος καί Στρατηγός Κρήτης ? Βρα-

180    χέων παρών ε?ς ταύτην τήν διαθήκην το? Μοναχο? ?ωάννου

προτραπείς ?πέγραψα.

       Ε?μάθιος πρωτοσπαθάριος καί Στρατηγός Κρήτης παρών ε?ς

τήν παρο?σαν διαθήκην το? Μοναχο? ?ωάννου καί ?ρημίτου

?πέγραψα.

       Παπ? Λέων Δαφερερ?ς Νοτάριος ?πό τ?ς Βασιλικ?ς ?ξου-

σίας ?μετάγραψα τήν παρο?σαν διαθήκην, το? ?σίου Πατρός

?μ?ν ?ωάννου το? ?ν Κρήτ? τ?ς ?πωνυμίας Ξένου Μοναχο?.

 

12. Η Κρήτη υπό τους Βενετούς (1204 - 1669).

Με τη συνθήκη της Ανδριανούπολης (12 Αυγούστου 1204) η Κρήτη παραχωρήθηκε στους Βενετούς από τον κατακτητή της Βονιφάτιο Μομφερ-ρατικό (μαρκήσιο του Μομφεράτου), έναν από τους σημαντικότερους αρχη-γούς της τέταρτης σταυροφορίας.[469] Η παραχώρηση περιβλήθηκε τη μορφή συμβάσεως αγοραπωλησίας, γνωστής ως ‘Refutatio Cretae’, με τίμημα το συμβολικό ποσό των 1.000 μάρκων αργύρου, που κατέβαλαν οι Βενετοί στον Βονιφάτιο.

Από τότε και μέχρι το 1669 (δηλαδή επί 465 χρόνια), η Κρήτη διήνυσε τη μακρά περίοδο της βενετοκρατίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ορθόδοξοι Κρήτες υπέστησαν τα πάνδεινα.[470]

Οι Βενετοί, θεωρώντας την Ορθόδοξη Εκκλησία του νησιού ως έναν από τους ισχυρότερους αντιπάλους στη μονιμοποίηση της κατοχής τους, επιδό-θηκαν σε μεθοδευμένους διωγμούς:[471] δήμευσαν την εκκλησιαστική περι-ουσία,[472] περιόρισαν τις επισκοπές[473] ενώ απαγόρευσαν την εκλογή, εγκαθί-δρυση, ακόμη και την απλή επίσκεψη ορθόδοξων ιεραρχών στο νησί. Επέτρεψαν την παρουσία μόνον κατώτερων ορθόδοξων κληρικών, ενώ εγκατέστησαν λατίνο αρχιεπίσκοπο στο Χάνδακα[474] που εξαρτώνταν από τον λατίνο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τάγματα καθολικών μοναχών ίδρυσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα λατινικά μοναστήρια τα οποία, με τη διάθεση άφθονων οικονομικών μέσων, άσκησαν ευρύτατο προσηλυτισμό.[475]

 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

 

Α΄. Πολιτειακές Πηγές.

1. Εισαγωγικά στο νομοθετικό έργο της Μακεδονικής δυναστείας.

Κατά τη μακρά περίοδο που ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στα μέλη της Μακεδονικής δυναστείας, το Βυζάντιο γνώρισε πολιτική, στρατιωτική, οικονομική αλλά και πολιτιστική ακμή σε πολλά επίπεδα.[476] Η λήξη περαι-τέρω της εικονομαχίας συνέβαλε στην οριστικοποίηση της γενικότερης ιδεο-λογικής φυσιογνωμίας του βυζαντινού κράτους, ενώ σημαίνουσες πολιτικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες σφράγισαν με το δυναμισμό και το έργο τους τα δημόσια πράγματα της ίδιας εποχής.

Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες αποδύθηκαν σε μία εργώδη προσπάθεια ανανέωσης, εκσυγχρονισμού και κωδικοποιήσεως της παλαιότερης νομο-θεσίας,[477] μέσω της απαλλαγής της από αναχρονισμούς, κενά και αντιφάσεις. Έτσι, κύριος σκοπός της νομοθετικής πολιτικής των Μακεδόνων αυτοκρα-τόρων τέθηκε η αντικατάσταση της ‘Εκλογής’ των Ισαύρων και η επανα-φορά της ακόμη παλαιότερης ιουστινιάνειας νομοθεσίας. Ωστόσο, η τελευ-ταία εφαρμόσθηκε όχι με την αρχική μορφή της σύνταξής της αλλά σε πιο εκσυγχρονισμένη εκδοχή, αφού έχρηζε μίας ενημερωμένης κωδικοποιήσεως του περιεχομένου της.

Η προσαρμογή της ιουστινιάνειας νομοθεσίας εστιάσθηκε τόσο στη γλωσσική της μορφή, όσο και στο κανονιστικό περιεχόμενό της. Εδώ να σημειωθεί ότι, απτό δείγμα των ανωτέρω, αποτελεί μεταξύ άλλων και η νομοθετική συλλογή που συνέταξε στην Κρήτη ο Γεώργιος Καμαρηνός το έτος 1167, και η οποία σώζεται σήμερα στον κώδικα Palatinus Vaticanus 13. Ο εν λόγω κώδικας περιέχει σύνοψη των 60 βιβλίων των ‘Βασιλικών’, που υπήρξε το σημαντικότερο νομοθετικό έργο των Μακεδόνων και με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενέστερα πιο κάτω.[478]

Χαρακτηριστικό δείγμα της πιο πάνω τάσης νομοθετικού εκσυγχρονι-σμού -η οποία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Ανακάθαρσις των παλαιών νόμων[479]- αποτέλεσε το νομοθετικό έργο που συντάχθηκε επί του ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας, ευφυούς αυτοκράτορα Βασιλείου του Α΄ (811-886),[480] υπό τον τίτλο ‘Εισαγωγή’ (ή ‘Επαναγωγή’).

Για τα αίτια της νομοθετικής αυτής πολιτικής, έχουν προταθεί δύο βασικά απόψεις. Η μία θεωρεί τη στροφή προς το ιουστινιάνειο δίκαιο και την ουσιαστική επανεισαγωγή του (αφού άλλωστε αυτό δεν είχε τυπικά καταρ-γηθεί) ως εκδήλωση της λεγόμενης ‘Μακεδονικής αναγέννησης’. Η άλλη αναζητεί τα αίτια στις εξωτερικές σχέσεις της αυτοκρατορίας και στην προσπάθεια να αποκρουσθεί η από τη Δύση εκπορευόμενη αμφισβήτηση της ρωμαϊκότητας (και οικουμενικότητας) του ανατολικού κράτους.[481]

 

2. Το νομοθετικό έργο Βασιλείου Α΄: η ‘Εισαγωγή

(ή ‘Επαναγωγή’, 885/886 ή 883/886).

Η σύνταξη του ιδιαίτερα αξιόλογου αυτού νομοθετικού έργου -που πρέπει να πιστωθεί στις πολλές θετικές πρωτοβουλίες του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄,[482] φέρει όμως και την προσωπική σφραγίδα του πατριάρχη Φωτίου[483]- είχε ολοκληρωθεί μέχρι το θάνατο του πρώτου (29.8.886). Η ευρύτερη σημασία του το καθιστά προπομπό των μεταγενέστερων κωδικο-ποιητικών έργων της Μακεδονικής δυναστείας (όπως, κυρίως, ήταν τα Βασι-λικά).

Αν και παλαιότερα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι η Επαναγωγή δεν δημοσιεύτηκε και ουδέποτε ίσχυσε ή εφαρμόστηκε ως νόμος, αλλ’ απλώς παρέμεινε απλό νομοσχέδιο, σήμερα ωστόσο γίνεται γενικά αποδεκτό, αφενός μεν ότι η επίσημη ονομασία του έργου αυτού ήταν ‘Εισαγωγή’, αφετέρου δε ότι η εν λόγω κωδικοποίηση τελικώς ίσχυσε, παράγοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις και ρυθμίζοντας κανονιστικά το βίο των βυζαντινών υπηκόων.

Το περιεχόμενο της Επαναγωγής διαρθρώνεται σε 40 συνολικά τίτλους,[484] κατανεμημένους σε ζητήματα του δικαίου του γάμου (τίτλοι 14-21), ενοχι-κών σχέσεων (22-28), κληρονομικής διαδοχής (29-36) και ποινικού δικαίου (40). Στο περιεχόμενο των 40 επί μέρους βιβλίων της Επαναγωγής κωδικο-ποιήθηκε το προϊσχύσαν δίκαιο, αφού προηγουμένως απαλείφθηκε σειρά προβληματικών διατάξεων της Ισαύρειας Εκλογής.[485] Η ανανεωμένη αυτή νομοθεσία βοήθησε στη θεσμική ανασυγκρότηση και ακμή του βυζαντινού κράτους, στοιχείο που υποβοηθήθηκε ωστόσο από την καλλιέργεια των νομικών σπουδών και της διδασκαλίας του δικαίου κατά την ‘Μακεδονική αναγέννηση’, όπως ονομάστηκε, και για το λόγο αυτόν, η εξεταζόμενη περί-οδος.[486]

Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδει η Επαναγωγή στο δημόσιο δίκαιο και στο θεσμικό καθεστώς του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, ως των δύο εν πολλοίς ισοδύναμων εξουσιαστικών πόλων του βυζαντινού κράτους.[487] Το γεγονός αυτό, που συνοδεύτηκε από τη σαφή οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων τους, εισήγαγε για πρώτη φορά τη θεωρία των ‘δύο εξουσιών’, η οποία αποτέλεσε σημαντική διαφοροποίηση του συστήματος σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, όπως αυτές ίσχυσαν στο Βυζάντιο, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες.

Κεντρική πολιτικο-ιδεολογική θέση του εν λόγω συστήματος, ήταν η θεώρηση του Κράτους και της Εκκλησίας όχι, πλέον, ως δύο χωριστών φορέων θεσμικής δύναμης, αλλά ως δύο μορφών εμφανίσεως της μίας και αδιαίρετης έννοιας της χριστιανοσύνης. Η θεώρηση αυτή εκπροσωπούσε την πολιτική θεολογία των βυζαντινών επί σημαντικό χρονικό διάστημα.

Κατά την ίδια αντίληψη, μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας παρεμβάλλεται η έννοια του «θείου Νόμου», στην ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου ο αυτοκράτορας περιορίζεται από τη βούληση του πατριάρχη, ως ύπατου εκκλησιαστικού ηγέτη. Η πατρότητα της πιο πάνω πολιτικής θεολογικής θεώρησης αποδίδεται, πρέπει να σημειωθεί, στον μέγιστο εγκυκλοπαιδιστή και εκκλησιαστικό νου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο Α΄ ή Μέγα Φώτιο (858-867, 877-886).[488]

 

3. Το νομοθετικό έργο του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (866-912).[489]

3.1. Γενικά. Ο Λέων ΣΤ΄ ολοκλήρωσε το ευρύ νομοθετικό και διοικητικό έργο του πατέρα του, βοηθούμενος από την ευρεία και βαθιά του μόρφωση.[490] Επί των χρόνων του συντάχθηκε ο ‘Πρόχειρος Νόμος’, ενώ με διαταγή του κωδικοποιήθηκαν οι νόμοι στα 60 βιβλία των ‘Βασιλικών’, που εκδόθηκαν τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, και αναφέρονται στο δημόσιο, εκκλησιαστικό, αστικό και ποινικό δίκαιο. Με ειδικότερα νομικά ζητήματα ασχολούνται οι 113 ‘Νεαραί’, ενώ το έτος 912 ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το ‘Επαρχικόν Βιβλίον’, ή ‘Βιβλίον του Επάρχου’, συλλογή κανό-νων σχετικών με την οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου στην πρωτεύουσα.

3.2. ‘Πρόχειρος Νόμος’.[491] Αποτέλεσε το δεύτερο σημαντικό νομοθέτημα της Μακεδονικής δυναστείας (δημοσιεύθηκε το 907). Πιστεύεται ότι με το εν λόγω νομοθέτημα ο Λέων ΣΤ΄ επέδειξε μία ‘θεσμική’ μεταμέλεια έναντι της Εκκλησίας, λόγω της προηγούμενης αντίθεσης της τελευταίας στην τέλεση του τέταρτου γάμου του.[492] Η απαγόρευση της τετραγαμίας -αντί να θεσπιστεί ως μόνη διάταξη, συγκεντρώνοντας τη δημόσια προσοχή και εκθέτοντας έτσι τον αυτοκράτορα- αποφασίστηκε να ενταχθεί στο σύνολο του νομοθετικού corpus του Πρόχειρου Νόμου, ώστε να τύχει αποδοχής με το λιγότερο δυνατό ‘θόρυβο’.  

Ο Πρόχειρος Νόμος φέρει πλουσιότερη χειρόγραφη παράδοση από την Εισαγωγή. Το κείμενό του υποδιαιρέθηκε τελικά σε 40 τίτλους, όπως συνέβη και με την Εισαγωγή. Απουσιάζουν όμως από τον Πρόχειρο Νόμο οι δια-τάξεις δημοσίου δικαίου, που υπήρχαν στην Εισαγωγή. Επιπλέον, το κανονι-στικό περιεχόμενο της Εισαγωγής είναι πλησιέστερο προς το ιουστινιάνειο δίκαιο. 

3.3. ‘Νεαραί’. Ο Λέων εξέδωσε τον μεγαλύτερο αριθμό Νεαρών, μετά βεβαίως τον Ιουστινιανό. Ιδιαίτερα γνωστή θεωρείται η συλλογή του από 113 Νεαρές, κριτική έκδοση των οποίων μάς χάρισε πιο πρόσφατα ο ομότιμος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών Σ. Τρωιάνος.[493]

Οι εν λόγω Νεαρές πιθανολογείται ότι εκδόθηκαν κατά την αναθεωρητική κωδικοποίηση του νομοθετικού έργου του Βασιλείου Α΄, στην οποία προέβη ο Λέων (περίπου 888-889). Εντύπωση προκαλεί ότι ορισμένες από τις Νεαρές αυτές δεν έχουν κανονιστικό περιεχόμενο και δεν εισάγουν δίκαιο, καθώς αποτελούν μάλλον θεωρητικές αναπτύξεις σχετικά με τη σκοπιμό-τητας μιας ήδη υπάρχουσας ρύθμισης.

Από το σύνολο των 113 Νεαρών, 35 είναι αφιερωμένες στη ρύθμιση εκκλησιαστικής φύσεως ζητημάτων, ενώ οι υπόλοιπες αναφέρονται σε διά-φορα, ανεξάρτητα μεταξύ τους, θέματα κυρίως του ιδιωτικού δικαίου (δίκαιο των προσώπων, οικογενειακό, εμπράγματο και κληρονομικό). Λιγότερες είναι οι Νεαρές του Λέοντα με περιεχόμενο σχετικό με το δημόσιο ή το ποινικό δίκαιο.

Το πνεύμα νομοθετικής πολιτικής που διαπνέει τις εν λόγω Νεαρές χαρα- κτηρίζεται από τα ιδεώδη της ισότητας, της δικαιοσύνης, της φιλανθρωπίας και της επιείκειας.

Οι Νεαρές του Λέοντα διατήρησαν το κύρος τους και κατά τους επόμε-νους αιώνες, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ίσχυσαν επί Αλεξίου Α΄ και του Μανουήλ των Κομνηνών αλλά και επηρέασαν εμφανώς το βυζαντινό -πολιτειακό και εκκλησιαστικό- δίκαιο, μέχρι την οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας (1453).

Περαιτέρω, με Νεαρές μεταγενέστερων αυτοκρατόρων της μακεδονικής δυναστείας σκοπήθηκε, μεταξύ άλλων:[494]

? ο περιορισμός της έγγειας ιδιοκτησίας των 'Δυνατών' και η προστασία των μικρών κτημάτων που είχαν παραχωρηθεί σε στρατιωτικούς,[495]

? η ρύθμιση ζητημάτων περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής,

? η απαγόρευση της ιδρύσεως νέων μονών,

? η έγκριση του πρώτου τυπικού του Αγίου Όρους (γνωστού ως 'Τράγος', από το δερμάτινο υλικό πάνω στο οποίο έχει γραφεί), που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του Ιωάννη Τσιμισκή,[496] 

? η μη προβολή ισχυρισμού περί παραγραφής κατά του Δημοσίου,  

? η ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων, σχετιζόμενων με την απονομή της δικαιοσύνης,[497] 

? η ρύθμιση γαμικών θεμάτων και συναφών κωλυμάτων,[498] 

? ο κανονικός θεσμός του αναπαλλοτρίωτου της εκκλησιαστικής περιου-σίας,[499] και

? η λειτουργία του συνοδικού συστήματος διοικήσεως της Εκκλησίας.[500] 

Όπως ωστόσο παρατηρείται,[501] από άποψη περιεχομένου οι Νεαρές αυτές δεν επέφεραν παντού καινοτομίες. Τις πιο πολλές φορές ο αυτοκράτορας νομοθετεί σε συσχετισμό με υπάρχοντες νόμους. Παραθέτει παλαιότερες ρυθμίσεις, συζητεί τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους, και εκφρά-ζεται, ως διαιτητής, για τη μια από τις παλαιές λύσεις, ή απορρίπτει όλες τις προηγούμενες διατάξεις, για να θεσμοθετήσει τις δικές του. Κάποτε προσπα-θεί να συμβιβάσει αλληλοαναιρούμενο εκκλησιαστικό και κοσμικό δίκαιο ή κρίνει υπάρχουσες συνήθειες.

Αυτή η μέθοδος προκαλεί εκ πρώτης όψεως την εντύπωση μίας έντονης αναφοράς των Νεαρών στην πράξη. Στην πραγματικότητα, όμως, τα προβλή-ματα που έλυνε ο Λέων σε σπανιότατες μόνον περιπτώσεις τα γνώριζε από προσωπική δικαστηριακή αντίληψη.[502]

Αξιοσημείωτη είναι η προσπάθεια που κατεβλήθη με τις Νεαρές να περιορισθεί η εξάπλωση της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας και να περισταλεί η ανεξέλεγκτη ισχύς των μεγαλογαιοκτημόνων ‘Δυνατών’, που οδηγούσε σε εκφεουδαλισμό των διοικητικών, κοινωνικών και οικονομικών δομών της βυζαντινής αυτοκρατορίας (για το ζήτημα αυτό, βλ. το Ιστορικό Περίγραμμα της περιόδου μας).[503]

3.4. ‘Βασιλικά’.[504] Τα Βασιλικά (‘βασιλικά ξ΄ βιβλία’) αποτέλεσαν το χρο-νικά τελευταίο και πάντως ένα από τα μεγαλύτερα κωδικοποιητικά έργα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με ιδιαίτερη ακτινοβολία στη νομική επιστήμη του ανατολικού αλλά και του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου. Η σύνταξή τους ολοκληρώθηκε τον 11ο αιώνα, περιλαμβάνοντας έξι τόμους, με αποκλειστικώς ιουστινιάνειο δίκαιο. Οι έξι τόμοι υποδιαιρέθηκαν σε 60 ‘Βιβλία’, αυτά σε ‘Τίτλους’ και οι Τίτλοι σε ‘Κεφάλαια’.

Τα πρώτα δέκα βιβλία των Βασιλικών αφορούν γενικά θέματα, όπως θρησκευτικά και ειδικά εκκλησιαστικά ζητήματα, ερμηνεία νομικών και άλλων όρων, τη διάρθρωση της διοικητικής ιεραρχίας με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες κ.λπ. Ακολούθως, η ύλη των Βασιλικών αφιερώνεται κυρίως στο αστικό (βιβλία 10-53) και δημόσιο (βιβλία 54-57) δίκαιο, στις ταφές (βιβλίο 59), σε διάφορες εμπράγματες σχέσεις της ατομικής ιδιοκτησίας (βιβλίο 58), καθώς και στο ποινικό δίκαιο (βιβλίο 60).

Όπως καθίσταται προφανές από τον κωδικοποιητικό τους χαρακτήρα, τα Βασιλικά ταξινόμησαν και συστηματοποίησαν, αλλά δεν κατήργησαν αμέσως την προϋπάρχουσα ιουστινιάνεια νομοθεσία, παραφράζοντας σε ορι-σμένες περιπτώσεις το περιεχόμενό της. Διευκρινίζεται ότι μόνο στην εποχή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) ορίσθηκε ρητά ότι τα Βασιλικά αποτελούσαν το μοναδικό ισχύον δίκαιο, στη θέση της ιουστι-νιάνειας νομοθεσίας.

Υπενθυμίζεται ότι τα Βασιλικά, μέσω της ‘Εξαβίβλου’ του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου, αποτέλεσαν το ισχύον αστικό δίκαιο στη χώρα μας, μέχρι βεβαίως την έναρξη της εφαρμογής του Αστικού Κώδικα (ήτοι, από 23-2-1834 έως 23-2-1946).

3.5. ‘Επαρχικόν Βιβλίον’. Ήταν μεγάλη νομοθετική συλλογή, με περιεχό-μενο σχετικό με το δημόσιο-διοικητικό δίκαιο, που δημοσιεύθηκε το τελευ-ταίο έτος της βασιλείας του Λέοντα Σοφού (911/912).  Συντάκτης του κειμένου ήταν ο ‘Έπαρχος της Πόλεως’ με το όνομα Φιλόθεος.[505]

Το βιβλίο απευθύνεται στον εκάστοτε φορέα του αξιώματος, που είχε σαν κύρια αρμοδιότητα την άσκηση εποπτείας ως προς τη λειτουργία των συντεχνιών και των διαφόρων επαγγελμάτων. Το Επαρχικό Βιβλίο αποτε-λούσε στην ουσία έναν κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, με την πρόβλεψη και επιβολής ποινών σε περίπτωση παραβίασης των ορισμών του.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Έπαρχος της Πόλεως φρόντιζε για την απάλειψη του αθέμιτου ανταγωνισμού, μέσα από την οριοθέτηση των πολυάριθμων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και την εύρυθμη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών κλάδων. Παράλληλα, μεριμνούσε για την προ-στασία των καταναλωτών από περιπτώσεις εκμετάλλευσής τους. Ο νόμος αναφέρει ρητά ως σκοπό του τη διαμόρφωση μιας δίκαιης οικονομικής τάξης. Το Επαρχικό Βιβλίο κινείται στην κατεύθυνση της οργάνωσης των συντεχνιών της ύστερης αρχαιότητας, όταν η έντονη εξάρτησή τους από το κράτος φαίνεται τώρα πιο μετριασμένη, λόγω της εκτεταμένης αυτο-διοίκησης.

Το Επαρχικόν Βιβλίον ήταν διαρθρωμένο σε 22 ενότητες (τίτλους), βάσει των διάφορων επαγγελματικών κλάδων, όπως: 1. ‘Περί ταβουλλαρίων’, δηλ. συμβολαιογράφων,[506] 2. ‘Περί αργυροπρατών’ (ασχολούνταν με οικονομικές εργασίες), 3. ‘Περί τραπεζιτών’,[507] 4. ‘Περί των βεστιοπρατών’, (εμπόριο πρώτων υλών), 5. ‘Περί των πρανδιοπρατών’, (εμπόριο πρώτων υλών), 6. ‘Περί των μεταξοπρατών’,[508] 7. ‘Περί των καταρταρίων’, κ.λ.π.

Ρυθμίζονται έτσι η οργάνωση της αγοράς πρώτων υλών, οι συνθήκες εργασίας, η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών τρίτων και η πώληση των εμπορευμάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνες οι διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου οι οποίες αφορούν στην επιβολή προστίμων ή άλλων ποινών για παραβίαση των διατάξεών του. Για το λόγο αυτό, όπως παρατη-ρείται,[509] το Επαρχικό Βιβλίο ήταν ένα κείμενο με έντονη ποινική φυσιογνω-μία, αφού δεν υπάρχει σχεδόν παράγραφός του που να μην προβλέπει ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεώς της.

Ειδικότερα, οι πράξεις που επισύρουν ποινές μπορεί να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: είτε είναι αδικήματα προβλεπόμενα από τη γενική νομο-θεσία, είτε πρόκειται για πράξεις που ανάγονται σε εγκλήματα με το Επαρχικό Βιβλίο, επειδή αφορούν τις έννομες σχέσεις που ρυθμίζονται από αυτό. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η ‘εισπήδηση’ στο ζωτικό χώρο άλλου επαγγελματικού κλάδου.[510]

Το Eπαρχικό Bιβλίο προβλέπει στις πιο πολλές περιπτώσεις την επιβολή μίας ή και περισσότερων σωρευτικώς απειλούμενων ποινών. Πολύ συχνά, ο προσδιορισμός της επιβλητέας ποινής συντελείται με παραπομπή στην ποινή που προβλέπει προηγούμενη διάταξη («τη προειρημένη υποκείσθω ποινή»). Σε κάποιες περιπτώσεις προβλέπεται η επιβολή εντελώς αόριστων κυρώ-σεων, αφού δεν ορίζεται συγκεκριμένα ποια είναι η επιβλητέα ποινή.

Όσον αφορά τις επιμέρους ποινές, η ποινή του θανάτου προβλέπεται για την περίπτωση τελέσεως φόνου, ενώ δεν λείπει και η απειλή ακρωτηριασμού του χεριού σε νόθευση αργύρου ή νομίσματος καθώς και παραβάσεις σχετι-κές με την επεξεργασία του μεταξιού. Άλλες ποινές ήταν ο ραβδισμός, η δια-πόμπευση και το κούρεμα (κυρώσεις με ατιμωτικό χαρακτήρα), ακόμη και η εξορία, ποινές που ορίζονταν και σε προηγούμενα νομοθετικά έργα των Ισαύρων και των Μακεδόνων.[511]

Αλλά οι συνηθέστερες ποινές που προβλέπει το Επαρχικό Bιβλίο είναι οι χρηματικές, αν και η γενικότερη τάση της περιόδου ήταν ο περιορισμός των περιουσιακών κυρώσεων.

Από τη σύγκριση των ποινών που εμπεριέχει το Επαρχικό Βιβλίο, διαπιστώνεται ανισότητα στην καταστολή, υπό την έννοια ότι όμοιες πράξεις στο πλαίσιο διαφορετικών επαγγελματικών κλάδων, απειλούνται με διαφο-ρετικές ποινές.

3.6. ‘Τακτικά’.[512] Αν και το έργο αυτό εκδόθηκε με την τυπική μορφή νόμου, πρόκειται για ένα εγχειρίδιο πολεμικής τέχνης, στο οποίο ο Λέων προσπάθησε να κωδικοποιήσει τις οικείες αρχές.

 

4. Το νομοθετικό έργο του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (905-959).

4.1. ‘Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν’ (De administrando imperio).[513] Στο έργο του αυτό (948-952) ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέν-νητος[514] συγκέντρωσε στοιχεία πού αφορούσαν τη γεωγραφία και εθνογρα-φία των γύρω γειτονικών λαών, τη στάση τους απέναντι στην αυτοκρατορία και την έναντι αυτών πολιτική της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το περιεχό-μενό του τοποθετεί το εν λόγω έργο στην κατηγορία του δημόσιου δικαίου, αφού σχετίζεται με το κράτος και τη άσκηση της διοικήσεώς του. Το ‘Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν’ συντάχθηκε για να χρησιμεύσει ως πρακτικό εγχει-ρίδιο παρά ως θεωρητικό κείμενο.

Συμβολή στη διάπλαση του δημόσιου δικαίου της ίδιας περιόδου πρέπει να θεωρηθεί η κατάρτιση μιας άλλης συλλογής αποσπασμάτων από τα συγγράμματα παλαιότερων ιστορικών, που χωριζόταν σε 53 μέρη με θεματικά κριτήρια. Από τα τέσσερα μέρη πού σώθηκαν, σημασία για τη νομική γραμματεία έχουν οι τίτλοι ‘Εκλογαί περί πρεσβειών’ (De legation-bus) και ‘Περί επιβουλών’ (De insidiis), διότι βοήθησαν διαμόρφωση επαφών στο πλαίσιο του διεθνούς δημόσιου δικαίου.

4.2. ‘Περί της βασιλείου τάξεως’ (De cerimoniis). Αντικείμενο του έργου αυτού αποτελεί ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού κέντρου του βυζαντινού κράτους, δηλ. του αυτοκράτορα και της αυλής του.

4.3. ‘Περί θεμάτων’. Αποτελεί ένα πολύτιμο διοικητικό εγχειρίδιο για νομικούς, αν και ο αυτοκράτορας συντάσσοντάς το προσανατολίστηκε περισσότερο προς τις πηγές του παρελθόντος. Στο έργο παρέχεται η επεξήγηση των ονομασιών των διοικητικών υποδιαιρέσεων του κράτους, των ‘θεμάτων’, και η περιγραφή των μεταβολών στους χαρακτηρισμούς των επαρχιών κατά τη διαδρομή της ιστορίας.

 

5. Συλλεκτικά / συμπιληματικά έργα.

5.1. ‘Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών’ (Synopsis Basilicorum maior).[515] Συντάχθηκε για χρηστικούς λόγους από άγνωστο συμπιλητή, περί τα μέσα του 10ου αιώνα. Η Μεγάλη Σύνοψη στηρίζεται και κωδικοποιεί το κείμενο των Βασιλικών, θεμελιώδεις αναφορές των οποίων ταξινομεί με αλφαβητική σειρά σε 24 βασικές υποδιαιρέσεις (όπως μαρτυρείται και από την επικεφα-λίδα: ‘Εκλογή και σύνοψις των βασιλικών εξήκοντα βιβλίων συν παραπομπαίς κατά στοιχείον, του περί πίστεως μόνου τίτλου προτεθέντος πάντων των στοιχείων δια το τίμιον’).

5.2. Η ‘Επιτομή των Νόμων’ (‘Εκλογή νόμων των εν επιτόμω εκτεθει-μένων’).[516] Πρόκειται για συμπιληματικό έργο διαρθρωμένο σε 50 ‘τίτλους’, με πηγές του την ιουστινιάνεια κωδικοποίηση, τις Νεαρές και τον Πρόχειρο Νόμο. Ως αρχικός συντάκτης του πιθανολογείται ο νομικός Συμβάτιος, επί των χρόνων του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ (μάλλον το 913/914).

Η Επιτομή αποτέλεσε βάση επεξεργασίας πολλών μεταγενέστερων νομι-κών συλλογών. Εικάζεται μάλιστα ότι κατά την εποχή της σύνταξής της, όταν δεν είχε συνειδητοποιηθεί απόλυτα η θέση των βασιλικών ως μόνου επίσημου νόμου του κράτους, η επιτομή βρήκε μεγάλη απήχηση, εξαιτίας της συντομευμένης μορφής της.

5.3. ‘Κώδικας Μονής Ζάβορδας’.[517] Το επίσης συμπιληματικό αυτό έργο περιέχεται στον Kώδικα 121 της Μονής του Αγίου Νικάνορα της Ζάβορδας Γρεβενών, που ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα. Συντάχθηκε πιθανότατα μεταξύ 886 και 912 και αφορά σε ρυθμίσεις δημοσιονομικού και γειτονικού δικαίου, ειλημμένες καρτά βάση από τους ιουστινιάνειους Πανδέκτη και Κώδικαπερί δημοσίων τελών», «περί τελωνών και κομμερκιαρίων», «περί καινοτομίας τόπων», «περί καινοτομίας οροθεσιών», «περί καινοτομίας υδάτων»).

5.4. ‘Leges fiscales’.[518] Πρόκειται για συλλογή που συγκέντρωνε σε πέντε τίτλους κανόνες για το δημοσιονομικό και γειτονικό δίκαιο. Η σημασία του έργου έγκειται κυρίως στο ότι με την ύπαρξή του τεκμηριώνει την επιβίωση του φιλολογικού είδους των μονοθεματικών συμπιλημάτων, με συγκεκρι-μένο προσανατολισμό.

5.5. ‘Tιπούκειτος’.[519] Χρηστικό έργο αναφοράς -όπως άλλωστε μαρτυ-ρείται και από την ονομασία του: ‘Τι πού κείται’- με σκοπό την παροχή στους ασχολούμενους με την εφαρμογή των νόμων ενός αναλυτικού ευρετη-ρίου του δύσχρηστου κειμένου των Βασιλικών. Συντάκτης του Τιπούκειτου ήταν ο μεγάλος κριτής Μιχαήλ Πατζής (τέλος 11ου αιώνα). Το έργο έχασε αργότερα τη σημασία του, όταν η Μεγάλη Σύνοψη αντικατέστησε τα πλήρη χειρόγραφα.[520]

5.6. ‘Σύνοψις των Νόμων’. Έργο σε έμμετρη στιχουργική μορφή,[521] που συνέταξε τον 11ο αιώνα (1060-1067;) ο γνωστός βυζαντινός διανοούμενος Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078). Προοριζόταν για το νεαρό αυτοκράτορα Μιχαήλ Δούκα, μετά από εντολή του πατέρα του, όπως προκύπτει από την επικεφαλίδα του τίτλου: «Του σοφωτάτου Μιχαήλ του Ψελλού και υπερτίμου Σύνοψις των νόμων δια στίχων ιάμβων και πολιτικών προς τον βασιλέα κύριν Μιχαήλ τον Δούκαν».

5.7. ‘Πόνημα Νομικόν’ του Ατταλειάτη. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης διετέ-λεσε ‘δικαστής του βήλου και επί του Ιπποδρόμου’ καθώς και πρόεδρος των ανώτατων δικαστηρίων. Το ‘Πόνημα Νομικόν’ αποτέλεσε ένα εύχρηστο και πρακτικό νομικό βοήθημα σε 35 τίτλους, το περιεχόμενο του οποίου βασί-στηκε στα Βασιλικά. Συντάχθηκε το 1073/1074, μετά από εντολή του αυτο-κράτορα Μιχαήλ Ζ΄ του Δούκα (1071-1078).

5.8. Εγχειρίδιο του Κωνσταντίνου Γαριδά. Κορυφαίος νομομαθής της εποχής (μέσα 11ου αιώνα), ο Κ. Γαριδάς ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον κλάδο του ποινικού δικαίου, δίνοντας ως απτό δείγμα των εργασιών του το κείμενο με τον τίτλο «Περί διαιρέσεως φόνων και των προσφευγόντων τη του Θεού Μεγάλη Εκκλησία». Ο Γαριδάς θεμελιώνει την πραγματεία του στη διάκριση μεταξύ του ‘δίκαιου’ και ‘άδικου’ φόνου, που εισάγουν οι κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου.[522] Παράλληλα, ιδιαίτερης αξίας θεωρείται η συμβολή του ίδιου έργου στη μελέτη του δικαίου του ασύλου.[523]

5.9. Η ‘Πείρα’ (Πείρα, ήγουν διδασκαλία εκ των πράξεων του μεγάλου κυρού Ευσταθίου του Ρωμαίου).[524] Πρόκειται για νομολογιακή συλλογή που καταρτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1040-1050, με περιεχόμενο αποσπάσματα δικαστικών αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων.[525]

Όπως υποστηρίζει ο Τρωιάνος,[526] συντάκτης της υπήρξε ένας μη γνωστός δικαστής του δικαστηρίου «του βήλου και επί του ιπποδρόμου»,[527] ο οποίος συγκέντρωσε στην Πείρα, και μετά το θάνατο του Ευσταθίου του Ρωμαίου -επιφανούς νομικού του 11ου αιώνα, προέδρου, μεταξύ άλλων αξιωμάτων, του αυτοκρατορικού δικαστηρίου- σειρά γνωμοδοτήσεων (‘υπομνήματα’) και αιτιολογήσεις δικαστικών αποφάσεων (‘σημειώματα’).

Σκοπός του έργου ήταν η υποβοήθηση των νεότερων δικαστών με ένα χρηστικό νομολογιακό corpus, που θα τεκμηρίωνε την προσαρμογή του τότε ισχύοντος δικαίου στις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες.[528] Ωστόσο, η αποσπασματικότητα του περιεχομένου του έργου, δυσχεραίνει σε πολλές περιπτώσεις την ακριβή ανάπλαση των εμπεριεχόμενων αποφάσεων. Παρ’ όλα αυτά, η Πείρα βοηθά σημαντικά να αποκτήσουμε μία εικόνα του μηχανισμού απονομής της δικαιοσύνης κατά τη συγκεκριμένη βυζαντινή περίοδο.[529]

5.10. Ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης.

Ι. Προβλήματα και προσπάθειες θεραπείας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στο βυζάντιο παρουσίαζε πολλαπλά προβλήματα και χρόνιες δυσλειτουργίες. Για παράδειγμα, το υψηλό κόστος προσφυγής στα πολιτικά δικαστήρια καθιστούσε συχνά απαγορευτική την απονομή του δικαίου κυρίως για τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Υψηλή ακόμη ήταν η διαφθορά των διαφόρων παραγόντων (δικαστών, υπαλλήλων κ.ά.) που εμπλέκονταν στην απονομή της δικαιοσύνης κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ μόνιμο πρόβλημα αποτελούσε η κακή εκπαίδευση των δικα-στών.

Οι αυτοκράτορες επιχείρησαν κατά καιρούς να θεραπεύσουν την κακο-δαιμονία που διαπίστωναν πως κυριαρχεί στον τομέα αυτό, προβαίνοντας σε μεταρρυθμίσεις του δικαστηριακού συστήματος οι οποίες χρονολογούνταν κυρίως κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο.

Εγχειρήματα τέτοια εξυγίανσης αναλήφθηκαν από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄, ο οποίος αφενός μεν με τη Νεαρά 45 όρισε ότι η δικαστική απόφαση έπρεπε να συντάσσεται ιδιοχείρως από τον δικαστή, προς μείζονα διασφάλιση του περιεχομένου τους, ενώ αργότερα τη Νεαρά 97 επέβαλε τον όρκο του δικαστή πριν την έναρξη της δίκης.[530] Προβλέφθηκαν ακόμη ο καθορισμός ανώτατου ύψους δικαστικών τελών και η λήψη μέτρων για τον περιορισμό της δωροδοκίας.[531]

ΙΙ. Δικανική μεθοδολογία. Με την ευκαιρία της πιο πάνω αναφοράς μας στο νομολογιακό corpus ‘Πείρα’ του Ευσταθίου Ρωμαίου, σκόπιμο θα ήταν να επεκταθούμε εδώ στον τρόπο δικανικής ‘μεθοδολογίας’ και εργασίας, με τον οποίο τεκμηρίωναν τις αποφάσεις τους τα βυζαντινά δικαστήρια.

Όπως προκύπτει από την σχετική έρευνα, οι νόμοι δεν έπαιζαν απαραι-τήτως τον πρωτεύοντα ρόλο στη θεμελίωση των δικαστικών αποφάσεων, διαπίστωση που οπωσδήποτε ξενίζει τους σύγχρονους νομικούς, με την κληρονομημένη από γενεές θετικιστική νομική παιδεία. Ο βυζαντινός δικα-στής δεν ένοιωθε την ανάγκη να αιτιολογήσει ορθολογικά τις αποφάσεις του με πλήρη και συνεπή αναφορά του περιεχομένου της στο κείμενο του ίδιου του νόμου, με τον αυτονόητο τρόπο που γίνεται αυτό σήμερα. Με άλλη διατύπωση, δεν αντιλαμβανόταν την αποστολή του ως υποχρέωση συστη-ματικής υπαγωγής των ουσιωδών σημείων που προέκυπταν από το πραγμα-τικό μέρος της επίδικης υπόθεσης, στους ισχύοντες κανόνες δικαίου, ώστε περαιτέρω να καταλήξει στο διατακτικό της απόφασης.[532]

Μία τέτοια δικανική μεθοδολογία όχι μόνον αποθαρρυνόταν από τη γνωστή βυζαντινή πολυνομία και την αλληλοεπικάλυψη αντιφατικών ρυθμίσεων, που δεν είχαν ρητά καταργηθεί,[533] αλλά και υπονομευόταν από την κακή νομική παιδεία και κατάρτιση των δικαστών, την εκτεταμένη στις τάξεις των δικαστών διαφθορά και το συχνό φαινόμενο της δωροληψίας, την έλλειψη πολιτικής σταθερότητας κ.λπ. Οι λόγοι αυτοί ώθησαν πολλούς ερευνητές να κάνουν λόγο για ελάχιστη αποτελεσματικότητα της βυζαντινής έννομης τάξης.[534]

Τα ανωτέρω ωστόσο δεδομένα δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν τη στάση των βυζαντινών δικαστών, αν δεν διευκρινισθεί ακόμη ότι αυτοί αντιλαμ-βάνονταν τη δουλειά τους κυρίως ως πολιτική πράξη, για την οποία αντλού-σαν την εξουσία τους τόσο από τον κρατικό τους διορισμό, όσο και από την ηθική υπόσταση της προσωπικότητάς τους. Έτσι, η ειδική νομική παιδεία παραχωρούσε τη θέση της σε πιο προσωπικού χαρακτήρα ικανότητες και έμφυτα χαρίσματα, όπως ήταν η ηθική, η εξυπνάδα και η πείρα της ζωής, λόγος και για τον οποίο το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων βρίθει από νουθεσίες και θρησκευτικές αρχές.

Έτσι, λοιπόν, για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων τα νομικά κείμενα δεν ήταν για τους βυζαντινούς δικαστές παρά συλλογές μέσα από τις οποίες μπορούσαν οι ίδιοι ή οι διάδικοι να αντλήσουν τα επιχειρήματά τους, κάτι που όμως, λόγω της ελλείψεως συστηματικής ενότητας της έννομης τάξης, μπορούσε να λειτουργήσει ανεξέλεγκτα προς όποια ερμηνευτική κατεύ-θυνση. Με την πρακτική όμως αυτή, η απονομή του δικαίου είχε όχι συστη-ματικό αλλά περιπτωσιολογικό χαρακτήρα.

5.11. ‘Ecloga ad prochiron mutata’. Σημαντικό παράγωγο της Εκλογής των Ισαύρων, το αγνώστου πατρότητας αυτό συμπιληματικό έργο, συντά-χθηκε περί τον 12ο αι. Πλην της Εκλογής, ως πηγές της η Ecloga ad prochiron mutata χρησιμοποιεί ορισμένα κεφάλαια της Εισαγωγής και του Πρόχειρου Νόμου καθώς και τον Γεωργικό Νόμο. Το έργο διαρθρώνεται σε 36 τίτλους και ολοκληρώνεται με τον Νόμο Ροδίων Ναυτικό και το Νόμο των Αγίων Αποστόλων.

 

6. Νεαρές μεταγενέστερων αυτοκρατόρων.

Νεαρές εξέδωσαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες, μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα.[535] Χαρακτηριστικό της εποχής, η γενικευμένη έκδοση Νεαρών με τη νομοτυπική μορφή των χρυσοβούλλων. Το περιεχόμενό τους ποικίλ-λει, αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι σημαντικότερες από αυτές απέβλεπαν

? στον περιορισμό των κτήσεων των δυνατών

? την προστασία  των μικρών στρατιωτικών κτημάτων,[536]

? τη ρύθμιση ζητημάτων σχετικά με τις δικαστικές δαπάνες και άλλα δικονομικά ζητήματα,[537]

? τον κανονισμό ειδικότερων ζητημάτων του θεσμού του ασύλου,

? την επιβολή ποινικών ρητρών για σειρά ζητημάτων,

? το αναπαλλοτρίωτο των εκκλησιαστικών πραγμάτων,[538]

? τη ρύθμιση ζητημάτων του δικαίου του γάμου και της εκκλησίας (Νεαρές Νικηφόρου Γ΄, Ισαακίου Β΄).

 

7. Το νομοθετικό έργο των Κομνηνών.

Η σπουδαία νομική παραγωγή των Μακεδόνων δεν συνεχίστηκε και από τους Κομνηνούς. Δύο προβάλλονται[539] ως κυριότεροι λόγοι για την παρακμή αυτή: πρώτον, η αντίδραση της Εκκλησίας, που αντιμετώπιζε με καχυποψία την επικράτηση του κλασικισμού της Μακεδονικής δυναστείας, λόγω του ειδωλολατρικού του χαρακτήρα, και δεύτερον η παραμέληση των νομικών σπουδών.[540]

 

Β΄. Εκκλησιαστικές πηγές δικαίου.

1. Πρωτοδευτέρα (Prima-Secunda) Σύνοδος.

Μία ευρύτερου εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος (αλλ' όχι και με οικου-μενικό χαρακτήρα) Σύνοδος, συγκλήθηκε τον Απρίλιο του 861, στο Ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, με τη συμμετοχή 318 μελών. Η εν λόγω Σύνοδος έμεινε γνωστή ως ‘Πρώτη και Δευτέρα’ ή ‘Πρωτοδευτέρα’, χωρίς και να έχει μέχρι σήμερα καταστεί σαφές πού οφείλεται η ονομασία αυτή (ως μία πιθανή αιτία, αναφέρεται ο αριθμός των συνελεύσεων).[541] Η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος εξέδωσε 17 κανόνες, οι οποίοι αφορούσαν:

(α) την οργάνωση του μοναχικού βίου και την αποτροπή σχετικών καταχρήσεων  (κανόνες 1-7). Επιδιώχθηκε, πιο συγκεκριμένα

? η υπαγωγή της ιδρύσεως των μονών στον πλήρη έλεγχο του επιχωρίου επισκόπου,

? η τέλεση της μοναχικής κουράς, παρουσία του καθηγουμένου,

? η προηγούμενη της μοναχικής κουράς διάνυση ενός σταδίου δοκιμα-σίας,

? η τιμώρηση όσων ηγουμένων παραμελούσαν τα καθήκοντά τους ή δέχονταν να κρατούν μοναχούς άλλης μονής,

? η πλήρης επιβολή του θεσμού της μοναχικής ακτημοσύνης.

(β) την απαγόρευση οικειοποιήσεως καθιερωμένων λατρευτικών σκευών καθώς και τελέσεως λατρευτικών πράξεων σε ιδιόκτητο ευκτήριο οίκο, χωρίς άδεια του επιχώριου επισκόπου (κανόνες 10 και 12), καθώς και

(γ) την τήρηση της κανονικής τάξεως (κανόνες 8, 9, 11 και 13-17). Απαγορεύθηκε ειδικότερα στους κληρικούς να χειροδικούν, να αναλαμ-βάνουν κοσμικά αξιώματα[542] και να διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία προς τον προϊστάμενό τους επίσκοπο, μητροπολίτη ή πατριάρχη για οποιο-δήποτε λόγο, αν δεν έχει προηγηθεί καταδικαστική συνοδική απόφαση. Ακό-μη, απαγορεύτηκε η χειροτονία επισκόπου επί όσο χρονικό διάστημα ζούσε ο προκάτοχός του, εκτός αν ο τελευταίος παραιτήθηκε ή κανονικώς απομα-κρύνθηκε από τη θέση του (κανόνες 8, 9, 11 και 13-17).

 

2. Σύνοδος της Αγίας Σοφίας.

Συγκλήθηκε στον ομώνυμο ναό της Κωνσταντινούπολης, αρχίζοντας τις εργασίες της στις 5 Οκτωβρίου 869 και τερματίζοντάς τις στις 28 Φεβρου-αρίου 870, μετά από 10 συνεδρίες.[543]

 

3. Πατριαρχικές αποφάσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος.

Άξια μνείας, λόγω του θεσμικού της περιεχομένου, υπήρξε η πράξη την οποία εξέδωσε τον Ιούλιο του 1026 ο πατριάρχης Αλέξιος Α΄ ο Στουδίτης (1025-1043) και την οποία συνυπέγραψε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Η΄ (960-1028). Προβλέπεται με την εν λόγω πολιτειακή, τελικώς, απόφαση η επιβολή της ποινής του αναθέματος κατά των στασιαστών και όσων γενικώς επιβουλεύονται την αυτοκρατορική εξουσία.[544]

Ακολούθησε με μεταγενέστερη πράξη (Νοέμβριος 1027) η υπό προϋπο-θέσεις απαγόρευση μεταβίβασης μονών και η οριοθέτηση των περιπτώσεων εκμισθώσεώς τους, με την απαίτηση εκδόσεως σχετικής άδειας του πατριαρ-χείου.

Τέλος, πατριαρχική απόφαση η οποία απολύθηκε τον Ιανουάριο του 1028, επέβαλε συγκεκριμένους όρους για τη χρηστή διοίκηση και διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας, καθώς και την αυστηρή τήρηση των ιερών κανόνων, με σκοπό την αποκατάσταση και διατήρηση της πειθαρχίας στο χώρο της Εκκλησίας.[545]

 

4. Νομοκάνων σε 14 τίτλους.

Η έκδοση του εν λόγω Νομοκάνονα υπολογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε περί το 1089/1090, με τη συμβολή δύο προσώπων: του Μιχαήλ, που μνημο-νεύεται ως ‘σεβαστός και λογοθέτης των σεκρέτων’, και του ‘υπογραφέα’ και ‘βέστη’ Θεόδωρου, κατώτερης βαθμίδας κρατικού υπαλλήλου.

Ο Νομοκάνονας αυτός έτυχε ερμηνευτικής επεξεργασίας από τον περί-φημο νομοκανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμώνα, ύστερα από διπλή, αυτοκρα-τορική και πατριαρχική, εντολή για τη διαπίστωση της ισχύος των αναφερό-μενων εκεί πολιτειακών νόμων.

Από την ιδιαίτερα πλούσια χειρόγραφη παράδοση του Νομοκάνονα σε 14 τίτλους, μπορούμε να συμπεράνουμε και την ευρύτατη χρηστική εξάπλωσή του στη βυζαντινή ενδοχώρα, πιθανότατα, άρα, και στην Κρήτη.[546]

 

5. Τα νομοκανονικά του Νίκωνα Μαυρορείτη (περίπου 1025-1100).[547]

Κύριο χαρακτηριστικό των συλλεκτικών νομοκανονικών έργων του Νίκωνα του ‘Μαύρου Όρους’, είναι ότι συνδυάζουν πηγές αμιγώς εκκλησια-στικής προέλευσης, με διατάξεις του πολιτειακού κοσμικού δικαίου.

Ως σημαντικότερο έργο του Νίκωνα θεωρείται το ‘Ερμηνείαι των θείων εντολών του Κυρίου’ ή ‘Μέγα Βιβλίον’, συνηθέστερα όμως γνωστό ως ‘Πανδέκται’. Η σύνταξη του έργου αυτού ολοκληρώθηκε -μετά από μακρό χρονικό διάστημα εργασίας- στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα (1059-1067), πιθανότατα περί το 1060.[548]

Οι Πανδέκτες αποτελούν ένα ευρύ ανθολόγιο, διαρθρω­μένο σε 63 λόγους, με χωρία από την Αγία Γραφή και κείμενα από τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, στα οποία ερμηνεύονται τα γραφικά χωρία. Ακολουθεί υλικό επιλεγμένο από συγγράμματα των εκκλησιαστικών πατέρων αλλά και από την κοσμική γραμματεία, ενώ η συλλογή ολοκληρώνεται με ιερούς κανόνες και διατάξεις της πολιτειακής νομοθεσίας, κυρίως της ιουστινιάνειας νομο-θεσία, που συνδέονται από κοινό αντικείμενο ρύθμισης. Όπως είναι αμέσως προφανές, από το έργο αυτό του Νίκωνα Μαυρορείτη προκύπτει αβίαστα η ενότητα της βυζαντινής νομοθεσίας, πολιτειακής και εκκλησιαστικής, κάτι που απηχεί το σύστημα ομοταξίας (ή συναλληλίας) των δύο κορυφαίων θεσμών, όπως αυτό ίσχυε στο Βυζάντιο.[549]

Οι ‘Πανδέκται’ έχουν πολύ πλούσια χειρόγραφη παράδοση, καθώς μέχρι σήμερα είναι γνωστοί εξήντα περίπου κώδικες, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλοι, υπό διαφορετικό τίτλο, αφού υπάρχουν περιπτώσεις που ένα έργο σώζεται ανωνύμως ή ψευδεπιγράφως και πρέπει, στην περί-πτωση αυτή, να ταυτιστεί. Συνεπώς, το έργο αυτό πρέπει να ήταν γνωστό και στους εκκλησιαστικούς ποιμένες της Κρήτης, τυγχάνοντας της ανάλογης εφαρμογής του στα θρησκευτικά και νομοκανονικά πράγματα του νησιού. Άλλωστε, οι Πανδέκτες είχαν από πολύ ενωρίς μεταφραστεί στα αραβικά, αιθιοπικά και σλαβικά.

Για λόγους χρηστικότερους, ο Νίκων συνέταξε μία συντομευμένη επί-τομη μορφή της εκτενούς εκδόσεως των Πανδεκτών, υπό τον τίτλο ‘Κανόνες και όροι και μερικά διηγήματα προσήκοντα μοναχοίς’. Έτσι, παρεχόταν η δυνατότητα ευρύτερης διάδοσης του έργου και προμήθειάς του και από όσους δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν το πρωτότυπο κείμενο, λόγω του μεγάλου όγκου του.

Οι Πανδέκτες δεν ήταν το μοναδικό έργο του Νίκωνα, ο οποίος συγκέν-τρωσε, υπό τον γενικό τίτλο ‘Τακτικόν’, ένα σύνολο μικρότερων έργων, όπως ήταν η ‘Διαθήκη’, το ‘Τυπικόν’ της μονής Θεοτόκου του Ροϊδίου, το ‘Κανονάριον’, το ‘Νομοκάνονον’, παρατηρήσεις σε έργα του πατριάρχη Ιωάννη Δ΄ του Νηστευτή. Το Τακτικόν, που παραμένει μέχρι σήμερα ανέκδοτο, περιορίζεται από πλευράς περιεχομένου σε αμιγώς κανονικές διατάξεις, ενώ ελλείπουν πολιτειακές ρυθμίσεις.[550]

 

6. Συλλεκτικά νομοκανονικά έργα.

Νομοκανονικές ‘αποκρίσεις’ και πραγματείες.

6.1. ‘Σύνοψις’. Το συλλογικό αυτό έργο συντάχθηκε από τον μάγιστρο και λογοθέτη (του δρόμου) Συμεών,[551] λόγιο και νομικό του 10ου αιώνα, και περιέχει επιτομές των κανόνων των Αποστόλων, του Μεγάλου Βασιλείου και των συνόδων Νικαίας, Κωνσταντινουπόλεως (έτ. 381), Εφέσου, Χαλκη-δόνας, Αγκύρας, Νεοκαισαρείας, Σαρδικής, Γάγγρας, Αντιοχείας, Λαο-δικείας, Καρχηδόνος και Πενθέ­κτης.

H Σύνοψη χρησιμοποιήθηκε αρκετά αργότερα, κατά τον 12ο αιώνα, από τον επιφανή νομοκανονολόγο Αλέξιο Αριστηνό, που για τον σχολιασμό των κανόνων στηρίχθηκε όχι στο αυθεντικό τους κείμενο, αλλά στη συντομευ-μένη διατύπωσή τους στη Σύνοψη.[552]

6.2. Επιτομή Νομοκάνονα σε 14 τίτλους. Το έργο αυτό αποδίδεται στον Γρηγόριο Δοξοπατρή ή Δοξαπα­τρή (πρώτο μισό του 12ου αιώνα).  Αμφι-σβητήσεις όμως προέκυψαν ως προς το πρόσωπο του υποτιθέμενου συντά-κτη, καθώς διαφορετική γνώμη υποστηρίζει ότι το έργο μπορεί να συντά-χθηκε από άλλον με τον επώνυμο Δοξαπατρής (τον Νικόλαο ή Νείλο).

Πέραν όμως αυτού, το σημαντικότερο είναι ότι το υπό κρίση έργο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει! Και τούτο καθώς, από το μοναδικό ίσως σωζόμενο χειρόγραφο (Codex Vaticanus graecus 2019), συνάγεται ότι η εν λόγω επιτομή ταυτίζεται απολύτως με την πιο πάνω σχολιασμένη από τον Αριστηνό Σύνοψη, με τη διαφορά ότι στο έργο αυτό αντικαταστάθηκε στην επικεφαλίδα το όνομα του Αριστηνού με εκείνο του Δοξα­πατρή, χωρίς καμία άλλη αλλαγή.

6.3. Κανονικές αποκρίσεις διαφόρων συγγραφέων. Κατά τη μέση βυζαν-τινή περίοδο εμφανί­στηκε η συνήθεια, να απευθύνονται ερωτήματα για διά-φορα θέματα του εκκλησιαστικού δικαίου είτε σε (εκκλησιαστικές) αρχές είτε σε πρόσωπα που είχαν ιδιαίτερη γνώση αυτού του κλάδου δικαίου, εξ αιτίας της επίση­μης (λόγω της ιδιότητάς τους) ή της ιδιωτικής απασχόλησής τους με την προβληματική του.

Οι απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα χαρακτηρίζονται με τον όρο ‘κανονικές αποκρίσεις’ και είναι πολύ σημαντική πηγή για τη διαπίστωση της ερμηνείας και εφαρμογής του κανονικού δικαίου, όχι σπά­νια και του κοσμικού.[553]

Την αφετηρία αυτής της τακτικής αποτέλεσαν κατά μία άποψη[554] οι γνωμοδοτήσεις των Ρωμαίων νομομαθών, στους οποίους οι ηγεμόνες είχαν απονείμει το δικαίωμα να γνωμοδοτούν (jus publice respondendi ex auctoritate principis). Οι γνωμοδοτήσεις αυτές ρητώς μνημονεύονται στις ιουστινιάνειες Εισηγήσεις ως πηγή του δικαίου (responsa prudentium).

Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Τρωιάνος (Πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, ό.π., 339), αν η διασύνδεση των αποκρίσεων και της γνωμοδοτικής δραστη-ριότητας των Ρωμαίων νομικών θεωρηθεί έμμεση, με ενδιάμεση δηλαδή βαθμίδα τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων (κανο-νικές επιστολές κ.λπ.), από τα οποία προέκυψαν οι κανόνες των Πατέρων, η άποψη αυτή δεν είναι αβάσιμη, δοθέντος ότι η πρακτική που ακολούθησε η Εκκλησία κατά τη διαμόρφωση του έννομου βίου της είχε πράγματι ως πρότυπο την πρακτική του κοσμικού δικαίου.

H διαφορά ανάμεσα στα πρώιμα κανονικά έργα των Πατέρων με γνω­μοδοτικό χαρακτήρα και στις αποκρίσεις της μέσης και ύστερης περιόδου έγκειται στο ότι με τα πρώτα επιδιωκόταν η κάλυψη των σοβαρών κενών που άφηνε η περιορισμένη σε έκταση νομοθετική παραγωγή των συνόδων του 4ου και 5ου αιώνα, ενώ με τις τελευταίες η ερμηνεία του πλούσιου υλικού, που στο μεταξύ είχε συσσωρευθεί, και η προσαρμογή του στις συνε­χώς εξελισσόμενες κοινωνικές συνθήκες.[555]

Πάντως και στις δύο κατηγορίες αυτών των γνωμοδοτήσεων ίσχυε ως προς την έκταση της ισχύος τους η ίδια αρχή. Αν τα ερωτήματα προέρχονταν από ιεραρχικώς υφιστάμενο (π.χ. ερωτήματα επισκόπων προς μητροπολίτη ή μητροπολιτών προς πατριάρχη), τότε η απάντηση του ερωτώμενου είχε απόλυτη δεσμευτική δύναμη. Αν, αντιθέτως, διατύπωνε τα ερωτήματα κλη-ρικός της ίδιας ιεραρ­χικής βαθμιίδας με τον ερωτώμενο, τότε οι απαντήσεις αποτελούσαν γνή­σιες γνωμοδοτήσεις με χαρακτήρα συμβουλών ή (αδελφι-κών) υποδείξεων.

H επέκταση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών οργά­νων, διοικητικών και δικαστικών, σε μεγαλύτερο κύκλο υποθέσεων συνετέ­λεσε στο να αυξηθούν τα πρακτικά προβλήματα, που τα όργανα αυτά σε καθημερινή ίσως βάση αντιμετώπιζαν. Έτσι η συνήθεια της διατύπωσης ερωτημάτων προς ειδικούς από τον 11ο αιώνα και ύστερα εξαπλώνεται ακόμη περισσότερο. O πολλαπλασιασμός των αποκρίσεων είχε το αποτέ-λεσμα, να εμφανίζονται αρκετά συχνά στη χειρόγραφη παράδοση οι ίδιες αποκρίσεις αποδιδόμενες κάθε φορά σε διαφορετικά πρόσωπα, οπότε η διαπίστωση της πατρότητας των κειμένων αυτών δεν είναι πάντοτε εύκολη.

Άλλοτε, πάλι, οι αποκρίσεις των ίδιων κανονολόγων σώζονται σε περισ-σό­τερες μορφές, που διαφέρουν είτε ως προς τη διατύπωση, εκτενή ή σύντομη, είτε ως προς τον αριθμό τους. Των αποκρίσεων δεν υπάρχει συγκεντρωτι­κή έκδοση. Οι υπάρχουσες εκδόσεις είναι σχεδόν όλες παλαιές και οι πιο πολλές δημοσιευμένες κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά.

Από τους πρώτους αιώνες της εξεταζόμενης εδώ χρονι­κής περιόδου έχουν περισωθεί αποκρίσεις προερχόμενες μόνον από τον πατριάρχη Φώτιο (858-867 και 877-886) που καλύπτουν ένα πολύ ευρύ φάσμα, γιατί άλλες μεν αφορούν σε μεμονωμένα θέματα, άλλες όμως επι­λύουν συγχρόνως περισσότερα προβλήματα. Ειδικότερα αντιμετωπίζονται οι κανονικές προ-ϋποθέσεις της τέλεσης μυστηρίων (π.χ. βαπτίσματος, χειροτονίας), θέματα γαμικά, αλλά και θέματα παρεκτροπών στο πεδίο της γενετήσιας ηθικής.[556]

Από τον Μ. Φώτιο προηγήθηκε ο Θεόδωρος Στουδίτης (757-­826)[557] που είχε και αυτός δώσει ευκαιριακά απαντήσεις σε κανονικά ερωτή­ματα μαθητών του ή άλλων ενδιαφερομένων κληρικών και λαϊκών. Μεταξύ των πολλών επιστολών του υπάρχουν μερικές που σαφώς εμφανίζουν τον χαρα-κτήρα κανονικών αποκρίσεων.

Αφού μεσολάβησε ένα σχετικά μεγάλο κενό, αναζωογονήθηκε το ενδια-φέρον για τη συγκεκριμένη πηγή του κανονικού δικαίου περί τα τέλη του 11ου αιώνα και τις αρχές του 12ου. Στο διάστημα αυτό, γνωστοί συντάκτες αποκρίσεων υπήρξαν οι χαρτοφύλακες Πέτρος και Νικηφόρος, ο πατριάρ­χης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Γ' ο Γραμματικός και οι μητροπολίτες Ηρακλείας Νικήτας, Κρήτης Ηλίας και Θεσσαλονίκης Νικήτας.[558]

Από τον χαρτοφύλακα Πέτρο σώζονται 24 αποκρίσεις γραμμένες την τελευταία δεκαετία του 11ου αιώνα (1092 ή 1095-1096). Στα τέλη του ίδιου αιώνα φαίνεται να έδρασε και ο χαρτοφύλαξ Νικη­φόρος, η θητεία του οποίου στη Μεγάλη Εκκλησία τοποθετείται περί τα έτη των ετών 1082-­1094. Σώζονται τρεις επιστολές του Νικηφόρου, που συνέταξε ως ‘αποχαρτο-φύλαξ’, δηλαδή μετά τη λήξη της θητείας του, με αποκρίσεις σε ερωτήματα του μοναχού από την Κόρινθο Θεοδοσίου περί μετα­νοίας, νηστείας και γαμικών κωλυμάτων, καθώς και άλλες αποκρίσεις προς τον μοναχό Μάξιμο.[559] Υπήρξε επίσης αποδέκτης επιστολών του Θεοφυλάκτου Αχρίδος.

Στο μεταίχμιο 11ου και 12ου αιώνα έζησε ο πατριάρχης Κωνσταντινου­πόλεως Νικόλαος Γ΄ ο Γραμματικός (1084-1111).[560] Καταγόμενος από την Πισιδία έζησε αρκετά χρόνια εκεί, αφού είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την επιδρομή των Σελτζούκων Τούρκων, κατέφυ­γε στην πρωτεύουσα, όπου ίδρυσε τη μονή του Προδρόμου «του Λοπαδίου». Λόγω της προέλευσής του από τις τάξεις των μοναχών, έστρεψε την προσοχή του σε θέματα πίστης, λειτουργικά και άσκησης. Έτσι, σώζονται αποκρίσεις του προς τους μοναχούς του Άθω υπό διάφορες μορφές, καθώς και αποκρίσεις του σε ερωτήματα του επισκόπου Ζητουνίου (της σημερινής Λαμίας).

Μεταξύ 11ου και 12ου αιώνα έζησε και ο μητροπολίτης Ηρακλείας Νικήτας, που γεννήθηκε περί το 1060 και ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο της Ηρακλείας το 1117. Στα έργα του καταλέγονται και 13 αποκρίσεις προς τον επίσκοπο Παμφυλίας Κωνσταντίνο που παραδίδονται σε διάφορες ως προς την έκτασή τους μορφές.[561]

Κανονικό έργο αποκρίσεων έχουν να επιδείξουν οι πατριάρχες Κωνστα­ντινουπόλεως Κοσμάς Β΄ Αττικός (1146-1147), Νικόλαος Δ΄ Μουζάλων (1147-1151) και Λουκάς Χρυσοβέργης (1157-1170), ο μητροπολίτης Θεσ-σαλονίκης Βασίλειος ο Αχριδηνός, ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ιωάννης Κασταμονίτης, ο χαρτοφύλαξ Ιωάννης Παντεχνής, ο Νείλος Δοξοπατρής. Εδώ σημειώνεται η διαφορά απόψεων μεταξύ του ανωτέρω χαρτοφύλακα Ιωάννη Παντεχνή (που ενδεχομένως ταυτίζεται με έναν ομώνυμο μεγάλο σκευοφύλακα) και του πατριάρχη Κοσμά Αττικού, καθώς ο τελευταίος εξέδωσε απόκριση επί θεμάτων νηστείας για να αντικρούσει προηγούμενη γνώμη του Παντεχνή, με το ίδιο αντικείμενο.

Με την υπογραφή του ονόματος του πατριάρχη Νικολάου Δ΄ (1147-1151) σώζεται σειρά αποκρίσεων ποιιίλου περιεχομένου, οι οποίες μάλλον συντά-χθηκαν κατόπιν πατριαρχικής εντολής από τον χαρ­τοφύλακα Κωνσταντίνο, εμφανίζοντας από άποψη περιεχομένου στενή συνάφεια με εκείνες που αποδίδονται στον μητροπο­λίτη Θεσσαλονίκης Νικήτα.[562]

Προβλήματα ταύτισης και γνησιότητας παρατηρούμε ότι είναι συχνότερα σε κείμενα που υποτίθεται ότι προέρχονται από πατριάρχες. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι πάντοτε ενδεχόμενο οι αποκρί-σεις, για τις οποίες κάθε φορά πρόκειται, να αποτελούν απλή επανάληψη και επικύ­ρωση παλαιότερων γνωμοδοτήσεων, ήδη γνωστών στην εκκλησιαστική πρακτική. Δεύτερον, επειδή η χειρόγραφη παράδοση αυτών των κειμένων όχι σπάνια αλλοιώνεται με μεταγενέστερες προσθήκες, που έγιναν με τον προφανή σκοπό να ενισχυθεί το περιεχόμενό τους από άποψη κύρους.

6.4. Οι ‘κανονικές αποκρίσεις’ του Μητροπολίτη Κρήτης Ηλία. Όπως σημειώθηκε, υιοθετώντας από τη μεσοβυζαντινή περίοδο και μετά η Εκκλη-σία την αρχαία γνωμοδοτική παράδοση του ρωμαϊκού δικαίου, που λάμπρυ-ναν κορυφαίοι νομομαθείς με την έκδοση responsum,[563] θεμελίωσε το θεσμό των ‘κανονικών αποκρίσεων’: επρόκειτο για γνωματεύσεις εκκλησιαστικών ιθυνόντων ή εγκρατών νομοκανονολόγων επί διαφόρων ερωτημάτων ή αποριών σχετικά με αμφισβητούμενα ζητήματα εκκλησιαστικού και κανο-νικού δικαίου. Οι κανονικές αποκρίσεις αποτελούν ιδιαίτερα σημαντική πηγή για τη διαπίστωση της ερμηνείας και εφαρμογής τόσο του κανονικού όσο και του πολιτειακού (κοσμικού) δικαίου.[564]

Ο μητροπολίτης Κρήτης Ηλίας -γεννήθηκε περί τα τέλη του 11ου αιώνα- συνέγραψε μεταξύ άλλων ερμηνευτικά κείμενα σε έργα πατέρων της Εκκλησίας, κυρίως του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, μία απόκρισή του για τη λειτουργία των προηγιασμένων καθώς και μία ιδιαίτερα αξιόλογη σειρά οκτώ αποκρίσεών του επί διαφόρων θεμάτων προς κάποιον μοναχό Διονύ-σιο.

Το ανωτέρω κείμενό του έχει εκδοθεί από τους Γ. Α. Ράλλη - Μ. Πότλη, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, τόμ. Ε΄, Αθήναι 1852-1859 (ανατυπώσεις: Αθήνα 1966, 1997, Θεσσαλονίκη 2002), σ. 374-381,[565] και έχει ως εξής:

 

«Ηλίου του Μητροπολίτου Κρήτης [566]

?ποκρίσεις πρός τινα μοναχ?ν Διονύσιον

περί διαφόρων α?το? ?ρωτήσεων

Τ? μ?ν ?σθεν?ς τ?ς ?μ?ς διανοίας κα? ?πορον, πνευματικ? ?δελφέ, ?πε?χέ μου τ?ν γλ?τταν πρ?ς τ? παρ? σο? διαπορητικ?ς προτεινόμενα? κα? ναρκ?σαν ε?χε πρ?ς το?το τ?ν χε?ρα, κα? πρ?ς γραφ?ν μηδαμ?ς κινουμένην? ? δ? ταπεινο?ς κα? ?πηκόοις φωταγωγ?ν διδο?ς χάριν, κα? ?ν ?νοίξει το? στόματος το? παρ’ α?το? πληρ?ν Πνεύματος, ???ώνυέ τέ μου τ? ?σθενές, κα? τ? δεσμ? τ?ς γλώτ­της ?­πέ­λυ­ε? κα? πρ?ς γρα­φ?ν ?ρ­γ?σαν τ?ν πρ?ν ναρ­κ?­σαν χε?­ρα ?­δεί­κνυ­ε? ?­θεν δι­? σο? τ? ?ν σο? λα­λο?ν­τι Θε­? πει­θό­με­νος, ?­πι­κλη­ν?ς το?ς σο?ς ?­πι­τάγ­μα­σι γί­νο­μαι? κα? τα?ς σα?ς ε?­χα?ς θα?­?ή­σας, ?­νοί­γω τ? στό­μα, τ?ν ?­φε­στ?­τα τού­τ? φό­βον ?­κτι­να­ξά­με­νος? κα? λα­λή­σω πρ?ς τ? πα­ρ? σο? προ­τει­νό­με­να, ο? ?ή­μα­τα τ?ς ?­μ?ς δι­α­νοί­ας γεν­νή­μα­τα, ?λ­λ? το? τυ­φλο?ς φω­τί­ζον­τος, κα? το?ς ?­συ­νέ­τους συ­νε­τί­ζον­τος.

?­πε? δ? πρ? τ?ν ?­πο­ρη­μέ­νων, ?ρ­μη­νεί­αν ?­ζή­τη­σας το? πα­ρ? τ? με­γά­λ? Βα­σι­λεί­? ?­βδο­μη­κο­στο? κα­νό­νος, ?ς τ?ν ?ν χεί­λε­σι μι­αν­θέν­τα δι­ά­κο­νον, κα? μέ­χρι τού­του ?­μαρ­τη­κέ­ναι ?­μο­λο­γή­σαν­τα, δι­είρ­γει μ?ν τ?ς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας, με­τέ­χειν δ? τ?ν ?­γι­α­σμά­των με­τ? τ?ν δι­α­κό­νων ?­νί­η­σιν? ?­κο­λού­θως ?­ρα κα? ?­με?ς τ?ν το? κα­νό­νος ?­σά­φει­αν δι­α­λύ­σο­μεν, κα? το? ?­πο­ρη­μέ­νου τ?ν λύ­σιν ποι­ή­σο­μεν. ?­σα μ?ν ο?ν τινες, τ?ν κα­νό­να το?­τον ?ρ­μη­νεύ­ειν πει­ρώ­με­νοι, δι­? το? ?ν χεί­λε­σι μι­α­σμο? κρυ­φί­ως ?­πο­δη­λο?­σθαι ε?­ρή­κα­σι, σι­γ? ν?ν πα­ρελ­θε?ν α?­τ? ?­κρι­να, ?ς ο?κ ο?­κο­δο­με?ν, ?λ­λ? κα­θαι­ρε?ν δυ­νά­με­να το?ς ?­κού­ον­τας?  ? δ? ?­μοί τε λέ­γειν ?­σφα­λές, κα? τ? το? κα­νό­νος ?­σα­φ?ς πρ?ς ?­αυ­τ? συμ­βι­βά­ζειν δυ­να­ταί, το?­το κα? λέ­γειν πει­ρά­σο­μαι? συ­νερ­γή­σει δέ μοι πρ?ς το?­το κα? τ? ?ν το?ς Ε?­αγ­γε­λί­οις ?­π? το? Κυ­ρί­ου λε­γό­με­νον? πο?­ον το?­το; ? ?μ­βλέ­ψας, φη­σί, γυ­ναι­κ? πρ?ς τ? ?­πι­θυ­μ?­σαι α?­τ?ς, ?­δη ?­μοί­χευ­σεν α?­τ?ν ?ν τ? καρ­δί­? α?­το?. Ε? ο?ν πρ?ς ?­πι­θυ­μί­αν μό­νον ?μ­βλέ­ψαν­τα γυ­ναι­κ?, μοι­χά­σθαι ?ν τ? καρ­δί­? ? Κύ­ρι­ος ?­πε­φή­να­το, ?ς ?­σω­μά­τοις ?­φα?ς κα? πε­ρι­πλο­κα?ς ?ν ταύ­τ? τ?ν ?­μαρ­τί­αν τε­λει­ώ­σαν­τα? πολ­λ? μ?λ­λον τ?ν ο? μέ­χρις ε?­δώ­λων, ?λ­λ? κα? δι­? τ?ς σω­μα­τι­κ?ς ?­φ?ς, το? ?ν χεί­λε­σι, φη­μί, ?­σπα­σμο?, κα? το? ?ν­τε?­θεν μι­α­σμο?, τ?ν ?­μαρ­τί­αν ?­σπερ σω­μα­τώ­σαν­τα, ? τοι­ο?­τος μι­α­σμ?ς ?­σπερ μοι­χ?ν α?­τ?ν κα­τα­κρι­νε?. ?­κο­λού­θως ο?ν ?­ρα κα? ? μέ­γας Βα­σί­λει­ος τ? δι­δα­σκά­λ? Χρι­στ?, τ?ν τού­τοις μι­αν­θέν­τα δι­ά­κο­νον ?­φί­στη­σι μ?ν τ?ς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας, με­τέ­χειν δ? τ?ν ?­γι­α­σμά­των με­τ? τ?ν δι­α­κό­νων ?­φί­η­σι, δι­? τ? ?ν­δε?ν ?­τι πρ?ς ?ν­τέ­λει­αν τ?ς ?­μαρ­τί­ας κα? τ?ν σω­μα­τι­κο­τέ­ραν κα? πα­χυ­τέ­ραν μίξιν? ?ς ? ?τ­τη­θε?ς δι­ά­κο­νος ο?­κέ­τι τ?ς με­τ? τ?ν δι­α­κό­νων ?­πο­λαύ­σει κοι­νω­νί­ας, ?λλ’ ε?ς τ?ν τ?ν λα­ϊ­κ?ν τό­πον ?­πε­λα­θείς, ?ς φη­σιν α?­θις ? μέ­γας ο?­τος Βα­σί­λει­ος, φι­λαν­θρώ­πως ?­κε?­σε με­τέ­χειν ταύ­της συγ­χω­ρε?­ται.

?­δη δ? σο? κα? πε­ρ? τ?ν ?­πο­ρη­μέ­νων τ?ς λύ­σε­ως λέ­γειν πει­ρά­σο­μαι.

?­ζή­τη­σας, ε? δε? το?ς ?­ξα­σθε­νή­σα­σι τέ­λε­ον, κα? λε­πτ?ν μ?ν ε?­σέ­τι ?μ­πνέ­ου­σιν, ?­ναι­σθη­το?­σι δ? ?­λως, κα? μή­τε πι­ε?ν, μή­τε φα­γε?ν δυ­να­μέ­νους, με­τα­δι­δό­ναι τ?ν θεί­ων ?­γι­α­σμά­των, ?κ­πνε?ν ?­δη μέλ­λου­σι? καί φα­μεν, ?­τι το? πγ’. κα­νό­νος τ?ν ?ν Κων­σταν­τι­νου­πό­λει συ­νελ­θόν­των θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων, ?­ου­στι­νι­α­νο? βα­σι­λεύ­ον­τος, δι­α?­?ή­δην δι­α­κε­κρα­γό­τος, Μη­δε?ς το?ς σώ­μα­σι τ?ν τε­λευ­τών­των τ?ς ε?­χα­ρι­στί­ας με­τα­δι­δό­τω? γέ­γρα­πται γάρ? Λά­βε­τε, φά­γε­τε? τ? δ? τ?ν νε­κρ?ν σώ­μα­τα ο?­δ? φα­γε?ν, ο?­δ? λα­βε?ν δύ­ναν­ται? ο?­δ? ?­με?ς πα­ρ? το?­το ε?­πε?ν δυ­νά­με­θα, ?­τι μη­δ? προ­σθή­κην, ? ?­φαί­ρε­σίν τι­να ?ν το?ς ?­ε­ρο?ς κα­νό­σιν ?­στ?ν ?­πι­νο­ε?ν. ?­πε? δ? ο?, πε­ρ? ?ν ?­ρώ­τη­σας, ?­με­λε?­? τ?ν παρ’ α?­το?ς θε­ρα­πευ­τ?ν, ?ς ?­φης, ?­π? τ?ς τε­λευ­ταί­ας ?­ρας ε?ς το?­το ?­π? τ?ς νό­σου συ­νη­λά­θη­σαν, ?­στε ?μ­πνε?ν μ?ν ε?­σέ­τι, ?­ναι­σθη­τε?ν δέ, κα? μη­δ? φα­γε?ν δύ­να­σθαι, ?λ­λ? κα? τ? προ­σε­νη­νεγ­μέ­νον ?π’ ?­ναι­σθη­σί­ας, ? κα? ?λ­λως πως πα­ρα­πτύ­ειν? ?­νάγ­κη τ?ν πα­ρα­τυ­χόν­τα ?ν και­ρο?ς τοι­ού­τοις ?­ε­ρέ­α μ? ?­προ­θύ­μως δι­α­τε­θ?­ναι, ?λ­λ? βου­λ?ς γε­νέ­σθαι, δι’ ?ς κα? το?ς ?­γί­οις δώ­ροις τ? σε­βά­σμι­ον δι­α­φυ­λα­χθή­σε­ται, κα? τ? κά­μνον­τι τ? ?­σφα­λ?ς πε­ρι­ποι­η­θή­σε­ται, μ? ?­μοί­ρ? πάν­τη το? τοι­ού­του ?­φο­δί­ου τ?ν ?­δε με­θι­στα­μέ­ν?. ?­σται το?­το, ε? τά τε χεί­λη κα? ? γλ?σ­σα το? λε­πτ?ν ε?­σέ­τι ?μ­πνέ­ον­τος, κα? μ? ?­πο­νε­κρω­θέν­τος τέ­λε­ον, δι­? τ?ς ?­πα­φ?ς κα? ?­πι­χρί­σε­ως τ?ν πα­νι­έ­ρων ?­γι­α­σμά­των ?­πι­σφρα­γι­σθή­σον­ται? ? μ?λ­λον ε?­πε?ν, ε? πρ?ς τ?ν ?­σθέ­νει­αν α?­το? ? με­τά­δο­σις τού­των συμ­με­τρη­θή­σε­ται? ο?­τω γάρ, ?ς ε?­ρη­ται, κα? ?μ­φο­τέ­ροις ?μ­φό­τε­ρα πε­ρι­φυ­λα­χθή­σε­ται, κα? το?ς ?­γί­οις τ? σε­βά­σμι­ον, ?κ το? μ? τ?ν κά­μνον­τα, ?ξ ?ν ε?­ρη­ται, ?­πο­βα­λε?ν α?­τά. Ο?­τω γ?ρ κα? τ? κα­νό­νι ?­σται τ? ?­δι­ά­πτω­τον? ?ς ο? το?ς μι­κρ?ν ?­τι ?μ­πνέ­ου­σιν ?­πεί­ρη­κε τ?ν με­τά­λη­ψιν, ?λ­λ? το?ς νε­κρο?ς σώ­μα­σι? Τ? γ?ρ νε­κρά, φη­σί, σώ­μα­τα ο?­δ? λα­βε?ν, ο?­δ? φα­γε?ν δυ­να­ταί? νε­κρ? δέ, ?ν ?­δη ?­πέ­πτη ? ψυ­χή.

Πε­ρ? το? ?­πει­σά­κτ? γυ­ναι­κ? συ­νοι­κο?ν­τος ?­ως θα­νά­τ? α?­το?

Δεύ­τε­ρον τοι­ο?­τον τ? ?­ρώ­τη­μα,  ε? δε? τ? μέ­χρις ?­σχά­τ? ?κ­πνο­?ς συ­νει­σά­κτ? γυ­ναι­κ? συμ­φθει­ρο­μέ­ν? με­τα­δι­δό­ναι τ?ν θεί­ων ?­γι­α­σμά­των, ? μή, δι­? τ? κα­τα­λη­φθ?­ναι το?­τον ?­π? το? ?κ­θε­ρι­στο? θα­νά­του ?ν τ? ?­δί­? ?­μαρ­τί­?. ? μ?ν ο?ν ?­ρώ­τη­σις τοι­αύ­τη? τίς δ? ? πε­ρ? τού­του λό­γος ?­μ?ν; Ε? μ?ν ? πρ?ς α?­τα?ς τα?ς ?­σχά­ταις ?­να­πνο­α?ς γε­νό­με­νος, ε?ς συ­ναί­σθη­σιν ?λ­θ?ν το? ?­πα­ρα­λο­γί­στου λο­γο­θε­σί­ου, κα? τ?ς μελ­λού­σης κρί­σε­ως, ?­θρι­άμ­βευ­σε τ?ν ?­μαρ­τί­αν, κα? ?­πηγ­γεί­λα­το, ε?ς πα­λιν­ζω­ΐ­ας τεύ­ξε­ται, μη­κέ­τι πρ?ς τ?ν ?­μαρ­τί­αν ?­πο­στρέ­ψαι, κα? με­τ? συν­τρι­β?ς καρ­δι­α­κ?ς θερ­μό­τε­ρον ?­ξε­λι­πά­ρη­σε το? Δε­σπο­τι­κο? σώ­μα­τός τε κα? α?­μα­τος ?­ξι­ω­θ?­ναι, ?­ξι­ω­θή­τω το?­τον, πί­στει τ?ς πα­ρ? Θε­ο? φι­λαν­θρω­πί­ας? το?­το γ?ρ ο?­μαι κα? τ?ν ιγ’. κα­νό­να τ?ν ?ν Νι­καί­? συ­νελ­θόν­των Πα­τέ­ρων πρ?ς τ? τέ­λει ?­πι­ση­μή­να­σθαι, ?ν τ? φ?­ναι? Κα­θό­λου δ? κα? πε­ρ? παν­τ?ς ο?­τι­νο­σο?ν ?­ξο­δεύ­ον­τος, α?­το?ν­τος τ? με­τα­σχε?ν ε?­χα­ρι­στί­ας, ? ?­πί­σκο­πος με­τ? δο­κι­μα­σί­ας με­τα­δι­δό­τω τ?ς προ­σφο­ρ?ς. Ε? δ’ ο?­δ?ν τοι­ο?­τον ο?δ’ ?ν και­ρ? τοι­ού­τ? ?­πε­δεί­ξα­το, ?­περ ?­πεί­η, ? μ?ν ?­π? τού­τ? προ­σκε­κλη­μέ­νος ?­ε­ρε?ς πό?­?ω ?­φι­στά­σθω, μνη­μο­νεύ­ων το? Δε­σπό­του Χρι­στο? ?ν το?ς Ε?­αγ­γε­λί­οις λέ­γον­τος? Μ? ?ί­πτε­τε τ? ?­γι­α το?ς κυ­σί, μη­δ? βά­λε­τε το?ς μαρ­γα­ρί­τας ?μ­προ­σθεν τ?ν χοί­ρων? κα? προ­σέ­τι το? με­γά­λου ?­πο­στό­λου, κοι­νω­νε?ν ?λ­λο­τρί­οις ?­μαρ­τή­μα­σιν ?­πα­γο­ρεύ­ον­τος? ? δ? τ?ν τοι­αύ­την κα­τα­δί­κην κα­τα­ψη­φι­σθείς, ?­αυ­τ?ν α?­τι­ά­σθω? ε?­ρη­ται γ?ρ ?­π? το? Θε­ο? δι­ά τι­νος τ?ν Προ­φη­τ?ν? ?ν ? ε?ρ? σε, ?ν τού­τ? δ? κα? κρι­ν? σε? ε?­ρη­ται δ? ο?­τος ?ν τ? ?­δί­? ?­μαρ­τί­?. Κα? μή μοι τ?ς τ?ν το? με­γά­λου Γρη­γο­ρί­ου, το? ?ν θαύ­μα­σι πε­ρι­βο­ή­του, κα­νό­να προ­σφε­ρέ­τω, ?ς το?ς ?ν παν­τ? τ? χρό­ν? τ?ς ?­δί­ας ζω­?ς ?­κοι­νω­νη­σί­αν με­τα­σχε?ν φι­λαν­θρώ­πως ?­φί­η­σιν? ο? γ?ρ πε­ρ? τ?ν ?­με­τα­νο­ή­των ε?­ρη­κεν, ?λ­λ? πε­ρ? τ?ν ?­πο­στάν­των μ?ν ?­δη τ?ς ?­μαρ­τί­ας, ?­ξι­λε­ο?­σθαι δ? τ?ν Θε­?ν δι­? τ?ς μα­κρ?ς ταύ­της με­τα­νοί­ας κα­τα­κρι­θέν­των.

Πε­ρ? το?, ε? δε? τ?ν ?­πει­σά­κτ? γυ­ναι­κ? συ­νοι­κο?ν­τα, με­τ? τ?ν ?­πο­βί­ω­σιν τ?ς ?­αυ­το? γυ­ναι­κός, ε?ς δι­γά­μου, ? τρι­γά­μου βαθ­μ?ν δέ­χε­σθαι.

?­ρώ­τη­σας πρ?ς τού­τοις, π?ς δε? κα­λε?ν τ?ν με­τ? τ?ν τε­λευ­την τ?ς ?κ πρώ­του γά­μου συ­να­φθεί­σης α?­τ? συ­νει­σά­κτ? συ­νοι­κο?ν­τα, κα? ταύ­τ? συμ­μο­λυ­νό­με­νον? τ? α?­τ? δ? κα? πε­ρ? το? με­τ? τ?ν ?­πο­βί­ω­σιν τ?ς ?κ δευ­τέ­ρου ?­π? συ­νεί­σα­κτον ?­πο­κλί­ναν­τος? κα? ε? τ?ν μέν, δί­γα­μον, τ?ν δέ, τρί­γα­μον, ? πόρ­νους ?­πλ?ς. Κα? σο? θαυ­μά­ζω τ?ν σύ­νε­σιν, ?­πως πε­ρ? τ?ν ο?­τω πρό­δη­λον ?­χόν­των τ?ν δι­α­φο­ράν, ?ς πε­ρ? ?­δι­α­φό­ρων, ?­ρω­τ?ν προ­ή­χθης? ?­τι πολ­λή τις ? τ?ν δι­γά­μων πρ?ς το?ς πόρ­νους δι­α­φο­ρά, κα? τού­των α?­θις πρ?ς ?­κεί­νους? ?­περ ?­πα­σι πρό­δη­λον, κα? μά­λι­στα το?ς μ? πα­ρέρ­γως ?­κού­ου­σι το? με­γά­λου ?­πο­στό­λου, ?ς τ?ν μ?ν δι­γα­μί­αν ο?­κο­νο­μι­κ?ς πα­ρα­χω­ρ?ν ε?­ρη­ται, τ?ν πορ­νεί­αν δ? ο?­δα­μ?ς? ? δ? στοιχ?ν κα? ? μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ο?­τω πώς φη­σιν ?ν το?ς ?­ε­ρο?ς κα­νό­σιν α?­το?? ? ?ν χη­ρεί­? ?­ξου­σί­αν ?­αυ­τ?ς ?­χου­σα συ­νοι­κε?ν, ?­νέγ­κλη­τός ?­στι, το? ?­πο­στό­λου λέ­γον­τος, ?­?ν δ? ?­πο­θά­ν? ? ?­νήρ, ?­λευ­θέ­ρα ?­στ?ν ? θέ­λει γα­μη­θ?­ναι, μό­νον ?ν Κυ­ρί­?? το?­το δ? προ­σέ­θη­κε, τ?ς πορ­νι­κ?ς κω­λύ­ων συμ­πα­θεί­ας κα? συ­να­φεί­ας, ?­πο?­αι δ? κα? α? τ?ν συ­νει­σά­κτων. Κα? ? μ?ν δι­γα­μί­α ε?­χ?ς ?­ξι­ο?­ται, ? πορ­νεί­α δ? ο?­δα­μο?? ? γ?ρ ?ν ο? πορ­νεί­α ?ν. Κα? ? μ?ν πορ­νεία, κα­θώς φη­σιν ? μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ο?­τε γά­μος ?­στίν, ο?­τε γά­μου ?ρ­χή? ? δ? δι­γα­μί­α, ?­τι γά­μος, κα? ?ξ α?­το? το? ?­νό­μα­τος φα­νε­ρόν. Κα? ο? μ?ν δί­γα­μοι, ?­π? δυ­σ?ν ?­τε­σι σχο­λά­σαν­τες τ?ς κοι­νω­νί­ας, με­τ? τ?ν τού­των συμ­πλή­ρω­σιν ?­ξοι­ο?ν­ται α?­τ?ς? ο? δ? πόρ­νοι, παυ­σά­με­νοι μ?ν τ?ς πορ­νεί­ας, ?φ’ ?­λοις ?­πτ? ?­τε­σιν ?­κοι­νω­νη­σί­αν κα­τα­κρί­νον­ται, μεθ’ ? δ? δέ­χον­ται ε?ς κοι­νω­νί­αν? μ? παυ­σά­με­νοι δέ, α?­το? καθ’ ?­αυ­τ?ν τ?ν τ?ς ?­κοι­νω­νη­σί­ας ψ?­φον ?κ­φέ­ρου­σι. Κα? τα?­τα πε­ρ? δι­α­φο­ρ?ς δι­γά­μων κα? πόρ­νων, μεθ’ ?ν δ? τάτ­τον­ται κα? ο? συ­νει­σά­κτοις συ­νοι­κο?ν­τες. 

Πε­ρ? το?, ε? μεί­ζο­σιν ?­πι­τι­μί­οις ?­πι­τι­μ?ν­ται ο? πορ­νεύ­ον­τες τ?ν τρι­γά­μων.

?­τι δ? κα? ? τρι­γα­μί­α πρ?ς τ?ν πορ­νεί­αν, κα? ο? τρι­γα­μο?ν­τες πρ?ς το?ς πόρ­νους δι­ε­νη­νό­χα­σι? κα? δ?­λον ?κ τ?ν­δε. Ο? μ?ν γ?ρ κα? μετ’ ?­κρύ­ψε­ως, κα? πα­ρ? τ?ν κα­νο­νι­κ?ν ?­κρί­βει­αν, ε?­χ?ς γο?ν ?­ξι­ώ­θη­σαν? ο? δέ, ο? πόρ­νοι δη­λα­δή, ο?­δα­μ?ς. Κα? ο? μέν, πεν­τα­ε­τί­ας ?­φο­ρι­σμ?ν ο?κ ?­π? κα­νό­νος (?ς ? μέ­γας φη­σ?ν Βα­σί­λει­ος), ?λλ’ ?­π? τ?ς τ?ν προ­ει­λη­φό­των ?­κο­λου­θί­ας ?­πει­νεγ­κόν­τες, ε?­τα καρ­π?ν ?­πι­δει­ξά­με­νοι με­τα­νοί­ας, ε?ς τ?ν τ?ς κοι­νω­νί­ας τό­πον ?­πο­κα­θί­σταν­ται? ο? δ? πορ­νεύ­ον­τες, ?­φι­στά­με­νοι μ?ν τ?ς πορ­νεί­ας, ?ν τ? ?­γδό­? ?­τει α?­τ?ς ?­ξι­ο?ν­ται? μ? ?­φι­στά­με­νοι δέ, ο?­δα­μ?ς. Συλ­λο­γί­ζου ο?ν τ?ς δι­α­φο­ρ?ς ταύ­τας, κα? ο?κ ?­πο­ρή­σεις? ο?­ον, ε? πόρ­νος, ? τρί­γα­μος ? με­τ? τ?ν δι­γα­μί­αν ε?­χ?ς ?­νευ γυ­ναι­κί τι­νι συμ­φθει­ρό­με­νος ?­πως δ? πά­λιν τ? τ?ν τρι­γά­μων ο?­κο­νο­με?­ται, τ? τ?ς ?­νώ­σε­ως τό­μ? ?ν­τυ­χ?ν μα­θή­σ? σα­φέ­στα­τα? ο? σχο­λ? γ?ρ ?­μ?ν τα?ς ?­κε?­σε δι­α­στί­ξε­σι δι­α­τρί­βειν. 

Πε­ρ? το? ?­πι­νο­ο?ν­τος τ?ν ?­αυ­το? υ?­?ν πορ­νεύ­ον­τα.

Πε­ρ? δ? το?, ε? χρ? το?ς ?­ε­ρε?ς τ?ς τ?ν πα­τέ­ρων ?­κεί­νων δέ­χε­σθαι προ­σφο­ράς, ?ν ε?­δή­σει ο? ?­πε­ξού­σι­οι πα?­δες πορ­νεύ­ου­σιν, ? μή, (το?­το γ?ρ σο? τέ­ταρ­τον ?­ρώ­τη­μα), φη­μί, ?ς ε? δε? τ?ς τ?ν πορ­νευ­όν­των κα? μ? ?­φι­στα­μέ­νων τ?ς πορ­νεί­ας προ­σί­ε­σθαι, δε? πάν­τως κα? τ?ς τ?ν πα­τέ­ρων, ?ν προ­τρο­π? ο? πα?­δες πορ­νεύ­ου­σι? τ? γ?ρ ε?­δό­τας μ? κω­λύ­ειν, ?λ­λ? σι­γ?ν, προ­τρέ­πειν ?ν­τι­κρυς ?­στίν? ε? δ’ ο?κ ?­κε?­νο, π?ς το?­το; ?λ­λ? μ?ν τ?ς τ?ν πορ­νευ­όν­των ο? προ­σί­ε­σθαι δε?? ο?κ ?­ρα ο?­δ? τ?ς τ?ν κοι­νω­νούν­των α?­το?ς? ?­τι δ? κοι­νω­ν?ς ? πα­τήρ, φα­νε­ρόν? ε?ς το?­το γ?ρ φέ­ρει τό, Ε? ?­θε­ώ­ρεις κλέ­πτην, συ­νέ­τρε­χες α?­τ?? κα? με­τ? μοι­χο? τ?ν με­ρί­δα σου ?­τί­θεις? κα? ?ν τ? οα’. κα­νό­νι το? με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, ?ς λέ­ξε­σιν α?­τα?ς ο?­τω δι­ε­ξε?­σιν. ? συ­νε­γνω­κ?ς ?­κά­στ? τ?ν ?­μαρ­τα­νόν­των, κα? μ? ?­μο­λο­γή­σας, ?λλ’ ?­λεγ­χθείς, ?ν το­σού­τ? χρό­ν?, ε?ς ?­σον ? ?ρ­γά­της τ?ν κα­κ?ν ?­πι­τε­τί­μη­ται, κα? α?­τ?ς ?­σται ?ν ?­πι­τι­μί­?. Καί­τοι ?ν­τα?­θα ?­π? το? ?ν ε?­δή­σει το? πα­τρ?ς πορ­νεύ­ον­τος υ?­ο? κα? πλέ­ον τι θε­ω­ρε?­ται, ? ?φ’ ?ν ε?­ρη­ται? το­σο?­τον γ?ρ ο? πα?­δες ?­π? τ?ν πα­τέ­ρων ?­ξου­σι­ά­ζον­ται, ?­στε ο?­δ? νο­μί­μ? γυ­ναι­κ? συ­νά­πτε­σθαι ?­νευ τ?ς ?­κεί­νων συ­ναι­νέ­σε­ως δύ­να­σθαι? ο? γ?ρ ?­νευ τ?ν κρα­τούν­των γά­μοι (?ς φη­σιν α?­θις ? μέ­γας ο?­τος ?ν τ? μβ’. κα­νό­νι α?­το?) πορ­νε?­αι ε?σιν? ο?­τε ο?ν το? πα­τρ?ς ζ?ν­τος, ο?­τε το? δε­σπό­του, ο? συ­νι­όν­τες, ?­νεύ­θυ­νοι? α? γ?ρ συν­θ?­και τ?ν ?­πε­ξου­σί­ων ο?­δ?ν ?­χου­σιν βέ­βαι­ον. Ε? ο?ν ταυθ’ ο?­τως ?­χει, τίς ? τ?ν πα­τέ­ρα τού­των το? τ?ν πόρ­νων ?­ξαι­ρη­σό­με­νος ?­πι­τι­μί­ου; ?­σται ο?ν κα? ο?­τος ?­μοί­ως τ? υ?­? ?­φω­ρι­σμέ­νος, ?­τι πα­ρ?ν κω­λύ­ειν, ? κα? ?λ­λως νο­μί­μως ?κ­γα­μί­ζειν, ο?­δ?ν τού­των πε­ποί­η­κε. Π?ς δ? ο? πα­ρο­ξυ­νε? μ?λ­λον Θε­όν, ? μ? ?­να­δύ­ων μ?ν τ?ς ?­μαρ­τί­ας, ο?­ό­με­νος δ? δι­? τ?ν προ­σφο­ρ?ν κα? δε­ή­σε­ων ?­ξι­λε­ο?­σθαι Θε­όν; ?­σον γ?ρ ποι­ε? το?ς ?­δι­κο?­σι μ?ν κα? τ? ?ξ ?­δι­κι­?ν κα­τέ­χου­σιν, ?­ξι­ο?­σι δ? τ?ν δι­κα­στ?ν δώ­ροις ?­φε?­ναι τού­τοις τ?ν κα­τ? τ?ν ?­δι­κη­σάν­των ποι­νήν? πάν­τως γ?ρ πα­ρο­ξυ­νο?­σιν ο? τοι­ο?­τοι μ?λ­λον τ?ν δι­κα­στήν, τοι­α?­τα ?­ξι­ο?ν­τες, ε? μ? τ?ν κλ?­σιν δι­α­ψεύ­δε­ται? κα? ο?­τος Θε­όν, τ?ν μ? ?λ­λως, ? δι­? με­τα­νοί­ας το?ς με­τα­νο­ο?­σιν ?­πι­κλι­νό­με­νον. ?­κου­έ­τω­σαν ο?ν, ?ς μί­σθω­μα πόρ­νης ο? με­ρί­ζε­ται ?­γνός. ?­σχύ­ου­σι μ?ν γ?ρ ?­π?ρ τ?ν ?­μαρ­τα­νόν­των προ­σφε­ρό­με­ναι α? τ?ν δι­καί­ων ?­π?ρ τού­των δε­ή­σεις, ?λλ’ ?­νερ­γού­με­ναι, του­τέ­στι τ?ν ?­π?ρ ?ν προ­σά­γον­ται με­τα­νο­ούν­των, κα? ?­πα­να­χω­ρούν­των τ?ς ?­μαρ­τί­ας? ?ν ο?­δ?ν ?ν­τα?­θα ?­ρ? γι­νό­με­νον? ?,τε πορ­νεύ­ων πορ­νεύ­ει, κα? ? πα­τ?ρ σι­γ?ν, κα? μ? ?­να­χαι­τί­ζων, προ­τρέ­πε­ται. 

 Πε­ρ? ?­να­δό­χων.

Ο? ?­νά­δο­χοι (πε­ρ? τού­των γάρ σοι τ? πέμ­πτον ?­ρώ­τη­μα), ε? ?­κρι­β?ς ?­δε­σαν τ? τ? με­γά­λ? Δι­ο­νυ­σί­? δι­ω­ρι­σμέ­να, κα? ? δ? τ?ν μέ­ρι­μναν κα? φυ­λα­κ?ν ?­παι­το?ν­ται πε­ρ? τ?ν δι­? τ?ς πνευ­μα­τι­κ?ς κο­λυμ­βή­θρας ?­να­γεν­νώ­με­νον, κα? ?­π? τού­των ?­να­δε­χό­με­νον, σχο­λ? γ’ ?ν πρ?ς τ?ν τ?ν ?­να­δό­χων λει­τουρ­γί­αν ?­πήν­των, κα? θερ­μό­τε­ρον προ­σκα­λού­με­νοι. ?­πε? δ? ο?κ ?­σα­σιν, ?­ρ?­μεν δ? καθ’ ?­κά­στην κα? γυ­ναί­κας ?­δι­α­φό­ρως τ? τ?ν ?­να­δό­χων βά­ρος ?­πο­δε­χο­μέ­νας, τ? κω­λύ­ει, κα­τ? τ?ν ?­πι­κρα­τή­σα­σαν ταύ­τ? συ­νή­θει­αν, το? ?ν­δρ?ς ?­πο­δη­μο?ν­τος το? τ? πρω­το­γε­ν?ς παι­δί­ον τ?ν­δε τ?ν γο­νέ­ων ?­να­δε­ξα­μέ­νου, τ?ν ?­κεί­νου γυ­να?­κα κλη­θε?­σαν, τ? μετ’ ?­κε?­νο τού­τοις τε­χθ?ν ?­να­δέ­ξα­σθαι;

Τ? δ? πε­ρ? παι­δ?ς ?­κτον ?­ρώ­τη­μα, ?ς βρα­χε? φά­ναι, τοι­ο?­τόν ?­στιν.

Παι­δί­ον, ?­φης, νό­σ? κρα­τη­θέν, κα? ?γ­γί­σαν ?­δη τ? θα­νά­τ?, προ­ή­χθη τι­νί τ?ν ?­ε­ρέ­ων, δι­? τ?ς ?­ε­ρ?ς θε­ο­γε­νε­σί­ας ?­να­γεν­νη­θη­σό­με­νον? ? δ? λε­πτ?ν το?­το ?­δ?ν ?μ­πνέ­ον, κα? φο­βη­θε?ς μή­πως τ?ν συ­νή­θων ε?­χ?ν κα? ?­φορκι­σμ?ν ?­πα­δο­μέ­νων προ­α­ναρ­πα­σθ? μ? τυ­χ?ν τ?ς δι­? το? βα­πτί­σμα­τος ?­να­γεν­νή­σε­ως? πε­ρι­ε­λ?ν τ?ς ε?­χ?ς τ?ς πρ? τ?ς τε­λει­ώ­σε­ως ?­πα­δο­μέ­νας κα? το?ς ?­φορ­κι­σμούς, τέ­λει­οι το?­το δι­? τ?ς τριτ­τ?ς κα­τα­δύ­σε­ως, κα? τ?ς ?­σα­ρίθ­μου ?­πι­κλή­σε­ως το? Πα­τρός, κα? το? Υ?­ο?, κα? το? ?­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τί τ? ?­π? τού­τοις; ?ών­νυ­ται τ? παι­δί­ον, τ?ς νό­σου δρα­πε­τευ­σά­σης. Πρό­σει­σιν α?­θις ? ?­ε­ρεύς, το?ς ?­φορ­κι­σμούς, ο?ς πα­ρα­λέ­λοι­πε, κα? τ?ς ε?­χ?ς ?­να­πλη­ρώ­σων. Λοι­π?ν ?­ζή­τη­σας μα­θε?ν, ε? ?­ξε­στι το?­το ποι­ε?ν, ? μή. Κα? δο­κε? μοι, ?­τι ο? δε? με­τ? τ?ν τε­λεί­ω­σιν τ? πρ? τ?ς τε­λει­ώ­σε­ως προ­σά­δε­σθαι τ? ?δη τε­τε­λει­ω­μέ­ν? δι­? τ?ς τριτ­τ?ς κα­τα­δύ­σε­ως, κα? τ?ς ?­πι­κλή­σε­ως τ?ν τρι­?ν προ­σώ­πων, ?ν ο?ς ? τε­λεί­ω­σις? ο?­δα­μο? γ?ρ ?π’ ο?­δε­ν?ς τ?ν ?­ε­ρ?ν κα­νό­νων τοι­ο?­τόν τι ε?­ρί­σκο­μεν δι­ω­ρι­σμέ­νον. Κα? ? τ?ν ?ν Λα­ο­δι­κεί­? δ? συ­νελ­θόν­των θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων μζ’. κα­νών, πε­ρ? τ?ν πε­ρι­στα­τι­κ?ς ?ν νό­σοις βα­πτι­ζο­μέ­νων δι­ε­ξι­ών, ο?­δε­ν?ς τού­των ?­μνη­μό­νευ­σεν, ο? το? ε?­λο­γε?ν, ο? το? ?­φορ­κί­ζειν με­τ? τ? βά­πτι­σμα? μό­νον δ? το? δε?ν τ?ν πί­στιν ?­κμαν­θά­νειν κα? με­τ? τ? βά­πτι­σμα, τ?ν ?­π? τ?ς νό­σου κω­λυ­θέν­τα προ­το? ταύ­την ?­κμα­θε?ν? φη­σ? γάρ, ?­τι δε? το?ς ?ν νό­σ? βα­πτι­σθέν­τας, ?­τοι ?­να­στάν­τας, ?­κμαν­θά­νειν τ?ν πί­στιν, κα? γι­νώ­σκειν, ?­τι θεί­ας δω­ρε­?ς ?­ξι­ώ­θη­σαν.

?­βδο­μον κα? τε­λευ­τα?­ον ?­ρώ­τη­μα τοι­ο?­τόν τι προ­βέ­βλη­κας. Κό­ρη τις, πέμ­πτον ?­γου­σα ?­τος τ?ς ?ν ?­νη­βό­τη­τι ?­λι­κί­ας, μνη­στεύ­ε­ταί τι­νι ?ν­δρί? ?ς, κα­λ?ς ποι­?ν, δι­? τ?ν τ?ς μνη­στευ­θεί­σης ?­νη­βό­τη­τα ?­φί­στα­ται α?­τ?ς. ? δ? κα? πά­λιν ?ν τ? ?­βδό­μ? χρό­ν? τ?ς ?­λι­κί­ας α?­τ?ς μνη­στεύ­ε­ται ?ν­δρ? ?­τέ­ρ?? ?ς δ? πά­λιν τ? ?­σα τ? προ­τέ­ρ? φρο­νή­σας ?­πο?­?ή­γνυ­ται α?­τ?ς. Ε?­τα τί; Τρι­σκαι­δέ­κα­τον ?­λαύ­νου­σα χρό­νον βού­λε­ται νο­μί­μως ?ν­δρ? ?­τέ­ρ? συ­να­φθ?­ναί τε κα? ?­ε­ρο­λο­γη­θ?­ναι. Τα?­τα δι­η­γη­μα­τι­κ?ς ?κ­θείς, ?­ζή­τεις μα­θε?ν, ε? κε­κώ­λυ­ται, ? μ? κε­κώ­λυ­ται. Κα? λέ­γο­μεν, μ? κε­κω­λ?­σθαι ταύ­την, δι­ά τε τ? παρ’ ?­λι­κί­αν μνη­στευ­θ?­ναι, κα? μ? συ­να­ριθ­με?­σθαι ?­λως τ?ς τοι­αύ­τας μνη­στεί­ας τα?ς ?­γνω­σμέ­ναις τ? νε­α­ρ? νο­μο­θε­σί­? μνη­στεί­αις? κα? προ­σέ­τι δέ, δι­? τ? το?ς προ­η­γη­σα­μέ­νους μνη­στ?­ρας (ε? γε μνη­στ?­ρας δε? κα­λε?ν, το?ς τ?ν κλ?­σιν δι­α­ψευ­σα­μέ­νους δι­? τ? ?κ­θε­σμον), δι­καί­ως ?­δη δι­α­στ?­ναι α?­τ?ς. Καί τοι, ε? καί τις ?­κεί­νων τ?ς μνη­στεί­ας ?ν­τε­ποι­ε?­το, ?­κα­ν?ν τ? κό­ρ? βο­ή­θη­μα πρ?ς ?­θέ­τη­σιν ?­κεί­νου, τ? μ? δο­κε?ν συ­ναι­νε?ν, δι­? τ?ν ?­νη­βό­τη­τα».  

 

6.5. Οι ‘κανονικές αποκρίσεις’ των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Χούμνου και Ευφημιανού. Στα κανονικά θέματα του γάμου και της νηστείας αναφέρονται οι κανονικές πραγμα­τείες τις οποίες συνέταξε ο αρχικά χαρτο-φύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας και κατόπιν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Χούμνος. Σε ορισμένα χειρόγραφα (π.χ. Vaticanus graecus 2019 fοll. 135ν-137r, Βerοlinensis 73 foll. 299ν-301ν) περιέχεται και μία απο-κρισή του (με χρονολογία 1122) προς κάποιον μοναχό Νεόφυτο.

Στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευφημιανό αποδίδονται αποκρίσεις προς έναν αγιορείτη μονα­χό Γεράσιμο. Πιθανολογείται ότι ο Ευφημιανός έζησε περί το τέλος του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα.[567]

6.6. Κανονική απόκριση Νείλου Δοξοπατρή. O διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, πατριαρχικός νοτάριος και νομοφύλαξ Νείλος (κατά κόσμον Νικόλαος) Δοξοπατρής έδρασε στα χρό­νια του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143). Το όλο συγγραφι­κό του έργο είναι σημαντικό αλλά από τον χώρο του κανονικού δικαίου σώζεται μόνο μία απόκρισή του σχε-τικά με την ερμηνεία του κανόνα 31 της Λαοδίκειας (απαγόρευση σύναψης γάμου με αιρετικό).[568]

6.7. Κανονική απόκριση Βασιλείου Αχριδηνού.[569] Ο πρωτονοτά­ριος του πατριάρχη Μιχαήλ Β΄ (1143-1146) Βασίλειος -που λόγω της καταγωγής του από την Αχρίδα έλαβε το προσωνύμιο Αχριδηνός- έγινε αργό­τερα μητροπο-λίτης Θεσσαλονίκης και πέθανε το 1169. Από τα έργα τον τα σχετικά με το κανονικό δίκαιο σώζεται μόνο μία απόκριση, σχετικά με τους γάμους μεταξύ συγ­γενών έβδομου βαμθμού.

6.8. Κανονικές αποκρίσεις Ιωάννη Κατασταμονίτη.[570] Σε πολλά χειρό-γραφα του 12ου αιώνα σώζονται περί τις 64 αποκρίσεις σε ερωτήματα που έθεσε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μάρκος και που απευθύνθηκαν προς τη σύνοδο κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του Γεωργίου Β’ Ξιφιλίνου.[571] H συνοδική απάντηση είναι χρονολογημένη με την ένδειξη ‘Φεβρουάριος 1195’, ενώ ως συντάκτης των αποκρίσεων φέρεται ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών, για τον οποίο κάνουμε εκτενή λόγο πιο κάτω.

Παράλληλα όμως εμφανίζονται σε άλλα χειρόγραφα μερικές από τις ερωτήσεις του Μάρκου με απαντήσεις περισσότερο ή λιγό­τερο διαφορετικές από εκείνες του Βαλσαμώνα. H διερεύνηση του προβλήματος αυτού κατά τα τελευταία χρόνια απέδειξε, ότι η εντολή για τη σύνταξη των αποκρίσεων δόθηκε αρχικώς στον μητροπολίτη Χαλκη­δόνος Ιωάννη Κασταμονίτη, η οριστική τους όμως διατύπωση ανατέθη­κε τελικώς στον Βαλσαμώνα.[572]

Πέρα από τις αποκρίσεις στα ερωτήματα του Μάρκου Αλεξανδρείας φαίνεται ότι ο Ιωάννης Κασταμονίτης υπήρξε ο συντάκτης και άλλων απο-κρίσεων, που εμφανίζονται ανωνύμως σε ορισμένα χειρόγραφα δίπλα στις αποκρίσεις προς τον Μάρκο.[573]

Τέλος, στο Σιναϊτικό κώδικα αριθ. 1117 (482), και ειδικότερα στα φύλλα 241r-248ν, περιέχε­ται ένα ανώνυμο υπόμνημα για θέματα κανονικού δι-καίου. Από αυτό έχει μέχρι σήμερα εκδοθεί μόνον το μέρος που αφορά στο ένδικο μέσο της έφεσης κατά αποφάσεων του πατριάρχη. Πρόκειται για χειρό­γραφο το οποίο συντάχθηκε πιθανότατα από τον Ιωάννη Κασταμονίτη και που διασώζει επεξεργασία ενός ερμηνευτικού υπομνή­ματος του Θεό-δωρου Βαλσαμώνα.[574]

6.9. Κανονικές πραγματείες. Αν οι κανονικές αποκρίσεις αποτελούσαν λύσεις επί συγκεκριμένων πρακτικών ζητημάτων κανονικής φύσεως, δεν ήταν λίγα εκείνα τα συγγράμματα που απέβλεψαν σε μία συνολικότερη και θεωρητικότερη προσέγγιση γενικών θεμάτων του ίδιου κλάδου. Οι μελέτες αυτές είχαν χαρακτήρα περισσότερο μονογραφίας και συντάσσονταν κατά κανόνα από εκκλησιαστικούς συγγραφείς οι οποίοι είχαν ήδη ασχοληθεί με τη σύνταξη αποκρίσεων.

Τέτοια αξιόλογη πραγματεία ήταν η μελέτη περί των επισκοπικών εκλο-γών, με συντάκτη αυτής τον μητροπολίτη Σάρδεων Ευθύμιο τον Ομολογητή, που έζησε στις τελευταίες δεκαετίες του 8ου αιώνα και στις πρώτες του 9ου.[575]

Συγγραφέας αξιόλογων κανονικών πραγματειών υπήρξε και ο μητροπο-λίτης Καισαρείας Αρέθας (περίπου 850-944), ονομαστός λόγιος και μαθητής του πατριάρχη Φωτίου.[576] Στα έργα του, πέρα από μία πραγματεία περί επισκο­πικών μεταθέσεων, ανήκει και μία ακόμη πραγματεία, που γνωμο-δοτεί θεωρητικά για δύο ειδικότερα ζητήματα.

Η απάντηση στο πρώτο απευθύνεται στον αυτοκράτορα Λέοντα Σοφό, και αφορά στην έκταση της προστασίας που παρείχε το άσυλο σε όσους κατέφευγαν ως πρόσφυγες στον ναό της του Θεού Σοφίας.[577] Κατά τον Αρέθα, απόκειται στην τελική κρίση του επισκό­που να εκτιμήσει την ειλι-κρίνεια της μετάνοιας του εγκληματία, συνεκτιμώντας ως βασικό κριτήριο το αν ο δράστης προέβη στην ομολογία του αυθόρμητα και όχι απλώς για να αποφύγει τις συνέπειες της διώξεως.

Στη δεύτερη γνωμοδότηση, που απευθύνεται στον γνωστό νομομαθή του 10ου αιώνα μάγιστρο Κοσμά, γίνεται λόγος ειδικά περί ‘ανδροφόνων’.

Αξιόλογες κανονικές πραγματείες ήταν η μελέτη περί βαθμών συγγενείας σε συσχετισμό με τα κωλύματα του γάμου του μητροπολίτη Κυζίκου και συγκέλλου Δημητρίου (11ος αι.). Ο ίδιος συνέταξε ακόμη μια πραγ­ματεία κατά των αιρετικών ‘Ιακωβιτών’, καθώς και μία «Απά­ντησις προς τον λέγοντα κεκωλυμένον είναι τον εκ τριγενείας γάμον και ασυγχώρητον».

Στα γαμικά κωλύματα αφορά και ο «Λόγος αντιρρητικός» του Νικολάου Σκρίβα, που πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ 1030-1040.[578].

Στον πατριάρχη Νικόλαο Γ΄ Γραμματικό ανήκει ένα έμμετρο στιχούρ-γημα «Περί νηστειών» (1107/1108), που απευθύνεται στον Πρώτο του Άθω Ιωάννη Ταρχανιώτη.

Ως συγγραφέας πέντε πραγματειών περί του δικαιώματος του πατριάρ­χη να χειροτονεί επισκόπους, περί ετήσιων συνόδων, περί εκλογής επισκό­πων, περί του δικαιώματος των επισκόπων να παραιτούνται και περί κεκω­λυμένων γάμων αναφέρεται ένας μητροπολίτης Αγκύρας Νικήτας (μεταξύ 1038 και 1084). Την ίδια περίπου εποχή, ο μητροπολίτης Αμασείας Νικήτας συνέταξε μία σύντομη μελέτη για τις εκλογές μητροπολιτών και την ψήφο του πατριάρχη.

Στον πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη Ε΄ τον Οξείτη[579] απο­δίδεται η πραγ-ματεία «Περί του ότι οι τα μοναστήρια δια δωρεών λαμ­βάνοντες είτε αρχιερατικών είτε βασιλικών και εκ των μοναστηρίων κέρδη έχοντες ασεβού-σιν» (1085-1092). Πρόκειται για καταδίκη των χαριστικών δωρεών μονών, με ρηξικέλευθες απόψεις που όμως προκάλεσαν την έντονη αποδοκιμασία ενός από τους διαδόχους του, του νομοκανονολόγου Θεόδωρου Βαλσαμώνα.

O λόγιος Μιχαήλ Χούμνος (βλ. και πιο πάνω),[580] που κατά το 1121 διετέλεσε χαρτοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας, έγινε το 1122 μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και έζησε μέχρι το 1133. Τα κανονικά του συγγράμματα αναφέρονται κυρίως στο δίκαιο του γάμου, τους βαθμούς συγγένειας και τα γαμικά κωλύματα ανάμεσα σε συγγενείς εξ αγχιστείας.

6.10. Ιωάννης Ζωναράς. Τρεις ήταν οι μεγαλύτεροι νομοκανονολόγοι του 12ου αιώνα: οι Ιωάννης Ζωναράς, Αλέξιος Αριστηνός και Θεόδωρος Βαλσαμών.

Σύμφωνα με τις λιγοστές πληροφορίες που είναι γνωστές για τη ζωή του, και οι οποίες αντλούνται κυρίως μέσα από τα έργα του, ο Ιωάννης Ζωναράς, έζησε από τα τέλη του 11ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 12ου, καταλαμ-βάνοντας ανώτατες θέσεις στην κρατική ιεραρχία. Ως ‘μέγας δρουγγάριος της βίγλας’ υπηρέτησε ως αρχηγός της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα και πρόεδρος ενός ανώ­τατου δικαστηρίου, ενώ ως ‘πρωτασηκρήτις’ διετέ-λεσε διευθυντής της αυτοκρατορικής γραμματείας του Αλεξίου Α΄ Κομνη-νού. Προς το τέλος της ζωής του έγινε μονα­χός στη μονή της Αγίας Γλυκερίας σε νησί της Προποντίδας κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου και αφιερώθηκε στο συγγραφικό του έργο.

Ο Ζωναράς δεν ασχολήθηκε μόνον με τη σύνταξη νομοκανονικών πραγματειών αλλά συνέγραψε και θεολογικού ή ιστορικού περιεχομένου έργα, όπως είναι η ‘Επιτομή Ιστοριών’, έργο που καλύπτει την πολιτική ιστορία ‘από κτίσεως κόσμου’ μέχρι το έτος 1118.[581]

Σπουδαιότατο όμως είναι το ερμηνευτικό έργο του Ζωναρά στους ιερούς κανόνες, και πιο συγκεκριμένα στους κανόνες των Αποστόλων, των συνό­δων (οικουμενικών και τοπικών) και των πατέρων της Εκκλησίας. Το μακρόπνοο αυτό ερμηνευτικό έργο ολοκληρώθηκε μετά το έτος 1159.

Σύμφωνα με τον Ζωναρά, η συγγραφή του έργου του δεν οφείλεται σε δική του πρωτοβουλία αλλά υπήρξε αποτέλεσμα υπακοής του σε παρα-κλήσεις προσώπων τόσο σημαντικών, που δεν μπορούσε να αγνοήσει.

Το ερμηνευτικό έργο του Ζωναρά στους ιερούς κανόνες είναι αναλυτικό-τερο και πολύ πιο εκτεταμένο από εκείνο του Αριστηνού, αλλά συντομότερο από το αντίστοιχο του Βαλσαμώνα. Ο Ζωναράς αρέσκεται σε μία ευρύτατη χρήση εκκλησιαστικών (νομικών και μη) πηγών, με περιορισμένη όμως αναφορά σε διατάξεις του κοσμικού δικαίου. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος διέθετε πλούσια και ποιοτική νομική παιδεία, όπως και αξιόλογη ερμηνευτική ικανότητα και μέθοδο. Ίσως για το λόγο αυτό, το έργο Ζωναρά να επηρέασε τόσο αποφασιστικά τους μεταγενέστερους νομοκανονολόγους, ιδίως τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, αλλά και γενικότερα τη φιλολογία του κανονικού δικαίου.

6.11. Aλέξιος Αριστηνός. Ο Αρι­στηνός, έχοντας το βαθμό του διακόνου, κατέλαβε ακολούθως στη Μεγάλη Εκκλησία τα αξιώματα του ιερομνήμονα, του νομοφύλακα, τον πρωτέκδικου, του ορφανοτρόφου, του μεγάλου οικο-νόμου αλλά και το κοσμικό αξίωμα του ‘δικαιοδότη’. Ακόμη, μαρτυρείται η παρουσία του σε σύνοδο του έτους 1166.

Αλλά τη φήμη του οφείλει ο Αριστηνός στα ερμηνευτικά του σχόλια στους ιερούς κανόνες. Ειδικότερα, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β’ Κομνηνός ανέθεσε στον Αριστηνό τη σύνταξη ερμηνευτικού υπομνήματος σε σύνοψη ιερών κανόνων της Εκκλησίας, που είχε συγγράψει τον 11ο αι. ο Στέφανος Εφέσιος. Το έργο αυτό του Αριστηνού τιτλοφορείται ‘Νομοκάνονον[582] και περιέχεται στις συλλογές ‘Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων’ των Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή, καθώς και στο ‘Πηδάλιον’ που συνέθεσε ο Νικόδημος Αγιορείτης.

O Αριστηνός σχολίασε ειδικότερα τους κανόνες των Αποστόλων και των οικουμε­νικών και τοπικών συνόδων, καθώς και τους 85 κανόνες του Μεγά-λου Βασιλείου, που περιέχονται στις τρεις κανονικές επιστολές του προς τον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο.

H χειρόγραφη παράδοση του ερμηνευτικού έργου του Αριστηνού είναι εκτεταμένη, αφού έχουν μέχρι σήμερα επισημανθεί 35 περίπου κώδι­κες από τους 12ο – 17ο αιώνες, ενώ τα κείμενά του γνώρισαν μετάφραση στα πα-λαιοσλαβικά και στα ρουμανικά.

6.12. Θεόδωρος Βαλσαμών. Ο Βαλσαμών γεννήθηκε στην Κωνσταντι-νούπολη περί το 1140 και από ενωρίς έγινε κληρικός. Ως διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας περιβλήθηκε τα αξιώματα του νομοφύλακα και του χαρτοφύλακα, καθώς και του ‘πρώτου των Βλαχερνών’. Μετά το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (Σεπτέμβριος 1180), που εκτιμούσε ιδιαίτερα την επιστημονική κατάρτιση και τις γενικότερες ικανότητές τον, ο Βαλσαμών αναγορεύθηκε πατριάρχης Αντιοχείας, λόγω όμως της κατοχής της πόλης από τους Λατίνους δεν μπόρεσε ποτέ να εγκατασταθεί στην έδρα του.[583] Πιθανολογείται ότι έζησε μέχρι το 1198 περίπου.

Το συγγραφικό έργο του Βαλσαμώνα είναι πολύ εκτεταμένο, περιλαμ-βάνοντας κυρίως κείμενα νομικά. Σημαντικότατο είναι το ερμηνευ­τικό του υπόμνημα στον ‘Νομοκάνονα σε 14 τίτλους’ (1177).

Ακολουθεί ο σχολιασμός των ιερών κανόνων (Αποστόλων, Συνόδων και Πατέρων). Σώζονται ακόμη οκτώ πραγματείες του Βαλσαμώνα γύρω από διάφορα θέματα εκκλησιαστικού δικαίου, όπως «Περί των ρασοφόρων», «Περί του μη αναγινώσκειν βιβλίον μαθη­ματικόν», «Περί των διδομένων θυμιαμάτων», «Μελέτη χάριν των δύο οφφικίων, του τε χαρτοφύλακος και του πρωτεκδίκου», «Μελέτη χάριν των πατριαρχικών προνομίων» κ.ά.[584]

Ο Βαλσαμών έχει αρκετές φορές κατηγορηθεί ότι μετέβαλλε την αρχική του γνώμη κατά τρόπο που τελικά να αφήνει αβεβαιότητα για τις πραγμα-τικές του ερμηνευτικές θέσεις. Έτσι, κατά την αντιγραφή των χειρογράφων ενσωματώθηκαν συχνά στο περιθώριό τους από τους αντιγραφείς αυτές οι μεταγενέστερες απόψεις του ως «ετέρα ερμηνεία» οτο κείμενο.

Κατά την εκπόνηση του ερμηνευτικού του έργου χρησιμοποίησε ο Βαλ-σαμών μεγάλο αριθμό πηγών. Για τις ιουστινιάνειες Νεαρές, όπως προκύπτει από τον διπλό τρόπο παραπομπής στα σχόλια του Νομοκάνονα, έκανε χρήση τόσο της επιτετμημένης μορφής τους στην Cοllectίο triartita όσο και του πλήρους κειμένου από τη Συλλογή των 168 Νεαρών.[585]

Ο Βαλσαμών ακολουθεί την εξηγητική μέθοδο κατά την ερμηνεία των κανόνων, μένοντας πιστός στην παράδοση των νομοδιδασκάλων της ιουστι-νιάνειας εποχής: απόδοση του κειμένου σε παράφραση, ερμηνεία των δυσνόητων εννοιών, αναφορά του λόγου που οδήγησε στη θέσπιση της διάταξης, καθώς και του σχετικού ιστορικού πλαισίου, συσχετισμός όμοιων ή συναφών κανόνων, επισήμανση αντιθέσεων προς μεταγενέστερες κανο-νικές ή πολιτειακές διατάξεις - ιδίως με βάση την ακολουθούμενη στην εποχή τον πρακτική. Κατά τη σύνταξη των σχολίων του έλαβε υπόψη του το αντίστοιχο έργο του Ζωναρά, χωρίς όμως και να συμφωνεί πλήρως μαζί του. Δεν πρόκειται ούτε για αντιγραφή αλλά ούτε και για εξάρτη­ση, αφού ο τρόπος εργασίας των δύο αυτών νομικών, είναι διαφορετικός.

Το έργο του Βαλσαμώνα, που περιλαμβάνει ακόμη τη σύνταξη συνο-δικών αποφάσεων κατά την εποχή που ήταν χαρ­τοφύλακας, το σχολιασμό απαντήσεων που δόθηκαν σε ερωτήματα μοναχών επί του πατριάρχη Νικο-λάου Γ΄, αποκρίσεις, μικρές πραγμα­τείες καθώς και διάφορα θεολογικά και φιλολογι­κά κείμενα, επηρέασαν σημαντικά τους μεταγενέστερους νομοκανο-νολόγους. Για παράδειγμα, το ‘Αυξη­μένον Πρόχειρον’ περιέλαβε αυτούσια πολυάριθμα αποσπάσματα από το έργο του, ενώ το ίδιο έκαναν οι Ματθαίος Βλάσταρης στο ‘Σύνταγμα κατά στοιχείον’ και Μανουήλ Μαλαξός στον οικείο ‘Νομοκάνονα’ - ένα έργο που είχε τεράστια διάδοση στη μετα-βυζαντινή περίοδο.[586] Ακόμη και ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος χρησιμο-ποίησε ως πηγή τον Βαλσαμώνα τόσο στην ‘Εξάβιβλο’ όσο και στην ‘Επιτομή Κανόνων’. Τέλος, επιδράσεις παρατηρού­νται και στη σλαβική κανονική φιλολογία, στην οποία εισεχώρησε ο Βαλ­σαμών με μεταφράσεις είτε των δικών του έργων είτε των επηρεασμένων από αυτόν συγγραφέων, ιδίως του Βλάσταρη.

H ακτινοβολία του έργου του στηρίζεται στη γενική του αναγνώριση ως βαθύτατου γνώστη τόσο του κοσμικού όσο και του εκκλησιαστικού δικαίου της εποχής του. Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλεφθεί, ότι έχουν διατυπωθεί και επικρίσεις εναντίον του, διότι ορισμένες λύσεις που έδωσε σε νομικά ερωτήματα φαίνεται ότι υπαγορεύθηκαν από σκέψεις σκοπιμότητας.

 

7. Μοναστηριακά Τυπικά.[587]

7.1. Εννοιολογικά. Πρόκειται για κανονιστικής φύσεως κείμενα με τα οποία ρυθμίζονται εσωτερικής τάξεως ζητήματα των μονών, που αφορούν είτε τον λειτουργικό βίο των μονών είτε τη διοικητική οργάνωση των ευσε-βών αυτών καθιδρυμάτων. Η ιστορική και δικαιική αξία των μοναστηριακών τυπικών της βυζαντινής περιόδου -ο συνολικός αριθμός των οποίων υπολογί-ζεται σε περίπου 60- είναι πραγματικά ανεκτίμητη, λόγω του πλήθους των πρώτιστης σημασίας πληροφορών που διασώζουν στο περιεχόμενό τους.

7.2. Διακρίσεις. Τα τυπικά των βυζαντινών μονών μπορούν να διακρι-θούν βάσει διαφόρων κριτηρίων. Η κυριότερη διάκρισή τους είναι σε: 

? λειτουργικά, εφόσον ρυθμίζουν την τάξη του καθημερινού λατρευτικού βίου μέσα στη μονή, τον κύκλο των ακολουθιών, θείων λειτουργιών, ιεροπραξιών και των αφιερωμένων στις μνήμες των αγίων πανηγύρεων, θέματα που οι βυζαντινοί θεωρούσαν άμεσης και ζωτικής σημασίας για την ευσέβειά τους, και σε

? κανονιστικά, τα οποία έχουν θεσμικό και νομοκανονικό περιεχόμενο, προβλέποντας διατάξεις για την οργάνωση και λειτουργία των δομών διοική-σεως της μονής και τη διαβίωση της αδελ­φότητας που εγκαταβιώνει μέσα σε αυτή, καθώς και τον τρόπο λήψεως αποφάσεων των μοναστηριακών οργά-νων που είναι επιφορτισμένα με διοικητικές, δικαιοδοτικές ή με στενότερη έννοια νομοθετικές αρμοδιότητες.

Διαφορετικό κριτήριο διακρίσεως συναρτάται με τον συντάκτη του τυπικού. Έτσι, άλλων τυπικών η σύνταξη ανήκει σε μία εκκλησιαστική ή πολιτειακή αρχή, άλλα τυπικά συντάχθηκαν από πρόσωπα με αναγνωρι-σμένο κύρος, και άλλα, τέλος, τα λεγόμενα κτητορικά τυπικά, αποτελούν προϊόν συγγραφικής έμπνευσης του ιδρυτή ή ανακαινιστή μίας συγκεκρι-μένης μονής (κτήτορα ή κτίτορα).

Ορισμένα από τα κτητορικά τυπικά περιβλήθηκαν τη νομοτυπική μορφή της διαθήκης του κτήτορα. Στις περιπτώσεις αυτές, μέρος του περιεχομένου του τυπικού είναι αφιερωμένο στην υλική διασφάλιση της κτητορικής μονής, λαμβάνοντας μέριμνα για την εξεύρεση οικονομικών πόρων που θα εγγυ-ώνται την απρόσκοπτη αφιέρωση στην πνευματική τους αποστολή των μελών της αδελφότητας που εγκαταβιώνουν στην κτητορική μονή.

Συνήθως, τα κτητορικά τυπικά έχουν ποικίλο κανονιστικό, κάποτε και λειτουργικό, περιεχόμενο. Όπως όμως είναι ευνόητο, σπάνια το τελευταίο έχει κάποια νομική αξία.

7.3. Νομικά ζητήματα του περιεχομένου των κανονιστικών τυπικών.

7.3.1. Αυτοδιοίκητο της Μονής – Ο θεσμός του ‘επιτρόπου’ ή ‘εφόρου’. Ένα από τα διαχρονικά και πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα του μοναστη-ριακού δικαίου, είναι η καθιέρωση, δυνάμει πολυάριθμων διατάξεων των κανονιστικών τυπικών, πλήθους εξαιρέσεων από όσα προβλέπει κατά τρόπο αναγκαστικό η γενική κανονική νομοθεσία των συνόδων (οικουμενικών και τοπικών) ή αυτοκρατορικές διατάξεις, για τον τρόπο οργάνωσης και διοίκη-σης των μονών. Πρόκειται, όπως επισημαίνεται, για μία διάσταση ανάμεσα στο επίσημο δίκαιο και σε εκείνο που εφαρμοζόταν στην πράξη με τα μοναστηριακά τυπικά, διάσταση που έχει προκαλέσει πάμπολλες συζητήσεις ως προς τις αιτίες του.[588]

Το ζήτημα που προκαλούσε ανέκαθεν τις συχνότερες έριδες, αφορούσε στην έκταση εποπτείας του επιχωρίου ή οικείου επισκόπου επί των μονών της επαρχίας του. Και τούτο, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές κατά τις οποίες εκδηλώθηκαν καταδυναστευτικές ή εξουσιαστικές τάσεις αρχιερών σε βάρος μονών. Γεγονός που όμως οδήγησε στην καθιέρωση και σταδιακώς ραγδαία εξάπλωση του θεσμού των ‘αυτοδιοίκητων’ ή ‘αυτοδέσποτων’ μονών, ήτοι των μονών εκείνων των οποίων η υπαγωγή στην επισκοπική δικαιοδοσία ήταν -για τους λόγους αυτοπροστασίας τους, που αναφέραμε- από ελάχιστη έως ανύπαρκτη.

Ας μας επιτραπεί εδώ, επί του προκειμένου, μία προεισαγωγική παρατήρηση: η σχετική εκκλησιαστική φιλολογία προσπάθησε πάντοτε να εξηγήσει τα αίτια της ανωτέρω διαμάχης με τη χρήση θεολογικών, κανο-νικών ή εκκλησιολογικών κριτηρίων. Εντούτοις, τα πράγματα γίνονται ευκρινέστερα και πιο ευεξήγητα, αν το ζήτημα εδρασθεί σε εντελώς διαφο-ρετική βάση: δηλαδή τη νομή εξουσίας μεταξύ των δύο κορυφαίων θεσμών της Εκκλησίας, των επισκόπων, αφενός, και των μοναχών, αφετέρου.

Συναφής με τη διευθέτηση προβλημάτων, όπως τα πιο πάνω, ήταν και ο θεσμός ή αξίωμα του ‘επιτρόπου’ (γνωστού στις πηγές και ως: ‘εφόρου’). Επρόκειτο για πρόσωπο εμπιστοσύνης του ιδρυτή της μονής ή/και συντάκτη του οικείου τυπικού -συνήθως μέλους του οικογενειακού του κύκλου- ή για έναν διακεκριμένο αξιωματούχο, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις επί-τροπος/έφορος οριζόταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας.

Κύρια αρμοδιότητα του επιτρόπου/εφόρου ήταν η άσκηση εποπτείας επί της λειτουργίας της μονής, στο πλαίσιο εφαρμογής των όρων και εντολών του τυπικού της. Θεμελιώδης ήταν η υποχρέωση της διαφυλάξεως και προστασίας του μοναστηριακού αυτοδιοικήτου από εξωτερικές –εκκλησια-στικές ή πολιτειακές- επιβουλές. Όπως είναι προφανές, οι εξουσίες του επιτρόπου/εφόρου κάθε μονής εμφανίζονται διαφοροποιημένες, ανάλογα με τις σχετικές εντολές που του δίνει το οικείο κανονιστικό τυπικό. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μία σχέση εντολής και ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, την οποία ο επίτροπος/έφορος δεσμευόταν να τιμήσει.

Αν και το αξίωμα του επιτρόπου/εφόρου είχε πρωτίστως ηθικό και τιμη-τικό χαρακτήρα, δεν έλειπαν ωστόσο οι περιπτώσεις τυπικών που προ-έβλεπαν διάφορες μορφές προσόδων για τους επιτρόπους. Μαρτυρούνται μάλιστα και περιστατικά οικονομικών καταχρήσεων, γεγονός που ώθησε συντάκτες μοναστηριακών τυπικών να στηλιτεύσουν προληπτικά τέτοιες συμπεριφορές.

7.3.2. Ο ηγούμενος της Μονής. Ο ηγούμενος της μονής -μόνος ή πλαι-σιωμένος με άλλα προεξάρχοντα μέλη της οικείας αδελφότητας- ασκούσε, κατά κανόνα με τρόπο συγκεντρωτικό, το σύνολο σχεδόν των πνευματικών και διοικητικών εξουσιών για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τα πράγματα της μονής.

Η κεντρική θέση του ηγουμένου και το πλήθος των εξουσιών του, τύγχα-ναν συνήθως λεπτομερειακής ρύθμισης από τις διατάξεις του τυπικού, που όριζε τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία αναδείξεως στο συγκεκριμένο αξίωμα, τυχόν κωλύματα των υποψηφίων ή κανονικές συνέπειες σε ενδεχό-μενη αθέτηση των υποχρεώσεων εκ μέρους του ηγουμένου, που μπορεί να έφθαναν μέχρι και την έκπτωσή του από το αξίωμα, τον κύκλο λήψεως ηγουμενικών αποφάσεων και τον τρόπο υλοποίησής τους κ.ο.κ.

7.3.3. Ο οικονόμος. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ο οικονόμος της μονής αναδεικνυόταν εκ των πραγμάτων σε όργανο σημαντικότερο για τη διοίκηση και διαχείριση των πραγμάτων και της περιουσίας της μονής, ακόμη και από τον ίδιο τον ηγούμενο. Και εδώ οι ευθύνες του οικονόμου για τη χρηστή διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας ήταν ιδιαίτερα αυξη-μένες, με σοβαρότητες νομοκανονικές και άλλες απειλές σε περιπτώσεις τυχόν διαπιστώσεως διασπαθίσεώς της.

7.3.4. Είσοδος στη Μονή – Κουρά - Διακρίσεις των μοναχών. Λίγες είναι οι διατάξεις των μοναστηριακών τυπικών που αναφέρονται στις προϋπο-θέσεις εισόδου σε αυτήν υποψηφίων με σκοπό τη μονιμότερη εγκαταβίωσή τους, όπως τέτοιες μπορούσαν να είναι η ηλικία ή η οικογενειακή κατά-σταση. Ωστόσο, τα θέματα αυτά ρυθμίζονταν -και με λεπτομερειακό μάλι-στα τρόπο- από αυτοκρατορικές διατάξεις, έτσι ώστε να μην καταλείπεται οποιοδήποτε ρυθμιστικό κενό.

Αν και η μοναχική ιδιότητα, όπως αυτή αποκτάτο με την τέλεση της ακολουθίας της κουράς, θεωρούνταν ανέκαθεν από τη σχετική μοναστη-ριακή παράδοση ως ενιαία, εντούτοις ορισμένα τυπικά διέκριναν, ήδη από τον 9ο αιώνα, τους μοναχούς σε ‘μεγαλόσχημους’ και ‘μιχρόσχημους’. Άλλα τυπικά δεν αποδέχονται τέτοιες διακρίσεις.

Θεμέλιο της ακολουθίας της κουράς είναι οι τρεις μοναχικές επαγγελίες (υποσχέσεις), δηλα­δή ισόβιας ακτημοσύνης, υπακοής και εγκράτειας. Στην υλοποίηση και εξασφάλι­ση της τήρησης αυτών των επαγγελιών είναι αφιερωμένο σημαντικό μέρος των τυπικών. Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε και η ίδρυση και λειτουργία του θεσμού του ‘αβάτου’, που είναι η απαγό-ρευση εισόδου ή παρουσίας προσώπων του αντίθετου φύλου μέσα στις μονές.

7.3.5. Κοινόβιο και ιδιόρρυθμο σύστημα μοναχικού βίου. Στο πλαίσιο του κοινοβιακού τρόπου ζωής, οι μοναχοί τηρούν με αυστηρότητα την υπόσχεσή τους περί εκούσιας πτωχείας, ζώντας οι ίδιοι σε πλήρη ακτημο-σύνη. Η ‘ιδιορρυθμία’, από την άλλη πλευρά, πρακτική που εμφανίστηκε σε περιόδους παρακμής του μοναχικού βίου, επιτρέπει πολλές παρεκκλίσεις από τον πιο πάνω κανόνα.

Σε πολλά τυπικά, της υστεροβυζαντινής κυρίως περιόδου, είναι εμφανής η τάση θεσμικού περιορισμού της ιδιορρυθμίας με τη θέσπιση ανελαστικό-τερων διατάξεων, που θα υποχρέωναν τους μοναχούς να ακολουθήσουν τον κοινοβιακό τρόπο οργάνωσης του μοναχικού βίου.

H ισόβια εγκαταβίωση (stabilitas loci) μέσα στη μονή ενδιαφέρει ιδιαί-τερα τούς συντάκτες των τυπικών, που προσπαθούν να τη διασφα­λίσουν και με οικονομικής φύσεως ρυθμίσεις. Τέτοια ήταν η πρόβλεψη να παραμένει οριστικά στη μονή κάθε περιουσιακό στοιχείο που ο μοναχός θα εισέφερε σε αυτήν κατά την είσοδό του, έστω και αν αυτός αργότερα αποχωρούσε.

7.3.6. Μία χαρτογράφηση των μοναστηριακών τυπικών. Από ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο σώζονται σήμερα 60, περίπου, μοναστηριακά τυπικά.

Ως αρχαιότερο θεωρείται το τυπικό που συνέταξε τον 6ο αιώνα ο άγιος Σάββας, ιδρυτής της ομώνυμης λαύρας στην Παλαιστίνη, και το οποίο σώζε-ται σε μετα­γενέστερη επεξεργασία του 11ου αιώνα.

Αξιοσημείωτο είναι και το τυπικό της μονής Στουδίου της Κωνσταντι-νούπολης, από τον ηγούμενό της Θεόδωρο, μια από τις μεγαλύτερες μοναχικές προσωπικότητες. Ο ίδιος μάλιστα συμπλήρωσε το τυπικό με το κανονιστικό περιεχόμενο της προσωπικής του Διαθήκης.[589]

Στον 10ο αιώνα ανήκει το τυπικό του αγίου Παύλου, που αφορά σε ένα περίφημο μοναστήρι του όρους Λάτρος, που λειτουργούσε κοντά στη Μί-λητο της Μ. Ασίας.[590]

Από το 970 μέχρι το 1045 συντάχθηκε μία σειρά τυπικών για τις μονές του Αγίου Όρους Άθω, ορισμένα από τα οποία περιβλήθηκαν τον τύπο αυτοκρατορικών πράξεων. Έκτοτε, το αυτοδιοίκητο των μονών του Αγίου Όρους τέθηκε υπό την υψηλή εγγύηση της ίδιας της πολιτείας, βυζαντινής αρχικά, οθωμανικής αργότερα, νεοελληνικής σήμερα. Βεβαίως, τα παράπονα της κεντρικής εκκλησιαστικής διοίκησης για τον παραμερισμό της αυτόν, ποτέ δεν έλειψαν.[591]

Η εκατονταετία από τα μέσα του 11ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 12ου, χαρακτηρίζεται από ένα κύμα ίδρυσης νέων μονών, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία,[592] με παράλληλη σύνταξη αντίστοιχων κτητορικών τυπικών.[593]

Ειδικότερα, από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης σώζονται τα τυπικά για τις μονές της:

? Θεοτόκου της Ευεργέτιδος (1065), που αποτέλεσε πρότυπο πολλών μεταγενέστερων τυπικών,[594]

?  του Πανοικτίρμονος, που ίδρυσε το 1077 ο πατρίκιος και ανθύπατος Μιχαήλ Ατταλειάτης, μέλος του ανώτατου δικαστηρίου,[595]

? της Θεοτόκου της Κεχαριτωμένης, που ανακαινίστηκε από την αυτοκρά-τειρα Ειρήνη, σύζυγο του Αλεξίου Α΄ (περί 1118),[596]

? του Παντοκρά­τορος, που συστή0ηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό (1136),[597]

? του αγίου Μάμαντος, με τυπικό που συνέταξε ο ηγούμενος Αθανά­σιος Φιλανθρωπηνός (1158).[598]

Ας έρθουμε τώρα στις επαρχιακές βυζαντινές μονές. Εδώ πρέπει να ανα-φερθούν τα τυπικά των μονών:

? της Θεοτόκου της Πετριτζιώ­τισσας, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό Backοvo της Βουλγαρίας. Το τυπικό του μοναστηριού αυτού συντάχθηκε από τον μεγάλο δομέστικο της Δύσεως Γρηγόριο Πακουριανό,[599]

? της Θεοτόκου της Ελεούσης στη Στρούμιτζα, που οικοδόμησε ο μοναχός και αργότε­ρα επίσκοπος της περιοχής Μανουήλ (μεταξύ 1085 και 1106),

? του Ιωάννη του Θεολόγου, που ίδρυσε στη νήσο Πάτμο ο όσιος Χριστό-δουλος (‘Υποτύπωσις’, ‘Διαθήκη’ και ‘Κωδίκελλος’, στα 1091 και 1093),[600]

? της Θεοτόκου του Ροϊδίου του Νίκωνος του Μαύρου Όρους,

? της Θεοτόκου της Αρείας στο Ναύπλιο, που συντάχθηκε από τον ιδρυτή της μονής επιχώριο επίσκοπο Λεόντιο,[601]

? της Κοσμοσώ­τειρας, που ίδρυσε το 1152 κοντά στον Αίνο της Θράκης ο σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος ο Κομνηνός, αδελφός του Ιωάννη Β’.[602]

Ως προς την Κρήτη, τέλος, σώζονται τα δύο τυπικά των μονών:

? της μονής που ίδρυσε ο Ιωάννης Ξένος, και στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη εκτενώς,[603]

? του οσίου Νείλου Νταμιλά, που ίδρυσε με δικά του έξοδα ο μοναχός αυτός στις αρχές του 15ου αιώνα κοντά στην σημερινή περιοχή Βαγιονιά Ηρακλείου. Όπως αναφέρεται στη διαθήκη του (1417):

«Του μακαριωτάτου εν ιερομονάχοις κυρού Νείλου του λεγομένου Νταμιλά διαθήκη και τυπική παράδωσις ην παρέδωκε των μοναζουσών των εν τη σεβασμία μονή της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας της παντανάσσης της παρ' εκείνου οικοδομηθείσης εν τη τοποθεσία τη λεγομένη Βαϊοναία[604]

Πράγματι, υπήρχε παλαιότερα στο χωριό Βαγιονιά μεταβυζαντινός ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1937.

 

8. Audientia episcopalis

Όπως γνωρίζουμε, από την εποχή ήδη του Μ. Κωνσταντίνου μαρτυρείται η ύπαρξη και λειτουργία εκκλησιαστικών οργάνων, κυρίως επισκόπων, με αρμοδιότητα την επίλυση διαφορών ακόμη και του χώρου του ιδιωτικού (αστικού, κυρίως οικογενειακού και κληρονομικού) ή ποινικού δικαίου. Η ιδιότυπη αυτή δικονομική αρμοδιότητα της Εκκλησίας επί υποθέσεων κοσμικού χαρακτήρα, καθιερώθηκε να ονομάζεται audientia episcopalisepiscopale judicium).

Επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) διευρύνεται η ανάμιξη της Εκ-κλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη, με τον ορισμό του πατριαρχικού δικαστηρίου Κωνσταντινουπόλεως ως ανώτατου δικαιοδοτικού οργάνου, σχετικά με υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου. Αρκετά αργότερα (1329) καθιερώνεται ο θεσμός των ‘καθολικών κριτών των Ρωμαίων’, ενώ συνεχίζει να λειτουργεί και το ανώτατο δικαστήριο της πατριαρχικής συνόδου, εκδικά-ζοντας διαφορές κληρικών ή λαϊκών (ακόμη και επί υποθέσεων τοκογλυ-φίας, ερμηνείας συμβολαίων κ.α.).[605]

 


 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Ι. ΠΗΓΕΣ

Ανδρέας Κρήτης, Λόγος εις τον Απόστολον Τίτον, P.G. 97, στ. 1141 επ.

Ανδρέας Κρήτης, Εγκώμιον εις τους Αγίους Δέκα και Καλλινίκους Μάρτυρας, έκδ. Βασιλείου Λαούρδα, ΚρΧρ 3 (1949) 84-117.

Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, ΙΙ, 162.10-20.

Αρμενόπουλος, Κωνσταντίνος, Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλος, επιμέλεια-σχόλια: Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971.

Jus Graecoromanum, Ι. et P. Zepos (Ιωάννης και Παναγιώτης Ζέποι), Αθήνα 1931 (ανατύπωση Scientia Aalen 1962).

Λέων Διάκονος, Ιστορία, (μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια: Βρασίδα Καραλή), ‘Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 9’, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000.

Θεόδωρος ηγούμενος της μονής Στουδίου, Διαθήκη, P.G. τόμ. 99 στ. 1813-1824.

Βίος Ανδρέα Κρήτης, έκδ. Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ανάλεκτα Ιεροσο-λυμιτικής Σταχυολογίας, τόμ. 5, σ. 169-179, Πετρούπολις 1898.

Βίος Θεοδώρου Κυθήρων, έκδ. Ν. Οικονομίδης, Πρακτικά 3ου Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Ι, σ. 264-291, Αθήνα 1967.

Βίος Ιωάννου Ξένου, έκδ. Ν. Τωμαδάκης, ΚρΧρ 2 (1948) 47 επ. 

Βίος Νικολάου Στουδίτου, P.G. 105, 863 επ.

Βίος Νίκωνος του Μετανοείτε, έκδ. Σπυρίδων Λάμπρος, Νέος Ελληνομνήμων 3 (1906) 130 επ.

Βίος Στεφάνου του Νέου, (υπό Στεφάνου Διακόνου), P.G. 100, στ. 1069 επ.

Γεδεών, Μανουήλ, Κανονικαί Διατάξεις των αγιωτάτων Πατριαρχών Κων-σταντινουπόλεως, τόμ. Ι (σελ. 418) – τόμ. ΙΙ (σελ. 475), Κωνσταντινού-πολις, 1888-1889.

Γερμανός Μητροπολίτης Σάρδεων, «Επισκοπικοί κατάλογοι των Εκκλησιών Κρήτης, Δωδεκανήσου και των λοιπών ελληνικών νήσων», ΕΦ 34 (1935) 80-89, 292-316, 427-446? 35 (1936) 82-101, 282-284.

Darrouzes Jean, Notitiae Episcopatuum ecclesiae constantinopolitanae, Paris 1981.

Επαρχικόν Βιβλίον, έκδ. J. Koder, Das Eparchenbuch Leons des Weisen, Wien 1991.

Επαναγωγή του Νόμου υπό Βασιλείου και Λέοντος και Αλεξάνδρου, έκδ. I. - Π. Ζέπποι, Jus Graeco-Romanum, τόμ. Β΄, Αθήνα 1931, σ. 229-368.

Ζωναράς, Ιωάννης, Επιτομή Ιστοριών, τόμ. Α΄ (1995), τόμ. Β΄ (1998), τόμ. Γ΄ (1999), πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση Ιορδάνη Γρηγοριάδη, σειρά: ‘Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 5’, εκδ. Κανάκη, Αθήνα.

Ιεροκλής ο Γραμματικός, Συνέκδημος, έκδ. G. Parthey, Hieroklis Synecde-mus et Notitiae Episcopatuum, Άμστερνταμ 1967.

Κοσμάς, Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική Τοπογραφία, έκδ. Patrologia Graeca 88, στ. 52 επ.

Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί των θεμάτων, σχολιασμένη έκδο-ση: A. Pertusi, Constantino Porfirogenito, De thematibus, Ρώμη-Βατι-κανό 1952.

Lambros Spyr., «Das Testament des Neilos Damilas», ΒΖ 4 (1895) 585-587.

Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, Τακτικά, τόμ. Α΄-Β΄, μετάφραση σχόλια Κ. Ποταμιάνος, τελική επεξεργασία κειμένου και γενική επιμέλεια Δ. Αθανασόπουλος, Αθήνα 2001.

Μαρτύριον Ανδρέου εν Κρίσει, P.G. 115, στ. 1109 επ.

Miklosich Franz - Muller Joseph, Αcta et diplomata graeca medii. Sacra et profana et edita, volumes I-VI, Wien 1860-1890 (ανατύπ. Αθήνα, Spanos editions, 1996).

Novellae Justiniani, έκδ.  R. Schoell – G. Kroll, Berlin 1895 (ανατ. Dublin/Zurich 1972).

Νόμος Ροδίων Ναυτικός, έκδ. I. – Π. Ζέπποι, Jus Graeco-Romanum, τόμ. Β΄, Αθήνα 1931, σ. 91 επ.

Νόμοι στρατιωτικοί, έκδ. I. – Π. Ζέπποι, Jus Graeco-Romanum, τόμ. Β΄, Αθήνα 1931, σ. 73 επ.

Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Μαρία, Έγγραφα Πάτμου, Β΄ Δημοσίων Λειτουργών, ΕΙΕ-ΙΒΕ, Αθήνα 1980.

Παναγιωτάκης, Ν., Θεοδόσιος Διάκονος και το ποίημα αυτού «Άλωσις της Κρήτης», Ηράκλειο 1960.  

Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Α., «Συνοδική πράξις Γεωργίου Ξιφιλίνου», ΒZ 11 (1902) 75-78.

Ράλλη, Γεωργίου – Ποτλή Μιχαήλ, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανό-νων, των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων και των Ιερών Οικουμενι-κών Συνόδων και Τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, 6 τόμοι, Αθήναι ?1852-1859, φωτοτυπική ανατύπωση: εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1992.

Σήφακας, Γ., «Το χρυσόβουλλον Αλεξίου Β’ του Κομνηνού και τα δώδεκα Αρχοντόπουλα (1182 μ.Χ.)», ΚρΧρ 2 (1948) 129-148.

Τσουρδαλάκης, Αλέξανδρος Ν., «Ένα νέο χειρόγραφο για τα δώδεκα αρχοντόπουλα της Κρήτης», Κρητολογία 11 (1995), 287-304.

 

ΙΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ

Αγγελιδάκης, Χ., «Η κατάστασις της Εκκλησίας της Κρήτης επί Ενετο-κρατίας (1204-1669)», Θεολογία 3 (1925) 330-344, 4 (1926) 21-41.

Άμαντος, Κ., Εισαγωγή εις την βυζαντινήν ιστορίαν, Αθήναι ²1950.

Άμαντος, Κ., «Περί των βυζαντινών διαθηκών», Πεπραγμένα Θ΄ Βυζαντινο-λογικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη 1953), τόμ. Β΄, Αθήναι 1956, 281-287.

Άμαντος, Κ., Ιστορία του βυζαντινού κράτους (395-1204), τόμ. 1-2, Αθήναι ²1953-1957.

Αναγνωστάκης, Η., «Ιστορικογεωγραφικές σημειώσεις», Βυζαντινά Σύμμει-κτα 8 (1989) 61-82.

Ανδρεάδης, Ανδρέας Μ., Ιστορία της Ελληνικής Δημοσίας Οικονομίας, τόμ. Α΄ - Β΄, Αθήνα 1928, 1930-31, (επανέκδ.: Παπαδήμας, Αθήνα 1992).

Ανδριανάκης, Μιχ., «Τρία ανέκδοτα κείμενα για τον Άγιο Ιωάννη τον Ερημίτη», Παρνασσός 24 (1982) 395-408.

Ανδριανάκης, Μιχ., «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης και η μονή του Γδερνέτου», Πεπρ. Ε΄ ΔΚΣ, τόμ. ΙΙ, Ηράκλειο 1986, 14-53.

Ανδριανάκης, Μιχ., «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος και Ερημίτης και ο ναός του Αλικιανού», Ελλωτία 1 (1992) 180-193.

Αντουράκης, Γ., Αι Μοναί Μυριοκεφάλων και Ρουστίκων Κρήτης μετά των παρεκκλησίων αυτών. Συμβολή εις την έρευναν των χριστιανικών μνη-μείων, Αθήναι 1977.

Αντουράκης, Γ., Τοιχογραφημένοι ναοί της Κρήτης, Αθήναι 1977.

Αρβελέρ, Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα 1977.

Αρβελέρ, Ελένη, Μοντερνισμός και Βυζάντιο, Όψεις της βυζαντινής κοινω-νίας 1, Αθήνα 1992.

Βάρζος, Κ., Η γενεαλογία των Κομνηνών, τόμ. Α΄-Β΄, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 20α-20β, Θεσσαλονίκη 1984.

Βαρναλίδης, Σ. Λ., Ο θεσμός της χαριστικής (δωρεάς) των μοναστηρίων εις τους βυζαντινούς, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 21, Θεσσαλονίκη 1985.

Βασίλιεφ, Α., Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετάφραση υπό Δ. Σαβράμη, Αθήναι 1954.

Βρανούση, Έρα Λ., «Πατμιακά Α΄: Χρυσόβουλλον του Αυτοκράτορος Νικηφόρου του Βοταειάτου υπέρ της εν Στροβίλω Μονής του Προδρό-μου (1079)», ΕΕΒΣ 33 (1964) 52-71.

Βρανούση, Έρα Λ., «Πρόσταξις Μανουήλ Β΄ Κομνηνού υπέρ της εν Πάτμω Μονής Ιωάννου του Θεολόγου. Χρονολογικά και προσωπογραφικά ζητήματα», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, τόμ. Β’, Αθήνα 1964, σ. 80 επ.

Βρανούση, Έρα Λ., «Ο καθηγούμενος της μονής Πάτμου Ιωσήφ Ιασίτης και η αρχαιότερη αναγραφή χειρογράφων της μονής», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 4 (1964) 345-351.

Βρανούση, Έρα Λ., Τα αγιολογικά κείμενα του οσίου Χριστοδούλου, ιδρυτού της εν Πάτμω Μονής. Φιλολογική παράδοσις και ιστορικαί μαρτυρίαι, Αθήνα 1966.

Βρανούση, Έρα Λ., «Πατμιακά Ζ΄: Ιστορικές μαρτυρίες για την Κρήτη τον ΙΒ΄ αιώνα από πατμιακές πηγές»,  Πεπρ. Β’ ΔΚΣ, Αθήναι 1968, 5-16.

Βρανούση, Έρα Λ., Έγγραφα Πάτμου Αυτοκρατορικά, έκδ. Εθνικού Ιδρύ-ματος Ερευνών - Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1980.

Βλάχος, Άγγελος, Οι τελευταίοι Γαληνότατοι, Εστία, Αθήνα 62000.

Βaynes, N. - Moss H., Βυζάντιο. Εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, (μετάφρ. Υπό Δ. Ν. Σακκά), Αθήνα 1983.

Γαλανόπουλος, Μελέτιος, Βίος, πολιτεία, εικονογραφία, θαύματα και ασμα-τική ακολουθία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νίκωνος του ‘Μετανοείτε’, εν Αθήναις 1933.

Γάσπαρης, Χ., «Δεσμοί υποτέλειας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Η σύντομη ιστορία μιας οικογένειας απελεύθερων», ΡΟΔΩΝΙΑ, τιμή στον Μ. Ι. Μανούσακα, τόμ. 1, Ρέθυμνο 1994, 107-114.

Γάσπαρης, Χ., Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη (13ος-14ος αι.), ΕΙΕ-ΚΒΕ, ‘Μονιογραφίες 4’, Αθήνα 1997, 17 επ.

Γεδεών, Μανουήλ, «Συλλογής κανονικής εφόλκιον», Eκκλησιαστική Αλήθεια 35 (1915) 214-215 και 36 (1916) 1-3, 14, 17-18.

Γιάγκου, Θ., Νίκων ο Μαυρορείτης. Βίος - συγγραφικό έργο - κανονική διδα-σκαλία, Θεσσαλονίκη 1991.

Γιάγκου, Θ., «Αποσπάσματα αγνώστού αγιορειτικού τυπικού στο ανθολόγιο ‘Ερμηνείαι των εντολών του Κυρίου’», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογι-κής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής 1 (1990) 327-357 (343-349).

Γιαννόπουλος, Παναγιώτης, «Ορισμένα προβλήματα από την Ιστορία της Μεσοβυζαντινής Κρήτης προ της Αραβικής κατοχής», Πεπρ. Ζ’ ΔΚΣ, τόμ.  Β1 ‘Τμήμα Βυζαντινών και Μέσων Χρόνων’, Ρέθυμνο 1995, 175-192.

Γκαβαρδίνας, Γ., «Οι περί του δικαίου του ασύλου απόψεις του Νικολάου Καβάσιλα στο λόγο του ‘Αθηναίοις περί του εν αυτοίς ελέου βωμού’», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 13 (2008) 95-116.

Γκουτζιουκώστας, Α., Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώ-νες). Τα κοσμικά δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται αριθ. 37, Θεσσαλονίκη 2004.

Γκουτζιουκώστας, Α., «Ο κριτής του στρατοπέδου και ο κριτής του φοσσά-του», Bυζαντινά 26 (2006) 79-99.

Γκόφας, Δ., Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου, τ. Α΄-ΣΤ΄, 2η/3η έκδ. Αθήνα 1986-1990.

Γλαβίνας, Απ., Η επί Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118) περί ιερών σκευών, κειμηλίων και αγίων εικόνων έρις (1081-1095), σειρά: ‘Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 6’, Θεσσαλονίκη 1972.

Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ελένη, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρα-τορίας, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 1988.

Γόντικα, Δάφνη, «Οι ξένοι ταξιδιώτες στην Κρήτη (12ος – 17ος αιώνας», Πεπρ. Ζ΄ ΔΚΣ, τόμ. Α1, ‘Τμήμα Αρχαιολογικό’, Νέα Χριστιανική Κρήτη, Ρέθυμνο 11-14/1995, 163-172.

Γρηγορίου - Ιωαννίδου, Μ., «Γύρω από την πρώτη μνεία ‘’θεμάτων‘’ στο Θεοφάνη», Βυζαντιακά 15 (1995) 225-245.

Γρηγορίου - Ιωαννίδου, Μ., Στρατολογία και έγγεια στρατιωτική ιδιοκτησία στο Βυζάντιο, Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών 4, Θεσσαλονίκη 1989.

Gerd, L., «Το ‘Τακτικόν’ του Νίκωνος του Μαυρορείτη στη ρωσική βιβλιο-γραφία», Βυζαντιναί Μελέται 7 (1996) 140-146.

Gerola, G., «Οι Έλληνες επίσκοποι εν Κρήτη επί Ενετοκρατίας», Χριστια-νική Κρήτη 1913, 302 επ.

Hunger, H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική λογοτεχνία των Βυζαντινών, τόμ. Ι-ΙΙΙ (μετάφρ. Λ. Γ. Μπενάκης κ.ά.), εκδ. ΜIET, Αθήνα 1987/1992.

Hunger, H., Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου. Γραφή και ανάγνωση στο Βυζάντιο, (μετάφρ. Γ. Βασίλαρος), Αθήνα 1995.

Δετοράκης, Θεοχάρης, «Ανέκδοτον εγκώμιον εις Ανδρέα Κρήτης», ΕΕΒΣ 37 (1969-1970) 85 επ.

Δετοράκης, Θ., «Αι αραβικαί επιδρομαί και η εν Κρήτη Αραβοκρατία», ΚρΧρ 21 (1969) 119-129.

Δετοράκης, Θ., «Η πανώλης εν Κρήτη», ΕΕΦΣΠΑθ 21 (1970-1971) 118 επ.

Δετοράκης, Θ., Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου της Κρήτης και η σχετική προς αυτούς φιλολογία, Αθήναι 1970.

Δετοράκης, Θ., Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990.

Διομήδης, Α., Βυζαντιναί Μελέται Ι, Αθήναι 1951.

Δυοβουνιώτης, Κ. Ι., «Ο Αθηνών Άνθιμος και Πρόεδρος Κρήτης, ο Ομολο-γητής», ΕΕΒΣ 9 (1932) 47-79.

Ευστρατιάδης, Σωφρόνιος, «Ανδρέας ο Κρήτης ο Ιεροσολυμίτης», Νέα Σιών Ιεροσολύμων 29 (1934) 673-688· 30 (1935) 3-10, 147-153, 209-217, 269-283, 321-342.

Ζακυθηνός, Διονύσιος, «Περί της τιμής του σίτου εν Βυζαντίω», ΕΕΒΣ 12 (1936) 390 επ.

Ζακυθηνός, Δ., «Σιγίλλιον περί της μονής Ρουστίκων», ΕΕΚΣ 3 (1940) 236-240.

Ζακυθηνός, Διονύσιος, «Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει», ΕΕΒΣ 17 (1941) 208-274.

Ζακυθηνός, Διονύσιος, Βυζαντινή Ιστορία (323-1071), Αθήναι 1972.

Ζαχαρόπουλος, Ν., Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1988.

Ζαμπετάκης, Μ., «Ανέκδοτα έγγραφα της βυζαντινής οικογένειας των Βαρουχών στην Κρήτη», Αμάλθεια 6 (1981) 293 επ.

Ζαμπετάκης, Μ., «Στοιχεία από τη ζωή της βυζαντινής οικογένειας των Καφάτων στην Κρήτη», Αμάλθεια 25 (1994) 40-49.

Ζαμπετάκης, Μανόλης, «Συμπληρωματικά για τη βυζαντινή οικογένεια των Βαρουχών στην Κρήτη», Αμάλθεια 27 (1996) 23-43.

Ζαμπετάκης, Μ., «Απόγονοι παλαιών βυζαντινών οικογενειών στα Ρούστικα Ρεθύμνου», Αμάλθεια 27 (1996) 33-43.

Ζαμπετάκης, Μ., «Σκορδίληδες: μια βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια στην Κρήτη», Αμάλθεια 28 (1997) 40-49.

Ζευγαδάκης, Νικ., «Δύο πατριαρχικά σιγίλλια ρυθμιστικά των σχέσεων των Σιναϊτών και της Μητροπόλεως Κρήτης», ΚρΧρ 2 (1948) 507-520.

Καζντάν, Αλ. (Kazhdan), «Κεντρομόλες και φυγόκεντρες τάσεις στο βυζαν-τινό κόσμο (1081-1261). Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας», Βυζαντιακά 3 (1983) 91-110 (μετάφρ. Τηλέμαχου Λουγγή).

Καλομενόπουλος, Ν., Η στρατιωτική οργάνωσις της ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, Αθήναι 1937.

Καλομενόπουλος, Ν., «Η Κρήτη κατά τους βυζαντινούς χρόνους», ΕΕΚΣ 1 (1938) 143-164.

Καραγιαννόπουλος, Ι., Βυζαντινή Διπλωματική, Α΄: Αυτοκρατορικά έγγραφα Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 4, Θεσσαλονίκη 21972.

Καραγιαννόπουλος, Ιωάν., «Βυζαντινά Σύμμεικτα Ι», Βυζαντινά 5 (1973) 99-109.

Καραγιαννόπουλος, Ι., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Θεσσαλονίκη ²1981.

Καραγιαννόπουλος, Ι., Πηγαί της βυζαντινής ιστορίας, Θεσσαλονίκη 51987.

Καραγιαννόπουλος, Ι., Η πολιτική θεωρία των βυζαντινών, Θεσσαλονίκη 1988.

Καραγιαννόπουλος, Ι., Η εξέλιξη των αγροτικών σχέσεων στο Βυζάντιο, Ελληνική Επιτροπή Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Κέντρο Σπου-δών Νοτιοανατολικής Ευρώπης 35, Αθήνα 1995.

Καραγιαννόπουλος, Ι., Το βυζαντινό κράτος, Θεσσαλονίκη 41996.

Καψωμένος, Γεώργιος, «Η προέλευση του όρου ‘Ριζίτικα’», Αμάλθεια 12 (1981) 233-237.

Καταπότης, Μιχ., «Ανέκδοτα έγγραφα της εν Σητεία Κρήτης μονής της κυρίας Ακρωτηριανής, σήμερον Τοπλού καλουμένης», Μύσων 1 (1932) 4-39.

Καλοκύρης, Κ., «Η βασιλική της βυζαντινής Συβρίτου», ΚρΧρ 13 (1959) 7-38.

Καραγιάννη, Σαλαπασίδου Β., «Οι συντεχνίες των αργυροπρατών και τρα-πεζιτών στο Βυζάντιο», Βυζαντιακά 17 (1997) 437-447.

Κοζύρης, Θ., «Η Νεαρά του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού του έτους 1166 περί δικονομικών και άλλων νομικών θεμάτων», Βυζαντιναί Μελέται 2 (1990) 189-199.

Κόλλιας, Τ., Νικηφόρος Β’ Φωκάς (963-969). Ο στρατηγός αυτοκράτωρ και το μεταρρυθμιστικό του έργο, εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993.

Κόλλιας, Τ. / Χρόνη Μ.  (επιμέλεια, μετάφραση, σχολιασμός), Το Επαρχικόν Βιβλίον του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2010.

Κολυφέτης, Α., «Τα 12 αρχοντόπουλα της Κρήτης», Κρητική Εστία 3 (1952) 31 επ.

Κομίνης, Αθ., Ο νέος Κατάλογος των χειρογράφων της εν Πάτμω ιεράς μονής Ιωάννου του Θεολόγου, Σύμμικτα Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, τόμ. Α΄, Αθήνα 1966.

Κονιδάρης, Γερ. Ι., Αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η «τάξις» αυτών, τόμος Α', Αθήναι 1934.

Κονιδάρης, Γεράσιμος, «Αι επισκοπαί Κρήτης μέχρι και του 10ου αιώνος», ΚρΧρ 7 (1953) 462-478.

Κονιδάρης, Γερ. Ι., Περί τον τίτλον του «Αρχιεπισκόπου», Αθήναι 1963 - 1964.

Κονιδάρης, Γεράσιμος, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Β΄, Αθήναι 1970.

Κονιδάρης, Γερ. Ι., «Τακτικά ή Έκθεσις», ΜΕΕ τόμ. 12, σ. 756-757.

Κριαράς, Εμμ., Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α-ΙΓ, Θεσσαλονίκη 1969-1994.

Κρόντς, Γ., Η εκκλησιαστική περιουσία κατά τους οκτώ πρώτους αιώνας, Αθήναι 1935.

Κωνσταντέλος, Δ., Βυζαντινή φιλανθρωπία και κοινωνική πρόνοια, Αθήνα 1986.

Κωνσταντινίδης, Ιωάννης Χρ., Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός (ca. 852-925 μ.Χ.), πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (901-907, 912-925), Αθήναι 1967.

Κωνσταντόπουλος, Κ., «Στρατηγός Κρήτης», ΕΕΒΣ 6 (1929) 316-320.

Kopstein, Helga, «Μερικές παρατηρήσεις για τη νομική κατάσταση των δούλων κατά την ‘Πείρα’», στο: Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση, Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών - Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1989, 409-419.

Λαΐου - Θωμαδάκη, Αγγελική, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, (μτφρ. Α. Κάσδαγλη), Αθήνα 1987.

Λαΐου - Θωμαδάκη, Αγγελική, «Οικονομικά ζητήματα στην 'Πείρα' Ευστα-θίου του Ρωμαίου», Η αυτοκρατορία σε κρίση, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ίδρυμα Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 11, Αθήνα 2003, 179-189.

Λαμπρινός, Κώστας Ε., «Η εξέλιξη της Κρητικής ευγένειας στους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας», Θησαυρίσματα 26 (1996) 206-224.

Λάμπρος, Σπ., «Διαθήκη Παύλου του Λατρηνού», Nέος Ελληνομνήμων 12 (1915) 198-203.

Λαμψίδης, Ο., «Μία παραλλαγή της βιογραφίας του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου», Βυζαντινά 6 (1974) 283 επ.

Λαούρδας, Β., «Ανδρέου αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, Εγκώ-μιον εις τους Αγίους Δέκα και Καλλινίκους Μάρτυρας», ΚρΧρ 3 (1949) 85-117.

Λαούρδας, Β., «Ο Άγιος Ανδρέας εν τη Κρίσει και η Κρήτη επί εικονο-μαχίας», ΚρΧρ 5 (1951) 32-60.

Λαούρδας, Β., «Κρητικά παλαιογραφικά. 19: Κρητικά έγγραφα εις μονάς του Αγίου Όρους», ΚρΧρ 9 (1955) 479-489.

Λασσιθιωτάκης, Κ., «Εγγεγραμμένοι σταυρικοί ναοί της δυτικής Κρήτης», Πρακτικά Β’ ΔΚΣ, τόμ. 1, Αθήνα 1968, 344 επ.

Λασσιθιωτάκης, Κ., «Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης», ΚρΧρ 21 (1969) 177 επ., 22 (1970) 133 επ., 23 (1971) 95 επ.

Λελεδάκης, Άνθιμος, «Περί της Μονής  της επικαλούμενης Γωνιάς», ΧΚ 2 (1915) 3 επ.

Λελεδάκης, Άνθιμος, «Περί της Μονής Γωνιάς», Χριστιανική Κρήτη 2 (1913) 35 επ.

Λεονταρίτου, Βασιλική, «Θεοδώρου του Βαλσαμώνος, Μελέτη χάριν των δύο οφφικίων, του τε χαρτοφύλακος και του πρωτεκδίκου. Ερμηνευτικό πόνημα ή σώρευση διεκδικήσεων;», Κατευόδιον. In memoriam Nikos Oikonomides, Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte. Athener Reihe, 15, Spyros N. Troianos (hrsg.), Athen, 2008, 39-63.

Λουκάκη, Μαρίνας, «Το γράμμα: Ο βίος και οι προσδοκίες ενός νεαρού γραμματικού στη βυζαντινή Κρήτη τον 12° αιώνα», Έργα και Ημέρες στην Κρήτη. Από την Προϊστορία στο Μεσοπόλεμο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σελ. 159-184.

Λουγγής, Τηλ., Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου, De administrando imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν). Μία μέθοδος ανάγνωσης, Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών 9, Θεσσαλονίκη 1990.

Λουγγής, Τ., Δοκίμιο για την κοινωνική εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων «σκοτεινών» αιώνων» (602-867), Αθήνα 1985.

Λουπάσης, Γ., «Η πόλις Κάντανος και η Επισκοπή αυτής», ΕΕΒΣ 39-40 (1972-1973) 275 επ.

Lemerle, Paul, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός. Σημειώσεις και παρατη-ρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, μετάφραση Μαρία Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001.

Lemerle, Paul, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου, Αθήνα 1981.

Μαλτέζου, Χρύσα, Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας (1211-1669), στο συλλογικό έργο «Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός», επιστημ. επιμέλεια Ν. Παναγιωτάκης, έκδοση του Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, τόμ. Β΄, Κρήτη 1990, 107-161.

Μαλτέζου, Χρύσα, «Ο Ναός της Αγίας Φωτιάς στα Χανιά και η πρόσοδος του στη Μονή της Πάτμου», Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, τόμ. Β΄, Ρέθυμνο 1986, 122-132.

Μαλτέζου, Χρύσα, «Concessio Crete. Παρατηρήσεις στα έγγραφα φεούδων στους πρώτους βενετούς αποίκους της Κρήτης», ΛΟΙΒΗ. Εις μνήμην Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού, Ηράκλειον 1997.

Μανάφης, Κωνσταντίνος, Μοναστηριακά τυπικά - Διαθήκαι, (διδακτορική διατριβή), εν Αθήναις 1970.

Μανούσακας, Μ. Ι., «Μέτρα της Βενετίας έναντι της εν Κρήτη επιρροής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, κατ’ ανέκδοτα βενετικά έγγραφα (1418-1419)», ΕΕΒΣ 30 (1960-1961) 85-144.

Μανούσακας, Μ. Ι., «Βενετικά έγγραφα αναφερόμενα εις την εκκλησια-στικήν ιστορίαν της Κρήτης του 14ου-16ου αιώνος (Πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλται Χάνδακος)», ΔΙΕΕΕ 15 (1961) 149 επ.

Μανούσακας, Μ. Ι., Η εν Κρήτη συνωμοσία του Σήφη Βλαστού (1453-1454) και η νέα συνωμοτική κίνησις του 1460-1462, Αθήναι 1960. 

Μαριδάκης, Γ., Το αστικόν δίκαιον εν ταις Νεαραίς των βυζαντινών αυτο-κρατόρων, Αθήνα 1992.

Μαρινάτος, Σπυρίδων, «Ευμάθιος ο Φιλόκαλος, τελευταίος στρατηγός του Βυζαντινού θέματος της Κρήτης», ΕΕΒΣ 7 (1930) 388-393.

Μαρκόπουλος, Αθ., «Ιωσήφ Βρίγγας», Σύμμεικτα 4 (1981) 87 επ.

Μαρκόπουλος, Αθ., «Νέα στοιχεία για την εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά στην Κρήτη», Βυζαντινά 13 (1985) [= Δώρημα στον Ι. Καραγιαννόπουλο, 1061-1067].

Μαρκόπουλος, Αθ., Η θέση του χρονογράφου στη βυζαντινή κοινωνία. Νοοτροπία – τεχνοτροπία, σειρά: ‘Όψεις της βυζαντινής κοινωνίας 4’, Αθήνα 1993.

Μαρκόπουλος, Αθ., «Η βυζαντινή ιστοριογραφία κατά τα τέλη της πρώτης χιλιετίας», Βυζαντινά 22 (2001) 9-23.

Μάτσης, Ν., «Κριτικαί παρατηρήσεις εις την Πείραν Ευσταθίου του Ρωμαίου», ΕΕΒΣ 29 (1959) 351-366.

Μάτσης, Ν., Ζητήματα βυζαντινού δικαίου, Αθήνα ²1976.

Μαυρομιχελάκη, Αναστασία, «Ειδήσεις των πηγών για τον Βυζαντινό Χάνδακα», Αμάλθεια 17 (1986) 77-112.

Μενεβίσογλου, Παύλος, Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990.

Μέρτζιος, Κων., «Η εν Ηρακλείω Μονή της Αγίας Αικατερίνης», ΚρΧρ 6 (1952) 1131-132.

Mικρογιαννάκης, Εμμ., Η Κρήτη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αι πολιτι-καί ιδία σχέσεις της νήσου μετ’ άλλων πόλεων ή κρατών, (διδακτορική διατριβή), εν Αθήναις 1967.

Μίλας, Νικόδημος, Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, συνταγέν κατά τας γενικάς εκκλησιαστικάς πηγάς και κατά τους εν ταις Αυτοκεφάλοις Εκκλησίαις ισχύοντας ειδικούς νόμους, (εκ του γερμανικού 2ας εκδόσεως [²1902], εις την ελληνικήν γλώσσαν, μετα-γλωττισθέν υπό Δρ. Μελετίου Αποστολοπούλου), Αθήναι, Σακελλαρίου, 1906 (φωτοτυπική ανατύπωσις Βασ. Γρηγοριάδη, Αθήναι, ²1970).

Μιχαηλίδης - Νουάρος, Γ., «Ο δίκαιος πόλεμος κατά τα Τακτικά Λέοντος του Σοφού», Σύμμικτα Σεφεριάδου, Αθήνα 1961, 411-434.

Μιχαηλίδης - Νουάρος, Μ., «Αι σχέσεις της Κρήτης μετά των γειτονικών νήσων Καρπάθου και Κάσου ανά τους αιώνας», ΕΕΚΣ Β΄ (1939) 109-118.

Μουτζούρης, Ιωάννης, «Σταυροπήγιον», Θρησκευτική και Ηθική Εγλυκλο-παιδεία, τόμ. 11, 411 επ.

Μουτζούρης, Κώστας Δ., «Η Αραβοκρατία στην Κρήτη», Ελλωτία 3 (1994) 207-228.

Μπορμπουδάκης, Ε., «Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης», Αρχαιολογικόν Δελτίον 27 (1972) Β2, 655-674.

Magdalino, Paul, Η αυτοκρατορία του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού 1143-1180, μτφρ. Αγλαΐα Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008.

Miller ,W., «Η βυζαντινή κληρονομιά στη νοτιοανατολική Ευρώπη», σε: N. H Baynes - H. Moss, Βυζάντιο. Εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, μετά-φραση υπό Δ. Ν. Σακκά, Αθήνα 1983.

Νεράντζη - Βαρμάζη, Βασιλική, «Η Κρήτη στις βυζαντινές πηγές του 14ου αιώνα», Πρακτικά Η΄ ΠΙΣ (Μάϊος 1987), Θεσσαλονίκη 1987, 27-36.

Νεράντζη - Βαρμάζη, Βασιλική, «Συντεχνίες και Κράτος στο Βυζάντιο το 10ο αιώνα», Βυζαντιακά 17 (1997) 351-363.

Νεράντζη - Βαρμάζη, Βασιλική, «Οι βυζαντινοί ταβουλλάριοι», Ελληνικά (1984) 261-274.

Νικολάου, Κ., Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, Όψεις της βυζαντινής κοινωνίας 6, Αθήνα 1993.

Νικόπουλος, Β., Η περί ανθρωποκτονίας διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου και η επίδρασή της στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο. Προσπάθεια αναζήτησης της δικαιικής μας ταυτότητας, Αθήνα 2009.

Nicol, D. M., Βιογραφικό λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (μετάφραση υπό Ε. Pierres), Αθήνα 1993.

Ξανθουδίδης, Στ., Επίτομος ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρό-νων μέχρι των καθ’ημάς, Αθήναι 1909.

Ξανθουδίδης, Στ., «Δύο νέα βιβλία περί της Εκκλησίας Κρήτης επί Ενετοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη 2 (1914) 258.

Ξανθουδίδης, Στ., «Μολύβδιναι βούλλαι εκ της Κρήτης», ΕΕΒΣ 2 (1925) 42-49, 5 (1928) 31-35.

Ξανθουδίδης, Στ., «Επαρχίαι και πόλεις της Κρήτης», ΕΕΒΣ 3 (1926) 35-66.

Ξανθουδίδης, Στ., «Χριστιανική επιγραφή Ηρακλείου Κρήτης», ΕΕΒΣ 4 (1927) 106-108.

Ξανθουδίδης, Στ., «Το δίπλωμα (προβελέγγιον) των Σκορδιλών Κρήτης», ΕΕΚΣ 2 (1939) 299-312.

Ξανθουδίδης, Στ., «Περί της Μητροπόλεως Κρήτης και του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Τίτου κατά την β΄ βυζαντινήν περίοδον (961-1204)», Απόστολος Τίτος 1 (1952) 201 επ.

Ξανθουδίδης, Στ., Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των Κρητών, Αθήνα 1939.

Ξηρουχάκης, Αγαθάγγελος, «Περί διορισμού και παραμονής ορθοδόξων Ελλήνων Επισκόπων εν Κρήτη επί Βενετοκρατίας», Κρητικαί Μελέται 1 (1933) 287-296.

Ξηρουχάκης, Αγαθάγγελος, «Η Εκκλησία Κρήτης επί Βενετοκρατίας», Εκ-κλησιαστικός Φάρος 33 (1934) 410-411.

Οικονομίδης, Ν., «Η διανομή των βασιλικών ‘επισκέψεων’ της Κρήτης (1170-1171) και η δημοσιονομική πολιτική του Μανουήλ Α’ του Κομνη-νού», Πρακτικά Β’ ΔΚΣ, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», τόμ. Γ΄, Τμήμα Μεσαιωνολογικόν’, Αθήνα 1968, 195-201.

Οικονομίδης, Ν., «Οι αυθένται των Κρητικών το 1118», Πρακτικά Δ' ΔΚΣ, τόμ. 2, Αθήνα 1981, 308-317.

Οικονομίδης, Ν., «Ο Ταξιάρχης Κρήτης», Αριάδνη Ε΄ (1989) 119-124.

Ορλάνδος, Αναστάσιος, «Η παλαιοχριστιανική βασιλική της Συΐας (Σού-γιας)», ΚρΧρ 7 (1953) 337-359.

Ορλάνδος, Αναστάσιος, «Ανασκαφή Χερσονήσου Κρήτης», Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1955, 327 επ. 

Ορλάνδος, Αναστάσιος, «Δύο βυζαντινά μνημεία της Δυτικής Κρήτης», Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος 8 (1955-1956) 126 ep.

Ορλάνδος, Αναστάσιος, «Νεώτεραι έρευναι εν Αγίω Τίτω Γορτύνης», ΕΕΒΣ 3 (1926) 301 επ.  

Ορλάνδος, Αναστάσιος, «Ο Άι Κυρ-Γιάννης του Αλυκιανού-Κουφού», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 8 (1955-1956) 170-205.

Ορλάνδος, Αναστάσιος, «Δύο παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κρήτης», Ηώς 7 (1964) 108-112.

Ostrogorsky, G., Ιστορία του βυζαντινού κράτους, (μτφρ. Ι. Παναγόπουλου), Αθήνα, Ιστορικές εκδόσεις Στεφ. Βασιλόπουλου, τ. Α΄: 1978, τ. Β΄: 1979, τ. Γ΄: 1981.

Παΐζη - Αποστολοπούλου, Μάχη, Ο θεσμός της πατριαρχικής εξαρχίας (14ος-19ος αιώνας), ΕΙΕ - ΚΝΕ 54, Αθήναι 1995.

Παναγιωτάκης, Ν., Θεοδόσιος Διάκονος και το ποίημα αυτού «Άλωσις της Κρήτης», Ηράκλειο 1960.  

Παναγιωτάκης, Ν., «Ζητήματα τινά της κατακτήσεως της Κρήτης υπό των Αράβων», ΚρΧρ 15-16 (1961-2), τ. 2, σ. 9 επ.

Παναγιωτάκης, Νικ. (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, έκδοση του Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, τόμ. Β΄, Κρήτη 1990.

Παναγιωτάκος, Παν., «Περί της από του Ιουστινιανού μέχρι του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού νομοθεσίας περί της μοναχικής ακτημοσύνης», ΑΕΚΔ 34 (1981) 28-37.

Παναγιωτουνάκου - Πατσουμά, Αικ., «Το Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα και τα προνόμια των Σιναϊτών στην Κρήτη», Κρητική Εστία 7 (1999) 31-49.

Πανταλάκης, Εμμ., «Το Σινά και η Κρήτη», ΕΕΚΣ 1 (1938) 165-185.

Πανταζόπουλος, Νικόλαος Ι., Ρωμαϊκόν δίκαιον εν διαλεκτική συναρτήσει προς το Ελληνικόν, τεύχος Β΄, Θεσσαλονίκη 1979.

Παπαγεωργίου, Κ., Θεσμοί Δικαίου Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 2009, 18 επ.

Παπαγεωργίου, Κ., Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης: θεσμοί και διοικητική οργάνωση κατά τον Καταστατικό της Νόμο (Ν. 4149/1961), Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου, Τάλως Θ’, Χανιά 2001.

Παπαγιάννη, Ελευθερία Σπ., Τα οικονομικά του έγγαμου κλήρου στο Βυζάν-τιο, Forschungen Zur Byzantinischen Rechtsgeschichte, Αθήνα 1986.

Παπαγιάννη, Ελευθερία Σπ., Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, Ι: Ενοχικό δίκαιο - Εμπράγματο δίκαιο, Forschungen Zur Byzantinischen Rechtsgeschichte, Αθήνα 1992.

Παπαγιάννη, Ελευθερία Σπ., «Επιτρεπόμενες και απαγορευμένες κοσμικές ενασχολήσεις του βυζαντινού κλήρου», Δ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέ-δριο. Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1983, 145-166.

Παπαγιάννη, Ελευθερία / Τρωιάνος Σπ., «Η Νεαρά 17 Λέοντος του Σοφού και μία επιτομή της», Βυζαντιναί Μελέται 1 (1988) 32-51.

Παπαγιάννη, Ελευθερία Σπ., «'Αγοραία' παραστρατήματα των βυζαντινών εμπόρων», Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1997, 235-255.

Παπαγιάννη, Ελευθερία Σπ., «Μοναχοί και μαύρη αγορά στον 12ο αιώνα. Παρατηρήσεις σε προβλήματα του Επαρχικού Βιβλίου», Βυζαντιακά 8 (1988) 59-76.

Παναγιωτάκης, Ν., «Οι κρητικές ενθυμήσεις του Σιναϊτικού κώδικα 1639», Δωδώνη 5 (1976) 128 επ.

Παναγιωτάκης, Ν., Θεοδόσιος ο Διάκονος και το ποίημα αυτού «Άλωσις της Κρήτης», (διατριβή επί διδακτορία), Ηράκλειον 1960.

Παναγιωτάκης, Ν., «Ζητήματα τινά της κατακτήσεως της Κρήτης υπό των Αράβων», ΚρΧρ 15-16 (1961-1962) 9-41.

Παπαδάκις, Νικόλαος Ι., Η Εκκλησία της Κρήτης. Επισκοπαί - Μοναί, Χανιά 1936.

Παπαδιά - Λάλα, Αναστασία, Ευαγή και νοσοκομειακά ιδρύματα στη Βενετο-κρατούμενη Κρήτη, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαν-τινών Σπουδών Βενετίας & Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. Βενετία 1996 (με παράρτημα εγγράφων].

Παπαδόπουλος - Κεραμεύς, Α., «Συνοδική πράξις Γεωργίου Ξιφιλίνου», ΒZ 11 (1902) 75-78.

Παπαδόπουλος, Ιωάννης, «Υπάρχει και δεύτερος άγιος Κύριλλος Γορτύ-νης;», ΕΕΒΣ 16 (1940) 247 επ.

Παπαδόπουλος, Ιωάννης, Η Κρήτη υπό τους Σαρακηνούς, Αθήνα 1948.

Παπαδόπουλος, Χρυσόστομος (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), «Ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου», Θεολογία 13 (1935) 289-295.

Παπαδόπουλος, Χρυσόστομος (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), Ιστορία της Εκκλη-σίας της Ελλάδος, τόμ. Α΄, Αθήναι 1920.

Παπάζογλου, Χ., «Επιστολή ανέκδοτος αγνώστου τέως επισκόπου Μεθώνης προς τινα Πρωτοπαπάν Χάνδακος Κρήτης», ΔΙΕΕΕ 16 (1962) 267-272.

Παπαμανουσάκης, Ευστράτιος, Το Κρητικό δίκαιο στην ιστορική του εξέλιξη, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Αθήνα 1980.

Παπαμανουσάκης, Ευστρ., «Διάγραμμα ιστορίας του Κρητικού Δικαίου», Τάλως Α΄ (1989) 85-325.

Παπαμανουσάκης, Στρατής, «Το Δίκαιο στο Κρητικό Θέατρο», Πεπρ. ΣΤ’ Δ.Κ.Σ., τόμ. Β΄, σελ. 439 επ.

Παπαμιχαλάκης, Νικ., «Δύο πατριαρχικά σιγίλλια ρυθμιστικά των σχέσεων Σιναϊτών και της Μητροπόλεως Κρήτης. Το σιγίλλιον Θεοδοσίου του Β΄ (1769)», ΚρΧρ 2 (1948) 521-524.

Παπαχρυσάνθου, Διονυσία, Ο Αθωνικός Μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.

Παρλαμάς, Μενέλαος, «Τοπωνυμικαί περιπέτειαι του Ηρακλείου», ΚρΧρ 8 (1954) 273-286.

Pasley, Robert, Ταξίδια στην Κρήτη, τόμ. Α΄-Β΄, έκδ. Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, 1994.

Πετράκις, Ε. Λ., «Ο Απόστολος Παύλος και η ίδρυσις της Εκκλησίας εν Κρήτη», ΚρΧρ 15-16 (1963) 309-314.

Πετράκις, Ε. Λ., Ιστορία της Εκκλησίας εν Κρήτη, Μέρος Α΄, Ηράκλειον 1925.

Πετρόπουλος Γ., Ιστορία και Ειδήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου, τόμ. Α΄-Β΄, δεύτερη έκδοση Αντ. Ν. Σάκκουλα, με πρόλογο: Σ. Ν. Τρωιάνου, σειρά: ‘‘Κλασική Νομική Βιβλιοθήκη αριθμ. 47’’, Αθήνα 2008.

Πιτσάκης, Κ., «Η οικουμενικότητα του βυζαντινού δικαίου», Το Βυζάντιο ως Οικουμένη, ΕΙΕ-ΙΒΕ, ‘Διεθνή Συμπόσια 16’, Αθήνα 2005, 141-182.

Πιτσάκης, Κ., «Βασίλειος Αχριδηνός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1145-post 1160): ένας βυζαντινός κανονολόγος σε διάλογο με τη λατινική Δύση», Πόλις συναντήσεως Ανατολής και Δύσεως. ΛΒ΄ Δημήτρια: Χρι-στιανική Θεσσαλονiκη. Πρακτικά ΙΑ' Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου I. Μονή Βλατάδων, 12-18 Οκτωβρίου 1997 (Θεσ­σαλονίκη 2006) 259-296.

Πιτσάκης, Κ., «Η έκταση της εξουσίας ενός υπερόριου πατριάρχη: O πατρι-άρχης Αντιοχείας στην Κωνσταντινούπολη τον 12ο αιώνα», στο: Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ (επιμ.), Το Βυζάντιο κατά τον 12ο αιώνα. Κανονικό δίκαιο, κράτος και κοινωνία, Εταιρεία Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών, ‘Δίπτυχα-Παράφυλλα’, 91-139.

Πιτσάκης, Κ., «Μορφές 'δρωμένων' σε βυζαντινές νομικές πηγές», Λαϊκά δρώμενα. Παλιές μορφές και σύγχρονες εκφράσεις, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου (Κομοτηνή, 25-27 Νοεμβρίου 1994), Αθήνα 1996, 153-171. 

Πηλιλής, Ιάκωβος, Τίτλοι, οφφίκια και αξιώματα εν τη Βυζαντινή Αυτοκρα-τορία και τη Χριστιανική Ορθοδόξω Εκκλησία, Αθήναι 1985.

Πλατάκης, Σπυρ., «Ανέκδοτα έγγραφα του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς την Εκκλησίαν της Κρήτης και την Δημογεροντίαν Ηρακλείου», ΚρΧρ 14 (1960) 335-376.

Πλατάκης, Ελ., «Ειδήσεις εκ των πηγών περί της μονής Αγκαράθου», Κρητολογία 2 (1976) 81 -154.

Πλατάκης, Ελ., «Οι σεισμοί της Κρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», ΚρΧρ 4 (1950) 463 επ. 

Πλατάκης, Ελ., «Λαϊκές ονομασίες σχετικές με τους νερόμυλους της Κρήτης», Κρητολογία 4 (1977) 159-172.

Πλατάκης, Ελ., «Ξένοι φυσιοδίφαι, γεωγράφοι και περιηγηταί περί Κρήτης κατά τους ΙΒ’-ΙΘ’», Αμάλθεια Α΄ (1970) 63-70? Β’ (1971) 99-106, 87-90, 105-112, 151-158, 201-08, 257-264? Γ’ (1972) 7-16, 241-250? Δ’ (1973) 17-28.

Πλάτων, Ν., «Τα τείχη του Χάνδακος κατά την δευτέραν βυζαντινήν περίο-δον: συμβολή εις το τοπωνυμικόν, την τοπογραφίαν και την ιστορίαν των πόλεων και των φρουρίων της Κρήτης», ΚρΧρ 1 (1947) 239-248.

Πλάτων, Ν., «Νέα στοιχεία δια την μελέτην των βυζαντινών τειχών του Χάνδακος», ΚρΧρ 6 (1952) 439-459.

Πλάτων, Ν., «Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κρήτης», Πρακτ. Θ’ Δ.Κ.Σ., τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1955, 415 επ.

Πρεβελάκης, Μ., «Η ιερά μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου η επιλεγο-μένη Πρέβελη», ΕΕΚΣ 1 (1938) 262-292.

Pieler, P. / Hunger H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1994.

Ράλλη, Κ. Μ., «Περί των Επαρχιακών Συνόδων κατά το δίκαιον της Ορθο-δόξου Ανατολικής Εκκλησίας», Επιστημονική Επετηρίς Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 1924, σ. 1-23.

Ράνσιμαν, Στήβεν, Βυζαντινός πολιτισμός, μετάφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, εκδ. Γαλαξίας-Ερμείας, ‘Βιβλιοθήκη Ξένων Συγγραφέων’, Αθήνα ³1978.

Ράνσιμαν, Στήβεν, Η βυζαντινή θεοκρατία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1984.

Rouillard, G., «Χρυσόβουλλον σιγίλλιον et χρυσόβουλλος λόγος», Byzantion 8 (1933) 122.

Σαββίδης, Αλέξης, Βυζαντινά στασιαστικά και αυτονομιστικά κινήματα στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία (1189-1240 μ.Χ.), Αθήνα 1987.

Σαρικάκης, Θ. Χ., «Οι αγώνες της Κρήτης εναντίον των Ρωμαίων», Πεπρ. Β΄ΔΚΣ ΙΙ, 137-141.

Σβορώνος, Ν., «Το νόημα και η τυπολογία των κρητικών επαναστάσεων του 13ου αι.», Σύμμεικτα 8 (1989) 1-14.

Σβορώνος, Ν., Η βυζαντινή επαρχία, Σχολή Μωραΐτη, ‘Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας 18’, Αθήνα 1991.

Σερεμέτης, Δ., Πηγαί του βυζαντινού δικαίου (εν τη ιστορική αυτών ανελίξει), Θεσσαλονίκη 1976.

Σήφακας, Γ., «Το χρυσόβουλλον Αλεξίου Β΄ του Κομνηνού και τα δώδεκα Αρχοντόπουλα (1182 μ.Χ.)», ΚρΧρ 2 (1948) 129-148.

Σκάσσης, Ερ. Α., «Η Κρήτη και οι λατίνοι συγγραφείς», ΚρΧρ 7 (1953) 119-126.

Σπυριδάκης, Γ., «Το θέμα Κρήτης προ της κατακτήσεως της νήσου υπό των Αράβων», ΕΕΒΣ 21 (1951) 59-68.

Σταυρίδης, B., «Η Εκκλησία της Κρήτης», Αναφορά στη μνήμη του Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου (1914-1986), τόμ. 5ος, Γενεύη 1989, σ. 14 [= Νέα Χριστιανική Κρήτη 3 (1991) 90].

Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αλ., «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», Βυζαντινά 11 (1982) 21-54.

Στράτος, Α. Ν., Το Βυζάντιον στον Ζ΄ αιώνα, τόμοι 1-5, Αθήναι 1965-1974.

Τζεδάκης, Θεόδωρος, «Σύντομος ιστορία της επισκοπής Κνωσού», ΚρΧρ 21 (1969) 333 επ.

Τζεδάκης, Θεόδωρος, λήμμα «Μητρόπολις Πέτρας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 10, Αθήναι 1967, στ. 344-346.

Τζεδάκης, Θεόδωρος, «Η καθέδρα του προκαθημένου της εν Κρήτη Εκκλη-σίας κατά την β΄ βυζαντινήν περίοδον (961-1204 μ.Χ.)», «Αντίδωρον πνευματικόν»: Τιμητικός τόμος Γερασίμου Ι. Κονιδάρη, Αθήναι 1981, 115-125 [= Πρακτικά 15ου Διεθνούς Συνεδρίου Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 4ος, Αθήνα 1980, 378 επ.

Τουρτόγλου, M. Α., «Παρατηρήσεις επί της φερομένης ως ‘Νεαράς 26’ του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου», ΠΑΑ 70, 65 επ.

Τουρτόγλου, M. Α., «Το δίκαιο της ασυλίας στα βυζαντινά νομικά κείμενα», ΕΚΕΙΕΔ 32, 341-348.

Τουρτόγλου, M. Α., «Η εξασφάλιση των δικαιωμάτων στα βυζαντινά δικαιο-πρακτικά έγγραφα. Επιβιώσεις αρχαίων ελληνικών δικαίων», ΠΑΑ 71, 115 επ.

Τουρτόγλου, M. Α., «Παρανομίες ‘δυνατών’ και οργάνων του Δημοσίου σε βυζαντινά νομικά κείμενα και η συμβολή της εκκλησίας στην εξυγίανση της δικαιοσύνης και στην πάταξη της διαφθοράς», ΠΑΑ 72, 99 επ.

Τουρτόγλου, M. Α., «Παροχή κινήτρων στους ‘μηνύοντες’ στο βυζαντινό δί­καιο. Επιβιώσεις σε μεταβυζαντινά και νεώτερα νομοθετικά κείμενα», ΠΑΑ 74, 86 επ.

Τουρτόγλου, M. Α., «Διορθωτικές παρατηρήσεις σε βυζαντινές νομικές πη-γές», στο Τουρτόγλου, Μελετήματα ΙΙΙ, Αθήνα 2000, 277-279.

Τριανταφυλλόπουλος, Κ., «Ανέκδοτον έγγραφον περί ασυλίας και νομοθε-τική τεχνική Λέοντος του Σοφού», Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 29 (1954) 113-116 [= Άπαντα, τόμ. Β΄, Αθήνα 2009, 907-910].

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Τα περί την θρησκείαν εγκλήματα εις τα νομοθετικά κείμενα των μέσων βυζαντινών χρόνων», Δίπτυχα 1 (1979) 168-193.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Το συναινετικό διαζύγιο στο Βυζάντιο», Βυζαντιακά 3 (1983) 11-21.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το νομοθετικόν αυτής έργον, Αθήνα 1989.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Ο μέγας Φώτιος και οι διατάξεις της ‘Εισαγωγής’. Μερι-κές παρατηρήσεις ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», Εκκλησία και Θεολογία 10 (1989-1991) 489-504.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Η Νεαρά 54 Λέοντος του Σοφού για την αργία της Κυρια-κής και οι πηγές της», Τιμητικός τόμος Κ. Ν. Τριαντάφυλλου, τόμ. Α΄, Πάτρα 1990, 119-127.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Οι λόγοι διαζυγίου στο νομολογιακό έργο του Ιωάννου Αποκαύκου», Βυζαντινά 16 (1991) 283-289.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Ένα λησμονημένο ευρετήριο κανόνων του έκτου (;) αιώνα», Τιμητικόν Αφιέρωμα εις τον Αρχιεπίσκοπον πρώην Αθηνών κυρόν Ιάκωβον Βαβανάτσον, Μέγαρα 1991, 433-448.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Συστηματική κατάταξη και ‘ευρετηρίαση’ νομικού υλικού στην πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο», Νόμος. Επιστημονική Επετη-ρίδα του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επι-στημών ΑΠΘ, ‘Χαριστήρια στον Ιωάννη Δεληγιάννη’, τόμ. ΙΙΙ, Δεύτερο Μέρος, Θεσσαλονίκη 1991, 203-223.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Τα ναυάγια, η Νεαρά 64 Λέοντος τον Σοφού και το κείμε-νο των Βασιλικών», Πειραϊκή Νομολογία 14, 488-495 [= Vizantijskij Vremennik 55 (1998) 54-60].

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Η θέση του νομικού-δικαστή στη βυζαντινή κοινωνία»,
σειρά: ‘Όψεις της βυζαντινής κοινωνίας’, Αθήνα 1993.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Η μη αναδρομικότητα ποινικών διατάξεων στους κανόνες της Πενθέκτης Συνόδου», Βυζαντιακά 14, 81-93.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Η προστασία του περιβάλλοντος στο Βυζάντιο», Νόμος
και Φύση
2, 349-371.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Κανονικά δικαιώματα επί πατριαρχικών σταυροπηγια-κών μονών», Ζ’ Χριστιανικό Συμπόσιο. Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Σταυ-ροπηγιακές και Ενοριακές Μονές, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 115-124.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Οινοποσία και ανθρωποκτονία στο Βυζάντιο», Βυζαντιναί Μελέται 6 (1995) 26-35 [= Αντιχάρισμα στη μνήμη του Καθηγητού Ιωάν-νου Κ. Παπαζαχαρίου, Αθήνα 1997, 947-954).

Τρωϊάνος, Σ. Ν., Κεφάλαια βυζαντινού ποινικού δικαίου, Αθήνα?Κομοτηνή 1996.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Μαγεία και ιατρική στο Βυζάντιο», Βυζαντιναί Μελέται 7 (1996) 20-52.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Οι ποινές στο βυζαντινό δίκαιο», Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1997, 13-65.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Έρως και νόμος στο Βυζάντιο», Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1997, 173-201.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., Μαγεία και δίκαιο στο Βυζάντιο, Αθήνα 1997.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Ο ιδιωτικός χώρος στη βυζαντινή νομική σκέψη», Α΄ Συνάντηση των βυζαντινολόγων της Ελλάδος και της Κύπρου. Εισηγήσεις, περιλήψεις ανακοινώσεων (25-27 Σεπτεμβρίου 1998, Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων), Ιωάννινα 1998, 53-69.

Τρωϊάνος, Σ. Ν. & Πιτσάκης K. Γ., Φυσικό και δομημένο περιβάλλον στις βυζαντινές νομικές πηγές, (Υλικό, φυσικό και πνευματικό περι­βάλλον στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο 12), Αθήνα 1998.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Λέων ΣΤ΄ o Σοφός, ο συνετός νομοθέτης», Ελληνορθό-δοξος Βυζαντινός Πολιτισμός 1 (1999) 22-27 [= Digesta 3 (2000) 1-33].

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Καταλογισμός και ελαφρυντικές περιστάσεις στη νομο-θεσία του Λέοντος του Σοφού. H Νεαρά 96 κατά των τυμβωρύχων», Βυζαντιακά 19 (1999) 185-194.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Μαγεία και Διάβολος από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη», Αρχαιολογία και Τέχνες 71 (1999) 9-16.

Τρωϊάνος, Σ. Ν., «Ιδεολογικές και πρακτικές παράμετροι του γλωσσικού προσανατολισμού στο πρώιμο και το μέσο Βυζάντιο», Κατευόδιον. In memoriam Nikos Oikonomides, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, 191-212.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., Η ελληνική νομική γλώσσα. Γένεση κσαι μορφολογική εξέλιξη της νομικής οροιλογίας στη ρωμαϊκή Ανατολή, Αθήνα 2000.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Δίκαιο και ιδεολογία στα χρόνια των Μακεδόνων», Βυζαντινά 22 (2001) 239-261.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Ο Μέγας Φώτιος και οι διατάξεις της ‘Εισαγωγής’. Μερικές παρατηρήσεις ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», Εκκλησία και Θεολογία 10 (1989-1991) 489-504.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., Οι Νεαρές Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, Αθήνα 2007.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας ³2011.

Τρωιάνος, Σπ. Ν. / Βελισσαροπούλου-Καράκωστα Ι., Ιστορία Δικαίου, Αθήνα 42010.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Το ποινικό σύστημα του 'Επαρχικού Βιβλίου'», Ποινικός Λόγος 2 (2002) 1263-1267 [= Ανοχή και καταστολή, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Ίδρυμα Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 10, Αθήνα 2002, 277-283].

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Η προβληματική της νομικής γραμματείας την εποχή του Πορφυρογεννήτου κατά τη νεώτατη έρευνα», Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυ-ρογέννητος και η εποχή του. Β΄ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση (Δελφοί, 22-26 Ιουλίου 1987), Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, Αθήνα 1989, 87-102.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., Η θέση του νομικού/δικαστή στη βυζαντινή κοινωνία, Αθήνα 1993.

Τρωιάνος, Σπ. Ν., «Περί τα οικονομικά του κλήρου της Μεγάλης Εκκλησίας κατά τον Ι΄ αιώνα. Ανέκδοτον ‘υπόμνημα’ του πατριάρχου Αντωνίου Γ΄», Δίπτυχα 1 (1979) 37-52.

Τσιρπανλής, Ζαχ., Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού (1248-1548), Ιωάννινα 1985.

Τσατσαρωνάκη, Κατίνα, «Ανέκδοτα πατριαρχικά σιγίλλια των μονών Αρσάνη και Χαλεβή Ρεθύμνης», ΚρΧρ 8 (1954) 204-210.

Τσουγκαράκης, Δημ., «Ρωμαϊκή Κρήτη (1ος αι. π.Χ. - 5ος αι. μ.Χ.)», Κρήτη, τόμ. Α΄ (1987) 285-336.

Τσουγκαράκης, Δημ., Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, επιστημονική επιμέλεια: Ν. Μ. Παναγιωτάκης, εκδοτική φροντίδα: ‘Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη’, έκδοση: Σύνδε-σμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, τόμ. Α΄, Ηρά-κλειο ²1987, 339-336.

Τσερεβελάκης, Γ., Ο Νικηφόρος Φωκάς και η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες (961 μ.Χ.), εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2009.

Τσουγκαράκης, Δημ., «Βυζαντινά Μοναστήρια της Κρήτης», Θησαυρίσματα 26 (1996) 7-24.

Τσουρδαλάκης, Αλέξανδρος Ν., «Ένα νέο χειρόγραφο για τα δώδεκα αρχον-τόπουλα της Κρήτης», Κρητολογία 11 (1995), 287-304.

Τσούρκα-Παπαστάθη, Δέσποινα, «Πώληση οφφικίου. Παρατηρήσεις στην 'Πείρα' Ευσταθίου του Ρωμαίου 38.74», ΕΕΔΣΘ 21 (2000) 263-266 [= «Vente d'office. Observations sur la Πείρα Ευσταθίου του Ρωμαίου 38.74», Byzantine Law. Proceedings of the International Symposium of Jurists, Θεσσαλονίκη 2001,  229-234.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Το χρυσόβουλλον των Κομνηνών», Περιοδικόν Δελτίον Βιβλιοθήκης Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου Α΄ (1928) 66-85.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Συμβολή εις την μελέτην των Σλαβικών, Αρμενικών και Τουρκικών εποικίσεων εν Κρήτη», ΕΕΚΣ 2 (1939) 7-19.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Ο άγιος Ιωάννης ο Ξένος και η διαθήκη αυτού», ΚρΧρ 2 (1948) 47-72.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Ιωσήφ Βρυεννίου ανέκδοτα έργα Κρητικά», ΕΕΒΣ 19 (1949) 130-135.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Υμνογραφικά και Υμνολογικά Ιωάννου του Ξένου και τρεις νέοι συγγραφείς κανόνων», ΕΕΒΣ 20 (1950) 314-319.

Τωμαδάκης, Νικόλαος Β., «Πατριαρχικόν γράμμα περί της Αγίας Μονής Μετοχίου της Αγίας Λαύρας εν Κυδωνία», ΚρΧρ 5 (1951) 323-327.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «H Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης κατά τους αι. Η΄-ΙΓ΄ και ο τίτλος του προκαθημένου αυτής», ΕΕΒΣ 24 (1954) 67-107.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Επισκοπή και Επίσκοποι Κυδωνίας», ΚρΧρ 11 (1957) 1-42.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Εκλογή αρχιερέων Κρήτης έξω της Μητροπόλεως κατά τους τελευταίους χρόνους», «Ευχαριστήριον», Τιμητικός τόμος Αμίλκα Αλιβιζάτου, Αθήναι 1958, σ. 473-482.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας (826-961 μ.Χ.)», ΕΕΒΣ 30 (1960) 1-38.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Η Εκκλησία Κρήτης κατά την Αραβοκρατίαν (Ιστορία-Επίσκοποι-Άγιοι)», Πεπρ. Α΄ ΔΚΣ, τ. ΙΙΙ, ΚρΧρ 15-16 (1961-1962) 193-212.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης εν Κρήτη (961 μ.Χ.) και η κτίσις της Μεγίστης Λαύρας», Ανάτυπον εκ του Τιμητικού Τόμου επί τω Ιωβηλαίω του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπό-λεως και Θάσου Χρυσοστόμου, Αθήναι 1961.

Τωμαδάκης, Ν., Β., «Οι τίτλοι επίσκοπος, αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Εκκλησίας Κρήτης», Απόστολος Τίτος 11 (1962) 205-209.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Κρήτη (Εκκλησιαστική Ιστορία)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 7, Αθήναι 1965, στ. 967-979.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Κυπροκρητικά», ΕΕΒΣ 38 (1971) 27-41.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Περί της επισκοπής Καλαμώνος και της μονής Αγίου Νικήτα (Φραγκοκαστέλλου). Ειδήσεις 1196 μ.Χ.», Απόστολος Τίτος 1981, 307-312.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Οι ορθόδοξοι προκαθήμενοι της Αποστολικής Εκκλη-σίας Κρήτης», ΕΕΒΣ 47 (1987-1989) 1-32.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Η ελληνική παιδεία εν Κρήτη κατά την δευτέραν βυζαντινήν περίοδον (961-1210] επί τη βάσει των εν Κρήτη γραφέντων ελληνικών κωδίκων», ΕΕΦΣΠΑ 28 (1979-1985) 13-37.

Τωμαδάκης, Ν. Β., «Υμνογραφικά και Υμνολογικά. Ο άγιος Ιωάννης ο Ξένος και Ερημίτης εν Κρήτη», ΕΕΒΣ 46 (1983-1984) 1-117.

Φειδάς, Β. «Έκκλητον και σταυροπηγιακό δίκαιον του Οικουμενικού Πατρι-αρχείου», στο: Ζ΄ Χριστιανικό Συμπόσιο. Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Σταυροπηγιακές και Ενοριακές Μονές, Θεσσαλονίκη 1995, 43-52.

Φιοράκης, Στ., «Το Βυζαντινορωμαϊκόν Δίκαιον εν Κρήτη», Δικαστική 8 (1936) 602-604.

Φυτράκης, Α., «Άγιος Νικόλαος ο Κυδωνιεύς», Πρακτικά Β΄ Δ.Κ.Σ., τόμ. 3, Αθήνα 1968, 286 επ.

Χρηστίδης, Β., Η κατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες (824). Μία αποφα-σιστική καμπή στον αγώνα μεταξύ Βυζαντίου και Αράβων, Αθήνα 1982 [The conquest of the Crete by Arabs, 1984].

Χριστοφιλόπουλος, Αν. Π., «Η δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστη-ρίων επί ιδιωτικών διαφορών κατά την βυζαντινήν περίοδον», ΕΕΒΣ 18 (1948) 192-201 [= Δίκαιον και Ιστορία (Μικρά Μελετήματα), Αθήναι 1973, σ. 244-254].

Χριστοφιλόπουλος, Αν. Π., Το Επαρχικόν Βιβλίον Λέοντος του Σοφού και αι συντεχνίαι εν Βυζαντίω, Θεσσαλονίκη ²2000.

Χριστοφιλόπουλος, Αν. Π., «Παρατηρήσεις εις την Πείραν Ευσταθίου του Ρωμαίου», Byzantinisch-neugriechische Jahrbucher 17 (1939-1943) 82-91 [= Δίκαιον και Ιστορία, Αθήνα  1973, 145-154].

Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Α΄ (324-610), τόμ. Β1 (610-867), τόμ. Β2 (867-1081), Θεσσαλονίκη ²1966.

Χριστοφιλοπούλου, Αικ., «Η σύγκλητος εις το βυζαντινόν κράτος», Επετηρίς του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 2 (1949) 1-152.

Χριστοφιλοπούλου, Αικ., «Πολιτειακά όργανα και κράτος δικαίου στη βυζαντινή αυτοκρατορία», Αφιέρωμα στον Ν. Σβορώνο, τόμ. Α΄, Ρέθυ-μνο 1986, 185-210.

Χριστοφιλοπούλου, Αικ., «Τα βυζαντινά δικαστήρια κατά τους αιώνες Ι΄-ΙΑ΄», Δίπτυχα 4 (1986-1987) 163-177.

Χρυσός, Β., «Η επιβίωση του Κοινού των Κρητών στην πρωτοβυζαντινή εποχή», Πρακτικά Δ΄ Δ.Κ.Σ., τόμ. 2ος, Αθήνα 1981, 537-649.

Ψαλιδάκης, Ε., «Ανέκδοτον μαρτύριον των εν Κρήτη Αγίων Δέκα Μαρτύ-ρων», ΚρΧρ 2 (1948) 569 επ.

Ψιλάκης, Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, τόμοι Α΄ - Δ΄, Αθήναι 1909.

Ψιλάκης, Νίκος, Τα Μοναστήρια της Κρήτης, Αθήνα 1986, έκδ. «Γραμμή Α.Ε.», 244 σελ.

Ψιλάκης, Νίκος, Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης,  τόμ. Α΄ - Β΄, Ηράκλειο 1992-1993.

Ψιλάκης, Νίκος, Βυζαντινές μνήμες της Κρήτης, Ηράκλειο 1994.

 

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Adler, Μarcus Nathan, The Itinerary of Benjamin of Tudela. Critical text, translation and commentary, Oxford University Press, London 1907.

Ahrweiller, Helene, «L’ administration militaire de la Crete byzantine», Βυζάντιον 31 (1961) 217-228.

Ahrweiller, Helene, Byzance et la mer. La marine de guerre, la politique et les institutions maritimes de Byzance aux VIIe-XVe siecles, Bibliotheque Byzantine. Etudes I, Paris 1966.

Anastos, M., «The transfer of Illyricum, Calabria and Sicily to the juris-diction of the Patriarchate of Constatinople in 732-33», Studi Bizantini e Neoellenici 9 (1957) 14 επ. 

Antonopoulou, Th., The Homilies of the Emperor Leo VI, The Medieval Mediterranean 14, Leiden-N. York-Koln 1997.

Bandy, A. C., The Greek Christian Inscriptions of Crete, Αθήνα 1970.

Beck, H.-G., Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, Handbuch der Altertumswissenschaft XII/2,1 (= Byzantinisches Hand-buch II/1), Μόναχο 1959. 

Boor, de C., Theophanis Chronographia, Lipsiae 1883-1885 (ανατύπ.: Hildesheim 1963).

Βranousi, Era, «A propos des operations des Normands dans la mer Egee et a Chypre apres la prise de Thessalonique (1185-1186)», Βυζαντινά 8 (1976) 203-211.

Chalandon, F., Essai sur le regne dAlexis Comnene, Paris 1900.

Christides, V., «The raids of the moslems of Crete in the Aegean Sea», Βyzantion 51 (1981) 76 επ. 

Codoner, J. Signes, «The Corpus of Leo's Novels. Some suggestions concerning their date and promulgation», Subseciva Groningana. Studies in Roman and Byzantine Law VIII (2009) 1-33.

Darrouzes, J., «Listes episcopales du concile de Nicee (787)», REB 33 (1975) 5 επ.  

Darrouzes, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantino-politanae, Παρίσι 1981.  

Duchesne, L., «L’ Illyricum ecclesiastique», BZ 1 (1982) 531-550.

Faure, P., «La Crete au cent villes», ΚρΧρ 13 (1959) 171 επ.    

Faure, P., «Le probleme du cuivre dans la Crete antique», Πρακτικά B’ Δ.Κ.Σ., τόμ. 2, 174 επ.     

Fochi, Α., «La version cretoise d’ une legende universelle», Πρακτικά B’ Δ.Κ.Σ., τόμ. 3,  Αθήνα 1968, 256 επ. 

Follieri, Enr., «Santi Cretesi nell’ Innografia», Πρακτικά B’ Δ.Κ.Σ., τόμ. 3, σ. 272-285.

Fogen, Theres Marie, «Legislation in Byzantium: A Political and a Bureau-cratic Technique», in: Aggeliki Ε. Laiou / Dieter Simon (eds.), Law and Society in Byzantium, Ninth-Twelfth Centiuries, Dumbarton Oaks, Washington D. C. 1994, σ. 53-70.

Galatariotou, C., «Byzantine Κtetorika Typika: Α comparative study», RΕΒ 45 (1987) 77-138.

Gallas, K. - Wessel K. - Borboudakis M., Byzantinisches Kreta, Μόναχο 1983.

Gautier, P., «Defection et soumission de la Crete sous Alexis 1er Comnene», RΕΒ 35 (1977) 215 επ.

Gautier, P., «Le typikon de la Theotokos Evergetis», RΕΒ 40 (1982) 5?101 (14-95).

Gautier, P., «La Diataxis de Μichel Attaliate», REB 39 (1981) 5-143 (16-130).

Gautier, P., «Le typikon de la Theotokos Κecharitomene», RΕΒ 43 (1985) 5-165 (ι9-131).

Gautier, P., «Le typikon du Christ Sauveur Ρantocrator», RΕΒ 32 (1974) 1-145 (26-131).

Gautier, P., «Le typikon du sebaste Gregoire Pakοurianοs», RΕΒ 42 (1984) 5-145 (18-133).

Gautier, P., «Requisitoire du patriarche Jean d’Αntiοche cοntre le charisti-cariat», RΕΒ 33 (1975) 77-132.

Gautier, P., «Jean V l’Oxeite, patriarche d’Αntiοche. Notice biοgraphique», RΕΒ 22 (1964) 128-157.

Gerarnd, E., «Histoire de la noblesse cretoise au Moyen Age», Revue de l’ Orient Latin 10 (1903-1904) 172-247? (1905-1908) 7-144.

Gibbon, E., The history of the decline and fall of the Roman Empire, London 1776-1788, έκδοση J. B. Bury σε 7 τόμους, London 1896-1900.

Glykatzi Ahrweiller, H., «L’ administration militaire de la Crete byzantine», Byzantion 31 (1961) 217-228.

Grumel, V., Traite d/ Etudes Byzantines, I. La Chronologie, Παρίσι 1958.

Grumel, V., «L’ Illyricum de la mort de Valentien Ier a la mort de Stilicon», REB 9 (1951) 5-46.

Grumel, V., «Les reponses canoniques a Marc d’Alexandrie: Leur caractere officiel, leur double redaction», Echos d’Orient 38 (1939) 321-333.

Jenkins, R. J. H., «The Date of Leo VI’ Cretan Expedition», Προσφορά εις Στίλπωνα Κυριακίδην, Θεσσαλονίκη 1953, 277 επ.

Jones, A. H. M., The Greek City from Alexander to Justinian, Oxford 1966.

Laurent, V., «Le Synodikon de Sybrita et les metropolites de Crete aux X-XIII siecles», EO 32 (1933) 385-412.

Laurent, V., «Le statut de la Crete byzantine avant et apres sa liberation du joug arabe (961)», Πεπρ. Α΄ ΔΚΣ, τόμ. Β΄ (Κρητικά Χρονικά 15/16), 1961/2, 382-396.

Macrides, Ruth, «Justice under Manuel I Komnenos: four Novels on court business and murder», Fontes Minores, Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschichte Frankfurt am Main, VI (1984) 99-204.

Michaelides-Nouaros, G., «Quelques remarques sur le pluralisme juridique en Byzance», Bυζαντινά 9 (1977) 421-446.    

Michaelides-Nouaros, G., «Les idees philosophiques de Leon le Sage sur les limites du pouvoir legislatif et son attitude envers les coutumes», Επιστη-μονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Αριστο-τελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 8 (1960-1963), ‘Μνημόσυνον Περικλέους Βιζουκίδου’, 25-54 [= «Αι φιλοσοφικαί και κοινωνιολογικαί ιδέαι Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού επί των ορίων της νομοθετικής εξουσίας», Δίκαιον και κοινωνική συνείδησις, Αθήνα 1972, 99-129].

Monnier, H., Les Novelles de Leon le Sage, «Bibliotheque des Universites du Midi» (fasc. XVII), Bordeaux-Paris 1923.

Mortreuil, J., Histoire du droit byzantine, vol. 1-3, Paris 1843-1846.

Oikonomides, N., «La derniere volonte de Leon VI au sujet de la tetra-gamie», BZ 56 (1963) 46-53.

Oikonomides, N., «Les institutions, l’evolution de l’organisation administra-tive de l’Empire Byzantin au XIe siecle (1015 – 1118)», Travaux et Memoires 6 (1976) 148.

Oikonomides, N., «The ‘Peira’ of Eustathios Romaios: an abortive attempt to innovate in byzantine law», Fontes Minores, Forschungen zur byzantini-schen Rechtgeschichte Frankfurt am Main, VII (1986) 169-192.

Ostrogorsky, G., «Pour l’histoire de l’immunite a Byzance», (μετάφρ. H. Gregoire), Byzantion 128 (1958) 165-254.    

Pallas, D. I., «L’ Illyricum Oriental (Apercu historique. La problematique de son archeologie chretienne)», Θεολογία 51 (1980) 62-76.

Perentidis, St., «Trois notes sur la tradition de la Peira», ΕΚΕΙΕΔ 27-28 (1980-1981) 635-671.

Petit, L., «Saint Jean Xenos ou l’ Ermite d’ apres son autobiografie», An. Bol 42 (1924) 5-20.

Pieler, P. E., «‘Ανακάθαρσις των παλαιών νόμων’ und Makedonische Renaissance», στο συλλογικό έργο: Proceedings of the Symposium on the Occasion of the Completion of a New Edition of the Basilica, Groningen 1988, 61-77.

Polemis, D., The Doukai. A Contribution to Byzantine Prosopography, Λονδίνο 1968.

Schmink, A., «The beginnings and origins of the ‘Macedonian dynasty’», Byzantine Macedonia (Melbourne 2000) 61-68.

Spulber, C. A., Les Novelles de Leon le Sage, «Etudes de droit byzantin» (αρ. ΙΙ), Cernauti 1934.

Stοlte, Β. Η., «Desires denied: Marriage, Adultery and divorce in early byzantine law», στο James L. (ed.), Desire and denial in Byzantium (Papers from the thirty-first Spring Symposium οf Byzantine Studies, Society fοr the promotion οf Byzantine Studies, University οf Sussex, Brighton, March 1997, 77-86.

Thomas, J. / Constantinides-Hero J. / Constable G. (ed.), Byzantine Monastic Foundation Documents: A Complete Translation of the Surviving Founders’ Typika and Testaments, Dumbarton Oaks Studies 37, Washington DC 2000.

Tsougarakis, Dimitris, «The Byzantine seals of Crete», N. Oikonomidis (επιμ.) Studies in Byzantine Sigillography 2 (Washington 1990), 137-52.

Tsougarakis, D., «Some unpublished lead seals concerning Crete», REB 48(1990), 243-6.

Tsougarakis D., «Defection and separatism in the Aegean in the 11th and 12th centuries», KρΧρ 27 (1987), 283-297.

Tsougarakis, D., «Εconomic and Everyday Life in Byzantine Crete through Numismatic Evidence», JOB 32 (1982), ΙΙΙ, 457 επ.

Tsougarakis, D., Byzantine Crete. From the 5th Century to the Venetian Conquest, ‘Historical Monographs 2’, Historical Publications St. D. Basilopoulos, Athens 1988.

The Oxford Dictionary of Byzantium, I-III, έκδ. A. P. Kazdhan κ.ά., New York - Oxford 1991.

Vailhe, S., «Annexion de l’ Illyricum au Patriarcat ?cumenique», EO XIV (1911) 29-36.

Voulgarakis, E., «Νikon Metanoite und die Rechristianisierung der Kreter vom Islam», Zeitshcrift fur Missions - und Religionswiss 47 (1963) 192.

Wal, N. Van der, «La tradition des Novelles de Leon le Sage dans le manuscrit palimpseste Ambrosianus F 106 sup.», Tijdschrift voor Rechtgeschiedenis 43 (1975) 257-269.

Wal, N. Van der, «La tradition des Novelles de Leon le Sage dans le manuscrit palimpseste Ambrosianus F 106 sup.», Tijdschrift voor Rechtgeschiedenis 43 (1975) 257-269.

Zachariae, C. E., Ο Πρόχειρος Νόμος. Imperatorum Basilii, Constantini et Leonis Prochiron, Heidelberg 1837.




[1] ΕΥΣΤΡ. ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, «Διάγραμμα ιστορίας του Κρητικού Δικαίου», Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου, Τάλως Α΄ (1989) 85-325, ιδίως 143 επ.? ΘΕΟΧ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, 128 επ.? Ν. ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η Κρήτη κατά τους βυζαντινούς χρόνους», ΕΕΚΣ Α΄ (1938) 143-164? Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, Η βυζαντινή Κρήτη, Αθήνα 1989? V. LAURENT, «Le statut de la Crete byzantine avant et apres sa liberation du joug arabe», Πεπρ. Δ΄ ΔΚΣ, τόμ. II, σ. 382-396? Γ. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ, «Το θέμα της Κρήτης προ της κατακτήσεως της νήσου υπό των Αράβων», ΕΕΒΣ ΚΑ΄ (1951) 59-68? ΣΠ. ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, «Ευμάθιος ο Φιλόκαλος, τελευταίος στρατηγός του βυζαντινού θέματος της Κρήτης», ΕΕΒΣ Ζ΄ (1930) 338-393? H. GLYKATZI-AHRWEILER, «Ladministration militaire de la Crete byzantine», Byzantion 31 (1961) 217-228.

[2] H.G. BECK, Η βυζαντινή χιλιετία, (μτφρ. Δημοσθένη Κούρτοβικ), ΜΙΕΤ, Αθήνα² 1992, 15.

[3] Επισημαίνεται σχετικά ότι, «πουθενά αλλού δεν είναι τόσο αδιάσπαστη η συνέχεια ανάμεσα στη Ρώμη και στο Βυζάντιο όσο στο δίκαιο... Από την ίδια σκοπιά της πολιτειακής τάξης και της αστικής γαλήνης είδαν και οι Βυζαντινοί ―τόσο οι ηγεμόνες όσο και οι υπήκοοι― την έννομη τάξη τους, που είχε γεννηθεί κατευθείαν από τη ρωμαϊκή και που ως τις τελευταίες ημέρες της αυτοκρατορίας, και μάλιστα πέρα από την κατάρρευσή της, αποτελούσε σε μεγάλο μέρος ρωμαϊκή κληρονομιά»: P. PIELER σε H. HUNGER, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1994, 185.

[4] Άγγλος ιστορικός (1737 – 1794), συγγραφέας του περίφημου έργου The history of the decline and fall of the Roman Empire (:Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), με έτος αρχικής του έκδοσης το 1776 (μία μετάφρασή του, βλ. από την Αφροδίτη Θεοδωρακάκου, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001). Ο Ed. Gibbon, αν και υπήρξε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της ιστορίας του ρωμαϊκού πολιτισμού, σαγηνευμένος ωστόσο από το εκθαμβωτικό μεγαλείο της Ρώμης και της αυτοκρατορίας που αυτή ίδρυσε, κατέληξε στο μνημονευθέν έργο του να απαξιώσει τελικά οτιδήποτε συνδέθηκε με τη χριστιανική, μεσαιωνική ή βυζαντινή μετεξέλιξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ατυχώς, οι θέσεις του επηρέασαν πολλούς μεταγενέστερους ιστορικούς, οι οποίοι υιοθέτησαν μία αμυντική, απολογητικού χαρακτήρα, στάση ‘υπερά-σπισης’ του βυζαντινού πολιτισμού, που όμως αυτός σε καμία περίπτωση δεν είχε ανάγκη. Και τούτο διότι, όπως εύστοχα παρατηρείται, «κάθε παλαιότερη γενιά βρίσκει συνήθως την επόμενή της παρακμασμένη… όποιος έχει σχηματίσει μια στερεότυπη εικόνα για μια ‘κλασική εποχή’, δεν είναι δυνατό να έχει μεγάλη ιδέα για την εποχή που επακολουθεί… συχνά ο όρος ‘παρακμή’ δεν είναι παρά το πρόχειρο άλλοθι για τη νωθρότητα του ιστορικού που, απλούστατα, δεν έχει καμιά όρεξη να ασχοληθεί με τον Ιουστινιανό, επειδή του αρκεί ο Καίσαρας»: BECK, ό.π., σ. 17. Πρβλ. όσα υποστηρίζει και ο J. J. NORWICH, Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου, (μετάφρ. Δ. Κωστελένος), εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 1999, 41.

[5] Πολλοί ρωμαίοι πολιτειακοί άρχοντες απευθύνονταν, ως γνωστόν, σε νομομαθείς κύρους της εποχής τους, παραγγέλλοντας την έκδοση γνωμοδοτήσεων επί φλεγόντων και αμφιλεγό-μενων νομικών ζητημάτων. Οι νομικοί αυτού είχαν τιμηθεί με το jus publice respondendi ex auctoritate principis, δηλαδή την επίσημη αρμοδιότητα να γνωμοδοτούν. Η συλλογή των γνωμοδοτήσεων αυτών απάρτισε το λεγόμενο ‘jus’. Κάτι ανάλογο λοιπόν υιοθετήθηκε και στο χώρο της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σειράς λαμπρών νομοκανονολόγων, όπως ήταν οι Ιωάννης Ζωναράς, Αλέξιος Αριστηνός, Θεόδωρος Βαλσαμών και, σε μικρότερη κλίμακα, ο Μητροπολίτης Κρήτης Ηλίας (βλ. αναλυτικότερα το δεύτερο μέρος του παρόντος).

[6] ΣΠ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, Αθήνα³ 2001, 338.

[7] Πρέπει βεβαίως να έχουμε διαρκώς υπόψη ότι η διαφορά ανάμεσα στη νομική και στη μη νομική φιλολογία, δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστεί: PIELER, ό.π., σ. 186.

[8] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 32.

[9] Εκτενέστερα, βλ.: Ν. ΜΑΓΓΙΩΡΟΣ, «Αυτοκρατορική ιδεολογία και Εκκλησία», Ιστορία της Ορθοδοξίας, τόμ. 2, Αθήνα 2009, 136-179, και ΙΔΙΟΣ, Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η δονατιστική έριδα. Συμβολή στη μελέτη των σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας κατά την κωνσταντίνεια περίοδο, Θεσσαλονίκη 2001.

[10] Ο Ιουλιανός (Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, λατ. Flavius Claudius Julianus, 331/332 - 363), γνωστός ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης, αλλά και Ιουλιανός ο Μέγας, υπήρξε ο μοναδικός επίσημα παγανιστής αυτοκράτορας, μετά τον Μ. Κωνσταντίνο. Πολλοί είναι οι σύγχρονοι ιστορικοί οι οποίοι θεωρούν τον Ιουλιανό ως ένα από τους ικανότερους αυτοκράτορες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παρόλο που την κυβέρνησε επί μόλις δύο χρόνια. Η προσπάθειά του για επιστροφή του κράτους στην εθνική θρησκεία και η εξουδετέρωση της επιρροής που ασκούσε ο χριστιανισμός στα κοινωνικά στρώματα, δεν στέφθηκε από επιτυχία, αν και ο τρόπος ζωής του ίδιου χαρακτηριζόταν από ασκητική απλότητα. Τα σχέδια του Ιουλιανού δεν περιορίσθηκαν σε μια απλή νομοθετική ανανέωση των προνομίων της εθνικής θρησκείας, αλλά στόχευαν σε μια βαθύτερη εσωτερική μεταρρύθμισή της, με εξοβελισμό της χριστιανικής πίστης τόσο με έμμεσους, όσο και με άμεσους τρόπους. Η επίσημη αποκατά-σταση της εθνικής θρησκείας συντελέστηκε το 362, με τη λήψη μίας σειράς μέτρων, όπως ήταν η απαγόρευση των χριστιανών να διδάσκουν την κλασσική παιδεία ή η ανάκληση αρεια-νών και εξορισμένων κληρικών, με απώτερο σκοπό την αύξηση των εσωτερικών ερίδων στη χριστιανική εκκλησία. Ο ενθουσιασμός που έδειξε ο Ιουλιανός για την επιτυχία του εγχειρή-ματός του, σήμερα κρίνεται μάλλον ανεδαφικός, καθώς η υπάρχουσα κατάσταση ήταν κατά τα φαινόμενα αδύνατον να αναστραφεί. Από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, βλ. ιδίως: Π. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ, Πολύμνια. Ιουλιανός, Μία Βιογραφία, ΜΙΕΤ, Αθήναι, 2001? G. W. BOWERSOCK, Julian the Apostate, Harvard University Press, 1997? D. HUNT, λήμμα «Julian», στο: The Cambridge Ancient History: The Late Empire, A.D. 337-425 (επιμ. A. Cameron & P.Garnsey), Cambridge University Press, 1998, 57-58? R. BROWNING, The Emperor Julian, London 1975.

[11] Με πρώτο και εμφατικότερο παράδειγμα τον Μ. Κωνσταντίνο, ο οποίος προήδρευσε των εργασιών της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (318, Νίκαια Βιθυνίας).

[12] Πάντως, ακόμη και στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο αυτοκράτορας όφειλε να μην επηρεάζεται από την ενδιάθετη «πίστη» του, μπροστά στην πολιτική που επέβαλε το κρατικό συμφέρον.

[13] «Η βοήθεια όμως αυτή και η συμπαράσταση υπέκρυπταν συχνά -όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις- και ανάμιξη στα εσωτερικά της Εκκλησίας, που αρχικώς ήταν μόνον πραγματική (de facto), αλλά με το πέρασμα των αιώνων σταδιακώς θεσμοθετείται», Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / Ι. ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, Νομική Βιβλιο-θήκη, Αθήνα 42010, 267-268.

[14] Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη ³1975.

[15] Κ. ΜΑΝΑΦΗΣ, Μοναστηριακά Τυπικά – Διαθήκαι, εν Αθήναις 1970.

[16] Ο πάπυρος αποτελούσε ευρύτατα διαδεδομένη γραφική ύλη, κατασκευασμένη από το εσωτερικό μέρος του ομώνυμου φυτού, μετά από ειδική επεξεργασία. Από την επεξεργασία αυτή προέκυπταν μικρές επιφάνειες (σελίδες, κολλήματα), που συνδέονταν μεταξύ τους απαρτίζοντας μία συνεχή λωρίδα, καλούμενη ‘τεύχος’ ή ‘κύλινδρος’, βλ. Α. ΣΙΓΑΛΑΣ, Ιστορία της ελληνικής γραφής, Θεσσαλονίκη ²1974, Ε. TURNER, Ελληνικοί Πάπυροι, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981.

[17] Βλ. τα κλασικά έργα των F. DOLGER, Byzantinische Diplomatik: 20 Aufsatze zum Urkundenwesen der Byzantiner, Munich 1956? Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Βυζαντινή Διπλωματική, τόμος Α΄: Αυτοκρατορικά Έγγραφα, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Σειρά: ‘Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται αριθ. 4‘, Θεσσαλονίκη ²1972. Υπόδειγμα διπλωματικής έρευνας αποτελούν οι εργασίες των: ERA VRANOUSSI, «Une collection authentiquee dactes du couvent de Patmos et ses notices dorsales (XIe siecle)», Σύμμεικτα Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών 2 (1970) 329-338? ΕΡΑΣ Λ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, Βυζαντινά έγγραφα της Μονής Πάτμου. Α΄: Αυτοκρατορικά, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήναι 1980? ΜΑΡΙΑΣ ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ, Βυζαντινά έγγραφα της Μονής Πάτμου. Β΄: Δημόσιων Λειτουργών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήναι 1980.

[18] Βλ. ενδεικτικά το λαμπρό έργο της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ, Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, Ι. Ενοχικό δίκαιο - Εμπράγματο δίκαιο, Forschungen Zur Byzantinischen Rechtsgeschichte, επιμ. σειράς: Spyros Troianos, Αθήνα 1992.

[19] Θεωρούμε ότι η ελληνιστική εποχή (και) της Κρήτης αρχίζει το έτος 301 π.Χ., όταν η μάχη μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου στην Ιψώ της Φρυγίας σηματοδότησε την απαρχή του κοσμοπολιτισμού της ελληνικής ιστορίας. Η θαυμαστή διεύρυνση τού μέχρι τότε γνωστού κόσμου χάρη στις κατακτητικές εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου, οδήγησαν σε μία διάχυση το αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μεταξύ πλειάδας ξένων λαών και πολιτισμών. Ως πέρας της ελληνιστικής περιόδου για την Κρήτη μπορεί να θεωρηθεί η περιέλευσή της υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία (67 π.Χ.). Από την ποσοτικά και ποιοτικά αξιόλογη βιβλιογραφία για τα Κρητικά πράγματα κατά την ελληνιστική περίοδο, βλ. κυρίως ΣΤ. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ, «Κρητικοί Πόλεμοι: Η χώρα των Ετεοκρητών στην ελληνιστική εποχή», ΚρΧρ 23 (1986) 51-81? ΕΜΜ. Ι. ΜΙΚΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, Η Κρήτη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, Αθήνα 1967? ΔΕΤΟ-ΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 84-97? ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΝΙΩΤΗΣ, «Κλασική και ελληνιστική Κρήτη», ΚΡΗ-ΤΗ, τόμ. Α΄, σ. 173-284? ΕΥΣΤΡ. ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, «Διάγραμμα ιστορίας του Κρητι-κού Δικαίου», Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου, Τάλως A΄ (1989) 118-122.

[20] Η αρχέγονη, περιώνυμη πολεμική αγωγή των Κρητών, τούς κατέστησε κατά την αρχαιότητα περιζήτητους τοξότες και μισθοφόρους σε όλη την ανατολική λεκάνη της Μεσο-γείου αλλά και ευρύτερα, βλ. Ν. ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η Κρήτη κατά τους βυζαντινούς χρόνους», ΕΕΚΣ 1 (1938) 143. Η μισθοφορία, φαινόμενο που ευρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαρση κατά τις εποχές πολιτικών και θεσμικών κρίσεων, συνιστούσε κατά την χρονική εκείνη περίοδο μία ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική επάνδρωσης των διάφορων στρατευ-μάτων. Για τον λόγο αυτό, ο περίφημος ιστορικός ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, στο έργο του Επίτομος Ιστορία της Κρήτης [σ. 56-57), αναφέρεται στην ηθική απαξία των Κρητών ως τοξοτών και μισθοφόρων, σημειώνοντας ότι: «Ουχί μικρόν συνετέλεσεν εις την μεταβολήν του πολιτεύματος και την ηθικήν των Κρητών αλλοίωσιν και η υπό των Κρητών από πολλού ασκουμένη μισθοφορία εκτός της Κρήτης ως ψιλών στρατιωτών τοξοτών και σφενδονητών… Το επάγγελμα του μισθοφόρου συνοδευόμενον με ενέδρας και ληστείας και απάτας είναι φυσικόν ότι εχαλάρωσεν πάσαν ηθικήν αρχήν, και οι Κρήτες προ της Ρωμαϊκής κατακτήσεως είχον κακήν φήμην παρά τοις άλλοις Έλλησι (κρητίζειν)». Αναφορές στους Κρήτες μισθοφόρους τοξότες βλ. ενδεικτικά σε: Θουκυδίδη, Ιστορίαι, VI.25.2. και VIΙ.57.9? Ξενοφώντα, Κύρου Ανάβασις, Ι.2.9, ΙΙΙ.3.9, 15, IV.2.28, 8.27, Ελληνικά, IV.2.16, VII.5.10? Πλάτωνα, Νόμοι, 625c, 706a? Αριστοφάνη, Βάτραχοι, 1357? Πίνδαρο, Πυθιονίκαις, 541? Παυσανία, VII.16.1? Αθήναιο, Χ.421c? Διόδωρο Σικελιώτη, V.74.5, XVII.57.4 και αλλού. Η φήμη των Κρητών ως τοξοτών φθάνει μέχρι τον 2ο-3ο αι. μ.Χ., όταν ο ρωμαϊκής καταγωγής Κλαύδιος Αιλιανός σημείωνε στο έργο του Ποικίλη Ιστορία, Ι.10.1 ότι: «Οι Κρήτες εισί τοξεύειν αγαθοί». Συνολική εξέταση του θέματος με πληθώρα παραπομπών στις πηγές, βλ. σε Μ. ΣΚΟΥΛΗΚΑ, Οι Κρήτες τοξότες, Αθήνα 2000.

[21] Οι Κρήτες πειρατές συνεργάζονταν με εκείνους της Κιλικίας, καταληστεύοντας τα εμπορικά πλοία της Μεσογείου και προκαλώντας σοβαρότατα προβλήματα στο ναυτιλιακό εμπόριο της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω επίγραμμα του ποιητή Λεωνίδα από τον Τάραντα (άκμασε στις αρχές του 3ου π.Χ. αι.): «Αεί ληισταί και αλιφθόροι, ουδέ δίκαιοι Κρήτες, τις των Κρητών οίδε δικαιοσύνην;».

[22] Λόγος και για τον οποίο δόθηκε στον ρωμαίο αυτόν στρατηγό η προσωνυμία ‘Κρητικός’. Εκτενέστερα, βλ. Θ. ΣΑΡΙΚΑΚΗΣ, «Οι αγώνες της Κρήτης εναντίον των Ρωμαίων», Πεπρ. Β΄ Δ.Κ.Σ, τόμ. ΙΙ, Αθήναι 1968, 137-141. 

[23] ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Α΄: 324-610, (δεύτερη έκδοση με πλήρη βιβλιογραφική ενημέρωση), Θεσσαλονίκη 1996, 103.

[24] GY. MORAVCSIK, «Το Βυζάντιον εις το κάτοπτρον των ονομάτων του», ΕΕΒΣ 39-40 (1972-1973), 11 επ.

[25] G. THOMAS, «L’ abdication de Diocletien», Byzantion 43 (1973), 228-247.

[26] ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σ. 107.

[27] Ως κυριότερα σημεία οικονομικής παρακμής της Δύσης αναφέρονται η κάμψη του εμπορίου με παράλληλη έλλειψη εργατικών χεριών, η επέκταση της αγροτικής ιδιοκτησίας και η εμφάνιση πληθωριστικών φαινομένων, βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σ. 108.

[28] Ο Θεμίστιος (Παφλαγονία 317 – περ. 387 μ.Χ.), υπήρξε πολιτικός, ρήτορας και φιλόσοφος. Σπούδασε και έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Παγανιστής ως προς τις θρησκευτικές του αντιλήψεις, έγινε ωστόσο δεκτός στη Σύγκλητο από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β’ το 355, φθάνοντας, επί Θεοδοσίου Α΄ (384) να κατέχει ανώτατο διοικητικό αξίωμα στην Κωνσταντι-νούπολη. Συνέγραψε παραφράσεις αριστοτελικών έργων («Αναλυτικά ύστερα», «Φυσική ακρόαση», «Περί ψυχής»), οι λόγοι του όμως υπέρ των αυτοκρατόρων δεν χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα αλλά δουλοπρέπεια. Διατηρούσε αλληλογραφία με τους Βοήθιο και Γρηγόριο Ναζιανζηνό, θεωρώντας από την πλευρά του ότι χριστιανισμός και ελληνισμός δεν απότελούσαν παρά δύο όψεις μίας ενιαίας και παγκόσμιας θρησκείας.

[29] Όπως παρατηρεί ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωζομενός (Βιβλίο Ε΄, 17, 1), ακόμη και οι πασίγνωστες αντιδράσεις του Ιουλιανού κατά της χριστιανικής θρησκείας, είχαν χαρακτήρα μάλλον ψυχολογικών πιέσεων ή επιβολής περιορισμού, αποφεύγοντας τη χρήση βίας ή τρομοκρατίας. Να σημειωθεί ότι ο εθνικός Λιβάνιος αποδοκιμάζει τα μέτρα του Ιουλιανού κατά των χριστιανών, υπερασπιζόμενος την Αντιόχεια όταν ο εν λόγω αυτοκράτορας στρά-φηκε, για τους ίδιους λόγους της δικής του θρησκευτικής πολιτικής, κατά της πόλεως αυτής. Παράλληλα, ο Προαιρέσιος, Έλληνας φιλόσοφος με χριστιανικές όμως πεποιθήσεις, αν και εξαιρέθηκε από το νομοθετικό μέτρο του Ιουλιανού, που απαγόρευε σε χριστιανούς να διδάσκουν σε φιλοσοφικές σχολές, σε ένδειξη διαμαρτυρίας παραιτήθηκε από τη θέση του στην περίφημη Σχολή των Αθηνών!  

[30] ΑΙΚ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Αι βάσεις του βυζαντινού πολιτεύματος», ΕΕΦΣΠΑθ 22 (1971-1972) 209-212, με παραπομπές σε πηγές.

[31] Γενικά για τη ρωμαιοκρατία στην Κρήτη, βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 103 επ.? Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Ρωμαϊκή Κρήτη (1ος αι. π.Χ. – 5ος αι. μ.Χ.)», ΚΡΗΤΗ τόμ. Α΄, σ. 285-336? ΕΜΜ. ΜΙΚΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, «Η Ρωμαιοκρατούμενη Κρήτη κατά τον Τάκιτο», Πεπρ. Ε΄ Δ.Κ.Σ., τόμ. Α΄, σ. 235-247? Ε. ΣΚΑΣΣΗΣ, «Η Κρήτη και οι Λατίνοι συγγραφείς», ΚρΧρ 7 (1953), 119-126. Για τις σχέσεις Κρήτης και Ρώμης πριν την ρωμαϊκή κατάκτηση, βλ. S. SPYRIDONAKIS, «Krete and the Romans», Kretologia 9 (1979), 85-98.

[32] Βλ. Ν. ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η Κρήτη κατά τους βυζαντινούς χρόνους», ΕΕΚΣ 1 (1938), 143. 

[33] ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, ό.π., σ. 140.

[34] Βλ. εκτενέστερα ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣ, «Η επιβίωση του ‘Κοινού των Κρητών’ στην πρωτοβυζαντινή εποχή», Πεπρ. Δ΄ ΔΚΣ, τόμ. 2, Αθήνα 1981, 537-649? ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 129? M. VAN DER MIGNBRUGGE, The Cretan Koinon, New York 1931? STYLIANOS SPYRIDAKIS, «Paros, Allaria and the Cretan Koinon», Αριάδνη Α΄ (1983) 9-26? Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Ρωμαϊκή Κρήτη (1ος αι. π.Χ. – 5ος αι. μ.Χ.)», ΚΡΗΤΗ Α΄, σ. 299. Τα ψηφίσματα του Κρητικού Κοινού βλ. σε M. GUARDUCCI, «Le inscrizioni del praetorio di Gortina», Rivista del r. Instituto d’ Archeologia e Storia dell’ Arte 1 (1929) 143-184.

[35] Όπως παρατηρείται, η διαμόρφωση της οικονομίας, και μάλιστα της αγροτικής, μεταβάλλεται καίρια, ο δε οικονομικός παράγοντας, όπως είναι φυσικό, επηρεάζει βαθύτατα το νέο πολιτικό οργανισμό του βυζαντινού κράτους και των επαρχιών του, ΧΡΙΣΤΟ-ΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 103.

[36] Η άμεση σύνδεση με την αποστολική εποχή, δηλαδή η ευθεία και αδιάκοπη συνέχεια διαδοχής επισκόπων μέχρι τα πρώτα αποστολικά χρόνια, αποτελεί κατά τη νομοκανονική διδασκαλία της Εκκλησίας προνόμιο εκείνων μόνον από τις σύγχρονες τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες γνώρισαν το χριστιανισμό απευθείας από τους ίδιους τους Αποστόλους, και όχι εμμέσως, κατ’ αποτέλεσμα δηλαδή της ιεραποστολικής δράση των άλλων τοπικών Εκκλη-σιών. Αυτό που εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί, είναι το γεγονός ότι το προνόμιο της ‘αποστο-λικότητας’ ορισμένης τοπικής Εκκλησίας με την έννοια που εκτέθηκε, οδηγούσε βαθμιαία στην αναγνώριση προς αυτήν από τις άλλες Εκκλησίες εξέχουσας τιμητικής θεσμικής θέσης, η οποία περιελάμβανε διοικητικά προνόμια αυτοδιοικήσεως ή και εξουσιαστικών δικαιοδο-σιών έναντι των υπολοίπων Εκκλησιών. Για το θέμα αυτό βλ. εκτενέστερα: ΜΑΞΙΜΟΣ Μητροπολίτης Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Ιστορικο-κανονική μελέτη, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 41-42· ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατρι-αρχείου και η «τάξις» αυτών, τόμ. Α΄, Αθήναι 1934, σ. 40. Πιο πρόσφατα, βλ. ΚΩΝ-ΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης. Θεσμοί και διοικητική οργάνωση κατά τον Καταστατικό της Νόμο (Ν. 4149/1961), Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου, Χανιά, Τάλως Θ΄ (2001), 36 επ.  

[37] Πράξεις Αποστόλων κζ΄, 7-16. Γενικότερα για την ίδρυση της Εκκλησίας Κρήτης από τον Παύλο βλ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Λ. ΠΕΤΡΑΚΙΣ, «Ο Απόστολος Παύλος και η ίδρυσις της Εκκλησίας εν Κρήτη», ΚρΧρ 15-16 (1963), 309-314.

[38] «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην», Απ. Παύλος, Επιστολή προς Τίτον 1, 5. Για τον Τίτο ειδικότερα βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΑΛΙΤΗΣ, Η προς Τίτον Επιστολή, σ. 10 επ. και ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Οι ορθόδοξοι προκαθήμενοι της Αποστολικής Εκκλησίας Κρήτης, ό.π., σ. 8.

[39] ΓΕΡΑΣ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α΄, σ. 372? ΓΑΛΙΤΗΣ, ό.π., σ. 16.

[40] ΓΕΡΑΣ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η ‘τάξις’ αυτών, ό.π., σ. 40.

[41] Όπως σχετικά σημειώνεται: «Περί δε τον επίσκοπον, διαδιδομένης της νέας θρησκείας... εσχηματίσθη συν τω χρόνω σύνοδος των επισκόπων των μικροτέρων πόλεων της Νήσου, αι οποίαι ήσαν πολυάριθμοι, ούτως ώστε ταχέως αι επισκοπαί να υπερβούν τας είκοσιν», Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, λήμμα: «Κρήτη (Εκκλησιαστική Ιστορία)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλο-παιδεία, τόμ. 7, Αθήναι 1965, στ. 968.

[42] Ε.Λ. ΠΕΤΡΑΚΙΣ, Ιστορία της Εκκλησίας εν Κρήτη, Μέρος Α΄, Ηράκλειον 1925, 48-49.

[43] ΠΕΤΡΑΚΙΣ, ό.π., σ. 50-51.

[44] Το μαρτυρολόγιό τους βλ. σε ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, τόμ. IV, Πετρούπολις, 1898, 224-237. Πρβλ.: FL. CORNELIUS, Creta Sacra, Venetiis MDCCLV, vol. I, 157-160· ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΑΟΥΡΔΑΣ, «Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, Εγκώμιον εις τους Αγίους Δέκα και καλλινίκους μάρτυρας», ΚρΧρ 3 (1949), 85-117· ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΖΕΔΑΚΗΣ, «Ολίγα τινά περί των Αγίων Δέκα εν Κρήτη Μαρτύρων», Απόστολος Τίτος 18 (1969) 220-221· PIO FRANCHI DE CAVALIERI, «Studi e Testi», τόμ. 125 (1946)· ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΨΑΛΙΔΑΚΗΣ (Μητρο-πολίτης Κρήτης), «Ανέκδοτον μαρτύριον των εν Κρήτη Αγίων Δέκα Μαρτύρων», ΚρΧρ 2 (1948) 569-576 [= Απόστολος Τίτος 9 (1960) 189-210].

[45] Έκδοσή της βλ. σε: ED. SCHWARTZ, Die griechischen Schriftsteller der erstan Jahrhunderte, (Eusebius Werke, τόμ. 2-3), Leipzig 1903, και, G. BARDY, Eusebe de Cesaree, Histoire ecclesiastique, τόμοι I-IV, Paris 1952-1960.

[46] Ο Ευσέβιος (260-339), αρχικά οπαδός του Ωριγένη, διετέλεσε αργότερα επίσκοπος στην πόλη Καισάρεια της Παλαιστίνης. Υπήρξε έμπιστος και σύμβουλος επί εκκλησιαστικών θεμάτων του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Συνέγραψε επιπλέον τα δύο έργα Τριακονταετηρικός (λόγο που εκφώνησε ο ίδιος ο συντάκτης του στα ανάκτορα της Κων-σταντινούπολης το έτος 336, στο πλαίσιο του εορτασμού των 30 ετών από την ανάρρηση του αυτοκράτορα στο θρόνο), και το Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως (Vita Constantini).

[47] Όσοι υποχωρούσαν, ελάμβαναν έγγραφους βεβαιωτικούς λίβελους για αποκήρυξη πίστης (libelli persecutionis), που πιστοποίησαν ότι αυτοί θυσίασαν στα είδωλα, απονέμοντας ανάλογη λατρευτική προσκύνηση προς τον αυτοκράτορα.

[48] Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι το έτος 261, πολύ καιρό δηλαδή πριν το πιο πάνω γεγονός, ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός εκδίδει ένα έδικτο που αναγνωρίζει στους χριστιανούς την ελεύθερη διάθεση των λατρευτικών κτιρίων και των νεκροταφείων τους, απαγορεύοντας τυχόν αντίθετους περιορισμούς. Δέκα χρόνια αργότερα, το 272, η Εκκλησία της Αντιόχειας, σε μια διένεξη γύρω από την πλήρωση της επισκοπικής έδρας της πόλης, αποτείνεται στον αυτοκράτορα Αυρηλιανό με την παράκληση να επέμβει. Ο αυτοκράτορας όχι μόνον δεν απέκρουσε το αίτημα, αλλά και αποφάσισε με έναν τρόπο που προϋπέθετε τη νομότυπη οργά-νωση ολόκληρης της Εκκλησίας.

[49] Σημειώνεται ότι οι χριστιανοί, αν και αποτελούσαν περίπου το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας, συγκροτούσαν ωστόσο τη δυναμικότερη και πιο άρτια οργα-νωμένη θρησκευτική κοινότητα. Το γεγονός αυτό τους καθιστούσε είτε πολύ ανθεκτικούς αντιπάλους είτε πολύ ισχυρούς συμμάχους, ανάλογα με τις επιλογές της αυτοκρατορικής πολιτικής. 

[50] ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, ό.π., τόμ. Α΄, 324-610, σ.132? πρβλ. όμως και M. ANASTOS, «The edict of Milan (313). A defence of its traditional authorship and designation», RΕΒ 25 (1967) 13-41.

[51] Lactantius, De mortibus persecutorum, XLVIII. Πρβλ. Όμως και Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ι 5, 2-14.

[52] Όπως ορθά παρατηρείται, η σημασία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου είναι πολύ μεγάλη, όχι μόνον διότι διαμόρφωσε το χριστιανικό δόγμα, αλλά και ως πρώτο δείγμα ενός καισαρο-παπισμού, που χαρακτήρισε έκτοτε έντονα τη βυζαντινή κρατική πολιτική: ST. RUNCIMAN, Βυζαντινός πολιτισμός, μετάφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, ‘Ιστορικές Μονογραφίες’, εκδ. Γαλαξίας - Ερμείας, Αθήνα ³1978, σ. 30 («Ο Κωνσταντίνος ήθελε η χριστιανική εκκλησία να είναι η εκκλησία του κράτους με τον αυτοκράτορα επί κεφαλής. Και ο χριστιανισμός, για λόγους ευγνωμοσύνης, δεν έφερε αντιρρήσεις»).

[53] Αντιθέτως, λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας επέβαλαν τόσο στον Κωνσταντίνο, όσο και σε ορισμένους από τους διαδόχους του (μέχρι πάντως το έτος 379) να φέρουν τον τίτλο του pontifex maximus, δηλαδή του ύπατου αρχιερέα, όπως έπρατταν οι ρωμαίοι αυτοκράτορες μέχρι τον Κωνσταντίνο. Χαρακτηριστικό πάντως της δύναμης των παλαιότερων θρησκευ-τικών δοξασιών και γενικότερα της μεταβατικής φάσης στην οποία ευρίσκονταν οι θρησκευ-τικές αντιλήψεις του Μ. Κωνσταντίνου, ήταν το γεγονός ότι, κατά τις εορτές για τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, τηρήθηκαν αρχαίες ειδωλολατρικές συνήθειες που συνηθίζονταν επί αιώνες κατά την ίδρυση των ρωμαϊκών πόλεων, βλ. ΣΤ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, «Ιστορικά σημειώ-ματα Α΄: Κωνσταντίνος ο Μέγας και η αυτοκρατορική λατρεία», Ελληνικά 17 (1960) 219-246.

[54] Έκδοσή της βλ. σε: ED. SCHWARTZ, Die griechischen Schriftsteller der erstan Jahrhunderte, (Eusebius Werke, τόμ. 2-3), Leipzig 1903, και, G. BARDY, Eusebe de Cesaree, Histoire ecclesiastique, τόμοι I-IV, Paris 1952-1960.

[55] Ο Ευσέβιος (260-339), αρχικά οπαδός του Ωριγένη, διετέλεσε αργότερα επίσκοπος στην πόλη Καισάρεια της Παλαιστίνης. Υπήρξε έμπιστος και σύμβουλος επί εκκλησιαστικών θεμάτων του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Συνέγραψε επιπλέον τα δύο έργα Τριακονταετηρικός (λόγο που εκφώνησε ο ίδιος ο συντάκτης του στα ανάκτορα της Κων-σταντινούπολης το έτος 336, στο πλαίσιο του εορτασμού των 30 ετών από την ανάρρηση του αυτοκράτορα στο θρόνο), και το Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως (Vita Constantini). Για τον Ευσέβιο Καισαρείας, βλ. J. M. SANSTERRE, «Eusebe de Cesaree et la naissance de la theorie “cesaropapiste”», Byzantion 42 (1972) 131-195, 532-593. Όπως παρατηρείται (BECK, Η βυζαντινή χιλιετία, 29), «ο Ευσέβιος Καισαρείας θα δημιουργήσει μια ιστορική και πνευματική γέφυρα προς το Βυζάντιο, συνδέοντας, μέσω της θείας πρόνοιας, την άρση των εθνικών φραγμών μέσα στην αυτοκρατορία με την άρση του πολυθεϊσμού από το χριστιανισμό, συσχετίζοντας την επίγεια μοναρχία με τη θεία και βλέποντας στον Κωνσταντίνο τον ολοκληρωτή του έργου που άρχισε ο Αύγουστος - και, κατά βάθος, της εξέλιξης που εγκαινίασε η γέννηση του Χριστού. Η αντίληψη αυτή δεν ήταν οπωσδήποτε θεολογική, αφού αποτελούσε την ελληνοχριστιανική παραλλαγή ενός στοχασμού γύρω από τη μοναρχία, που απασχολούσε και τους ειδωλολάτρες διανοητές εκείνων των χρόνων. Πρόκειται για μία χριστιανική προσέγγιση στην τόσο δυσφημημένη ως τότε αυτοκρατορία, και η προσέγγιση αυτή βρίσκει αναλογίες και στην καθημερινή ζωή των χριστιανών, συνοδεύοντάς τις και δίνοντάς τους ιδεολογική κάλυψη». 

[56] P.G. τόμ. 67, στ. 29-842. Ο Σωκράτης υπήρξε μαθητής των εθνικών γραμματικών Ελλαδίου και Αμμωνίου.

[57] Κατά τον Φώτιο, το πλήρες όνομά του ήταν «Σαλαμάνης Ερμείας Σωζομενός».

[58] P.G. τόμ. 67, στ. 843-1630.

[59] ΑΙΚ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Α΄, 324-610, ό.π., σ. 103, κατά την οποία η εγγύτερη γνώση των πιο πάνω δεδομένων «θα επιτρέψη να εκτιμήσωμεν καλύτερον την συμβολήν εκάστου εις την διαμόρφωσιν τού με κέντρον την Κωνσταντινούπολιν αναπτυχθέντος κράτους, της κοινωνικής και πνευματικής του συγκροτήσεως, της οικονομικής του δομής και της πολιτιστικής αυτού επιδράσεως εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος».

[60] Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, «Το Βυζάντιον μεταξύ Ανατολής και Δύσεως», ΕΕΒΣ 28 (1958), 367-400.

[61] Σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας (Τριακονταετηρικός Λόγος, ό.π.), κεφ. 1: «αυτός δ’ αν είη ο τούδε του σύμπαντος καθηγεμών κόσμου, ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσιν ορωμένοις τε και αφανέσιν επιπορευόμενος του Θεού λόγος, παρ’ ου και δι’ ου της ανωτάτης βασιλείας την εικόνα φέρων ο τω Θεώ φίλος βασιλεύς κατά μίμησιν του κρείττονος των επί γης απάντων τους οίακας διακυβερνών ιθύνει», και, κεφ. 3: «κάπειτα της ουρανίου βασιλείας εικόνι κεκοσμημένος, άνω βλέπων κατά την αρχέτυπον ιδέαν τους κάτω διακυβερνών ιθύνει, μονάρχου δυναστείας μιμήμασι κραταιούμενος». Βλ. και R. FARINA, Limperatore cristiano in Eusebio di Cesarea. La prima teologia politica del cristianesimo, Zurich 1966, 107 επ., 166 επ.

[62] «Το φυσικόν δίκαιον και η ηθική, η χριστιανική διδασκαλία και η πνευματική κληρονομία της αρχαιότητος, η πολιτική και κοινωνική αναγκαιότης καθορίζουν τα πλαίσια, εντός των οποίων ο βυζαντινός αυτοκράτωρ ηδύνατο να κινηθή», ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σ. 116.

[63] Θεμίστιος, Λόγος 5, 64 b: «νόμον έμψυχον είναι φησί (η φιλοσοφία) τον βασιλέα, νόμον θείον άνωθεν ήκοντα». Βλ. και: G. DAGRON, «Lempire romain dOrient au IVe siecle et les traditions politiques de lHellenisme. Le temoignage de Themistios», Travaux et Memoires 3 (1968) 1-242? F. DVORNIK, Early Christian and Byzantine Political Philosophy Origins and Background, τόμ. Ι, Washington 1966, 245 επ., 271 επ.

[64] Πηγές βλ. σε ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Α΄: 324-610, ό.π., σ. 117 επ.

[65] BECK, ό.π., σ. 28.

[66] Σχετικά βλ. το εξαίρετο έργο του P. LEMERLE, O πρώτος βυζαντινός ουμανισμός. Σημειώ-σεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007.

[67] Βλ. το κλασσικό έργο του W. JAEGER, Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι και ελληνική παιδεία (Early Christianity and Greek Paideia, Cambridge 1966.

[68] Β. ΤΑΤΑΚΗΣ, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, Αθήναι 1960.  

[69] Βλ. τη μονογραφία Μ. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Μορφές από τον τέταρτον αιώνα μ.Χ. Ιστορική εισαγωγή στον ‘Λόγο προς τους νέους’ του Μεγάλου Βασιλείου, Αθήναι 1972.  

[70] Για το λόγο αυτό ο Θεμίστιος (Λόγος 4, Eις Κωνστάντιον, 59 d – 61 b), εκφράζει την αγαλλίασή του για την αυτοκρατορική πρωτοβουλία, καθώς έτσι θα αναβιώσουν φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ρήτορες όπως ο Δημοσθένης και ο Ισοκράτης, ιστορικοί όπως ο Θουκυδίδης. Βλ. και Κ. ΜΑΝΑΦΗΣ, Αι εν Κωνσταντινουπόλει βιβλιοθήκαι, αυτοκρατορικαί και πατριαρχικαί, και περί των εν αυταίς χειρογράφων μέχρι της αλώσεως, Αθήναι 1972.

[71] Κατά τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, πολλά από αυτά σώζονταν μέχρι την πρώτη Άλωση (1204), βλ. το έργο του Από της αυτού ιστορίας περί Κωνσταντινουπόλεως (De signis Constantinopolitanis), έκδ. Βόννης 1835, σ. 854-868.  

[72] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΙΟΥΛΙΑ ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, Αθήνα 42010, 232: «Η διαδικασία για τη διάπλαση ελληνικής ορολογίας τέθηκε σε κίνηση για λόγους καθαρά πρακτικούς, για να είναι δηλαδή οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας σε θέση να κατανοούν τους νόμους. Παρ’ όλα αυτά δεν έλειψε και κάποιο ιδεολογικό κίνητρο… Τα κείμενα των νόμων αποβλέπουν στην προπαγανδιστική προσέγγιση του λαού, γιατί μέσα από αυτά, ειδικό-τερα μέσα από τα προοίμια των νόμων, προβάλλονται τα διάφορα στοιχεία της αυτοκρατο-ρικής ιδεολογίας. Επομένως, η πολιτική σκοπιμότητα επιβάλλει να είναι τα κείμενα αυτά από κάθε άποψη, και πρώτιστα γλωσσική, προσιτά στο κοινό». Βλ. και Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Ιδεο-λογικές και πρακτικές παράμετροι του γλωσσικού προσανατολισμού στο πρώιμο και το μέσο Βυζάντιο», Κατευόδιον. In memoriam Nikos Oikonomides, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, 191-212.

[73] Οι πρώτες διατάξεις σε ελληνική γλώσσα που μας έχουν διασωθεί, προέρχονται από την περίοδο των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου Β΄ και Ουαλεντινιανού Γ΄. Όπως ορθά επισημαίνεται, αυτό δεν αποκλείει τη χρήση της ελληνικής και σε νομοθετήματα παλαιότερων αυτο-κρατόρων, καθώς οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες που ήσαν αρμόδιες για τη διατύπωση του κειμένου των νόμων είχαν έγκαιρα ενημερώσει ότι στην Ανατολή το μεγαλύτερο μέρος των υπηκόων δεν κατανοούσε τους γραμμένους στη λατινική νόμους, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, ό.π., σ. 134.

[74] Ο συντάκτης του έφερε το όνομα Γρηγόριος και, πιθανότατα, ήταν υπάλληλος της αυτοκρατορικής γραμματείας. Οι παλαιότερες διατάξεις που περιλήφθηκαν στον Ερμο-γενειανό Κώδικα προέρχονται από τον αυτοκράτορα Αδριανό, ενώ οι νεότερες εκδόθηκαν το Μάϊο του 291 μ.Χ.. Ο Γρηγόριος άντλησε τις διατάξεις που συγκέντρωσε κατά κύριο λόγο από τα αρχεία, ενώ μερικές φορές φαίνεται ότι ως πηγή του χρησίμευσαν και συγγράμματα νομικών. Περισσότερα βλ. σε P. PIELER, «Νομική φιλολογία», σε H. HUNGER, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1994, 244.

[75] Εκτενώς βλ. ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΑΡΑΜΠΟΥΛΑ, Η νομοθετική δραστηριότητα επί Διοκλητιανού και η κρατική παρέμβαση στον τομέα του δικαίου: ο Γρηγοριανός και ο Ερμογενειανός κώδικας, ΕΙΕ-ΙΒΕ, Μονογραφίες 11, Αθήνα 2008.

[76] ΚΑΡΑΜΠΟΥΛΑ, ό.π., σ. 13-14.

[77] ΚΑΡΑΜΠΟΥΛΑ, ό.π., σ. 56.  

[78] Δ. ΓΚΟΦΑΣ, Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου, τεύχ. 1α, 148.  Ανάλογη ήταν η θέση του σπουδαίου νομομαθούς Ουλπιανού, κατά τον οποίο οι αποφάσεις του ηγεμόνα έχουν ισχύ νόμου, χωρίς όμως και να δεσμεύουν τον ίδιο. 

[79] ΚΑΡΑΜΠΟΥΛΑ, ό.π., σ. 67.  

[80] ΚΑΡΑΜΠΟΥΛΑ, ό.π., σ. 71.  

[81] ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, ό.π., σ. 137.

[82] Σ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ, Βυζαντινός πολιτισμός, ό.π., σ. 16-17, που υπογραμμίζει ότι, επειδή κάθε επαρχία απαιτούσε διοίκηση διαφορετική, φορολογικές και άλλες ανισότητες εμπόδιζαν τις προσπάθειες μίας θεσμικής ομογενοποίησης της αυτοκρατορίας.

[83] Βλ. M. GUARDUCCI, «Le inscrizioni del praetorio di Gortina», Rivista del r. Instituto dArcheologia e Storia dellArte 1 (1929) 143-184.

[84] ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 129.

[85] Βλ. εκτενέστερα ΧΡΥΣΟΣ, ό.π., σ. 537 επ., ο οποίος σημειώνει σχετικά ότι: «Η πολιτική των Ρωμαίων στην Ανατολή ήταν να μη θίγουν τους ντόπιους πολιτικούς θεσμούς, όταν μετέ-τρεπαν τις περιοχές που κατακτούσαν σε ρωμαϊκές επαρχίες. Έτσι επέτρεψαν την επιβίωση του Κοινού, στο οποίο είχαν άλλωστε δραστηριοποιηθεί οι ισχυρές οικογένειες του νησιού, όπως οι Κύδαντες, που μνημονεύονται στον 1ο αιώνα π.Χ., ως Κρητάρχες, δηλαδή ως ‘πρόεδροι’ του Κοινού».

[86] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η Ρωμαϊκή Κρήτη», ό.π., σελ. 299.

[87] Βλ. εκτενέστερα ΧΡΥΣΟΣ, ό.π., σ. 542? ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 299. Σύμφωνα με τον τελευταίο: «Αλλά και πάλι, επειδή δεν θα ήταν δυνατό να παίρνουν μέρος όλοι στις συνε-λεύσεις, θα συμμετείχαν ορισμένοι μόνο από την βουλή κάθε πόλης, πιθανόν οι principales ή οι primates, με ίσο μάλλον αριθμό αντιπροσώπων από κάθε πόλη, ανεξάρτητα από το μέγεθός της».

[88] GUARDUCCI, ό.π.

[89] Βλ. εκτενέστερα ΧΡΥΣΟΣ, ό.π., σ. 547-549.

[90] Βλ. Ε. ΠΛΑΤΑΚΗΣ, «Οι σεισμοί της Κρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», ΚρΧρ 4 (1950) 462-524, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά: «… η Κρήτη αποτελεί χώραν, ήτις εδοκιμάσθη υπό σεισμών και δέον να καταταχθή μεταξύ των πλέον σεισμο-πλήκτων περιοχών της Ελλάδος»? Β. ΛΑΟΥΡΔΑΣ, «Επίμετρον επί του ποιηματίου του σεισμού της Κρήτης», ΚρΧρ 4 (1950) 524-526.

[91] Βλ. τις αναφορές των βυζαντινών συγγραφέων Θεοφάνη, Χρονογραφία, Ι, σελ. 87-10 και Ζωσίμου, Ιστορία, Βιβλίο IV, κεφ. XVIIIΕ, εδάφ. 2-3.

[92] Βλ. την αναφορά σε αυτόν του Ι. Μαλάλα, Χρονογραφία, LXΙV, 61.

[93] Θεοφάνης, Χρονογραφία, 6288, 10, σ. 728, 11.

[94] Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, ΙΙ, κβ΄· Θ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, «Η πανώλης εν Κρήτη. Συμβολή εις την ιστορίαν των επιδημιών της νήσου», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 1970-1971, Αθήνα 1971, 118-136· Κ. ΚΩΣΤΗΣ, Στον καιρό της πανώλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995· P. ALLEN, «TheJustinianic’’ Plague», Byzantion 49 (1979) 5-20· Δ. ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, «Η Ιουστινιάνειος πανώλης», εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθετο Ιστορικά: «Πανούκλα, Ο μαύρος θάνατος», τεύχ. 101/20-9-2001, σελ. 6-14.

[95] J. C. RUSSEL, «That Earlier Plague», Demography 5 (1968) 174-184.

[96] ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σ. 9.

[97] ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σ. 10.

[98] Βλ. Βίος Αγίου Ανδρέου, έκδ. ΑΘ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, Ανάλεκτα Ιεροσολυ-μικής Σταχυολογίας, τόμος 5ος, Αγία Πετρούπολη, 1898, 177 επ.? ΠΑΝ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Ορισμένα προβλήματα από την ιστορία της μεσοβυζαντινής Κρήτης, προ της αραβικής κατοχής», ό.π., σ. 184.

[99] Όπως παρατηρείται: «Κατά τον Θ΄ αιώνα η πειρατεία στις ελληνικές θάλασσες παίρνει τρομακτικές διαστάσεις. Η Κρήτη έχει μεταβληθεί από το 823 σε ορμητήριο των Αράβων πειρατών που ερημώνουν τα νησιά του Αιγαίου και τις ηπειρωτικές ακτές», Κ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Α΄ (333 μ.Χ. - 1700), Αθήνα 1990, σ. 94.

[100] Θεοφάνης, Χρονογραφία, έκδ. De Boor, σ. 405: «ένοπλον εαυτόν επόντισεν».

[101] OSTROGORSKY, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμ. Α΄, σ. 92-94.

[102] Θ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ο Νομός Ηρακλείου από της Ρωμαϊκής εποχής, Ηράκλειο 1971, σ. 164.

[103] Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 295 επ. Τη γεωγραφική συγκρότηση του Αν. Ιλλυρικού βλ. σε F. PALLAS, «L’ Illyricum Oriental (Apercu historique. La problematique de son archeologie chretienne)», Θεολογία 51 (1980) 62-76, όπου δημοσιεύονται και σχετικοί χάρτες.

[104] Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», στο συλλογικό έργο: Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, επιστημονική επιμέλεια: Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, εκδοτική φροντίδα: ‘Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη’, έκδοση: Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινο-τήτων Κρήτης, τόμ. Α΄, Ηράκλειο ²1987, 339 επ.

[105] Τέτοιοι καταστροφικοί σεισμοί μαρτυρείται ότι κατατάραξαν το νησί επί των αυτο-κρατόρων Θεοδοσίου Β΄ (408-450) και Λέοντα Α΄ (467), ωθώντας την κεντρική διοίκηση να συνδράμει τους Κρήτες στην αντιμετώπιση των εκτεταμένων υλικών ζημιών που αυτοί υπέστησαν.

[106] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 367.

[107] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 369.

[108] Κατά μία εκτίμηση, ο συνολικός πληθυσμός της Κρήτης δεν θα έπρεπε την περίοδο αυτή να υπερβαίνει τους 250.000 περίπου κατοίκους, ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 130-131.

[109] Ο Συνέκδημος περιέχει κατάλογο των 64 επαρχιών και 923 (αρχικά 935) πόλεων της αυτοκρατορίας και θεωρείται η σημαντικότερη πηγή για τη διοικητική και πολιτική γεωγραφία της βυζαντινής αυτοκρατορίας πριν τις αραβικές επιδρομές. Το έργο βασίζεται σε επίσημα έγραφα, παρουσιάζοντας την πολιτική, διοικητική, αλλά εν μέρει και την εκκλησιαστική γεωγραφία από τα μέσα του 5ου αι., ωστόσο περιέχει προσθήκες από την εποχή του Ιουστινιανού Α΄, ενώ κάποια από τα στοιχεία του είναι αμφισβητούμενα. Ο Συνέκδημος χρησίμευσε στον Κωνσταντίνο Z΄ Πορφυρογέννητο ως βασική πηγή για το έργο του «Περί των θεμάτων». Το σημαντικότατο αυτό έργο του Ιεροκλέους δημοσιεύθηκε από τους G. PARTHEY, Hieroclis Synecdemus, Berlin 1866 και A. BURCKHARDT, Hieroclis Synecdemus, Leipzig 1893. Την τελευταία και εγκυρότερη έκδοση επιμελήθηκε ο E. HONIGMANN, Le Synekdemos d'Hierokles et l'opuscule geographique de Georges de Chypre, Brussels 1939.

[110] Κατά μία εκτίμηση, ο συνολικός πληθυσμός της Κρήτης δεν θα έπρεπε την περίοδο αυτή να να υπερβαίνει τους 250.000 περίπου κατοίκους, ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 130-131.

[111] ΑΝ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Νεώτεραι έρευναι εν Αγίω Τίτω Γορτύνης», ΕΕΒΣ 3 (1926) 301 επ.? Ν. ΠΛΑΤΩΝ, «Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κρήτης», Πεπρ. Θ΄ Δ.Κ.Σ., τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1955, 415 επ.? ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 390.

[112] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 390.

[113] ΑΝ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Η παλαιοχριστιανική βασιλική της Συίας (Σελίνου)», ΚρΧρ 7 (1953) 337 επ.

[114] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 343: «Σε αυτόν τον ιερό πόλεμο η Κρήτη αποτελούσε έναν από τους πρώτους στόχους, όχι μόνο λόγω της πρωταρχικής σημασίας της γεωγραφικής της θέσης αλλά επίσης εξαιτίας του εύφορου εδάφους και του πλούτου της».

[115] P.G. τόμ. 107.

[116] Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, 84.

[117] Όπως επισημαίνεται «οι βυζαντινοί συγγραφείς ασχολούνται με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, το παλάτι, την κεντρική διοίκηση, την Εκκλησία, ενώ οι επαρχίες μνημονεύονται μόνο σε σχέση με την πρωτεύουσα. Οφείλουμε λοιπόν να εκμεταλλευτούμε μαρτυρίες ήσσονος σημασίας για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των γεγονότων στην Κρήτη από τα τέλη του 6ου αιώνα ως τις αρχές του 9ου αιώνα», Π. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Ορισμένα προβλήματα από την ιστορία της μεσοβυζαντινής Κρήτης, προ της αραβικής κατοχής», Πεπρ. Ζ΄ ΔΚΣ, τόμ. Β1, Ρέθυμνο 1995, 174. Ο ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ (Ιστορία, ό.π., σ. 128) σημειώνει ότι: «Τα ενδιαφέροντα του Βυζαντίου επικεντρώνονται κατά την περίοδο αυτήν στην Ανατολή και αυτός είναι κυρίως ο λόγος, για τον οποίο η Κρήτη, όπως και όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές επαρχίες του Κράτους, σπάνια και ευκαιριακά μόνο έλκουν το ενδιαφέρον των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων». Η έλλειψη, συνεπώς, πληροφοριών για τις επαρχιακές περιοχές κατά τη βυζαντινή περίοδο δεν χαρακτηρίζει ως φαινόμενο μόνον την Κρήτη.

[118] ΨΙΛΑΚΗΣ, Ιστορία της Κρήτης, τόμ. Β΄, σ. 122.

[119] Θεοφάνης ο Ομολογητής (Κωνσταντινούπολη 760; -Σαμοθράκη 817). Το κυριότερο έργο του, που φέρει τον πλήρη τίτλο Θεοφάνους αμαρτωλού μοναχού και ηγουμένου του αγρού και ομολογητού χρονογραφία ετών φκη΄, (ή απλώς Χρονογραφία), εξιστορεί την περίοδο μεταξύ των ετών 284 και 813, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τον Διοκλητιανό μέχρι και την πτώση του Μιχαήλ Α΄ του Ραγκαβέ. Η Χρονογραφία του Θεοφάνη υπήρξε πηγή για μεταγενέστερους χρονογράφους, ακόμη και της Δύσης, αφού μεταφράστηκε στα λατινικά. Κριτική της έκδοση βλ. σε C. DE BOOR, Theophanis Chronographia, Lipsiae 1883-1885 (ανατύπ. Hildesheim 1963).

[120] Θεοφάνης, Χρονογραφία, έκδ. C. De Boor, Lipsiae 1883, σ. 413.

[121] ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 131.

[122] Είναι γνωστό ότι μεταξύ των ιστορικών δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με το χρονικό όριο έναρξης της βυζαντινής ιστορίας. Έτσι, έχουν υποστηριχθεί ως χρονικά σημεία έναρξης τα έτη 284 (άνοδος στο θρόνο του αυτοκράτορα Διοκλητιανού), 324 (μονοκρατορία του Κων-σταντίνου και θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης), 395 (οριστική διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό), 476 (κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους), 565 (θά-νατος του Ιουστινιανού Α΄), ακόμη και 717 (άνοδος στο θρόνο του Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου). Αναλυτικότερα βλ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, Βυζαντινή Ιστορία (324-1071), Αθήναι 1972, σ. 19-23 και ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, ό.π., τόμ. Α΄: 324-610, εκδ. ‘Βάνιας’, Θεσσαλονίκη 1996 (δεύτερη έκδοση με πλήρη βιβλιογραφική ενημέρωση), σ. 20. Όπως σχετικώς παρατηρείται, ο καθορισμός χρονικών ορίων συνιστά πάντοτε δυσχερή και αμφισβητούμενη κρίση, μη απαλλαγμένη από κάποια αναπόφευκτη αυθαιρεσία. Στην προκειμένη περίπτωση, η βυζαντινή αυτοκρατορία ανέκυψε από τη ρωμαϊκή με τρόπο ιστορικο-εξελικτικά ομαλό και φυσιολογικό, χωρίς να υπάρξει ορισμένη βίαιη και απότομη χρονική διακοπή, όπως για παράδειγμα θα ήταν μία πολεμική κατάκτηση από εχθρικό λαό. Κάθε ερευνητής, αποδίδοντας μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα σε διαφορετικά ιστορικά γεγονότα, δικαιολογεί με ξεχωριστό τρόπο την επιλογή ιδιαίτερης χρονικής αφετηρίας του φαινομένου ‘Βυζάντιο’. Για παράδειγμα, η ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ (ό.π., σ. 20-21) κρίνει ως προτιμότερο το έτος 324, διότι: (α) Επέρχεται η αποκατάσταση της ενότητας της αυτο-κρατορίας τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, διότι με τη συντριβή του Λικίνιου τον Σεπτέμ-βριο του 324, όχι μόνον μένει μόνος κύριος του κράτους ο Κωνσταντίνος, αλλά και λόγω του γεγονότος αυτού εξαφανίζεται και το τελευταίο λείψανο του πολιτειακού συστήματος που είχε ιδρύσει ο Διοκλητιανός, ήτοι η συγκυριαρχία περισσότερων αυγούστων και καισάρων, (β) Αποφασίζεται από τον Κωνσταντίνο η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (9 Νοεμβρίου 324), την οποία ο ίδιος θεωρεί από την αρχή ως πόλη ισότιμη με τη Ρώμη. Για το λόγο αυτό, εισήγαγε το θεσμό της συγκλήτου και με οικονομικές παροχές ευνόησε την εγκατάσταση ρωμαϊκών συγκλητικών οικογενειών στη νέα πρωτεύουσα.

[123] Αντί πολλών, βλ. GILBERΤ DAGRON, Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινού-πολη και οι θεσμοί της από το 330 έως το 451, μετάφρ. Μαρίνας Λουκάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000. Η ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης άρχισε το Νοέμβριο του 324, αμέσως μετά τη συντριβή του Λικίνιου από τον Κωνσταντίνο, χάρη στην οποία ο τελευταίος επέκτεινε την εξουσία του και στην Ανατολή. Το γεγονός αυτό οδήγησε ορισμένους ιστορικούς στην τοποθέτηση της έναρξης του Βυζαντίου το έτος 324? βλ. αντί άλλων ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Η αντιβασιλεία εις το Βυζάντιον», Σύμμεικτα ΕΙΕ - ΚΒΕ, εν Αθήναις 1970, τόμ. Β΄, 1. 

[124] Η επιλογή της τοποθεσίας για την ανοικοδόμηση της Νέας Ρώμης, υπήρξε μεγαλοφυής από στρατηγικής πλευράς: χτισμένη η νέα πρωτεύουσα στα σύνορα δύο ηπείρων, παρέμενε γύρω οχυρωμένη από τα νερά του Βόσπορου, του Κεράτιου κόλπου και της θάλασσας του Μαρμαρά, ενώ ήταν δια ξηράς προσιτή μόνον από τη μια πλευρά. Επί πλέον, μπορούσε να ελέγχει τη συγκοινωνία ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, όπως και το θαλάσσιο διάδρομο από το Αιγαίο προς τη Μαύρη Θάλασσα, με αποτέλεσμα σύντομα να αναδειχθεί στον σπουδαιότερο εμπορικό και συγκοινωνιακό κόσμο του τότε κόσμου.

[125] Το Βυζάντιο έχτισαν το 657 π.Χ. ναυτικοί από τα Μέγαρα. Λίγο πριν, Μεγαριείς πάλι, είχαν ιδρύσει στην απέναντι θέση την αποικία Χαλκηδόνα. Το όνομα της παλαιάς αποικίας των Μεγαρέων έδωσαν οι Ουμανιστές κατά τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με τη γνωστή τους τάση να εξαρχαΐζουν τις ονομασίες προσώπων και τόπων στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Έτσι, επικράτησε γενικά ο όρος ‘Βυζάντιο’, εκτοπίζοντας την ονομασία ‘Ρωμανία’, που είχε αρχίσει να καθιερώνεται από τον 11ο ήδη αιώνα, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., 29.

[126] ST. RUNCIMAN, Η βυζαντινή θεοκρατία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1985. 

[127] Σημειώνεται ότι η σύγκλητος συνέχισε την άνευρη λειτουργία της μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα, Σ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας- Ερμείας, Αθήνα 1978, σ. 69. Πρόσθεσε: ΑΙΚ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Η σύγκλητος εις το βυζαντινόν κράτος», Επετηρίς του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 2 (1949) 5-151, και, CHARLES DIEHL, «Le senat et le peuple byzantin aux VIIe et VIIIe sieles», Byzantion 1 (1924) 201-213.

[128] Ως προς τούτο, βλ. Πανδέκτες: Ι, ΙΙΙ, 31 - Βασιλικά: ΙΙ, VI, 1.

[129] Η Ιουστινιάνεια Νεαρά Lex De Imperio σημειώνει ότι ο λαός έχει μεταβιβάσει τις εξουσίες του στον αυτοκράτορα.

[130] Νικολάου Μυστικού, Επιστολαί, Migne P.G. 111, 210. Βλ. και ΑΙΚ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟ-ΠΟΥΛΟΥ, Εκλογή, αγόρευσις και στέψις του βυζαντινού αυτοκράτορος, Αθήναι 1956.

[131] Τούτο συνέβη με την ανακήρυξη των αυτοκρατόρων Ιοβιανού και Βεσπασιανού, οι οποίοι διαδέχθηκαν τον Ιουλιανό.

[132] RUNCIMAN, Βυζαντινός πολιτισμός, ό.π., σ. 183.

[133] Ειδικά βλ. ΑΛ. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», Βυζαντινά 11 (1982) 21-54.

[134] Βλ. I. KARAYANNOPΟULOS, Das Finanzwesen des fruhbyzantinischen Staates, Munchen 1958, 28 επ., με τις σχετικές πηγές και βοηθήματα? πρβλ. I. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟ-ΠΟΥΛΟΣ, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη 41996, 378 επ.

[135] Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Ι (324-565), Θεσσαλονίκη 1978, 664 επ.

[136] KARAYANNOPULOS, ό.π., σ. 94-95.

[137] KARAYANNOPULOS, ό.π., σ. 126 επ., 129 επ., 132 επ.

[138] KARAYANNOPULOS, ό.π., σελ. 141, 144.

[139] ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 688 επ.

[140] ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 690 επ.

[141] KARAYANNOPULOS, ό.π., σ. 179.

[142] J. LEFORT-R. BONDOUX, κ.ά., Geometries du fisc byzantin, Paris 1991, σ. 254.

[143] Ε. SCHILBACH, Byzantinische Metrologie, Munchen 1970, 235 επ., 244 επ.? LEFORT-BONDOUX, κ.ά., ό.π., σ. 252 επ.

[144] SCHILBACH, ό.π., σ. 256 επ.

[145] Α. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, Η αγγαρεία στο Βυζάντιο, Βυζαντινά 11 (1982) 21-54.

[146] ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ, ό.π., σ. 421.

[147] Α. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ, Ιστορία της Ελληνικής Δημοσίας Οικονομίας, τόμ. Β΄: Από των Ελληνομακεδονικών μέχρι και των Βυζαντινών χρόνων, Αθήνα ²1992, 404-405. 

[148] Όπως διασώζει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (Χρονογραφία, παρ. 384, μετάφραση Α. Κουστένης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007), στις αρχές του 8ου αιώνα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν διαταχθεί να διατηρούν στα σπίτια τους προμήθειες για τρία χρόνια, λόγω των πολλών κινδύνων και βαρβαρικών επιδρομών που απειλούσαν την Πόλη. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια μετά από αυτό, πόσοι ήταν οι κίνδυνοι, άμεσοι και θανατηφόροι, που απειλούσαν την ανοχύρωτη βυζαντινή επαρχία, η οποία δεν διέθετε τα τείχη της βασιλεύουσας.

[149] RUNCIMAN, ό.π., σ. 250.

[150] WANDA WOLSKA-CONUS, La topographie chretienne de Cosmas Indicopleustes: theologie et sciences au VIe siecle Vol. 3, Bibliotheque byzantine, Presses Universitaires de France, Paris 1962.

[151] «Το παλαιόν πάντες οι των επαρχιών μητροπολίται αυτοκέφαλοι ήσαν και υπό των οικείων συνόδων εχειροτονούντο», ΡΑΛΛΗ – ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Β, σ. 171. Όπως όμως ορθά παρατηρείται: «Le ‘systeme de l’ autocephalie’ constitua la modalite canonique d’ administration de l’ Eglise selon sa tradition ... durant les trois premiers siecles...Il fut non seulement un facteur mais aussi un instrument qui realisa en fait l’ unite de l’ Eglise», GR. PAPATHOMAS, Le Patriarcat oecumenique de Costantinople, les Eglises autocephales orthodoxes de Chypre et de Grece, et la Politeia monastique du Mont Athos dans l’ Europe unie, τόμ. Α΄, σ. 32.

[152] Ο αριθμός των οποίων κατά τον 3ο-4ο αιώνα υπολογίζεται σε περίπου 8. Κατά τους επόμενους αιώνες, ο αριθμός των επισκοπών υπολογίζεται σε 10, χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτές η μητρόπολη Γορτύνης.

[153] Για το θεσμό αυτό προέβλεπε ο 34ος Αποστολικός κανόνας: «Το?ς ?πισκόπους ?κάστου ?θνους ε?δέναι χρή τ?ν ?ν α?το?ς πρ?τον, κα? ?γε?σθαι α?τ?ν ?ς κεφαλήν, κα? μηδ?ν τι πράττειν ?νευ τ?ς ?κείνου γνώμης· ?κε?να δ? μόνα πράττειν ?καοτον, ?σα τ? α?το? παροικί? ?πιβάλλει, κα? τα?ς ?π' α?τ?ν χώραις. ?λλ? μηδ? ?κε?νος ?νευ τ?ς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ο?τω γ?ρ ?μόνοια ?σται, κα? δοξασθήσεται ? θεός, δι? Κυρίου, ?ν ?γί? Πνεύματι· ? Πατήρ, κα? ? Υ?ός, κα? τ? ?γιον Πνε?μα»: ΡΑΛΛΗΣ – ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα, ό.π., τόμ. Β’, σ. 45. Όπως σημειώνεται: «Η έδρα της επισκοπής του Τίτου, κατά την παράδοσιν, ευρίσκετο εν τη σπουδαιοτέρα κατά την εποχήν ταύτην πόλει της Κρήτης, τη Γορτύνη. Κυριωτέρα πόλις της Κρήτης εις αρχαιοτέρας εποχάς ήτο η Κνωσός. Κατά τους χρόνους όμως της ρωμαϊκής κατοχής και - κατά πάσαν πιθανότητα - επί των πρώτων μετά Χριστόν αυτοκρατόρων της Ρώμης, πρωτεύουσα της Κρήτης και έδρα του ρωμαίου διοικητού της Νήσου εγένετο η Γόρτυνα. Αύτη, κειμένη εν τω κέντρω περίπου της Νήσου και επί της μεγαλυτέρας και πλουσιωτέρας πεδιάδος αυτής, με διέξοδον προς το Λιβυκόν πέλαγος, όπου ευρίσκοντο τα δύο αυτής επίνεια - ο Λεβήν και τα Μάταλλα - και πλησιέστερον προς την μεγάλην θαλασσίαν οδόν, ην ηκολούθει τότε το εμπόριον της Μεσογείου, ανεπτύχθη, κατά την ελληνικήν εποχήν και ιδία μετά την ρωμαϊκήν κατάκτησιν, εις μέγα βαθμόν πλούτου του και μεγαλοπρεπείας, υπερβάσα πάσαν άλλην σύγχρονον κρητικήν πόλιν. [...] Αναμφιβόλως ο Παύλος, όστις συνήθιζε να στρέφη την προσοχήν του πρώτιστα πάντων εις τα μεγάλα κέντρα, εις την Γόρτυνα κατ' αρχάς εκήρυξε και εκεί ασφαλώς συνεπήχθη η πρώτη και μεγαλυτέρα χριστιανική κοινότης της Νήσου. Εκτός δε τούτου, η Γόρτυνα και ως έδρα της πολιτικής εξουσίας και ένεκα της εν τω μέσω της Κρήτης θέσεως αυτής ήτο αδύνατον να μη χρησιμοποιηθή ως τόπος διαμονής και του αρχηγού της Εκκλησίας. Εντεύθεν ήτο εύκολον δια τε τον Τίτον και τους διαδόχους αυτού να επιβλέπωσι τας χριστιανικάς κοινότητας και τας εκκλησίας απάσης της Νήσου. Ο Μητροπολίτης Κρήτης μέχρι της αραβικής κατακτήσεως τιτλοφορείται ‘‘Μητροπολίτης Γορτύνης’’», ΕΜΜ. ΠΕΤΡΑΚΙΣ, Ιστορία της Εκκλησίας εν Κρήτη, Μέρος Α΄, Ηράκλειον 1925, 41-42. Και προσθέτει ο ίδιος: «Της ενδόξου ταύτης πόλεως, ήτις διετήρησε την υπεροχήν αυτής μέχρι της σαρακηνής κατακτήσεως (823 μ.Χ.), σήμερον σώζονται μόνον ερείπια, ερείπια όμως μαρτυρούντα δια του πλήθους και της μεγαλοπρεπείας αυτών περί της ισχύος αυτής, τόσον κατά τους προ Χριστού χρόνους, όσον και επί της χριστιανικής εποχής».

[154] Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 72000, 295 επ. Γεωγραφική συγκρότηση του Αν. Ιλλυρικού βλ. σε D. PALLAS, «LIllyricum Oriental (Apercu historique. La problematique de son archeologie chretienne)», Θεολογία 51 (1980) 62-76, όπου δημοσιεύονται και σχετικοί χάρτες.

[155] Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Ιλλυρικόν», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Αθήναι 1965, τόμ. 7, στ. 873.

[156] Η προσαρμογή της εκκλησιαστικής διοίκησης στα πολιτειακά πρότυπα αποτελούσε αρχαία πρακτική της Εκκλησίας, που θεσμοποιήθηκε αρχικά με τον ιερό Κανόνα 17ο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451, Χαλκηδόνα): «Ει δε και τις εκ βασιλικής εκαινίσθη πόλις, ή αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω», ΡΑΛΛΗΣ - ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα, ό.π., τόμ. Β, σ. 258-259 και μεταγε-νέστερα με τον Κανόνα 38ο Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (787, Κωνσταντινούπολη), ΡΑΛΛΗΣ - ΠΟΤΛΗΣ, ό.π., σ. 392, που είχε όμοια διατύπωση.

[157] Αναλυτικότερα βλ. ΑΘ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1984.

[158] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Κρήτη», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Αθήνα 1965, τόμ. 7, στ. 968. Αργότερα, ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους (527/528) ανεβάζει τον αριθμό των μητροπολιτικών περιφερειών του Αν. Ιλλυρικού σε 13, με την Κρήτη να κατέχει την 5η θέση, βλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σ. 59-63.

[159] Ερμηνεύοντας ο νομοκανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών τους Κανόνες 9ο και 17ο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451) παρατηρεί : «Έξαρχος διοικήσεως εστιν ουχ ο εκάστης επαρχίας μητροπολίτης, αλλ’ ο της όλης διοικήσεως μητροπολίτης. Διοίκησις δ’ εστιν η πολλάς επαρ-χίας έχουσα εν αυτή», ΡΑΛΛΗΣ – ΠΟΤΛΗΣ, ό.π., τόμ. Β, σ. 239. Βλ. και ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ό.π., σ. 279.

[160] V. GRUMEL, «L’ Illyricum de la mort de Valentien Ier a la mort de Stilicon», REB 9 (1951) 5-46· ΜΑΞΙΜΟΣ Μητροπολίτης Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Eκκλησία, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Ιερά Μονή Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1989, 146-148· S. VAILHE, «Annexion de l’ Illyricum au Patriarcat oecumeni-que», Echos d’ Orient XIV (1911) 29-36.

[161] ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η «τάξις» αυτών. Συμβολή εις την ιστορίαν των ‘Τακτικών’ και του Πατριαρ-χείου Κωνσταντινουπόλεως από 4/5 μέχρι του 10 αιώνος, επί τη βάσει του τακτικού του Παρισι-νού Κώδικος 1555 Α, τόμ. Α΄, σ. 40-41· πρβλ. ΓΕΡΜΑΝΟΣ Μητροπολίτης Σάρδεων, «Επι-σκοπικοί κατάλογοι των Εκκλησιών Κρήτης, Δωδεκανήσου και των λοιπών ελληνικών νησιών», Εκκλησιαστικός Φάρος 34 (1935) 81.

[162] Συγκριτική παράθεση των οποίων βλ. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, ό.π., σ. 69.

[163] ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Αθήνα 1994, σ. 861. Κατά τον ΦΕΙΔΑ (σ. 824), ως προς το Ανατολικό Ιλλυρικό «επικράτησε η εσφαλμένη υπόθεση ότι οργανώθηκε ως παπικό βικαριάτο ήδη μεταξύ των ετών 385 και 415», ενώ ό ίδιος αποδεικνύει πειστικά ότι η υπαγωγή του Ανατ. Ιλλυρικού στον παπικό θρόνο σημειώθηκε μόλις το 535, με διάταγμα του Ιουστινιανού· πρβλ. ΒΛΑΣ. ΦΕΙΔΑΣ, Ο θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, τόμ. Ι: Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού απ' αρχής μέχρι το 451, Αθήναι 1969, 89, και τόμ. ΙΙ: Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού (451-553), Αθήναι 1977, 75-104· ΝΙΚ. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Η αποστολική Εκκλησία της Κρήτης κατά τους αιώνες Η΄ - ΙΓ΄ και ο τίτλος του προκαθημένου αυτής», ΕΕΒΣ 24 (1954). Την παλαιότερη άποψη βλ. σε L. DUCHESNE, «LIllyricum ecclesiastique», BZ 1 (1982) 531-550.

[164] «Η διοικητική αυτονομία του Α. Ιλλυρικού δεν ερχόταν σε αντίθεση προς τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών, επειδή εθεωρείτο ένα απλό διοικητικό προνόμιο, γι’ αυτό και ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης δεν διεκδίκησε ποτέ πατριαρχικό δίκαιο», ΦΕΙΔΑΣ, ό.π., σ. 861.

[165] ΦΕΙΔΑΣ, ό.π., σ. 825. C. FURST, «Οι κανονικές σχέσεις της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης με τον επίσκοπο Ρώμης, σε Χριστιανική Θεσσαλονίκη από της Ιουστινιανείου εποχής έως και της Μακεδονικής δυναστείας», Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Δήμος Θεσσαλονίκης 6, Θεσσαλονίκη 1991, 121-132. Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Ρωμαϊκή Κρήτη (1ος αι. π.Χ. – 5ος αι. μ.Χ.)», ΚΡΗΤΗ Α΄, σ. 335

[166] ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ό.π., σ. 295.

[167] Στην αιτία αυτή, κοινά αποδεκτή από την πλειονότητα των ιστορικών που αναφέραμε ήδη, ο Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ (εκτενές λήμμα «Κρήτη», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 7, στ. 968), προσθέτει και την υποστηριζόμενη από νεότερους ιστορικούς ότι η αφαίρεση του Ιλλυρικού ήταν άσχετη με την εικονομαχία «εγένετο δια πολιτικούς λόγους, δια να μη υπάγωνται δηλονότι βυζαντιναί επαρχίαι εις Φράγκους ηγεμόνας, υφ’ ους διετέλει ο πάπας».

[168] S. VAILHE, «Annexion de l’ Illyricum au Patriarcat Oecumenique», ό.π., σ. 29.

[169] Τα εκκλησιαστικά τακτικά (notitiae episcopatuum) είναι ειδικοί κατάλογοι που κατα-γράφουν και παραδίδουν την τάξη των εκκλησιαστικών θρόνων μητροπόλεων, επισκοπών κ.λπ., καθορίζοντας τη σειρά πρωτοκλησίας των ιεραρχών σε εκκλησιαστικές ή αυλικές συναθροίσεις, με κριτήριο την ιεραρχική θέση της μητρόπολης στην ιεραρχία. Η σειρά όμως αυτή μπορεί να υπόκειται κατά καιρούς σε μεταβολές, που επηρεάζονται απηχούν αντίστοιχες πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, άλλοτε η μητρόπολη προάγεται σε ανώτερη τάξη, άλλοτε υποβι-βάζεται σε κατώτερη ιεραρχική θέση, ενώ συχνά δημιουργούνται νέες μητροπόλεις ή επισκο-πές ή καταργούνται παλαιές. Οι κατάλογοι αυτοί συντάχθηκαν σε διάφορες εποχές και, ως εκ τούτου, αποδίδουν κατά κανόνα την ισχύουσα κάθε φορά τάξη στην ιεραρχία τάξη. Ωστόσο, τα τακτικά αποτελούν πάντοτε πολύτιμες πηγές για τη διοικητική διάρθρωση της Εκκλησίας και τις κατά καιρούς επελθούσες οργανωτικές μεταβολές.

[170] «Το περίεργον εν τη προκειμένη περιπτώσει είναι τούτο : το πως δήλα δη κατώρθωσεν η Εκκλησία Κρήτης να καταλάβη κατά τον 8ον αιώνα υψηλοτέραν θέσιν και αυτής της Μητρο-πόλεως Θεσσαλονίκης. Επ’ αυτού δεν ευρίσκω προς το παρόν ασφαλή εξήγησιν. Πιθανώτατα έχομεν προ ημών τον παραμερισμόν του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, όστις είχε φθάσει εις υψηλήν θέσιν, ώστε να υπογράφη ενίοτε ευθύς μετά τους Πατριάρχας χάρις εις την ενίσχυσιν της Παπικής Εκκλησίας»: ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, ό.π., σ. 41.

[171] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Οι ορθόδοξοι προκαθήμενοι της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης», ΕΕΒΣ 47 (1987-1989) 3 επ.

[172] Βλ. πιο πάνω.

[173] Βλ. εκτενέστερα Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Η Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης κατά τους αιώνας Η΄-ΙΓ΄ και ο τίτλος του Προκαθημένου αυτής», ΕΕΒΣ 24 (1954) 67-107 και «Οι τίτλοι επίσκοπος, αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Εκκλησίας Κρήτης εν τοις αγιογραφικοίς κειμένοις», Απόστολος Τίτος 1962, 205-209. Πρβλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥ-ΛΟΣ, «Ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου», Θεολογία 13 (1935) 289-295· Γερασίμου Κονιδάρη, Περί τον τίτλον του «Αρχιεπισκόπου», εν Αθήναις 1963-1964.

[174] Βλ. Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Οι ορθόδοξοι προκαθήμενοι της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης», ό.π., σ. 5 επ.

[175] «Αι περί της καταγωγής και του βίου του Τίτου πληροφορίαι κρίνονται μυθώδεις, ως προερχόμεναι εκ κειμένων αιώνας μετά ταύτα γραφέντων», Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σελ. 8. Πρόσθεσε: Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ιστορικά στοιχεία περί Κρήτης εν τη προς Τίτον επιστολή του Αποστόλου Παύλου», ΚρΧρ 4 (1957) 281-293? Θ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου της Κρήτης και η σχετική προς αυτούς φιλολογία, Αθήναι 1970, σελ. 19-45· ΣΤΕΦ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, «Περί της μητροπόλεως Κρήτης και του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Τίτου», Χριστιανική Κρήτη Β΄ (1915) 317-338· ΑΝ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Νεώτεραι έρευναι εν Αγίω Τίτω της Γορτύνης», ΕΕΒΣ 3 (1926) 301-328· ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑ-ΤΙΑΔΗΣ, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1961, σ. 451.

[176] Παύλου, Επιστολή προς Τίτον, α΄ 4-5.

[177] Παύλου, Επιστολή προς Τίτον, α΄ 7.

[178] Πρόκειται για το έργο του Ψευδο-Ζηνά, «Βίος του αγίου αποστόλου Τίτου, επισκόπου γενομένου Κρήτης πόλεως Γορτύνης, μαθητού του αγίου αποστόλου Παύλου», έκδοση υπό FR. HALKIN σε ΚρΧρ 15-16 (1961-1962) 322-337· πρβλ. Γ. ΛΟΥΠΑΣΗΣ, «Η πόλις Κάντανος και η επισκοπή αυτής», ΕΕΒΣ 39-40 (1972-1973) 276-277.

[179] Ως πρεσβύτεροι την εποχή εκείνη νοούνταν οι επίσκοποι, βλ. Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 8.

[180] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 9.

[181] Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλίο IV, κεφάλαιο 21. Βλ. και ΔΕΤΟΡΑ-ΚΗΣ, ό.π., σ. 46-49.

[182] Βλ. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σελ. 9? ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 95-118? ΕΥΣΤΡΑΤΙΑ-ΔΗΣ, ό.π., σ. 264.

[183] Βλ. E. HONIGMANN, «Une liste inedite originale des Peres de Nicee», Byzantion 14 (1939) 63-71.

[184] Βλ. τις εύστοχες παρατηρήσεις του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΩΜΑΡΑΚΗ, Οι επίσκοποι της Κρήτης στις Οικουμενικές Συνόδους, Αθήνα 1999, 26-27. Με την αξιοπιστία των διαφόρων καταλόγων ασχολήθηκε εκτενώς ο HONIGMANN, ό.π., σ. 17-76.

[185] «Ερίζουν οι μελετηταί εάν πρόκειται περί επισκόπου Κνωσού, ως γεννηθέντος εν Ραύκω (Ραουκία: έδρα της επισκοπής Κνωσού κατά την β΄ βυζαντινήν περίοδον) ή αναδρομικώς περί προέδρου Κρήτης, τίτλου ανυπάρκτου κατά τον 4ο αιώνα, σημαίνοντος μετά το 961 μ.Χ. τον αρχιεπίσκοπον Κρήτης», ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Οι ορθόδοξοι προκαθήμενοι της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης», ό.π., σ. 10.

[186] ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 132-145? ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, ό.π., σ. 341.

[187] Βλ. ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 27.

[188] ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 136.

[189] Περί αυτού, βλ. ΑΘ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, τόμ. IV, Πετρούπολις 1897, σ. 235, όπου σημειώνεται ότι «Παύλος ο αγιώτατος της κατά Γορτύνην αγιωτάτης Εκκλησίας» μετέβη στη Ρώμη περί το 327 μ.Χ. προς τους Κωνσταντίνο το Μέγα και Κωνστάντιο για την ανακομιδή των λειψάνων των Αγίων Δέκα μαρτύρων. Πρόσθεσε: ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 57, 59.

[190] Υπογράφοντας με τη φράση: «Ικόνιος επίσκοπος Γορτύνης της Κρήτης υπέγραψα αποφηνάμενος άμα τη αγία Συνόδω», ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Οι ορθόδοξοι προκαθήμενοι της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης», ό.π., σ. 10-11.

[191] D. G. MANSI, Amplissima Conciliorum Collectio, τομ. VII, Φλωρεντία, σ. 621-622.

[192] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 11.

[193] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 11? ΑΝ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Περί του ναού του Αγίου Τίτου», ΕΕΒΣ 3 (1926) 320? G. Gerola, Monumenti Veneti nellisola di Creta, Venezia 1932, σ. 550, Νο 26.

[194] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σελ. 12? B. MONTFAUCON, Palaeographia Graeca, 1708, σ. 173-174? FL. CORNELIUS, Creta Sacra, τόμ. Ι, σ. 144.

[195] MANSI, ό.π., τομ. VΙII, σ. 1143-1146.

[196] Την οποία δημοσίευσε πρώτος ο F. HALBHERR, «Addenda to the Cretan Inscriptions», American Journal of Archaeology, second series, τόμ. ΙΙ, 1898, σ. 79-94.

[197] MANSI, ό.π., τόμ. VΙII, σ. 1143-1146.

[198] Η Λάππα (Λάπα ή Λάμπη) διετέλεσε έδρα επισκόπου από τοτυς πρώτους πιθανότατα χρτιστιανικούς αιώνες, μέχρι και του τέλους του 10ου αιώνα.

[199] Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ΚΡΗΤΗ Α΄, σ. 397.

[200] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 13.

[201] Αγιοποιήθηκε πολύ σύντομα, λόγω της αρετής και της χρηστότητάς του, βλ. ΤΣΟΥΓΚΑ-ΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ΚΡΗΤΗ Α΄, 397.

[202] ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 146-154? ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, ό.π., σ. 147-148.

[203] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ΚΡΗΤΗ Α΄, σ. 398.

[204] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 14? MANSI, ό.π., ΧΙ, σ. 209, 212, 457 και 689.

[205] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 14.

[206] Βλ. Θ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, «Ανέκδοτον εγκώμιον εις Ανδρέαν Κρήτης», ΕΕΒΣ ΛΖ (1969-1970) 85-94.

[207] Βίος του εν Αγίοις πατρός ημών Ανδρέου του Ιεροσολυμίτου, αρχιεπισκόπου γενομένου Κρήτης, συγγραφείς παρά Νικήτα του πανευφήμου πατρικίου και κυέστορος, έκδ. ΑΘ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας, τόμ. V, σ. 169-179· ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, ό.π., σ. 39-40? ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 160-190.

[208] Όπως σημειώνεται στον Βίο του Ανδρέα που συνέγραψε ο Νικήτας: «και μετ’ ολίγον ο πολύς εν διδασκαλίαις πατήρ γίνεται πατήρ ορφανών, την του ευαγούς Ορφανοτροφείου εμπιστευθείς φροντίδα… και των Ευγενίου διοίκησιν», ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Η βυζαντινή υμνο-γραφία και ποίησις, ό.π., σ. 184. Βλ. «Βίο Ανδρέα Κρήτης», έκδ. ΑΘ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, ό.π., τόμ. V, σ. 174. Για το οφφίκιο του ορφανοτρόφου, βλ. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ, Εκκλησιαστικά αξιώματα και υπηρεσίες στην πρώιμη και μέση Βυζαντινή περίοδο, Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σ. 439-455. Όπως η ίδια παρατηρεί (σ. 440, υποσημ. 13), στην Κωνσταντινούπολη είναι γνωστά δύο ορφανοτροφεία, το «κατά Ζωτικόν» (που αναφέρεται στη Νεαρά ΙΙ, έτ. 617) του αυτοκράτορος Ηρακλείου και «του Αγίου Παύλου», στον δε «Βίο Ανδρέα Κρήτης», έκδ. Λαούρδα [ΚρΧρ 7 (1953) 69], σημειώνεται ότι ο Ανδρέας έγινε ταυτόχρονα ορφανοτρόφος «αμφοτέρων των Ορφανοτροφείων». Πρόσθεσε τα έργα των: Ι. Πηλιλή, Τίτλοι, οφφίκια και αξιώματα εν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τη χριστιανική ορθοδόξω Εκκλησία, Αθήναι 1985, σ. 171-174· Δ. Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΟΣ, Βυζαντινή φιλαν-θρωπία και κοινωνική πρόνοια, Αθήναι 1984, σ. 314-320· Κ. ΡΑΛΛΗΣ, «Ορφανοτρόφος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. ΙΘ΄, σ. 123-124.

[209] ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ, ό.π., σ. 449 επ.

[210] «Τοις σωματικώς άμα και εξ ενδείας νοσούσιν οίκον παραμυθίας και ιατρείας εκ νέας ο παλαιός ούτος και εν κατορθώμασιν γεγηρακώς συνεστήσατο, τον καλούμενον ξενώνα», όπως παρατίθεται σε ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 191. Βλ. και ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ΚΡΗΤΗ Α΄, σ. 398.

[211] Ο Ανδρέας συνέθετε όχι μόνον τους στίχους αλλά και τη μουσική των ύμνων του. Υπήρξε πολυγραφότατος, με σημαντικότερο από τα έργα του τον περίφημο Μέγα Κανόνα. Περισ-σότερα βλ. σε Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Η βυζαντινή υμνογραφία και ποίησις, ήτοι εισαγωγή εις την βυζαντινήν φιλολογίαν, Αθήναι 1965, σ. 182 επ.? ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, «Ανδρέας ο Κρήτης ο Ιεροσολυμίτης», Νέα Σιών, ΚΘ΄ (1934) 673-688, Λ΄ (1935) 3-10, 147-153, 209-217, 269-283, 321-342, 462? ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΞΥΔΗΣ, «Ανδρέας ο Κρήτης, ο πρώτος κανονο-γράφος», Νέα Εστία 1949, 13 επ. Το μεγαλύτερο μέρος του ρητορικού και υμνογραφικού του έργου, βλ. σε Patrologia Graeca τόμ. 97, στ. 805-1444. Βλ. και Β. ΛΑΟΥΡΔΑΣ, «Ανδρέου Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, Εγκώμιον εις τους Αγίους Δέκα και καλλινίκους μάρτυρας», ΚρΧρ 3 (1949) 85-117.

[212] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 190. 

[213] MIGNE, P.G. τόμ. 97, στ. 1302-1304.

[214] MIGNE, P.G. τόμ. 97, στ. 231-232.

[215] Η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιουλίου.

[216] MANSI, ό.π., τόμ. ΧII, σ. 993, 994, 1090 και 1150 – τόμ. ΧΙΙΙ, σ. 136, 365.

[217] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Οι ορθόδοξοι προκαθήμενοι της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης», ό.π., σ. 16.

[218] Βλ. εκτενέστερα Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Η Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης κατά τους αιώνας Η΄-ΙΓ΄ και ο τίτλος του Προκαθημένου αυτής», ΕΕΒΣ 24 (1954) 76.

[219] Η Εκκλησία, ως γνωστόν, καθόρισε την επίσημη διδασκαλία της μέσα από τις συνόδους. Οι πρώτοι αιώνες του βυζαντίου ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί στη διαμόρφωση της χριστιανικής δογματικής διδασκαλίας μέσα από μεγάλες θεολογικές έριδες, για την απήχηση όμως των οποίων ειδικά στην Κρήτη δεν έχουμε πληροφορίες. Δυστυχώς, ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να περιορισθούμε στις ελάχιστες μαρτυρίες για τη συμμετοχή Κρητών επισκόπων στις Συνόδους της Εκκλησίας.

[220] Ασχολήθηκε με την καταδίκη των δογματικών θέσεων του Αρείου και την ακριβή διατύ-πωση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Για τις εργασίες της, βλ. Β. ΣΤΕΦΑ-ΝΙΔΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2000, 175 επ.

[221] Η παρουσία του Αρτακίου Κρήτης στις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη, όχι μόνον διότι τα διάφορα χειρόγραφα καταλόγων περί των επισκόπων που συμμετείχαν στη Σύνοδο είναι μεταγενέστερα, με πολλά σφάλματα και αντιφάσεις, αλλά και διότι το όνομα του Αρτακίου σώζεται σε έναν μόνον κατάλογο, γεγονός που δεν επιτρέπει τη διασταύρωση της μαρτυρίας αυτής με άλλες πηγές, βλ. τις εύστοχες παρατηρήσεις του Βασιλείου Σωμαράκη, Οι Επίσκοποι της Κρήτης στις Οικουμενικές Συνόδους, Αθήνα 1999, σ. 26-27. Ο ίδιος συμπεραίνει ότι «όσον αφορά στη σχέση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και της Εκκλησίας της Κρήτης, δεν υπάρχουν ακριβείς μαρτυρίες για τη συμμετοχή Κρητών Επισκόπων, ούτε σώζονται κάποια ονόματα στους γνωστούς καταλόγους. Εκείνο όμως που είναι περισσότερο σίγουρο είναι ότι και οι Κρήτες Επίσκοποι είχαν προσκληθεί και πολύ πιθανόν να είχαν συμμετάσχει στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο», Β. ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σελ. 29. Με την αξιοπιστία των διαφόρων καταλόγων ασχολήθηκε εκτενώς ο E. HONIGMANN, «La liste originale des peres de Nicee», Byzantion 14 (1939) 17-76.

[222] Σημερινή Ιεράπετρα.

[223] Σημερινά Χανιά.

[224] Σημερινό Καστέλλι Κισάμου.

[225] Όπως σημειώνεται: «Μολονότι το Ηράκλειο αναφέρεται στον κατάλογο αυτό, που είναι συνταγμένος λατινικά, ως Ηράκλεια, δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για το Ηράκλειο της Κρήτης. Η βεβαιότητα στηρίζεται κυρίως στο ότι σε όλες τις Συνόδους, με αρχή τη Σύνοδο της Σαρδικής, οι Κρήτες επίσκοποι σχεδόν πάντοτε υπογράφουν όλοι μαζί ως μια ομάδα. Επιπλέον δεν υπάρχει αμφιβολία για την ύπαρξη του Ηρακλείου ως πόλης την εποχή αυτή, άσχετα με τη σύγχυση που συχνά προκαλείται από τους πολλαπλούς τύπους του ονόματος και την ύπαρξη πολλών πόλεων με ίδιο ή παρεμφερές όνομα», Δ. ΤΣΟΥΓΚΑ-ΡΑΚΗΣ, «Ρωμαϊκή Κρήτη (1ος αι. π.Χ. – 5ος αι. μ.Χ.)», ΚΡΗΤΗ Α΄, 333.

[226] Βλ. J. D. MANSI, Sacrorum Cinciliorum Nova et Amplissima Collectio, Austria 1960, τόμ. III, στ. 45Ε, 46Β, 48Β, 49Β.

[227] Σημερινή Γόρτυνα Μεσαράς, όπου ήταν και η έδρα του Αρχιεπισκόπου (Μητροπολίτη) Κρήτης.

[228] ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 35.

[229] Βλ. Ι. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ιστορία των Δογμάτων, τόμ. Α΄, εκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1980, 300.

[230] Β. ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 39.

[231] Ασχολήθηκε με την καταδίκη του νεστοριανισμού και του πελαγιανισμού.

[232] Βλ. MANSI,, ό.π., τόμ. IV, στ. 1124B, 1125B? ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 43 επ.

[233] Σημερινή Χερσόνησος Πεδιάδος.

[234] Σημερινή Αργυρούπολη Ρεθύμνου.

[235] Ασχολήθηκε με την καταδίκη του μονοφυσιτισμού.

[236] MANSI, ό.π., τόμ. VΙ, στ. 942C, 949 E? ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 57 επ.

[237] Σημερινός Θρόνος Αμαρίου.

[238] Σημερινός Αργουλές Σφακίων.

[239] Η Ελεύθερνα βρισκόταν βορειοδυτικά του σημερινού χωριού Πρινές Μυλοποτάμου. Βλ. Γ. ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ, «Η πρωτοβυζαντινή Ελεύθερνα μέσα από τις επιγραφές του ανασκαφικού τομέα 1 του Πανεπιστημίου Κρήτης», Νέα Χριστιανική Κρήτη, τεύχος 20, σελ. 3 επ.

[240] ΕD. SCWARZ, Acta Conciliorum Oecumenicorum, τόμ. ΙΙ, σελ. 64, αρ. 321 και σ. 346, αρ. 315. Πρόκειται για την πρώτη αξιόπιστη μαρτυρία περί της υπάρξεως επισκοπής Καντάνου, βλ. Γ. ΛΟΥΠΑΣΗΣ, «Η πόλις Κάντανος και η επισκοπή αυτής», ΕΕΒΣ 39-40 (1972-1973) 280.

[241] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ΚΡΗΤΗ τόμ. Α΄, σ. 397.

[242] Ασχολήθηκε με το ζήτημα των μονοφυσιτών οι οποίοι είχαν αποσπαστεί από τους ορθόδοξους των ανατολικών επαρχιών και δρούσαν ανεξέλεγκτα στην αυτοκρατορία, διαδί-δοντας την δική τους δογματική άποψη.

[243] MANSI, ό.π., τόμ. VΙ, στ. 942C, 949E? ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 57 επ.

[244] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 397.

[245]  Εκτενέστερα βλ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ Μητροπολίτης Νικοπόλεως, Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνο-δος, Αθήναι 1985.

[246] ΓΕΡ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η τάξις αυτών, τόμ. Α΄, Αθήναι 1934, σ. 69.

[247] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 397.

[248] Σημερινή Κάντανος Σελίνου.

[249] Βλ. τον επισκοπικό κατάλογο της Συνόδου σε MANSI, ό.π., τόμ. ΧΙ, στ. 209Ε, 212ΑΒ? πρβλ. ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 79 επ.

[250] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 397.

[251] MANSI, ό.π., τόμ. ΧΙ, στ. 989Β, 996Α? πρβλ. ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 89 επ.

[252] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 397.

[253] Σημερινός Πλακιάς Αγίου Βασιλείου. Δεν είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι η εν λόγω Φοινίκη ήταν κρητική επισκοπή, βλ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 397.

[254] Ευρισκόταν στη θέση Προφήτης Ηλίας του χωριού Αφρατί Πεδιάδος.

[255] MANSI, ό.π., τόμ. ΧΙΙΙ, στ. 365Β, 369Β? πρβλ. ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 101 επ.

[256] MANSI , ό.π., τόμ. ΧΙΙΙ, στ. 156Ε.

[257] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σελ. 397.

[258] Για την Κρήτη κατά την περίοδο της αραβοκρατίας, βλ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, σ. 140 επ.? Β. ΚΑΛΑΪΤΖΑΚΗΣ, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, Αθήνα 1984? Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ, «Η επιδρομή και η κατάκτηση της Κρήτης υπό των Αράβων κατά του Μπαλαδούρι», ΚρΧρ 17 (1963) 307-314? Ι. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Η Κρήτη υπό τους Σαρακηνούς (824-961), Εν Αθήναις 1948? Ν. ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ, «Ειδήσεις αράβων ιστορικών περί της Αραβοκρατίας εν Κρήτη», Πεπρ. Α΄ ΔΚΣ, τόμος II, σ. 74-83? Β. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, Η κατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες (περ. 824). Μια αποφασιστική καμπή στον αγώνα μεταξύ Βυζαντίου και Ισλάμ, Αθήνα 1984? E. W. BROOKS, «The Arab occupation of Crete», English Historical Review 28 (1913) 431-443. Για την ίδια περίοδο, βλ. ακόμη Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός (ca. 852-925), πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1967? Θ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, «Αι αραβικαί επιδρομαί και η εν Κρήτη Αραβοκρατία εις αγιολογικά και υμνολογικά κείμενα», ΚρΧρ 21 (1969) 119-129? G. MILES, «A provisional reconstruction of the genealogy of the Arab Amirs of Crete», Πεπρ. Α΄ Δ.Κ.Σ., ΙΙ, 59-73? Κ. ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ, «Η Αραβοκρατία στην Κρήτη», Ελλωτία 3 (1994) 207-228? Γ. ΣΗΦΑΚΑΣ, «Η υπό των Αράβων κατάκτησις της Κρήτης», ΕΕΚΣ 2 (1939) 20-80? Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Σκλάβοι εν Κρήτη», ΕΕΚΣ Α΄ (1938) 425-431.

[259] Όπως ορθά παρατηρείται: «Η κατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες επί Μιχαήλ Β΄, αποτελεί για τους βυζαντινούς κεραυνό εν αιθρία... Κυρίως απασχόλησε τους ιστορικούς η απροσδόκητα εύκολη κατάληψη της Κρήτης από ένα ασήμαντο αραβικό στόλο… οφείλουμε να δεχτούμε ότι η Κρήτη διέθετε ασήμαντες στρατιωτικές δυνάμεις κατά το πρώτο τέταρτο του 9ου αιώνα… οι στρατιωτικές δυνάμεις του θέματος της Κρήτης δεν διέθεταν πολεμική πείρα και δεν ήταν αξιόμαχες. Οι αδυναμίες αυτές δεν αντισταθμίζονταν από την ύπαρξη οχυρωματικών έργων ή οργανωμένων αμυντικών θέσεων», Π. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Ορι-σμένα προβλήματα από την ιστορία της μεσοβυζαντινής Κρήτης, προ της αραβικής κατοχής», ό.π., σ. 188-189.

[260] ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 144? Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ, «Η επιδρομή και η κατάκτησις της Κρήτης υπό των Αράβων κατά τον Μπαλαδούρι», ΚρΧρ 17 (1963) 308-309, που σημειώνει ότι σύμφωνα με τον Άραβα ιστορικό Άχμετ μπεν Γιάχια (τον επονομαζόμενο «Μπαλα-δούρι»): «… έπειτα επέδραμεν εναντίον της [Κρήτης], επί της χαλιφείας του αλ-Μαμούν, ο Άμπου Χαφς Όμαρ μεν Αΐσα, ο Ανταλούσιος, ο γνωστός με την προσωνυμία ο Κρητικός και κατέκτησε αυτή από ένα φρούριο και κατήλθε σε αυτό, έπειτα δεν έπαυσε να την κατακτά ολίγο κατ’ ολίγο, μέχρις ότου δεν έμεινε σε αυτήν από τους Ρωμιούς κανείς και κατακρήμνισε τα φρούριά τους». Έτσι, η εκπόρθηση του ενός μετά το άλλο των Κρητικών φρουρίων και πόλεων διάρκεσε αρκετά χρόνια.

[261] Σημειώνεται ότι μία τουλάχιστον κρητική πόλη (η Κυδωνία ή η Γόρτυνα) δεν έπεσε ποτέ στα χέρια των Αράβων.

[262] ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, Διάγραμμα, ό.π., σ. 148.

[263] «Για 140 περίπου χρόνια οι Σαρακηνοί της Κρήτης υπήρξαν η μεγαλύτερη μάστιγα των θαλασσών. Ο Χάνδακας, που περιτειχίστηκε και οχυρώθηκε με επιμέλεια, ήταν το φοβερό ορμητήριο και ο τόπος συγκέντρωσης των θησαυρών και των λαφύρων των πειρατικών επιδρομών. Τα κείμενα της εποχής απηχούν τον τρόμο των κατοίκων των νησιών και των παραλίων για τους Σαρακηνούς της Κρήτης. Είναι οι ‘αθεώτατοι Κρήτες’ των βυζαντινών κειμένων. Η Κρήτη για τους βυζαντινούς είναι ‘θεόλεστος νήσος’», ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 144-145.

[264] Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Έκθεσις περί βασιλείου τάξεως, Ι, 651: «Η γενομένη εξόπλισις και έξοδος και το ποσόν της ρόγας και του λαού του αποσταλέντος κατά της θεολέστου Κρήτης, μετά του πατρικίου Ημερίου και λογοθέτου του δρόμου επί Λέοντος [ΣΤ] του φιλοχρίστου δεσπότου». Ο πατρίκιος Ημέριος, αφού νίκησε σε ναυμαχία κατά των Αράβων, ακολούθως (911) ανέλαβε εκστρατεία κατά της Κρήτης, χωρίς όμως επιτυχή κατάληξη. Πρβλ. ΣΤ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, Επίτομος ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ημάς, Αθήναι 1909, 67.

[265] «Οι κάτοικοι της Αίγινας, για παράδειγμα, είχαν ολοκληρωτικά εγκαταλείψει το νησί τους για να σωθούν από τις επιδρομές όχι μόνον των Αράβων της Κρήτης αλλά και της Συρίας, της Αιγύπτου και της Βόρειας Αφρικής. Άλλοι πάλι, όπως οι κάτοικοι της Νάξου, αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρους στους Άραβες για να αποφεύγουν τις συνεχείς επιδρομές τους»,  Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ό.π., σ. 347.

[266] Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ό.π., σ. 350.

[267] Για την προσωπικότητα και το έργο του, βλ. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΛΟΥΓΓΗΣ, Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία τον 6ο μ.Χ. αιώνα, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005. Ο ιλλυρικής καταγωγής Πέτρος Σαββάτιος γεννήθηκε στην περιοχή Tauresium. Ήταν ανεψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α΄, του οποίου διετέλεσε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας. Το 527, λίγο πριν τον θάνατο του Ιουστίνου Α΄, ονομάστηκε συναυτοκράτορας, λαμβάνοντας το όνομα Ιουστινιανός. Αποδείχθηκε κυβερνήτης με εξαιρετικές ικανότητες και βαθιά μόρφωση. Η γυναίκα του Θεοδώρα, αν και ταπεινής καταγωγής, ήταν φιλόδοξη, ικανή και πολιτικά οξυ-δερκής. Επιπλέον, κατά το γάμο της με τον Ιουστινιανό αποδείχθηκε ιδανική αυτοκράτειρα.

[268] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΙΟΥΛΙΑ ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, Νομι-κή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 42010, 131.

[269] Ο Θεοδοσιανός Κώδικας ήταν διαρθρωμένος στα εξής 16 βιβλία: (1) Πηγές του δικαίου και κρατικά αξιώματα? (2-5) Ιδιωτικό δίκαιο (ουσιαστικό-δικονομικό)? (6) Συγκλητικοί και υπάλληλοι? (7) Στράτευμα? (8) Υπάλληλοι, δωρεές και θέματα οικογενειακού δικαίου? (9) Ποινικό δίκαιο? (10) Φορολογικό δίκαιο? (11) Δημόσια βάρη, παροχές, ένδικα μέσα? (12-15) Αξιώματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, επαγγέλματα, διοίκηση? (16) Εκκλησιαστικό δίκαιο. Περισσότερα βλ. σε P. PIELER, «Νομική φιλολογία», σε H. HUNGER, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1994, 247 επ.

[270] Εκτενώς βλ. ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΑΡΑΜΠΟΥΛΑ, Η νομοθετική δραστηριότητα επί Διοκλητιανού και η κρατική παρέμβαση στον τομέα του δικαίου: ο Γρηγοριανός και ο Ερμογενειανός κώδικας, ΕΙΕ-ΙΒΕ, Μονογραφίες 11, Αθήνα 2008.

[271] P. PIELER, «Νομική φιλολογία», σε HUNGER, ό.π., σ. 248.

[272] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 94.

[273] Επρόκειτο για τη διδασκαλία των κορυφαίων Ρωμαίων νομοδιδασκάλων της κλασικής περιόδου.

[274] T. HONORE, Tribonian, London 1978.

[275] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 95-96, ο οποίος όμως από την άλλη πλευρά παρατηρεί ότι με την κωδικοποίηση αυτή καταδικάστηκαν σε εξαφάνιση τα πρωτότυπα της κλασικής ρωμαϊκής νομικής φιλολογίας, αφού ο Πανδέκτης περιέλαβε μόνον αποσπάσματα από τα σχετικά έργα - και όχι από όλα, αντικαθιστώντας τελικά αυτά. Και πάλι όμως, συνεχίζει ο Τρωιάνος, δεν μπορεί να κατηγορηθεί γι’ αυτό ο Ιουστινιανός, εφόσον δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα κείμενα αυτά θα είχαν περισωθεί στο σύνολό τους, αν δεν είχε μεσολαβήσει η κωδικοποίηση.

[276] Βλ. G. DE BONFILS, «Considerations sur la methode des compilateurs des Codes», RIDA 42 (1995) 494 επ.

[277] Από το κείμενο της πρώτης αυτής έκδοσης του Κώδικα, διασώθηκαν ελάχιστα αποσπά-σματα στον πάπυρο P. Oxy. XV 1814.

[278] Όπως παρατηρείται, παρά τη ρητή εντολή για περικοπές στο κείμενο των κωδικοποιού-μενων διατάξεων, διαπιστώνεται προνομιακή μεταχείριση των νόμων του ίδιου του Ιουστι-νιανού σε σύγκριση με τα νομοθετήματα των προκατόχων του, γιατί τα πρώτα έχουν κατα-χωριστεί με λιγότερες περικοπές και συντομεύσεις, βλ. επ’ αυτού ΤΡΩΙΑΝΟΣ, ό.π., σελ. 110.

[279] Δυστυχώς, όμως, και η δεύτερη έκδοση του Κώδικα δεν έχει διασωθεί πλήρης σε κανένα χειρόγραφο. Ειδικά ο Codex Veronensis 62 (που αντιγράφηκε τους αιώνες 8ο-9ο), περιέχει μόνον τα Βιβλία 4-8 και 11-12. Τα κενά αυτά καλύφθηκαν (ή, ορθότερα, αποκαταστάθηκαν: restitutio) κατά την κριτική έκδοση του εν λόγω Κώδικα με τη συνεκτίμηση μαρτυριών από άλλες πηγές. Βλ. σχετικά ΤH. MOMMSEN / P. KRUGER, Corpus Juris Civilis, τόμος II, Berlin 1877 (τελευταία ανατύπωση: Hildesheim 1997). Σε ελληνική μετάφραση βλ. τον Κώδικα, σε Π. ΤΣΙΤΣΕΚΛΗΣ, τόμοι Α΄-Β΄, 1911-1912.

[280] Βλ. σχετικώς T. WALLINGA, Τanta / Two Introductory Constitutions to Justinians Digest, Groningen 1989.

[281] Στις constitutiones Omnem και Tanta /Δέδωκεν (παράγραφος 1, αντιστοίχως), υπογραμ-μίζεται ότι οι συντάκτες του Πανδέκτη ανέτρεξαν σε δύο χιλιάδες βιβλία, που περιλάμβαναν τρία εκατομμύρια στίχους.

[282] Όπως σημειώνεται σχετικά με αυτό, σε ορισμένους νομικούς, οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των συγκλητικών, απονεμήθηκε από τον Αύγουστο κατά την περίοδο της Δημοκρατίας το jus publice respondendi, δηλαδή το δικαίωμα να γνωμοδοτούν επισήμως (responsa = γνωμο-δοτήσεις) προς τους ενδιαφερόμενους, εν ονόματι του ηγεμόνα (ex auctoritatae principis). Οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις είχαν στην πράξη υποχρεωτική ισχύ για τη συγκεκριμένη περίπτωση που εκδόθηκαν, εφόσον για το ίδιο περιστατικό δεν είχε δοθεί άλλη γνωμοδότηση, ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου, τόμος Α΄, Σειρά: ‘Κλασική Νομική Βιβλιοθήκη αρ. 47’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή ²2008, σελ. 145 επ.

[283] Βλ. σχετικώς T. HONORE, «The authorship of interpolations in the Digest: A study of ‘licet... attamen’», Studies in Roman Law in memory of A. Arthur Schiller, Columbia Studies in the Classical Tradition 13, Leiden 1986, σελ. 97-117? J. H. A. LOKIN, «The end of an epoch. Epilegomena to a century of interpolation critisism», Collatio juris romani. Etudes dediees a H. Ankun, Αmsterdam 1995, 261-273.

[284] TΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 119.

[285] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Η κωδικοποίηση του Ιουστινιανού», ΕΚΕΙΕΔ 36 (2002) 365-366.

[286] Ο Κώδικας αυτός φυλάσσεται σήμερα στη Bibliotheca Medicea Laurenziana. Από την ιδιαιτέρως πλούσια σχετική βιβλιογραφία, βλ. σχετικά: B. H. STOLTE, «The partes of the Digest in the Codex Florentinus», SG I, 69-91? N. G. WILSON, «A Greek palaeographer looks at the Florentine Pandects», SG V, 1-6? Τ. WALLINGA, «The continuing story of the date and origin of the Codex Florentinus», SG  V, 7-19? E. SPAGNESI, Le Pandette di Giustiniani. Storia e fortuna della ‘Littera Florentina’, Biblioteca Medicea Laurenziana,  Accademia Toscana di Scienze e Lettere «La Colombaria», Facolta di Giurisprudenza dell’Universita degli Studi de Firenze, Firenze 1983. Ελληνική μετάφραση του Πανδέκτη βλ. σε ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, τόμοι Α΄- Ε΄, Αθήναι 1887-1891.

[287] Σε κάποιες περιπτώσεις, οι Νεαρές ήταν δίγλωσσες, όπως συνέβη με τη Νεαρά 18. Βλ. γενικότερα Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Ιδεολογικές και πρακτικές παράμετροι του γλωσσικού προσανατολισμού των νομικών κειμένων στο πρώιμο και το μέσο Βυζάντιο», Κατευόδιον. In memoriam Nikos Oikonomides, Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschichte-Athener Reihe 15, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, 191-212.

[288] N. VAN DER WAL, «La version florentine de la collection de 168 novelles», TvR 49 (1981) 149-158. Αξιόλογη είναι και η Συλλογή των 134 Νεαρών, όπως και η Collectio Ambrosiana (Codex Ambrosianus L 49).

[289] Βλ. σχετικά το κλασικό έργο του H. J. SCHELTEMA, Lenseignement de droit des antecesseurs, Byzantina Neerlandica, ser. B: Studia, fasc. I, Leiden 1970. Χρήση του ‘antecessor’ απαντά αρχικά στη στρατιωτική γλώσσα, όπου υποδήλωνε τον ανιχνευτή ο οποίος αναγνώριζε το έδαφος για την ασφαλή προέλαση του στρατεύματος. Με την έννοια αυτοί, οι αντικήνσορες διάνοιγαν το δρόμο στους μαθητές των νομικών σχολών για την σπουδή, ερμηνεία και κατανόηση του δικαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παράγραφο 11 της constitutio Omnem, με την οποία καθορίζονταν τα σχετικά με τη διδασκαλία των νομικών μαθημάτων, ο αυτοκράτορας παρότρυνε τους εν λόγω νομοδιδασκάλους ως εξής: «Αρχίστε λοιπόν να μεταδίδετε σ’ αυτούς, δηλαδή στους σπουδαστές, την επιστήμη των νόμων και να ανοίγετε τον δρόμο που εμείς χαράξαμε» (εννοεί με την κωδικοποίηση και την αναμόρφωση των νομικών σπουδών, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 105, υποσημ. 29.

[290] Ι. et P. ZEPOS (ΙΩΑΝΝΗ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΖΕΠΩΝ), Jus Graecoromanum, Αθήνα 1931 (ανατύπωση Scientia Aalen 1962), τόμ. ΙΙΙ, 3-271. Νέα κριτική έκδοση, βλ. σε: J. H. A. LOKIN / ROOS MEIJERING / B. H. STOLTE / N. VAN DER WAL, Theophili antecessoris paraphrasis Institutionum, με αγγλική μετάφραση του A. F. MURISON, Groningen 2010 (η έκδοση στις σελ. 1-949). Πρβλ. την αμέσως παλαιότερη του E. C. FERRINI, Ιnstitutionem graeca paraphrasis Theophilo antecessori vulgo tributa..., τόμ. Ι-ΙΙ, Berlin 1884-1897 (ανατύπ. Aalen 1967).

[291] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 135 επ.

[292] Βλ.: Anatolius and the Excerpta Vaticana et Laurentiana, Edition and Commentary by H. A. LOKIN / R. MEIJERING, I. The Excerpta Vaticana Laurentiana (LOKIN – MEIJERING), II. The Text Constitution of VL and the Tradition of the Summa Anatolii (MEIJERING), Groningen 1999.

[293] Βλ. τις μελέτες του ΑΝΔΡΕΑ ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑ, μεταξύ των οποίων ιδίως το: «Ο θεσμός του κοιαίστορα του ιερού παλατίου: η γένεση, οι αρμοδιότητες και η εξέλιξή του», Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών αριθμ. 18, Θεσσαλονίκη 2001.

[294] Τ. WALLINGA, «The date of Johannes Lydus’ de Magistratibus», RIDA 39 (1992) 359-380.

[295] Σχετικά τα έργα των: E. HONIGMAN, Le Synekdimos dHierokles et lopuscule geographique de Georges de Chypre, Bruxelles 1939? A. BURCKHARDT, Hieroklis Synecdemus, Leipzig 1893.

[296] Βλ. το έργο του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Οι ‘Νόμοι’ των Ομηριτών. Ιεραπο-στολική προσέγγιση και ιστορική-νομική συμβολή, Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1994? ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, «Περί των ‘Νόμων’ των Ομηριτών του Αγίου Γρη-γεντίου», Β΄ και Γ΄ Συνέδριο Ελληνοαραβικών Σπουδών, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1991, σελ. 115-126 [= Νομοκανονικές Μελέτες, Τρίκαλα-Αθήνα 2009, σελ. 131-140]? Δ. ΛΕΤΣΙΟΣ, Βυζάντιο και Ερυθρά Θάλασσα. Σχέσεις με τη Νουβία, Αιθιοπία και Νότια Αραβία ως την αραβική κατάκτηση, Ιστορικές Μονογραφίες αριθμ. 5, Αθήνα 1988.

[297] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Η κωδικοποίηση του Ιουστινιανού», ΕΚΕΙΕΔ 36 (2002) 357-376, εδώ 373 επ.

[298] Για τη διχογνωμία που το ζήτημα αυτό έχει προκαλέσει μεταξύ των ιστορικών του δικαίου, βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Οι σπουδές του δικαίου στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα στη Μακεδονία κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα», Βυζαντινά 21 (2000) 475-492. Βέβαιο πάντως είναι, ότι η ευθύνη για τη διδασκαλία των νομικών μαθημάτων είχε πλέον περιέλθει στους λεγόμενους ‘σχολαστικούς’, ενώ ο θεσμός των αντικηνσόρων είχε προ πολλού παύσει να υπάρχει. Επ’ αυτού, σχετική είναι η μελέτη του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Ι. ΖΕΠΟΥ, «Η βυζαντινή νομική παιδεία κατά τον Ζ΄ αιώνα», ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο, τόμ. Β΄, Αθήνα 1986, 735-749.

[299] Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Συστηματική κατάταξη και 'ευρετηρίαση' νομικού υλικού στην πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο», Χαριστήρια στον Ιωάννη Δεληγιάννη, ΝΟΜΟΣ, Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Νομικής της Σχολής ΝΟΠΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αριθ. 3, Μέρος Β΄ (1991) 203-223, 205-214.

[300] Όπως προκύπτει από το Προοίμιο της Εκλογής των Ισαύρων, ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, 149.

[301] Α. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΗΛΙΟΥΝΗ, «Οι συντεχνίες των δικηγόρων κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους», ΕΕΔΣΘ 21 (2000) 317-322.

[302] Ο Φλάβιος Ηράκλειος Αύγουστος (575-641) ήταν αυτοκράτορας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους από το 610 ως τις 11-2-641.

[303] Μόνον έμμεσες, αντιθέτως, πληροφορίες διασώζονται για το νομοθετικό έργου του αυτο-κράτορα Νικηφόρου του Α΄ (802-811), περί του οποίου βλ. εκτενέστερα G. RODOLAKIS, «Les mesures de lempereur de Byzance Nicephore Ier (802-811) concernant les naukleroi: formes atypiques de surete de creances en droit maritime byzantine?», ΕΕΔΣΘ 40 (2007) 127-146.

[304] Για τα ζητήματα χρονολόγησης της Εκλογής, βλ. Δ. ΓΚΙΝΗΣ, «Ο υπ' αριθμ. 121 κώδιξ της μονής Αγίου Νικάνορος (Ζάβορδας) και δύο χρονολογίαι της Εκλογής των Ισαύρων και του Προχείρου Νόμου», ΕΕΒΣ 30 (12960-1961) 351-352.

[305] Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741) συνέδεσε το όνομά του με τις νίκες κατά των Αράβων, την έκδοση της Εκλογής αλλά και την πυροδότηση της εμφύλιας πολιτικο-θρησκευτικής διαμάχης, που έμεινε γνωστή ως ‘εικονομαχία’.

[306] Πρβλ. την επικεφαλίδα του έργου: «Εκλογή των νόμων εν συντόμω γενομένη παρά Λέοντος και Κωνσταντίνου, των σοφών και φιλευσεβών βασιλέων, από των ινστιτούτων, των διγέστων, του κώδικος, των νεαρών του μεγάλου Ιουστινιανού διατάξεων και επιδιόρθωσις εις το φιλανθρωπότερον...». Μέλη της συντακτικής επιτροπής της Εκλογής θεωρούνται ο κυέστωρ (quaestor) και η υπηρεσία του, οι αντιγραφείς, ύπατοι, πατρίκιοι και σχολαστικοί.

[307] Τ. Ε. GREGORY, «The Ecloga of Leo III and the concept of philanthropia», Βυζαντινά 7 (1975) 267-287· Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Η έννοια της 'φιλανθρωπίας' στους ιουστινιάνειους και μεταϊουστινιάνειας νόμους», Βυζαντινά 29 (2009) [2010] 13-43.

[308] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Οι ποινές στο βυζαντινό δίκαιο», Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή Χόρν, Αθήνα 1997, 13-65.

[309] Χ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, Το νομοθετικόν έργον της κυριλλομεθοδιανής ιεραποστολής εν Μεγάλη Μοραβία, Ελληνική Εταιρεία Σλαβικών Μελετών αριθμ. 2, Θεσσαλονίκη 1978, 61-68· Γ. ΓΚΡΙΝΙΑΤΣΟΣ, «Νόμος δια να δικάζωνται οι άνθρωποι», ΕΚΕΙΕΔ 18 (1973) 239-248 (ιδίως σ. 245 επ.).

[310] Α. Ρ. KAZHDAN - ANN WHARTON EPSTEIN, Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, (μετάφραση: Α. Παππάς), Αθήνα 1997· Ν. ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, «Peculiar Institution of Byzantine Law in the 'Georgikos Nomos'», Επιστημονική Επετηρίδα Σχολής ΝΟΕ Α.Π.Θ., τόμ. ΙΘ΄/2, Αντιχάρισμα στον Νικόλαο Ι. Πανταζόπουλο, Β΄, 111-120· D. GORECKI, «The rural community of the 'Νόμος Γεωργικός'. Governing body (art. 81) and fiscal liability (art. 18)», Byzantinoslavica 62 (2004) 79-94.

[311] Για το θέμα αυτό, βλ. προχείρως ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 172-173. Πρβλ. P. E. PIELER, «Η Παλαιά Διαθήκη στη νομική σκέψη των βυζαντινών», Βυζαντιναί Μελέται 4 (1992) 15-29.

[312] W. ASHBURNER, Νόμος Ροδίων Ναυτικός. The Rodian Sea-Law, Oxford 1909 (ανατ. Aalen 1976).

[313] Γ. ΡΟΔΟΛΑΚΗΣ, Από το Νόμο Ροδίων στο 53ο βιβλίο των Βασιλικών. Συμβολή στη μελέτη του βυζαντινού ναυτικού δικαίου, ΕΚΕΙΕΔ τόμ. 40, Παράρτημα 8, Αθήνα 2007, 51 επ.

[314] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 175.

[315] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Ο "Ποινάλιος" του Εκλογαδίου. Συμβολή εις την ιστορίαν της εξελίξεως του ποινικού δικαίου από του Corpus Juris Civilis μέχρι των Βασιλικών, Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschichte (αρ. 6), Frankfurt am Main, Klostermann 1980.  Κατά τον ίδιο, το Εκλογάδιον καταρτίσθηκε πιθανότατα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου του Α΄ (802-811).  

[316] Βλ. FRANZISKA E. SCHLOSSER, The Reign of the Emperor Maurikios (582-602). A Reassessment, Ιστορικές Μονογραφίες, 14, Αθήνα 1994, 79 επ.

[317] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 183.

[318] Δεν λείπει και η γνώμη που θεωρεί συντάκτη του Στρατηγικού τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, βλ. ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΚΟΛΛΙΑΣ, «Πολεμική Τέχνη», σε Η. HUNGER, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1994, 166.

[319] Βλ. Ν. OIKONOMIDES, Les listes de preseance byzantines des IXe et Xe siecles, (Le monde byzantin), Paris 1972, 47-63.

[320] Ως γνωστόν, τα ‘τακτικά’ ή ‘notitiae episcopatuum’ είναι ειδικοί κατάλογοι που παραδί-δουν την τάξη των εκκλησιαστικών θρόνων, μητροπόλεων, αυτοκεφάλων αρχιεπισκοπών και των υποκειμένων σε κάθε μητρόπολη επισκοπών. Είναι πολύτιμες πηγές για τη διοικητική διάρθρωση της Εκκλησίας και τις κατά καιρούς επελθούσες μεταβολές. Καθορίζουν τη σειρά πρωτοκλησίας των ιεραρχών σε εκκλησιαστικές ή αυλικές συναθροίσεις, πάντοτε με βάση τη θέση της μητρόπολης στην ιεραρχία. Η σειρά υπόκειται σε μεταβολές οι οποίες απηχούν αντίστοιχες πολιτικές εξελίξεις. Άλλοτε η μητρόπολη προάγεται σε ανώτερη τάξη, άλλοτε υποβιβάζεται, άλλοτε δημιουργούνται νέες μητροπόλεις ή επισκοπές, ενίοτε καταργούνται παλαιές. Οι κατάλογοι αυτοί συντάχθηκαν σε διάφορες εποχές και ως εκ τούτου παραδίδουν κατά κανόνα την ισχύουσα κάθε φορά τάξη στην ιεραρχία. Όμως δεν μπορούμε να είμαστε πάντοτε βέβαιοι για τις πληροφορίες που παρέχουν οι πηγές αυτές, επειδή η προέλευση αυτών των επισκοπικών καταλόγων δεν ήταν πάντοτε επίσημη, ενώ κάποτε το περιεχόμενό τους αντικατοπτρίζει διεκδικήσεις και αξιώσεις και όχι την πραγματική κατάσταση της εποχής. Γι’ αυτό ενδείκνυται σε περιπτώσεις αμφιβολίας ο έλεγχος των μαρτυριών τους μέσω άλλων σύγχρονων ιστορικών πηγών. Όπως παρατηρεί ο ΤΡΩΙΑΝΟΣ (Πηγές, ό.π., σ. 184), η τάξη των τακτικών περιέχει στοιχεία πολιτικής ιδεολογίας, διότι απέβλεπε τελικώς στην ενίσχυση του κύρους της βασιλικής εξουσίας. Συνέπεια ήταν ότι κατά τη θέσπισή νέων αξιωμάτων, καθοριζόταν επακριβώς ο τίτλος που οι φορείς τους θα έφεραν καθώς και η θέση τους μέσα στην κρατική ιεραρχία. Έτσι, οι πίνακες αυτοί, τα «τακτικά», αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της διοικητικής διάρθρωσης της αυτοκρατορίας.

[321] Γ. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ, «Το θέμα Κρήτης προ της κατακτήσεως της νήσου υπό των Αράβων», ΕΕΒΣ 21 (1951) 59-68.

[322] ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ, «‘Κωδικοποιήσεις’ στο χώρο της Εκκλησίας», ΕΚΕΙΕΔ 37 (2003) 143-168 (αποδίδεται διάλεξη η οποία δόθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού σεμινα-ρίου Ιστορίας του Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκού έτους 2002-2003).

[323] Για την οποία βλ.: ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ (Μητροπολίτης Σουηδίας), Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990, 279-301? Σ. ΤΡΩ-ΙΑΝΟΣ, Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος και το νομοθετικό της έργο, Αθήνα 1992? Γ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑΣ, Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος και το νομοθετικό της έργο, (διδ. δια-τριβή), ‘Νομοκανονική Βιβλιοθήκη 4, Κατερίνη 1998. Όπως άλλωστε γνωρίζουμε, στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει μέχρι σήμερα, σε αντίθεση προς τη Δυτική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, συνολική επίσημη κωδικοποίηση του κανονικού της δικαίου. 

[324] Λόγω του συστήματος ενώσεως που εφαρμοζόταν στο πλαίσιο της βυζαντινής έννομης τάξης, αρμοδιότητα θεσπίσεως εκκλησιαστικού περιεχομένου διατάξεων αναγνωριζόταν ακόμη και σε πολιτειακά (κρατικά) όργανα. 

[325] ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ, ό.π., σ. 44 επ.

[326] Βλ. σχετικά: ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΗΣ, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006? ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1991? ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΣ, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1998.

[327] Για το συνοδικό σύστημα διοικήσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων, βλ. ιδίως: ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, «Ο συνοδικός θεσμός. Ιστορικά, εκκλησιολογικά και κανονικά προβλήματα», Τιμητικόν Αφιέρωμα εις τον Μητροπολίτην Κίτρους Βαρνάβαν επί τη 25ετηρίδι της αρχιερατείας του, Αθήναι 1980, σελ. 161-190? ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, Ο συνοδικός θεσμός εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Θεσσαλονίκη 1980.

[328] Τους κανόνες αυτούς βλ. στο κλασικό έργο των ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΑΛΛΗ - ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, των τε αγίων και πανευφήμων Αποστόλων και των Ιερών Οικουμενικών Συνόδων και Τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, Αθήναι, ?1852-1859· (φωτοτυπική ανατύπωση, Αθήναι ²1992), τόμ. Β΄. Βλ. όμως και την εξαιρετική ‘Εισαγωγή’ του ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΔΕΛΗΔΗΜΟΥ, στην ανατύπωση του ανωτέρω ‘Συντάγματος’ των ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγο-πούλου, Θεσσαλονίκη 2002, τόμος Α΄, σ. 78-91. Πρβλ. τις χρηστικότερες εκδόσεις των: ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Κώδικας Ιερών Κανόνων, Θεσσαλονίκη ³2006 (έκδοση στην οποία το  πρωτότυπο κείμενο συνοδεύεται από μετάφραση των ιερών κανόνων)? ΑΜΙΛΚΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Οι Ιεροί Κανόνες, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα ³1997? P.- P. JOANNOU, Discipline generale antique (IVe-IXe siecles). Les Canons des Conciles oecumeniques (IIe-IXe siecles). Les Canons des Synodes Particuliers. Les Canons des Peres Grecs (Lettres canoniques), edition critique du texte grec, version latine et traduction francaise, [Pontificia Commissione per la Redazione del Codice di Diritto Canonico Orientale], Fonti fascicolo IX, 4 tomes, Grottaferrata, (Rome), Tipografia Italo-Orientale ‘‘S. Nilo’’ 1962-1964 (trilingue). Αναλυτικότερα περί των ιερών κανόνων, βλ. στα έργα των ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, Μητροπολίτου Σουηδίας και πάσης Σκανδι-ναβίας, Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990, σελ. 125 επ. (πρβλ. του ΙΔΙΟΥ, Δύο πολύτιμα χειρόγραφα Ιερών Κανόνων (Πάτμου 172 - Αθηνών 1372), εκδ. Επέκταση, σειρά: ‘Νομοκανονική Βιβλιοθήκη αριθμ. 20’, Κατερίνη 2006)? ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΟΥΜΗΣ, Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, 38. Σύμφωνα με τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗ, Εκκλησιαστικές Πηγές Εκκλησιαστικού Δικαίου. Ορθόδοξος Μοναχισμός, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 69 επ., βασικά κριτήρια για το χαρακτη-ρισμό μίας συνόδου ως οικουμενικής ήταν η σύγκλησή της από τον αυτοκράτορα, η συμμε-τοχή σε αυτές του συνόλου σχεδόν των εκκλησιών, η προεδρία της από εξέχοντες πατριάρχες, η ενασχόλησή της με μείζονος σημασίας δογματικά και νομοκανονικά ζητήματα και γενικό-τερα το καθολικό και διαχρονικό κύρος των αποφάσεών της. 

[329] Πέραν των ανωτέρω έργων, βλ. εκτενέστερα και ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ (επιμ.), ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΔΕΛΙΚΑΝΗ, Η Πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, εκδ. οίκος Κυρο-μάνος, Θεσσαλονίκη 1997.

[330] ΜΠΟΥΜΗΣ, Κανονικόν Δίκαιον, ό.π., σ. 38.

[331] Για το έργο της Πενθέκτης υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία: βλ. κυρίως ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990, 276-301· Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος και το νομοθετικό της έργο, Αθήνα 1992· ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑΣ, Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος και το νομοθετικό της έργο, (διδακτορική διατριβή), εκδ. Επέκταση, σειρά: 'Νομοκανονική Βιβλιοθήκη αρ. 4', Κατερίνη 1998· Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Η μη αναδρομικότητα ποινικών διατάξεων στους κανόνες της Πενθέκτης Συνόδου», Βυζαντιακά 14 (1994) 81-93· GEORGE ΝEDUNGATT - MICHAEL FEATHERSTONE, The Council in Trullo Revisited, "Κανονικά 6", Roma 1995.

[332] Όπως παρατηρείται (ΜΠΟΥΜΗΣ, ό.π., σ. 38-39), η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος, που συγκ-λήθηκε το έτος 553 από τον Ιουστινιανό τον Α΄ στην Κωνσταντινούπολη, δεν εξέδωσε κανόνες αλλ’ ασχολήθηκε αποκλειστικώς και μόνον με δογματικά θέματα, βλ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ (ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ) Μητροπολίτης Νικοπόλεως, Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος (Εισαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια), Αθήναι 1985. Αναλόγως έπραξε και η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε κατά τα έτη 680-681 επίσης στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκράτορα Κωνσταν-τίνου Δ΄ του Πωγωνάτου. Και η σύνοδος αυτή δεν ψήφισε κανόνες, περιοριζόμενη στο να καταδικάσει την αίρεση του μονοθελητισμού. Κρίθηκε συνεπώς αναγκαίο, την έλλειψη παραγωγής νομοκανονικού έργου των δύο ανωτέρω συνόδων να αναπληρώσει η Πενθέκτη Σύνοδος, εκδίδοντας μία μακρά σειρά εκκλησιαστικών νομοθετικών διατάξεων (προφανώς οι βυζαντινοί είχαν χρόνο και διάθεση να ασχολούνται με τόσο σοβαρά ‘προβλήματα’, όταν οι ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας χάνονταν σταδιακά από την επέλαση νέων εχθρικών φύλων).

[333] Όπως παρατηρείται, η επικύρωση αυτή ήταν αναγκαία, διότι τα εν λόγω κανονικά κείμενα αν και περιλαμβάνονταν σε διάφορες συλλογές ήδη από τον 4ο αιώνα, θεωρούνταν εντούτοις αμφίβολης κανονικότητας, ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 204.

[334] Κ. Γ. ΠΙΤΣΑΚΗΣ, «'Παίζοντες εις αλλοτρίους βίους'. Δίκαιον και πρακτική των γαμικών κωλυμάτων στο Βυζάντιο. Η τομή», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου "Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο", Αθήνα 1989, σ. 217-236, εδώ σ. 223.

[335] Βλ. κυρίως ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, ό.π., σ. 302-323· Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνο-δος και το νομοθετικόν αυτής έργον, Αθήνα 1989· Β. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, Νίκαια (β΄) 787, Θεσσαλονίκη 1987.

[336] Ο πιο πάνω αριθμός των οικουμενικών συνόδων πρέπει να θεωρείται πλέον σήμερα κλειστός (numerus clausus), διότι μετά το σχίσμα του 1054 και την -προφανώς οριστική- διάσπαση της Εκκλησίας σε Ανατολική Ορθόδοξη και Δυτική Ρωμαιοκαθολική, δεν μπορεί πλέον να συγκληθεί άλλη οικουμενική σύνοδος. Είναι όμως δυνατή η συγκρότηση ‘Πανορθό-δοξης Συνόδου’, με τη συμμετοχή όλων ή των περισσότερων ορθόδοξων αυτοκέφαλων εκκλησιών.

[337] Τους ανωτέρω κανόνες των τοπικών συνόδων, βλ. σε ΡΑΛΛΗ - ΠΟΤΛΗ, ό.π., τόμ. Γ΄, σ. 2-625. Αναλυτικότερα περί των ανωτέρω τοπικών συνόδων, βλ. ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, ό.π., σ. 324-477. Πρβλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ, Εκκλησιαστικές Πηγές Εκκλησιαστικού Δικαίου. Ορθόδοξος Μοναχισμός, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 164-177.

[338] Υποστηρίζεται ως πιθανό το ενδεχόμενο η τακτική εκδόσεως κανόνων από τους Πατέρες της Εκκλησίας να είχε ως αφετηρία τις επίσημες γνωμοδοτήσεις των Ρωμαίων νομομαθών (responsa prudentium), στους οποίους οι ηγεμόνες, από τον Αύγουστο και μετά, είχαν απονείμει το δικαίωμα να γνωμοδοτούν (ius publice respοndendi ex auctοritate princιpis). Η άποψη δεν φαίνεται αβάσιμη, δοθέντος ότι η Εκκλησία πράγματι ακολουθούσε μέχρις ενός σημείου δίκην προτύπου την πρακτική τον κοσμικού δικαίου, βλ. ΣΠΥΡΟΣ ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή ³2011, 84. Σχετικά με το jus publice respondendi, διευκρινίζεται ότι από τους χρόνους του Αυγούστου και πέρα, αυτός απονέμει σε ορισμένους νομικούς το προνόμιο (beneficium) να εκδίδουν γνωμοδοτήσεις ex auctoritate principis. Ο κύκλος των νομικών που νομιμοποιούνται να γνωμοδοτούν (jus respondendi) κατ’ εξουσιοδότηση του ηγεμόνα διευρύνεται από τους μεταγενέστερους αυτοκράτορες. Στα μέσα του δεύτερου αιώνα μ.Χ., ο Γάϊος αναφέρει τα response των νομομαθών μεταξύ των πηγών του δικαίου μαζί με τις leges, τις αυτοκρατορικές διατάξεις, τα συγκλητικά δόγματα και τα διατάγματα των αρχόντων. Από την περίοδο της Ηγεμονίας έχουν περισωθεί τα ονόματα τριάντα περίπου νομικών (επί συνόλου περίπου εξήντα νομικών των οποίων γνωρίζουμε τα ονόματα), στους οποίους οι αυτοκράτορες απένειμαν το jus respondendi. Οι γνώμες όμως των νομικών δεν υπήρξαν ποτέ συγκλίνουσες. Για να θέσει τέλος στην ανασφάλεια που δημιουργείτο στις περιπτώσεις αυτές, ο Αδριανός όρισε ότι οι γνωμοδοτήσεις των νομομαθών είναι δεσμευτικές για τον δικαστή μόνον εφόσον ήταν ομόφωνες, διαφορετικά αναγνωριζόταν ελευθερία του εφαρμοστή του δικαίου να κρίνει κατά συνείδηση. Κατά τους μετακλασικούς χρόνους, με διάταξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου (321 μ.Χ.), τα σχόλια των ρωμαίων νομομαθών Παύλου και Ουλπιανού επί του έργου του Παπινιανού, παύουν να έχουν δεσμευτική αξία. Λίγα όμως χρόνια αργότερα (328), ο ίδιος αυτοκράτορας αποκατέστησε το κύρος του Παύλου. Σχετικά με τα ανωτέρω, βλ. ΣΠΥΡΟΣ ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΙΟΥΛΙΑ ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, 86.

[339] GR. PAPATHOMAS, La reception nomocanonique du monachisme (9e-7e siecles), εκδόσεις Επέκταση, σειρά: ‘Νομοκανονική Βιβλιοθήκη αρ. 14’, Κατερίνη 2004.

[340] Τους κανόνες του Παχωμίου, βλ. στο έργο του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, Οι μοναχικοί θεσμοί εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία, τόμος Α΄, Λειψία 1907.

[341] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 86? ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, ό.π., σελ. 87 Το κείμενο του έργου βλ. και σε Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμ. Β΄, Αθήνα 1955, σελ. 5-180.

[342] Β. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος και αι Διαταγαί των Αποστόλων», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 32 (1997) 281-302.

[343] Σχολιασμένη έκδοση του έργου, βλ. από τον Χ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, σε Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τόμ. 27-28 (1980-1981) [1985]-363-632.

[344] Όπως παρατηρείται, το περιεχόμενο των κλήσεων μητροπολιτών δεν αντικατόπτριζε πάντοτε την πραγματικότητα αλλά συχνά και διεκδικήσεις της εποχής. Για το λόγο αυτό, σκόπιμο είναι, σε περίπτωση αμφιβολίας, να γίνεται διασταύρωση των μαρτυριών που περιέχουν με άλλες ιστορικές πηγές, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές του βυζαντινού δικαίου, ό.π., σ. 92. Κριτική τους έκδοση βλ. από τον JEAN DΑRROUZES, Νοtitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae. [Geographie ecclesiastique de Ι’Empire byzantin 1], Paris 1981? ΙΔΙΟΣ, «Sur les variations numeriques des eveches byzantins», RΕΒ 44 (1986) 5-44? ΙΔΙΟΣ, Recherches sur les ‘οφφίκια’ de l’eglise byzantine [Archives de lOrient Chretien, 11], Paris 1970? ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ, Εκκλησιαστικά αξιώματα και υπηρεσίες στην πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο, Αθήνα-Κομοτηνή 1996 (με προσωπογραφικούς κατά αξίωμα πίνακες). Πρόσθεσε: ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τα μέσα του 8ου αιώνα έως το 1430. Ιεραρχική τάξη - εκκλησιαστική περιφέρεια - διοικητική οργάνωση, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών: Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 42, Θεσσαλονίκη 2007.

[345] ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, ό.π., 40-55.

[346] Ο Ιωάννης Σχολαστικός ήταν γιος κληρικού, γεννημένος κοντά στην Αντιόχεια περί τις αρχές του 6ου αιώνα. Αρχικά ακολούθησε τη σταδιοδρομία του δικηγόρου (σχολαστικού) στη γενέτειρα πόλη του, αργότερα όμως χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Αντι-οχείας Δόμνο ή Δομνίνο. Στη συνέχεια, απεστάλη στην Κωνσταντινούπολη ως αποκρισιάριος (εκπρόσωπος) του πατριαρχείου. Το ήθος αλλά και οι μεγάλες του πνευματικές και διοικη-τικές ικανότητες έγιναν η αιτία για την ανάδειξή του στον οικουμενικό πατριαρχικό θρόνο, αφού το έτος 565 επιλέχθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό ως διάδοχος του πατριάρχη Ευτυχίου. Πατριάρχευσε (ως Ιωάννης Γ΄) μέχρι το θάνατό του, τον Αύγουστο του 577. Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Ιωάννης Γ΄ ο από Σχολαστικών και Ιωάννης Μαλάλας», Αναφορά εις μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, τόμ. Ε΄, Γενεύη 1989, σ. 33-39.

[347] Ο ΤΡΩΙΑΝΟΣ (Πηγές, σ. 186) θεωρεί ότι το αρχικό εκείνο έργο συντάχθηκε στην Αντιόχεια περί τα έτη 535-545.

[348] Όπως προκύπτει και από το προοίμιο της συλλογής, που ορίζει τα εξής: «Επεί ουν πάλαι κατά καιρούς υπό διαφόρων προς διαφόρους και διαφόροις αρμόζοντες οι νόμοι και κανόνες της Εκκλησίας ετέθησαν (...), εικότως δε δια τούτο σποράδην υπ' αυτών, ως απήτει τα κατά χρόνους αναφυόμενα, και ου τάξει τινι πραγμάτων ως εν κεφαλαίοις διηρημένων οι κανόνες εγράφησαν, ως εκ τούτου δυσεύρετον είναι κομιδή και δυσπόριστον το προς τινων αθρόως περί κανόνος επιζητούμενον, δια τούτο (...) τα σποράδην υπ' αυτών ορισθέντα κατά καιρούς εις εν ημείς αθροίσαι σπουδάσαντες, και ταύτα διελόντες εις τίτλους πεντήκοντα, ου τάξιν τινα και ακολουθίαν αριθμών εφυλάξαμεν (...), αλλ' όμοια τοις ομοίοις ως οιόν τε ην συναρμόσαντες, και ίσον ίσω κεφαλαίω συμπλέξαντες, ραδίαν εποιήσαμεν άμα και άπονον τοις πάσιν, ως οίμαι, των ζητουμένων την εύρεσιν, (...)».

[349] ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, ό.π., σ. 55-73.

[350] Για τις υποθέσεις που έχουν σχετικώς με το ζήτημα αυτό διατυπωθεί, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 190.

[351] Μητροπολίτης Σουηδίας ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, «Συνόψεις και επιτομαί ιερών κανόνων εν Βυζαντίω», Μνήμη Μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου, Αθήνα 1984, σ. 77-95.

[352] N. VAN DER WAL - B. H. STOLTE, Collectio tripartita. Justinian on Religious and Ecclesiastical Affairs, Groningen 1994· B. H. STOLTE, «The Digest Summa of the Anonymous and the Collectio Tripartita, or the Case of the Elusive Anonymii», Subseciva Groningana. Studies in Roman and Byzantine Law II (1985) 47-58.

[353] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 195-196.

[354] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 197.

[355] Μ. ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ, Ο Νομοκάνων εις ΙΔ’ τίτλους και οι βυζαντινοί σχολιασταί, Αθήνα 1970· ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, «Οι πρόλογοι του Συντάγματος - Νομοκάνονος ‘εις δεκατέσ-σαρας τίτλους’», Αναφορά εις μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, ό.π., τόμ. Δ΄, σελ. 227-251. Για το πιθανολογούμενο πρόσωπο του συντάκτη του βλ. πλήρη ανάλυση των υποθέσεων που έχουν διατυπωθεί σε ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 199-200. Πρβλ. ΚΑΛΛΙ-ΣΤΟΣ ΜΗΛΙΑΡΑΣ, «Μελέτη περί του νομοκάνονος του αγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταν-τινουπόλεως Φωτίου», Νέα Σιών 2 (1905) 55-76, 343-355, 510-524, 878-893· 3 (1906) 11-27, 118-138, 250-265.

[356] Έργο το οποίο φέρει την επιγραφή: Ιωάννου μοναχού και διακόνου, μαθητού τού μεγάλου Βασιλείου, ούτινος η επωνυμία, τέκνον υπακοής, κανονάριον διαγορεύον περί πάντων λεπτο-μερώς των παθών, και των τούτοις προσφόρων επιτιμίων, περί τε της αγίας κοινωνίας, βρωμά-των και πομάτων και ευχών λίαν συμπαθέστατον. Πρβλ. J. H ERICKSON, «Penitential Discipline in the Orthodox Canonical Tradition», St. Vladimir's Theological Quarterly 21 (1977) 191-206. Ωστόσο, πολλοί είναι οι ερευνητές που, με την προβολή αξιοπρόσεκτων επιχειρημάτων, αμφισβητούν  την πατρότητα των φερόμενων με το όνομα του Ιωάννη Νη-στευτή ανωτέρω έργων. Βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 208 αλλά και ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥ, Νίκων ο Μαυρορείτης, Θεσσαλονίκη 1991, ιδίως σελ. 265-288.

[357] Έκδοσή τους βλ. σε ΡΑΛΛΗΣ - ΠΟΤΛΗΣ, Σύνταγμα, ό.π., τόμ. Δ΄, σ. 427-431β΄? ΑΓΑ-ΠΙΟΥ και ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Ζάκυνθος 1864 (6η ανατύπωση: Αθήνα 1957), 725-733.

[358] Απ. Παύλου, Επιστολή Α΄ προς Κορινθίους 6: «Τολμά τις υμών πράγμα έχων προς τον έτερον κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων;». Για το ίδιο θέμα, βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Η εκκλησιαστική δικονομία μέχρι του θανάτου του Ιουστινιανού, Αθήναι 1964, 8-14.

[359] ΑΙΚ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Πολιτεία – Κοινωνία – Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, 270-271.

[360] ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, ό.π., σ. 218.

[361] Ο Νικηφόρος Φωκάς -που αργότερα στέφθηκε αυτοκράτορας, από το 963 μέχρι το θάνατό του- καταγόταν από την ονομαστή στρατιωτική οικογένεια των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Για τη στρατιωτική του σταδιοδρομία τιμήθηκε με τον τίτλο του μάγιστρου. Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης. Αφού συγκέντρωσε βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων. Στρατοπέδευσε κοντά στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), αστικό και εμπορικό κέντρο τότε της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, προκειμένου σταδιακά να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας εκπόρθησε το Χάνδακα, επαναφέροντας την Κρήτη στους κόλπους της αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 περίπου χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα των Αράβων παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, που τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, προκειμένου να ιδρυθεί η μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος [βλ. Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης εν Κρήτη (961 μ.Χ.) και η κτίσις της Μεγίστης Λαύρας», Ανάτυπον εκ του Τιμητικού Τόμου επί τω Ιωβηλαίω του Σεβασμιω-τάτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσοστόμου, Αθήναι 1961). Ο εμίρης των ηττημένων Αραβοκρητών ‘Abd Al-‘AzizEl Qurtubi, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησαν πολλά χρόνια. Ο γιος μάλιστα του εμίρη, γνωστός με το εξελληνισμένο όνομα Ανεμάς, αφού υπηρέτησε στο σώμα των αυτο-κρατορικών σωματοφυλάκων του Ιωάννη Τσιμισκή, σκοτώθηκε αργότερα μαχόμενος τους Ρώσους στο πλευρό των Βυζαντινών. Πριν από την αναχώρησή του από την Κρήτη, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί (αφήνοντας μάλιστα για τη θρη-σκευτική στήριξη, αναμόρφωση και τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον καταγόμενο από τον Πόντο όσιο Νίκωνα τον ‘Μετανοείτε’, περισσότερα περί του οποίου βλ. πιο κάτω). Προς αποφυγή νέας απώλειας του νησιού, άφησε εκεί αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από αραβικές επιδρομές. Λεπτομέρειες σχετικά με την πιο πάνω εκστρατεία στην Κρήτη αντλούμε από το γνωστό έργο ‘Ιστορία’ του βυζαντινού Λέοντος Διακόνου [του οποίου βλ. μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια από τον Βρασίδα Καραλή, ‘Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 9’, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000, ο οποίος παρατηρεί (σ. 15) ότι πολλά επεισόδια ειδικώς του πολέμου στην Κρήτη, ο Λέων Διάκονος πρέπει να εγνώριζε μόνον «εξ ετεροκοΐας»). Για την προσωπικότητα του στρατηγού, βλ. εκτενώς τα έργα: ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΚΟΛΛΙΑΣ, Νικηφόρος Β’ Φωκάς (963-969). Ο στρατηγός αυτοκράτωρ και το μεταρρυθμιστικό του έργο, εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993, και, πιο πρόσφατα, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, Ο Νικηφόρος Φωκάς και η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες (961 μ.Χ.), εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2009.

[362] Την ανακατάληψη της Κρήτης ακολούθησε (964) η ανάκτηση της Κύπρου και της Σικε-λίας. Οι αλλαγές αυτές μετακίνησαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας νοτιότερα, οριοθετώντας μία συνοριακή γραμμή στο μέσον (μεταξύ βορρά-νότου) της Μεσογείου, όπου συναντώνταν οι δύο κόσμοι, ο αραβικός και ο βυζαντινός.

[363] Σύμφωνα με τον καθηγητή ΝΙΚΟΛΑΟ ΤΩΜΑΔΑΚΗ, ο γηγενής αγροτικός πληθυσμός του νησιού παρέμεινε κατά βάση εθνολογικά αναλλοίωτος κατά τη μακρά περίοδο της Αραβοκρατίας, κυρίως λόγω της συντηρητικότητας και εσωστρέφειας των αγροτών της Κρήτης? βλ. εκτενέστερα τις δύο μελέτες του «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας (826-961 μ.Χ.)», ΕΕΒΣ 30 (1960) 1-38, και, «Κυπροκρητικά», ΕΕΒΣ 38 (1971) 27-41. Αλλού ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «ο αγροτικός πληθυσμός της νήσου και μία ή δύο πόλεις αυτής κατώρθωσαν να μείνουν αλώβητοι, ανάλωτοι και πιστοί εις τον Χριστιανισμόν και την Ορθοδοξίαν. Αλλ’ ο αστικός πληθυσμός της πολυανθρώπου Κρήτης, της οποίας η υπό του Αποστόλου Τίτου ιδρυθείσα Εκκλησία είχεν πολυαρίθμους επισκοπάς, υπέστη μεγάλην φθοράν», ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης εν Κρήτη (961 μ.Χ.) και η κτίσις της Μεγίστης Λαύρας», ό.π., 1-2. Για το ίδιο θέμα, βλ. ΝΙΚ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, Θεοδόσιος ο Διάκονος και το ποίημα αυτού «Άλωσις της Κρήτης», (διατριβή επί διδακτορία), Ηράκλειον 1960, και, «Ζητήματα τινά της κατακτήσεως της Κρήτης υπό των Αράβων», ΚρΧρ 15-16 (1961-1962) 9-41.

[364] Περισσότερα βλ. σε Ν. ΠΛΑΤΩΝ, «Τα τείχη του Χάνδακος κατά την δευτέραν βυζαντινήν περίοδον: συμβολή εις το τοπωνυμικόν, την τοπογραφίαν και την ιστορίαν των πόλεων και των φρουρίων της Κρήτης», ΚρΧρ 1 (1947) 239-248.

[365] Βλ. τις εύστοχες παρατηρήσεις του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗ, Αι Μοναί Μυριο-κεφάλων και Ρουστίκων Κρήτης μετά των παρεκκλησίων αυτών. Συμβολή εις την έρευναν των χριστιανικών μνημείων, Αθήναι 1977, 32.

[366] Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, επιστη-μονική επιμέλεια: Ν. Μ. Παναγιωτάκης, εκδοτική φροντίδα: ‘Βικελαία Δημοτική Βιβλιο-θήκη’, έκδοση: Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, τόμ. Α΄, Ηράκλειο ²1987, 365.

[367] Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά το γεγονός πως ένας από τους κυριότερους θαλάσσιους δρόμους των σταυροφόρων και των προσκυνητών περνούσε από την Κρήτη, εντούτοις δεν σώζονται παρά μόνον δύο μαρτυρίες που αναφέρονται εντελώς ονομαστικά στο νησί. Πρόκειται για κείμενα του Άγγλου Saewulf (1102-1103), με τίτλο: «Relatio de peregrinatione Saewulfi ad Hierosolymam et Terram Sanctam anni dominicae incarnationis mcii et mciii», και του Ισπανού Βενιαμίν από την Τουδέλα (1160-1172) [βλ.: ΜARCUS NATHAN ADLER, M.A., The Itinerary of Benjamin of Tudela. Critical text, translation and commentary, Oxford University Press, London 1907]. Κανείς ωστόσο από τους δύο δεν επισκέφθηκε το νησί, βλ. σχετικά ΔΑΦΝΗ ΓΟΝΤΙΚΑ, «Οι ξένοι ταξιδιώτες στην Κρήτη (12ος – 17ος αιώνας», Πεπρ. Ζ΄ ΔΚΣ, τόμ. Α1, ‘Τμήμα Αρχαιολογικό’, Νέα Χριστιανική Κρήτη, Ρέθυμνο 11-14/1995, 164-165.

[368] Βλ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», ό.π., 360, ο οποίος παρατηρεί ότι η παρουσία πολλών Ρώσων, Σλάβων και Αρμενίων ανάμεσα στους στρατιωτικούς που εγκατα-στάθηκαν στην Κρήτη επί Νικηφόρου Φωκά, υποδηλώνεται από αντίστοιχα τοπωνύμια, σωζόμενα ως τις ημέρες μας (όπως Αρμένοι, Ρουσοχώρια, Σκλαβοπούλα, Αρμένοι κ.α.). Σύμφωνα με τον Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗ (ό.π.), ο Φωκάς ανέλαβε ένα ευρύ πρόγραμμα εποικισμού του νησιού από κατοίκους άλλων βυζαντινών περιοχών, γεγονός που μαρτυρείται από τα ιδιόμορφα τοπωνύμια: ‘Αρμένοι’ στις επαρχίες Αποκορώνου, Ρεθύμνης και Σητείας, ‘Αρμε-νοχώρι’ στην επαρχία Κισάμου, ‘Αρμενιανά’ στην επαρχία Αμορίου, ‘Ρωσοχώρια’ στην επαρχία Πεδιάδας κ.ο.κ. Πρβλ. για τα ανωτέρω ΣΤ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, Επίτομος ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ημάς, Αθήναι 1909, 73.

[369] Το οικονομικο-διοικητικό σύστημα των ‘προνοιών’, που κατά πολλούς μελετητές του Βυζαντίου συντέλεσε αποφασιστικά στην εξέλιξη του εκφεουδαρχισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τη μέση και ύστερη περίοδο, εξαπλώθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο των αδύναμων διαδόχων του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (1025-1057), ενώ οργανώθηκε με συστηματικότερο τρόπο από τα μέλη των δυναστειών των Κομνηνών, Δουκών (1057-1185) και Αγγέλων (1185-1204). Διευκρινίζεται ωστόσο ότι ο Βασίλειος Β΄ είχε προβλέψει την απειλητική άνοδο της δύναμης και της επιρροής της στρατιωτικής ολιγαρ-χίας στις κρατικές υποθέσεις, εισάγοντας σχετικούς θεσμικούς περιορισμούς με αυστηρά νομοθετικά μέτρα. Μετά το θάνατό του, όμως, το σχέδιό του σταδιακά εγκαταλείφθηκε από τους διαδόχους του, οι οποίοι αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν νέα προνόμια και φορολο-γικές ελαφρύνσεις ή ολικές απαλλαγές στους ισχυρούς ολιγάρχες της μεγάλης ιδιοκτησίας, βλ. ΑΛΕΞΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Βυζαντινά στασιαστικά και αυτονομιστικά στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία (1189 – c. 1240 μ.Χ.), εκδ. Δόμος, Αθήνα 1987, σ. 106 επ.

[370] Όπως πιθανολογείται, η ανεξέλεγκτη από την κεντρική διοίκηση ισχύς και δράση των προνοιάριων της Κρήτης, είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να χάσουν τα κτήματά τους - ίσως με απόφαση του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180). Περισσό-τερα, βλ. σε PAUL MAGDALINO, Η αυτοκρατορία του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού 1143-1180, μτφρ. Αγλαΐα Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008? ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, Οι τελευταίοι Γαληνότατοι, Εστία, Αθήνα 62000, 220-259.

[371] Βλ. ΘΕΟΧ. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδιου της Κρήτης και η σχετική προς αυτούς φιλολογία, Αθήνα 1971, 122 επ.

[372] Π. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Ορισμένα προβλήματα από την ιστορία της μεσοβυζαντινής Κρήτης, προ της Αραβικής κατοχής», Πεπρ. Ζ΄ ΔΚΣ, τόμ. Β1, ‘Τμήμα Βυζαντινών και Μέσων Χρόνων’, Ρέθυμνο 1995, σ.188? Γ. ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ, «Το θέμα της Κρήτης προ της κατακτή-σεως της νήσου υπό των Αράβων», ΕΕΒΣ 21 (1951) 67. Για τη στρατιωτική οργάνωση της Κρήτης την περίοδο αυτή, βλ. ιδίως: HELENE GLYKATZI - AHRWEILER, «Ladministra-tion militaire de la Crete byzantine», Byzantion 31 (1961) 217-228? V. LAURENT, «Le statut de la Crete byzantine avant et apres sa liberation du joug Arabe», Πεπρ. Α΄ ΔΚΣ, τόμ. Β΄ (Κρητικά Χρονικά 15/16), 1961/2, σ. 382-396. Κατά τον Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟ [«Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει», ΕΕΒΣ 17 (1941) 208-274, εδώ σ. 263-265]: «η νήσος Κρήτη, αν μη προ της κατακτήσεως, πάντως κατά την διάρκειαν των πρώτων αραβικών επιθέσεων και των πρώτων επιχειρήσεων των αναλη-φθεισών υπό των Βυζαντινών δια την εκδίωξιν των Αράβων, είχε προαχθή εις την τάξιν στρατηγίδος».

[373] Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, «Ιστορικογεωγραφικές σημειώσεις», Βυζαντινά Σύμμεικτα 8 (1989) 61-82, εδώ σελ. 63.

[374] Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Στρατηγός Κρήτης», ΕΕΒΣ 6 (1929) 318.

[375] ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, «Ευμάθιος ο Φιλοκάλης, τελευταίος στρατηγός του βυζαντινού θέματος της Κρήτης», ΕΕΒΣ 7 (1930) 388-393, όπου στη σελ. 392 παρατηρείται ότι το θέμα Κρήτης θα καταργήθηκε περί το 1100.

[376] Σ. ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, Το Κρητικό δίκαιο στην ιστορική του εξέλιξη, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Αθήνα 1980, 20.

[377] ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, «Ευμάθιος ο Φιλοκάλης», ό.π., σ. 392.

[378] Όπως σημειώνει ο ΝΙΚ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, «Οι αυθένται των Κρητικών το 1118», Πεπρ. Δ΄ ΔΚΣ, τόμ. 2, ‘Βυζαντινοί και Μέσοι Χρόνοι’, Αθήνα 1981, 310: «ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός, στην εποχή του οποίου μεγάλες περιοχές της αυτοκρατορίας είχαν πια οριστικά χαθεί, αναδιοργάνωσε την επαρχιακή διοίκηση και αντικατέστησε τους ‘μικρούς’ στρατηγούς με δούκες ή κατεπάνω, των οποίων η δικαιοδοσία ήταν περίπου η ίδια με των προκατόχων τους»? πρβλ. N. OIKONOMIDES, «Les institutions, l’evolution de l’organisation administra-tive de l’Empire Byzantin au XIe siecle (1015 – 1118)», Travaux et Memoires 6 (1976) 148.

[379] Βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, «Οι αυθένται των Κρητικών το 1118», ό.π., σ. 308-317.

[380] Περί του οποίου βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, ό.π., σ. 309.

[381] Βλ. και ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, «Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει», ό.π., σ. 265-267.

[382] Όπως παρατηρούσε ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ [Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Β΄: Ιστορία Μέσης Βυζαντινής Περιόδου (565-1081), Σάκκουλας, Θεσσα-λονίκη ²1981, σ. 476]: «Τα μέλη της αριστοκρατίας της γης εκινητοποιήθησαν δια να καταστήσουν υποχείριόν των την κεντρικήν εξουσίαν, ικανοποιούντα τοιουτοτρόπως ιδικάς των βλέψεις και φιλοδοξίας, εις βάρος έστω της οικονομικής ευεξίας, της κοινωνικής ισορροπίας και της πολιτικής σταθερότητος της αυτοκρατορίας».

[383] Η θέση των μεγαλοκτηματιών αλλά και των γραφειοκρατικών εκπροσώπων της αριστο-κρατίας ενισχύθηκε τον 11ο αι., σε βάρος των μικροκαλλιεργητών των επαρχιακών κτημά-των, των ‘γεωργών στρατιωτών’, αλλά και των γεωργοκτηνοτροφικών πληθυσμών που ζούσαν στις περιφέρειες της αυτοκρατορίας. Οι στρατιωτικοί της αριστοκρατίας, μη διστά-ζοντας πολλές φορές να αρπάζουν τις περιουσίες των φορολογούμενων χωρικών και των απλών στρατιωτών, που επιβίωναν σαν γεωργοί, εκμεταλλευόντουσαν κατά τον καλύτερο γι’ αυτούς τρόπο τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονταν να αυξήσουν τα υπάρχοντα και τον πλούτο τους. Στην πρωτεύουσα, τα μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών των κρατικών υπηρεσιών, μην έχοντας εμπιστοσύνη στον στρατό, παραμελούσαν τα ζητήματα της κρατικής άμυνας, πλουτίζοντας συγχρόνως μέσω της δομικής διαφθοράς και ενός περίπλοκου συστή-ματος έκτακτων απολαβών. Και οι δύο παρατάξεις (στρατιωτικοί - γραφειοκράτες) επεδίωκαν την πραγματοποίηση των κοντόφθαλμων συμφερόντων τους, αδιαφορώντας για τις απώτερες συνέπειες που θα είχαν οι πρακτικές τους στην άμυνα και ακεραιότητα του βυζαντινού κράτους βλ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ό.π., σ. 105 και όπου παραπέμπει.

[384] Ν. ΣΒΟΡΩΝΟΣ, Η βυζαντινή επαρχία, Σχολή Μωραΐτη, ‘Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας 18’, Αθήνα 1991, σ. 73.

[385] Δεν είναι χωρίς σημασία να σημειωθεί εδώ ότι και ο Αλέξιος καταγόταν από την μεγάλη αριστοκρατική στρατιωτική οικογένεια των Κομνηνών, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις στην Κασταμώνα της Παφλαγονίας, βλ. ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 1988, 82.

[386] ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ό.π., σ. 103-104.

[387] Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, ΙΙ, 162.10-20? Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Κυπροκρητικά», ΕΕΒΣ 38 (1971) 27-41, ιδίως 32-33.

[388] Βίαιες τέτοιες εξεγέρσεις, που κατά καιρούς κινητοποιούσαν τις στρατιές και τους πληθυ-σμούς των επαρχιών εναντίον της κεντρικής διοίκησης της πρωτεύουσας, κατέληξαν να δημιουργήσουν στους επαρχιώτες εχθρικά αισθήματα προς την πρωτεύουσα, απλώνοντας μια διάχυτη εχθροπάθεια απέναντι στην Κωνσταντινούπολη - παρατηρεί η ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕ-ΛΕΡ, ό.π., σ. 103-104. Σε αρκετές περιπτώσεις, την εχθρότητα αυτή θα σπεύσουν να εκμεταλ-λευτούν τοπικοί κυβερνήτες, για να προωθήσουν τα δικά τους φιλόδοξα σχέδια. Τέτοιες τοπικές εξεγέρσεις, αν και αποβλέπουν αρχικά στην ανατροπή του αυτοκράτορα της Κων-σταντινούπολης, αρκούνται στις περισσότερες των περιπτώσεων στην αφαίρεση από την εξουσία του περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών επαρχιών. Υποκινούνται συχνά από διοικη-τές του αυτοκρατορικού στρατού, κατορθώνοντας να συσπειρώσουν το λαϊκό στοιχείο και να υποστηριχθούν από επαρχιακούς πληθυσμούς. Οι τελευταίοι, βρίσκονται με τον τρόπο αυτό αντιμέτωποι με την Κωνσταντινούπολη, έχοντας τελικά συνειδητοποιήσει ότι, πολλές φορές, τα δικά τους τοπικά συμφέροντα δεν συμφωνούν με τις επιθυμίες της πρωτεύουσας, ούτε και προωθούνται από την κεντρική διοικητική μηχανή. Για το τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα, που συνέβαλε στη σταδιακή εξασθένιση των δομών και της άμυνας της αυτοκρατορίας, συντεί-νοντας στην πτώση της, βλ. αναλυτικότερα το έργο του ΑΛΕΞΗ ΣΑΒΒΙΔΗ, Βυζαντινά στασιαστικά και αυτονομιστικά στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία (1189 – c. 1240 μ.Χ.), ό.π., σ. 101. Ο ίδιος σημειώνει ότι, σε γενικές γραμμές, οι βυζαντινοί ηγεμόνες -τουλάχιστον μέχρι τον 11ο αι.- κατόρθωσαν να ελέγξουν και να καταπνίξουν τις περισσότερες από τις ‘στάσεις’ διαφόρων ισχυρών επαρχιακών αρχόντων και αξιωματούχων, βασιζόμενοι κατά μεγάλο ποσοστό στον καλά οργανωμένο αυτοκρατορικό στρατό, καθώς και στο περίπλοκο γραφειοκρατικό διοικητικό δίκτυο. Μέσα από αυτό, μπόρεσαν να επιβάλλουν έναν ικανοποιη-τικής αποτελεσματικότητας διοικητικό και οικονομικό έλεγχο στις επαρχιακές περιφέρειες του κράτους. Μακροπρόθεσμα, υπογραμμίζει ο ίδιος, οι αδελφοκτόνες αυτές συγκρούσεις αδυνάτισαν σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματική αντίδραση της αυτοκρατορίας κατά των εξωτερικών απειλών, συνεισφέροντας στην σταδιακή παρακμή και κατάρρευσή της, πρώτα στους Λατίνους σταυροφόρους το 1204, κατόπιν δε στους Οθωμανούς Τούρκους κατά τον 14ο και 15ο αι., μέχρι την τελική άλωση τού 1453/1461. Βλ. όμως και το άρθρο του σοβιετικού βυζαντινολόγου ΑΛ. ΚΑΖΝΤΑΝ (KAZHDAN), «Κεντρομόλες και φυγόκεντρες τάσεις στο βυζαντινό κόσμο (1081-1261). Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας», Βυζαντιακά 3 (1983) 91-110 (μετάφρ. Τηλέμαχου Λουγγή), κατά τον οποίο η κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη του Βυζαντίου από τα μέσα του 11ου και μέχρι τον 13ο αιώνα έχει συναφή σχέση με την ανάπτυξη της φεουδαρχίας, η οποία όμως δεν ήταν προϊόν και σύμπτωμα καταστροφικών νοσογόνων δυνάμεων, αλλά μία μορφή βαθέων και δομικών ιστορικών εξελίξεων. Ο ίδιος αρνείται την μερικώς υποστηριζόμενη άποψη ότι η φεουδαρχία αποτέλεσε καρκίνωμα που κατέφαγε το βυζαντινό κράτος από τις ρίζες του και ότι συνέβαλε αποφασιστικά στη κατάρρευσή του. Αντίθετα, φρονεί ο ΚΑΖΝΤΑΝ, υπεύθυνη για την παρακμή και πτώση της αυτοκρατορίας υπήρξε η ολοένα αυξανόμενη ανεξέλεγκτη δύναμη της βυζαντινής απολυταρχίας, που λειτούργησε σαν μία ακλόνητη κρατική οργάνωση, η οποία από τη μία πλευρά εμπόδιζε την αποτελεσματική οργάνωση της στρατιωτικής και διοικητικής μηχανής και, ενώ από την άλλη δυνάμωνε τα αυτονομιστικά κινήματα στις παραμεθόριες πόλεις και επαρχίες (βλ. τις παρατηρήσεις του Α. ΣΑΒΒΙΔΗ, ό.π., σ. 15-16).

[389] Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η Βυζαντινή Κρήτη», ΚΡΗΤΗ Α΄, σ. 362? F. CHALANDON, Essai sur le regne dAlexis Comnene, Paris 1900, 147-149.

[390] Όπως παρατηρείται, «με την ανάκτηση της Κρήτης από το Φωκά, ο ντόπιος πληθυσμός ενισχύεται από βυζαντινούς αποίκους, για την αντιμετώπιση της αφαίμαξης που προηγήθηκε κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας. Από τα 1182 για την παγίωση του καθεστώτος, εισάγεται στο νησί νέα επίσημη φεουδαρχική τάξη. Δώδεκα αρχοντικές οικογένειες του Βυζαντίου, μοιράζονται την Κρήτη... Άλλοι αξιωματούχοι παίρνουν διάφορα κτήματα», Σ. ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, Το Κρητικό δίκαιο στην ιστορική του εξέλιξη, Φιλολογικός Σύλλογος ‘Ο Χρυσόστομος’, Αθήνα 1980, 21. Για το ίδιο θέμα, βλ. ακόμη: Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Το χρυσόβουλλον των Κομνηνών», Δελτίον Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου 1 (1930) 66-85? Γ. ΣΗΦΑΚΑΣ, «Το χρυσόβουλλο Αλεξίου Β΄ Κομνηνού και τα δώδεκα αρχοντόπουλα (1182 μ.Χ.)», ΚρΧρ 2 (1948) 129-148? Α. ΚΟΛΥΦΕΤΗΣ, «Τα 12 αρχοντόπουλα της Κρήτης», Κρητική Εστία 3 (1952) 31 επ. Το κείμενο του χειρογράφου βλ. σε ΑΝΘΙΜΟΣ ΛΕΛΕ-ΔΑΚΗΣ, «Περί της Μονής Γωνιάς», Χριστιανική Κρήτη 2 (1913) 35 επ.

[391] Σύμφωνα με τον ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΗΦΑΚΑ,, «Το χρυσόβουλλον Αλεξίου Β΄ του Κομνηνού και τα δώδεκα Αρχοντόπουλα (1182 μ.Χ.)», ΚρΧρ 2 (1948) 129-148, «τα 12 Αρχοντόπουλα δεν εστάλησαν εις Κρήτην επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού μετά την επανάστασιν του Καρύκη, διότι προκειμένης της εγκαταστάσεως εν τη νήσω συγγενικών του αυτοκρατορικού οίκου οικογενειών η Άννα Κομνηνή θα έκαμνεν οπωσδήποτε λόγον? ότι η αποστολή ωργανώθη και επραγματοποιήθη επί Αλεξίου Β΄ Κομνηνού, ως ορίζει το σχετικόν χρυσόβουλλον του 1182, το οποίον ουδείς λόγος συντρέχει να χαρακτηρισθή ως πλαστόν? ότι τούτο είναι απλώς ηλλοιωμένον δια παρεμβολών και μεταγενεστέρων προσθηκών, αρκούντως διακριτών? ότι εάν δεν ήτο πρόσφατος η εγκατάστασις των ως είρηται οικογενειών και η κατά φεουδαλικόν τρόπον οργάνωσίς των, είναι ζήτημα εάν ούτοι θα ήσαν εις θέσιν να ηγηθούν των εναντίον του ξένου δυνάστου επανειλημμένων και μακροχρονίων επαναστάσεων των Κρητών και τέλος, ότι η ενέργεια αύτη της Κυβερνήσεως της Κωνσταντινουπόλεως να ενισχύση τα εθνικά της Κρήτης στοιχεία κατά μίαν κρίσιμον περίοδον του βυζαντινού κράτους αποτελεί πράξιν υψίστης σπουδαιότητος». Πρόσθεσε για το ίδιο θέμα: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΣΟΥΡΔΑΛΑΚΗΣ, «Ένα νέο χειρόγραφο για τα δώδεκα αρχοντόπουλα της Κρήτης», Κρητολογικά Γράμματα 11 (1995) 287-304.

[392] ΜΑΝΟΛΗΣ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ, «Ανέκδοτα έγγραφα της βυζαντινής οικογένειας των Βαρουχών στην Κρήτη», Αμάλθεια 6 (1981) 293 επ., και, «Συμπληρωματικά για τη βυζαντινή οικογένεια των Βαρουχών στην Κρήτη», Αμάλθεια 23 (1996) 23-43, όπου και γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Βαρούχα. Κατά τον Ζαμπετάκη, η οικογένεια των Βαρουχών έδρασε κυρίως στα χωριά Μοναστηράκι Αμαρίου, Επάνω και Κάτω Σύβριτο, επαρχία Αγίου Βασιλείου και Βιράν Επισκοπής Μυλοποτάμου.

[393] ΜΑΝΟΛΗΣ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ, «Απόγονοι παλαιών βυζαντινών οικογενειών στα Ρούστικα Ρεθύμνου», Αμάλθεια 27 (1996) 33-43, ιδίως 36-41? Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, Η εν Κρήτη συνωμοσία του Σήφη Βλαστού (1453-1454) και η νέα συνωμοτική κίνησις του 1460-1462, Αθήναι 1960. 

[394] ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ, «Η εξέλιξη της Κρητικής ευγένειας στους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας», Θησαυρίσματα 26 (1996) 206-224, εδώ 207? ΜΑΝΟΛΗΣ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ, «Απόγονοι παλαιών βυζαντινών οικογενειών στα Ρούστικα Ρεθύμνου», Αμάλθεια 27 (1996) 42-43.

[395] ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ, ό.π., σ. 41-42. 

[396] ΣΤ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, «Το δίπλωμα (προβελέγγιον) των Σκορδιλών Κρήτης», ΕΕΚΣ 2 (1939) 299-312? Μ. ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ, «Σκορδίληδες: μια βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια στην Κρήτη», Αμάλθεια 28 (1997) 40-49? ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ, ό.π., σ. 207.

[397] Μ. ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ, «Στοιχεία από τη ζωή της βυζαντινής οικογένειας των Καφάτων στην Κρήτη», Αμάλθεια 25 (1994) 40-49, και, «Απόγονοι παλαιών βυζαντινών οικογενειών στα Ρούστικα Ρεθύμνου», Αμάλθεια 27 (1996) 43. 

[398] Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Η βυζαντινή Κρήτη», Κρήτη, τόμ. Α΄ (1987), 364.

[399] Ν. ΣΒΟΡΩΝΟΣ, «Το νόημα και η τυπολογία των κρητικών επαναστάσεων του 13ου αι.», Σύμμεικτα 8 (1989) 1-14. Όπως παρατηρείται, το 1219 παραχωρήθηκε φεουδαρχική γη στους επαναστάτες Κωνσταντίνο Σεβαστό Σκορδίλη και Θεόδωρο Μελισσηνό, έναντι στρατιωτικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, καθώς και άλλα προνόμια (δικαίωμα προσφυγής στον Βενετό Δούκα, σε περίπτωση αντιδικίας με τους Βενετούς αποίκους, απελευθέρωση ‘βιλλάνων’, δηλ. κολλήγων, κ.λπ. Με τον τρόπο αυτόν, μέλη της ντόπιας κρητικής αριστοκρατίας έγιναν δεκτά στο βενετικό καθεστώς, βλ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ, ό.π., σ. 207. Για την επανάσταση του 1219 των Σκορδίληδων και Μελισσηνού, καθώς και εκείνη των ετών 1261-1265, κατά την οποία οι τοπικοί άρχοντες, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, επιδίωξαν να καταλύσουν τη βενετική κυριαρχία, βλ. ΣΤ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των Κρητών, Αθήνα 1939, σ. 45-48? ΧΡΥΣΑ ΜΑΛΤΕΖΟΥ, «Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας», Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τόμ. Β΄, Κρήτη 1988, 107-161, ιδίως σ. 116. 

[400] ΧΑΡ. ΓΑΣΠΑΡΗΣ, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη (13ος-14ος αι.), ΕΙΕ-ΚΒΕ, ‘Μονιογραφίες 4’, Αθήνα 1997, 17 επ.

[401] ΓΑΣΠΑΡΗΣ, ό.π., σ. 18.

[402] ΓΑΣΠΑΡΗΣ, ό.π., σ. 18: «Οι γαιοκτήμονες σπανιότατα εκμεταλλεύονταν τη γη τους με μισθωτούς εργάτες ή μέσω αγγαρειών. Συνήθως την παραχωρούσαν με διάφορους τρόπους (εμφύτευση, ημίσεια, δεκατεία, τρίτον) σε παροίκους έναντι ετήσιας εισφοράς. Η προσωπική περιουσία των παροίκων… υπήρξε ο πυρήνας της αγροτικής οικονομίας του Βυζαντίου»? πρβλ. ΜΑΡΙΝΑ ΛΟΥΚΑΚΗ, «Tο γράμμα. O βίος και οι προσδοκίες ενός νεαρού γραμμα-τικού στη βυζαντινή Kρήτη τον 12ο αιώνα», σε ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΝΙΩΤΗΣ (επιμ.), Έργα και ημέρες στην Κρήτη. Από την προϊστορία στο μεσοπόλεμο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, 159-184.

[403] ΓΑΣΠΑΡΗΣ, ό.π., σ. 17-18: «Οι δύο αιώνες που προηγούνται της βενετικής κατάκτησης στην Κρήτη, ο 11ος και ο 12ος δηλαδή, θεωρούνται, μετά τον 7ο αιώνα, ως οι πιο καθορι-στικοί αιώνες για την εξέλιξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στη διάρκειά τους παρατηρείται οικονομική ανάκαμψη της βυζαντινής υπαίθρου και μπαίνουν οι βάσεις για τη μετέπειτα άνθηση των πόλεων… Ένας από τους βασικούς παράγοντες της εξέλιξης αυτής υπήρξε η δημογραφική έκρηξη, κυρίως τον 12ο αι., η οποία προσέφερε τα απαραίτητα εργατικά χέρια στην ύπαιθρο. Στον αγροτικό τομέα η παραγωγή αυξάνεται και αυτό όχι χάρη στις νέες τεχνολογίες, αλλά εξαιτίας της επέκτασης της καλλιεργούμενης γης. Η μικρή προσωπική εκμετάλλευση του χωρικού, είτε αυτή είναι ανεξάρτητη είτε ανήκει σε κάποιο γαιοκτήμονα, συνεχίζει να αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της αγροτικής οικονομίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας».

[404] Εκτενώς για το ίδιο θέμα, βλ. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΪΟΥ-ΘΩΜΑΔΑΚΗ, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, μετάφραση Αγλαΐα Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987.

[405] Πρβλ. ΔΑΦΝΗ ΓΟΝΤΙΚΑ, «Οι ξένοι ταξιδιώτες στην Κρήτη (12ος - 17ος αιώνας», Πεπρ. Ζ΄ ΔΚΣ, τόμ. Α1, ‘Τμήμα Αρχαιολογικό’, Νέα Χριστιανική Κρήτη, Ρέθυμνο 11-14/1995, 165.

[406] F. DOLGER, Beitrage zur Greschichte des byzantinischen Finanzverwaltung desonders des 10. und 11. Jahrhunderts (Byzantinisches Archiv 9), Leipzig-Berlin 1927, 15-16.

[407] Α. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, «Η αγγαρεία στο Βυζάντιο», Βυζαντινά 11 (1982) 50 επ.

[408] ΝΙΚ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, «Η διανομή των βασιλικών ‘επισκέψεων’ της Κρήτης (1170-1171) και η δημοσιονομική πολιτική του Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού», Πεπρ. Β΄ ΔΚΣ, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», τόμ. Γ΄, Τμήμα Μεσαιωνολογικόν’, Αθήνα 1968, 195-201. Όπως παρατηρείται, η λέξη «επίσκεψις» είχε για τους βυζαντινούς πολλές σημασίες, μία από τις οποίες ήταν  ‘φροντίδα’. Από τη σημασία αυτή, η λέξη έφτανε να σημαίνει την επιμέλεια και εκμετάλλευση των κτημάτων και, τελικά, τα ίδια τα κτήματα, που διαχειριζόταν ένας «επισκεπτίτης». Πρβλ. ΠΑΠΑΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, ό.π., σ. 21.

[409] Δημοσιεύθηκε από τους FRANZ MIKLOSICH - JOSEPH MULLER, Acta et Diplomata Graeca Medii aevi. Sacra et Profana et edita, vol. VI, ανατύπωση: Spanos editions, Athens 1996, 130-133.

[410] Όπως σχετικά παρατηρείται, μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού -όταν έχει πια τυποποιηθεί η βυζαντινή διπλωματική- οι όροι ‘χρυσόβουλλος λόγος’ και ‘χρυσόβουλλον σιγίλλιον’ χρησιμοποιούνται αδιακρίτως, ακόμη και περί ενός και του αυτού εγγράφου, με την έννοια του  μεταγενεστέρως επικρατήσαντος ‘χρυσόβουλλος λόγος’, G. ROUILLARD, «Χρυσόβουλλον σιγίλλιον et χρυσόβουλλος λόγος», Byzantion 8 (1933) 122? ΕΡΑ Λ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, «Πατμιακά Α΄: Χρυσόβουλλον του Αυτοκράτορος Νικηφόρου του Βοτανειάτου υπέρ της εν Στροβίλω Μονής του Προδρόμου (1079)», ΕΕΒΣ 33 (1964) 52-71, ιδίως 66-67.

[411] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Περί της επισκοπής Καλαμώνος και της μονής Αγίου Νικήτα (Φραγκοκαστέλλου). Ειδήσεις 1196 μ.Χ.», Απόστολος Τίτος 1981, σ. 307-312, ιδίως 309. Τα όρια της επισκοπής αυτής εντοπίζονται μεταξύ Ρεθύμνης, Αποκορώνου και Σφακίων.

[412] Από βιβλιογραφικά σημειώματα του 13ου αιώνα σε βιβλία της μονής της Πάτμου, πληροφορούμαστε ότι η μονή του αγίου Νικήτα εξακολουθούσε να υφίσταται ως μετόχι της Πάτμου, δανειζόμενη μάλιστα και βιβλία από την κυρίαρχη μονή, βλ. ΕΡΑ Λ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, Έγγραφα Πάτμου Αυτοκρατορικά, έκδ. Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών - Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1980, 88-89, 216.

[413] Κυρίως βλ. Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Η Εκκλησία Κρήτης κατά την Αραβοκρατίαν (Ιστορία-Επίσκοποι-Άγιοι)», Πεπρ. Α΄ Δ.Κ.Σ., ΚρΧρ 15-16 (1961-1962) 193-212· ΙΔΙΟΣ, «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας (826-961 μ.Χ.)», ΕΕΒΣ 30 (1960-1961) 1-38· ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 140.

[414] «Περί εκκλησιαστικής διοικήσεως της νήσου... δεν δύναται να γίνη λόγος» και «σήμερον αδιστάκτως δυνάμεθα να είπωμεν, ότι δεν δυνάμεθα να γνωρίζομεν ποίος ήτο αρχιεπίσκοπος Κρήτης και ποίοι επίσκοποι... ότε η νήσος περιήλθεν εις τους Μοζάραβας», ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Η Εκκλησία, ό.π., σ. 199 και 201-202 αντίστοιχα.

[415] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Η Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης κατά τους αι. Η΄-ΙΓ΄ και ο τίτλος του προκαθημένου αυτής», ΕΕΒΣ 24 (1954), σ. 76· ΠΑΠΑΔΑΚΙΣ, Η Εκκλησία Κρήτης, σ. 22.

[416] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, λήμμα: «Κρήτη», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 7ος, στ. 969-970.

[417] Το χρονολογικό πρόβλημα της μεταφοράς της μητροπολιτικής έδρας ανέλυσε ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΖΕΔΑΚΗΣ, «Η καθέδρα του προκαθημένου της εν Κρήτη Εκκλησίας κατά την Β΄ βυζαντινήν περίοδον (961-1204 μ.Χ.)», ‘Αντίδωρον πνευματικόν’: Τιμητικός τόμος Γερασίμου Ι. Κονιδάρη, Αθήναι 1981, 115-125. Πρβλ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΕΤΡΑΚΙΣ, Ιστορία της Εκκλησίας εν Κρήτη, Μέρος Α΄, Ηράκλειον 1925, 45.

[418] Μία σχετική με το θέμα αυτό επιστημονική συζήτηση, βλ. σε ΣΤ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, «Περί της Μητροπόλεως Κρήτης και του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Τίτου κατά την β΄ βυζαντινήν περίοδον (961-1204)», Απόστολος Τίτος 1 (1952) 201 επ.

[419] Σχετικά με την τάξη των επισκοπών της περιόδου αυτής, βλ. την κλασική μελέτη του V. LAURENT, «Le synodicon de Sybrita et les metropolites de Crete aux X-XII siecles», Echos dOrient 36 (1933) 385-412. Βλ. ακόμη και: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Β΄, Αθήναι 1970, σ. 32-33, 106-107· ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, «Η Εκκλησία της Κρήτης», Αναφορά στη μνήμη του Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου (1914-1986), τόμ. 5ος, Γενεύη 1989, σ. 14 [= Νέα Χριστιανική Κρήτη 3 (1991) 90]. Πρβλ. JEAN DARROUZES, Notitiae Episcopatuum ecclesiae constantinopolitanae, Paris 1981.

[420] Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, ό.π., σ. 124-125· Β. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ, ό. π., σ. 14. Πρβλ. και ΡΑΛΛΗ – ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμ. Ε΄, σ. 474, όπου όμως, όπως παρατηρεί σχετικά ο Γεράσιμος Κονιδάρης, είναι εσφαλμένη η επιγραφή που εντάσσει τη σύνταξη του τακτικού στην περίοδο του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού, αντί του ορθού της συντάξεώς του επί Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180).

[421] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Περί της επισκοπής Καλαμώνος και της μονής Αγίου Νικήτα (Φραγκοκαστέλλου). Ειδήσεις 1196 μ.Χ.», Απόστολος Τίτος 1981, 307.

[422] ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΖΕΔΑΚΗΣ, λήμμα «Μητρόπολις Πέτρας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 10, Αθήναι 1967, στ. 344-346.

[423] Έκδοσή του βλ. σε FRANZ MIKLOSICH – JOSEPH MULLER, Acta et Diplomata Graeca Medii aevi. Sacra et Profana et edita, vol. VI, Vindobonae 1890, ανατύπωση: Spanos editions, Athens 1996, σ. 44-49, αρ. ΧΙΙΙ. Διπλωματική του έκδοση βλ. σε ΕΡΑ Λ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, Έγγραφα Πάτμου Αυτοκρατορικά, έκδ. Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών-Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1980, 25.

[424] ΕΡΑ Λ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, «Πρόσταξις Μανουήλ Β΄ Κομνηνού υπέρ της εν Πάτμω Μονής Ιωάννου του Θεολόγου. Χρονολογικά και προσωπογραφικά ζητήματα», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, τόμ. Β’, Αθήνα 1964, 80 επ.

[425] Για τη χωρητικότητα του βυζαντινού ‘μοδίου’, βλ. Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, «Περί της τιμής του σίτου εν Βυζαντίω», ΕΕΒΣ 12 (1936) 390 επ.

[426] Περισσότερα περί αυτού, βλ. σε ΕΡΑ Λ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, «Ο καθηγούμενος της μονής Πάτμου Ιωσήφ Ιασίτης και η αρχαιότερη αναγραφή χειρογράφων της μονής», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 4 (1964) 345-351.

[427] Βλ. Διαθήκη Θεοκτίστου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου (23 Σεπτεμβρίου 1157): «Ο ευτελής Θεόκτιστος μοναχός ο της Πάτμου … εισήλθομεν δε άμφω [ο μοναχός Ιωσήφ Ιασίτης και ο Θεόκτιστος] εις την βασιλίδα των πόλεων και δι’ αιτήσεως αυτού του μοναχού κυρού Ιωσήφ ανελαβόμεθα παρά του αοιδίμου βασιλέως κυρού Αλεξίου τον χρυσόβουλλον λόγον τον παρακελευόμενον δίδοσθαι ημίν ετησίως από της νήσου Κρήτης ψυχικόν αυτού σίτον μοδίους τριακοσίους …», MIKLOSICH – MULLER, ό.π., σ. 106-110.

[428] MIKLOSICH – MULLER, ό.π., σ. 117-119. Πρβλ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 80 επ., ΝΙΚ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, «Η διανομή των βασιλικών ‘επισκέψεων’ της Κρήτης (1170-1171) και η δημοσιονομική πολιτική του Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού», Πεπρ. Β΄ ΔΚΣ, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», τόμ. Γ΄, Τμήμα Μεσαιωνολογικόν’, Αθήνα 1968, 195-201.

[429] Ο Βίος αυτός συγγράφηκε περί τα τέλη του 12ου αιώνα από τον μοναχό Θεοδόσιο Γουδέλη τον Βυζάντιο, που ασκήτεψε στη μονή της Πάτμου και έχει τυπωθεί μαζί με άλλα κείμενα στο βιβλίο: Λόγοι πανηγυρικοί ΙΔ’ του πανιερωτάτου αρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας […] κυρού Μακαρίου του Χρυσοκεφάλου […] Οις έτερα άττα προσετέθησαν, οίον Βίος του εν αγίοις πατρός ημών Λεοντίου πατριάρχου Ιεροσολύμων, Βιέννη 1794, 380-434. Εκτενέστερα βλ. ΕΡΑ Λ. ΒΡΑΝΟΥΣΗ, «Ιστορικές μαρτυρίες για την Κρήτη τον ΙΒ΄ αιώνα από πατμιακές πηγές», Πεπρ. Β΄ ΔΚΣ, τόμ. Γ΄, Αθήναι 1968, 5-15, και, ΙΔΙΑΣ, Τα αγιολογικά κείμενα του οσίου Χριστοδούλου, ιδρυτού της εν Πάτμω Μονής. Φιλολογική παράδοσις και ιστορικαί μαρτυρίαι, Αθήνα 1966, 77 επ.? πρβλ. ΑΘ. ΚΟΜΙΝΗΣ, Ο νέος Κατάλογος των χειρογράφων της εν Πάτμω ιεράς μονής Ιωάννου του Θεολόγου, Σύμμικτα Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, τόμ. Α΄, Αθήνα 1966, 19 επ.

[430] ΒΡΑΝΟΥΣΗ, ό.π., σ. 7. Για τον όρο ‘διοικητής’ και ‘διοίκησις’, βλ. Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, «Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω Βυζαντινώ κράτει», ΕΕΒΣ 17 (1942) 60 επ.

[431] ΒΡΑΝΟΥΣΗ, ό.π., σ. 10.

[432] ΒΡΑΝΟΥΣΗ, ό.π.

[433] MIKLOSICH – MULLER, Acta et Diplomata Graeca Medii aevi. ό.π. Όπως παρατηρείται: «Η βασική μεταβολή, την οποία μαρτυρούν τα έγγραφά μας, ήταν ότι οι επισκέψεις αυτές έπαψαν να αποφέρουν είδος (γεννήματα) και άρχισαν να αποφέρουν χρήμα, να τελούν ‘νομισματικώς’. Για να ερμηνεύσουμε το μέτρο θα έπρεπε να το συσχετίσουμε με την δημοσιονομική πολιτική του αυτοκράτορα Μανουήλ. Κατά τον 10ο αιώνα η χρηματοδότηση των ενόπλων δυνάμεων γινόταν κυρίως με βάση τα στρατιωτικά κτήματα. Αργότερα η ‘στρατεία’, δηλαδή η υποχρέωση του κατόχου ενός στρατιωτικού κτήματος να υπηρετήσει αυτοπροσώπως στο στράτευμα ή το ναυτικό ή να εξαγοράσει την θητεία του, μετατρέπεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε εξαγορά της θητείας. Το μέτρο δίνει ευκινησία στον κρατικό προϋπολογισμό εφόσον επιτρέπει να διατίθεται το προϊόν της στρατιωτικής φορολογίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών», Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, «Η διανομή των βασιλικών ‘επισκέψεων’ της Κρήτης (1170-1171) και η δημοσιονομική πολιτική του Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού», Πεπρ. Β΄ ΔΚΣ, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», τόμ. Γ΄, Τμήμα Μεσαιωνολογικόν’, Αθήνα 1968, 197.

[434] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Περί της επισκοπής Καλαμώνος και της μονής Αγίου Νικήτα (Φραγκοκαστέλλου). Ειδήσεις 1196 μ.Χ.», Απόστολος Τίτος 1981, 307-312.

[435] ΣΤ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, «Χριστιανική επιγραφή Ηρακλείου Κρήτης», ΕΕΒΣ 4 (1927) 106-108? ΕΜΜ. ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, «Το Σινά και η Κρήτη», ΕΕΚΣ 1 (1938) 165-185.

[436] ΑΙΚ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΑΚΟΥ-ΠΑΤΣΟΥΜΑ, «Το Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα και τα προνόμια των Σιναϊτών στην Κρήτη», Κρητική Εστία 7 (1999) 31-49? Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, «Οι κρητικές ενθυμήσεις του Σιναϊτικού κώδικα 1639», Δωδώνη 5 (1976) 128 επ.

[437] ΔΗΜ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Βυζαντινά μοναστήρια της Κρήτης», Θησαυρίσματα 26 (1996) 19-21.

[438] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Περί της επισκοπής Καλαμώνος», ό.π.

[439] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Βυζαντινά μοναστήρια της Κρήτης», ό.π., 19, παραπέμποντας στο έργο των P. JAFFE – G. WATTEMBACH, Regesta Pontificorum Romanorum, Ι, Λειψία 1885, αριθ. 2092.

[440] ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΤΣΙΡΠΑΝΛΗΣ, Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού (1248-1548), Ιωάννινα 1985, 32 επ.

[441] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, «Βυζαντινά μοναστήρια της Κρήτης», ό.π., σ. 14.

[442] ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 16-17.

[443] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Η ελληνική παιδεία εν Κρήτη κατά την δευτέραν βυζαντινήν περίο-δον (961-1210) επί τη βάσει των εν Κρήτη γραφέντων ελληνικών κωδίκων», Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 28 (1985) 16.

[444] Λέοντος Διακόνου, Ιστορία, ΙΙ, 6, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια: Βρασίδα Καραλή, ‘Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 9’, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000, σ. 134.

[445] Έτσι εξηγείται, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ερειπώθηκαν τα περισσότερα μνημεία των αρχαίων κρητικών πόλεων αλλά και τα χριστιανικά ιερά που είχαν ανεγερθεί κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο του νησιού. Από όλους τους ναούς με ρυθμό του τύπου της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που υπερέβαιναν τις εκατό, δεν σώθηκαν παρά ερείπια, βλ. ΑΝ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Δύο παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κρήτης», Ηώς 7 (1964) 108-112, και, «Η παλαιοχριστιανική βασιλική της Συΐας (Σούγιας)», ΚρΧρ 7 (1953) 337-359? Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, «Η βασιλική της βυζαντινής Συβρίτου», ΚρΧρ 13 (1959) 7-38.

[446] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης εν Κρήτη (961 μ.Χ.) και η κτίσις της Μεγίστης Λαύρας», Ανάτυπον εκ του Τιμητικού Τόμου επί τω Ιωβηλαίω του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσοστόμου, Αθήναι 1961, 2.

[447] Πρβλ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Βίος, πολιτεία, εικονογραφία, θαύματα και ασματική ακολουθία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νίκωνος του ‘Μετανοείτε’, εν Αθήναις 1933.

[448] Από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, βλ. κυρίως τις μελέτες του Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης και η Διαθήκη αυτού», ΚρΧρ 2 (1948) 47-72, και, «Υμνογραφικά και αγιολογικά Ιωάννου του Ξένου και τρεις νέοι συγγραφείς κανόνων», ΕΕΒΣ 20 (1950) 314-330. Βλ. ακολούθως τις εργασίες του ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗ, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος και Ερημίτης και ο ναός του Αλικιανού», Ελλωτία 1 (1992) 180-193, «Τρία ανέκδοτα κείμενα για τον Άγιο Ιωάννη τον Ερημίτη», Παρνασσός 24 (1982) 395-408, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης και η μονή του Γδερνέτου», Πεπρ. Ε΄ ΔΚΣ, τόμ. ΙΙ, Ηράκλειο 1986, 14-53. Πρόσθεσε τα εξαιρετικά έργα του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗ, Αι Μοναί Μυριο-κεφάλων και Ρουστίκων Κρήτης μετά των παρεκκλησίων αυτών. Συμβολή εις την έρευναν των χριστιανικών μνημείων, Αθήναι 1977, και Τοιχογραφημένοι ναοί της Κρήτης, Αθήναι 1977. Βλ. ακόμη: Ε. ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ, «Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης», Αρχαιολογικόν Δελτίον 27 (1972) Β2, 655-674? ΑΝ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Δύο βυζαντινά μνημεία της Δυτικής Κρήτης», Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος 8 (1955-1956).

[449] ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης εν Κρήτη (961 μ.Χ.), ό.π., σ. 2.

[450] Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Μιχ. Ανδριανάκη -και αντίθετα προς τον Ν. Τωμαδάκη- οι δύο άγιοι με το κοινό όνομα Ιωάννης (Ξένος και Ερημίτης), δεν πρέπει να ταυτίζονται, βλ. περισσότερα σε Μ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος και Ερη-μίτης και ο ναός του Αλικιανού», Ελλωτία 1 (1992) 182-183.

[451] ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ, ό.π., σ. 181.

[452] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Υμνογραφικά και αγιολογικά Ιωάννου του Ξένου και τρεις νέοι συγγραφείς κανόνων», ΕΕΒΣ 20 (1950) 314-330.

[453] Αναδημοσιεύτηκε το 1922 από τον επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Άνθιμο Λελεδάκη, ο οποίος καταγόταν από τα Μυριοκέφαλα.

[454] ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 38.

[455] Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης και η Διαθήκη αυτού», ό.π., 58. Κοντά στα Μυριοκέφαλα (5 χιλιόμετρα βορείως) ευρισκόταν η αρχαία Λάππα (σημ. Αργυρούπολη ή Πόλη), μία από τις σημαντικότερες προϊστορικές και δωρικές πόλεις της δυτικής Κρήτης. Η Λάππα (Λάπα ή Λάμπη) αποτελούσε έδρα επισκόπου από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, μέχρι και το τέλος του 10ου αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι επίσκοπος Λάππης ή Λάμπης μνημονεύεται σε πολλούς επισκοπικούς καταλόγους, βλ. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΝΙ-ΔΑΡΗΣ, «Αι επισκοπαί Κρήτης μέχρι και του 10ου αιώνος», ΚρΧρ 7 (1953) 462-478, πρβλ. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 23.

[456] Φωτογραφία του ναού αυτού, «πριν από τις καταστροφικές επεμβάσεις της ενορίας», όπως παρατηρείται, βλ. σε ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος και Ερημίτης και ο ναός του Αλικιανού», ό.π., σ. 183.

[457] Η περιοχή αυτή πρέπει να ήταν έρημη, ιδανική λόγω της ησυχαστικής της ιδιότητας για να ιδρυθεί ο αρχικός πυρήνας της Μονής Μυριοκεφάλων, ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ, ό.π., σ. 27.

[458] Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ (ό.π., σ. 191), ο Ιωάννης Ξένος «κινείται με άνεση ανάμεσα σε χωρικούς και ντόπιους άρχοντες, επιστατεί και οργανώνει οικοδομικές και αγροτικές εργασίες, κάνει ξερότοπους ‘παραδείσους’, κατά τη δική του έκφραση. Μέσα από το έργο του αυτό διδάσκει τους κατοίκους της Κρήτης, οι οποίοι τον αγκαλιάζουν και τον θεωρούν ‘δικό’ τους άνθρωπο».

[459] Ονομασία που σήμερα είναι σήμερα παντελώς άγνωστη.

[460] Ο ποταμός Μουσέλας (αρχ. ‘Μέσαπος’), εκβάλλει στο Κρητικό πέλαγος, ρέοντας ανατο-λικά του χωριού Δράμια (αρχ. πόλη ‘Υδραμία’). Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει ανευρεθεί ο τόπος όπου έκειτο το πιο πάνω κτίσμα του οσίου.

[461] Εκτενέστερα για τον σημαντικό αυτό εκκλησιαστικό θεσμό, βλ. σε Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Κανονικά δικαιώματα επί πατριαρχικών σταυροπηγιακών μονών», στο: Ζ΄ Χριστιανικό Συμπόσιο. Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Σταυροπηγιακές και Ενοριακές Μονές, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 115-124? Β. ΦΕΙΔΑΣ, «Έκκλητον και σταυροπηγιακό δίκαιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου», στον ίδιο τόμο, σ. 43-52.

[462] Φωτογραφία του ναού αυτού, βλ. σε ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ, ό.π., σ. 187 επ.

[463] Για το εν λόγω μνημείο, βλ. Α. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Ο Άι Κυρ-Γιάννης του Αλυκιανού-Κουφού», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 8 (1955-1956) 170-205.

[464] Ο αρχιτεκτονικός του ρυθμός θυμίζει το αρχικό κτίσμα της Μονής Μυριοκεφάλων. Ο ναός φέρει υπολείμματα τοιχογραφιών, που είναι πιθανότατα μεταγενέστερων χρόνων. Από τις τοιχογραφίες διακρίνονται οι τέσσερεις παραστάσεις της Μεταμορφώσεως, της Βαπτίσεως, της Υπαπαντής και της Γεννήσεως του Χριστού.

[465] Φωτογραφία του βλ. σε ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ, ό.π., σ. 191.

[466] Χαρακτηριστικό είναι το απολυτίκιο του οσίου: «Τ?ς Κρήτης τόν γόνον καί ?σκητ?ν ?γκαλώπισμα, να?ν παμπόλλων ?δρυτήν, ?ωάννην τόν ?σιον, τιμήσωμεν ?ν ?μνοις ο? πιστοί, βο?ντες προς α?τόν χαρμονικώς? σ?ζε τα?ς λιτα?ς σου τούς τήν μνήμην σου τελο?ν-τας καί βο?ντας Σοί. Δόξα τ? σέ δοξάσαντι Χριστ?, δόξα τ? σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τ? ?νεργο?ντι διά σο? π?σιν ?άματα».

[467] Σχετικά βλ. Κ. ΜΑΝΑΦΗΣ, Μοναστηριακά Τυπικά - Διαθήκαι, (διδακτορική διατριβή), εν Αθήναις 1970, σ. 124 επ.

[468] Αναδημοσιεύονται από Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης και η Διαθήκη αυτού», ΚρΧρ 2 (1948), 57-61 και 61-66 αντίστοιχα, όπου και οι αντίστοιχοι κώδικες.

[469] Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τη Φραγκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 191· ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 163.

[470] Αντί πολλών, βλ. ΧΡΥΣΑ ΜΑΛΤΕΖΟΥ, «Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας», Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τόμ. Β΄, Κρήτη 1988, 107-161.

[471] «Εκείνο που μόνιμα ανησυχούσε τους Βενετούς στην Κρήτη ήταν η διαπίστωση ότι η Εκκλησία ήταν η μεγάλη ενωτική δύναμη του λαού, το στήριγμα της βυζαντινής ιδέας και ο φορέας της αντίστασης κατά του κατακτητή», ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Ιστορία, ό.π., σ. 198. Για τις νέες εκκλησιαστικές συνθήκες βλ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, «Μέτρα της Βενετίας έναντι της εν Κρήτη επιρροής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατ’ ανέκδοτα βενετικά έγγραφα (1418-1419)», ΕΕΒΣ 30 (1961) 85-86· G. GEROLA, «Οι Έλληνες επίσκοποι εν Κρήτη επί Ενετοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη 1 (1913) 302· Α. ΞΗΡΟΥΧΑΚΗΣ, «Η Εκκλησία Κρήτης επί Βενετοκρατίας», Εκκλησιαστικός Φάρος 33 (1934) 410-411.

[472] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΑΚΗΣ, «Η κατάστασις της Εκκλησίας της Κρήτης επί Ενετοκρατίας (1204-1669)», Θεολογία 3 (1925) 331-332.

[473] ΣΤ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ, «Δύο νέα βιβλία περί της Εκκλησίας Κρήτης επί Ενετοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη 2 (1914) 258.

[474] G. GEROLA, «Οι Έλληνες Επίσκοποι εν Κρήτη επί Ενετοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη 2 (1913) 302-303.

[475] ΜΑΛΤΕΖΟΥ, ό.π., σ. 42.

[476] Λόγος και για τον οποίο η περίοδος της δυναστείας αυτής επονομάστηκε ‘Μακεδονική αναγέννηση’, βλ. P. PIELER / H. HUNGER, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1994, 324. Όπως εύστοχα παρατηρείται, τα ευοίωνα αυτά φαινόμενα υπήρξαν το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: παγίωση της αυτοσυνειδησίας των Βυζαντινών, με την αποβολή πολλών ανατολικών στοιχείων που είχαν εισβάλλει επί της περιόδου της εικονομαχίας? απόκρουση, συγχρόνως, των δυτικών επιδρά-σεων και επικράτηση με επιταχυνόμενο ρυθμό του ‘ανατολικού’ χαρακτήρα του κράτους? ανάκτηση των χαμένων εδαφών στο νότο και την ανατολή? εμφάνιση προσωπικοτήτων που σημάδεψαν με την παρουσία τους την εποχή τους, όπως μεταξύ άλλων ήταν ο πολιτικός Βάρδας και ο πατριάρχης Φώτιος, βλ. εκτενέστερα περί των ανωτέρω Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / Ι. ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, Αθήνα 2010, 162. Πρόσθεσε: A. SCHMINCK, «The beginnings and origins of theMacedonian dynasty’», Byzantine Macedonia (Melbourne 2000) 61-68? G. FINLAY, A history of Greece from its conquest by the Romans to the present time, τόμ. ΙΙ, Oxford 1877, 228 επ.

[477] Σημειώνεται ότι των Μακεδόνων προηγήθηκαν οι τρεις αυτοκράτορες της δυναστείας του Αμορίου, που όμως δεν επέδειξαν αξιόλογο νομοθετικό έργο, ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 214.

[478] Codices manuscripti Palatini Graeci Bibliothecae Vaticanae descripti … praeside I. B. Cardinali Pitra. Recensuit et digessit Henricus Stevenson senior, Roma 1885, 142-143? βλ. και Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Η ελληνική παιδεία εν Κρήτη κατά την δευτέραν βυζαντινήν περίοδον (961-1210) επί τη βάσει των εν Κρήτη γραφέντων ελληνικών κωδίκων», Επιστη-μονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 28 (1985) 16.

[479] Είναι χαρακτηριστικό προς τούτο το ‘Προοίμιο’ της ‘Εισαγωγής’ (γνωστής παλαιότερα και ως ‘Επαναγωγής’), το οποίο έχει ως εξής: «Και πρώτον μεν τα εν πλάτει των παλαιών νόμων κείμενα πάντα ανακαθάρασα, εν τεσσαρά-κοντα βίβλοις αθόλωτον και ανόθευτον το παν χύμα του νόμου ως πόμα θείον υμίν εκέρασεν? νυν δε τας επί εναντιώσει του ειρημένου θείου δόγματος και επί καταλύσει των σωστικών νόμων παρά των Ισαύρων φληναφίας εκτεθείσας πάντη αποβαλομένη και απορρίψασα, εκ των ειρημένων τεσσαράκοντα βίβλων των προκεκριμένων ως θεοδιδάκτων νόμων εκλεξαμένη εν τεσσαράκοντα τίτλοις ισαρίθμως ταις βίβλοις, εν χερσίν φέρειν σωτήριον και ψυχωφελή νόμον και σύντομον και σαφή και εισαγωγικόν εκείνων των εν ταις τεσσαράκοντα βίβλοις κειμένων υμίν εφιλοτιμήσαντο».

Για το ίδιο ακριβώς θέμα, βλ. τη μελέτη του P. E. PIELER, «‘Ανακάθαρσις των παλαιών νόμων’ und Makedonische Renaissance», στο συλλογικό έργο: Proceedings of the Symposium on the Occasion of the Completion of a New Edition of the Basilica, Groningen 1988, 61-77? πρόσθεσε: Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Δίκαιο και ιδεολογία στα χρόνια των Μακεδόνων», Βυζαντινά 22 (2001) 239-261.

[480] Ο ταπεινής καταγωγής, καταγόμενος από τη θρακική Ραιδεστό, Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών, αφού κέρδισε την εύνοια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο οποίος τον έστεψε συμβασιλέα του το έτος 866, ένα χρόνο μετά τον ανέτρεψε με πραξικόπημα. Ο Βασίλειος ήταν ρωμαλέος και εξαιρετικά φιλόδοξος, αλλά εντελώς αγράμματος. Εντούτοις, αποδείχθηκε ικανός αυτοκρά-τορας. Με τα μέτρα που έλαβε για τη δικαιοσύνη και τα δικαστήρια έθεσε τις βάσεις για την ισχυροποίηση του κράτους, ενώ φρόντισε για την προστασία των μικροκαλλιεργητών από την απληστία των ‘Δυνατών’ αλλά και τη διαφθορά των δημόσιων υπαλλήλων. Η διακυβέρνησή του έχει να παρουσιάσει και στρατιωτικές επιτυχίες στην Ανατολή κατά των Αράβων και των Παυλικιανών, αλλά και στη Δύση, όπου η Δαλματία και η νότια Ιταλία επανήλθαν μετά από καιρό υπό τη βυζαντινή κυριαρχία. Ο Βασίλειος αρχικά εξεδίωξε τον πατριάρχη Φώτιο εγκα-θιστώντας τον Ιγνάτιο, αργότερα ωστόσο, με το θάνατο του τελευταίου, επανέφερε το Φώτιο στον πατριαρχικό θρόνο. Η επιτυχημένη δράση των εξαιρετικών ναυάρχων του Νικήτα Ωορύφα και Νάσαρ, ανακούφισε την Αδριατική πρώτα και γενικά τη Μεσόγειο καθώς και τα στενά από τις αραβικές πειρατικές επιδρομές, επαναφέροντας τη βυζαντινή διοίκηση σε ένα τμήμα της νότιας Ιταλίας. Παράλληλα, ύστερα από μακροχρόνιες επιχειρήσεις στην Ανατολή εναντίον των Παυλικιανών και των Αράβων, ο Βασίλειος πέτυχε την επέκταση των βυζαντι-νών συνόρων.

[481] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 216.

[482] Σημειώνεται ότι και ο ανωτέρω αυτοκράτορας εξέδωσε Νεαρές, που όμως δεν έχουν διασωθεί, PIELER / HUNGER, Βυζαντινή λογοτεχνία, ό.π., σ. 330.

[483] Κάτι που δικαιολογείται από την έντονη σφραγίδα της Εκκλησίας στο υπόψη έργο, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, ό.π., σ. 162? πρβλ. PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 326.

[484] Όπως παρατηρείται, από αυτά τα 40 βιβλία κατέχουμε μόνο ελάχιστα υπολείμματα, τα οποία επιπλέον έχουν παραμείνει σε μεγάλη έκταση αδιάγνωστα, επειδή διακρίνονται δύσκολα από τις μεταγενέστερες βαθμίδες επεξεργασίας των κειμένων, βλ. PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 326.

[485] Όπως όριζε το προοίμιο της Νεαράς 94 του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού: «Επειδήπερ σκοπόν ημίν η των νόμων ανακάθαρσις έχει ου μόνον εκείνα του νομίμου εξαλείφειν εδάφους ων η εγγραφή πολλάκις των πραγμάτων καταστάσει διελυμαίνετο, αλλά και όσα τω μακρώ κατασιγασθέντα χρόνω αργά παντελώς και ώσπερ δια σαπρίαν άψαυστα υπό χρείας πολιτικής οράται κείμενα...». 

[486] Βλ. WANDA WOLSKA-CONUS, «Les termes ‘νομή’ et ‘παιδοδιδάσκαλος’ duLivre de l'Eparque’», Travaux et Memoires 8 (1981) 532-541? Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Οι σπουδές του δικαίου στο Βυζάντιο, ιδιαίτερα στη Μακεδονία κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα», Βυζαντινά  21 (2000) 481 επ.? Κ. ΠΙΤΣΑΚΗΣ, «Μορφές 'δρωμένων' σε βυζαντινές νομικές πηγές», Λαϊκά δρώμενα. Παλιές μορφές και σύγχρονες εκφράσεις, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου (Κομοτηνή, 25-27 Νοεμβρίου 1994), Αθήνα 1996, 153-171. 

[487] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Ο Μέγας Φώτιος και οι διατάξεις της ‘Εισαγωγής’. Μερικές παρα-τηρήσεις ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», Εκκλησία και Θεολογία 10 (1989-1991) 489-504.

[488] Ο Μέγας Φώτιος ή Άγιος Φώτιος αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες εκκλησια-στικές αλλά και πολιτικές μορφές της βυζαντινής ιστορίας, καθώς και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Θεωρείται ακόμη, και όχι άδικα, ένας από τους σημαντικότερους μεσαιω-νικούς λόγιους και ελληνιστές. Καθοριστικής σημασίας για τις εκκλησιαστικές και πολιτικές εξελίξεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν η έριδά του με τον Ιγνάτιο, σχετικά με την κατάληψη του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, καθώς και η επακόλουθη διαμάχη με την Εκκλησία της Ρώμης, για την οποία διένεξη η πολιτεία του Φωτίου στάθηκε μία από τις σημαντικότερες αφορμές. Ο Φώτιος διακρινόταν από απέραντη πολυμάθεια και εξαίρετες πολιτικές ικανότητες. Δίδαξε γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία, ενώ, λόγω των πολλαπλών χαρισμάτων του, υπηρέτησε στη βυζαντινή αυλή. Τιμήθηκε με τα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα του πρωτασηκρήτη, του πρωτοσπαθάριου και του συγκλητικού, στα οποία διακρίθηκε ιδιαίτερα. Υπήρξε συντάκτης μεταξύ άλλων και των περίφημων έργων ‘Μυριόβιβλος’ (ή ‘Βιβλιοθήκη’), συμπιληματική συλλογή που περιλαμβάνει αποσπάσματα από έργα 280 συγγραφέων της εκκλησιαστικής και της κοσμικής παιδείας, περιλήψεις των έργων τους και των δογμάτων τους, εκτίμηση του ύφους και του χαρακτήρα τους, του ονομα-στού για τη χρησιμότητά του λεξικού με τον τίτλο ‘Λέξεων συναγωγή’», καθώς και περισπού-δαστων θεολογικών ή νομοκανονικών συγγραμμάτων. Τα έργα του Φωτίου έχουν μεταξύ άλλων δημοσιευθεί και στην Patrologia Graeca του Migne (τόμοι 101-104). Ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με τη μνήμη του να τιμάται στις 6 Φεβρου-αρίου. Βλ. και J. SCHARF, «Photios und die Epanagoge», BZ 49 (1956) 385-400.

[489] Γιος του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου Α΄ και μαθητής του πατριάρχη Φωτίου, ο Λέων ΣΤ΄ απέκτησε εξαιρετική μόρφωση, διακρινόμενος ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας. Συνέγραψε ποιήματα, λόγους και ομιλίες (που συνήθιζε να εκφωνεί ο ίδιος στις εκκλησιαστικές γιορτές), ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο αλλά και ‘τακτικά’. Για την ποιότητα αλλά και ποσότητα της συγγραφικής του δραστηριότητας, τιμήθηκε όσο ακόμη ζούσε με την προσωνυμία ‘Σοφός’. Έχοντας συνάψει τρεις γάμους, κατέφυγε σε μεθοδεύσεις προκειμένου να γίνει δεκτός από την Εκκλησία και ένας τέταρτος? πράγμα που πέτυχε αντικαθιστώντας τον πατριάρχη Νικόλαο τον Μυστικό, που αντιδρούσε έντονα, με τον Ευθύμιο, ο οποίος από την πλευρά του δεν έβλεπε σχετικό κανονικό κώλυμα (βλ. πιο κάτω). Παντρεύτηκε έτσι τη Ζωή Καρβουνοψίνα, με την οποία απέκτησε ως γιο τον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο. Για το φιλολογικό έργο του Λέοντα, βλ. TH. ANTONOPOULOU, The Homilies of the Emperor Leo VI, The Medieval Mediterranean 14, Leiden-N. York-Koln 1997. Βλ. ακόμη GEORGE MICHAELIDES-NOUAROS, «Les idees philosophiques de Leon le Sage sur les limites du pouvoir legislatif et son attitude envers les coutumes», Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 8 (1960-1963), ‘Μνημόσυνον Περικλέους Βιζουκίδου’, σελ. 25-54 [= «Αι φιλοσοφικαί και κοινωνιολογικαί ιδέαι Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού επί των ορίων της νομο-θετικής εξουσίας», Δίκαιον και κοινωνική συνείδησις, Αθήνα 1972, 99-129].

[490] Ο Λέων θεωρείται ως ο νομοθετικά παραγωγικότερος, μετά τον Ιουστινιανό, βυζαντινός αυτοκράτορας, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, ό.π., σ. 163.

[491] Εκδόσεις του, βλ. σε: C. E. ZACHARIAE, Ο Πρόχειρος Νόμος. Imperatorum Basilii, Constantini et Leonis Prochiron, Heidelberg 1837 (1-258)? Ι. et P. ZEPOS (ΙΩΑΝΝΗ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΖΕΠΩΝ), Jus Graecoromanum, Αθήνα 1931 (ανατύπωση Scientia Aalen 1962), τόμ. ΙΙ, 107-228. Πρβλ. PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 326 επ.

[492] Η διαμάχη αυτή μεταξύ του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού και της Εκκλησίας είναι ευρύτερα γνωστή ως το ζήτημα της τετραγαμίας (ή τεταρτογαμίας). Ο Λέων ΣΤ' συνήψε το 894 δεύτερο γάμο με τη Ζωή, κόρη του ‘μάγιστρου των θείων οφφικίων’ του ίδιου αυτοκράτορα. Το 899 ήλθε σε τρίτο γάμο με την Ευδοκία. Έμεινε ωστόσο άτεκνος και από τους τρεις νόμιμους γάμους του, αποφασίζοντας τελικά να νυμφευθεί -κατά παράβαση των κανόνων της Εκκλη-σίας- την παλλακίδα του Ζωή, από την οποία και γεννήθηκε διάδοχος. Συνεπεία αυτού, ο πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός απαγόρευσε στο Λέοντα την είσοδο στο ναό της Αγίας Σοφίας, τιμωρούμενος για το λόγο αυτό με καθαίρεση. Για τα προβλήματα που ανέκυψαν και τη διευθέτηση του όλου ζητήματος, βλ. P. KARLIN-HAYTER, «Le synode a Constantinople de 886 a 912 et le role de Nicolas le Mystique dans les affaires de la tetragamie», Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinistik 19 (1969) 59-101? N. OIKONOMIDES, «La derniere volonte de Leon VI au sujet de la tetragamie», BZ 56 (1963) 46-53.

[493] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Οι Νεαρές Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, Αθήνα 2007, όπου και αναλυτικότερα η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου. Όπως ο ίδιος σημειώνει, σε μια μικρή πραγματεία ιστορίας δικαίου του 11ου, μάλλον, αιώνα, γίνεται λόγος για την έκδοση ενός συνολικού αριθμού 120 Νεαρών από τον ίδιο αυτοκράτορα. Για τις Νεαρές που εξέδωσε ο Λέοντας υπάρχει πλουσιότατη βιβλιογραφία, από την οποία σημειώνονται εδώ οι εξής τίτλοι: Γ. ΜΑΡΙΔΑΚΗΣ, Το αστικόν δίκαιον εν ταις Νεαραίς των βυζαντινών αυτοκρατόρων, Αθήνα 1992, passim? H. MONNIER, Les Novelles de Leon le Sage, «Bibliotheque des Universites du Midi» (fasc. XVII), Bordeaux-Paris 1923? C. A. SPULBER, Les Novelles de Leon le Sage, «Etudes de droit byzantin» (αρ. ΙΙ), Cernauti 1934? J. SIGNES CODONER, «The Corpus of Leo's Novels. Some suggestions concerning their date and promulgation», Subseciva Groningana. Studies in Roman and Byzantine Law VIII (2009) 1-33? N. VAN DER WAL, «La tradition des Novelles de Leon le Sage dans le manuscrit palimpseste Ambrosianus F 106 sup.», Tijdschrift voor Rechtgeschiedenis 43 (1975) 257-269? Κ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ-ΠΟΥΛΟΣ, «Ανέκδοτον έγγραφον περί ασυλίας και νομοθετική τεχνική Λέοντος του Σοφού», Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 29 (1954) 113-116 [= Άπαντα, τόμ. Β΄, Αθήνα 2009, σ. 907-910]? ΕΛ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ / Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Η Νεαρά 17 Λέοντος του Σοφού και μία επιτομή της», Βυζαντιναί Μελέται 1 (1988) 32-51]? MARIE THERES FOGEN, «Legislation in Byzantium: A Political and a Bureaucratic Technique», in: AGGELIKI Ε. LAIOU / DIETER SIMON (eds.), Law and Society in Byzantium, Ninth-Twelfth Centiuries, Dumbarton Oaks, Washington D. C. 1994, 53-70.

[494] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 237. 

[495] N. SVORONOS, Les novelles des empereurs macedoniens concernant la terre et les stratiotes, Introduction, edition, commentaires. Edition posthume et index etablis par. P. GOUNARIDES, Athenes 1994. 

[496] Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θεσμοί Δικαίου Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 2009, 18 επ.? FR. DOLGER, «Die Echtheit des Tragos», BZ 41 (1941) 340-350. 

[497] Α. ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑΣ, Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες). Τα κοσμικά δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται αριθ. 37, Θεσσαλονίκη 2004, 202 επ.? RUTH MACRIDES, «Justice under Manuel I Komnenos: four Novels on court business and murder», Fontes Minores, Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschichte Frankfurt am Main, VI (1984) 99-204.

[498] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 237. 

[499] ΑΠ. ΓΛΑΒΙΝΑΣ, Η επί Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118) περί ιερών σκευών, κειμηλίων και αγίων εικόνων έρις (1081-1095), Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται αριθ. 6, Θεσσαλονίκη 1972. 

[500] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 237. 

[501] PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 331 επ.

[502] PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 332.

[503] PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 333.

[504] Από τις περισσότερες κριτικές εκδόσεις των Βασιλικών, ως πιο πρόσφατη μνημονεύουμε αυτήν των H. J. SCHELTEMAN. VAN DER WALD. HOLERDA, Basilicorum libri LX. Series A (Textus), Scripta Universitatis Groninganae, τόμ. Ι-VIII, Groningen 1953-1988? πρβλ. J. H. A. LOKIN, «Habent sua fata Basilica. On the occasion of the completion of the groningen Basilica edition», Subseciva Groningana. Studies in Roman and Byzantine Law III (1989), 1-10. Από την εκτεταμένη βιβλιογραφία για το έργο, βλ. κυρίως: ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 250 επ.? N. VAN DER WAL, «Probleme bei der Restitution verlorener Basilikenbucher», Subseciva Groningana. Studies in Roman and Byzantine Law III (1989) σ. 143-154? K. E. ZACHARIA VON LINGENTHAL, «Beitrage zur Kritik und Restitution der Basiliken», Memoires de l’Academie Imperiale de sciences de St. Petersburg, VII, τόμ. 26, St. Petersburg 1877, σελ. 575-613? J. H. A. LOKIN, «From the Greek Basilica Tradition», Viva vox juris romani. Essays in Honour of Johannes Emil Spruit, Amsterdam 2002, σ. 251-256? J. H. A. LOKIN, «The significance of law and legislation in the law books of the ninth to eleventh centuries», in: AGGELIKI Ε. LAIOU - DIETER SIMON (eds.), Law and Society in Byzantium, Ninth-Twelfth Centiuries, Dumbarton Oaks, Washington D. C. 1994, 71-91? A. BERGER, «Studi sui Basilici IV: La legislazione di Gioustiniano ed i Basilici», Jura 5 (1954) 87-122? Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η δογματική έρευνα των Βασιλικών και των καλουμένων σχολίων αυτών εν συγκρίσει προς την γλώσσαν των Δυτικών», Τόμος προς τιμήν Κωνσταντίνου Τριανταφυλλοπούλου, Αθήνα 1959, 497-514.

[505] Το πρώτο χειρόγραφο του Επαρχικού Βιβλίου ανακαλύφθηκε το 1891 από τον Jules Nicole, στον κώδικα αριθμ. 23 της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης της Γενεύης (Codex Genevensis gr. 23), που χρονολογείται τον 14ο αι. Υπάρχει ακόμη και σε κώδικα του 16ου αι. (Codex Serdicensis gr. 144), που σήμερα φυλάσσεται στη Σόφια, αλλά προέρχεται από τη Μονή Εικοσιφοινίσσης (Παγγαίο Καβάλας). Από τη πλουσιότατη βιβλιογραφία, βλ. ιδίως: Τ. ΚΟΛΛΙΑΣ / Μ. ΧΡΟΝΗ, (επιμέλεια, μετάφραση, σχολιασμός), Το Επαρχικόν Βιβλίον του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2010? PIELER/HUNGER, ό.π., σ. 327 επ., κατά τον οποίο ο Λέων προκάλεσε τη σύνταξη του Επαρχικού Βιβλίου, για να ενισχύσει τη διοικητική δραστη-ριότητα του επάρχου της πόλεως? Α. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το Επαρχικόν Βιβλίον Λέοντος του Σοφού και αι συντεχνίαι εν Βυζαντίω, Θεσσαλονίκη ²2000? J. KODER, Das Eparchenbuch Leons des Weisen, CFHB 33, Wien 1991? ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ, «'Αγοραία' παραστρατήματα των βυζαντινών εμπόρων», Έγκλημα και τιμω-ρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, Αθήνα 1997, 235-255? Ε. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ, «Μοναχοί και μαύρη αγορά στον 12ο αιώνα. Παρατηρήσεις σε προβλήματα του Επαρχικού Βιβλίου», Βυζαντιακά 8 (1988), 59-76? ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΕΡΑΝΤΖΗ-ΒΑΡΜΑΖΗ, «Συντεχνίες και Κράτος στο Βυζάντιο το 10ο αιώνα», Βυζαντιακά 17 (1997) 351-363.

[506] Σχετικώς βλ. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΕΡΑΝΤΖΗ-ΒΑΡΜΑΖΗ, «Οι βυζαντινοί ταβουλλάριοι», Ελληνικά, Θεσσαλονίκη 35 (1984), 261-274? H. SARADI, Le notariat byzantin du IXe au XVe siecles, Universite Nationale d'Athenes. Faculte des Lettres. Bibliotheque "Sophie N. Saripolou" 86, Athenes 1991.

[507] Β. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ-ΣΑΛΑΠΑΣΙΔΟΥ, «Οι συντεχνίες των αργυροπρατών και τραπεζιτών στο Βυζάντιο», Βυζαντιακά 17 (1997), 437-447.

[508] D. SIMON, «Die byzantinischen Seidenzunfte», BZ 68 (1975), 23-46.

[509] Βλ. σχετικά Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Το ποινικό σύστημα του 'Επαρχικού Βιβλίου'», Ποινικός Λόγος 2 (2002) 1263-1267 [= Ανοχή και καταστολή, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Ίδρυμα Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 10, Αθήνα 2002, σελ. 277-283].

[510] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, ό.π., σ. 278.

[511] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, ό.π., σ. 279-280.

[512] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 312-313. Βλ. ακόμη: Αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού: Τακτικά, τόμ. Α΄-Β΄, μετάφραση σχόλια Κ. ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ, τελική επεξεργασία κειμένου και γενική επιμέλεια Δ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Αθήνα 2001? Γ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ-ΝΟΥΑΡΟΣ, «Ο δίκαιος πόλεμος κατά τα Τακτικά Λέοντος του Σοφού», Σύμμικτα Σεφεριάδου, Αθήνα 1961, 411-434.

[513] Τ. ΛΟΥΓΓΗΣ, Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου, De administrando imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν). Μία μέθοδος ανάγνωσης, Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών 9, Θεσσαλο-νίκη 1990.

[514] Λόγιος και συγγραφέας, ο αυτοκράτορας αυτός, υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του βυζαντινού εγκυκλοπαιδισμού. Άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο, με εξέχον το σύγ-γραμμά του περί του Βυζαντινού πρωτοκόλλου De Ceremoniis Aulae Byzantinae, το οποίο έχει σωθεί και αποτελεί τη βασική πηγή των ιστορικών σχετικά με το πολύπλοκο και βαρύ πρωτόκολλο που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι και κυρίως η αυτοκρατορική οικογένεια. Τα έργα του έχουν ως ιδεολογικό υπόβαθρο την ενίσχυση της εικόνας του Βυζαντίου και ειδικότερα της Δυναστείας των Μακεδόνων, ως κυρίαρχου στοιχείου στον κόσμο κατά το 10ο αι. Το πλήθος των συγγραμμάτων που αποδίδονται στον Κωνσταντίνο Ζ΄ μπορεί να διαιρεθεί σε δύο σύνολα: Όσα προέρχονται από τη γραφίδα του ίδιου του αυτοκράτορα ή ακόμη και από τη συνεργασία του με άλλους λογίους και σε όσα γράφτηκαν με εντολή του. Ως αυτοκράτορας, άσκησε συνετή πολιτική, ενισχύοντας τους φτωχούς έναντι των πλουσίων φεουδαρχών και αποκαθιστώντας μια καλή κοινωνική ισορροπία. Βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Η προβληματική της νομικής γραμματείας την εποχή του Πορφυρογεννήτου κατά τη νεώτατη έρευνα», Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του. Β΄ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση (Δελφοί, 22-26 Ιουλίου 1987), Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, Αθήνα 1989, 87-102.

[515] Βλ. N. G. SVORONOS, La Synopsis major des Basiliques et ses appendices, Bibliotheque byzantine. Etudes no 4, Paris 1964? PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 347 επ., κατά το οποίο το έργο αυτό αποτελεί ένα τελευταίο δείγμα ανεπίσημης γραμματείας.

[516] Την κριτική έκδοση του έργου, που έγινε από τον K. E. ZACHARIA VON LINGENTHAL, βλ. σε Ι. et P. ZEPOS (ΙΩΑΝΝΗ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΖΕΠΩΝ), Jus Graeco-romanum, Αθήνα 1931 (ανατύπωση Scientia Aalen 1962), τόμ. Δ΄, σελ. 261-585. Όπως συναφώς σημειώνεται (ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 266), ενόψει των δυσκολιών που η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου δημιουργεί, δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα μίας νέας κριτικής έκδοσης, όχι μόνον για το άμεσο αλλά και για το απώτερο μέλλον. Πρβλ. PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 348-349.

[517] Έκδοση του έργου βλ. σε L. BURGMANN / D. SIMON, «Ein unbekanntes Rechtbuch», Fontes Minores I (1976), Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschtichte, Frankfurt am Main, 73-101.

[518] PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 349.

[519] Βλ. A. BERGER, «Tipoukeitos. The origin of a name», Traditio 3 (1945) 394 επ.? Π. ΖΕΠΟΣ, «ΚειτούκειτοςΤιπούκειτος», Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 53 (1978) 554-573.

[520] Είναι προς τούτο χαρακτηριστικό, ότι σώθηκε ένα μόνον χειρόγραφο του Τιπούκειτου.

[521] Αποτελείται συνολικά από 1410 ιαμβικούς στίχους. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το περιεχόμενο του έργου:

«Πολύ και δυσθεώρητον το μάθημα του νόμου,

Εν πλάτει δυσπερίβλεπτον, ασαφές εν συνόψει,

εν λόγω δυσερμήνευτον, αλλ’ όμως αναγκαίον?

και δει τον αυτοκράτορα τούτου μάλλον φροντίζειν,

δικαίως γαρ το δίκαιον εν δίκαις φυλακτέον.

Όθεν εγώ σοι τα πολλά του λόγου συνοψίσας

ευθήρατόν τοι σύνταγμα πεποίηκα των νόμων».

Βλ. L. G. WESTERNIK, Michael Psellus: Poemata, Bibliotheca scriptorium Graecorum et Latinorum Teubneriana, Stuttgart-Leipzig 1992? G. WEISS, «Die Synopsis legume des Michael Psellos», Fontes Minores, Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschichte Frankfurt am Main, II (1977) 147-214.

[522] Β. ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η περί ανθρωποκτονίας διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου και η επίδρασή της στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο. Προσπάθεια αναζήτησης της δικαιικής μας ταυτότητας, Αθήνα 2009? Μ. ΤΟΥΡΤΟΓΛΟΥ, Το φονικόν και η αποζημίωσις του παθόντος, Αθήνα 1960.

[523] Βλ. Κ. ΠΑΪΔΑΣ, «Πληροφορίες για το δίκαιο του ασύλου στην Επιτομή ιστοριών του Ιωάννη Ζωναρά», Βυζαντινά 23 (2002-2003) 125-142? Γ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑΣ, «Οι περί του δικαίου του ασύλου απόψεις του Νικολάου Καβάσιλα στο λόγο του ‘Αθηναίοις περί του εν αυτοίς ελέου βωμού’», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 13 (2008) 95-116.

[524] Η βιβλιογραφία για την Πείρα είναι πολύ πλούσια. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους εξής τίτλους: Α. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Παρατηρήσεις εις την Πείραν Ευσταθίου του Ρωμαίου», Byzantinisch-neugriechische Jahrbucher 17 (1939-1943) 82-91 [= Δίκαιον και Ιστορία, Αθήνα  1973, σελ. 145-154]? Ν. ΜΑΤΣΗΣ, «Κριτικαί παρατηρήσεις εις την Πείραν Ευσταθίου του Ρωμαίου», ΕΕΒΣ 29 (1959) 351-366? Ν. ΜΑΤΣΗΣ, Ζητήματα βυζαντινού δικαίου, Αθήνα ²1976, 46-56? HELGA KOPSTEIN, «Μερικές παρατηρήσεις για τη νομική κατάσταση των δούλων κατά την ‘Πείρα’», στο: Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση, Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών-Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1989, 409-419? ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΣΟΥΡΚΑ-ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, «Πώληση οφφικίου. Παρατηρήσεις στην 'Πείρα' Ευσταθίου του Ρωμαίου 38.74», ΕΕΔΣΘ 21 (2000) 263-266 [= «Vente d'office. Observations sur la Πείρα Ευσταθίου του Ρωμαίου 38.74», Byzantine Law. Proceedings of the International Symposium of Jurists, Θεσσαλονίκη 2001, 229-234? Α.-Ε. ΧΑΤΖΗΣ, «Κωλύματα μαρτυρικής καταθέ-σεως στην 'Πείρα' Ευσταθίου του Ρωμαίου», ΕΕΔΣΘ 23 (2002) 13-30? ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΪΟΥ, «Οικονομικά ζητήματα στην 'Πείρα' Ευσταθίου του Ρωμαίου», Η αυτοκρατορία σε κρίση, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ίδρυμα Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 11, Αθήνα 2003, σελ. 179-189? ST. PERENTIDIS, «Trois notes sur la tradition de la Peira», ΕΚΕΙΕΔ 27-28 (1980-1981) 635-671? N. OIKONOMIDES, «ThePeiraof Eustathios Romaios: an abortive attempt to innovate in byzantine law», Fontes Minores, Forschungen zur byzantinischen Rechtgeschichte Frankfurt am Main, VII (1986) 169-192.

[525] Η Πείρα σώζεται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο, του 15ου αιώνα. Πρόκειται για τον κώδικα Laurentianus Plut. 80.6, που όμως λόγω των πολλαπλών φθορών του ευρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση. Έκδοσή του έγινε από τον K. E. ZACHARIA VON LINGENTHAL, βλ. Ι. et P. ZEPOS (ΙΩΑΝΝΗ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΖΕΠΩΝ), Jus Graecoromanum, Αθήνα 1931 (ανατύπωση Scientia Aalen 1962), τόμ. Α΄, σελ. 10-260.

[526] TΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 296.

[527] Επρόκειτο για ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, που είχαν ως έδρα ασκήσεως των καθηκόντων τους την Κωνσταντινούπολη, η ακριβής όμως θέση των οποίων στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί. Ο όρος ‘βήλον’ (παραπέτασμα), είναι προφανώς δηλωτικός της μυστικότητας των διασκέψεων, πριν την έκδοση της από-φασης. Το ‘δικαστήριον επί του ιπποδρόμου’ ήταν πιθανότατα δικαστικό μέγαρο όπου οι δικαστές ασκούσαν τα καθήκοντά τους. Βλ. ΑΙΚ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Τα βυζαντινά δικαστήρια κατά τους αιώνες Ι΄-ΙΑ΄», Δίπτυχα 4 (1986-1987)? H. SARADI, «The byzantine tribunals: problems in the application of justice and state policy (9th-12th c.)», REB 53 (1995) 165-204? Α. ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑΣ, «Ο κριτής του στρατοπέδου και ο κριτής του φοσσά-του», Bυζαντινά 26 (2006) 79-99.

[528] OIKONOMIDES, «ThePeiraof Eustathios Romaios: an abortive attempt to innovate in byzantine law», ό.π., σελ. 170 επ.

[529] Όπως παρατηρείται, χάρη στην ‘Πείρα’, για πρώτη φορά το βυζαντινό δίκαιο αποκτά για μας ιστορική διάσταση, PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 364.

[530] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Οι Νεαρές Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, Αθήνα 2007, 62? ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥ-ΛΟΥ, «Τα βυζαντινά δικαστήρια», ό.π., σ. 163-177.

[531] Βλ. Θ. ΚΟΖΥΡΗΣ, «Η Νεαρά του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού του έτους 1166 περί δικονομικών και άλλων νομικών θεμάτων», Βυζαντιναί Μελέται 2 (1990) 189-199.

[532] Αναλυτικότερα, βλ. την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελέτη του Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Η θέση του νομικού/δικαστή στη βυζαντινή κοινωνία, Αθήνα 1993.

[533] Είναι για παράδειγμα χαρακτηριστικό, ότι κείμενα των ρωμαίων νομικών του δεύτερου αιώνα θεωρούνταν ακόμη και κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο ως ισχύον δίκαιο, ενώ αντι-φατικές ρυθμίσεις, που θεσπίστηκαν σε διάφορες εποχές, ίσχυαν παράλληλα λόγω ελλείψεως καταργητικών διατάξεων, βλ. PIELER/ HUNGER, ό.π., σ. 189.

[534] PIELER / HUNGER, ό.π., σ. 190.

[535] Βλ. MARIE TH. FOGEN, «Legislation in Byzantium: A political and a bureaucratic technique», σε: A. E. LAIOU / D. SIMON (επιμ.), Law and Society in Byzantium Ninth-Twelfth Centuries, Dumbarton Oaks, Washington D.C. 1994, 53-70.

[536] Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ-ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, Στρατολογία και έγγεια στρατιωτική ιδιοκτησία στο Βυζάντιο, Θεσσαλονίκη 1989.

[537] Α. ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑΣ, Η απονομή δικαιοσύνης στο βυζάντιο (9ος-12ος αι.), Θεσσαλο-νίκη 2004.

[538] ΑΠ. ΓΛΑΒΙΝΑΣ, Η επί Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118) περί ιερών σκευών, κειμηλίων και αγίων εικόνων έρις (1081-1095), σειρά: ‘Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 6’, Θεσσαλονίκη 1972.

[539] Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / Ι. ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Ιστορία Δικαίου, Αθήνα 42010, σ. 165.

[540] Όπως διευκρινίζεται, εξαιτίας των εξωτερικών απειλών καθίστατο η διάκριση πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης στις επαρχίες διαρκώς ασθενέστερη, έτσι ώστε η θέση των στρατιωτικών ισχυροποιείτο συνεχώς. Αυτό είχε ως συνέπεια την άνοδο της στρατιωτικής αριστοκρατίας, που επηρέασε φυσικά τη σύνθεση της υπαλληλικής ιεραρχίας, με αντίστοιχη μείωση του ενδιαφέροντος των νέων για την (άσχετη με τη σταδιοδρομία στον στρατό) νομική παιδεία, ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 218.

[541] ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ό.π., σ. 478-492.

[542] ΕΛ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ, «Επιτρεπόμενες και απαγορευμένες κοσμικές ενασχολήσεις του βυζαντινού κλήρου», Δ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο. Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1983, 145-166? Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Περί τα οικονομικά του κλήρου της Μεγάλης Εκκλησίας κατά τον Ι΄ αιώνα. Ανέκδοτον ‘υπόμνημα’ του πατριάρχου Αντωνίου Γ΄», Δίπτυχα 1 (1979) 37-52.

[543] ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ, ό.π., σ. 493-511.

[544] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 324-325.

[545] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 325.

[546] Καθώς, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, το έργο από ενωρίς μετα­φράστηκε στη δεύτερη έκδοσή του (της εποχής του Φωτίου) στα σλαβικά, ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 330.

[547] Ο Νίκων γεννήθηκε γύρω στο 1025, «εις τα αντίπερα μέρη της Κωνσταντινουπόλεως». Αρχικά έγινε μοναχός στη μονή της Θεοτόκου του Ροϊδίου, η οποία λειτουργούσε στο Μαύρο 'Ορος της Συρίας, ενώ αργότερα ασκήτεψε στη μονή του Συμεώνος του Νέου στο Θαυ­μαστό 'Ορος, κοντά στην Αντιόχεια. Από τη συναφή βιβλιογραφία, βλ. ιδίως ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ξ. ΓΙΑΓΚΟΥ, Νίκων ο Μαυρορείτης. Βίος – συγγραφικό έργο - κανονική διδασκαλία, Θεσσαλο-νίκη 1991? C. DE CLERCQ, «Les Pandectes de Nicon de la Μοntαgne Noire», Archives dhistoire du droit oriental 4 (1949) 187-203? Θ. ΓΙΑΓΚΟΥ, «Αποσπάσματα αγνώστού αγιορειτικού τυπικού στο ανθολόγιο ‘Ερμηνείαι των εντολών του Κυρίου’», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής 1 (1990) 327-357 (343-349)? C. DE CLERCQ, Les textes juridiques dans les Ρandectes de Νicοn de la Montagne Noire. [S. Cοngregaziοne per la Chiesa Orientale. Cοdificaziοne Canonica Orientale. Fοnti ser. II fasc. ΧΧΧ.], Veneziα 1942.

[548] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 330.

[549] Ειδικότερα, από πλευράς περιεχομένου, το βιβλίο μετά την εισαγωγή (Λόγος 1) χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι θεωρητικό και αναφέρεται στην ερμηνεία των θείων εντολών (Λόγοι 2-50), ενώ το δεύτερο, που έχει πρακτικό χαρακτήρα, είναι αφιερωμένο στη μετάνοια, την εξομολόγηση, τη θεία ευχαριστία, τη νηστεία κ.λπ. (Λόγοι 51-62). O Λόγος 63, υπό τύπον παραρτήματος, περιλαμβάνει ιερούς κανόνες και άλλα κανονικά κείμενα που αφορούν στους κληρικούς, τα οποία δεν εμφανίζονται στους προηγούμενους 62 Λόγους. Στις παραπομπές σε πηγές του κοσμικού δικαίου είναι ολοφάνερη η επίδραση του Νομοκάνονα σε 14 τίτλους, χωρίς όμως να χρησιμοποιείται πάντοτε η ίδια διατύπωση. Προκειμένου για τις Νεαρές, πρέπει ο Νίκων να είχε υπόψη του τη Συλλογή των 168 Νεαρών. Εκτιμάται (ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 331), ότι το συλλεκτικό αυτό έργο του Νίκωνα εξυπηρετούσε περισσότερο ποιμαντικούς παρά ερμηνευτικούς σκοπούς. Πάντως, από άποψη μεθοδολογική, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία των Πανδεκτών, διότι η ερμηνευτική προσέγγιση των νομι­κών κειμένων γίνεται με βάση την αρχή ότι οι ιεροί κανόνες έχουν θεολογικό περιεχόμενο και, επομένως, η ερμηνεία τους πρέπει να είναι θεολογική.

[550] L. GERD, «Το ‘Τακτικόν’ του Νίκωνος του Μαυρορείτη στη ρωσική βιβλιογραφία», Βυζαντιναί Μελέται 7 (1996) 140-146.

[551] Περί του οποίου βλ. Α. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ‘κανονική σύνοψις’ και ο Συμεών ο Μεταφραστής», ΕΕΒΣ 19 (1949) 155-157 (= Δίκαιον και Ιστορία, Αθήνα 1973, σ. 138-140)? Α. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Η βυζαντινή ιστοριογραφία κατά τα τέλη της πρώτης χιλιετίας», Βυζαντινά 22 (2001) 9-23.

[552] Όπως όμως παρατηρείται (ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 334), ανάμεσα στο κείμενο του Συμεώνος και στο κείμενο που προηγείται των σχολίων του Αριστηνού, υπάρχουν διαφορές: α) Σε αρκετά σημεία διαφοροποιείται το κείμενο, β) Στη Σύνοψη του Συμεώνος παρατηρείται παράλειψη ορισμέ­νων κανόνων, ιδίως της Καρχηδόνος, γ) Από πλευράς συνόδων, η Σύνοψη του Συμεώνος τελειώνει με τη σύνοδο του Τρούλλου (Πενθέκτη) και από πλευράς Πατέρων περιέχει μόνο τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου. H Σύνοψη που εμφανίζεται στο έργο του Αριστηνού, αντιθέτως, έχει λάβει υπόψη και τους κανόνες των συνόδων Κωνσταντινουπό-λεως (έτ. 394), Ζ΄ Οικουμενικής, Πρωτοδευτέρας και Αγίας Σοφίας, καθώς και τους κανόνες όλων σχεδόν των υπολοίπων Πατέρων, δ) Διαφέρει η σειρά, με την οποία παρατίθενται οι κανόνες. Στον τύπο της Συνόψεως του Αριστηνού ακολου­θείται η εξής σειρά: Αποστόλων, Νικαίας, Αγκύρας, Νεοκαισαρείας, Γάγ­γρας, Αντιοχείας, Λαοδίκειας, Κωνσταντινουπόλεως (έτ. 381), Εφέσου, Χαλκηδόνος, Σαρδικής, Καρχηδόνος, Κωνσταντινουπόλεως (έτ. 394), Πενθέκτης, Ζ΄ Οικουμενικής, Πρωτοδευτέρας, Αγίας Σοφίας, Βασιλείου και λοιπών Πατέρων.

[553] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 338 επ.

[554] ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΙΛΑΣ, Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, συνταγέν κατά τας γενικάς εκκλησιαστικάς πηγάς και κατά τους εν ταις Αυτο-κεφάλοις Εκκλησίαις ισχύοντας ειδικούς νόμους, (εκ του γερμανικού 2ας εκδόσεως [²1902], εις την ελληνικήν γλώσσαν, μεταγλωττισθέν υπό Δρ. Μελετίου Αποστολοπούλου), Αθήναι, Σακελλαρίου, 1906 (φωτοτυπική ανατύπωσις Βασ. Γρηγοριάδη, Αθήναι, ²1970), 74 επ.

[555] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 339 επ.

[556] Πολλές από τις αποκρίσεις του Φωτίου έχουν πλουσιό­τερη χειρόγραφη παράδοση από άλλα έργα του ίδιου πατριάρχη, επειδή παραδίδονται σε κώδικες με μεικτό κανονικό περιεχόμενο, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 340.

[557] Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η μνήμη του ως αγίου εορτάζεται στις 11 Νοεμβρίου. Ήταν μοναχός, συγγραφέας και ένας εκ των αρχηγών της παράταξης των εικονόφιλων κατά τη σχετική εκκλησιαστικο-πολιτική έριδα, που συντάραξε το Βυζάντιο. Αρχικά διετέλεσε ηγούμενος στη Μονή Σακκουδίωνος στην Προύσα, όπου διαδέχτηκε τον θείο του μοναχό Πλάτωνα. Ο θείος του και η μητέρα του Θεοκτίστη τού ενέπνευσαν την αγάπη του προς το μοναχικό βίο. Ο Θεόδωρος προσπάθησε να ανυψώσει τον μοναχικό βίο, αλλά ενεπλάκη σε πολιτικές και εκκλησιαστικές έριδες με αποτέλεσμα να εξοριστεί τέσσερις φορές. Το 796 τιμωρήθηκε με ραβδισμό και εξορίστηκε για ένα έτος στη Θεσσαλονίκη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄, διότι αντιτάχτηκε στον παράνομο (δεύτερο) γάμο του τελευταίου με τη συγγενή του Θεοδώρου, Θεοδότη, την οποία είχε θαλα-μηπόλο, κριτικάροντας παράλληλα τον Πατριάρχη Ταράσιο, που είχε ανεχτεί το γάμο. Το 797 εγκαταστάθηκε στη Μονή Στουδίου της Πόλης, την οποία ανέδειξε σε κυψέλη κοινωνικής και πνευματικής δραστηριότητας, συγκροτώντας συνεργεία αντιγραφής ιερών χειρογράφων. Τότε απέκτησε το προσωνύμιο Στουδίτης. Το 809 εξορίστηκε πάλι από τον αυτοκράτορα Νικη-φόρο Α΄, διότι στηλίτευσε ως αντικανονική την εκλογή ως Πατριάρχη του αυτοκρατορικού μυστικοσυμβούλου Νικηφόρου και αρνήθηκε να επικυρώσει την άρση του αφορισμού του ιερέα Ιωσήφ, ο οποίος είχε ευλογήσει τον παράνομο γάμο του Κωνσταντίνο ΣΤ΄. Αργότερα εξορίστηκε για τρίτη φορά από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ Αρμένιο, ως υπερασπιστής των εικόνων. Σε πείσμα του αυτοκράτορα τέλεσε επίσημη λιτανεία των εικόνων στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και συνέχισε να τις υπερασπίζεται με σθένος από τον τόπο της εξορίας του, παρά τους βασανισμούς που υπέστη. Εξορίστηκε για τέταρτη φορά από τον Μιχαήλ Β΄ Τραυλό και πέθανε εξόριστος το 826 σε ηλικία 67 ετών. Ετάφη στην Πρίγκηπο αλλά το 844 έγινε ανακομιδή των λειψάνων του στη Μονή Στουδίου. Υπήρξε υμνογράφος και συγγραφέας πολλών ασκητικών, θεολογικών και εκκλησιαστικών έργων, καθώς και επιστο-λών. Σώζονται πάνω από 500 επιστολές του, κυρίως κατά των εικονομάχων, που αποτελούν σπουδαία πηγή για τη βυζαντινή εποχή του 9ου αιώνα. Οι μοναστικοί κανόνες που θέσπισε στη Μονή Στουδίου σταδιακά επεκράτησαν σε όλες τις μονές της αυτοκρατορίας. Από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, βλ. ιδίως: Β. ΤΣΙΓΚΟΣ, Βί­ος, Συγ­γ­ράμ­μα­τα και α­κο­λου­θί­α του ο­σί­ου πα­τρός και ο­μο­λο­γη­τού Θε­ο­δώ­ρου του Στου­δί­του, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2001, και ΙΔΙΟΣ, «Ο εκκλησιολογικός χαρα­κτή­ρας των σχέ­σε­ων Εκ­κ­λη­σί­ας καί Πο­λι­τείας κα­τά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας 5 (1998) 275-294.

[558] Ο καταγόμενος από τη Μαρώνεια της Θράκης μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νικήτας, διετέλεσε ακόμη χαρτοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας. Επεδίωξε να αμβλύνει τις διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Έγραψε διαλόγους, υπομνήματα και εκκλησιαστικούς ύμνους. Παρέμεινε μόνο έναν χρόνο στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 1178. Στην συνέχεια παραιτήθηκε, και τον διαδέχθηκε ο Ευστάθιος, ο γνωστός σχολιαστής του Ομήρου, που διακόνησε την περίοδο από το 1178 έως το 1194.

[559] Βλ. MΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ, «Συλλογής κανονικής εφόλκιον», Eκκλησιαστική Αλήθεια 35 (1915) 214-215 και 36 (1916) 1-3, 14, 17-18.

[560] Ο Νικόλαος Γ΄ Κυρδινιάτης ή Γραμματικός, εκλέχθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το 1084, έχοντας ακολούθως μια εξαιρετικά μακρόχρονη, για την εποχή, πατριαρχία, που διήρκεσε 27 χρόνια. Ήταν λόγιος ιεράρχης και συνέγραψε ύμνους για διάφορες ακολουθίες. Υποστηρίχθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν η αίρεση των Βογομίλων και η έριδα του Λέοντος Χαλκηδόνος. Επί των ημερών του εκδόθηκαν συνοδικές αποφάσεις για πολλά εκκλησιαστικά θέματα, θέματα γάμων, διαζυγίων, μοναχι-σμού, κλπ. Ο ίδιος παρενέβη αρκετά σε θέματα μοναχισμού, στερέωσε το καθεστώς του Αγίου Όρους και φαίνεται ότι συνέγραψε μοναστικό Τυπικό. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, διεξάγοντας διαπραγματεύσεις με τον πάπα Ουρβανό Β΄, προκειμένου να του σταλεί βοήθεια από τη Δύση εναντίον των Τούρκων, ζήτησε από τον πατριάρχη Νικόλαο να γνωματεύσει σχετικά με το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών. Ο Νικόλαος εκφράστηκε υπέρ της ένωσης, χωρίς όμως κανένα συμβιβασμό από μέρους των Ορθοδόξων.

[561] Βλ. σχετικά τη μελέτη του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΤΗ, «Ο υπ’ αριθμ. 1400 κώδιξ του ημετέρου Πανεπιστημίου», σε ίδιου: Νομοκανονικαί Μελέται, Αθήναι 1917, 167-186.

[562] Για την εξήγηση αυτής της συνάφειας διατυπώθηκαν δύο υποθέσεις: είτε υποβλήθηκε το κείμενο που είχε ήδη συντάξει ο Νικήτας σε νέα επεξεργασία από τον χαρτοφύλακα, μετά από πατριαρχική εντολή, είτε υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος τα ερωτή­ματά του τόσο προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης όσο και προς τον πατριύρχη, βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 345.

[563] Είναι γνωστή η πρακτική πολλών Ρωμαίων ηγεμόνων να απευθύνονται σε έγκριτους νομο-μαθείς της εποχής τους, ζητώντας την έκδοση γνωμοδοτήσεων επί φλεγόντων και αμφιλε-γόμενων νομικών ζητημάτων. Στους εν λόγω νομικούς είχε δοθεί το jus publice respondendi ex auctoritate principis, δηλαδή η επίσημη αρμοδιότητα να γνωμοδοτούν.

[564] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 338.

[565] Πρβλ. Μ. ΓΕΔΕΩΝ, «Συλλογής κανονικής εφόλκιον», Εκκλησιαστική Αλήθεια 35 (1915) 214-215, 36 (1916) 1-3, 14, 17-18 (ιδίως σελ. 18)? E. BONEFIDIUS, Juris Orientalis Libri III, Γενεύη 1573, σελ. 185-197? I. LEUNCLAVII, Juris Graeco-Romani tam canonici quam civilis tomi duo, Frankfurt am Main 1596 (ανατύπωση: Farnborough 1971), τόμ. Ι, σελ. 335-341 [= Patrologia Graeca τόμ. 119, στ. 985-997].

[566] Σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο μητροπολίτης είναι κληρι-κός με το βαθμό τού επισκόπου, που διοικεί μία ‘μητροπολιτική περιφέρεια’. Η περιφέρεια αυτή μπορεί να υποδιαιρείται σε περισσότερες επισκοπές, οπότε ο μητροπολίτης προεδρεύει της συνόδου των επισκόπων της μητροπολιτικής περιφέρειας, διοικώντας ο ίδιος τη σημαντι-κότερη από τις επισκοπές αυτές. Ο μητροπολίτης εκλέγεται από κανονική σύνοδο ιεραρχών της τοπικής εκκλησίας και είναι κατ’ αρχάς ισόβιος. Αναπληρώνεται μόνο σε περίπτωση έγκυρα διαπιστωμένης ασθένειας, που τον εμποδίζει να ασκεί πλήρως τα καθήκοντά του. Οι μητροπολίτες υπόκεινται στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη για τη διάπραξη νομοκανονικών παραπτωμάτων και δικάζονται από αρχιερείς.

[567] L. PETIT, «Les eveques de Thessalonique», Echos d’Orient 5 (1901-1902) 90.

[568] Κανών 31: «?τι ο? χρ? διδόναι τέκνα ?π? γάμ? α?ρετικοίς, ?λλ? λαμβάνειν. ?τι ο? δε? πρ?ς πάντας α?ρετικο?ς ?πιγαμίας ποιε?ν, ? διδόναι υ?ούς, ? θυγατέρας, ?λλ? μ?λλον λαμβάνειν, ε?γε ?παγγέλλοιντο χριστιανο? γίνεσθαι». Η τοπική Σύνοδος Λαοδικείας συγκλή-θηκε στην Λαοδικεία της Φρυγίας, μεταξύ των ετών 343 και 381, εκδίδοντας 60 συνολικά κανόνες. Πρβλ. ΜΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ, «Συλλογής κανονικής εφόλκιον», Eκκλησιαστική Αλήθεια 35 (1915) 214-215 και 36 (1916) 1-3, 14, 17-18.

[569] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΙΤΣΑΚΗΣ, «Βασίλειος Αχριδηνός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1145-post 1160): ένας βυζαντινός κανονολόγος σε διάλογο με τη λατινική Δύση», Πόλις συναντήσεως Ανατολής και Δύσεως. ΛΒ’ Δημήτρια: Χριστιανική Θεσσαλονiκη. Πρακτικά ΙΑ' Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου I. Μονή Βλατάδων, 12-18 Οκτωβρίου 1997 (Θεσ­σαλονίκη 2006) 259-296.

[570] ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Ιωάννης Κασταμονίτης. Συμβολή στη μελέτη του βίου, του έργου και της εποχής του. [Βυζαντινά κείμενα και μελέται, 22.] Θεσσαλονίκη 1988.

[571] Ο Γεώργιος Β΄ ο Ξιφιλίνος εκλέχθηκε πατριάρχης το 1191, μετά την παύση του προ-κατόχου του Δοσιθέου. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Τραπεζούντας, από την οποία προερχόταν και ο πατριάρχης Ιωάννης Η΄. Πριν γίνει πατριάρχης είχε υπηρετήσει ως μέγας σκευοφύλακας. Δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά για τη ζωή του και την πατριαρχία του, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1198.

[572] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 347.

[573] V. GRUMEL, «Les reponses canoniques a Marc dAlexandrie: Leur caractere officiel, leur double redaction», Echos dOrient 38 (1939) 321-333? ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ό.π., σ. 336.

[574] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 353.

[575] Ο Ευθύμιος Σάρδεων, γεννήθηκε στη Λυκαονία και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, ενώ άκμασε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης (780-797). Μετά την αποπεράτωση των σπουδών του διέπρεψε ως μοναχός, λόγος και για τον οποίο προβιβάσθηκε στο μητροπολιτικό θρόνο των Σάρδεων. Από εκεί, έλαβε μέρος στην Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 787, Mansi, τ. XII, σ. 1087-1088). Τα προσόντα του οδήγησαν αρχικά τους βασιλείς να του εμπι-στευθούν διάφορες κρατικές αποστολές. Αργότερα όμως γνώρισε επανειλημμένες εξορίες, λόγω των εκκλησιαστικών του απόψεων.

[576] Ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους λογίους της μεσοβυζαντινής περιόδου και από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο. Γεννήθηκε στην Πάτρα γύρω στο 850. Αφού σπούδασε αρχικά στη γενέτειρά του έζησε ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Κληρικός μετά το΄888, ενώ το 902 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Καισαρείας, λόγω όμως της θέσης της Μητροπόλεως ως πρωτόθρονης του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κατά το μεγαλύτερο διάστημα. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία γύρω στα 944. Ο Αρέθας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκδότες κλασικών και εκκλησιαστικών κειμένων. Θεωρούνταν κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του καιρού του, αποτελούμενης από χιλιάδες έργα της κλασσικής αρχαιότητας και της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Επιμελήθηκε και χρηματοδότησε τη μεταγραφή μεγάλου αριθμού χειρογράφων από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή, σε πολλά από τα οποία σώζονται ιδιόχειροι σχολιασμοί. Αν και το έργο του στερείται πρωτοτυπίας, όμως θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό διότι διασώζει πολλά έργα που αλλιώς θα είχαν χαθεί. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί πως τα έργα των χριστιανών απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα σώζονται μόνο σε χειρόγραφα προερχόμενα από τη βιβλιοθήκη του. Προϊόντα του εργαστηρίου του βρίσκονται στις κυριότερες βιβλιοθήκες του κόσμου, όπως στο Βατικανό, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μόσχα και αλλού. Περισσότερα, βλ. στο έργο του PAUL LEMERLE, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανι-σμός. Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, μετάφραση Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001.

[577] Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Ανέκδοτος περί ασυλίας επιστολή του Αρέθα προς Λέοντα τον Σοφόν», Πελοποννησιακά 5 (1962) 1-20.

[578] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 349. Τα σχετικά με το δίκαιο του γάμου πιο πάνω έργα, του συγκέλλου Δημητρίου, δηλαδή, και του Νικολάου Σκρίβα, στρέφονται κατά της επέκτασης των γαμικών κωλυμάτων που είχε συντελεσθεί με τον Τόμο του πατριάρχη Σισιννίου.

[579] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, «Ο πατριάρχης Ιωάννης Ε΄ Οξείτης (1089-1100)», ΕΕΒΣ 12 (1936) 361-388? P. GAUTIER, «Requisitoire du patriarche Jean d’Αntiοche cοntre le charisticariat», RΕΒ 33 (1975) 77-132, και, «Jean V lOxeite, patriarche d’Αntiοche. Notice biοgraphique», RΕΒ 22 (1964) 128-157.

[580] Ο λόγιος Μιχαήλ Χούμνος διετέλεσε νομοφύλακας και μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Σώζεται η πραγματεία του Περί των βαθμών της εξ αίματος συγγενείας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι και η θεολογική πραγματεία Περί νηστείας είναι έργο του Χ. Το ανέκδοτο αυτό κείμενο είναι καταχωρημένο σε κώδικα της Βιβλιοθήκης του Βερολίνου.

[581] Εκδόσεις του έργου: Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, τόμ. Α΄ (1995), τόμ. Β΄ (1998), τόμ. Γ΄ (1999), πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση Ιορδάνη Γρηγοριάδη, σειρά: ‘Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 5’, εκδ. Κανάκη, Αθήνα? LUDWIG DINDORF (επιμ.), Ioannis Zonarae epitome historiarum, τόμοι 6, Λειψία 1868–1875? THOMAS BANCHICH (μετά-φραση): The history of Zonaras: from Alexander Severus to the death of Theodosius the Great, Routledge, London-New York 2009.

[582] Ο πλήρης τίτλος του είναι: Νομοκάνονον σύν Θε? περιέχον συνοπτικ?ς ?λους το?ς κανό-νας τ?ν ?γίων κα? ο?κουμενικ?ν ?πτ? συνόδων, κα? τ?ν ?γίων ?ποστόλων, κα? το? μεγάλου Βασιλείου, κα? ?τέρων θεοφόρων πατέρων ?ρμηνευθ?ν προτροπ? το? ε?σεβεστάτου βασιλέως κ?ρ ?ωάννου το? Κομνηνο? παρ? το? λογιωτάτου διακόνου τ?ς το? θεο? μεγάλης ?κκλησίας κα? νομοφύλακος κυρο? ?λεξίου το? ?ριστηνο?.

[583] Βλ. Κ. ΠΙΤΣΑΚΗΣ, «Η έκταση της εξουσίας ενός υπερόριου πατριάρχη: O πατριάρχης Αντιοχείας στην Κωνσταντινούπολη τον 12ο αιώνα», στο: Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ (επιμ.), Το Βυζάντιο κατά τον 12ο αιώνα. Κανονικό δίκαιο, κράτος και κοινωνία, Εταιρεία Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών, ‘Δίπτυχα-Παράφυλλα’, 91-139.

[584] ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ, «Θεοδώρου του Βαλσαμώνος, Μελέτη χάριν των δύο οφφι-κίων, του τε χαρτοφύλακος και του πρωτεκδίκου. Ερμηνευτικό πόνημα ή σώρευση διεκδική-σεων;»,  Κατευόδιον. In memoriam Nikos Oikonomides, Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte. Athener Reihe, 15, Spyros N. Troianos (hrsg.), Athen, 2008, 39-63.

[585] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 360.

[586] Α. ΣΙΦΩΝΙΟΥ-ΚΑΡΑΠΑ / Μ. ΤΟΥΡΤΟΓΛΟΥ / ΣΠ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ, «Μανουήλ Μαλαξού Νομοκάνων», ΕΚΕΙΕΔ 16-17 (1969-1970 [1972]) 1-39.

[587] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 364 επ. Για τη μελέτη του δικαίου των μοναχών πολύ σημαντικό βοήθημα παραμένει το έργο του PL. DE ΜΕΕSΤΕR, De monachico statu juxta disciplinam byzantinam. [S. Cοngregaziοne per la Chiesa Orientale. Cοdificaziοne canοnica orientale. Fοnti ser. II fasc. X.] Citta del Vaticanο 1942? K. ΜΑΝΑΦΗΣ, Μοναστηριακά τυπικά - Διαθήκαι, Αθήνα 1970? C. GΑLΑΤΑRIOTΟU, «Byzantine Κtetorika Typika: Α comparative study», RΕΒ 45 (1987) 77-138? J. THOMAS / A. CONSTANTINIDES-HERO / G. CONSTABLE (ed.), Byzantine Monastic Foundation Documents: A Complete Translation of the Surviving Founders’ Typika and Testaments, Dumbarton Oaks Studies 37, Washington DC 2000. Αν και μετά τις πιο πάνω πρόσφατες εκδόσεις των βυζαντινών μοναστηριακών τυπικών πρέπει να θεωρείται ξεπερασμένο (αφού δεν ενημερώθηκε), μνημονεύουμε εντού-τοις, μόνον για λόγους πληρότητας των εδώ παραπομπών, το έργο του Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Νομική θεώρηση των μοναστηριακών τυπικών, Αθήνα 1984.

[588] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 366 επ.

[589] Θεοδώρου ηγουμένου της μονής Στουδίου, «Διαθήκη», P.G. τόμ. 99 στ. 1813-1824.

[590] ΣΠ. ΛΑΜΠΡΟΣ, «Διαθήκη Παύλου του Λατρηνού», Nέος Ελληνομνήμων 12 (1915) 198-203? ΕΦΗ ΡΑΓΙΑ, Λάτρος. Ένα άγνωστο μοναστικό κέντρο στη Δυτική Μικρά Ασία, εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 71 επ.

[591] Βλ. το εξαίρετο έργο της αγιορειτολόγου ΔΙΟΝΥΣΙΑΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνι-κός Μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.

[592] ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Πηγές, ό.π., σ. 369 επ.

[593] ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, «Το πρόβλημα της ‘μοναστικής μεταρρύθμισης’ στο ύστερο Βυζάντιο», Βυζαντινά 24 (2004) 233-287.

[594] Έκδοση: Ρ. GAUTIER, «Le typikon de la Theotokos Evergetis», RΕΒ 40 (1982) 5?101 (14-95).

[595] Έκδοση: Ρ. GAUTIER, «La Diataxis de Μichel Attaliate», REB 39 (1981) 5-143 (16-130). Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης καταγόταν πιθανόν από την Αττάλεια της Παμφυλίας (Μ. Ασία). Μεταξύ 1030 και 1040 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκτώντας πλούτη και φτάνοντας μέχρι τα ανώτερα πολιτικά αξιώματα. Το 1072 συνέγραψε για τον αυτοκρά-τορα Μιχαήλ Παραπινάκιο νομικό κώδικα. Το 1079-1080 εξέδωσε την ιστορία της βυζαντι-νής αυτοκρατορίας για τα έτη 1034-1079, ένα εξαιρετικά λεπτομερές έργο, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αναφορά που κάνει σε δολοπλοκίες και εξεγέρσεις εντός της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος παρουσιάζει τα ιστορικά γεγονότα σαν να είναι αυτόπτης μάρτυρας με αρκετή λεπτομέρεια και αντικειμενικότητα. Φαίνεται ότι ήταν γνώστης των έργων των μεγάλων ιSστορικών της Αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης. Το έργο αυτό βλ. σε μετάφραση Ιωάννη Πολέμη, έκδοση Κανάκης, Αθήνα 1997 (‘Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 8’).

[596] Έκδοση: Ρ. GAUTIER, «Le typikon de la Theotokos Κecharitomene», RΕΒ 43 (1985) 5-165 (ι9-131).

[597] Έκδοση: Ρ. GAUTIER, «Le typikon du Christ Sauveur Ρantocrator», RΕΒ 32 (1974) 1-145 (26-131).

[598] Έκδοση: Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, «Τυπικόν της εν Κωνσταντινουπόλει μονής του αγίου μεγαλομάρτυρoς Μάμαντος», Ελληνικά 1 (1928) 245-314 (256-311).

[599] Έκδοση: Ρ. GAUTIER, «Le typikon du sebaste Gregoire Pakοurianοs», RΕΒ 42 (1984) 5-145 (18-133).

[600] Έκδοση: FR. MIKLOSICH – J. MULLER, Αcta et diplomata graeca medii aeνi sacra et profana, volumes I-VI, Wien 1860-1890 (ανατύπ. Αθήνα, χ.χ., Αalen 1968), VI. Αcta et diplomata mοnasteriοrum et ecclesiarum Orientis (1890), 59-90.

[601] Γ. ΧΩΡΑΣ, H «Αγία Μονή» Αρείας εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Άργους, Αθήνα 1975, σ. 244-252.

[602] Έκδοση: Γ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κομνηνού της μονής Θεοτόκου της Κοσμοσώτειρας (1151-1152), Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ‘Θρακική Βιβλιοθήκη 3’, Κομοτηνή 1994, 33-154.

[603] Έκδοση: Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, «O άγιος Ιωάννης ο Ξένος και η διαθήκη αυτού», ΚρΧρ 2 (1948) 47-72 (57-61).

[604] EMIL LEGRAN, «Testament de Nil Damilas», Revue des Etudes Grecques, vol. 4 (1891).

[605] ΑΝΑΣΤΟΣ, «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σ. 345.